Παράδοση του Γέροντος Νείλου του ερημίτη προς τους μαθητές του, πρώτον τους ζώντας εν τη ερήμω του, έπειτα και προς πάντας τους λοιπούς ερημίτες δια να έχουν αυτήν ως πρότυπο περί της πολιτείας των αγίων Πατέρων .
Με την παντενέργεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και με την βοήθεια της πανάχραντου Αυτού Μητρός έγραψα ένα ψυχωφελές σύγγραμμα δια τον εαυτόν μου και δια τους κυρίους οικείους αδελφούς μου, τους ομότροπους μου.
Ούτω λοιπόν σας ονομάζω και όχι μαθητές, διότι ένας είναι ό διδάσκαλος ημών, ό Κύριος Ιησούς Χριστός, ό Υιός του θεού, ο οποίος μας έδωσε τας Θείας Γραφάς και οι άγιοι Απόστολοι και οι όσιοι Πατέρες, οι οποίοι δίδαξαν και διδάσκουν το ανθρώπινο γένος τα προς σωτηρία, διότι όλοι αυτοί έπραξαν πρώτον το καλόν και ούτως δίδαξαν τους άλλους.
Εγώ όμως δεν πράττω κανένα καλόν, αλλά κηρύττω μόνον τας Θείας Γραφάς εις όσους αποδέχονται αυτάς και θέλουν να σωθούν.
Και επειδή ή θεία Γραφή λέγει ότι εδώ είμεθα παρεπίδημοι και πάροικοι, εκεί δε μετά τον θάνατον υπάρχει ζωή αιώνιος και βίος ατελεύτητος —είτε εν αναπαύσει, είτε εν κολάσει, αναλόγως με ότι θα ανταποδώσει ό Θεός εις ένα έκαστο κατά τα έργα του—, δια τούτο πρέπει να μεριμνούμε δι' εκείνο τον μετά θάνατο βίο.
Και εγώ δι' αυτό παρέδωσα το σύγγραμμά μου εις τους κυρίους και αδελφούς μου δια την σωτήρια του εαυτού μου και πάντων των προαιρουμένων ίνα ανυψώσουμε την συνείδηση ημών προς το κρείττον και φυλασσόμεθα από την αμέλεια και τον κακόν βίον και από την αιτία των τα κακά και σαρκικά φρονούντων ανθρώπων και από παραδόσεις πονηράς και ματαίας, οι οποίες προέρχονται εκ μέρους του κοινού ημών εχθρού και πλάνου και από την οκνηρία ημών.
Εν αρχή δε φρονώ ότι είναι αρμόζον να θέσω τα περί της πίστεως: Πιστεύω εις ένα Θεόν εν Τριάδι δοξαζόμενο, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιων και αδιαίρετων. Επίσης πιστεύω εις την ενσάρκωση του Υιού του Θεού και ομολογώ ότι αυτός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Και πάσαν την λοιπή ομολογία της Ορθόδοξου Πίστεως ασπάζομαι και ομολογώ εξ όλης της ψυχής μου. Επίσης ομολογώ και μεγαλύνω και δοξάζω με πολλή πίστιν και αγάπη την Κυρία μου την Αγίαν, Πανάχραντο και όντως Θεοτόκο. Και πάντας τους Αγίους τιμώ και αποδέχομαι και δοξάζω Και Χάριτι Χριστού ενώνομαι και προστρέχω ολοψύχως εις την Αγίαν, Καθολική και Αποστολική Εκκλησίαν.
Και πάσας τας διδασκαλίας, τας οποίας παρέλαβε από τον Κύριον και από τους αγίους Αποστόλους και από τους αγίους Πατέρας των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και από τους λοιπούς αγίους Πατέρας και αποδέχεται ή αγία Εκκλησία και μας παραδίδει περί της Ορθόδοξου Πίστεως και περί των πρακτικών διατάξεων, ταύτα πάντα ασπάζομαι και τιμώ με πολλή πίστιν και αγάπη.
Πάσας δε τις αιρετικές διδαχές και παραδόσεις ψευδωνύμων διδασκάλων καταρώμεθα εγώ και οι συν εμοί αδελφοί και πάντες οι αιρετικοί να είναι αλλότριοι προς ημάς.
