ΛΟΓΟΣ Ζ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
Λέγουν δε οι Πατέρες, ότι εις την εργασίαν ημών είναι λίαν αναγκαίων και ωφέλιμων να έχομεν παντοιοτρόπως την μνήμην του θανάτου και της φοβέρας κρίσεως. Και ό μεν Φιλόθεος ό Σιναΐτης καθορίζει εις την εργασίαν ταύτην τρόπον τινά κάποιαν τάξιν «διότι από την πρωίαν, —λέγει—, πρέπει να καταγινώμεθα εις την μνήμην του Θεού, τουτέστιν, εις την προσευχή και την φυλακήν της καρδίας μέχρι του καιρού του φαγητού.
Έπειτα δε, αφού ευχαριστήσομε τον Θεόν, πρέπει να μελετώμαι περί του θανάτου και της κρίσεως». Και όταν λοιπόν επιδιδώμεθα με σπουδή εις τούτο, πρέπει πλέον πάντων να έχομεν κατά νουν τον υπό του Κυρίου ρηθέντα λόγον «Ταύτη τη νυκτί οι άγγελοι την ψυχήν σου απαιτούσιν πό σου». Και είπεν ότι θα αποδώσομε λόγον περί παντός ρήματος αργού εν ημέρα κρίσεως, και ότι ο διαλογισμός της καρδίας κοινοί τον ανθρωπον. Πρέπει να μνημονεύσωμεν του ρητού των αγίων Αποστόλων, ότι «πάντων δε το τέλος ήγγικε» και «ήξει δε ή ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί»6. Πάντες θα παραστούμε ενώπιον του δικαστηρίου του Χριστού και ό Λόγος του Θεού δεν θα κρίνει μόνον τα έργα και τους λόγους, αλλά και τους διαλογισμούς της καρδίας.
Ό δε καθηγητής των Πατέρων Μέγας Αντώνιος λέγει• «Πρέπει να έχομεν πάντοτε εντός ημών την σκέψη ότι δεν θα διέλθωμεν όλη την ήμέραν ταύτην εν ταύτη τη ζωή».
Και ό Ιωάννης της Κλίμακας λέγει• «Μνημόνευε των εσχάτων σου, και εις τον αιώνα δεν θα αμαρτήσεις». Και αλλαχού λέγει ό ίδιος- «Ή μνήμη του θανάτου να είναι πάντοτε μετά σου».
Και ό Ισαάκ ό Σύρος λέγει• «Πάντοτε μνημόνευε εν τη καρδία σου, ω άνθρωπε, ότι θα απέλθεις».
Και πάντες οι Άγιοι όχι μόνον είχον την εργασίαν ταύτην, αλλά και ανακήρυξαν την μνήμην του θανάτου εξωτερικό όρο της φιλοσοφίας. Τι δε να πράξωμεν ημείς οι εμπαθείς και αδύνατοι; Πώς να μάθομε την εργασία ταύτην, δια να εδραιώσομε τούτον τον λογισμό έστω έπ' ολίγον εν τη καρδία ημών; Διότι «το να αποκτήσομε την μνήμην ταύτην εντός ημών κατά τρόπον τέλειον, είναι δωρεά του Θεού και Χάρις θαυμαστή», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ. Ό μετεωρισμός όμως του νοός ημών και ή συσκοτισθείσα λήθη δεν αφήνουν ημάς να παραμένομεν και να μελετώμεν εις αυτά. Διότι πολλάκις διαλογιζόμεθα ταύτα και συνομιλούμεν μετ' αλλήλων περί του θανάτου, εν τούτοις δεν δυνάμεθα να εμβαθύνωμεν και να εδραιώσομε τους λόγους τούτους εντός της καρδίας ημών. Αλλά δεν μικροψυχούμε δι' αυτό, ούτε παραιτούμεθα από την εργασία ταύτην, διότι με την βοήθειαν του Θεού, με τον κόπο και με τον χρόνον εισερχόμεθα εις αυτήν.
Και αν κανείς έχει προαίρεσιν, ας πράττει ούτω και ας ενθυμείται τα ανωτέρω γεγραμμένα λόγια, εννοιών πόσον αναγκαία και ωφέλιμος είναι ή εργασία αυτή. Διότι καθώς πασών των τροφών αναγκαιότερα είναι ό άρτος, ούτω και ή μνήμη του θανάτου είναι αναγκαιότερα των λοιπών αρετών. «Και όπως είναι αδύνατον εις τον πεινώντα να μη ενθυμείτε τον άρτον, ούτω και εις τον θέλοντα να σωθεί, να μη μνημονεύει του θανάτου», είπον οί Πατέρες.
