ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.



Ο ΙΕ' αιών είναι εποχή μεταβατική για όλη την Ευρώπη. Αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ Μεσαίωνας και Αναγεννήσεως. Δια το Βυζάντιο σημαίνει το τραγικό τέλος της μακροχρονίου λαμπράς αυτοκρατορίας, ή οποία ως θεοκρατία προσπάθησε, παρ' όλες της ανθρώπινες ελλείψεις, να πραγματοποίηση την Βασιλεία του Θεού επί της γης. Οι τελευταίοι δύο εκατονταετίες του Βυζαντίου παρουσιάζουν, παρά της εξωτερικές αποτυχίες και ήττες, μία μεγάλη άνθηση σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής, χαρακτηριζόμενη ως Παλαιολόγεια Αναγέννηση ή Προαναγέννηση, γιατί αποβαίνει αφετηρία του μεγάλου πνευματικού κινήματος της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού στην Ιταλία και στην συνεχεία σε όλη την Ευρώπη. Καθ' όλη την βυζαντινή ιστορία παρατηρείται μία ζώσα συνέχεια της αρχαίας ελληνικής παιδείας, τελούσης όμως υπό το φως της εν Χριστώ πίστεως και τελειουμένης υπό της Θείας Χάριτος. Παρόλο αυτά δεν λείπουν οι κατά καιρούς συγκρούσεις μεταξύ ελληνιζόντων φιλοσόφων, κυρίως νεο-πλατωνιζόντων, και της υπό της Εκκλησίας κηρυττομένης ορθοδόξου διδασκαλίας (π.χ. οί Ιωάννης Ιταλός και Γεώργιος Γεμιστός Πληθών). Άλλα οι μεμονωμένοι και κατά την Παλαιολόγειο περίοδο αυξανόμενες περιπτώσεις αυτές δεν κατόρθωσαν να διασείσουν την βαθιά πίστιν του λαού και να κλονίσουν σοβαρός το κύρος της Εκκλησίας. Μετά την άλωση της Βασιλευούσης των πόλεων οί φορείς της ελληνιζούσης τάσεως βυζαντινοί λόγιοι βρίσκουν άσυλο κυρίως στην Ιταλία, όπου οί πρόσφυγες αναπτύσσουν και διαδίδουν πλέον άνευ περιορισμών της ιδέες τους, οι οποίες σπείρονται σε γόνιμο έδαφος.

Η επιστροφή στο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδος, ό θαυμασμός δια το κάλλος των αρχαίων έργων τέχνης και ή ενθουσιώδης μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών χαρακτηρίζουν αυτήν την Αναγέννηση της κλασσικής ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος. Ή θεοκεντρική κοσμοθεωρία του Βυζαντίου και του δυτικού Μεσαίωνα παραμερίζεται από τον Ανθρωποκεντρισμό των Ουμανιστών της Αναγεννήσεως. Ή ένότης μεταξύ χριστιανικής πίστεως, κοσμοθεωρίας και ζωής βαθμιαίως διασπάται. Κατ' αρχάς ή πίστη στον Θεόν δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, άλλ' απλώς μετατίθεται στην περιφέρεια του ενδιαφέροντος. Από την Αναγέννηση μέχρι του Κ' αιώνος δυνάμεθα να διαπιστώσουμε μία βραδεία, αλλά συνεχώς αύξουσα εκκοσμίκευση και αποχριστοποίηση της όλης πνευματικής ζωής του Ευρωπαίου άνθρωπου. Κατά τον ΙΗ' αιώνα οι αντιχριστιανικές ιδέες της ψευδωνύμου Διαφωτίσεως κυριαρχούν στα σαλόνια και στην ανωτέρα παιδεία και οδηγούν κατά τον επόμενο αιώνα με εσωτερική συνέπεια στον υλισμό και την αθεΐα, ή οποία, αποτελούσα κατ' αρχάς ιδεολογία των φιλοσόφων και διανοουμένων, διακηρύττεται εν τέλει μετά πάσης χυδαιότητας στις μάζες του λαού. Εν ονόματι της ελευθερίας, του ανθρωπισμού, της προόδου και της επιστήμης γίνονται φρικτοί πόλεμοι και απάνθρωπα ανοσιουργήματα, και ή αξία του άνθρωπου πατείτε από τα ποδιά των «ελευθερωτών» του.


Ο μέγας αυστριακός δραματουργός και ποιητής FRANZ GRILLPARZER (1791-1872) παρακολούθησε και περιέγραψε την εξέλιξη αυτή με προφητικό βλέμμα «Ή οδός προς την νέα παιδεία οδηγεί από τον ανθρωπισμό δια μέσου του εθνικισμού στην θηριωδία».


Πράγματι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το περιβόητο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ ένας από τους φρικτούς τόπους ακατονόμαστων κακουργημάτων του βαρβαρικωτάτου Εθνικοσοσιαλισμού, απέχει μόνον λίγα χιλιόμετρα από την Βειμάρη, την Αθήνα της ανθρωπιστικής παιδείας και λογοτεχνίας του γερμανικού Κλασικισμού (τέλη ΙΗ' -αρχάς ΙΘ' αιώνος). Δεν θέλομε να επιβαρύνουμε της ευγενείς μορφές των ποιητών και στοχαστών της εποχής εκείνης με την ευθύνη δια τα απεχθή εγκλήματα του φρενιτικού χιτλερικού Φασισμού, αλλά δεν δυνάμεθα να αρνηθούμε, ότι και ούτοι ασυνείδητος χρημάτισαν κρίκοι μιας μοιραίας αλυσίδας, η οποία συνεχώς περισσότερο σφίγγει και υποδουλώνει τον από τον Θεό απομακρυθέντα άνθρωπο. Ούτως ό Ανθρωπισμός της Αναγεννήσεως, ή θεοποιήσεις του «αυτονόμου» άνθρωπου και ή άρνηση του Θεανθρώπου Χριστού οδήγησαν την ανθρωπότητα σε μία πνευματική Οδύσσεια, ή οποία θα τερματισθεί μόνο, όταν ό άνθρωπος θα επιστρέψει εν πνεύματι ταπεινοφροσύνης και μετανοίας στον Θεό, στο λιμένα της Εκκλησίας.