Επειδή πολλοί και ευλαβείς αδελφοί έρχονται προς εμέ και θέλουν να ζουν παρ' ημίν και εγώ επί πολύ ηρνήθην να τους δεχθώ —διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και ασύνετος και ασθενής κατά την ψυχήν και το σώμα—, αλλ' οι ύπ' εμού αποτρεπόμενοι δεν με αφήνουν ήσυχο, ούτε παύουν να με ενοχλούν, δια τούτο έχομεν διαφόρους συγχύσεις.
Και διέκρινα ότι —αν είναι θέλημα του θεού να έλθουν προς ημάς— πρέπει να φυλάττουν τας Παραδόσεις των Αγίων και να εφαρμόζουν τας εντολάς του θεού και να εκπληρώνουν τας διατάξεις των αγίων Πατέρων και να μη εισάγουν δικαιολογίας και να μη προφασίζονται προφάσεις εν αμαρτίαις και να μη λέγουν: «Τώρα είναι αδύνατον να ζούμε κατά την Γραφή και να ακολουθούμε τους αγίους Πατέρας».
Αλλά, αν και είμεθα αδύνατοι, πρέπει κατά δύναμιν να γίνουμε όμοιοι προς αυτούς και να ακολουθήσομε τους αείμνηστους και μακάριους Πατέρας, καίτοι δεν είναι δυνατόν να φθάσουμε εις ομοίωσιν με αυτούς. Αν κανείς δεν έχει προαίρεσιν εις αυτά, αυτός είθε να παύση να ενόχληση την αθλιότητα μου, διότι αποπέμπω τους τοιούτους άπρακτους, όπως είπον προηγουμένως.
Δεν έρχομαι εγώ προς αυτούς με την επιθυμία να γίνω προεστός των, αλλ' οι προς εμέ ερχόμενοι με αναγκάζουν εις τούτο. Εάν δε και οι παρ' ημίν διαμένοντες δεν φυλάξουν ταύτα με σπουδή και δεν υπακούσουν εις τον λόγον ημών, τον οποίον κηρύττομε εις αυτούς εκ των Θείων Γραφών, εγώ δεν θέλω να δώσω λόγον περί αυτών δια την ιδιορρυθμία των και είμαι αναίτιος.
Εάν όμως θελήσουν ελευθέρως και αβιάστως να ζουν κατά τούτον τον τρόπον, τότε τους προσδέχομαι και τους κηρύττω τον λόγον του θεού, αν και εγώ ό ίδιος δεν τον πράττω, αλλ' όπως ίσως και εγώ Χάριτι Χριστού και δι' ευχών των ωφεληθέντων του υπό της θείας Κλίμακας λεχθέντος ρήματος, ότι κείνοι, οι οποίοι βυθίστηκαν στον πηλό, διδάξαν με τον τρόπον της εκεί καταποντίσεως τους παρερχομένους, πραγματευμένοι εις αυτούς περί της σωτηρίας, δια να μη βυθισθούν και αυτοί εις τον ίδιον πηλό.
Και δια την σωτηρία εκείνων λύτρωσε ό Κύριος και αυτούς από τον πηλό». Και πάλιν λέγει: «Μη θέλεις να είσαι πικρός δικαστής των διδασκόντων μόνον με τον λόγον, βλέπων ότι περί το έργον διάκεινται οκνηρότερο». Πάλιν δε κατ' άλλον τρόπον λέγει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, φοβούμενος την αμαρτία και πολύ αγωνιζόμενος να την αποτρέψει: «Πολλοί είμεθα οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες».
Κανείς λοιπόν δεν πρέπει να κρύψει τον λόγον του Θεού με την αμέλεια του, άλλα να εξομολογηθεί την αδυναμία του και να μη απόκρυψη την θεία αλήθεια, δια να μη γίνω μεν ομού μετά της παραβάσεως ένοχοι και της ετεροδιδασκαλίας του λόγου του Θεού. Ταύτα λοιπόν είναι τα λόγια των αγίων Πατέρων, και πλείστα άλλα, και εξ αιτίας τούτων ερευνήσαμε τις Θείες Γραφές και παραδίδομε αυτά εις όσους έρχονται προς ημάς και ζητούν αυτά. Μάλλον δε όχι ημείς, διότι είμεθα ανάξιοι, αλλ' οι μακάριοι άγιοι Πατέρες παραδίδουν αυτά εκ των Θείων Γραφών, και όσοι διαμένουν παρ' ημίν πρέπει με σπουδή και επιμέλεια να φυλάττουν αυτά. Διότι ούτω προαιρούμεθα και αγαπώμεν.
