ΛΟΓΟΣ ΙΑ'. (11)
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
Και αυτάς δε ταύτας τας καλάς και θεοπρεπές εργασίας πρέπει να πράττωμεν με διάκρισιν και εν ευθέτω καιρώ και κατά τα αρμόζοντα μέτρα, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος• «Πάντων των πραττομένων πρέπει να προηγείται ή φρόνησης, διότι άνευ φρονήσεως και το καλόν γίνεται εις κακίαν ένεκα της ακαιρίας και αμετρίας. Όταν όμως ή φρόνησης καθορίσει τον καιρόν και το μέτρον δια τα καλά, τότε υπάρχει θαυμαστόν κέρδος».
Και ό της Κλίμακος, λαβών από τας Γραφάς, λέγει• «Καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ούρανόν, και εις πάντα τα της ιεράς ημών πολιτείας υπάρχει καιρός δι' έκαστο πράγμα», είπε. Και ολίγον τι προχωρών λέγει κατά λέξιν «Υπάρχει καιρός της ησυχίας και καιρός απερίσπαστου περισπασμού, καιρός αδιάλειπτου προσευχής και καιρός ανυπόκριτου διακονίας. Μη ζητήσωμεν λοιπόν εξ υπερήφανου προθυμίας απατώμενοι προ του καιρού τα του καιρού, και εν καιρώ δεν θα λάβωμεν αυτά. Διότι υπάρχει καιρός εις το να σπείρωμεν τους πόνους και καιρός να θερίσωμεν τας άρρητους Χάριτας». Αλλαχού δε έγραψε την εξής παραβολή «Δεν είναι ασφαλές δια τον άπειρον να αποχωρισθεί από το πλήθος των στρατιωτών προς μονομαχίαν, και δεν είναι ακίνδυνον δια τον μοναχό προ πείρας και γυμνασίας πολλής κατά των ψυχικών παθών να αρχίσει την ησυχία ότι ό μεν εκτίθεται εις σωματικούς, ό δε εις ψυχικούς κινδύνους»• Διότι των σπανίων είναι το να μετέρχονται την αληθινή ησυχία, και εκείνων μόνον, οίτινες έλαβον την θεία παρηγορίαν εις άνάπαυσιν των κόπων και βοήθειαν εν τω πολεμώ.
Και ό μέγας Βαρσανούφιος, —ανταποκρινόμενος προς αδελφό αναγνώσαντα εν τω Πατερικώ ότι «όστις θέλει κατ' άλήθειαν να σωθεί, πρέπει πρώτον να υπομένει τας παρά των ανθρώπων ύβρεις και ονειδισμούς και ατιμίας και τα λοιπά κατά το παράδειγμα του Κυρίου, και ούτω να προσέλθει εις την τέλεια ησυχία, ήτις είναι ανάβασης εις τον σταυρόν, τουτέστιν εις την νέκρωσιν από πάντων», —είπεν ό Γέρων «Καλώς είπον οι Πατέρες, και δεν έχει άλλως». Και προς άλλον τινά είπεν ότι «ή πρόφασης της ησυχίας οδηγεί εις υψηλοφροσύνη, αν ό άνθρωπος προηγουμένως δεν κέρδισε τον εαυτόν του. Κέρδος δε του εαυτού του σημαίνει το να είναι κανείς άμεμπτος εις την ταπείνωσιν». Και πάλιν είπεν «Όταν τολμήσεις να προχώρησης πέραν του μέτρου σου, τότε θα μάθεις, ότι απώλεσας και ότι είχες. Άλλα συ κρατεί την μέσην όδόν, προσεχών εις το θέλημα του Θεού». Διότι Όταν θέληση κανείς να αμεριμνήση προ του δέοντος καιρού, ό κοινός εχθρός του ετοιμάζει περισσοτέρα ταραχή παρά γαλήνη και τον οδηγεί στο να λέγει• Καλύτερον θα ήτο δι' εμέ εάν δεν είχον γεννηθεί».
