ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Ως τελευταίος αδελφός υμών κατά το Σχήμα ποιώ ευχή προς τον εν Χριστώ αδελφόν, επειδή με ηνάγκασας λόγω της υποχρεώσεως μου να σου γράψω και να σου στείλω επιστολήν, γνωστοποιων εις το γράμμα μου κατά την υπόσχεσιν ημών την προς σε πίστιν και άγάπην μου. Και δεν υπομένω, αγαπητέ μου, να φυλάξω το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων και μωρός δια την ωφέλειαν των αδελφών. Επειδή αύτη είναι ή αληθινή αγάπη, ήτις δεν δύναται να κρυβή εν τινι μυστηρίω από τους αγαπητούς της.
Οτε ήρχισα να σου γράφω, μου έμεινεν πολλάκις ο χάρτης λευκός και δεν υπέφερα να εκτείνω την πολυαμάρτητον δεξιάν μου χωρίς εγκάρδιους σταγόνας δακρύων, ενθυμούμενος την προς σε εύσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού ότι σε εξήγαγε εκ γης Αιγύπτου και σε ωδήγησεν εις γήν Ισραήλ, και σε έκαμε να γνωρίσης Αυτόν ως τον μόνον Θεόν ημών, τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκι ελθόντα. Και το βάπτισμα Του εβαπτίσθης. Και μετά τούτο ηξιώθης του αγγελικού Σχήματος ώστε να βάλις αρχήν του μοναχικού επαγγέλματος εις το πενιχρόν ημών κελλύδριον. Μετά ταύτα δε, αδελφέ, - συγχέομαι την ψυχήν, ταράττομαι την συνείδησιν, σπαράττομαι τα σπλάγχνα μου, ενθυμούμενος τάς εκ νεότητας σου θλίψεις και τας ταλαιπωρίας και την αιχμαλωσία και την απαγωγή σου από την χωράν και το γένος και την πατρίδα σου εις χωράν ξένη και άγνωστων, όπου ή γλώσσα σου είναι ακατάληπτος και κατοικεί ένα γένος άγνωστων. Έτι δε ενθυμούμαι ότι είσαι τέκνον προκρίτων κατά την λαμπρότητα του αξιώματος γονέων και ότι Ο Κύριος σε λύτρωσε μετά ταύτα από πολλούς και διαφόρους θανάτους, και από πυρ και από μάχαιραν και από ύδωρ - και μάλιστα συ ό ιδίως ταύτα δεν αγνοείς. Με αυτά σε ωδήγησεν εις μετάνοιαν Και εις έπίγνωσιν της αληθινής θεογνωσίας. Έπειτα δε ό αγαπών και ελεών ημάς Κύριος επήγαγε δια τάς αμαρτίας ημών πειρασμούς και θλίψεις και εξορίας καθ' ημών, θέλων να μας σοφίση με τούτους τους πειρασμούς. Και δια τούτο πάλιν χαίρω, ότι μας ηγάπησεν ό Κύριος, μη θέλων να μας βασανίση εις εκείνον τον μέλλοντα αιώνα, άλλ' εδώ παραχωρεί να θλιβώμεθα προς εξιλασμό των αμαρτιών ημών.