Έπειτα ας συναγάγει τον νουν εις όσα είπον οι Άγιοι εις τα συγγράμματά των, περί των διαφόρων φοβερών θανάτων, όπως ό μακάριος Γρηγόριος ό Διάλογος και άλλοι πολλοί. Ωφέλιμων νομίζω και τούτο: Το να ενθυμώμεθα τους διαφόρους θανάτους, τους οποίους είδομεν και περί των οποίων ηκούσαμεν, οίτινες συνέβησαν εν ταις ημέρες ημών. Διότι πολλοί, όχι μόνον κοσμικοί, αλλά και μοναχοί, διήγον εν ευημερία και ηγάπων την ζωήν του κόσμου τούτου και είχον την ελπίδα των εις την μακρότητα των ημερών των, και δεν είχον φθάσει εις το γήρας, άλλ' αιφνιδίως θερίσθησαν υπό του θανάτου.
Τινές εξ αυτών δεν ηδυνήθησαν κατά την ώραν εκείνη ούτε να αποχαιρετίσουν κανένα, άλλ' ούτος απλώς ιστάμενοι ή καθήμενοι αφηρπάσθησαν.
Και έτεροι εξέπνευσαν τρώγοντες και πίνοντες.
Άλλοι έξαφνα απέθαναν πορευόμενοι εν όδώ.
Έτεροι κατέκλιναν επί της κλίνης, νομίζοντας ότι θα ανέπαυαν το σώμα με τον ολίγον και πρόσκαιρο ύπνο τούτον, και ούτος εκοιμήθησαν τον αιώνιο ύπνο.
Τινές δε εξ αυτών είχον να υπομείνουν κατά την τελευταία ώραν εκείνη φοβέρας εξετάσεις και φρικτούς τρόμους και δεινούς εκφοβισμούς, καθώς γνωρίζομε. Των οποίων και μόνον αι υπομνήσεις δύνανται ουκ ολίγον να μας φοβερίσουν.
Και φέροντες πάντα ταύτα εις την μνήμην, διαλογιζόμεθα• Που είναι οι φίλοι και οι γνωστοί ημών; Και Τι κέρδισαν εκ τούτου, αν κανείς εξ αυτών ήτο έντιμος και ένδοξος και άρχων εν τω κοσμώ τούτω, ή αν είχε πλούτο ή πολλή σωματική τρυφή; Δεν μετεβλήθησαν αυτά εις φθορά και δυσωδία και κονιορτό; Και ας ενθυμηθώμεν τους υμνογράφους, οίτινες λέγουν περί τούτων «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ή ποία δόξα έστηκε επί γης αμετάθετος; Αλλά πάντα σκιάς ασθενέστερα και ονείρου απατηλότερα, μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Εν αληθεία λοιπόν, πάσα ματαιότης εν τω βίω τούτω, όσα έχομεν, δεν θα παραμείνουν μεθ' ημών μετά τον θάνατον, διότι δεν θα μεταβεί εκεί ό πλούτος του βίου τούτου, ούτε θα συνοδεύσει ημάς ή δόξα του αιώνος τούτου, αλλ' επελθών ό θάνατος θα αφανίσει πάντα ταύτα».
Και ούτω κατανοήσαντες την ματαιότητα του αιώνος τούτου, Τι ταρασσόμεθα ματαίως ασχολούμενοι περί τα βιοτικά; Διότι ή οδός, επί της οποίας τρέχομε, είναι βραχεία. Καπνός είναι ό βίος ούτος, ατμός, κονιορτός και σποδός.