Όταν κάποιος από τους αδελφούς από νωθρότητα ή αμέλεια εκπέσει εις κάποιον σημείο από τα προς αυτόν παραδεδομένα, τότε οφείλει να εξομολογηθεί αυτό εις τον πρωεστώτα, και εκείνος θα διορθώσει τα παραπτώματα καθώς πρέπει. Και αν συμβεί το παράπτωμα εντός του κελιού ή κάπου εκτός κατά την έξοδο, πρέπει ούτω να το διορθώσει με την εξομολόγησιν.
Πολλή προσοχή πρέπει να έχει εκείνος, ό οποίος εξέρχεται από το κελίον εις κάποιον τόπον, και ακόμη περισσότερο πρέπει να τηρήσει τα παραδοθέντα. Διότι εις πολλούς είναι μισητή η κατά Θεόν εκκοπή του ιδίου θελήματος, αλλ' έκαστος επιδιώκει με πλεονεξία το ιδικόν του δικαίωμα. Περί των τοιούτων ή Θεία Κλίμαξ λέγει• «Καλύτερον είναι να διώξουμε κάποιον παρά να αφήσουμε αυτόν να πράξη το ίδιον θέλημα. Διότι ό διώξας πολλάκις έκαμνε τον διωχθέντα να γίνει ταπεινότερος και να περικόψει το λοιπόν το ίδιον θέλημα. Εκείνος όμως, ό οποίος κατά το φαινόμενο κάμνει εις τους τοιούτους φιλανθρωπία και συγκατάβαση, έγινε αφορμή εν καιρώ εξόδου να τον καταραστούν ελεεινός, διότι μάλλον τους απάτησε και δεν τους ωφέλησε».
Τούτο μας παρέδωσαν οί άγιοι Πατέρες με ακρίβεια, ότι ό Κύριος και ή Πανάχραντος Αυτού Μήτηρ πορίζοντο την καθημερινή τροφή και τις λοιπές αναγκαίες χρείας των από τους δικαίους κόπους του εργόχειρου και της εργασίας των, πράγμα το όποιον καθορίζουν και δι' ημάς, διότι «ό μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω», λέγει ό Απόστολος. Θέλει λοιπόν ή διαμονή και αί ανάγκαις ημών να πληρωθούν άπ' αυτά. Πρέπει δε να κάμνομε τοιούτου είδους εργασίας, οι οποίες εκτελούνται υπό την στέγη Εάν εις τα κοινόβια είναι επαινετό εν ανάγκη και εν καιρώ καύσωνας να στείλουν ζεύγος βοών δια να οργώσουν και να κάμουν άλλα επίπονα από τα έργα των, αυτά είναι επίμεμπτα δια τους κατά μονάς ζώντας, λέγει ή Θεία Γραφή. Εάν λόγω ασθενείας ημών ή δι' άλλην εύλογων αιτία δεν δυνάμεθα να πληρώσομε τας ανάγκες ημών με την εργασία ημών, τότε δυνάμεθα να λάβουμε από τους φιλόχριστους λίγη ελεημοσύνη, αλλά μόνον τα αναγκαία και όχι περιττά. Το δε να συγκεντρώνουμε περιουσίες, οι οποίες συνάγονται με την από ξένους κόπους, δεν είναι καθόλου προς όφελος ημών. Διότι πώς δυνάμεθα να τηρούμε τις εντολές του Κυρίου, οι οποίες λέγουν τούτο «Τω θέλοντί σοι κριθηναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αύτω και το ιμάτιον» και τα λοιπά όσα τοιαύτα, έφ' όσον είμεθα εμπαθείς και αδύνατοι; αλλ' ως δηλητήριο θανατηφόρο πρέπει να αποφεύγουμε και να αποδιώκομε ταύτα.