Εξ αιτίας της εκκοσμίκευση όλης της δημοσίας ζωής και παιδείας (υπό την ευρεία έννοια της λέξεως) περιορίσθηκε ή πνευματική επίδραση της Εκκλησίας κατά τους τελευταίους αιώνας, ενώ ταυτοχρόνως εμφανίσθηκε μία νέα ειδωλολατρία της ύλης, της τεχνικής προόδου και των πολιτικών ιδεολογιών. Ή Εκκλησία εισήλθε ήδη στην Μετακωνσταντίνειον εποχή, ή οποία δύναται ίσως να χαρακτηριστεί ως εποχή της Αποστασίας, γιατί πολλοί χριστιανοί, επηρεαζόμενοι από το υλιστικό πνεύμα, ψυχραίνονται κατά την πίστη και διακόπτουν της σχέσεις τους με την Εκκλησία. Η τέτοιου είδους αθόρυβος αποστασία είναι ένα βραδύ και σχεδόν απαρατήρητο φαινόμενο. Ενίοτε όμως ή φαινομενική γαλήνη διαταράττεται από βιαίας εκστρατείας και αγρίους διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Άλλα το πνεύμα της αποστασίας δεν παρασύρει μόνον τα χλιαρά ή και ήδη νεκρά μέλη αυτής. Εισέρχεται και εντός αυτών των κόλπων της Εκκλησίας, όπου ή βαθμιαία εκκοσμίκευση συνεπάγεται την εξασθένηση της πίστεως και της ευσέβειας, την χαλάρωση των ηθών και την εν γένει πνευματική νωθρότητα και νάρκη. Πρόκειται περί μιας επικινδύνου αλλοιώσεως των πνευματικών διαστάσεων του Ευαγγελίου χάριν ενός εύκολου και άνετου «Χριστιανισμού της Κυριακής» κατά τα μέτρα και της ανάγκες των πνευματικών (μικρό-) αστών, οι οποίοι αντικαθιστούν τις εντολές του Χριστού με ανώδυνους κανόνας καλής συμπεριφοράς και νομίζουν ότι τοιουτοτρόπως εξασφαλίζουν την σωτηρία της ψυχής των χωρίς αγώνα και άσκηση.

Η εσωτερική εκκοσμίκευση και αποσύνθεση της Εκκλησίας απειλεί εξ ίσου και τον κλήρο και τον λαό και αποτελεί κίνδυνο κατά πολύ μεγαλύτερο των εξωτερικών διωγμών, διότι οι συνήθως μικρές παραχωρήσεις γίνονται πολλάκις υπό το πρόσχημα ευλόγου οικονομίας ή μένουν τελείως απαρατήρητοι χωρίς να ταράξουν την ησυχία τους μακαρίως κοιμωμένων και ανοίγουν θύρας και παραθύρια δια την ανεμπόδιστο είσοδο μεγαλυτέρων κακών και παρανομιών, αίτινες, μη υπαρχούσης υγιούς αντιδράσεως και αντιστάσεως, θα οδηγήσουν αυτήν στην πλήρη μαρασμό και τελεία αχρηστία, ώστε αντί Νύμφη Χριστού να αποβεί πόρνη της Αποκαλύψεως. Και ούτως ό πανούργος διάβολος θα κατορθώσει με την μεθοδία του «πεφωτισμένου ανθρωπισμού» και της υπό το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού εκκοσμικεύσεως ότι δεν κατόρθωσαν επί αιώνας δια μέσου των Ηρωδών και Νερώνων...


Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ή κίνηση της Αναγεννήσεως και του Ουμανισμού είχε μεν ως πρώτη αφετηρία το Βυζάντιο, ανεπτύχθη δε κυρίως στην Ιταλία και δυτική Ευρώπη. Εκ πρώτης όψεως τούτο ίσως προξενεί έκπληξη. Όταν αναζητήσουμε όμως τις βαθύτερες αιτίας, θα παρατηρήσουμε ότι ή ορθόδοξος Εκκλησία είχε την πνευματική δύναμη να αντιμετώπιση τον κίνδυνο της ελληνιζούσης τάσεως των φιλοσόφων ορθώς και αποτελεσματικός χάρις στην ζώσαν και γνήσια θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι άγιοι Πατέρες, και προ πάντων οι μεγάλοι θεολόγοι μεταξύ αυτών, δεν ήσαν βάρβαροι και άγευστοι της θύραθεν παιδείας. Αντιθέτως ήσαν βαθύτατοι γνώστες της αρχαίας φιλοσοφίας και των κλασσικών συγγραφέων, άλλα είχαν πάντοτε ως κριτήριο της ανθρωπινής γνώσεως την υπό του Θεού αποκαλυφθείσα αλήθεια της πίστεως, ή οποία τους έδωσε την δυνατότητα, ελλαμφθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος να χρησιμοποιούν την αρχαία σοφία κατά τρόπο γόνιμο, αξιοποιώντας τα θετικά της στοιχεία και φυλατόμενοι από τις πλάνες.


