ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ.





Συλλογή Α'.
Περί των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του ερημίτου παρά το Σόρα.


Θαύμα Α'. Κάποιος άνθρωπος βρισκόταν σε αιχμαλωσία. Του φανερωθή οφθαλμοφανώς ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος, τον διέταξε να φυγή από την αιχμαλωσία στην βασιλεύουσα πόλιν της Μόσχας και του παρήγγειλε: «Όπως με είδες τώρα, έτσι να γράψεις την εικόνα μου και να συνοδεύσεις αυτήν προς την Λευκή Λίμνη, στην περιοχή της μονής του Κυρίλλου, στην σκήτη του Νείλου!». Ό δε άνθρωπος εκείνος, αφού ελευθερώθηκε από τους βαρβάρους, ήλθε στα ίδια και διηγήθηκε στη γυναικά του τα της απελευθερώσεως του και ότι του παρήγγειλε ό Όσιος να γράψει την εικόνα του κατά το είδος του. Δεν έπραξε όμως το διατεταγμένο και πέθανε. Μετά τον θάνατον του ή γυναίκα του θυμήθηκε παρ αυτού ακουσθέντα, δηλαδή ότι ό Όσιος του είχε αναγγείλει περί της εικόνας. Απήλθε λοιπόν στην αγορά και ζήτησε εικονογράφο. Αυτός όμως λόγω αγνοίας της υποθέσεως αυτής της έδωσε τη εικόνα του οσίου Νείλου Στολμπένσκυ και η γυναίκα συνόδευσε τη εικόνα αυτή στη σκήτη του Νείλου ήτις εικόνα εκείτο επί πολλά έτη επί της σορού του.


Στην περιοχή του Νόβγκοροντ ασθένησε στους οφθαλμούς ή κόρη ενός ευγενούς. Αυτός προσευχόταν με τη σύζυγό του στον πανοικτίρμονα Θεό και στη πανάχραντο Μητέρα Του. Κατά δε τον ύπνο φανερώθη ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος στη μητέρα της και διηγήθηκε ποίος είναι και που ευρίσκεται το σώμα του και έδωσε τη υγειά στους οφθαλμούς της κόρης του. Τότε ό ευγενής ανέστη με όλον τον οίκον του και ήλθε στη σκήτη του Νείλου με πολύ πίστη. Και άρχισαν να ψάλλουν Παράκληση οί εκεί μοναχοί, και μετά τη απόλυση της Παρακλήσεως ή μήτηρ της κόρης εκείνης θέλησε να ασπασθεί τη ανωτέρω μνημονευθείσα εικόνα του Νείλου Στολμπένσκυ και μας είπε: «Αυτή ή εικόνα δεν είναι του εδώ Θαυματουργού. Δεν μου έφανερώθη με αυτήν τη μορφή». Τούτο ακούσαμε κατ' αλήθεια από τα χείλη της και δοξάσαμε τον Θεό και τον θεράποντα Του, τον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον Θαυματουργό.


Πάλι ακούσαμε κατ' αλήθεια από κάποιο χωρικό: Κατά διαβολική υποβολή ή γυνή του φαρμακώθηκε από φίδι και σε αυτή τη νόσο υπέφερε πολλά έτη και υπεσχέθη ότι θα πορευθεί στη σκήτη να προσευχηθεί στον όσιο Νείλο. Κατά τη οδοιπορία της αισθάνθηκε μέσα της ένα υπό τη επιδερμίδα έρποντα όφι και άρχισε να τρέχει αίμα και ήλθε στη σκήτη. Προσευχήθηκε στον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον θαυματουργό και έλαβε χώμα από τον τάφον του και ήπιε από το πηγάδι του νερό και έλουσε όλο το σώμα της. Ο όφις εξήλθε νεκρός από τη έξοδο του ύδατος. Ή δε γυνή ήτο έκτοτε υγιής. Ό τούτο γράψας άκουσε τα χείλη των διηγούμενων τα υπό του τελεσθέντα θαύματα.