Τούτο δε είπεν ό Άγιος, επειδή πολλαί πλάναι ακολουθούν εις αυτά, καθώς λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης• «εις πολλούς απείρους εν τη ησυχία συνέβη παλαιότερον και τώρα να πέσουν εις πλάνας. Αυτό γίνεται και μετά πολλούς κόπους, μάλλον δε εις τους αρχαρίους και ιδιορρύθμους. Και ανόητος ομιλών προξενεί ό πλανώμενος εις τους ησυχάζοντας όνειδος και γέλωτα. Διότι ή μνήμη του Θεού, —είπεν—, ή νοερά προσευχή, είναι ή υψηλότερα πασών των εργασιών και ή κεφαλή των αρετών ως αγάπη Θεού. Και όστις θέλει αναιδώς και θρασέως να εισέλθη προς τον Θεόν και συχνάκις να ομιλεί μετ' Αυτού και βιαζόμενος να απόκτηση Αυτόν εντός του εαυτού του, εκείνος ευκόλως θανατώνεται υπό των δαιμόνων, όταν παραχωρηθεί εις αυτούς. Διότι ό αυθάδης και υπερήφανος όστις αναζητεί πράγματα ανώτερα του ιδίου μέτρου και της καταστάσεως του, επιδιώκει με αλαζονεία να φθάσει ταύτα προ του δέοντος καιρού. Διότι των δυνατών και τελείων είναι το να μονομαχούν με τους δαίμονας και να ανασπάσουν εναντίον αυτών την μάχαιραν, ήτις είναι ό λόγος του Θεού. Οί δε ασθενείς και αρχάριοι, ωσάν εις το οχύρωμα της ευλάβειας και του φόβου καταφεύγοντες, παραιτούνται από τον πόλεμο και μη τολμώντες προ του δέοντος καιρού να πολεμήσουν, διαφεύγουν τον θάνατον». ταύτα ακούοντες πρέπει να φυλασσώμεθα να μη τολμήσωμεν προ του δέοντος καιρού εις τα υψηλά, δια να μη ζημιωθεί κανείς και απολέσει την ψυχήν. 'Αλλά πρέπει να προχωρήσωμεν εν ευθέτω καιρώ και κατά το μέσον μέτρον, όπως φαίνεται ότι είναι ευκολώτερον και μαρτυρείτε υπό της Γραφής ότι ή μέση οδός είναι ή άπτωτος. Και ίκανόν χρόνον πρέπει λοιπόν να γυμναζώμεθα με τους ανθρώπους. Ή δε μέση οδός είναι ό βίος με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, όπως λέγει και ό Ιωάννης της Κλίμακος, στις διατάσσει εις εκείνους, οί όποιοι θέλουν να δουλεύουν εις τον Χριστόν γνησιώτερον, να επιλέξουν τους καταλλήλους «τόπους και τρόπους και καθίσματα». Και εις τρεις καταστάσεις συνίσταται το γενναίων περιεχόμενον της μοναχικής πολιτείας• ή ,ή μεμονωμένη αναχώρησις, ή το να ησυχάζει κανείς με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, ή το κοινόβιο. Και αναφέρει από την Γραφή «Μη εκκλίνης εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά», «αλλά όδώ βασιλική πορεύου», επειδή ή μέση των ανωτέρω λεχθεισών ήτο δια πολλούς ή αρμόδιος, δηλαδή ή ησυχία με ένα ή δύο. Διότι λέγει• «Ουαί τω ενί», όταν πέση εις ακηδία ή ύπνων ή ραθυμία ή απόγνωσιν, δεν υπάρχει ό εγείρων αυτόν μεταξύ των ανθρώπων». Και προσάγει το ρητό αυτού του Κυρίου, το λέγον «Ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών». 