ΛΟΓΟΣ Α'.
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
«Διάφορα λοιπόν είναι ό εναντίον ημών πόλεμος του νοερού αγώνος, οι νίκες και οι ήττες, —είπαν οί Πατέρες—, πρώτον ή προσβολή, έπειτα ό συνδυασμός, μετά από αυτά ή συγκατάθεση, έπειτα ή αιχμαλωσία και μετά ταύτα το πάθος».
«Προσβολή» λοιπόν ονόμασαν οί άγιοι Πατέρες Ιωάννης της Κλίμακος καί Φιλόθεος ό Σιναΐτης «κάποιον ψιλό λογισμό, ή εικόνα του τυχόντος πράγματος, ή οποία νεοφανώς εισφέρεται στην καρδία και εμφανίζεται στο νουν». Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει: «Προσβολή είναι ή παρά του εχθρού γινομένη υπόμνησης, π.χ. Κάμε τούτο ή εκείνο, όπως επί του Κυρίου και Θεού ημών: Είπε ίνα οί λίθοι ούτοι άρτοι γένονται. Απλώς ειπείν, τούτο είναι οποιοσδήποτε λογισμός, ο οποίος προσφέρεται στον νουν του ανθρώπου. «Και τούτο, —λέγουν—, είναι χωρίς αμαρτία και δεν έχει« ούτε έπαινο, ούτε μομφή, επειδή δεν είναι εντός ημών». Διότι είναι αδύνατον να μη μας έλθει προσβολή , του εχθρικού λογισμού, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος: «Προς τούτο εύρε ό διάβολος με τους δαίμονας του είσοδον αφού έκαμε τον άνθρωπον να εκδιωχθεί από τον Παράδεισο και από τον Θεό εξ αιτίας της παρακοής στον να σαλεύει το λογικό έκαστου με τους λογισμούς. Διότι των προκοψάντων και των τελείων είναι το να παραμένουν ασάλευτοι. «Άλλα και εις τούτους συμβαίνει κατά καιρόν να σαλευτούν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.
«Συνδυασμός» —όπως λέγουν—, είναι όταν συνομιλήσει κανείς προς το εμφανισθέν με εμπάθεια ή απαθώς, δηλαδή ή πρόσληψις του υπό του εχθρού προσφερομένου λογισμού, τουτέστιν, όταν γίνει μελέτη και συνομιλία με αυτόν εκ προαιρέσεως ημών». Τούτο είναι το να λογισθεί κανείς οποιανδήποτε σκέψη εισφερόμενη εις τον νουν του. «Αυτό, —είπον—, δεν είναι παντελώς αναμάρτητο. Έχει δε έπαινο, όταν καταταχθεί θεαρέστως». Το κατατάσσομε λοιπόν ούτος: Αν κανείς δεν αποκόψει την προσβολή του πονηρού λογισμού, αλλά συνομιλήσει ολίγον με αυτόν, ό εχθρός μεν του επιβάλλει να έχη εμπαθή λογισμό, αυτός δε πρέπει να επιδίωξη να τον μεταβολή εις καλόν. Περί του πώς πρέπει να τους μεταβάλλούμε σε καλούς λογισμούς, θα μιλήσουμε, αργότερα αν ό Θεός μας δώσει τον λόγο.
«Συγκατάθεση» δε λέγουν την ενήδονο κλίση της ψυχής προς τον εμφανισθέντα λογισμό ή προς την εμφανιζόμενη εικόνα, τουτέστιν, ‘όταν κανείς προσδεχόμενος τους λογισμούς ή τάς εικόνας, οι οποίες παρίστανται υπό του εχθρού, και συνομιλούν με αυτούς, νοερός συγκατατεθεί ολίγον να γίνει ούτος, όπως λέγει ό λογισμός του εχθρού. «Τούτο, —λέγουν—, «είναι ανάλογο προς την κατάσταση του αθλούντα». Τοιαύτη δε είναι ή κατάστασης εκάστου των αθλούντων: Εάν μεν έφθασε κανείς εις προκοπή και έλαβε παρά του Θεού την βοήθεια να δίωξη τους λογισμούς, αυτός αν ολιγωρήσει και εξ αμελείας δεν επιδίωξη να αποτρέψει τους πονηρούς λογισμούς, δεν είναι χωρίς αμαρτία. Εάν δε κανείς είναι αρχάριος και αδύνατος να εκδίωξη τις προσβολές του πονηρού, αυτός αν συγκατατεθεί έπ' ολίγον στον πονηρό λογισμό, άλλ' ευθύς εξομολογηθεί στον Κύριον, μετανοών και αυτομεμφόμενος, και όταν επικαλείται Αυτών σε βοήθεια, —όπως είναι γεγραμμένο «Εξομολογείστε τω Κυρίω και επικαλείστε το όνομα το αγιον Αυτού» —και εις αυτόν συγχωρεί ό Θεός ένεκεν του ελέους Του δια την ασθένειά του. Τούτο δε ελέχθη υπό των Πατέρων περί της συγκαταθέσεως του λογισμού, όταν ακου¬σίως νικηθεί κανείς υπό του λογισμού, ευρισκόμενος στον αγώνα. Ή δε ρίζα του νοός του είναι στερεωμένη στο να μη αμαρτάνει και να μη πράττει ενεργώς την ανομία. Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει• «Ύστερον ακολουθούν τα πάθη μετά την πάλη και την συγκατάθεση». Και εννοείται ότι περί της συγκαταθέσεως ταύτης είπεν ό Άγιος ούτος, ότι «όποιος προσδέχεται τους λογισμούς του εχθρού εκουσίως και συνομιλεί και συνδυάζε¬ται με αυτούς, αυτός νικάτε ύπ' αυτών και προς τούτοις ήδη δεν παλαίει ενάντια του πάθους, άλλα συγκατατίθεται έσωθέν του να πράξη με βεβαιότητα την αμαρτία ή αν και θεληματικώς επιζήτηση να πράξη ενεργώς εκείνο, εις το όποιον συγκατετέθη με τον λογισμό του, αλλά κωλυθή είτε λόγω του τόπου ή δι' ωρισμένα άλλες αιτίας: τούτο είναι βαρύτατο και κατατάσσεται στα απαγορευμένα»