Και τούτο διηγούμαι εγώ περί του εαυτού μου. Όταν ήλθα για να πολιτεύομαι στη σκήτη πλησίον του Οσίου όταν ήδη παρήλθαν όχι μακρύ δρόμο, φύσηξε μπροστά μου ό άνεμος κατά πρόσωπο και από αυτό άρχισαν οι οφθαλμοί μου να πονούν και ακαίρως να χύνουν δάκρυα. Και όταν έφθασα στη σκήτη, διηγήθηκα στους εκεί μοναχούς τα όσα μου συνέβησαν. Αυτοί δε μου συνέστησαν να λάβω χώμα από τον τάφον του Όσίου και να πλυθώ. Εγώ έπραξα λοιπόν το διατεταγμένο και έγινα υγιής, δι' ευχών του οσίου Πατρός ημών Νείλου.


Και ακόμη μου διηγηθεί κάποιος: «Όταν κινδύνευσα να πνιγώ στη λίμνη, ανεβόησα εκ βάθους καρδίας και ζήτησα τη βοήθεια του οσίου Πατρός Νείλου, και ωσάν βοηθηθείς αοράτος υπό τίνος, ταχέως ελευθερώθηκα από τον καταποντισμό».


Ένας μοναχός ήλθε από μακρινές χώρας και μας διηγήθηκε περί του εαυτού του ότι κατά προαίρεση Θεού ή γλωσσά του δέθηκε. Και αυτός ήρχισε να προσεύχηται στον όσιο Πατέρα ημών Νείλο και υποσχέθηκε ότι θα πορευθεί στην μονήν του. Και πάλιν προσευχήθηκε, και ή γλωσσά του λύθηκε. Περί τούτου ό ίδιος μας μίλησε, και εμείς δοξάσαμε τον Θεό, τον ποιούντα παράδοξα θαύματα δια του θεράποντος Του.


Συλλογή Β
Έκθεση κατά μέρος των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του θαυματουργού.
Μετά τη κοίμηση του οσίου Νείλου του Θαυματουργού ήλθε προς την Λευκή Λίμνη στην μονή του Κυρίλλου ο ευσεβής Τσάρος και Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς (δηλαδή ο Ιβάν Δ ο τρομερός) και τελείσαι στο μοναστήρι του Κυρίλλου Παράκληση. Και είδε τον ερημικό τόπο, ό οποίος προκαλεί σε όλους μελαγχολία και λύπη. Και μετέβη στη σκήτη του Νείλου του Θαυματουργού και έψαλε Παράκλησιν προς ψυχική ωφέλεια, και δόξασε τον Θεόν και θαύμασε το βίον του Θαυματουργού και διέταξε να κτιστή λίθινος ναός. Και κατ' εκείνον τον καιρόν φανερώθη σε αυτόν ο Νείλος ό Θαυματουργός και διέταξε να μη κτίση λίθινη εκκλησία, και να μη γίνει οποιαδήποτε διακόσμηση ούτε στις εκκλησίες, ούτε στα κελιά, εκτός της αναγκαιας χρείας, επειδή προείδε ό Όσιος, ότι έμελλε να συμβεί αρπαγή από κλέφτες. Και έτσι έγινε μέχρι σήμερα. Μετά τη φανέρωση ταύτη ό ευσεβής Τσάρος Ιβάν Βασίλιεβιτς έδωσε στη σκήτη χαριστήριο έγγραφο από τη τσαρική του χείρα, για του οποίου παραχωρούσε μία ρόγα σίτου και μία δωρεά χρημάτων για τη διατροφή των αδελφών. Και το έγγραφο τούτο βρίσκεται μέχρι σήμερον στο σκευοφυλάκιο.


Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού περί της εικόνος του, πως ήρχισε να ιστορείτε μετά τη φανέρωσή του.


Υπήρξε κάποιος αιχμάλωτος εκ του κράτους της Μόσχας, ό οποίος πολλά χρόνια ήταν αιχμάλωτος στη τουρκική γη. Και πολύ προσευχόταν προς τον Θεό και επικαλούσε τους Θεράποντες του Θεού, για να τον ελευθέρωση ό Θεός από τη αιχμαλωσία, και λυπόταν για τον οίκον του, τη γυναίκα και τα τέκνα, επειδή ήταν λίαν πλούσιος, και είχε όχι μικρά λύπη και στενοχωριόταν με μεγάλη θλίψει. Και φανερώθη σε αυτόν τη νύκτα ό Νείλος ό Θαυματουργός και του ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα γράψει τη εικόνα του οσίου Νείλου. «Και θα είσαι εν τω οίκω σου απελευθερωθείς από τη αιχμαλωσία». Και ανεπήδησε ό άνθρωπος εκείνος από ένα λεπτό ύπνο και θέλησε να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση του πρακτέου, άλλ' ό Όσιος μετεβλήθη σε φως μέγα.