'Αλλαχού λέγει ή Γραφή• «Αγαθοί οί δύο υπέρ τον ένα', τουτέστιν, καλόν είναι δια τον πατέρα να αγωνίζηται μετά του υιού δι' ενεργείας Θείου Πνεύματος κατά των προλήψεων». Και μετ' ολίγον «όστις επιχειρεί άνευ βοηθείας να προσπαλαίση με τα πνεύματα, θανατούται ύπ' αυτών». Απαριθμών τα καλά ήθη μερικών, είπε- «Εις τούτους παντελώς αντίκειται ή μετά των ανθρώπων συνδιατριβή, διότι δύνανται με τον οδηγούντα να ανέρχωνται εκ της ησυχίας ως εκ λιμένος εις τον ούρανόν και να παραμένουν ανενδεής και άπειροι των κοινοβιακών θορύβων και σκανδάλων». «Οί υπό των ψυχικών παθών νικώμενοι ούτε καν να άπτονται της ησυχίας, —διέταξαν οί Πατέρες—, μάλιστα δε της κατά μονάς». Ψυχικά πάθη είναι ή κενοδοξία, ή οιήσεις, ή πονηρία και τα λοιπά, τα οποία προέρχονται εκ τούτων. «Ό εκ τούτων πάσχων και την ησυχίαν αρχίζων είναι όμοιος προς εκείνον, όστις απεπήδησεν από το πλοιον και νομίζει, ότι επί σανίδος θα εξέλθει ακινδύνως εις την γήν», λέγει ό της Κλίμακος. «Όσοι δε με τον πηλόν μάχονται, τουτέστιν με τα σωματικά πάθη, και αυτοί δεν πρέπει απλώς και ως έτυχε να αρχίσουν την ησυχία άλλ' εν καιρώ οικείο και όχι την κατά μονάς ησυχίαν, αλλά μόνον όταν έχουν οδηγόν, διότι ή κατά μονάς ησυχία απαιτεί αγγελικήν ίσχύν». Και άφ' ου μνημόνευσεν ακόμη μερικά ψυχικά πάθη, λέγει• «Μη τολμήσει ό υπό τούτων ενοχλούμενος να ιδεί ίχνος ησυχίας, δια να μη πάθη έκστασιν». Και αλλά πολλά ευρίσκομεν εις τας Αγίας Γραφάς, τα όποια οί θαυμαστοί και μεγάλοι Πατέρες ούτως δίδαξαν και έπραξαν.
Διότι ό άγιος Ισαάκ μακάρισε την ησυχία και ωνόμασε τον μέγαν Αρσένιον τέλειον ησυχαστή• και αυτός ούτος είχε υποτακτικό και μαθητές. Ωσαύτως και ό Νείλος ό Σιναΐτης και ό Δανιήλ ό Σκητεώτης είχον μαθητές, όπως διηγούνται αί Γραφαί περί αυτών, και άλλοι πολλοί. Και πανταχού επαινείται εις τας Αγίας Γραφάς ή μεθ' ενός ή δύο ησυχία, καθώς και είδομεν ως αυτόπται εν τω Άγίω Όρει Άθω και εν ταίς χώραις της Κωνσταντινουπόλεως. Και εις άλλους τόπους υπάρχουν διαμοναί κατά τον έξης τρόπον όταν κάπου υπάρχη πνευματικός Γέρων έχων ένα ή δύο μαθητές, και αν έχη χρείαν ενίοτε και τρίτον, και όταν μερικοί ησυχάζουν πλησίον, προσέρχονται εν οικείο καιρό και διαφωτίζονται με πνευματικός ομιλίας. Ημείς δε οί άφρονες συνετιζόμεθα και στηριζόμεθα ύπ' αλλήλων, καθώς είναι γεγραμμένον «Αδελφός ύπ' αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», και έχομεν ως απλανή διδάσκαλον τας θεοπνεύστους Γραφάς.