Και δια τούτο προάγομαι να γράφω προς την αγάπη σου από τάς Θείας Γραφάς, ότι ό Κύριος επάγει τάς θλίψεις ταύτας κατά των άγαπώντων Αυτόν και δυναμένων δι' Αυτόν να υποφέρουν πάντα τα δεινά, και ότι κατά , τον Απόστολο ό Κύριος ουδαμώς αφήνει να πειρασθώμεν υπέρ την δύναμιν εν τοις τοιούτοις πειρασμοίς, οίτινες επάγονται καθ' ημών. Και εάν παραχώρηση αυτούς, είναι προς ωφέλειαν, προς εμπειρίαν ημών. Και δια τάς αμαρτίας ημών όφείλομεν να ύπομένωμεν πάντα τα δεινά ταύτα, Και αλλά ακόμη, και άλλα επί πλέον. Και ότι οί προ ημών ζήσαντες και πάντες οί Άγιοι από των παλαιών χρόνων, οί προφήται και απόστολοι και μάρτυρες έσφαζοντο και σώζονται με θλίψεις και ταλαιπωρίας και στενοχώριας. Και ας ένθυμηθώμεν πρώτον τον δίκαιον Ιώβ. Μήπως δεν κατηράσθη την ήμέραν, κατά την οποίαν έγεννήθη; Ούτω και ό Ιερεμίας ό προφήτης είπεν «Ινάτι εδειξάς μοι κόπους και πόνους;». Ούτως έπασχον πάντες οί δίκαιοι. ταύτα δε εκφράζουν οί Άγιοι, δια να συνηθίσεις και συ κατά το παρ«Ουαί μοι, μήτερ μου, δια τι με ετεκες; Επικατάρατος ή εν ή ετέχθη». Και ό Μωυσής, ό μέγας νομοδότης του Θεού, είπε• «Κύριε, ει εύρηκα χάριν παρά σοι, απόκτεινόν με αναιρέσει», «ότι ου δυνήσομαι εγώ μόνος φέρειν το βάρος του λαού τούτου». «"Έτι μικρόν Και καταλιθοβολήσουσί με». Ό δε προφήτης Αββακούμ είπε «Ινατί έδειξας μοι κόπους και πόνους;». Ούτος έπασχον πάντες οι δίκαιοι. Ταύτα δε εκφράζουν οι Άγιοι δια να συνηθίσης και συ κατά το παράδειγμα των, διότι οί Άγιοι διήλθον τον βίον όχι τρυφώντες, αλλά μυριάκις δεινοπαθούντες. Άραγε ό δίκαιος Δαυίδ δεν υπέφερε πάσας τάς ημέρας της ζωής του διωκόμενος και στερούμενος της τροφής Και δεν ανέμεινε πασαν ώραν επί γης αλλότριας τον θάνατον παρά του Σαούλ; Μήπως ό δίκαιος Αβραάμ δεν υπέφερε εν ξένη και αλλοεθνή και βαρβαρική χώρα και δια την γυναικά του, ή οποία εκεί αφηρέθη άπ' αυτόν; Ούτω και ό υιός του Ισαάκ και ό εγγονός του Ιακώβ. Ό δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μήπως δεν προσηλώθη εις τον σταυρόν, δεν διετρήθη από λόγχην, δεν ερραπίσθη εις τάς σιαγόνας; Και μετά των ανόμων ελογίσθη υπό των άθεων Ιουδαίων. ταύτα δε πάντα επαθεν ό Κύριος δια την σωτηρίαν ημών, «δια να μας ελευθέρωση από την κατάραν». Ό δε επίγειος άγγελος, ό Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, μήπως δεν κάθισε εν τη φυλακή, μήπως δεν απέτεμον την κεφαλήν του με ξίφος και δεν προσεφέρθη αυτή από αισχράς χείρας επί πινακίου εν μέσω των αισχρών συμποσιαστών; Ω Ιερά και θεόπτις και φωτόπτις κεφαλή, ερημικόν θρέμμα εκ σπάργανων! Ωσαύτως και ό προφήτης Ηλίας πολλά παθών ανελήφθη επί πύρινου άρματος εις τον ούρανόν. Περί δε των Αποστόλων και των αγίων Μαρτύρων και οσίων ημών Πατέρων και τι να γράψω; Ούτοι πάντες υπέμειναν πολλούς και διαφόρους θανάτους και βασάνους και σφαγάς και στενοχώριας δια την βασιλείαν των ουρανών. Και ούτοι πάντες εκήρυξαν το όνομα του Χριστού εις ξένας χώρας και μεταξύ αλλοεθνών και θηριομόρφω βαρβάρων. Οί μεν εσταυρώθησαν ύπ' αυτών, οι δε διετρήθησαν με λόγχας, άλλοι παρεδόθησαν εις το πυρ και εις το ξίφος, άλλοι εβυθίσθησαν με λίθους βαρυνόμενοι εις την θάλασσαν, και έτεροι ερρίφθησαν προς βρώσιν εις τα θηρία. Και τι να απαριθμήσω τα πολλά; Και συ ό ίδιος μήπως αγνοείς τάς κακοπαθείας και τάς θλίψεις τούτων; Και ό Ιωσήφ ό Πάγκαλος, ό υιός του δικαιου Ισραήλ και Ιακώβ και το ηγαπημένον τέκνον της άγιας Ραχήλ, μήπως δεν επωλήθη υπό των αδελφών εις την Αίγυπτον και υπέφερε και εδούλευε εν ξένη γη εις τον κύριων του Πετεφρήν; Προς τούτοις σου προσθέτω μίαν διήγησιν πλήρη φόβου και τρόμου, λέγω του μεγαλορρήμονος προφήτου Ήσαΐου: το άθεον γένος των Εβραίων διέκοψεν αυτόν με πρίονα ξύλου εις την κοιλίαν και τα μέλη κατά το ήμισυ. Και ως άψυχον ξύλον εμπαίζοντας, παρέδωσαν αυτόν εις τον θάνατον.
