ΛΟΓΟΣ Ε'

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ







Οι διάφοροι τρόποι πάλης, με τους οποίους πρέπει να στήσουμε την νίκη κατά των πονηρών λογισμών αναλόγως με το μέτρον εκάστου αγωνιζομένου, λέγουν οι Πατέρες, είναι οι εξής: το να προσευχηθεί κανείς κατά των λογισμών και το να αντιλογήσει προς αυτούς, και το να εξουθένωση αυτούς και να αποδιώξει αυτούς. Και το μεν να εξουθένωση και να αποδιώξει αυτούς είναι των τελείων, αλλά και το να μιλήσει κανείς εναντίον των, και τούτο είναι των προκοψάντων. Των δε αρχαρίων και των αδυνάτων είναι το να προσευχηθούν εναντίον των και να επιφέρουν καλούς λογισμούς κατά των πονηρών, επειδή ό άγιος Ισαάκ διατάσσει• «με το σχήμα των αρετών εις τον νουν να υποκλέψουμε τα πάθη». Και ό Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει• «την αγαθή προσβολή των λογισμών να έχομεν εργασία τετελεσμένη». Και άλλοι Πατέρες είπον ούτος. Όθεν και ημείς όταν καταδυναστευώμεθα υπό των λογισμών και δεν δυνάμεθα να προσευχηθούμε εν ταπεινώσει και εσωτερική γαλήνη, πρέπει να προσευχηθούμε εναντίον των και να μεταβάλομε αυτούς εις ωφελίμους. Πώς δε να προσευχηθούμε και να τους μεταβάλομε εις ωφελίμους, και περί τούτου θα παραθέσουμε τας Αγίας Γραφάς. Διότι «οκτώ λογισμοί είναι περιεκτικοί, —είπον οί Πατέρες— και εξ αυτού γεννώνται και οι λοιποί πολλοί λογισμοί•
1. της γαστριμαργίας.
2. της πορνείας
3. της φιλαργυρίας
4. της οργής
5. της λύπης.
6. της ακηδίας.
7. της κενοδοξίας.
8. της υπερηφάνειας.
Και ως πρώτον πάντων έθεσε λοιπόν την γαστριμαργία. Και ημείς πρώτον θα ομιλήσουμε περί ταύτης, δια να μη παρέλθομε την τάξιν των σοφών ημείς οί άφρονες, άλλ' ακολουθούμε στους λόγους των αγίων Πατέρων πράττομε αυτό.


Ι) Πρώτος λογισμός ό της γαστριμαργίας.
Όταν μας ενοχλεί ό λογισμός της γαστριμαργίας, υπενθυμίζοντας διάφορα ευχάριστα και πολυτελή φαγητά, δια να φάγουμε εκτός ανάγκης και εν μη καιρώ και υπέρ μέτρον, τότε πρέπει προ πάντων να μνημονεύσουμε των υπό του Κυρίου ρηθέντων λόγων «Μη ποτέ βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν αδηφαγία και μέθη». Και Αυτόν τον Κύριον παρακαλούντες και εις βοήθεια επικαλούμενοι, οφείλομε να συλλογισθούμε το υπό των Πατέρων λεχθέν, ότι «το πάθος τούτο είναι δια τους μοναχούς ρίζα παντός κάκου, μάλιστα δε της πορνείας». Και ε στην αρ¬χήν του βίου του ανθρωπίνου γένους έγινε απ' αυτό ή παράβαση του προπάτορος ημών και πρώτου ανθρώπου Αδάμ. Διότι ψαύσας την μη επιτετραμμένη βρώσιν, εξέπεσε του παραδείσου και επέφερε σε όλον το ανθρώπινο γένος τον θάνατον, καθώς είναι γεγραμμένο «ωραίος κατά την όψιν και καλός εις βρώσιν ήτο ό έμέ θανατώσας καρπός». Έκτοτε δε και μέχρι σήμερον πολλοί υποταχθέντες στην κοιλίαν έπεσον την μεγάλη πτώση όπως διηγείται ή Αγία Γραφή• «Μάθε δε, ότι ή ηδύτης και η ευωδιά των τροφών μετά από λίγο θα μεταβληθούν σε δυσωδία και κόπρο και δεν θα έχουν τίποτα το ωφέλιμο.» Λέγει ο αββας ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ.
Και αυτό κατενόησε μέμψου, τον εαυτό σου ότι επιθυμείς εκείνα τα οποία από ηδύτητα και ευωδιά ταχέως μεταβάλλονται εις ταύτην δυσωδία. Και ούτω νικήσαν τα πάθος μεταλαμβάνων τροφής εν μέτρο και εν καιρώ κατάλληλο.


α) Περί του μέτρου της τροφής.
Τοιούτον δε είναι το μέτρον της τροφής, είπον οι Πατέρες, όταν καθορίσει κανείς, πόσον τρώγει την ήμέραν, και αν καταλάβει ότι είναι πολύ και επιβαρύνει αυτόν, τότε ευθύς θα αφαίρεση απ' αυτό. Όταν όμως δη ότι είναι ολίγον και δεν δύναται με αυτό να διευθέτηση το σώμα του, τότε ευθύς θα πρόσθεση λίγο και ούτος, αφ' ου δοκίμασε καλώς, καθορίζει τόσο, όσον δύναται να στερεώσει την δύναμη του σώματος του, όχι δια την ηδονή, άλλα δια την χρείαν του, και ούτω προσλαμβάνει την τροφή, ευχάριστων τω Θεώ. Να κατακρίνει δε τον εαυ¬όν του, ότι είναι ανάξιος και αυτής της μικρής παρακλήσεως. Πάσαι δε οι φύσεις να περιληφθούν υπό ένα κανόνα είναι αδύνατον, διότι τα σώματα έχουν μεγάλην διαφορά ως προς την δύναμίν τους, όπως και ό χαλκός και ό σίδηρος διαφέρουν από το κηρίον. Εν κεφαλαίο το μεν μέτρον των αρχαρίων είναι να τελειώσουν ολίγον πεινώντας. όταν κανείς λαβή μέχρι κόρου, και τούτο είναι αναμάρτητο. όταν όμως χόρταση κανείς κάποτε ολίγον υπέρ το δέον, αυτός να μεμφθεί τον εαυτόν του. Και τοιουτοτρόπως εξ αιτίας των πτώσεων εγείρει την νίκη.


β) Περί του καιρόν της τροφής.
Περί του χρόνου της καθυστερήσεως του φαγητού είπον οί Πατέρες, ότι πρέπει να νηστεύει κανείς μέχρι της ενάτης ώρας. Αν θέληση κανείς να αφήσει περισσότερο χρόνο, αυτό είναι στην προαίρεσίν του. Εν κεφαλαίο όμως νομοθέτησαν ότι όταν κλίνη ή ήμερα και δύο ώρας αφ' ου ό ήλιος διήλθε την μεσημβρία, τότε είναι ή ενάτη ώρα κατά τον καιρόν της εαρινής και φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή κατά το θέρος και κατά τον χειμώνα εις τας βορείους χώρας ή ήμερα και ή νύχτα αυξάνονται και σμικρύνονται κατά πολλάς ώρας, όχι όπως στα μεσόγεια, — στην Παλαιστίνη ή στην Κωνσταντινούπολη—, δια τούτο πρέπει να ρυθμίζουμε την ώραν του φαγητού κατά τον καιρόν, όπως είναι πρέπον. Κατά τας μη νηστευσίμους ημέρας αρμόζει να συντομεύσομε την αναμονή της ώρας του φαγητού και, εάν χρειασθεί, εν καιρώ του δείπνου να γευθούμε λίγη τροφή.


