Δει τον μοναχόν είναι εν πασι τοις εαυτού σχήμασι και πράγμασι τύπον ωφελείας τοις ορώσιν αυτόν, όπως εκ των πολλών αρετών αυτού των διαλαμπουσών ως ακτινών, βλέποντες οι της αληθείας εχθροί και μη βουλόμενοι, ομολογήσωσιν, ότι εστί τοις Χριστιανοίς ελπίς σωτηρίας βεβαία και αμετάπτωτος, πανταχόθεν τε επιδράμωσι προς αυτόν ως καταφυγών όντα, ώστε υψωθήναι το κέρας της Εκκλησίας κατά των εχθρών αυτής και πολλούς κινηθήναι προς ζήλον της αυτού αρετής και του κόσμου εξελθείν, και γενέσθαι αυτόν αιδέσιμον εν πάσιν εκ του κάλλους της πολιτείας αυτού. Καύχημα γαρ της Χριστού Εκκλησίας η μοναχική πολιτεία.
Δει ούν τον μοναχόν έχειν σχήματα ωραία εκ πάντων των μερών αυτού, ήγουν υπεροψίαν των ορωμένων, ακριβή ακτημοσύνην, καταφρόνησιν τελείαν της σαρκός, νηστείαν υψηλήν, διαμονήν εν τη ησυχία, ευταξίαν των αισθήσεων, οράσεως παραφυλακήν, πάσης έριδος περί πράγματος του αιώνος τούτου εκκοπήν, την εν λόγοις βραχύτητα, την εκ μνησικακίας καθαρότητα, την μετά διακρίσεως απλότητα, ακεραιότητα και αφελότητα καρδίας μετά συνέσεως και εντρεχείας και αγχινοίας.
Τό γινώσκειν, ότι περιττή η παρούσα ζωή και ευπετής, και ότι εγγύς εστίν η ζωή εκείνη η αληθινή και πνευματική. Το μη γινώσκεσθαι υπό των ανθρώπων ή καταγινώσκεσθαι. Το μη δεσμεύειν εαυτόν εν εταιρία και ενώσει τίνος των ανθρώπων. Το έχειν τον τόπον της οικήσεως ήσυχον. Το φεύγειν αεί τους ανθρώπους και αδιαλείπτως εγκαρτερείν ταίς προσευχαίς και ταίς αναγνώσεσι. Το μη αγαπάν την τιμήν, μηδέ χαίρειν ξενίοις. Το μη δευσμεύειν εαυτόν τη ζωή ταύτη. Το υπομένειν γενναίως τους πειρασμούς. Το απαλλαγήναι των κοσμικών εφέσεων και της εξερευνήσεως και μνήμης των πραγμάτων αυτών. Το διηνεκώς φροντίζειν και μελετάν εις την χωράν την αληθινήν. Το έχειν το πρόσωπον στυγνόν και ερρικνωμένον. Το δακρύειν διηνεκώς νυκτός και ημέρας. Και το πάντων τούτων πλέον, το φυλάσσειν την ιδίαν σωφροσύνην και καθαρεύειν από της γαστριμαργίας και από των μικρών και από των μεγάλων. Αύται γαρ εισίν αι αρεταί του μοναχού, ως συντόμω ειπείν, αι μαρτυρούσαι αυτώ την από του κόσμου παντελή θνήσιν και την προς τον Θεόν εγγύτητα.
Δει ούν ημάς φροντίζειν αυτών εν παντί καιρώ και κτήσασθαι αυτάς. Εάν δε τις είπη, Τις ην η χρεία του κατά μέρος ορίζειν αυτά και μη καθόλου και εν συντόμω περί αυτών ειπείν, Ερώ, ότι τούτο αναγκαίως γέγονεν, ίνα, όταν ζήτηση εν τι των ειρημένων εν τη ψυχή αυτού ο επιμελούμενος της ζωής αυτού και εύρη ότι ενδεής εστίν ενός τούτων των ωρισμένων, γνώσεται εντεύθεν το ελάττωμα αυτού εν πάση αρετή, και έσται αυτώ αυτή η τάξις εν μέρει υπομνήματος. Όταν δε κτήσηται τα ωρισμένα άπαντα εν εαυτώ, τότε και η γνώσις των λοιπών, ων ουκ εμνήσθην, δοθήσεται αυτώ. Και έσται τοις ανθρώποις τοις αγίοις αίτιος δοξολογίας της εις Θεόν. Καντεύθεν ετοιμάσει τη ψυχή αυτού τόπον ανέσεως προ του εξελθείν αυτόν εκ τούδε του βίου.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.