Κατά τον ΙΔ' αιώνα υπάρχει στο Βυζάντιο μία άνθηση του μοναχισμού, ή οποία συνδέεται με το γνωστόν κίνημα των ησυχαστών και αποτελεί μία ανανέωση του αναχωρητικού και ασκητικού βίου με έντονο θεωρητικό χαρακτήρα. Σημειώνεται δηλαδή μία επιστροφή στο πνεύμα των παλαιών αβάδων της ερήμου, της Παλαιστίνης και του Σινά, ενώ κατά τους προηγουμένους αιώνας δέσποζε κυρίως το κοινόβιο χάρις στους κανονισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και στις μεταρρυθμίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αναχωρητές υπήρχαν βεβαίως και κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ και κατά τον ΙΔ' αιώνα εξακολουθούν να ανθούν παλαιά και να ιδρύονται νέα κοινοβιακά μοναστήρια. Αυτοί είναι τόποι ασκήσεις των λεγομένων πρακτικών αρετών, δηλαδή της κοινής λατρείας και ψαλμωδίας, της προς τον πλησίον αγάπης, της υπακοής, της υπομονής και των σωματικών κόπων, πάντοτε από κοινού τελουμένων. Αντιθέτως ό αναχωρητικός βίος παρέχει την δυνατότητα της σχεδόν απολύτου απομονώσεως, της εν ησυχία νοεράς εργασίας, δηλαδή της φυλακής του νοός από τους εμπαθείς λογισμούς και της αδιάλειπτου προσευχής, κατά την οποίαν ό νους ενώνεται με την καρδίαν (εξ ου λέγεται και καρδιακή προσευχή) και, αφού καθαριστή από τα πάθη και φωτιστή υπό της Χάριτος του Θεού, φθάνει στην Θεωρία των αρρήτων μυστηρίων και αξιώνεται της θέας του ακτίστου Θαβωρίου Φωτός. Ή νοερά προσευχή βεβαίως δεν είναι προνόμιο των ερημιτών ή και των μοναχών, άλλ' ή τελεία εξωτερική ησυχία είναι ή ιδεώδης προϋπόθεση για την επίτευξη της, και των ανωτέρων βαθμών της. Ή αναβίωση του αναχωρητικού μοναχισμού είναι πιθανώς ένα αποτέλεσμα των κατά την Παλαιολόγειο Αναγέννηση παρατηρουμένων τάσεων της εξατομικεύσεως της ζωής και του ενδιαφέροντος για τις ψυχικές καταστάσεις, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως έκδηλοι στα αριστουργήματα της εικονογραφίας της εποχής εκείνης. Γνωρίζομε ότι οί μοναχοί-ησυχαστές ήλθον σε σύγκρουση με τους οπαδούς των συγχρόνων φιλοσοφικών και ορθολογιστικών ρευμάτων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν την δυνατότητα της θεωρίας του ακτίστου Θείου Φωτός και γενικότερα την κοινωνία και μέθεξη του Θεού υπό του ανθρώπου μέσω των ακτίστων Θείων Ενεργειών, οι οποίες ακτινοβολούνε αιωνίως από την Θεία Ουσία, όμως παραμένει πάντοτε αμέθεκτος και υπερβατική.

Η τελική νίκη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών δεν είναι απλώς ή νίκη μιας θεολογικής σχολής ή μία νίκη του μοναχισμού, άλλ' είναι ή νίκη της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας κατά των νεωτέρων ορθολογιστικών και ανθρωπιστικών τάσεων. Σπουδαιότατο ρόλο έπαιξε στους υπέρ της αληθείας αγώνας ή υπό των Πατέρων χρησιμοποιηθείσα θεολογική μέθοδος του αποφατισμού, ή οποία θέτει όρια στην ορθολογιστική έρευνα και «γνώσιν» του Θεού, διότι αυτή παραμένει πάντοτε ατελής και εκ μέρους, ενώ ή πραγματική και κατά μέθεξη γνώση και βίωση του Θεού επιτυγχάνεται δια μέσου της πίστεως στην Θεία αποκάλυψη, δια της ασκήσεως και της καθάρσεως της ψυχής και της Χάριτι Θεού φωτίσεως και ενώσεως της με τον Θεό.


Αυτή ή υγιής θεολογία με την ισορροπία μεταξύ αποφατισμού και βιβλικού καταφατισμού, ή οποία ακολούθησε και συνέχισε με εσωτερική συνέπεια την Παράδοση των μεγάλων Πατέρων, και ή ύπαρξη ενός πνευματικός ισχυρού και ανθούντος μοναχισμού έδωσαν στην ορθόδοξο Εκκλησία τα όπλα και την δύναμιν να πολεμήση και να νικήσει τον πειρασμόν του Ανθρωπισμού της Αναγεννήσεως.


Αντιθέτως ή Δυτική Εκκλησία είχε προ πολλού αλλοιώσει την Ιερά Παράδοση της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας με τις γνωστές καινοτομίες της (Φιλιόκβε πρωτείο του πάπα υπό την ρωμαϊκή του έννοια κ.λ.π.), και με την σχολαστική της θεολογία είχε εισαγάγει τον αριστοτελικό ορθολογισμό στον χώρον των αρρήτων μυστηρίων της πίστεως. Ταυτοχρόνως ό κλήρος και οι ιεράρχες είχαν βαθύτατα εκκοσμικευθεί λόγω της υπ' αυτών εξασκουμένης κοσμικής εξουσίας, αν και κατά καιρούς γίνονταν αξιόλογοι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων. Όθεν οι πάπες, οι πλείστοι καρδινάλιοι και επίσκοποι όχι μόνον δεν αντετάσσοντο στο πνεύμα του Ανθρωπισμού και της Αναγεννήσεως, αλλά προθύμως μετεβλήθησαν σε ενθουσιώδεις φορείς του.