Δια τούτο μας φαίνεται εύλογος ή εν τω έργω του Θεού διαμονή με ένα ή δύο πιστούς και ομόφρονος αδελφούς δια να διδασκώμεθα από τας Αγίας Γραφάς το θέλημα του Θεού - και αν ό Θεός δώση εις κάποιον να κατανόηση περισσότερα, ό αδελφός εκείνος να οικοδόμηση τον αδελφό και ό ένας να βοηθήση τον άλλον «πολεμούμενοι υπό των δαιμόνων και θλιβόμενοι υπό των παθών», όπως λέγει ό άγιος Έφραίμ, και ούτω Χάριτι Θεού κατευθυνόμεθα προς έργα καλά. «Προ παντός δε πρέπει να προπαρασκευασθώμεν με την προσευχή, όταν θέλωμεν να κτίσωμεν το οικητήριον της ησυχίας, δια να μας δώση ό Θεός τα προς τελείωσιν ιδιώματα», —καθώς λέγει ό της Κλίμακος—, «το όποιον είναι το καρτερικόν κάθισμα, δια να μη γίνωμεν μετά την καταβολήν του θεμελίου γέλως εις τους εχθρούς και εμπόδιον εις τους άλλους εργάτες», αλλά να φυλαττώμεθα εις έργα καλά Χάριτι του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού, πρεσβείαις της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, των εν εργασίες των αρετών διαλαμψάντων.
Και τούτο εννοούμεν λοιπόν, ότι «όχι δια να πράξωμεν τα περιττά έργα των κανόνων εκλέγομεν την κατοίκησιν της ησυχίας», —όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ—«διότι είναι γνωστόν ότι ή μετά των πολλών κοινωνία μάλλον χείρα παρέχει εις τούτο». Άλλα δια να αναχωρήσωμεν από τας ταραχάς και ανωφελείς θορύβους και τα λοιπά μη αρεστά εις τον Θεόν και δια να παραμένωμεν εις τας έντολάς Του, αποκτώντες την αναγκαιαν χρείαν εκ των ιδίων κόπων. Εάν όχι, τότε να λαμβάνωμεν λίγη ελεημοσύνη, οθενδήποτε οικονομήσει ή Αγαθότης Του, από δε τα περιττά πρέπει παντελώς να απέχωμεν. —Μάχας δε και δίκας και έριδας δια τας σωματικάς πλεονεξίας αποφεύγουμε ως θανατηφόρο ιόν. Και πράττομε τας εργασίας ταύτας, άιτινες είναι άρεσται εις τον Θεόν ψαλμωδία, προσευχή, άνάγνωσιν και μελέτην περί των πνευματικών πραγμάτων, εργόχειρον και την διακονίαν οποιουδήποτε έργου, και γινόμεθα εις τον εσωτερικό άνθρωπον κατά δύναμιν κοινωνοί του Θεού. Και ούτως αναπέμπομεν δι' έργων καλών δόξαν τω Πατρί και τω Υιό και τω Άγίω Πνεύματι, τω εν Τριάδι μόνω Θεώ, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ταύτα λοιπόν εγράψαμεν ημείς οί άφρονες κατά το μέτρον της ευτέλειας ημών προς υπόμνησιν του εαυτού μου και των ομοίων μου, οίτινες ευρίσκονται εν τη τάξει των διδασκομένων, εάν έχουν και προαίρεσιν. Δεν έγραψα ταύτα από τον εαυτόν μου, καθώς και ειπών εν τη αρχή του συγγράμματος τούτου, άλλ' από τας Θεόπνευστους Γραφάς των αγίων Πατέρων, των φωτισθέντων την διάνοιαν. Πάντα λοιπόν τα εδώ ευρισκόμενα δεν είναι χωρίς την μαρτυρίαν των Θείων Γραφών. Και αν ευρέθη εις αυτά κάτι το μη αρεστόν εις τον Θεόν και ανωφελές δια την ψυχήν εξ αιτίας της αφροσύνης ημών, ας μη γίνη τούτο αλλά το θέλημα του Θεού ας γίνη τέλειον και ευπρόσδεκτον. Εγώ δε ζητώ συγχώρεση. Εάν κανείς γνωρίσει περί τούτων περισσότερα και ωφελιμότερα, ας πράξη ούτως όπως νομίζει, και ημείς χαίρομεν δι' αυτό Αν κανείς όμως εύρει ωφελείαν εκ τούτων των παρόντων, ας προσευχηθή και υπέρ εμού του αμαρτωλού, δια να εύρω έλεος ενώπιον του Κυρίου