Ο άνθρωπος Αυτός ευρέθη σε μεγάλη εφορία και διελογίσθη στον εαυτόν του: «Ποίος είναι ό όσιος Νείλος, δεν γνωρίζω, και δεν άκουσα που βρίσκεται. Και μετά τη σκέψη αυτή άρχισε να προσεύχεται και να επικαλείται τη βοήθεια του Νείλου του Θαυματουργού και υποσχέθηκε ότι θα εκτέλεση το διατεταγμένο σε αυτόν. «Δεν γνωρίζω ποία εικόνα να γράψω και σε ποία περιοχή να τη στείλω». Και έκλαψε πικρώς εκ βάθους της καρδίας του, πώς θα μπορούσε να ελευθερωθεί από τη αιχμαλωσία των ειδωλολατρών (510)• Και την άλλη νύκτα εφάνη σε αυτόν πάλιν ό Όσιος και είπε «Στη περιοχή της Λευκής Λίμνης, είμαι ό Νείλος του Σόρα, από το μοναστήρι του Κυρίλλου 12 βέρστια». Και αναπήδησε ταχέως από τη κλίνη, θέλησε ό άνθρωπος Αυτός να δη τον Όσιο οφθαλμοφανώς και να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση λεπτομερώς —και έγινε φως μέγα και ευωδιά ουκ λίγη, όπως και τη πρώτη φοράν.


Και άρχισε ό άνθρωπος Αυτός να κράζει με μεγάλη φωνή και είπε: «Κύριε ό Θεός μου, αληθώς μου έστειλες εις βοήθειαν τον Όσιων Σου». Και έκλαυσε και όλη τη νύκτα παρέμεινε άγρυπνος και εβόησε λέγων «Κατά ποια ομοίωσιν να γράψω τη εικόνα; Διότι δεν είδον το πρόσωπον σου αισθητώς». Και έπειτα του ρφανερώθη δια τρίτη φοράν ό Όσιος και του προσέφερε ένα σχέδιο της εικόνος επί φύλλου χάρτου και το κατέθεσε στο προσκέφαλό του και του είπε «Άνθρωπε του Θεού, λάβε τούτο το φύλλο και πορεύου στη ρωσική γη!». Αυτός δε ανέστη ταχέως και εύρε παρά το προσκέφαλό του το φύλλο με το σχεδιάγραμμα και ή καρδία του χάρηκε χαρά ανεκλάλητη και ευχαρίστησε , τον Θεό για το μεγάλο θαύμα πως ο Θεός δοξάζει τον Θεράποντα Του. Και ήρχισε να σκέφτεται πως θα ήταν δυνατό να αναχωρήσει ελπίζοντας στο Θεό και στον Θεράποντα του Νείλο τον Θαυματουργό.


Πλην δεν γνώριζε πώς να αναχωρήσει, πώς να διέλθει τη στέπα. Και έπειτα άρχισε να προσεύχηται στον Θεό και εις τον Θεράποντα του Θεού με δάκρυα και στεναγμούς εξ όλης της καρδίας του, πώς να γνωρίσει τον δρόμο και να διαφυλαχθεί από τη τιμωρία των απίστων. Και εν εκείνη τη ώρα άκουσε μίαν φωνή «Άνθρωπε, άπελθε τη νύκτα στη στέπα και θα είναι έμπροσθεν σου αστέρι φωτίζων, και πορεύου όπισθεν του και θα διαφυλαχθείς από τους άθεους Αγαρηνούς!». Και άκουσε εκείνος ό φιλόθεος άνθρωπος τη φωνή αυτή και ενισχύθηκε και πείσθηκε. Και απήλθε τη νύκτα εστη στέπα και του φάνηκε ένας φωτεινό αστέρι , το οποίο πορεύετο μπροστά του. Και αυτός ακολούθησε όπισθεν και αδιαλείπτως επικαλείτο τον Θεό και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Με δύναμιν και παρρησία πορεύετο δια μέσου της άγνωστου στέπας, συναποκομίσας λίγη τροφή για την ανάγκη.