Συνέπεια της πνευματικής και ηθικής καταπτώσεως της Δυτικής Εκκλησίας ήταν ή θρησκευτική Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων, ή οποία όμως παρά την καλήν διάθεση ων ηγετών της δεν κατόρθωσε να επανέλθει στην Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά κατά τρόπον τραγικό απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο απ' αυτήν λόγω του κυριαρχούντος πνεύματος του Ανθρωπισμού και του υποκειμενισμού. Από την Δύση ό ανθρωποκεντρικός Ουμανισμός με την εκκοσμίκευση του διεδίδετο και διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους μη χριστιανικούς λαούς. Κατά την περίοδο της εξ αιτίας των δεινών της τουρκοκρατίας επελθούσης παρακμής της εκκλησιαστικής ζωής και της θεολογικής σκέψεως διείσδυσε και στον χώρον της ορθοδόξου Ανατολής. Ή εισβολή αύτη των αντιχριστιανικών ιδεών προκάλεσε όμως την αντίσταση και την αντίδραση αγίων ανδρών, οι οποίοι με ζήλο Θεού μάχοντο κατά της γενικευμένης απιστίας και χλιαρότητας και κατά της καταπτώσεως του βίου της Εκκλησίας και στήριζαν και ενίσχυαν την ασθενούσαν πίστη των αδελφών. Παραδείγματα τέτοιων ανδρών για την ελληνική Εκκλησία είναι μεταξύ άλλων ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός και ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης. Άλλα και οι άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν να παρουσιάσουν πλήθη Αγίων, οί οποίοι με την ζωή και τα έργα των έδωσαν λαμπρά μαρτυρία της εν Χριστώ πίστεως και αγάπης κατά του εισβάλλοντος πνεύματος της απιστίας. Μία απ' αυτάς της μεγάλες πνευματικές μορφές της ρωσικής Εκκλησίας είναι ό όσιος Νείλος Σόρσκυ, ό όποιος έζησε στην αρχήν αυτής της περιόδου της διεισδύσεως του πνεύματος του Ανθρωπισμού και της εκκοσμικεύσεως και ήταν μεταξύ των πρώτων, οί οποίοι με οξυδέρκεια διέγνωσαν τους τεραστίους πνευματικούς κινδύνους τους. Για αυτό ο Μέγας Γέρων, όπως αποκαλείται, με διάκριση και σύνεση πολέμησε αυτούς κατά τρόπο υπερβαίνοντα τα στενά όρια των προβλημάτων της εποχής του, ώστε και σήμερον οί θεόπνευστοι λόγοι του να διατηρούν όλη την πνευματική δύναμιν και επικαιρότητα τους.
Πριν να εκθέσομε τον Βίο του οσίου Νείλου

πρέπει να στρέψομε το βλέμμα μας προς την χωρά και τους χρόνους του, δηλαδή την Ρωσία του ΙΕ' αιώνος. Κατά τα έτη 1237-1240 ή Ρωσία του Κιέβου με τον λαμπρό, εμπνεόμενο από το Βυζάντιο πολιτισμό της είχε κατακτηθεί υπό των Τατάρων της Χρυσής Ορδής, οι οποίοι, αφού δεινώς λεηλάτησαν και έκαψαν την χωράν και ανηλεώς έχυσαν το αίμα των κατοίκων της, κράτησαν την κυριαρχία επί της Ρωσικής Γης, επιβάλλοντας σε αυτήν τεραστία φορολογία, άλλα ταυτοχρόνως ανεχόντουσαν μία σχετική αυτοδιοίκηση των Ρώσων ηγεμόνων. Ή σκοτεινή περίοδος αύτη της ρωσικής ιστορίας είναι γνωστή υπό την ονομασία του «Ταταρικού ζυγού» και δύναται παρά τις διαφοράς να παρομοιαστεί με τον τουρκικό ζυγόν των Ελλήνων και των νοτιοσλαβικών λαών των Βαλκανίων. Ή αφάνταστος βαρβαρότητα και ωμότητα των Τατάρων είχε ολέθριας συνεπείας στην εξέλιξη των ηθών και του πολιτισμού της χώρας.
Επέφερε δε και σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή.


Η περίδοξος πόλη του Κιέβου, ή έδρα του Μεγάλου Ηγεμόνα της Ρωσίας, είχε γίνει ερείπιο. Άλλ' ήδη προ της υπό των Τατάρων αλώσεως ή «Μήτηρ των ρωσικών πόλεων» είχε υποστεί την κατά το έτος 1169 κατάκτηση της Σουζδαλίας Ανδρέου Μπογκολιούμπσκυ ό όποιος λεηλάτησε την πόλη και σφετερίστηκε τον τίτλο του Μεγάλου Ηγεμόνος. Μετά πολλάς έριδας περιήλθε το υψηλό αξίωμα τούτο τελικώς στην ηγεμονία της Σουζδαλίας - Βλαδίμηρου. Ή βαρυσήμαντη μετάβαση του κέντρου της πολιτικής εξουσίας από της ανοικτές πεδιάδες προς τις βορειοανατολικές δασώδεις περιοχές δεν ήταν τυχαία, άλλ' ακολούθησε ένα αποικιακό ρεύμα του πληθυσμού προς εκείνα τα μέρη, τα όποια προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια από τις συνεχείς επιδρομές των νομάδων των νοτίων στεπών και εν συνεχεία των Τατάρων. Έπειτα μετεφέρθη και ή έδρα του Μητροπολίτου στην πόλη του Βλαδίμηρου (1299), άλλ' ό Μητροπολίτης εξακολουθεί να τιτλοφορείται «ό Κιέβου και πάσης Ρωσίας».