γ) Περί διαφοράς των τροφών.
Περί δε της διαφοράς των τροφών πρέπει να γνωρίσωμεν ότι δέον από πάντα τα ευρισκόμενα ηδέα φαγητά να λαμβάνομαι λίγο. «Αύτη είναι ή διάκριση των φρονίμων—, λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης, —και δεν πρέπει τα μεν να εκλέξομε, τα δε να αποβάλλομαι, δια να ευχαριστείται και ό Θεός και να κατορθωθεί ή μη έπαρσης της ψυχής. Διότι τοιουτοτρόπως αποφεύγομε τον τύφο και δεν βδελυσσόμεθα τα αγαθά κτίσματα του Θεού. εις δε τους ασθενούντες κατά την πίστιν ή κατά την ψυχήν ή αποχή από τα εδέσματα είναι ωφέλιμος, επειδή δεν πιστεύουν —λέγει— ότι φυλάσσονται υπό του Θεού. εις τούτους ό Απόστολος κέλευσε να τρώγουν λάχανα». Εάν κανείς βλάπτεται από κάποιο φαγητό, είτε λόγω αρρώστιας τινός, είτε εξ αιτίας της φύσεως, δεν πρέπει να βιάση τον εαυτόν του στην μετάληψη τούτου, αλλά να λαβή ότι ωφελεί αυτόν, διότι ό Μέγας Βασίλειος λέγει, ότι «δεν αρμόζει με τις τροφές μεν να ενισχύομε το σώμα, με αυτές δε πάλιν να το πολεμούμε».


δ) Περί διαφοράς των σωμάτων.
Όστις έχει σώμα υγιές και ισχυρό, πρέπει να το κοπιάσει κατά το δυνατόν, δια να ελευθερωθεί από τα πάθη και Χάριτι Χριστού να δουλωθεί εις την ψυχήν. Όστις έχει σώμα αδύνατον και ασθενές, πρέπει ολίγον να το αναπαύσει, δια να μη εκπέσει μέχρι τέλους. Ό αθλητής πρέπει να βρίσκεται σε ένδεια, μη χορταζόμενος δίδει στο σώμα την χρείαν μόνο κατ' ολίγον, όσον το φαγητό, τόσο και στο ποτό. Μάλιστα 'δέ εν καιρώ σωματικού πολέμου του εχθρού οφείλομε να κάνουμε εγκράτεια. Διότι πολλοί, οι οποίοι δεν κράτησαν τής γαστρός, έπεσον εις πάθη ατιμίας και εις τον ανεκλάλητο βόθρο της ασέλγειας. εις δε τον εν τη ευταξία της εγκράτειας της κοιλίας τελούντα γίνεται ή είσοδος όλων των αρετών καθολικώς. Όθεν λέγει ό Μέγας Βασίλειος-«Εάν κρατήσεις της κοιλίας, θα εισέλθεις εις τον παράδεισο. Εάν όμως δεν κρατήσεις, έγινες κατανάλωμα του θανάτου. Όταν κανείς δια τον κόπο της οδοιπορίας ή λόγω άλλου τίνος βαρύτατου έργου συγκαταβή ολίγον προς το σώμα και πρόσθεση ολίγον προς την συνήθη χρείαν, αυτό δεν είναι επιμεμπτό και εις την τροφή και εις την πόσιν και εις πάσαν ανάπαυσιν, έφ' όσον πράξη τούτο με διάκρισιν κατά την δύναμίν του».


2) Δεύτερος λογισμός ό της πορνείας.
Μέγας είναι ό άγων ημών κατά του πνεύματος της πορνείας, και λίαν οξύς, διότι έχει διπλούν πόλεμο, εις την ψυχήν και εις το σώμα. Όθεν πρέπει πάντοτε να έχομε πολλή προθυμία εγρηγόρως και νηφάλιος να φυλάγουμε την καρδίαν ημών από πάντα λογισμό, μάλιστα δε κατά τας αγίας συνάξεις, όταν θέλομε να μεταλάβομε των ηγιασμένων Δώρων. Διότι τότε ο εχθρός ε¬πιδιώκει παντοιοτρόπως να μολύνει την συνείδηση ημών. Και όταν οι λογισμοί ούτοι μας προσβάλλουν, τότε πρέπει να έχομεν φόβον Θεού και να ενθυμηθούμε ότι τίποτε δεν δύναται να κρυφτεί από τον Θεόν, ακόμη και μέχρι του ψιλού διαλογισμού της καρδίας, και ότι πάντων του των δικαστής και εξεταστής είναι ό Κύριος. Πρέπει δε να μνημονεύσομε και της υποσχέσεως ημών, την όποια ομολογήσαμε ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ότι θα παραμείνουμε εν σωφροσύνη και αγνεία. Σωφροσύνη δε και αγνεία δεν είναι μόνον ο εξωτερικός βίος, άλλ' ό απόκρυφος της καρδίας άνθρωπος, όταν παραμένει καθαρός αφού τους ρυπαρούς λογισμούς. τούτο είναι πολύτιμο και προσφιλές στο Θεόν. «Ό δε εκ προαιρέσεως συνδυαζόμενος επί πολύ με τον λογισμό της πορνείας και μολύνω των εαυτόν του, αυτός πορνεύει εν τη καρδία του», είπον οί Πατέρες. Συμβαίνει δε ίσως και να προχωρήσει κανείς και στην πράξη, και όταν φθάσει στην πράξει, τότε πρέπει να εννοήσωμεν, ποία συμφορά μας αναμένει μετά την εκτέλεση του πράγματος, ότι περί ουδενός άλλου αμαρτήματος οί Πατέρες δεν μίλησαν όπως περί του αμαρτήματος τούτου. Διότι πτώση το ονόμασαν, επειδή καθιστά τον πεσόντα απαρρησίαστο και τον ωθεί στην απόγνωση. Ωφέλιμο είναι, νομίζω, εν καιρώ πολέμου της πορνείας να διαλογιστούμε εντός του εαυτού μας, εις ποίον σχήμα και ποια τάξιν ευρισκόμεθα, ότι περιπατούμε στο αγγελικό σχήμα, και πώς δυνάμεθα να καταπατήσουμε την συνείδηση ημών και να ονειδίσουμε τούτο το άγιον σχήμα με αυτό το βδέλυγμα. Ομοίως δε πρέπει να ενθυμηθούμε την αισχύνη και ντροπή εκ μέρους των ανθρώπων, δια να δυνηθούμε ίσως και με αυτό να απορρίψούμε τον άπρεπη λογισμό τούτον. Διότι εάν θα εβλεπόμεθα εις την ασελγεία ταύτην ύπο των ανθρώπων, δεν θα προετιμώμεν μάλλον να αποθάνωμεν παρά να ευρεθώμεν εις την αισχύνη ταύτην; Και ούτως είναι παντοιοτρόπως δυνατό με σπουδή να εκκόψη κανείς τον λογισμό τούτον. Δυνάμεθα δε να έχουμε πάντοτε ταύτην την μεγάλην και φοβερά νίκη εναντίων των, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Θεό όπως διδάσκουν οί άγιοι Πατέρες. Ό μεν