Ούτοι πάντες έπαθον υπό απίστων βαρβάρων εις ξένας χώρας δια το όνομα του Χριστού. Σε δε, αδελφέ μου, προεγνώρισεν ό παντογνώστης οφθαλμός, ό Κύριος και Θεός, προ της συλλήψεως σο και σε ηγάπησε περισσότερον πάντων, αιχμαλωτίσας σε από τα μητρικά σπλάγχνα και εξαρπάσας σε από το στόμα του αδου, από την χωράν και την πίστιν σου, και σε ώδήγησεν εις χωράν, την οποίαν δεν έπεθύμησας και δεν ήλπισας, και σε σημείωσε δια του βαπτίσματος με την σφραγίδα Του την βασιλική εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και σε εστόλισεν ωσάν με στέφανον με το αγγελικόν Σχήμα, άφ' ου σε ωδήγησεν προς ημάς εις την ακατοίκητων έρημο, επειδή έπεθύμησας να υπομένεις πάσας τάς θλίψεις, και ανάγκας και στενοχώριας δια το όνομα του Χριστού. Και παρεχώρησεν εναντίον ημών τοιαύτας θλίψεις ό αγαπών ημάς Κτίστης ημών. «Όν γαρ αγαπά ό Κύριος, παιδεύει». Και όταν μας συμβαίνουν θλίψει υπέρ την φύσιν, ευφραινόμενοι από την ελπίδα των μελλόντων αγαθών θα ενισχύσωμεν αλλήλους, βλέποντες προς πάντα τα αγία παραδείγματα ταύτα και τους βίους και τους άθλους των προγενεστέρων ημών, πώς υπέμειναν πάσχοντες δια τον Κύριόν και εξέχεαν το αίμα των. Και εάν οι Άγιοι και δίκαιοι, επί των οποίων ανεπαύετο και ενήργει το Αγιον Πνεύμα, έπαθον ούτω -διότι είναι αδύνατον να απαριθμήσωμεν και να καταγράψωμεν τα θαύματα και τα σημεία των - πόσο μάλλον πρέπει ημείς να πάσχωμεν δια τάς αναρίθμητους αμαρτίας ημών, και να μη ολιγωρώμεν, άλλα να ενισχύσωμεν αλλήλους, παροξύνοντες αλλήλους προς αγώνας. Οί Άγιοι έπαθον όμως δια την αγάπη του Χριστού, ημείς δε πάσχομεν δια τάς αμαρτίας ημών. Όθεν, αγαπητέ, ας ένθυμηθώμεν ενώπιον του Κτιστού ημών τάς εκ νεότητος ανομίας ημών, πώς παρωργίσαμεν Αυτόν, πώς παρεπικράναμεν Αυτόν, πώς παρέβημεν τάς ζωοποιούς έντολάς Του, πώς μακροθυμεί έφ' ημάς, αναμένων την μετάνοιαν ημών και την επιστροφή από τον κακόν δρόμο. Και μνημονεύοντες του τοσούτου ελέους και της αναρίθμητου ευσπλαχνίας του Θεού ημών, ας θερμάνωμεν την συνείδησιν ημών και ας εκχέωμεν δάκρυα και στεναγμούς και τα λοιπά. Από τώρα με ολην την δύναμιν ας αμελώμεν το σώμα και ας παραδώσωμεν τάς ψυχάς και τα σώματα ημών εις τον Θεόν. Και με το όνομα του Κυρίου ας εισέλθωμεν εις τον αγώνα των δοκιμασιών. Και με πάντα τα μέλη ημών ας κολυμβήσωμεν δια μέσου αυτών, και τους οφθαλμούς ημών ας πληρώσωμεν με δάκρυα πνευματικά, και οι στεναγμοί της καρδίας ας συγκατακλίνουν