Ο Μέγας Ηγεμών Ιβάν Καλίτα (= το βαλάντιον) (1325-1341) διέκρινε με πολιτική μεγαλοφυΐα την στρατηγική σημασία της τότε μικρής κεντρικής πόλεως της Μόσχας και την κατέστησε νέα πρωτεύουσα και κέντρο της εξουσίας. Γεννάται ή νέα ηγεμονία της Μόσχας, ή οποία συνεχώς αυξάνεται και συν τω χρόνο υποτάσσει τις άλλες τοπικές ηγεμονίες υπό την κυριαρχία της.

Ο άγιος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας Πέτρος (1308-1326) μετέφερε την έδρα του από το Βλαδίμηρο στην νέα πρωτεύουσα (1326) και συνετέλεσε κατ' αυτόν τον τρόπον στην επίσημη αναγνώριση και περαιτέρω άνοδο της Μόσχας, οί ηγεμόνες της οποίας ολοκληρώνουν με επιμονή και επιτυχία το έργον τους ως «συλλεκτών της Ρωσικής Γης». Ή Εκκλησία υπεστήριξε αυτήν την συγκεντρωτική τάση, γιατι ή διαίρεση της χώρας σε πολλές αλληλομαχόμενες τοπικές ηγεμονίας με τους ατελείωτους εμφυλίους πολέμους υπήρξε μάστιγα για τον δοκιμαζόμενο λαό και απετέλεσε την κυρία αιτία για την υπό των Τατάρων κατάκτηση της χώρας. Προϋπόθεση λοιπόν της απελευθερώσεως από τον ταταρικό ζυγόν ήταν ή ενότητα του ρωσικού κράτους.


Κατά το έτος 1380 ό Μέγας Ηγεμόνας Δημήτριος Ντονσκόι (1359-1389) νίκησε για πρώτη φορά τους τατάρους επί του πεδίου των Κολυριώνων παρά τον ποταμόν Ντον . Ή νίκη αυτή ακόμη δεν σήμαινε την απελευθέρωση από τους Τατάρους, οί οποίοι με σκληρότητα εκδικήθηκαν και με νέας επιδρομές τιμώρησαν τους επαναστάτες, άλλ' απέβη αφετηρία του ανοικτού αγώνος κατά των ξένων δυναστών, ή δύναμη των οποίων βαθμιαίως μειώνεται.


Σύν τω χρόνο ή χώρα συνέρχεται από τάς πληγάς της πρώτης και φοβερότερες επιδρομής. Οι κατεστραμμένες πόλεις ανεγείρονται από την τέφρα, και ή πνευματική και καλλιτεχνική ζωή τρέφεται και αναζωογονείται πάλιν από την ακτινοβολούσαν Παλαιολόγεια Αναγέννηση, είτε απ' ευθείας από το Βυζάντιο, είτε δια μέσου των νοτίων Σλάβων, δηλαδή των Βουλγάρων και Σέρβων. Οι επικοινωνίες Ρώσων με το Βυζάντιο και τους λαούς τούτους αυξάνονται σημαντικός κατά τον ΙΔ' και ΙΕ' αιώνα. Ρώσοι μοναχοί ζουν στο Αγιον Όρος και στην Κωνσταντινούπολη σε διάφορα μοναστήρια, ιδιαιτέρως όμως στην περίφημη μονή του Στουδίου.

Οι μοναχοί αυτοί όχι μόνο επιδίδονται με ζήλο στην άσκηση, άλλ' επιτελούν ταυτοχρόνως και ένα σπουδαιότατο πολιτιστικό έργον: Μεταφράζουν τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία στην σλαβική γλώσσα, είτε για πρώτη φορά, είτε εκ νέου, Όταν οι προηγούμενες μεταφράσεις δεν τους ικανοποιούν. Πολλές μεταφράσεις παραλαμβάνονται από τους Βουλγάρους και Σέρβους και επεξεργάζονται και αντιγράφουν αυτές και αποστέλλουν τα νέα βιβλία στα Μοναστήρια της πατρίδος τους κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία μεγάλη θεολογική και φιλολογική κίνηση, ή όποια σπουδαίος συντελεί στην άνοδο της πνευματικής ζωής στη Ρωσία. Πολλοί μέχρι τότε άγνωστοι θησαυροί από τον πλούτο της πατερικής σοφίας ανοίγονται τώρα στους φιλομαθείς Ρώσους μοναχούς. Δεν έρχονται μόνον μοναχοί από την χωρά του Βορρά, άλλα και κληρικοί και λαϊκοί προσκυνητές, ακόμη και έμποροι, οί οποίοι όλοι με θαυμασμό δέχονται την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού.