Μάξιμος ο Ομολογητής λαβών εκ των υπό του Δαυίδ λεχθέντων συμβουλεύει ούτι να προσευχώμεθα κατά των λογισμών της πορνείας- «Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, το αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κύκλωσα με». Ό δε Ιωάννης της Κλίμακος λέγει περί το «Ό Θεός εις την βοήθειά μου πρόσχες» και όμοια ταύτα . Παρουσιάζει ως μάρτυρα του ότι πρέπει να προσευχώμεθα κατά τούτων των λογισμών εκείνον, Όστις λέγε ταύτα. Είναι ανάγκη να επικαλώμεθα εις βοήθεια τους αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας, καθώς ή Δανιήλ ό Σκητεώτης παρήγγειλε εις τον υπό της πορνείας πολεμούμενον αδελφό να προσεύχηται και να επικαλείται την βοήθειά της μάρτυρος Θωμαΐδος, ήτις φονεύθη δια την σωφροσύνη της, και να λέγει ως εξής-«Ω Θεέ, δι' ευχών της μάρτυρος Θωμαΐδος βοήθει μοι!». Και ευθύς απηλλάγη από το πάθος της πορνείας, άφ' ου προσηυχήθη παρά τον τάφον της. Έχοντες τας μαρτυρίας ταύτας, πρέπει και ημείς ούτω να προσευχώμεθα και να επικαλώμεθα την βοήθειά εκείνων, τους οποίους ευρίσκομε εις τας Αγίας Γραφάς ως αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας. Όταν επίκειται σφοδρός πόλεμος, πρέπει ευθύς αναστάντες και επάραντες τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ούρανόν να προσευχηθώμεν, —όπως παραγγέλλει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης—, «και ό Θεός —λέγει— αποδιώκει αυτούς». Να προσευχηθεί δε κανείς ούτος, όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ• «Σύ είσαι ό δυνατός, Κύριε, και ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ, Κύριε, πολέμησον και νίκησον εν αύτω υπέρ ημών». Και όπως ό Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει, λέγων «Βόησον προς τον δυνάμενον να σώσει, όχι με λόγους σεσοφισμένους, αλλά με ταπεινά λόγια ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί! Και τότε θα γνωρίσεις την δύναμιν του Υψίστου και θα δίωξης τα αόρατα αοράτος». «Πάντοτε δε μάστιζε τους πολεμίους με το όνομα του Ιησού, διότι ισχυρότατο του όπλου τούτου δεν θα ευρείς ούτε εν τω ουρανό ούτε επί της γης». «Παρατηρεί δε ό δαίμων τους και¬ρούς δια τας επιθέσεις εναντίον ημών όταν δεν δυνάμεθα να προσευχώμεθα σωματικός κατ' αυτού, -λέγει ο ίδιος ο Κλίμακος και τότε μάλιστα μας πολεμάει». Πρόσεχε λοιπόν ακριβώς ω μοναχέ και μη αμελής να προσεύχεσαι πάντοτε εν καιρώ σφοδρού πολέμου των αισχρών λογισμών, καθ' ον τρόπον διετυπώσαμεν προηγουμένως. Ανύψωσαν τους οφθαλμούς σωματικός ή ψυχικώς, αναλόγως με το μέτρον της δυνάμεως σου. Και όταν γίνεις εργάτης τούτων των λεχθέντων, θα γνωρίσεις και εκ πείρας, ότι με την αόρατο βοήθειά της δυνάμεως του Υψίστου νικώνται ταύτα τελείως εκ της προαιρέσεως ημών. Εάν όμως οκνήσεις, θα καταισχυνθείς εν συνεχεία, διότι θα έχεις την συνείδησιν μεμολυσμένην, άφ' ου ενικήθης ύπ' αυτών. «Πρέπει δε να κατανοήσωμεν και ταύτην την πανουργία του διαβόλου, —είπον οί Πατέρες, —αν κάποτε συμβεί να εισαγάγει εις τον λογισμό ημών ενθυμήσεις εύμόρφων γυναικείων και νεανικών προσώπων — αν και πρόκειται περί τίνων ευσεβών και αν και δεν θεωρώνται εμπαθείς — πρέπει ταχέως να αποκόψωμεν αύτάς. Διότι εάν χρονίσωμεν εις αύτάς, ό πονηρός πλανευτής ευθύς θα μεταβολή και θα κατακρημνίσει τον λογισμό εις ρυπαράς και αισχράς επιθυμίας. Συμβαίνει δε ενίοτε και ημείς οί ίδιοι να πικραινώμεθα δια τους λογισμούς της πορνείας και διαλογιζόμενοι περί τούτων να περιφρονώμε τον εαυτόν μας, διότι επιθυμούμεν τα βδελυρά ταύτα, τα όποια «αρμόζουν μόνον εις τα αλόγα κτήνη», όπως λέγουν οί Πατέρες. Εάν συμβεί και εις τα παρά φύσιν, τούτο είναι ξένον και εις αυτά τα κτήνη, ημείς όμως πολεμούμεθα υπό αυτών. Άλλα προ πάντων εις τούτους τους λογισμούς πρέπει να φυλασσώμεθα ημείς οί αρχάριοι, να μη χρονίσομε κάπως εις αυτούς, έστω και νομιζοντες ότι παλαίομεν με αυτούς, για να μην βρεθούμε εργαζόμενοι το πάθος. Δια τούτο είναι πάντως καλύτερο να αποκόψωμεν τας προσβολάς, οι οποίες είναι ή αρχή του λογισμού. Διότι το να συμπλέκωνται με αυτούς και να κατατάσσουν τους λογισμούς τούτους κατά τρόπον ευάρεστων είναι έργον των δυνατών. Συ δε φυλάττου από τας συνομιλίας με τας γυναίκας και από την θέα των και φεύγε την συντυχία με τους νέους και την θέα γυναικοειδών και λείων προσώπων. Διότι «αυτή είναι ή παγίδα του διαβόλου εναντίον των μοναχών», είπον μερικοί εκ των Πατέρων. «Και ει δυνατόν να μη ευρισκόμεθα με αυτούς κατ' ιδίαν, —όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος—, ούτε εις τίνα αναγκαία χρείαν. Διότι ουδέν, —λέγει—, είναι αναγκαιότερο της ψυχής, όπερ της οποίας ό Χριστός απέθανε και ανέστη». Και μη θέλεις να ακούσεις παρά τίνος απρεπείς ομιλίας, οι οποίαι διεγείρουν τα πάθη.