Ή δε αιχμαλωσία ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της αρίστης ημών καταστάσεως είναι ή βιαία και ακουσία απαγωγή της καρδίας, όταν ό νους αιχμαλωτισθεί υπό των λογισμών, τουτέστιν, με την βία απαχθεί σε πονηρούς λογισμούς, και χωρίς να το θελήσεις άλλ' αιφνιδίως του Θεού βοηθούντος, επιστρέψεις εις τον εαυτόν σου. Όταν κανείς ωσάν υπό της θύελλας και των κυμάτων φερόμενος και από την καλή κατάσταση απαγόμενος προς τους πονηρούς λογισμούς, δεν δύναται να έλθει σε γαλήνια και ειρηνική κατάσταση, —τούτο συμβαίνει μάλιστα από τον θόρυβο και από τις πολλές και ανωφελείς ομιλίας— αυτή είναι ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της καλής ημών καταστάσεως. τούτο κρίνεται άλλως αν συμβεί εν καιρώ προσευχής και άλλως αν όχι εν καιρώ προσευχής και άλλως αν πρόκειται περί ουδετέρων και άλλως αν πρόκειται περί πονηρών λογισμών. όταν λοιπόν αιχμαλωτισθεί κανείς εν καιρώ προσευχής υπό πονηρών λογισμών, αυτό είναι βαρύτατο, διότι εν καιρώ προσευχής πρέπει να συνάγωμεν τον νουν επί τον Θεόν και να προσέχουμε στην προσευχή και να αποτρέπομαι τους παντός είδους λογισμούς. Αν συμβεί όχι εν καιρώ προσευχής και ως προς τας εν τω βίω αναγκαίας χρείας, τα τοιαύτα είναι χωρίς αμαρτία, επειδή και οί Άγιοι πλήρωσαν τας εν τω βίω τούτω αναγκαίας χρείας κατά τρόπον εύλογων. Εις οποιονδήποτε λοιπόν λογισμό ευρίσκεται ό νους με ευσεβή γνώμη, είναι με τον Θεόν. Τους δε πονηρούς λογισμούς πρέπει πάντοτε να αποστρεφώμεθα.
Πάθος δε αληθώς λέγουν εκείνο, το όποιον εμφωλεύει επί μακρόν χρόνον εν τη ψυχή και οδηγεί αυτήν ωσάν εις έξιν δια της προς αυτό συνήθειας. Και όταν αυτή λοιπόν έλθει αυθαιρέτως και οικειοθελώς εις αυτό, σαλεύει αυτήν συνεχώς με εμπαθείς λογισμούς, οίτινες έμβάλλονται υπό του εχθρού, αφού στερεώθηκε από τον συνδυασμό και από την συχνή συνομιλία και κατάντησε σε συνήθεια δια της πολλής μελέτης και φαντασίας. τούτο δε συμβαίνει, όταν ό εχθρός παραστήσει εις τον άνθρωπον οποιονδήποτε εμπαθές πράγμα επί μέρους και ανάψει αυτόν εις έρωτα αυτού πλέον των άλλων, και είτε θέλει, είτε δεν θέλει, νικηθεί ύπ' αυτού νοερός. Αυτό δε συμβαίνει προ παντός, όταν ό άνθρωπος πριν εξ αμελείας επί πολύ συνεδυάσθη και συνομίλησε με τον λογισμό, δηλαδή, αφού εκ προαιρέσεως έσκέφθη απρεπώς περί του πράγματος τούτου. Αυτό όμως υπόκειται εν πάσιν είτε στην σύμμετρο μετάνοια, είτε έστιν μέλλουσα κόλασιν, δηλαδή, πρέπει να μετανοήσει και να προσευχηθεί κανείς υπέρ της απελευθερώσεως από το τοιούτο πάθος. Διότι στην μέλλουσα κόλασιν υπόκειται κανείς δια το αμετανόητο, όχι δια τον πόλεμο. Αν θα συνέβαινε τούτο, δεν θα ήτο δυνατόν να λάβουν μερικοί άφεσιν χωρίς τελεία απάθεια, καθώς λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός. «Αρμόζει δε εις τον πολεμούμενο από οποιονδήποτε πάθος να εναντιωθεί επιμελώς εις αυτό», είπον οί Πατέρες. όπως θα πούμε περί του πάθους της πορνείας, όταν κανείς πολεμείται από ένα πάθος προς ένα πρόσωπον, πρέπει παντί τρόπω να απομακρυνθεί απ' αυτό και να αποφυγή τις συνομιλίες και τας συντυχίες και την επαφή των ματιών και την οσμή του. Διότι «οποίος δεν φυλάσσεται από όλα αυτά, αυτός εργάζεται το πάθος και πορνεύει διά των λογισμών εν τη καρδία», είπον οί Πατέρες. Αυτός μόνος-ανάφτει την κάμινο των παθών και εισάγει ως θηρία τους πονηρούς λογισμούς.