Από την άλλη πλευρά παρατηρείται ρεύμα βυζαντινών και νοτιοσλάβων μοναχών και καλλιτεχνών και εμπόρων προς την Ρωσία, όπου πολλοί απ' αυτούς ιδρύουν μοναστήρια ή αναπτύσσουν σημαντική καλλιτεχνική δράση, όπως π.χ. ο μέγας εικονογράφος Θεοφάνης ό Γραικός (περίπου 1330-1410) ή ο Σέρβος Παχώμιος ο Λογοθέτης, ο αγιοβιογράφος (περίπου 1410-1486). Υπάρχουν διάφορες εστίες βυζαντινής παιδείας, πρωτίστως στη Μόσχα, όπου ευρίσκεται και ή έδρα του Μητροπολίτου, ό όποιος πολλάκις είναι Έλληνας ή τουλάχιστον ελληνομαθής. Κατά τον ΙΔ' αιώνα και οι επίσημοι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Ρωσίας αναζωογονούνται και φέρουν ευεργετικά αποτελέσματα και στις δυο πλευρές


Ούτως ή αναγέννηση του βυζαντινού μοναχισμού επεκτείνεται προς Βορρά. Σε αυτό συντελούν και οί συμπαθώς προς τους ησυχαστές διακείμενοι μητροπολίτες και επίσκοποι. Τα πρώτα μοναστήρια της Ρωσίας βρίσκονταν συνήθως εντός ή πλησίον των πόλεων, άλλ' από τον ΙΔ' αιώνα αρχίζει ένα νέο κίνημα ιδρύσεων μονών στους έρημους τόπους μακρά πάσης ανθρωπινής κατοικίας. Οι κτήτορες κατά κανόνα είναι ερημίτες και δεν έχουν σκοπό να ιδρύσουν μονάς, αλλά ή αγιότητα του βίου των προσελκύει μαθητές, και κατ' αυτόν τον τρόπον αναγκάζονται να διευρύνουν τα ερημητήριά τους, τα όποια ταχέως μεταβάλλονται σε μεγάλα μοναστήρια. Βραδύτερο άλλοι μοναχοί, οί οποίοι επιθυμούν των μονήρη βίον, αφήνουν τα μοναστήρια τους και προχωρούν σε απώτερα και αγριότερα μέρη εν μέσω των απέραντων δασών του και της ανατολής, μέχρις ότου φθάσουν στην Βόρεια Θάλασσα.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ (περίπου 1314-1392), ή μονή του οποίου γίνεται αφετηρία ιδρύσεως τουλάχιστον άλλων 20 μονών υπό αμέσων ή εμμέσων μαθητών του. Είναι γνωστές οι σχέσεις του Αγίου με τους ησυχαστές πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, οί οποίοι ως γνήσιοι φορείς του χριστιανικού πνεύματος και συνεχιστές της υπερεθνικής παραδόσεως του Βυζαντίου διευρύνουν και εμβαθύνουν τις πνευματικές σχέσεις με τις σλαβικές Εκκλησίας και συντελούν κατ' αυτόν τον τρόπον στην διατήρηση της γνήσιας καθολικότητας και του όντως οικουμενικού χαρακτήρας του πατριαρχείου τους, άλλα και στην διάδοση του πνεύματος του ησυχασμού στους Σλάβους. Κατά αυτών τον τρόπο το κίνημα του ησυχασμού προσλαμβάνει χαρακτήρα πανορθόδοξο.

Καθ' όλον τον ΙΕ' αιώνα αυτή ή επίδραση του ησυχασμού συνεχίζεται και εμβαθύνετε παρά το τραγικό γεγονός της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της κατακτήσεως των νοτιοσλαβικών χωρών υπό των Τούρκων. Ή προδοσία όμως της Ορθοδοξίας στην ατυχή σύνοδο της Φλωρεντίας και Φερράρας κατά την 5ην Ιουλίου 1439 κλονίζει βαθύτατα την εμπιστοσύνη των Ρώσων και γίνεται αφορμή της εκκλησιαστικής ανεξαρτητοποιήσεώς τους. Προς το τέλος του αιώνος παρατηρείται στην Ρωσία μία κρίση της Παραδόσεως, εκδηλουμένη μέσω ορισμένων κατ' ουσία ασήμαντων ερίδων περί μερικών διαφορών του τυπικού, π.χ., αν οι λιτανείες πέριξ του ναού πρέπει να ακολουθούν την πορεία του ηλίου ή να γίνονται κατά την αντίθετο κατεύθυνση, αν το Αλληλούια πρέπει να ψάλετε δύο ή τρεις Φοράς κ.τ.λ. Σοβαρότερο πρόβλημα αποτελεί ή εμφάνιση της λεγομένης αιρέσεως των Ιουδαιζόντων εν Νόβοκοροντ Περί της προελεύσεως και ονομασίας της κινήσεως αυτής υπάρχουν διάφοροι θεωρίες, με τις οποίες δεν θα ασχοληθούμε εδώ.

Σημασία έχει το γεγονός ότι ή διδασκαλία της ήταν ένα αλλόκοτο κράμα από ορθολογισμό και δεισιδαιμονία και αντιεκκλησιαστικό πνεύμα: Απορρίπτει μεν την στην Άγίαν Τριάδα πίστη, την Θεότητα του Χριστού, τα αγία Μυστήρια και την ιεραρχία της Εκκλησίας, τις αγίες εικόνες του Σωτήρος και των Αγίων, αποδέχεται δε την περιτομή, ορισμένα απόκρυφα και «φιλοσοφικά» βιβλία με μυστηριώδες περιεχόμενο, την αστρολογία κ.τ.λ. Θυμίζει ορισμένες άλλες μεσαιωνικές αιρέσεις ως π.χ. την των Βογόμιλων, των Καθαρών, των Ουσιτών και προ παντός την ελευθεροφροσύνη της Αναγεννήσεως.