3) Τρίτος λογισμός ό της φιλαργυρίας
«Ή δε νόσος της φιλαργυρίας προέρχεται έξωθεν της φύσεως ημών από ολιγοπιστία και άνοια», είπον οί Πατέρες. Διό και ό κατ' αυτής άγων δεν είναι πολύς δι' όσους προσέχουν τον εαυτόν των με φόβον Θεού και θέλουν αληθώς να σωθούν. Όταν αυτή όμως παγιωθεί εντός ημών, γίνεται χειρότερα πάντων. Και Όταν υποταχθώμεν εις αυτήν, οδηγεί εις τοσαύτη απώλεια, ώστε ό Απόστολος να την ονομάσει όχι μόνον ρίζαν παντός κακού, του θύμου και της λύπης και των λοιπών, αλλά να την χαρακτηρίζει και ως είδωλολατρείαν. Διότι πολλοί εξ αιτίας της φιλαργυρίας όχι μόνον έξέπεσον του βίου της ευσεβείας, άλλ' ασφαλών και περί την πίστιν και έπασχον κατά την ψυχήν και το σώμα, όπως διηγείται ή Αγία Γραφή. Ελέχθη δε υπό των Πατέρων, ότι ό συνάγων χρυσόν και άργυρο και έλπίζων έπ' αυτά δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός μερίμνων περί αυτού. Και τούτο λέγει ή Αγία Γραφή• εάν κανείς κυριευθεί υπό υπερηφάνειας ή φιλαργυρίας, —υφ' ενός οιουδήποτε των παθών τούτων αυτόν ό δαίμων δεν θα πολεμήσει με άλλο πάθος, επειδή αυτό μόνον το ένα αρκεί δια την απώλεια του.
Δια τούτο πρέπει να φυλασσώμεθα από τούτο το ολέθριο και ψυχοφθόρο πάθος και να προσευχώμεθα προς Κύριον τον Θεόν, να δίωξη άφ' ημών το πνεύμα της φιλαργυρίας. Δεν πρέπει να απέχωμεν μόνον από την ιδιοκτησία χρυσού και αργύρου, αλλά και πάντων των πραγμάτων εκτός της αναγκαιας χρείας, και εις τα ιμάτια και εις τα υποδήματα και εις την οικοδομήν του κελιού και εις τα σκεύη και εις πάντα τα εργαλεία. Και πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν όχι πολύτιμα και διακεκοσμημένα, άλλ' ευτελώς έχοντα και μη εμβάλλοντα ημάς εις ταραχάς, δια να μη εμπέσωμεν δια ταύτα εις κοσμικάς περιπλοκάς. Ή δε αληθινή απομάκρυνσης από την φιλαργυρίαν και την πραγματοφιλίαν είναι όχι μόνον το να μη έχομεν ιδιοκτησία, αλλά το ούτε καν να επιθυμώμεν να αποκτήσωμεν κάτι Τούτο οδηγεί ημάς εις την καθαρότητα της ψυχής.


4) Τέταρτος λογισμός ό του θυμού
Όταν το πνεύμα του θύμου βασανίσει ημάς, αναγκάζουν να κρατήσουμε την μνησικακία και παροξύνουν ημάς εις οργή να ανταποδώσομε το κακόν εις τον θλίψαντα, τότε πρέπει να ενθυμηθώμεν τον υπό του Κυρίου λεχθέντα λόγον «Εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφό αύτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα, και ό Πα¬τήρ μου ό επουράνιος ουκ αφήσει υμίν τα παραπτώματα υμών». Έκαστος λοιπόν όστις θέλει να λαβή άφεσιν των παραπτωμάτων του, οφείλει πρώτον να αφήσει από καρδίας εις τον αδελφό του. Διότι ούτος είναι διατεταγμένων υπό του Κυρίου να ζητούμε αφεσιν των οφειλημάτων: «ως και ημείς αφίεμεν».
Και εάν ημείς οί ίδιοι δεν αφήσομε, είναι φανερό ότι και εις ημάς δεν θα αφεθεί. Και πρέπει να εννοήσωμεν ότι Όταν πράξομε και κάτι κατά τα φαινόμενα καλόν, αλλά δεν αφήσομε τον θυμό, δεν είναι δεκτό. Διότι ελέχθη υπό των Πατέρων «Ό οργίλος καν νεκρούς αναστήσει, ή προσευχή του είναι απρόσδεκτος». Τούτο δε είπον οί Πατέρες, όχι επειδή ο οργίλος τάχα δύναται να αναστήσει νεκρό, άλλ' δήλωσαν ότι ή προσευχή τούτου είναι βδέλυγμα. Όθεν πρέπει παντί τρόπω να μη οργιζώμεθα, να μη κάμνομε κακόν εις τον αδελφό, όχι μόνον με το έργο και τον λόγο, αλλά και με το πρόσωπο, διότι δύναται κανείς και μόνον με το βλέμμα να λύπηση τον αδελφό του, όπως είπον οί Πατέρες, και τους λογισμούς του θυμού να εκβάλομε από την καρδίαν. Και αύτη είναι ή άφεσης από καρδίας, τούτο δε αποτελεί την μεγάλην νίκη κατά των λογισμών της οργής: το να προσευχώμεθα υπέρ του θλίψαντος αδελφού, όπως παρήγγειλε ό αββάς Δωρόθεος, και να λέγωμεν ούτω• «Βοήθησον, Κύριε, τω αδελφό μου δείνι, και δι' ευχών αυτού ελέησόν με τον αμαρτωλό!». Και αύτη είναι ή αγάπη και ή συμπάθεια, το να προσευχώμεθα δια τον αδελφό. Και το να έπικαλώμεθα την βοήθεια των ευχών του, τούτο είναι ταπείνωσης. Πρέπει δε κατά δύναμιν να κάμνομε εις αυτόν το καλόν. Και ούτως εκπληρώνονται αί έντολαί του Κυρίου, αί οποίαι λέγουν «Αγαπάτε τους εχθρούς ημών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, ευ ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, εύχεσθε υπέρ των αδικούντων υμάς».
Τόσον δε μεγάλην ανταπόδοση υπεράνω των άλλων υπεσχέθη εις τούτους ο Κύριος, διότι δεν είπε μόνον, Βασιλείαν των ουρανών, ούτε παρηγοριά και δωρεάν τίνα, καθώς και εις τους λοιπούς, αλλά υιοθεσία, «όπως γένησθε —είπεν— υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς». Αυτός δε ό Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, Όστις νομοθέτησε την εντολή ταύτην και υπεσχέθη την μεγάλην ανταπόδοση ταύτην, έπραξε ότι δίδαξε και μας έδωσε το υπόδειγμα δια να γίνωμεν και ημείς κατά δύναμιν μιμείται εις ταύτα. Διότι πόσα κακά δεν υπέμεινε παρά των Ιουδαίων δι' ημάς τους αμαρτωλούς! Και όχι μόνον δεν ωργίσθη εναντίον των, αλλά και προσευχηθεί υπέρ αυτών εις τον Πατέρα, λέγων «Πάτερ, άφες αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και πάντες οί Άγιοι, βαδίσαντες την όδον ταύτην, εύρον Χάριν, διότι όχι μόνον δεν ανταπέδωσαν το κακόν εις τους θλίψαντας, αλλά και εποίησαν εις αυτούς το καλόν και προσευχήθηκαν υπέρ αυτών και σκέπασαν τα ελαττώματα των, χαίροντες δια την διόρθωση των, άφ' ου ήλθον εις αίσθησιν των κακών των και νουθέτησαν αυτούς με αγάπη και συμπάθεια.


5) Πέμπτος λογισμός ό της λύπης.