Και έγινε ημέρα και ιδού οι άθεοι Αγαρηνοί έφιπποι ταχέως κατέφθασαν με τους σκύλους τα ίχνη του στη στέπα. Και είδε εκείνος ό άνθρωπος πίσω του τη των αθλίων βαρβάρων καταδίωξη και ότι με γυμνά ξίφη έτρεχαν πίσω του, θέλοντας να τον κατακόψουν. Αυτός δε από τον φόβο και τον τρόμο του έπεσε κάτω στη γην και έκλαψε πικρώς και μετανόησε ενώπιον του Θεού για τάς αμαρτίας του και συνεχωρήθη με όλους τους ορθοδόξους Χριστιανούς, απελπισθείς για τη ζωή του. Και είδε ό Κύριος τον μετανοήσαντα και τον σκέπασε με τη αόρατο δύναμη Του, και υπερπήδησαν αυτόν οι ίπποι και οι σκύλοι των και καθόλου δεν τον έβλαψαν, και εβόησαν εκείνοι οι άθλιοι ό ένας προς τον άλλον λέγοντες• «Πώς τον είδομε και δεν γνωρίζομε που εκρύβη αφ' ημών;». Και πολύ τον ανεζήτησαν και δεν τον βρήκαν και επέστρεψαν οπίσω. Όταν δε ό ανήρ εκείνος είδε ότι επέστρεψαν, ανέστη από τη γήν, περιέβλεψε όλα από εδώ και από εκεί και δεν είδε κανένα.


