Σε αυτό το άρθρο θα δώσουμε στοιχεία από την Πατρολογία του Παπαδόπουλου για τον Ωριγένη. Αφορμή υπήρξε το γεγονός ότι οι ετερόδοξοι (μην έχοντας το χάρισμα της διάκρισης), κατηγορούν την εκκλησία του Χριστού ότι μέσα στους κόλπους της είχε και αιρετικούς ‘’πατέρες’’ των οποίων και υιοθέτησε τις διδασκαλίες.
Όποιος θέλει να δει περισσότερα, μπορεί να τα βρει στον Α τόμο της πατρολογίας του Στ. Παπαδόπουλου, σελίδες 393- 422.
Εμείς θα αναφέρουμε τα επίμαχα αποσπάσματα από την εν λόγω πατρολογία.
Στην γενική θεώρηση, αναφέρεται… «Ο Ωριγένης ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητος και είναι ο γονιμότερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας. Έφερε στο στήθος του το θρησκευτικό πάθος της Ανατολής, την ασίγαστη αναζήτηση του Έλληνα φιλοσόφου, το ενδιαφέρον για κεκρυμμένες αλήθειες του Ιουδαίου και την υπαρξιακή πίστη του Χριστιανού. Οι παράγοντες αυτοί συγκλόνισαν τον μεγαλοφυή Ωριγένη και τον κίνησαν στο μεγαλειώδες έργο του, που παρέμεινε περισσότερο έργο πλάτους και λιγότερο έργο βάθους».
Αναγνωρίζεται στον Ωριγένη, επομένως, πλατειά μόρφωση και ευρύ πνεύμα. Το δε έργο του χαρακτηρίζεται πλατύ (που σημαίνει ότι λόγο των γνώσεων του έγραψε πολλά), αλλά λιγότερο έργου βάθους (που σημαίνει ότι αυτή η γνώση δεν τον οδήγησε πάντα σε βαθειά ορθόδοξη θεολογία).
Ο Ωριγένης, δεν θεωρείτε Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά εκκλησιαστικός συγγραφέας.
Ο Παπαδόπουλος, στον ορισμό του Πατρός και Διδασκάλου, αναφέρει τα εξής… «Πατήρ και Διδάσκαλος είναι ο φορέας της Παραδόσεως της Εκκλησίας, που με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος εκφράζει ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας με σκοπό την αντιμετώπιση κάποιας κρίσεως στην Εκκλησία» (Α Τόμος, σελ. 78).
Η διαφορά δηλαδή ανάμεσα σε έναν εκκλησιαστικό συγγραφέα και σε έναν Πατέρα και Διδάσκαλο, είναι ότι ο Πατέρας και Διδάσκαλος θεολόγησε και συνέβαλε στο να αντιμετωπιστεί κάποια μεγάλη θεολογική κρίση στην Εκκλησία, πάντα με βάση την Αγία Γραφή και την πρότερη Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Ωριγένης, αν και σπουδαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, εντούτοις δεν συνέβαλε στην αντιμετώπιση κάποιας θεολογικής κρίσης. Αλλού ήταν η συνεισφορά του.
Ας δούμε την στάση των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων και Διδασκάλων της εκκλησίας.



Όσοι ήταν κατά του Ωριγένη.



«…τα πρόσωπα που συζητούσαν έντονα το θέμα, δε διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στην διαμόρφωση της πορείας της Παραδόσεως. Έτσι πχ ότι οι αντιωριγενιστές Μεθόδιος Ολύμπου, Διόδωρος Ταρσού, Απολινάριος, Θεόφιλος Αλεξανδρείας και Θεόδωρος Μοψουεστίας δεν ήσαν ακραιφνείς φορείς του πνεύματος της Παραδόσεως, ενώ ο Πέτρος Αλεξ., ο Ευστάθιος, ο Σαλαμίνας Επιφάνιος, ο Αναστάσιος Ρώμης και ο Αντίπατρος Βόστρων δεν ηταν μεγάλοι ή κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας.»

Όσοι ήσαν φανατικοί υποστηρικτές του Ωριγένη.
«Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους φανατικούς υποστηρικτές του Ωριγένη· Ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ευάγριος, ο Δίδυμος, ο Συνέσιος Πτολεμαίδος και ο Σωκράτης δεν είχαν κατά πάντα ορθόδοξο φρόνημα, ενώ ο Πάμφιλος, ο Ρουφίνος, ο Ιωάννης Ιεροσολύμων και ο Παλλάδιος δεν υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι. Επομένως τόσο οι άσπονδοι πολέμιοι, όσο και οι φανατικοί φίλοι του Ωριγένη δεν αποτελούν το μέτρο της ορθοδόξου θεολογίας, ούτε εκφράζουν το γνήσιο κλίμα της Εκκλησίας».
Ούτε οι μεν, ούτε οι δε έπραξαν σωστά. Το σωστό το έπραξαν οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας που διέκριναν το ορθόδοξο από το ανορθόδοξο και αιρετικό στα έργα του Ωριγένη. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθοδοξίας που είναι η ΔΙΑΚΡΙΣΗ, χρησιμοποίησαν οι Διδάσκαλοι.
«Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας (+373), τον Μ. Βασίλειο (+379), τον Γρηγόριο Θεολόγο ( +390), τον Γρηγόριο Νύσσης (+394), τον ιερό Χρυσόστομο (+ 407), και τον Ιλάριο Πικταβίου (+367), τον Αμβρόσιο Μιλάνου (+397) και Βικέντιο Λειρίνου (+ προ 450) στη Δύση. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι αυτοί γνώριζαν καλά και χρησιμοποιούσαν παντοιοτρόπως τον Ωριγένη· και μολονότι είχαν βαθειά συνείδηση των παρεκκλίσεών του, των κακοδοξιών του και των σφαλμάτων του, έκαιε μέσα τους άσβεστη αγάπη γι’ αυτόν…Ο Θεολόγος Γρηγόριος (με την συνεργασία του Μ. Βασιλείου συνέταξε την περίφημη Φιλοκαλία, δηλαδή ανθολογία κειμένων του Ωριγένη…Ωστόσο ο Μ. Βασίλειος γνωρίζει και σημειώνει τις παρεκκλίσεις του Ωριγένη (Περί Αγίου Πνεύματος 29. 73), ο δε Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά σχήματά του, αλλά συχνότατα βρίσκεται στην ανάγκη να τα ορθοδοξοποιήσει . Ο Γρηγόριος Νύσσης επηρεάστηκε περισσότερο από τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά γνωρίζει και καταδικάζει ορισμένες αντιλήψεις του…».

