ΛΟΓΟΣ Θ'

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ





Όταν Ο Κύριος μας αξιώσει με την Χάριν του να εύρωμεν δάκρυα και να κλαύσωμεν ή να προσευχηθώμεν καθαρώς, τότε πρέπει παντοιοτρόπως να φυλαττώμεθα από το πνεύμα της οργής και τους λοιπούς απρεπείς λογισμούς.

Διότι ό εχθρός θα επιδιώξει τότε είτε με εσωτερικούς λογισμούς να μας συγχέει, είτε θα μηχανευθεί να επαγάγει έξωθεν ταραχή και πόλεμο, προσπαθών να καταστήσει την εργασία ημών επίμεμπτον, όπως λέγει ό της Κλίμακος· «Όταν προσευχηθείς νηφάλιος, θα πολεμηθείς ταχέως εις οργή, διότι τούτο είναι ό σκοπός των εχθρών ημών. Όθεν, —λέγει—, ας εργαζώμεθα πάσαν αρετή, μάλιστα δε την προσευχή, πάντοτε με πολλή αίσθησιν». Ωσαύτως πρέπει και μετά την προσευχή να σπουδάζωμεν να είμεθα ισχυρότεροι του θυμού και της οργής και των λοιπών ψυχοφθόρων παθών, διότι διδάσκει ότι «ή αοργησία των αρχαρίων είναι συνδεδεμένη με τα δάκρυα ωσάν δια τίνος χαλινού και όταν χαλαρώσωμεν τον χαλινόν και δεν κυβερνήσωμεν καλώς, ευθύς θα ατακτήσει».

Ούτω λέγει και ό Νείλος ό Ασκητής· «Λίαν φθονεί ό δαίμων άνθρωπον προσευχόμενον και με πάσαν μηχανουργίαν επιδιώκει να εμποδίσει τον σκοπόν του. Δεν παύει λοιπόν να κινεί τα νοήματα των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και να αναμοχλεύει όλα τα πάθη δια μέσου της σαρκός, δια να δυνηθεί να εμποδίσει τον καλόν αυτού δρόμο και την προς Θεόν εκδημία». Όταν όμως ό πονηρότατος δαίμων, άφ' ου έπραξε πολλά, δεν δυνηθεί να εμποδίσει την προσευχή του προθύμου, τότε ολίγον χαλαρώνει και μετέπειτα τον εκδικείται άφ' ου τελειώσει την προσευχή είτε τον εξάπτει εις οργή και αφανίζει την εκ της ευχής εν αυτώ γενόμενη καλήν κατάστασιν, είτε τον ερεθίζει προς αλογόν τίνα ηδονή και υβρίζει τον νουν του.

«Δια τούτο, —λέγει—, άφ' ου προσηυχήθης όπως πρέπει, προσδοκεί τα μη πρέποντα και στήθι ανδρείως, φυλάττω την σάρκα σου· διότι εις τούτο εξ αρχής ετάχθης, εις το «εργάζεσθαι και φυλάττειν», δια να μη αφήσεις εργαζόμενος μεν, το πόνημά σου αφύλακτο, ειδεμή δεν θα ωφεληθείς καθ' όλου προσευχόμενος».

Και τούτο λοιπόν ανέφερε ό άγιος ούτος εκ των Παλαιών Γραφών, το «εργάζεσθαι και φυλάττειν». Διότι ή Γραφή λέγει, ότι «έπλασε ό Θεός τον Αδάμ και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής εις το εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν τον παράδεισον».

Και εδώ ονόμασε την μεν εργασίαν του παραδείσου προσευχή, την δε φυλακήν μετά την προσευχή τήρησιν εκ των απρεπών λογισμών.

Και Όταν μας επισκεφθεί λοιπόν ό Κύριος εις τα τοιαύτα, ας φυλασσώμεθα παντοιοτρόπως από τους απρεπείς λογισμούς, μάλλον δε από τους τοιούτους λόγους και τα έργα και ας τηρώμεν τότε ακριβώς τας αισθήσεις, δια να μη ανακινηθεί εκ τούτων πόλεμος εναντίον ημών. Εάν όμως από την βίαν των ή ψυχή εμπέσει εις τους λογισμούς, πρέπει ευθύς να καταφύγωμεν με την ευχή προς τον Ποιήσαντα αυτήν και Εκείνος θα καταστείλει ταύτα πάντα.

Δεν υπάρχει εργασία καλύτερα και πλέον αμέριμνος ταύτης και Ούτω Θεού ενισχύοντας θα φυλάξωμεν τας ψυχάς ημών εν τω φόβω αυτού, μη αφήνοντες τον νουν να διαχυθεί από λογισμούς αδυναμίας, ούτε ματαία χαρά να τον αρπάσει και ή ψυχή να απολέσει την απόκτησιν της κατανύξεως δια την αστάθεια του αδυνάτου λογισμού.

Αλλά και μετά τα δάκρυα και την προσευχή πρέπει να φυλάσσωμεν τον εαυτόν μας εν τω αυτώ φρονήματι.
via