Δει ούν τον μοναχόν έχειν σχήματα ωραία εκ πάντων των μερών αυτού, ήγουν υπεροψίαν των ορωμένων, ακριβή ακτημοσύνην, καταφρόνησιν τελείαν της σαρκός, νηστείαν υψηλήν, διαμονήν εν τη ησυχία, ευταξίαν των αισθήσεων, οράσεως παραφυλακήν, πάσης έριδος περί πράγματος του αιώνος τούτου εκκοπήν, την εν λόγοις βραχύτητα, την εκ μνησικακίας καθαρότητα, την μετά διακρίσεως απλότητα, ακεραιότητα και αφελότητα καρδίας μετά συνέσεως και εντρεχείας και αγχινοίας.
Τό γινώσκειν, ότι περιττή η παρούσα ζωή και ευπετής, και ότι εγγύς εστίν η ζωή εκείνη η αληθινή και πνευματική. Το μη γινώσκεσθαι υπό των ανθρώπων ή καταγινώσκεσθαι. Το μη δεσμεύειν εαυτόν εν εταιρία και ενώσει τίνος των ανθρώπων. Το έχειν τον τόπον της οικήσεως ήσυχον. Το φεύγειν αεί τους ανθρώπους και αδιαλείπτως εγκαρτερείν ταίς προσευχαίς και ταίς αναγνώσεσι. Το μη αγαπάν την τιμήν, μηδέ χαίρειν ξενίοις. Το μη δευσμεύειν εαυτόν τη ζωή ταύτη. Το υπομένειν γενναίως τους πειρασμούς. Το απαλλαγήναι των κοσμικών εφέσεων και της εξερευνήσεως και μνήμης των πραγμάτων αυτών. Το διηνεκώς φροντίζειν και μελετάν εις την χωράν την αληθινήν. Το έχειν το πρόσωπον στυγνόν και ερρικνωμένον. Το δακρύειν διηνεκώς νυκτός και ημέρας. Και το πάντων τούτων πλέον, το φυλάσσειν την ιδίαν σωφροσύνην και καθαρεύειν από της γαστριμαργίας και από των μικρών και από των μεγάλων. Αύται γαρ εισίν αι αρεταί του μοναχού, ως συντόμω ειπείν, αι μαρτυρούσαι αυτώ την από του κόσμου παντελή θνήσιν και την προς τον Θεόν εγγύτητα.
Δει ούν ημάς φροντίζειν αυτών εν παντί καιρώ και κτήσασθαι αυτάς. Εάν δε τις είπη, Τις ην η χρεία του κατά μέρος ορίζειν αυτά και μη καθόλου και εν συντόμω περί αυτών ειπείν, Ερώ, ότι τούτο αναγκαίως γέγονεν, ίνα, όταν ζήτηση εν τι των ειρημένων εν τη ψυχή αυτού ο επιμελούμενος της ζωής αυτού και εύρη ότι ενδεής εστίν ενός τούτων των ωρισμένων, γνώσεται εντεύθεν το ελάττωμα αυτού εν πάση αρετή, και έσται αυτώ αυτή η τάξις εν μέρει υπομνήματος. Όταν δε κτήσηται τα ωρισμένα άπαντα εν εαυτώ, τότε και η γνώσις των λοιπών, ων ουκ εμνήσθην, δοθήσεται αυτώ. Και έσται τοις ανθρώποις τοις αγίοις αίτιος δοξολογίας της εις Θεόν. Καντεύθεν ετοιμάσει τη ψυχή αυτού τόπον ανέσεως προ του εξελθείν αυτόν εκ τούδε του βίου.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.