Δεν είναι μικρός ο άγων ημών κατά του πνεύματος της θλίψεως, διότι εμβάλλει την ψυχήν εις απώλεια και απόγνωση. Και όταν ή θλίψις προξενηθή υπό των ανθρώπων, πρέπει να την υπομείνωμεν εύψυχος και να προσευχηθώμεν υπέρ των θλιψάντων, όπως και ανωτέρω ελέχθη, γνωρίζοντες σαφώς, ότι πάντα μας συμβαίνουν όχι χωρίς την Θείαν Πρόνοιαν, και πάντα μας στέλλει ό Θεός προς ωφελείαν και σωτηρία των ψυχών ημών. Αν και κατά τον παρόντα καιρόν δεν μας φαίνονται ωφέλιμα, άλλ' εν συνεχεία θα βεβαιωθεί, ότι ούτως είναι ωφέλιμα, όπως ο Θεός ορίζει, και όχι όπως ημείς θέλομε. Δια τούτο δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από ανθρωπίνους λογισμούς, αλλά να πιστεύωμεν ολοψύχως ότι ό παντεπόπτης οφθαλμός του Θεού βλέπει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του δεν δύναται τίποτε να μας συμβεί, και ότι ένεκα του ελέους Του μας στέλλει ταύτα, δια να στεφανωθώμεν ύπ' Αυτού, άφ' ου επειράσθημεν εις αυτά και υπεμείναμεν, επειδή άνευ πειρασμών ουδείς εστεφανώθη ποτέ. Όθεν πρέπει δια πάντα ταύτα να αναπέμπομε ευχαριστία προς τον Κύριο ως αγαθοδότη και σωτήρα ημών. Διότι «το στόμα, το όποιον πάντοτε ευχαριστεί, δέχεται ευλογία παρά του Θεού, και εις την καρδίαν, ήτις ευχαριστεί, εμπίπτει ή Χάρις», λέγει ό άγιος Ισαάκ. Πρέπει λοιπόν να φυλασσώμεθα από τον γογγυσμό κατά των θλιψάντων, διότι αυτός ό ίδιος λέγει• «Πάσας τας ασθενείας του άνθρωπου βαστάζει ό Θεός• Τον δε πάντοτε γογγύζοντας δεν υπομένει, εάν δεν τον παίδευση». Πρέπει δε να έχομε θλίψιν την ωφέλιμο δια τας αμαρτίας μετά της δι' αγαθής ελπίδος προς τον Θεόν μετανοίας, γνωρίζοντες σαφώς, ότι δεν υπάρχει αμαρτία, ήτις νικά την φιλανθρωπία του Θεού, αλλά πάντα συγχωρεί εις τους μετανοούντος και προσευχομένους. Ή μεν θλίψις αυτή είναι ανάμικτος με χαράν και καθιστά τον άνθρωπον πρόθυμο προς πάν αγαθόν και καρτερικό εις πάντα πόνο.
«Ή γαρ κατά Θεόν λύπη —λέγει ό Απόστολος— μετάνοια εις σωτηρία αμεταμέλητων κατεργάζεται». Την δε εναντία λύπη, την παρά των δαιμόνων εις ημάς επιφερομένη, πρέπει με σπουδή να εκβάλουμε από την καρδίαν, καθώς και τα λοιπά πονηρά πάθη, και δια προσευχής και αναγνώσεως και συναναστροφής και συνομιλίας μετά πνευματικών ανθρώπων πρέπει να την καταργήσουμε, επειδή είναι αιτία παντός κακού. Διότι όταν χρονίσει εντός ημών, ενδύεται την απόγνωση και οκνηρία προς προσευχή και ανάγνωση.


6) Έκτος λογισμός ό της ακηδίας.
Όταν ή ακηδία δυναμωθεί κατά πολύ εναντίον ημών, τότε ή ψυχή επάγεται εις μέγαν αγώνα: δινών είναι τούτο το πνεύμα και βαρύτατο, συνεζευγμένο και συνεργό με το πνεύμα της λύπης. Εις τους εν ησυχία όντας επιφέρεται ούτος ό πόλεμος με σφοδρότητα. Όταν ταύτα τα σκληρά κύματα επαναστατούν κατά της ψυχής, εν εκείνη τη ώρα ό άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα λυτρωθεί ουδέποτε απ' αυτά, άλλ' επιβάλλει ό εχθρός εις αυτόν τοιούτους λογισμούς, ότι σήμερον υπάρχει τόσον κακόν, και εν συνεχεία θα γίνει χειρότερο κατά τας εξής ημέρας. Και υποβάλλει εις αυτόν ότι είναι εγκαταλελειμμένος υπό του Θεού, και ότι Εκείνος δεν μεριμνά περί αυτού ή ότι αυτά συμβαίνουν τυχαίως χωρίς την Θεία Πρόνοια, και εις αυτόν μόνον γίνονται ταύτα, εις δε τους λοιπούς ούτε έγιναν, ούτε γίνονται. Άλλα δεν έχουν ούτω τα πράγματα δεν έχουν! Διότι όχι μόνον εις ημάς τους αμαρτωλούς, άλλα και εις τους απ' αιώνος ευαρεστήσαντας Αυτόν Αγίους Του προσφέρει ό Θεός, ως ό φιλότεκνος πατήρ εις τα παιδία του, εξ αγάπης την πνευματικήν ράβδο δια την προκοπή των αρετών. Ταχέως όμως ακολουθεί ή απαραίτητος απαλλαγή από τούτων και μετά ταύτα ή επίσκεψις και το έλεος του Θεού και ή παρηγοριά, διότι εν εκείνη τη δεινότατη ώρα ό άνθρωπος δεν λογίζεται ότι πρέπει να καρτερήσει εις τον αγώνα της καλής πολιτείας, άλλ' ό εχθρός του δεικνύει πάντα τα καλά ως βδελυρά. ούτω μετά την απαλλαγή από τούτων πάντα τα καλά του φαίνονται πάλιν αρεστά, και πάντα τα γενόμενα θλιβερά ότι ήσαν μηδέν. Και πάλιν ευρίσκεται πρόθυμος εις το αγαθόν, και θαυμάζει την αλλαγή προς την βελτίωση, και ουδαμώς δεν θέλει να αποχώρηση από την οδόν των αρετών, και εννοεί ότι από το έλεος Του ό Θεός του ετοιμάζει ταύτα προς ωφελείαν, και ότι από αγάπη προσφέρει τα τοιαύτα προς παιδαγώγηση. Και εξάπτεται εις θείον έρωτα, γνωρίζων σαφώς, ότι ό Κύριος είναι πιστός και ουδέποτε επιτρέπει εναντίον ημών πειρασμούς υπέρ την δύναμιν ημών. Ό δε εχθρός δεν δύναται ουδόλως να πράξη τίποτε εναντίον ημών χωρίς την θεία παραχώρηση. Διότι εκείνος δεν θλίβει την ψυχήν κατά το δικό του θέλημα, αλλά καθ' όσον παραχωρείται υπό του Θεού. Και κατανοήσας τούτο εκ της πείρας, σοφίζεται από τας προηγουμένας απαλλαγάς και υπομένει γενναίως την επιφοράν των δεινών τούτων, γνωρίζων ότι εν τούτω φανερώνεται ή αγάπη του μονάχου προς τον Θεόν, Όταν γενναίως υπομείνει ταύτα, και εκ τούτου έρχεται εις προκοπή. Διότι «τίποτε