Η πορεία προς την καταδίκη του Ωριγένη.



«Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκαν το 232 δύο συνάξεις (συσκέψεις). Η πρώτη του απαγόρευσε να διδάσκει, η άλλη τον καθήρεσε (είχε γίνει πρεσβύτερος σε ξένη επισκοπή). Την απόφαση αυτή δεν υιοθέτησαν όλες οι Εκκλησίες και όμως η Αλεξάνδρεια δεν επέμεινε, ώστε να διακόψει τις σχέσεις της με όσες Εκκλησίες περιέθαλψαν και τίμησαν τον Ωριγένη. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ήταν ένα είδος προειδοποίησεως· προσέξτε, στο πρόσωπο και το έργο του Ωριγένη διαβλέπουμε κινδύνους… Η πρώτη καταδίκη του προσώπου και του έργου του Ωριγένη έγινε το 400 στην Αλεξάνδρεια» (σημείωση δική μου· είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω, που δεν πρόκειται για πρόσωπα που είχαν πρωτεύοντα ρόλο στην διαμόρφωση της Παραδόσεως).
Το πρόβλημα εντάθηκε τον Ε και ΣΤ αιώνα, όπου πλέον δεν έχουμε μεμονωμένους συγγραφείς υπέρ ή κατά του ωριγενισμού, αλλά πνευματικό κλίμα και θεολογική νοοτροπία που έφερνε σύγχυση στην Εκκλησία. Η εκκλησία έπρεπε γρήγορα να εξαλείψει το πρόβλημα.



«Από την στιγμή αυτή η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη χάριν των μελών της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το οποίο είχε γίνει πρόβλημα ωριγενισμού…η Εκκλησία όφειλε να δείξει την πλάνη του ωριγενισμού, όφειλε να τον καταδικάσει, να τον αναθεματίσει…και επειδή οι καταδικαζόμενες αντιλήψεις ήταν πολλές, επειδή όλες συνδέονταν με το πρόσωπο του Ωριγένη κι επειδή τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούσαν να διακρίνουν μεταξύ Ωριγένη και ωριγενισμού, η Εκκλησία έπρεπε να καταδικάσει ευθέως και σαφώς το πρόσωπο του Ωριγένη. Τούτο έγινε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 543, βάση διατάγματος που με προτροπή θεολόγων είχε συντάξει ο Ιουστινιανός και που καταδίκαζε θέσεις του Ωριγένη και αναθεμάτιζε τον ίδιο προσωπικά. Η Ε Οικουμενική Σύνοδος το 553 περιλαμβάνει τον Ωριγένη στον ενδέκατο αναθεματισμό της μαζί με άλλους αιρετικούς…η ΣΤ Οικουμενική Σύνοδος επαναλαμβάνει την καταδίκη αυτή…όλες οι μεταγενέστερες Σύνοδοι υιοθετούν την καταδίκη».

Όπως βλέπουμε, ο ωριγενισμός είναι αυτός που κατά βάθος καταδικάζεται. Ο Ωριγένης καταδικάστηκε επειδή οι περισσότεροι από τον λαό δεν είχαν την απαραίτητη διάκριση να ξεχωρίσουν το ορθό από το λάθος. Προκειμένου να επέλθει κακό σε αυτούς, καταδίκασαν τον Ωριγένη.

Ουσιαστικά, το ορθό είναι με ΔΙΑΚΡΙΣΗ να ξεχωρίζουμε από τα έργα του το ορθόδοξο από το αιρετικό. Επειδή όμως εμείς ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΚΡΙΣΗ, καλό είναι να καταφεύγουμε σε έργα των Πατέρων που την είχαν, όπως πχ στην Φιλοκαλία του Γρηγορίου Θεολόγου και του Μ. Βασιλείου, που σταχυολόγησαν το τεράστιο έργο του Ωριγένη , και κράτησαν το ωφέλιμο για μας.

«Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ότι θεωρούσαν καλό ή ακίνδυνο (χωρίς να μνημονεύουν τον Ωριγένη) και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του».


via