Έπ' ολίγον εμφανίζεται και ταχέως αφανίζεται «και είναι ευτελέστερος μιας οδοιπορίας», όπως λέγει ο Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Διότι ο βαδίζων την οδόν οδοιπόρος, όταν θελήσει να πορευθεί εις τίνα χώραν, πορεύεται. Και όπου δεν θέλει, δεν πορεύεται. Ότε δε κατοικεί εν τω ξενοδοχείο, γνωρίζει πότε έφθασε και πότε θέλει να αναχωρήσει: εάν έφθασε την εσπέρα, θα αναχωρήσει το πρωί. Έχει δε και την εξουσίαν να βραδύνει περισσότερο εν τω ξενοδοχείο. Ημείς όμως και θέλοντες και μη θέλοντες, εξερχόμεθα του βίου τούτου. Και δεν γνωρίζομε, πότε θα εξέλθωμεν, ούτε έχομεν την εξουσίαν, εάν θελήσωμεν να παραμείνομε ακόμη εδώ, αλλ' αιφνιδίως θα επέλθει το κατ' αλήθειαν φοβερό μυστήριον του θανάτου και ή ψυχή θα χωρισθεί βιαίως από το σώμα, θα αφαιρεθεί από τους αρμούς και τας συνθέσεις του φυσικού συνδέσμου δια του θελήματος του Θεού. Και Τι θα πράξωμεν τότε, αν προ της ώρας εκείνης δεν θα έχομεν ούτε φροντίσει, ούτε μελετήσει περί τούτων και ευρεθώμεν τότε ανέτοιμοι;
Εν εκείνη τη ώρα θα εννοήσωμεν με πικρία, ποίον αγώνα έχει ή ψυχή όταν χωρισθεί από το σώμα. Ουαί, πόσον θα θλιβεί τότε και δεν θα υπάρξει κανείς να την ελεήσει!
Προς τους Αγγέλους θα υψώσει τους οφθαλμούς, άπρακτος θα προσευχηθεί.
Προς τους ανθρώπους θα εκτείνει τας χείρας και δεν θα έχει κανένα να την βοηθήσει, μόνον τα συν Θεώ καλά έργα.
Όθεν εννοούντες το βραχύ της ζωής ημών, ας φροντίσομε περί της ώρας εκείνης του θανάτου, μη επιδιδόμενοι εις τους θορύβους του κόσμου τούτου και εις μέριμνας ανωφελείς• Διότι «μάτην ταράσσεται πας γηγενής», όπως-λέγει ή Γραφή.
Διότι αν και κερδίσομε όλον τον κόσμον, θα κατοικήσομε εν τω τάφω, μηδέν αποκομίσαντες εκ του κόσμου τούτου, ούτε κάλλος, ούτε δόξα, ούτε εξουσίαν, ούτε τιμήν, ούτε οιανδήποτε άλλην τρυφή του βίου.
Ιδού λοιπόν, ας βλέψωμεν εις τους τάφους και ας δούμε το κτιστό ημών κάλλος άσχημο και άδοξων, μη έχον είδος. Και βλέποντες λοιπόν τα γεγυμνωμένα οστά, ας είπωμεν προς τον εαυτόν μας•
Τις είναι βασιλεύς ή πτωχός, ένδοξος ή άδοξος;
Που είναι το κάλλος και ή τρυφή του κόσμου τούτου;
Δεν είναι πάντα ασχημοσύνη και δυσωδία;
Και ιδού, τα πολύτιμα και περιπόθητα του κόσμου τούτου περιήλθαν όλος δι' όλου εις αχρηστία και εξέπεσαν ως άνθος μαρανθέν.
Και όπως ή σκιά παρέρχεται, ούτω θα καταργηθεί πάν το ανθρώπινο. Και ας θαυμάσωμεν ταύτα, λέγοντες προς τον εαυτόν μας περί του θαύματος τούτου• Τι είναι τούτο το περί ημάς τελούμενο μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν εις την φθοράν; Πώς συνεζεύχθημεν με τον θάνατον;
Όντως με την διαταγή του Θεού, όπως γράφει ό υμνογράφος•
«Δια την παράβασιν της εντολής εγένετο εις τον Αδάμ ή πάλαι εν Εδέμ γεύσης του ξύλου νόσος θανάσιμος, ότε ο όφις εξήμεσε τον ιόν. Δια τούτο λοιπόν εισήλθε ο θάνατος, παγγενή καταναλίσκον τον άνθρωπον. Άλλ' ό Δεσπότης, όστις δια βάθους της αρρήτου σοφίας Του έδωσε εις ημάς όρους ζωής και προέβλεψε τον θάνατον, ήλθε, κατέβαλε τον όφιν, χάρισε εις ημάς την ανάσταση και μετοικίζει τους δούλους Του εις την άλλην ζωήν».