άλλο δεν προξενεί εις τον μοναχό τόσους στεφάνους, ως ή ακηδία, Όταν βιάση τον εαυτόν του άκαμπτος εις την θείαν εργασίαν», λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος. "Όταν όμως υπάρχει ούτος ό φοβε¬ρός πόλεμος, τότε πρέπει ισχυρώς να οπλιστεί κατά του πνεύματος της αχαριστίας και να φοβηθεί και την βλασφημίαν. Διότι με πάντα ταύτα πολεμεί ό εχθρός κατά τον καιρόν εκείνον, και τότε ό άνθρωπος πληρούται αμφιβολίας και φόβου. Και του εμβάλλει ό εχθρός τον λογισμό ότι δεν είναι δυνατόν αυτός να ελεηθεί υπό του Θεού και να λαβή συγχώρησιν των αμαρτιών του και να λυτρωθεί από την αίώνιον κόλασιν και να σωθεί. Και γίνεται επιδρομή άλλων τινών κακών λογισμών, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παραδώσει κανείς εις την γραφή. Και είτε ανάγνωση, είτε εκτέλεση το διακόνημα, δεν τον αφήνουν. Τότε λοιπόν πρέπει να κρατήσομε ρωμαλέος τούτο: να μη παραμείνομε εις την απόγνωση και να μη αμελήσομε την προσευχή κατά δύναμιν. Καν εάν δύναται κανείς να πέσει κατά πρόσωπον εις την προσευχή, και αυτό είναι λίαν αρμόζον. Και να προσευχηθεί ούτος, όπως λέγει ό μέγας Βαρσανούφιος• «Κύριε, ίδε την θλίψιν μου και ελέησον με. Θεέ, βοήθησαν μοι το άμαρτωλώ». Και όπως ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος παραγγέλλει• «Μη άφήσης εναντίον μου, Δέσποτα, πειρασμόν ή θλίψιν ή πόνο υπέρ την δύναμίν μου, άλλα χά¬ριζε μοι πάντοτε την έκβασιν και την ισχύν εις το να δύναμαι να υπομένω ταύτα μετ' ευχαριστίας». Ενίοτε δε πρέπει να επαίρωμεν τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και να εκτείνωμεν τας χείρας εις το ύψος και να προσευχώμεθα καθ' ον τρόπον ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης διέταξε να προσευχώμεθα κατά του πάθους τούτου. Διότι ταύτα τα δύο πάθη ονόμασε σκληρά, την πορνεία, λέ¬γω, και την ακηδία. Και ούτος αγωνιζόμενος, επιμελού όσο δυνατόν την ανάγνωση και βιάσου εις το ερχόχειρον, διότι ταύτα είναι μεγάλοι βοηθοί εις εκείνη την ανάγκην. Συμβαίνει δε ενίοτε και όταν καταγίνηται κανείς εις ταύτα, να μη εγκαταλειφθεί από εκείνα. Τότε χρειάζεται μεγάλη βία και πολλή ισχύς, και με όλη την δύναμη και με σπουδή να επιδοθεί κανείς εις την προσευχή. Κατά δε του πνεύματος της αχαριστίας και της βλασφημίας πρέπει να λέγει τούτο• «Υπάγε οπίσω μου σατανά. Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αύτω μόνω λατρεύσω, και πάντα τα οδυνηρά και θλιβερά δέχομαι μετ' ευχαριστίας ως ύπ' αυτού αποσταλέντα προς θεραπεία των παραπτωμάτων μου, καθώς είναι γεγραμμένο «οργή Κυρίου ύποίσω ότι ήμαρτον Αυτό». Επί σε δε να επιστρέψει ή αχαριστία και ή βλασφημία εις την κεφαλήν σου και προς σε έγραψε ό Κύ¬ριος ταύτα. «Ύπαγε λοιπόν απ' εμού, ό Θεός ό πλάσας με κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσίν Του να σε εξουθενώσει!». Εάν όμως και μετά ταύτα ακόμη σε ενοχλήσει, μετάθεσε τους λογισμούς εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο πράγμα. «Υπομονή τε και ελπίδα πρέπει προ πάντων να έχει ή ψυχή, ήτις θέλει να ευαρεστήσει εις τον Θεόν, —όπως γράφει ό άγιος Μακάριος—, διότι τούτο είναι το τέχνασμα της κακίας του εχθρού, το να εμβάλει εις ημάς την ακηδία, δια να αποστατήσει ή ψυχή από την ελπίδα εις τον Θεόν. Διότι ουδέποτε παραχωρεί ό Θεός μία ψυχή ελπίζουσα εις Αυτόν να νικηθεί από τους πειρασμούς, επειδή γνωρίζει πασαν την ασθένεια ημών. Διότι αν εις τους ανθρώπους δεν είναι άγνωστο πόσον φορτίο δύνανται να βαστάζουν ό ημίονος, πόσον ό όνος και πόσον ή κάμηλος, και εις έκαστο επιθέτουν το δυνατόν, ούτος είναι και εις τον κεραμέα γνωστόν, πόσον χρόνον πρέπει να παραδώσει τα σκεύη εις το πυρ, ώστε ούτε να παραμείνουν πλέον του δέοντος, και να υποστούν ρήξιν, ούτε πάλιν να εξαχθούν προ της επαρκούς εψήσεως και να αχρηστευθούν. Και αν οι άνθρωποι έχουν τόση γνώσιν, δεν γνωρίζει ο Θείος Νους πολύ περισσότερο και αμέτρως περισσότερο, πόση δοκιμασία πρέπει να επιφέρει εις εκάστη ψυχή, δια να γίνει δόκιμος και κα¬άλληλος προς την Βασιλείαν των ουρανών και να αξιωθεί όχι μόνον της μελλούσης δόξης, άλλα και εδώ της παρακλήσεως του πανάγαθου Πνεύματος;» Ταύτα γνωρίζοντες πρέπει να υπομένωμεν ανδρείως, εντός των πυλών ησυχάζοντες. Συμβαίνει δε ενίοτε να έχει κανείς χρείαν ενός άνθρωπου ακριβέστατου κατά την πολιτεία και ωφελιμότατου κατά την ομιλία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος• «διότι πολλάκις, —λέγει—, την ακηδία την ενυπάρχουσαν εν τη ψυχή δύνανται ή εύκαιρος και ανεπίληπτος προς τους τοιούτους έξοδος και ή εν μετρώ συνομιλία να διαλύσουν. Και άφ' ου παράσχουν λίγη ενίσχυση και ανάπαυση, δίδουν την δυνατότητα να προσέλθομε προθυμότατα εις τους υπέρ της ευσέβειας αγώνας». Άλλα το να παραμείνομε τότε εις την ησυχία χωρίς έξοδο, είναι καλύτερον, λέγουν οι Πατέρες, εξ ιδίας πείρας κατανοήσαντες.


7) Έβδομος λογισμός ό της κενοδοξίας.