Πράγματι ή αίρεση αυτή αποτελεί μία από τις εισβολές του δυτικού κινήματος του Ουμανισμού στην Ρωσία, και ειδικά στο Νόβγκοροντ, το όποιον πάντοτε διετήρει στενότερες σχέσεις με την Δύση. Τα μέλη της αιρέσεως ως επί το πλείστον δεν είναι Εβραίοι, άλλ' ορθόδοξοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διάκονοι και ιερείς. Αυτοί επισήμως δεν αποσχίζονται από την Εκκλησία και διατηρούν τις θέσεις τους, αλλά κρυφά πιστεύουν και ακολουθούν τις διδασκαλίες της αιρέσεως, ή οποία τοιουτοτρόπως διαδίδεται ανεξέλεγκτος και κυρίως στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και τυγχάνει και ευμενούς υποδοχής και στην αυλή του Μεγάλου Ηγεμόνος της Μόσχας.

Την επιτυχία αυτή οι αιρετικοί οφείλουν στην κατά το έτος 1492 (= 7000 από κτίσεως κόσμου) γενικώς αναμενόμενη και μη επελθούσα Δευτέρα Παρουσία του Χριστού επί τη συμπληρώσει της Ζ' χιλιετηρίδας καθώς και στην αμάθεια και ηθική κατάπτωση του κλήρου. Επίσης παρατηρείται προς το τέλος του ΙΕ' αιώνος παρά την επίδραση του ησυχασμού μία παρακμή της μοναχικής ζωής και χαλάρωση της πειθαρχίας σε πολλά μοναστήρια. Τούτο είναι κυρίως το αποτέλεσμα του μεγάλου πλούτου των μονών, οι οποίες λόγω των γενναίων δωρεών ταχέως εξελίχθησαν σε μεγάλα φεουδαρχικά κέντρα και ταυτοχρόνως υπέστησαν την επίδραση του κοσμικού πνεύματος.


Κατά τους αυτούς χρόνους ό Μέγας Ηγεμών Ίβάν Γ Βασίλιεβιτς (1462-1504), αναπτύσσει τις σχέσεις με την Δύση, κυρίως με την Ιταλία, δηλαδή με το κέντρο της Αναγεννήσεως, πράγμα το όποιον μεγάλως συμβάλλει στην διάδοση των νέων ιδεών στην Ρωσία. Ό Τσάρος καλεί Ιταλούς αρχιτέκτονας και τεχνίτες δια να κτίσουν τους μεγαλοπρεπείς ναούς, τα παλάτια και οχυρώματα του Κρεμλίνου, καθώς και ιατρούς και άλλους επιστήμονας. Οι επικοινωνίες με την Ιταλία εξελίσσονται τόσον θετικώς, ώστε ό πάπας Σίξτος Δ' (1471-84) να προτείνει στον χηρεύσαντα Μέγα Ηγεμόνα το χέρι της Ζωής Παλαιολόγου, της ανεψιάς του τελευταίου Βασιλέως του Βυζαντίου και κόρης του Δεσπότου του Μιστρά Θωμά Παλαιολόγου, ή οποία ανετράφη στην Ρώμη υπό την προσωπική κηδεμονία του Πάπα και του καρδιναλίου Βησσαρίωνος κατά το ρωμαϊκό δόγμα.

Ό λατινικός γάμος τελείται με μεγαλοπρέπεια ενώπιον του Πάπα, άλλ' ερήμην του συζύγου στη Ρώμη, και έπειτα ή νεαρή πριγκίπισσα μεταβαίνει με μεγάλη συνοδεία στην Ρωσία. Εκ μέρους του Ποντιφικούς την συνοδεύει ένας επίσκοπος. Ό Σίξτος Δ' ελπίζει ότι ή τροφός του θα εργαστεί για την ένωση της Ρωσικής Εκκλησίας με την Ρώμην ή τουλάχιστον για την υποστήριξη των πολιτικών του ενδιαφερόντων. Εκείνη όμως, μόλις εισήλθε στην ορθόδοξο χωρά, λησμονεί τον παλαιόν ευεργέτη της και ασπάζεται την Ορθοδοξία, μετονομαζόμενη Σοφία. Οι γάμοι με τον Μέγα Ηγεμόνα τελούνται στη Μόσχα κατά την 12ην Νοεμβρίου 1472.


Η παρουσία της ανεψιάς του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορας στην Ρωσία ενισχύει την αυτοπεποίθηση του Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Γ' Βασίλιεβιτς, ό όποιος εισάγει την εθιμοτυπία του αυτοκρατορικού παλατιού στο Κρεμλίνο, προσλαμβάνει τον δικέφαλο αετό στον θυρεό του κράτους και πρώτος αυτοτιτλοφορείται ως Τσάρος και Αυτοκράτωρ (1485). Αυτή ή αλλαγή ανταποκρίνεται προς τις ριζικές εσωτερικές μεταβολές της χώρας κατά την διάρκεια της πολυετούς ηγεμονίας του ενεργητικού, συνετού, διπλωματικού άλλα δολίου και βίαιου ανδρός τούτου: Κατόρθωσε να υπόταξη και να ένωση σχεδόν όλες τις τοπικές ηγεμονίας με την Μόσχα, συμπεριλαμβανομένου και του παλαιού αντιπάλου της, δηλαδή του Μεγάλου Νόβγκοροντ (1471 και 1478).