Και ούτως ας λάβωμεν κατά νουν την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου και την έγερσιν ημών και την φοβεράν κρίσιν, παραθέτοντες αυτά τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου, τα οποία έγραψε ο θεόφθογγος Ματθαίος• «Και μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων, —γράφει—, ο ήλιος συσκοτισθήσεται και ή σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. Και τότε φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν το ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενων επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.
Και αποστέλλει τους Αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσιν τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' ακρών ουρανών έως ακρών αυτών».
Ό δε ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου Ιωάννης, ούτος έγραψε τους λόγους αυτού• «Έρχεται ώρα, εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούοντες ζήσονται. Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασην ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασην κρίσεως». Και πάλιν ό Ματθαίος• «όταν δε έλθει ό Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι Άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη και αφοριεί αυτούς άπ' αλλήλων, ώσπερ ό ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε αίρει ό βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε οί ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.. Τοις δε εξ ευωνύμων αυτού αίρει• 'Πορεύεσθε άπ' εμού οί κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω Και τοις άγγέλοις αυτού...' Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οί δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».
Και Τι αδελφοί, θα είναι χειρότερο και χαλεπώτερο από την φοβερά και φρικτή απολογία εκείνη και από το θέαμα εκείνο, όταν θα ίδωμεν όλους τους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες υπό της δικαίας κρίσεως του Θεού εις τας αιωνίους κολάσεις αποπεμπόμενους και φρίττοντας δεινώς και κράζοντας και άπρακτος κλαίοντας; Πώς να μη κλαύσωμεν και να μη θρηνήσομε, όταν λάβωμεν κατά νουν τας φοβέρας και φρικτάς κολάσεις εκείνας, τας οποίας αναφέρει ή Γραφή το αιώνιον πυρ, το σκότος το εξώτερον, την βαθείαν άβυσσο, τον δεινόν ακοίμητων σκώληκα, τον βρυγμό των οδόντων και πάσας τας λοιπάς βασάνους, αι οποίαι θα αναμένουν τους πολλά αμαρτήσαντες και κακώς εξοργίσαντας τον πανάγαθο Θεόν με την πονηρά αυτών διαγωγή, «ων πρώτος ειμί εγώ» ό άθλιος; Ποίον φόβον λοιπόν, ω αδελφοί, θα έχομεν τότε, όταν θα στηθούν οι θρόνοι και θα ανοιχθούν τα βιβλία και ο Θεός θα καθίσει προς κρίσιν και όταν και αυτοί οι Άγγελοι θα παρίστανται εν τρόμω; Και Τι θα πράξωμεν τότε ημείς οι εν πολλαίς αμαρτίαις ένοχοι άνθρωποι, όταν ακούσωμεν Αυτόν όπως καλεί μεν τους ευλογημένους του Πατρός εις την Βασιλείαν, αποπέμπει δε τους αμαρτωλούς εις την κόλασιν και αφορίζει αυτούς από τους εκλεκτούς; Και τίνα αποκριθώμεν ή να απολογηθώμεν λοιπόν τότε, όταν πάντα τα έργα ημών θα παρασταθούν προς έλεγχο ημών και όταν θα φανερωθούν όλα τα κρυπτά ημών, τα οποία ημαρτήσαμεν εν ημέρα και νυκτί, εν λόγω και έργω και διάνοια; Και ποια αισχύνη θα μας καταλάβει τότε, επειδή κανείς δεν θα δυνηθεί να απαρνηθεί τας αμαρτίας του, διότι ή αλήθεια θα ελέγξει και φόβος μέγιστος θα κατάσχει τον ανθρωπον! Εν χαρά και ευφροσύνη όμως θα εισέλθουν οι δίκαιοι εις τον ουράνιον νυμφώνα, λαμβάνοντες τον μισθό των αγαθών των έργων.