Πολλής νίψεως έχομεν ανάγκην κατά του πνεύματος της κενοδοξίας, επειδή κρυφίως και με πάμπολλα τεχνάσματα κλέπτει την προαίρεσιν ημών και καθίστα τον μοναχό άνευ προκοπής. Και με σπουδή επιβουλεύεται το έργον ημών, δια να μη γίνει κατά Θεόν, αλλά δια την κενοδοξία και ανθρωπαρέσκεια. Όθεν πρέπει εν παντί καιρώ να εξετάζομε τον εαυτόν μας ακριβώς κατά τας αισθήσεις και τους λογισμούς, δια να γίνει το έργον ημών κατά Θεον και προς ωφελείαν της ψυχής, και να αποφεύγομε εν πάσι τα ανθρώπινα, έχοντες πάντοτε προ οφθαλμών το υπό του αγίου Δαυίδ λεχθέν «Κύριος διασκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων». Και ούτω πρέπει πάντοτε να απορρίπτει κανείς τους λογισμούς των επαινούντων αυτόν και των αναγκαζόντων αυτόν να πράξη κάτι προς ανθρωπαρέσκεια, και ολοψύχως πρέπει να στερεώσωμεν τον λογισμό δια να πράττωμεν τα πάντα κατά Θεόν. Διότι όταν κανείς έχει την προαίρεσιν βεβαίαν εις τον Θεόν και νικηθεί κάποτε εξ αδυναμίας ακουσίως υπό του λογισμού, άλλ' εξομολογηθεί προσευχόμενος εις τον Κύριον και μετάθεση τους λογισμούς από την κενοδοξία, αυτός ευθύς συγχωρείται και επαινείται ύπ' Εκείνου, Όστις γνωρίζει τας προθέσεις και τας καρδίας ημών. Τούτο δε πρέπει να πράξωμεν, αν ποτέ αρχίσωμεν να επινοήσωμεν κάτι προς κενοδοξίαν: Να ενθυμηθώμεν τον θρήνο και την κατά την ιδιαίτερα προσευχή έμφοβον παράσταση ημών, αν έχομεν ταύτα. Ει δε μη, ας λάβωμεν κατά νουν την σκέψη περί της εξόδου ημών από την ζωήν ταύτην και ως αντιλογήσωμεν παντοδαπώς εις την αναίσχυντων κενοδοξίαν. Εάν δεν δυνάμεθα να πράξωμεν ούτε κατά τούτον τον τρόπον, ας προσέχομε τουλάχιστον την αισχύνη, ήτις ακολουθεί την κενοδοξίαν. Διότι «ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσετα' πάντως και εδώ προ του μέλλοντος αιώνος». ταύτα λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. "Αν ποτέ κανείς αρχίσει να επαινεί ημάς ή όταν ό νους ημών υποστεί παρά των αοράτων εχθρών την προσβολή του λογισμού της κενοδοξίας, όστις μας αναδεικνύει άξιους του μεγαλείου της τιμής και του ύψους των θρόνων, επειδή είμεθα δήθεν ανώτεροι των άλλων, τότε πρέπει εν τη διάνοια ημών να μνημονεύσωμεν ταχέως του πλήθους και του βάρους των παραπτωμάτων ημών, ή ενός εκ των χειρότερων αυτών. Και κρατών αυτό εις την διάνοια, λέγε• άραγε οι τα τοιαύτα εργαζόμενοι είναι άξιοι των επαίνων τούτων; Και αμέσως ευρίσκομεν τους εαυτούς μας αναξίους εκείνων των ανθρωπίνων επαίνων, και οί δαιμονικοί λογισμοί εξαφανίζονται τροχάδην, «και δεν θα μας ενοχλήσουν πλέον με δύναμιν προς τούτο», λέγει. ό Νικήτας Στηθάτος. «Εάν όμως —λέγει— δεν έχεις καμία φαύλον πράξη εις την συνείδησίν σου, τότε λογίσου τουλάχιστον την τελειότητα των εντολών και θα εύρης τον εαυτόν σου ανεπαρκή, όπως μία κολυμβήθρα είναι μικρά δια να δεχθεί το μέγεθος της θαλάσσης». Και πάντοτε ούτω πράττοντες θα φυλαττώμεθα παντοιοτρόπως από την κενοδοξίαν. Εάν όμως δεν νήψωμεν, αλλά συνδυασθώμεν επί πολύ με τους λογισμούς της κενοδοξίας, ευθύς θα στερεωθούν και θα γεννήσουν την υπεροψία και την υπερηφάνειαν, ήτις είναι αρχή και τέλος πάντων των κακών.


8) Όγδοος λογισμός ό της υπερηφάνειας.
Και τι να λέγωμεν περί της υπεροψίας και υπερηφάνειας; Διότι αν και διαφέρουν τα ονόματα, άλλ' εις μίαν έννοια ανάγονται. Και έπαρσις και υψηλοκαρδία και φυσίωσις και ούτω καθεξής ονομάζεται υπό των Πατέρων. Πάντα ταύτα είναι αθλιότατα, διότι ή Γραφή λέγει• «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται» και «βδελυκτός παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος» και ακάθαρτος ονομάζεται. Έφ' όσον λοιπόν έχει τον Θεόν εναντίον και είναι βδελυκτός εις Αυτόν και ακάθαρτος ενώπιον Του, πότε και εις τι και που ελπίζει ότι θα εύρει κάτι καλόν; Και υπό τίνος θα ελεηθεί; Και τίς θα τον καθαρίσει; Και το να ομιλήσει κανείς περί τούτων είναι οδυνηρό. Ό υπό τούτων νικώμενος είναι δια τον εαυτόν του και δαίμων και πολέμιος και πάντοτε έχει την απώλεια έτοιμη εντός του εαυτού του. Όθεν πρέπει να φοβώμεθα και να τρέμωμεν πάντοτε το πάθος της υπερηφάνειας και να φεύγωμεν αυτήν, λογιζόμενοι τούτο εντός ημών, ότι ουδέν καλόν δύναται να πραχθεί χωρίς την βοήθεια του Θεού. Άλλ' όταν εγκαταλειφθώμεν υπό του Θεού, τότε ταρασσόμεθα υπό του διαβόλου ως φύλλον ριπιζόμενον ή ως κόνις υπό του ανέμου αναστροβιλιζομένη και καταντώμεν εις εμπαιγμό) του εχθρού και εις κλαυθμό των ανθρώπων. Εννοήσαντες τούτο, διερχόμεθα τον βίον οπωσδήποτε εν ταπεινώσει. Αύτη δε είναι ή αρχή τούτου• το να έχομεν τον εαυτόν μας κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, τουτέστιν το να νομίσωμεν τον εαυτόν μας αμαρτωλότερον και ευτελέστερον πάντων των ανθρώπων και αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, ως εις τα παρά φύσιν όντα και χειρότερο αυτών των δαιμόνων, ως ύπ' αυτών βιαζόμενο και νικώμενον. Και πρέπει να πράττωμεν το εξής• πάντοτε να εκλέγωμεν μεταξύ των αδελφών την τελευταία θέση και εις τας τράπεζας και εις τας συνάξεις, και να φορώμεν τα ευτελέστερα Ιμάτια και να αγαπώμεν τας ατιμοτέρας εργασίας και να προλαμβάνωμεν τους αδελφούς κατά τας συναντήσεις με εδαφιαίαν