Και μεγάλως ευχαρίστησε τον ύψιστο Θεό και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό, χάρηκε και λούσθηκε με πολλά δάκρια για τη λύτρωση του από τον άδικο θάνατο. Και πορεύθηκε στη όδόν του χαίρων. Ημέραν και νύχτα-πορεύθηκε και δεν έδωσε ανάπαυση στον εαυτόν διαβαίνω την στέπα, και έφθασε σε κάποιο ποταμό. Ό δε ποταμός Αυτός ήταν λίαν βαθύς και ταχύς άλλ' όχι παρά πολύ πλατύς, και δια μέσου του ουδαμού υπήρχε πορθμείο, ή πόρος, και αυτός ρέει δια μέσου όλης της στέπας μέχρι της θαλάσσης. Και εκείνοι οι άθεοι βάρβαροι γνώριζαν εκείνον τον ποταμόν, ότι κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει πέραν τούτου, και κατεδίωξαν τα ίχνη του μέχρι του πόταμου τούτου. Δεν υπήρχε τόπος εκεί να κρύβει, και εκείνοι όρμισαν ταχέως και ανέσπασαν τα ξίφη των δια να τον κατακόψουν. Και αυτός είδε ότι εν τέλει ήδη έπεσε στις χείρας των, αλλά δεν ήθελε να παραδοθεί στας ύπ' αυτών βασάνους και τον υπ' αυτών πικρό θάνατον, και σημειώθηκε με το σημείο του σταυρού και ερρίφθη εις τον ποταμόν. Και το ύδωρ τον μετέφερε ταχέως ως πτηνό. Αυτός δε εκείτο επάνω εις το ύδωρ πλέων με το ρεύμα του πόταμου ωσάν να βρίσκετε επάνω σε σανίδα. Και εκείνοι οι κακοί άνθρωποι άρχισαν από τη όχθη να τοξεύουν επάνω του, αλλά με κανένα τρόπον και με κανένα μέσον δεν μπορούσαν να τον βλάψουν, και ούτως σώθηκε Χάριτι Θεού και πρεσβείαις του Νείλου του Θαυματουργού. Και εκείνοι οι άθεοι Αγαρηνοί τον ανεζήτησαν μακρύτερα, πλησίον του πόταμου και νόμισαν ότι ήδη πνίγηκε, και επέστρεψαν στα ίδια. Εκείνο δε τον άνθρωπον έφερε το ρεύμα , του ποταμού επί πολύ ώρα και μετέφερε στη άλλη όχθη πόταμου. Ιδών δε ότι ευρέθη πλησίον της όχθης κρατήθηκε και εξήλθε στη ξηρά, και μεγάλως σε τον Θεόν και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Και πορεύετο χωρίς φόβο ημέρα νύκτα ανεπιστρεπτί, και ετρέφετο από βότανα και της στέπας. Και έφθασε μέχρι των πόλεων της Ρωσίας και διηγήθηκε σε όλους τα περί εαυτού, και σαν εις αυτόν από τόπον εις τόπον άμαξας και συνοδού Και εισήλθε στη Μόσχα σώος και αβλαβής, αν και είχε υποφέρει πολλά παθήματα και θλίψεις και ανάγκες. Και έφθασε στον οίκον του, όμως δεν εισήλθε άλλ' απήλθε ταχέως προς τον εικονογράφο και του έδωσε το φύλλο με το σχέδιο του Νείλου του Θαυματουργού και παρήγγειλε να γράψει τη εικόνα του Όπως ήταν σχεδιασμένη επί του φύλλου και ποίον να είναι το μήκος και το πλάτος της σανιδάς και έπειτα εισήλθε στον οίκο του, χαίρων κατά τη ψυχή και πνευματικός αγαλλόμενος κατά τη καρδία. Και συνεκάλεσε ιερά σύναξη και τέλεσε Παρακλητικό Κανόνα και διέταξε να παρατεθεί μεγάλη τράπεζα και συγκέντρωσε πολλούς πτωχούς και φιλοξένησε πάντας με βρώση και πόση και ελεημοσύνη. Και ήταν χαρά μεγάλη στον οίκω του. Και διηγηθεί σε όλους περί των συμβάντων του, πώς εξήλθε από τη αιχμαλωσία, και οι ακούσαντες αυτά έλεγαν πάντες το «Κύριε ελέησον» και μεγάλως θαύμασαν τούτο το θαύμα. Ό δε εικονογράφος έγραψε τη εικόνα του οσίου Νείλου του Θαυματουργού και τη έφερε εις τούτον τον φιλόθεον. Αυτός δε έλαβε με πολύν ζήλο και φόβον τη εικόνα του αγίου Νείλου και τη περιέλουσε με δάκρυα και χαρά ότι ό Θεός τον αξίωσε να δει την εικόνα του Θεράποντος του Θεού Νείλου του Θαυματουργού. Ό άνθρωπος εκείνος χάρισε στον εικονογράφο παντός είδους δώρα και τον απέλυσαν στον οίκον του. Και μετά από αυτά τέλεσε μεγάλη πανήγυρη και εόρτασε τη εορτή του Νείλου του Θαυματουργού και έψαλε Παρακλητικό Κανόνα. Τη δε εικόνα συνόδευσε στη σκήτη του Νείλου και τη απέστειλε με τους δούλους Με παντός είδους αφιερώματα δια τας ανάγκες της εκκλησίας. Και την προσκόμισε και τη κατέθεσε στο τάφο του οσίου Νείλου του Θαυματουργού, όπου και σήμερον κείται ή εικόνα αυτή επί της σωρού του και δίδει ίαση στους με πίστη προσερχόμενους. Και από την αγία εικόνα αυτή γίνονται και μέχρι τώρα πολλά θαύματα. Και εμείς οί αμαρτωλοί μοναχοί του ερημητηρίου τούτου είδαμε πολλά θαύματα και δοξάζομε τη Αγίαν Τριάδα, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού, πώς ελευθέρωσε ένα νεαρό από ακάθαρτα πνεύματα.