Και τις θα εκτραγωδήση, ω αδελφοί, τον φόβον εκείνον και τον τρόμο της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και της φοβεράς εκείνης και αδέκαστου κρίσεως, ώστε κάποιος από τους Πατέρας να λέγει• «Εάν θα ήτο δυνατόν τότε να αποθάνει κανείς, όλος ό κόσμος θα απέθνησκεν από τον φόβον εκείνον. Δια τούτο ας φοβηθώμεν και ας φρίξωμεν και ας λάβωμεν ταύτα κατά νουν, έστω και αν ή καρδία δεν θελήσει, ας βιάσωμεν αυτήν να σκεφτεί ταύτα και ας είπωμεν προς την ψυχήν ημών «Οίμοι σκοτεινή ψυχή, σε προσήγγισεν ή από του σώματος έξοδος! Έως πότε δεν θα απαρνηθής τα κακά; Έως πότε θα αναπαύεσαι εις την ραθυμία; Τι δεν σκέπτεσαι την φοβεράν ώραν του θανάτου; Τι δεν τρέμεις το φοβερό βήμα του Σωτήρος; Τι αποκρίνεσαι λοιπόν ή πώς απολογείσαι• Διότι ιδού, τα έργα σου παρίστανται και σε ελέγχουν και κατηγορούν εναντίον σου.
Λοιπόν, ω ψυχή, έως ότου έχεις καιρόν, άφες τα αισχρά έργα, ανάλαβε βίον καλόν, δράμε, πρόλαβε και μετά πίστεως αναβόησον Ήμαρτον Κύριε, ήμαρτόν σοι κακώς. Αλλά γνωρίζω την ευσπλαχνία σου, Φιλάνθρωπε, δια τούτο προσπίπτω και δέομαι της αγαθοσύνης σου, ίνα έλθει έπ' εμέ το έλεός σου, Δέσποτα, ότι τεταραγμένη είναι ή ψυχή μου και τεθλιμμένη δια την έξοδό της εκ του αθλίου μου σώματος, μήπως ή βουλή του πονηρού εχθρού υπαντήσει και κρατήσει αυτήν εν τω σκότει δια τάς εν γνώσει και αγνοία κατά τον βίον τούτον πεπραγμένος αμαρτίας μου. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα και να μη ίδη ή ψυχή μου την σκοτεινή όψιν των πονηρών δαιμόνων, αλλά να παραλάβουν αυτήν οι υπέρλαμπροί σου Άγγελοι. Ως έχων την εξουσίαν της αφέσεως των αμαρτιών, «άνες μοι, ίνα αναψύξω», και ίνα μη ευρέθη ενώπιον σου ή αμαρτία μου, την οποίαν ήμαρτον δια την ασθένειαν της φύσεως ημών εν λόγω, έργω και διάνοια, εν γνώσει και αγνοία, ίνα ευρεθώ ενώπιον σου κατά την άαπέκδυσιν του σώματός μου άνευ ρύπου τινός επί της μορφής της ψυχής μου και όπως μη παραλαβή εμέ τον αμαρτωλών ή σκοτεινή χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου, ίνα με καταρρίψει εις βυθόν Άδου. Άλλα παράστηθί μοι και γενού μοι Σωτήρ και αντιλήπτωρ! Ελέησον Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου τούτου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν δια της μετανοίας και εξομολογήσεως παράλαβε και δια της δυνάμεώς σου ανάγαγέ με επί την θείαν σου κρίσιν! Και όταν έλθεις Θεέ, επί γης μετά δόξης και καθίσεις, Ελεήμον, επί του θρόνου σου να κρίνεις την δικαίαν σου κρίσιν και ημείς πάντες παραστώμεν γυμνοί ως κατάκοιτοι εν τη αδέκαστο κρίση σου, τότε θα αρχίσεις να εξετάζεις τα αμαρτήματα ημών, τα οποία ημάρτομεν εν λόγω και έργω και διάνοια. Τότε Πανάγαθε, μη ελέγξεις τα κρυπτά μου και μη καταισχύνης με ενώπιον Αγγέλων και ανθρώπων, αλλά φείσαι μου Θεέ, και Ελέησόν με! Διότι διαλογίζομαι το φοβερό σου κριτήριο Θεέ,και φρίττω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως και τρέμω υπό της συνειδήσεως μου ελεγχόμενος και θλίβομαι δεινώς δια τας πονηράς μου πράξεις και απορώ πώς θα απολογηθώ ενώπιόν σου, του αθανάτου Βασιλέως, ως ούτω πικρώς παροργίσας σε.
Με ποια παρρησία θα προσβλέψω εις σε τον φοβερόν κριτήν εγώ ό αισχρός και πόρνος; Αλλά Κύριε, ό εν δόξη εύσπλαχνος, Πατήρ και Υιός μονογενής και Άγιον Πνεύμα, Ελέησόν με και ρύσαι με τότε του άσβεστου πυρός και αξίωσόν με της εκ δεξιών σου στάσεως, Κριτά δίκαιε!».