και ας συνεγείρονται μεθ' ημών. Και ας μη αποχωρήση άφ' ημών ό φυλάττων ημάς άγγελος. Δι' αυτού αποδιώκει ό Θεός το θράσος των θλιβόντων από τους ανθρώπους, ώστε εκείνοι να μη έχουν την άνεσιν να προσεγγίσουν αυτούς, επειδή ό εχθρός παραλύει όταν βλέπη τον φυλάσσοντα και συντηρούντα αυτούς. τούτο δε κάμνει ό Θεός εις τους αγαπώντας Αυτόν, οί όποιοι παρέδωσαν τον εαυτόν των με μέγαν ζήλον εις τον θάνατον και δεν έδωσαν τα νώτα των εις τους εχθρούς. Ιδού λοιπόν, ως φιλότεκνος πατήρ ενισχύων την ολιγοψυχίαν και την αστάθειαν ημών εις τον αγώνα προς τούτους τους δεινότατους άθλους και πειρασμούς, είπεν ό Ισαάκ ό Σύρος τα εξής• «Να εχωμεν λοιπόν εν ταίς ψυχαίς ημών ζήλο κατά του διαβόλου και των υπηρετών του, όποιον είχον οί Μακκαβαίοι και οί άγιοι προφήται και οί απόστολοι και οί μάρτυρες και οί όσιοι και οί δίκαιοι πάντες, οίτινες υπέμειναν πάθη φοβερά και πειρασμούς χαλεπωτάτους. Επέμειναν εις την δικαιοσύνην των και δεν εξεφοβίσθησαν από τα φόβητρα τα περικυκλούντα ομού με τάς ψυχάς των και τα σώματα, άλλ' νικήσαν αυτά ανδρείως και απέρριψαν τάς κολακείας των και τάς διαστροφάς όπισθεν του εαυτού των. Και πρέπει να εχωμεν προ οφθαλμών τα διηγήματα και τους γραπτούς βίους των ως έμψυχους και ζώσας εικόνας»,πώς υπέφεραν και παρέμειναν ακλόνητοι εις τάς κολακείας των κακοφρόνων ανθρώπων, αλλά με χαράν και προθυμίαν εισήλθον εις τον αγώνα των πειρασμών και θλίψεων. «Διότι άνευ πειρασμών ή πρόνοια του Θεού δεν φανερώνεται εις τον άνθρωπον, και ούτος δεν δύναται να απόκτηση την παρρησίαν προς τον Θεόν, και δεν δύναται να έκμάθη την σοφίαν του Πνεύματος, και ή αγάπη του Θεού να στερεωθή εν τη ψυχή του είναι απαράδεκτον. Διότι προ της θλίψεως ό άνθρωπος προσεύχεται ως κάποιος ξένος προς τον Θεόν. όταν όμως είσέλθη εις την δοκιμασίαν δια την αγάπη Αυτού, και έφ' όσον δεν υποστεί αλλοίωσιν, τότε είναι ως κάποιος, όστις έχει τον Θεόν υπόχρεων και λογίζεται υπό του Θεού ως γνήσιος φίλος επειδή πολέμησε δι' Αυτόν τον έχθρόν και νίκησε αυτόν»
Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ, πώς ή φιλότεκνος εκείνη ψυχή ούτος ό θαυμάσιος πατήρ, όστις ό ίδιος έπαθε και επειράσθη εν τη αριστεία του, βοηθεί και ημάς τους επηρεαζόμενους και ενισχύει ημάς κατά την ολιγοψυχίαν ημών και την εκλυσιν ημών εις τον αγώνα συμφώνως προς τον λόγον του Αποστόλου ότι «ό παρών αιών είναι των παθημάτων, ό δε μέλλων των ανταποδόσεων». Και