Υπήρχε κάποτε στη σκήτη του Νείλου ένας Ιερομόναχος ονόματι Αδάμ, και με αυτό ζούσε ό γιο του, ό νεαρός Μιχαήλ. Και αυτός ό ιερομόναχος τον έστειλε προς τον προσμονάριο για μίαν ανάγκη της εκκλησίας. Αυτός δε απήλθε. Ήταν ακόμη νέος Όταν ήλθε στην σκήτη. Και όταν έφθασε στον προσμονάριο, ιδού, έξαφνα ήλθε προς αυτόν κάποιος άγριος άνθρωπος και τον άρπαξε ως δια μέσου ανέμου και τον μετέφερε σε αδιάβατους λόχμες και δάση και τον έφερε εντός της κατοικίας του, σε μέγα καταγώγιο, και τον κατέθεσε εν μέσω της Καλύβης εκείνης απέναντι του παραθύρου. Και εδώ ό γέρων, ό οποίος έφερε τον νεαρό εδώ, είπε στη γυναίκα•«Τρέφετε αυτόν!». Και του προσέφεραν παντός είδους μαγικά βοτάνια από τη έρημο, και τον ανάγκασαν να φάγει και να πιει. Άλλ' αυτός, δεν γεύθηκε τίποτε και ύστατο ακίνητος στον ίδιο τόπο, όπου στάθηκε, μόνο έκλεγε και θρηνούσε πικρώς. Ό Ιερομόναχος εκείνος αμέσως ανεζήτησε τον γιο του και ρώτησε όλους στην σκήτη. Μετά από λίγο τον ανεζήτησε και πανταχού στους γύρω τόπους αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Και επέστρεψε στην σκήτη και συνεκάλεσε τους αδελφούς του της σκήτης εκείνης και εισήλθε με όλους στον παρεκκλήσιο, το όποια βρίσκεται όχι μακριά απ' αυτούς στο δάσος, όπου υπάρχει ή θαυματουργός εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας, και άρχισαν να ψάλλουν τον Παρακλητικό Κανόνα και με δάκρυα να επικαλούνται τη βοήθεια του οσίου Νείλου του Θαυματουργού. Και εν εκείνη τη ώρα ήλθε ό όσιος Νείλος προς τον νεανία στη βοήθεια και στάθηκε προ του καταγωγίου εκείνου, όπου ό νεαρός ύστατο απέναντι του παραθύρου και κτύπησε με τη ράβδο του στο παράθυρο, και σείστηκε το καταγώγιο εκείνο, και όλα τα ακάθαρτα πνεύματα έπεσαν κάτω στην γήν. Ό νεαρός όμως ύστατο και έκλαιε, και είδε τον Νείλο τον Θαυματουργό, όπως στάθηκε προ του παραθύρου και είπε «Ω άθλια και ακάθαρτα πνεύματα! Δια τι επιτίθεστε στην σκήτη μου; Επιστρέψατε τον παίδα τούτο στην σκήτη μου, όπου τον αρπάζατε, και καταθέσατε τον στον ίδιον τόπον!». Και ταύτα είπεν ό Άγιος και έγινε άφαντος. Και άρχισαν τα ακάθαρτα πνεύματα να κραυγάζουν μεταξύ των «Ουαί εις ημάς τους απολυμένους! Λάβε ταχέως και επιστρέψω τον νέον εκεί όπου τον ήρπασας». Ό δε άγριος εκείνος κράτησε τον νεαρό και τον μετέφερε στην σκήτη ωσάν δια μέσου ανέμου, και τον έφερε μέχρι του μύλου της σκήτης Και δεν τόλμησε να τον φέρει εντός της σκήτης, και τον άφησε επάνω στον αχυρώνα και έγιναν άφαντος. Ό νεανίας ήρχισε να κραυγάζει επάνω στον αχυρώνα και κατά τη ιδίαν ώρα ήλθαν ό ιερομόναχος και οι αδελφοί από το παρεκκλήσιο μετά τον Παρακλητικό Κανόνα και άκουσαν τον παίδι να φωνασκεί στην έρημο και ακολούθησαν τη φωνή και είδαν τον νεαρό ότι ύστατο επάνω στον αχυρώνα. Και δόξασαν τον Θεό και τον Θεράποντα του Θεού Νείλο τον Θαυματουργό, και άρχισαν να ρωτάν τον παίδι. Ό δε νεαρός διηγηθεί σε αυτούς όλα όσα , του συνέβησαν ότι είδε και άκουσε. Και απ' αυτόν τον καιρό ο νεαρός κατεβλήθη πολύ, ωσάν να ήταν έξω φρενών. Ο δε ιερομόναχος από τον φόβο αυτό απήλθε από τη σκήτη με το γιο του.


Εμείς δε οι αμαρτωλοί μοναχοί της σκήτης εκείνης είδαμε και ακούσαμε αυτά λεπτομερώς από τον νεαρό εκείνον και έγράψα λίγο από τα πολλά σε ανάμνηση για τους αδελφούς μας προς ωφέλεια των αγαπώντων τον Θεόν και δοξαζόντων την Αγίαν Τριάδα πατέρα Υίον και Αγιον Πνεύμα νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
via