Κατά την αγορά των αναγκαίων ημών και κατά την πώληση των εργόχειρων ημών πρέπει να μη ζημιώσωμεν τον αδελφό, μάλλον δε ημείς να δεχθούμε την ζημία. Επίσης αν τύχη να εργασθούν παρ' ημίν κοσμικοί, δεν πρέπει να τους αδικήσουμε κατά τον οφειλόμενο μισθό, αλλ' αντιθέτως να τους δώσουμε αυτόν με ευλογία και να τους απολύσουμε εν ειρήνη. Δεν αρμόζει να έχομεν περιττά. «Και εάν είναι εγγραμμένο ότι πρέπει να δώσει κανείς εις τους επαιτούντας και να μη αποστραφεί τους δανειζόμενους, τούτο είναι προστεταγμένο εις τους πονηρούς», λέγει ό Μέγας Βασίλειος, «διότι ό μη έχων περισσότερα της αναγκαίας χρείας δεν οφείλει να κάμει τοιαύτας δωρεάς». «Και όταν λέγει δεν έχω, δεν εψεύσθη», λέγει ό Μέγας Βαρσανούφιος, «διότι αυτός είναι καταφανής μοναχός, εις τον όποιον δεν προσήκει να κάμνει ελεημοσύνες. Αυτός δύναται λοιπόν να λέγει με ανοικτό πρόσωπον: Ιδού ημείς αφήκαμε πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι». Ό άγιος Ισαάκ γράφει• «Ή ακτημοσύνη είναι ανωτέρα των τοιούτων δωρεών, διότι ή ελεημοσύνη των μοναχών είναι το να βοηθήσει κανείς τον αδελφό με ένα λόγον εν καιρώ ανάγκης και να παρηγορήσει την θλίψιν του με πνευματικήν διάκρισιν, αλλά και τούτο είναι μόνον έργον των δυναμένων». «Έργον δε των αρχαρίων είναι να υποφέρουν την θλίψιν, την ατιμίαν και τας μομφάς του αδελφού. Και αυτό είναι ή ψυχική ελεημοσύνη. Και τόσον είναι ανωτέρα της σωματικής, όσο ή ψυχή είναι ανωτέρα του σώματος», λέγει ό άγιος Δωρόθεο. Όταν έλθει κάποιος ξένος προς ημάς πρέπει να τον αναπαύσουμε κατά την δύναμιν ημών και έπειτα —αν ζητήσει— να του δώσομε μίαν ευλογία άρτου και να τον απολύσουμε.
Εξόδους από τας μονάς ημών δεν πρέπει να κάμνωμεν απλώς και ως έτυχε, αλλά μόνον τας διατεταγμένες και αναγκαίας. Το να εξέλθωμεν από τα κελιά ημών ακαίρως και χωρίς εύλογον αιτία, δεν είναι πρέπον, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος• «Ό προεστός με ευταξία να καθορίσει εις τους αδελφούς τας μερίδας της εργασίας. Επίσης εις έκαστο να διάταξη την αρμόζουσα και πρέπουσα έξοδο και ό αποστελλόμενος να μη αρνηθεί την εν Κυρίω υπακοή, μόνον να μη νομίσει το διακόνημα ως αιτία ανεργίας, άλλα να στερεωθεί με φόβον θεού και πολλή νήψιν δια να προξενηθεί όφελος εις αυτόν τον ίδιον και εις τους συντυγχάνοντας με αυτόν»
Θέλω πάντα όσα έγραψα εις το σύγγραμμα μου να γίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον έφ' όσον χρόνον ζήσω και μετά τον θάνατον μου. Εν τοις κελλίοις ημών πρέπει να απευθύνουν λόγους προς τους αδελφούς και ξένους εκείνοι, περί των οποίων πληροφορούμεθα ότι διεξάγουν την ομιλία προς οίκοδομήν και διόρθωσιν των ψυχών και έχουν την δύναμιν με εμπειρία να ακούουν και να λέγουν ωφέλιμα. ταύτα δε πάντα, τα όποια έγραψα, αν είναι προς ευαρέσκεια του θεού και ωφελείαν των ψυχών, να πράττωμεν κατά τούτον τον τρόπον. Αν όχι, ας γίνει το καλύτερον, το όποιον να είναι αρεστό εις τον Θεό και ωφέλιμο δια τας ψυχάς.
