Τρείς εισί τάξεις, εν αις προκύπτει ο άνθρωπος. Η τάξις των αρχαρίων, και η μέση, και η των τελείων. Και ο μεν εν τη πρώτη τάξει ων, ει και το φρόνημα αυτόν είς το αγαθόν ρέπει, αλλ' ούν η κίνησις της διανοίας αυτού εν τοις πάθεσιν εστίν. Η δε δευτέρα, μέση τίς εστίν εμπάθειας και απάθειας. Και οι δεξιοί λογισμοί και οι εξ ευωνύμων εξίσης κινούνται εν αυτώ, και ου παύεται όλως βρύων το φως και το σκότος, ως ήδη είρηται. Εάν δε παύσηται προς ολίγον από της συνεχούς αναγνώσεως των θείων Γραφών και της φαντασίας των θείων νοημάτων, εν οίς φανταζόμενος εξάπτεται εν τοις τρόποις της αληθείας κατά την εαυτού δύναμιν, μετά της παραφυλακής της έξωθεν, εξ ης γίνεται και η ενδοτάτη φυλακή και το έργον το ικανόν, μέλλει ανθέλκεσθαι είς τα πάθη.
Εαν δε θρέψη την φυσικήν αυτού θέρμην εν οίς έφην, και μη εάση την αναζήτησιν και την έρευναν και τον προς αυτά πόθον μακρόθεν, καν ούχ εώρακεν αυτά, άλλ' εκ του νεύματος της αναγνώσεως των θείων Γραφών τρέφων τους λογισμούς αυτού και συνέχων, ίνα μη κλίνωσιν είς τα αριστερά, και μη δέξηται σπόρον τινά διαβολικόν εν σχήματι αληθείας, φύλαξη δε μάλλον την εαυτού ψυχήν μετά πόθου και αιτήσηται τον Θεόν μετά εμπόνου προσευχής και υπομονής, αυτός παρέξει αυτώ την αίτησιν αυτού και ανοίξει αυτώ την θύραν αυτού,και μάλιστα δια την ταπείνωσιν αυτού. Τα γαρ μυστήρια τοις ταπεινόφροσιν αποκαλύπτονται.
Εαν δε αποθάνη επί ταύτη τη ελπίδι, εί και μηδαμού θεάσηται την γήν εκείνην εκ του σύνεγγυς, αλλ' οίμαι, ότι η κληρονομία αυτού μετά των αρχαίων δικαίων έσται, των ελπισάντων φθάσαι την τελειότητα και μη θεασαμένων αυτήν, κατά το αποστολικόν λόγιον, ότι «επ' ελπίδι ειργάσαντο πάσας τάς ημέρας αυτών και εκοιμήθησαν». Αλλά τι είπωμεν, εάν μη φθάση ο άνθρωπος εισελθείν είς την γήν της επαγγελίας, ήτις εστί τύπος της τελειώσεως, τουτέστιν καταλαβείν την αλήθειαν φανερώς, κατά το μέτρον της φυσικής δυνάμεως; Άρα δια τούτο κωλύεται από τούτου και μένει εν τη εσχάτη τάξει, ης πάσα η πρόθεσις επί τα αριστερά κέκλικεν: η και δια το μη καταλαβείν πάσαν την αλήθειαν, άρα εμμένει τη αγενότητι της εσχάτης τάξεως, ήτις ου γινώσκει, ουδέ επιθυμεί τούτων; ή πρέπει αυτόν υψωθήναι προς ταύτην την μέσην οδόν, ην έφην;
Καν γαρ ουκ εθεάσατο αυτήν, ει μη ως δι ' εσόπτρου, άλλα ήλπισε μακρόθεν και δια ταύτης της ελπίδος συνετέθη τοις πατράσιν αυτού. Και εί ουκ ηξιώθη της τελείας χάριτος ενταύθα, άλλα δια το πάντοτε αυτή ομιλείν και όλω τω νώ εν αυτή αναστρέφεσθαι και δια το κείσθαι εν τη επιθυμία αυτής όσον ζη, εδύνατο εκκόψαι τους λογισμούς τους πονηρούς, και ότι εν τη ελπίδι ταύτη η καρδία αυτού πεπληρωμένη εκ του Θεού εξέρχεται εκ του κόσμου τούτου.
Εάν οτιούν έχον ταπείνωσιν ευπρεπές πέφυκεν. Η γαρ αδολεσχία του νοός η ασώματος είς τον πόθον του Θεού, ήτις οδηγείται εκ της κατανοήσεως των θείων Γραφών, περιφράττει την ψυχήν έσωθεν απ' έμπροσθεν των πονηρών λογισμών και τηρεί την διάνοιαν εν τη μνήμη των μελλόντων αγαθών, ίνα μη χαυνωθή ο νους εν τη αμελεία, αυτού και σχολάση αντί των κρειττόνων είς την μνήμην των κοσμικών πραγμάτων. Διότι εκ τούτων κατ' όλίων ψυχραίνονται αι θερμότητες των θαυμαστών κινήσεων αυτού, και εμπίπτει είς επιθυμίας ματαίας τε και αλόγους.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.