πρόσεχε, αγαπητέ, πόσον ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν είναι ή προσευχή του εν τοις πειρασμοίς θλιβομένου κατά την μαρτυρίαν τούτου του θαυμάσιου πατρός. Και που υπάρχει ανώτερον τούτου• «να έχη κανείς τον Θεόν υπόχρεων και να λογίζηται φίλος γνήσιος του Θεού;». Και προς ταύτα προσθέσας είπεν ακόμη• «διότι δεν ηυδόκησεν ό Θεός να αναπαύονται οί αγαπητοί Του, καθ' όσον χρόνον είναι εντός του σώματος, αλλά μάλλον ηυδόκησε μέχρις ότου ευρίσκονται εν τω κοσμώ να είναι εις θλίψιν και υπό βάρος, εις μόχθους, στερήσεις και μόνωσιν και έλλειψιν των αναγκαιων και εις αρρώστιας και πτωχείαν και εις εξουθενώσεις και ατιμίας, εις όνειδος και αδικίας παρά των ανθρώπων και παρά των δαιμόνων, και εις συντριβήν καρδίας και εις ταπείνωσιν του σώματος και εις αποταγήν των συγγενών και της πατρίδος και της χώρας και εις φρόνημα πένθιμον και εις κατοικίαν μοναστικήν και ησυχαστική και αφανή εις τα βλέμματα των ανθρώπων. Αυτοί κλαίουν, και ό κόσμος γελά• αυτοί θρηνούν, και ό κόσμος ιλαρύνεταν αυτοί νηστεύουν, και ό κόσμος τρυφά. Την ήμέραν μοχθούν, και την νύκτα καθίζουν τον εαυτόν των εις αγώνας εν στενοχώρια και κοπώ. Τινές δε ευρίσκονται εις εκούσιας θλίψεις, και άλλοι εις κόπους κατά των παθων παθών των. Έτεροι υπέμειναν διωκόμενοι υπό των ανθρώπων, άλλοι εις ταλαιπωρίας και θλίψεις υπό των δαιμόνων και των λοιπών κακών ανθρώπων. Και οί μεν εδιώχθησαν ύπ' αυτών, οί δε έφονεύθησαν» έτεροι ελαβον κατά τον λόγον του Αποστόλου «εμπαιγμών Και μαστιγών πειραν, έτι δε δεσμών και φυλακής ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον. Περιήλθαν εν μηλωταίς και εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι —ων ουκ ην άξιος όλος ό κόσμος—, εν ερημίαις πλανώμενοι», τρέχοντες εν όρεσι και σπηλαίοις. Και εν ταίς οπαίς της γης εκλείσθησαν υπό των βασιλέων και βασανιστών. Και ό Κύριος γνωρίζει ότι δεν είναι δυνατόν εις τους εν αναπαύσει των σωμάτων ευρισκομένους να εμμένουν εις την αγάπη Του. Και δια τούτο κωλύει αυτούς από την άνάπαυσιν και την απόλαυσιν εκείνης δηλ. της σωματικής αναπαύσεως. τούτο δεικνύει ό Θεός επί των άγαπώντων Αυτόν και επιλεξάντων να υπομένουν πάντα τα δεινά δια το όνομα Του. Και έπληρώθη εις αυτούς ό λόγος του Θεού ό λέγων, ότι «Εν τω κοσμώ θλίψεις έξετε». «Και μη θαυμάζετε αυτό, ότι ό κόσμος υμάς μισεί. Γινώσκετε γαρ ότι έμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν».