και άοκνων προσκύνησιν, και να άγαπώμεν την σιωπή και να μη επαιρώμεθα εις τας ομιλίας, και να μη είμεθα φιλόνικοι εις τους λόγους, και να μη είμεθα αναίσχυντοι, ούτε φιλεπιδεικτικοί, και να μη θέλωμεν να επιβάλλομε τον δικό μας λόγον, και αν φανεί ότι είναι καλός. Διότι οί Πατέρες είπον, ότι εις τους αρχαρίους ό εσωτερικός άνθρωπος συμμορφώνεται προς τον εξωτερικό. «Όστις δεν φυλάσσεται έξωθεν, μη πιστεύεις ότι έσωθεν είναι εύτακτος», λέγει ό Μέγας Βασίλειος. Με ταύτα δε νικώνται ή κενοδοξία και αί υπερηφάνειαι και έρχεται ή ταπείνωσης: με το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας και να λέγωμεν, όπως έγραψε ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης• «Που γνωρίζω εγώ ακριβώς τας αμαρτίας των ανθρώπων, Ποίαι και πόσαι είναι; Εάν υπερβαίνουν άραγε ή αν συγκρίνονται με τας ιδικάς μου ανομίας; Και δια την άγνοια, ω ψυχή, είμαι κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, ως γη και σποδός κάτωθεν των ποδών αυτών. Πώς δε να μη έχω τον εαυτόν μου αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, τα όποια είναι εις το κατά φύσιν, ενώ εγώ δια τας αμέτρητους μου ανομίας κατήντησα εις το παρά φύσιν; Κατ' αλήθεια λοιπόν και τα θηρία και τα κτήνη είναι καθαρότερα εμού του αμαρτωλού. Και ένεκα τούτου είμαι κάτωθεν πάντων, ευρίσκομαι ωσάν προ του θανάτου καταχθεις εις τον Άδη. Τίς δε δεν γνωρίζει εν αισθήσει, ότι ό αμαρτωλός είναι και των δαιμόνων χειρότερος, ως δούλος και υπήκοος εκείνων, και εντεύθεν με εκείνους εις το σκότος της αβύσσου κλειόμενος; Κατ' αλήθεια χειρότερος των δαιμόνων είναι ό ύπ' αυτών καταδυναστευόμενος, και δια τούτο εκληρονόμησας με αυτούς την άβυσσο, ω αθλία ψυχή! Επί γης δε και προ του θανάτου ζεις εις τον Άδη και εις την άβυσσο, πώς ονομάζεις τον εαυτόν σου δίκαιον και πλανάσαι τον νουν, άφ' ου με τα κακά σου έργα κατέστησες τον εαυτόν σου αμαρτωλό και ρυπαρό ως δαίμονα; Φευ της παγίδος του σκανδάλου σου και της πλάνης σου, κακοδαιμόνιε, ακάθαρτε και παμμίαρε κύων, ό δια ταύτα εις το πυρ και εις το σκότος αποστελλόμενος!». Τούτο δε λέγεται περί της υπερηφάνειας των μοναχών: δια τους πολλούς κόπους και άθλους, τους οποίους κατώρθωσεν ό άνθρωπος, και δια τας κακώσεις, τας οποίας υπέμεινε δια την αρετή, προσβάλλει αυτόν ό λογισμός της υπερηφάνειας δια τον ευ¬λαβή βίον του. Άλλα το να καυχάται κανείς ότι έχει το όνομα του καλυτέρου μοναστηρίου λόγω της τοποθε¬σίας και του πλήθους των αδελφών, αυτό είναι της υπε¬ηφάνειας των κοσμικών, ειπον οι Πατέρες. Ή κατά την επικρατήσασα τώρα συνήθεια, λόγο της κτήσεως των γαιών και της προσκτήσεως πολλών κτημάτων και λόγω της επιτυχίας των παρά τοις επισήμοις του κόσμου. Και περί τούτων τι να είπωμεν; Υπάρχουν δε μερικοί, οί οποίοι επαίρονται χωρίς να έχουν κάτι, δηλαδή μόνον δια την καλλιφωνία της ψαλμωδίας ή δια την ευγλωττία εις την ψαλμωδία και εις την ομιλία και εις την ανάγνωση. Διότι ποίον έπαινο από τον Θεόν έχει ό άνθρωπος εις ταύτα, τα όποια δεν κατορθώνονται από την προαίρεσιν, άλλ' ονομάζονται ύπο των Πατέρων φυσικά; Έτεροι δε υπερηφανεύονται δια την τέχνη του εργόχειρου. Και τούτο είναι όμοιων με εκείνο. Υπάρχουν δε και τοιούτοι, οί οποίοι φυσιούνται αν κατάγηται κανείς από γονείς επιφανείς του κόσμου, ή αν έχει συγγενείς μεταξύ των προεχόντων εις την δόξα του κόσμου, ή αν ό ίδιος κατείχε κάποιον αξίωμα ή απελάμβανε τιμής εν τω κόσμο. Και ταύτα είναι άνοια. Διότι ταύτα πρέπει να αποκρύπτει κανείς. "όταν κανείς αποδεχθεί εν τη πολιτεία της άποταγής του δόξα και τιμήν παρά των ανθρώπων, αυτό είναι αισχύνη• δια ταύτα πρέπει μάλλον να εντραπεί κανείς παρά να καυχηθεί. "Όσοι λοιπόν δοξάζονται δια ταύτα, ή δόξα των είναι αισχύνη. "όταν όμως, όπως ελέχθη, δια τον ενάρετον βίον αναισχυντήση να μας προσβολή ό λογισμός της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας, και κατά του τοιούτου δεν υπάρχει νίκη ει μη μόνον με το να προσευχώμεθα εις τον Θεόν και να λέγωμεν «Κύριε και Δέσποτα και Θεέ μου, πνεύμα κενοδοξίας και υπερηφάνειας εκδίωξον απ' εμού, πνεύμα δε ταπεινώσεως δώρησαί μοι τω σώ δούλω!» Και να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, όπως εγράφη λοιπόν και ανωτέρω. Διότι ό της Κλίμακος, ωσάν εκ προσώπου της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας ομιλών, λέγει• «"όταν συχνάκις μέμφεσαι τον εαυτόν σου ενώπιον του Κυρίου, τότε λογίσου ημάς ως αράχνην». «Υπερηφάνεια δε είναι, —λέγει ό άγιος Ισαάκ—, όχι όταν εν τη διάνοια διέλθει ό ταύτης λογισμός, ούτε όταν νικηθεί κανείς ύπ' αυτής κατά καιρόν». Διότι δια μόνην την κίνησιν του ακουσίου λογισμού δεν τιμωρεί, ούτε κατακρίνει ο Θεός τον άνθρωπο, ούτε αν καθ' ώραν συμφωνήσωμεν με αυτόν, εάν κατ' εκείνη την ώραν κεντρίσωμεν το πάθος. Ό Κύριος ούτε καταλογίζει, ούτε μας ελέγχει δια την τοιαύτην αμέλεια, άλλα δι' εκείνο, το όποιον πράγματι δέχεται ή διάνοια ως υπόδειγμα και ωφελούν αυτήν και δεν εννοεί ότι αυτό βλάπτει αυτήν δεινώς. Μάλιστα δε όταν κανείς παραστήσει με λόγον και έργον το πάθος, αυτός κατακρίνεται. τούτο λέγουν οι Πατέρες και περί της κενοδοξίας και περί παντός πάθους
via