Κατά το τέλος της ζωής του αφήνει στον διάδοχό του ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος, ή επιφάνεια του οποίου είχε τετραπλασιασθεί. Επί του πεδίου της εξωτερικής πολιτικής ό Ίβάν Γ' σημειώνει επιτυχίας κατά της Λιθουανίας (1503) και ελευθερώνει την χωράν πλέον τελικώς από τον μακροχρόνιο ταταρικό ζυγό (1480). Λόγω της φιλαρχίας και σκληρότητας του ήδη ό Τσάρος ούτος επονομάζεται υπό των συγχρόνων «ό Τρομερός», πολύ προ του διαβόητου εγγονού του Ίβάν Δ' (1533-84), ή ωμότατη και μανιώδης τρομοκρατία του οποίου επισκιάζει πάντα τα προηγούμενα.


Στην υπό του Μεγάλου Ηγεμόνος αποδοχή της ιδέας της βυζαντινής θεοκρατίας και αυτοκρατορίας συντελεί και ή ρωσική Εκκλησία. Κατά την θεωρία αυτήν ή εξουσία του Αυτοκράτορας περιορίζεται μόνον υπό του Θεού και υπό του Θείου Νόμου. Υπό την επίδραση νοτιοσλάβων προσφύγων ό Γέρων Φιλόθεος του Πσκώφ διατυπώνει την γνωστή περί Τρίτης Ρώμης ιδεολογία: «'Όλαι αι χριστιανικέ Βασιλείες παρήλθαν. Άντ' αυτών υπάρχει μόνον ή Βασιλεία του Δεσπότου ημών κατά τα προφητικά βιβλία. Είναι ή ρωσική Βασιλεία. Δύο Ρώμες έπεσαν, άλλ' ή Τρίτη έστηκε, και τετάρτη δεν θα υπάρξει» Σημειωτέον ότι οι λόγοι αυτοί απευθύνονται στον Τσάρο όχι για να του παράσχουν απεριόριστο εξουσία και αυθαιρεσία, αλλά για να τονίσουν την μεγάλη ευθύνη, την οποίαν έχει ως μόνος χριστιανός μονάρχης και προστάτης της Εκκλησίας. Είναι όμως γεγονός οφθαλμοφανές ότι ή εσχατολογική θεώρηση αυτή παραμερίζεται ταχέως από τα δεδομένα μιας πραγματιστικής πολιτικής της ισχύος. Εν τούτοις ή θεοκρατική θεμελίωση της εξουσίας έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της νέας αυτοσυνειδήσεις και αυτοπεποιθήσεις του Τσάρου και για την διαμόρφωση της αντιλήψεως περί του ρόλου του ρωσικού κράτους στην συνείδηση των Ρώσων της εποχής εκείνης καθώς και για την ρωσική Εκκλησία, ή οποία στην θεοκρατία αυτή κατέχει εξέχουσα και προνομιούχων θέση, την οποίαν πληρώνει όμως με την ελευθερία της, δεχόμενη τις συχνές και αυξανόμενος αναμίξεις του Τσάρου στα εσωτερικά της θέματα.

Ή αποδοχή της βυζαντινής θεοκρατίας δεν μπορούσε βεβαίως να προφυλάξει την Ρωσία από τα διεισδύοντα ρεύματα του συγχρόνου ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού. Από του τέλους του ΙΕ' αιώνος παρατηρείται και μία σχετική εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και των μοναστηριών, μία εξωτερίκευση της θρησκευτικής ζωής, μία τυπική μάλλον ευλάβεια με λαμπρά μεν λατρείαν, αλλά και με κάποιον παραμερισμό της εσωτερικής πνευματικότητος και της ηθικής.

Ορθώς ό Γ. Π. Φεντότωφ επισημαίνει το γεγονός ότι ή Ρωσία μέχρι του τέλους του ΙΕ' αιώνος είναι «Αγία Ρωσία», ενώ τώρα γίνεται «Ορθόδοξων Βασίλειον», όπου οί Άγιοι σπανίζουν, αν και Χάριτι Θεού και κατά τους επόμενους αιώνας θα εκλάμψουν μεγάλοι φωστήρες στο στερέωμα της ρωσικής Εκκλησίας, άλλ' εν συγκρίσει με την παλαιοτέρα εποχή είναι ολιγότεροι. (Το αυτό φαινόμενο παρατηρείται δυστυχώς και σε άλλες κατά τόπους ορθοδόξους Εκκλησίας).

Ή λανθάνουσα εκκοσμίκευση ετοιμάζει σιωπηλώς το έδαφος δια την ανοικτή αμφιβολία και απιστία, ή οποία θα φανερωθεί μόλις κατά τας αρχάς του ΙΗ' αιώνος επί Πέτρου του Μεγάλου (1682-1725). Ή εξωτερικώς ανθούσα θεοκρατία δεν δύναται λοιπόν να εκτόπιση την πνευματική κρίση της εποχής, την κρίση της Παραδόσεως. Περί της κατά διαφόρους τρόπους αντιμετωπίσεως του καίριου προβλήματος τούτου θα μιλήσουμε εν τω Βίο του οσίου Νείλου, δεδομένου ότι ό Άγιος λαμβάνει ενεργό μέρος στην προσπάθεια επιλύσεως των ζωτικών προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής της εποχής του. Εδώ αρκούμεθα σε ένα γενικότατο σχεδιάγραμμα των κυριότερο πνευματικών ρευμάτων της εποχής, χρησίμευαν κατά κάποιον τρόπο ως βάθος του πίνακας επί του οποίου θα ζωγραφιστεί ή φωτεινή εικόνα του Αγίου.
 ΤΟΥ ΕΝ ΟΣΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΑΣΚΗΤΙΚΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΒΙΟΣ , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΣΙΚΗ και ΣΧΟΛΙΑ
ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ GROLIMUND

Β ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
via