Είδες λοιπόν, αδελφέ, ότι από των παλαιών χρόνων πάντες οί ευαρεστήσαντες εις τον Θεόν εσώθησαν και εισήλθαν εις την αίώνιον χαράν δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών και στενοχώριων; Περί τούτων είναι γεγραμμένο ότι ή πρώτη γενεά ήτο ρωμαλέα και πολυχρόνιος, ή δε εσχάτη είναι ασθενής και αδύνατος. Περί τούτου προεφήτευσαν οί παλαιοί πατέρες της Σκήτεως, ότι «ή τελευταία γενεά θα υπερβεί τάς προγενεστέρας και θα ευαρεστήση εις τον Θεόν περισσότερον με τάς θλίψεις και ταλαιπωρίας». Βλέπε, ότι ό Θεός δεν ευδοκεί να αναπαύονται οί αγαπητοί Του εις την εδώ ζωήν, ούτε ή πρώτη γενεά, ούτε ή εσχάτη. Σύ δε, ω φιλόχριστε, έγγραψον ταύτα πάντα εις την καρδίαν σου και υπόφερε ανενδότως πάντα τα θλιβερά. Και μνημόνευε εν παντι καιρώ και πάση ώρα του πρώτου ζήλου της αρχής της οδού, και ενθέρμων και φλογερών λογισμών σου, με τους οποίους ήλθες προς την ευτέλειάν μου εις την ακατοίκητων έρημο προς έμέ τον κατά μονάς πάσχοντα και εκ νεότητος μου εις τον Θεόν μου δουλεύοντα. Και τούτου μνημόνευε, πώς είχες τότε μέριμναν δια τάς μικράς ακόμη αμαρτίας, να μη αμαρτάνεις. Διότι ό διάβολος έχει την συνήθειαν, όταν βλέπη, ότι κάποιος ήρχισε με θερμή πίστη την καλήν πολιτείαν, να τον υπαντά με διαφόρους και φοβερούς πειρασμούς παρά των δαιμόνων και παρά των ανθρώπων, δια να τον εμβάλει εντεύθεν εις τον φόβον και να τον αποξηράνει από την καλήν προαίρεσιν και να μη εχη καθ' όλου εντός του την θέρμην να προσέγγιση την σκληράν και θλιβεράν πολιτείαν. Και δια τούτο ος μη εκλυθώμεν από τους λογισμούς, ενθυμούμενοι τάς εκ νεότητος αμαρτίας ημών και τάς κολάσεις και τα βασανιστήρια των αμαρτωλών και τάς ανταποδόσεις των δικαιων, αλλά προθύμως ας ύπομένωμεν ανενδότως τους επερχόμενους πειρασμούς τούτους. Διότι ό παραχωρών να εμπέσωμεν απροσδόκητος εις τούτους θα κάμη και την εκβασιν κατά τον προφητικόν λόγον, ότι «πολλαί αί θλίψεις των δικαιων και εκ πασών ρύσεται αυτούς ό Κύριος», ότι «ήλπισαν έπ' Αυτόν» εξ όλης της πνοής αυτών και «εκέκραξαν προς Αυτόν και επήκουσεν αυτών και εσκέπασεν αυτούς» και «μετ' αυτών έσται εν θλίψει και εξελείται αυτούς και δοξάσει αυτούς. Μακρότητα ήμερων εμπλήσει αυτούς και δείξει αύτοίς το σωτήριον Αυτού»» κατά την επαγγελία Αυτού, καθώς είπεν «Ου Μή σε άνω ούδ' ου μη σε εγκαταλείπω». Και ό σώσας τον 'Ιωσήφ εν Αιγύπτω και ό διαφυλάξας τον Δανιήλ αβλαβή εν τω λάκκω των λεόντων και ό μη καταφλέξας τους Τρεις Παίδας εν τη καμίνω του πυρός, ό λυτρώσας τον Ιερεμίαν εκ του λάκκου του βορβόρου και εξαγαγών τον Πέτρον κεκλεισμένων των θυρών εκ του δεσμωτηρίου και φυλάξας τον Παύλον από του συνεδρίου των Ιουδαίων, αυτός ό πανθαύμαστος Και εύσπλαγχνος Θεός, ό πανταχού παρών και παντοδύναμος, θα εξαγάγη και ελευθέρωση και ημάς, αν είναι έπ' ωφελεία των ψυχών ημών, άλλα μόνον ας αναθέσωμεν πάσαν την ελπίδα και προσδοκίαν και πνοήν ημών μετά πάσης προθυμίας εις Αυτόν Και ας ύπομένωμεν από ημέρας εις ήμέραν ευγνωμόνως τάς είτε δικαιως, είτε αδίκως επερχομένας θλίψεις. Και καθαρισθέντες δι' αυτών θα παραστώμεν αναίτιοι ενώπιον του βήματος του Χριστού. Αύτω δε ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.