Ευλογημένη η τιμή του Κυρίου, του ανοίγοντος θύραν έμπροσθεν ημών, ίνα μη σχώμεν αίτησιν, ει μη την εις αυτόν επιθυμίαν. Ούτω γαρ καταλιμπάνομεν και εις την καταδίωξιν αυτόν μόνον εξέρχεται η ψυχή, ως μη έχειν τινά μέριμναν κωλύουσαν αυτήν κατέναντι της θεωρίας εκείνης του Κυρίου. Καθ' όσον γαρ, αγαπητοί, αφίησιν η διάνοια την μέριμναν τούτων των ορατών και φροντίζει εν τη ελπίδι των μελλόντων κατά το μέτρον της υψώσεως αυτής εκ της μερίμνης του σώματος και της μελέτης αυτής εν εκείνη, κατά τοσούτον λεπτύνεται και γίνεται διαυγής εν τη ευχή. Και καθ' όσον ελευθερούται το σώμα εκ των δεσμών των πράγματων, κατά τοσούτον και η διάνοια. Και καθ όσον η διάνοια των δεσμών των φροντίδων ελευθερούται, κατά τοσούτον τηλαυγής γίνεται. Και καθ' όσον τηλαυγής γίνεται, λεπτύνεται και υψούται εκ των νοημάτων του αιώνος τούτου, τους βαστάζοντος τους τρόπους της παχύτητος. Και τότε γινώσκει η διάνοια θεωρείν εν Θεώ κατ αυτόν, και ου καθώς ημείς.
Εάν γαρ μη πρώτον ο άνθρωπος της αποκαλύψεως άξιος γένηται, ου δύναται γνώναι αυτήν. Και εάν μη έλθεις καθαρότητα, ου δύναται είναι τα νοήματα τηλαυγή, του θεωρήσαι τα κρυπτά. Και έως αν ελευθερωθή εκ πάντων των ορατών των δρωμένων εν τη κτίσει αυτών, ουκ ελευθερούται εκ των νοημάτων των περί αυτών, ουδέ αργός γίνεται εκ των λογισμών των σκοτεινών. Και ένθα η σκοτία και η πλοκή των λογισμών, και τα πάθη εκεί. Εάν γαρ μη ελευθερωθή ο άνθρωπος εκ τούτων, ων είπομεν, και των αίτιων αυτών, ου μη θεάσηται εν τοις κρυπτοίς η διάνοια.
Διά τούτο προ πάντων την ακτημοσύνην εκέλευσεν ο Κύριος κρατήσαι και αποστήναι της ταραχής του κόσμου και λυθήναι εκ της μερίμνης πάντων των ανθρώπων, «όστις», λέγων, «ουκ αποτάσσεται πάση τη ανθρωπότητι και πασι τοις εαυτού, και αρνείται εαυτόν, ου δύναται μου είναι μαθητής». Ίνα γαρ μη η διάνοια εν πασι βλάβη, εν θεωρία, εν ακοή, εν μερίμνη των πραγμάτων, εν αφανισμώ αυτών, εν αυξήσει αυτών, εν ανθρώπω, και δια το δεσμήσαι αυτήν εν τη ελπίδι μόνη τη προς αυτόν, έτρεψε πάσαν μέριμναν των λογισμών και εν εαυτώ πάσαν μέριμναν εδέσμησε του φρονήματος εν τη λύσει πάντων, ίνα εκ τούτου ορεγώμεθα της ομιλίας αυτού εν τη διαμονή της μερίμνης ημών της περί αυτόν.