Περί της διακοσμήσεως της εκκλησίας γράφει ο αγνός Ιωάννης ό Χρυσόστομος• «Αν σε συμβουλευθεί κάποιος, όστις θέλει να προσφέρει εις την εκκλησία ιερά σκεύη ή οποιανδήποτε άλλην διακόσμηση, διάταξον αυτόν να τα διαδώσει εις τους πτωχούς, διότι κανείς δεν κατεκρίθη ποτέ επειδή δεν διακόσμησε την εκκλησία».
Και οι λοιποί Άγιοι ούτω λέγουν.
Και ή Οσία μάρτυς Ευγενία δεν εδέχθη τα προσφερθέντα εις αυτήν αργυρά Ιερά σκεύη, λέγουσα «Εις τους μοναχούς δεν αρμόζει να κατέχουν αργυρών». Δια τούτο και εις ημάς δεν αρμόζει να έχομεν σκεύη χρυσά και αργυρά, ακόμη και τα πλέον Ιερά, ούτε τις λοιπές περιττές διακοσμήσεις, αλλά να προσφέρομαι εις την εκκλησίαν μόνον τα απαραίτητα. Ό δε Μέγας Παχώμιος και αυτό το κτίριο της εκκλησίας δεν ήθελε να είναι διακεκοσμημένο, διότι Όταν ίδρυσε την εκκλησίαν εις την εν Μόχω μονήν και έκτισε εντός αυτής στύλους από πλίνθους κατά τρόπον εύρυθμο, σκέφθηκε έπειτα ότι δεν είναι πρέπον να θαυμαστεί δια το έργον των ανθρωπίνων χειρών και να μεγαλυνθεί δια το κάλλος των κτιρίων του, έλαβε σχοινί, έδεσε τους στύλους και διέταξε εις τους αδελφούς να σύρουν με όλη την ισχύ, μέχρις ότου παρέκκλιναν και έγιναν άσχημοι οι στύλοι. Και είπεν ότι έπραξε αυτό «Δια να μη εξολισθήση ό νους εξ αιτίας των επαίνων δια την τέχνη και να μη γίνει λεία του διαβόλου, διότι πολλαί είναι οι μεθοδείες του». Και εάν ούτος ό μέγας Άγιος μίλησε και έπραξε κατά τούτον τον τρόπον, πόσο μάλλον πρέπει ημείς να φυλασσώμεθα από τοιαύτα πράγματα, επειδή είμεθα ασθενείς και εμπαθείς και ολισθήσαντες κατά τον νουν.
Περί τροφής και πόσεως έκαστος να έχει την διαχείρισιν κατά την δύναμιν του σώματος και της ψυχής του, αποφεύγω τον υπερχορτασμόν και την φιληδονία. Δεν πρέπει να πίνούμε απολύτως κανένα μεθυστικό ποτό. Οι μεν υγιείς και νέοι πρέπει να καταπονούν τα σώματα με νηστεία και δίψα και κόπο κατά το δυνατόν, οι δε ηλικιωμένοι και ασθενείς πρέπει να το αναπαύουν ολίγον.
Εις τα κελιά ημών δεν πρέπει να έχομεν σκεύη και λοιπά πράγματα πολύτιμα και διακεκοσμημένο. Επίσης και τα κτίρια των κελιών και τα λοιπά οικήματα της κατοικίας ημών πρέπει όλα να έχομεν όχι πολυτελή και όχι διακεκοσμημένο, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος «τα πανταχού ευρισκόμενα και ευτελώς αγοραζόμενα».
Αι γυναίκες δεν πρέπει να εισέρχονται προς ημάς εις την σκήτη, ούτε πρέπει να έχομεν οποιαδήποτε άλογα ζώα θηλυκού φύλου προς υπηρεσία ή προς κάποιαν άλλην ανάγκην. Και αυτό λοιπόν μας είναι απαγορευμένο. Επίσης δεν αρμόζει να κρατούμε νεαρούς προς υπηρεσία και παντοιοτρόπως πρέπει να φυλασσώμεθα από τα λεία και γυναικοειδή πρόσωπα.