Αλλά και γυμνασίας πάλιν χρήζει η ευχή, ίνα δια του μακρού χρόνου του εν αυτή σοφισθή η διάνοια. Μετά γαρ την ακτημοσύνην την λύουσαν τα νοήματα ημών εκ των δεσμών, διαμονήν θέλει η ευχή. Ότι εκ της διαμονής του καιρού λαμβάνει η διάνοια την γυμνασίαν και γινώσκει αποδιώξαι τον λογισμόν απ' αυτής και μανθάνει εκ της πολλής πείρας άπερ παρ' άλλου δέξασθαι ου δύναται. Εκάστη γαρ πολιτεία γινομένη αύξησιν λαμβάνει εκ της πολιτείας της προ αυτής και τα προ αυτής ζητείται εις εύρεσιν των μετ' αυτήν. Την ευχήν, προλαμβάνει αναχώρησις, και αύτη η αναχώρησις, δια την ευχήν, και αύτη η ευχή, ίνα κτησώμεθα την αγάπην του Θεού, ότι εξ αυτής ευρίσκονται αι αιτίαι, ίνα αγαπήσωμεν τον Θεόν
Καί τούτο δε πρέπον γνώναι ημάς, αγαπητοί, ότι εκάστη ομιλία εν κρυπτώ γινομένη και πασά μέριμνα αγαθής διανοίας εν θεώ και πάσα των πνευματικών μελέτη εν τη ευχή ορίζεται και εν τω ονόματι της ευχής ψηφίζεται και έσωθεν τούτου συνάγεται του ονόματος. Είτε αναγνώσεων είποις διαφοράς, είτε φωνάς στόματος εις δοξολογίαν Θεού, είτε λυπηράν εν Κυρίω φροντίδα, είτε σώματος προσκυνήσεις, είτε ψαλμωδίαν στιχολογίας, είτε τα λοιπά άλλα, εξ ων η διδαχή επιγίνεται της ευχής της ειλικρινούς, εξ ης η αγάπη γεννάται του Θεού. Ή γαρ αγάπη εκ της ευχής, και η ευχή εκ της διαγωγής της αναχωρήσεως. Ταύτης δε της αναχωρήσεως εις τούτο χρήζομεν, εις το έχειν ημάς τόπον αδολεσχήσαι μόνους μετά του Θεού, της δε αναχωρήσεως προηγείται η του κόσμου αποταγή.
Ε αν γαρ ο άνθρωπος μη αποτάξηται τω κοσμώ πρώτον και ευκαιρήση εκ πάντων των αυτού, ου δύναται μονωθήναι. Και ούτω πάλιν της αποταγής του κόσμου προηγείται η υπομονή, και της υπομονής το μίσος του κόσμου, και του μισους του κόσμου ο φόβος και ο πόθος. Εάν γαρ μη εκφοβήση την διάνοιαν ο φόβος της γεέννης και εις έφεσιν των μακαρισμών ελθείν ο πόθος ποιήση, ου κινηθήσεται εν αυτώ το μίσος τούτου του κόσμου. Και εάν μη μισήση τον κόσμον, ούχ υπομένει εκτός είναι της αναπαύσεως αυτού. Και εάν μη προηγήσηται η υπομονή εν τη διανοία, ου δύναται εκλέξασθαι τόπον πεπληρωμένον αγριότητος και κενόν των εν αυτώ οικούντων. Και εάν μη εκλέξηται εαυτώ ζωήν αναχωρήσεως, ου δύναται διαμείναι εν τη ευχή. Και εάν μη μείνη αδολεσχών μετά του Θεού και διαμείνη εν τούτοις τοις διανοήμασι τοις μεμιγμένοις εν τη ευχή και εν τοις είδεσι της διδαχής, ης ειρήκαμεν, ου μη αισθανθή της αγάπης.
Λοιπόν η αγάπη του Θεού εκ της μετ' αυτού ομιλίας, η δε αδολεσχία και η μελέτη της ευχής δια της ησυχίας, και η ησυχία εν τη ακτημοσύνη, εν τη υπομονή και εν τώ μίσει τών επιθυμιών. Και το μίσος των επιθυμιών, εκ του φόβου της γεέννης και της των μακαρισμών προσδοκίας. Μισεί δε τάς επιθυμίας ο γινώσκων τον καρπόν τον εξ αυτών, τι ευτρεπίζει αυτώ και εκ ποίου μακαρισμού κωλύεται δι' αυτάς.
Ούτως εκάστη πολιτεία εν τη προ αυτής δεδεμένη εστί και εξ αυτής λαμβάνει προσθήκην και μεταβαίνει εις άλλην υψηλοτέραν αυτής. Και εάν μία εξ αυτής υπολείπηται, ου δύναται στήναι το οπίσω αυτής και οράσθαι. Ότι πάντα λύονται και απόλλυνται. Το δε πλέον τούτων, μέτρον εστί των λόγων.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν.