«ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (+1767) ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΒΣΚΥ (+1722-1794).
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (+1767) ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΒΣΚΥ (+1722-1794).
Οι άγιοι Πατέρες, οίτινες διδάσκουν δια μόνων των εντολών του Χριστού να ταπεινώσωμεν τα πάθη και να καθαρίσωμεν την καρδίαν από τους κακούς λογισμούς, καθώρισαν να έχουν οί έργάται τα δύο ταύτα ως ισχυρότατα όπλα, τουτέστιν τον φόβον του Θεού και την μνήμην της παρουσίας του Θεού, κατά τον λέγοντα• «Τω δε φόβω Κυρίου εκκλίνει πάς από κάκου» και «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Προτείνουν λοιπόν να έχει κανείς την μνήμην του θανάτου και της Γεέννης και ακόμη την ανάγνωσιν των Αγίων Γραφών.
Καλά μεν είναι ταύτα πάντα δια τους καλούς και ευλαβείς άνδρας. Εις δε τους αναίσθητους και απολιθωθέντας, καν αύτη αυτή ή Γέεννα ή ό Θεός αποκαλυφθεί αισθητώς, δεν θα τους προξενήση ουδένα φόβον. Προς τούτοις δε και αυτός ό νους των αρχαρίων μοναχών ταχέως αμβλύνεται κατά την μνήμην τούτων και φεύγει άπ' αυτά ως μέλισσα από καπνόν.
Αν και ή των τοιούτων μνήμη είναι καλή και ωφέλιμος εν ώρα πολέμου, όμως υπεράνω του κάλου τούτου φανέρωσαν οί πνευματικώτατοι και εμπειρότατοι Πατέρες ένα έτι μεγαλύτερον και ασύγκριτον καλόν, το όποιον δύναται να βοηθήση και τους λίαν αδυνάτους.
Και του μεν πρώτου ομοίωμα και εικών είναι ό αληθών εν μύλαις δι' ιδίων χειρών και δυνάμεως, του δε δευτέρου ό αληθών εν μύλω δι' ύδατος και μηχανής. Διότι όπως το ύδωρ άφ' εαυτού κινεί τον τροχόν και την πέτραν, ούτω και το γλυκύτατον όνομα του Ιησού μετά της μνήμης της παρουσίας του Θεού, Όστις ολοτελώς ζή εν τω Ιησού, κινεί τον νουν εις την προσευχήν. Περί δε τούτου ό μέγας εν θεολογία Ησύχιος επισημαίνων, λέγει• «Ψυχή ευργετουμένη και γλυκαινομένη υπό του Ιησού, αναπέμπει μετά τίνος αγαλλιάσεως και αγάπης και μετ' εξομολογήσεως αίνον προς τον Ευεργέτη, ευχαριστούσα και επικαλούμενη Αυτόν μετ' ευφροσύνης». Και πάλιν «Όπως είναι αδύνατον να ζήσωμεν τούτον τον βίον, μη τρώγοντες και πίνοντες, ούτω είναι αδύνατον χωρίς φυλακής του νοός ή ψυχή να φθάση εις τι το πνευματικόν και θεάρεστον, ή να έλευθερωθή κατά τον νουν από την άμαρτίαν, έστω και αν βιάση κανείς τον εαυτόν του δια τον φόβον των κολάσεων να μη άμαρτάνη». Και ακόμη• «Εάν παρά την θέλησιν ημών εισήλθον λογισμοί εις την καρδίαν, και εδυναμώθησαν, και εστάθησαν, ή ευχή του Ιησού γνωρίζει να εκδίωξη αυτούς εκ του βάθους της καρδίας».
Έμπειρος ων της τοιαύτης τάξεως και γυμνασίας του μυστηρίου, ό μέγας Γέρων, ό όσιος πατήρ ημών Νείλος, ό ερημίτης του Σόρα, συνέταξε το παρόν βιβλιάριον, δεικνύων εν αύτω την αρχήν της νοεράς εργασίας, την νίκην τε και την ήτταν των αοράτων εχθρών και ημών.
Κατά τον μεν πρώτον τρόπον, δηλαδή άνευ της νοερας προσοχής, έστω και αν θα υπήρχε προκοπή, θα ήτο όμως λίαν βραδεία και επίπονος. Κατά δε τον δεύτερον προσεγγίζει ό εργάτης ταχέως και ευκόλως τον Θεόν, λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Εκεί μεν υπάρχει μόνον εξωτερική προσευχή και μελέτη και εργασία των εντολών εδώ δε υπάρχουν αμφότερα, δηλαδή εξωτερική και εσωτερική φυλακή.
Διότι όταν Όπως αρχάριος μοναχός μετά την αποταγήν από τον κόσμον και από την ενέργειαν των μεγάλων και θανάσιμων αμαρτημάτων υποσχεθή ενώπιον του Θεού, ότι θα απέχη όχι μόνον από τα μικρά καθημερινά και συγγνωστά αμαρτήματα, δια τα όποια αυτός Όπως Θεός παρήγγειλε να προσευχώμεθα αδιαλείπτως, άλλα και από την ενέργειαν των παθών και των κακών λογισμών εκείνων, και εισελθών με τον νουν του εντός της καρδίας, αρχίσει να επικαλείται εις πάντα πόλεμο και κατά παντός κάκου λογισμού τον Κύριον Ιησούν ή όταν εξ αδυναμίας συγκατατεθεί με την προσβολήν του εχθρού, αλλά, άφ' ου έπραξε τα αντίθετα των εντολών του Χριστού, προσπέσει εις τον Κύριον με την εγκάρδιον προσευχήν, μετανοών και περιφρονών τον εαυτόν του, και παραμείνη εις αυτά έως του τέλους του, πίπτων και εγειρόμενος, νικώμενος και νικών, και ζήτηση νύκτα και ημέραν εκδίκησιν από τον αντίδικόν του, δεν θα έχη ούτος την ελπίδα των αγαθών, ότι θα τύχη της σωτηρίας; Διότι συμβαίνουν εις τους αγωνιζόμενους, —όπως ή πείρα διδάσκει—, νοεραί και αισθητοί πτώσεις, άιτινες δεν είναι προς θάνατον, ως τα προερχόμενα εκ του λογικού μέρους, εκ του θύμου και της επιθυμίας, δηλαδή εκ του τρίμερους της ψυχής, ή τα γινόμενα δια των σωματικών αισθήσεων, τουτέστιν δια της οράσεως, δια της ακοής, δια της ομιλίας, δια της γεύσεως, δια της αφής και της οσφρήσεως. Και δεν είναι δυνατόν και αυτοί οί μεγάλοι άνδρες να διαφύγουν μέχρι τέλους τον μώμων εις τα καθημερινά αμαρτήματα ταύτα, τα μη προς θάνατον όντα, των οποίων αρχή είναι οι λόγοι, ή σκέψις, ή αγνοία, ή λήθη, το ακούσιον, το περιστατικόν, τα όποια και συγχωρούνται δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού, είπεν ό άγιος Κασσιανός.
Αν κανείς ολιγοψυχήσας ειπεί περί τούτων, ότι ό άγιος Κασσιανός εννοεί μόνον τους Αγίους, οίτινες καθαρίζονται δια της Χάριτος του Χριστού από τας καθημερινός αμαρτίας ταύτας, και όχι τους αρχαρίους και τους εμπαθείς, ας έχη λοιπόν και ή τοιαύτη γνώμη την θέσιν της. Άλλα προ πάντων λάβε την διάκρισιν και λύσιν τοιούτων υποθέσεων εκ των Αγίων Γραφών, πώς έκαστος αρχάριος και εμπαθής καταδικάζεται δια τα καθημερινά αμαρτήματα και πάθη, ένοχος γενόμενος της αιωνίου κολάσεως, και πώς πάλιν και ούτος δύναται επίσης να τύχη δια της Χάριτος του Χριστού της συγχωρήσεως, όπως και πάντες οί Άγιοι, δια της ανά πάσαν ώραν μετανοίας και εξομολογήσεως εις τον Θεόν.
Διότι υπάρχει ένας, —είπεν ο άγιος Δωρόθεος—, ο όποιος ενεργεί το πάθος, άφ' ου ακούσει ένα λόγον και ταράττεται, ή λέγει πέντε λόγους ή δέκα αντί εκείνου του ενός λόγου, και εχθρεύεται και ταράττεται, και άφ' ου παύση από την ταραχή, εξακολουθεί να σκέπτηται κακά κατά του ειπόντος εις αυτόν τον λόγον εκείνον, και μνησίκακων εναντίον αυτού, και λυπούμενος, ότι δεν είπε περισσότερα εκείνων, τα όποια είπε, και ετοιμάζει εντός του εαυτού του ακόμη οξύτερους λόγους, δια να του ειπεί αυτούς. Και πάντοτε λέγει διατί δεν είπον εις αυτόν ούτω, και πρέπει να του ειπώ ούτω, και πάντοτε οργίζεται. Ιδού μία κατάστασις, δηλαδή το να έχη κανείς το κακόν εις συνήθειαν. Ό Θεός να φύλαξη ημάς από της τοιαύτης καταστάσεως! Διότι ή τοιαύτη κατάστασις υπόκειται οπωσδήποτε εις κόλασιν.
Υπάρχει δε άλλος, όστις, αφ` ου ακούσει τον λόγον, ταράττεται και λέγει και εκείνος πέντε ή δέκα λόγους αντί του ενός και θλίβεται, ότι δεν είπε και άλλους τρεις πικρότερους, και λυπείται, και μνησικακεί. Διανύει δε εις ταύτα ολίγας ημέρας και μεταστρέφεται. Άλλος παραμένει μίαν ήμέραν και μεταβάλλεται. Άλλος αγανακτεί, εχθρεύεται, ταράττεται, ταράττει και αμέσως μεταβάλλεται. Ιδού πόσαι διάφοροι καταστάσεων! Και όμως, υπό τον Άδη ευρίσκονται ούτοι πάντες, έως ότου ενεργήσουν. Εκ των τοιούτων και εκ πάντων των λοιπών γνωρίζεται σαφώς, διατί ο εμπαθής δεν δύναται να καθαριστή δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού από τάς νομιζομένας μικράς αμαρτίας, άιτινες δεν είναι προς θάνατον.
Ας προχωρήσωμεν λοιπόν επί την λύσιν του πώς συγχωρούνται τα τοιαύτα αμαρτήματα εις τους αρχαρίους και εμπαθείς. Διότι αυτός ο άγιος Δωρόθεος είπε• «Συμβαίνει να ακούσει κανείς ένα λόγον και να θλιβη λοιπόν εντός του εαυτού του, όχι επειδή εδέχθη ύβριν, άλλ' επειδή δεν υπέμεινε ταύτην. Ούτος είναι της καταστάσεως των αγωνιζομένων, είναι των εναντιουμένων εις το πάθος. Άλλος αγωνίζεται και κοπιά, έπειτα όμως νικαται από την ενόχλησιν του πάθους. Έτερος δεν θέλει μεν να ανταποκριθή κακώς, συναρπάζεται δε από την συνήθεια. Άλλος μεν αγωνίζεται να μη λέγη ουδέν κακόν, θλίβεται όμως, ότι εδέχθη την ύβριν, αλλά περιφρονεί τον εαυτόν του, ότι θλίβεται, και μετανοεί δι' αυτό. Άλλος μεν δεν θλίβεται, ότι εδέχθη ύβριν, άλλ' ούτε χαίρει. Ιδού ούτοι πάντες είναι οί εναντιούμενοι εις το πάθος, διότι κατά την προαίρεσιν κατέπαυσαν το πάθος και δεν θέλουν να ενεργήσουν αυτό, αλλά και θλίβονται και αγωνίζονται. Είπον δε οί Πατέρες, ότι παν πράγμα, όπερ δεν θέλει ή ψυχή, είναι ολιγοχρόνιον.
Λέγω εις υμάς και παραβολήν, προς τίνα είναι όμοιος ό μεν ενεργών το πάθος και προσδεχόμενος αυτό:
Είναι όμοιος πρός ανθρωπον, κατατοξευόμενον υπό του εχθρού αυτού και δεχόμενον τα βέλη με τάς χείρας του, και βάλλοντα αυτά εις την καρδίαν του. Ό δε εναντιούμενος εις το πάθος είναι όμοιος με τον κατατοξευόμενον μεν υπό του εχθρού αυτού, ενδεδυμένον δε θώρακα και μη δεχόμενον τραύματα. Ό τοιούτος λοιπόν, έστω και εμπαθής ων, δύναται όμως Χάριτι Χριστού να τύχη συγχωρήσεως εν ταις τοιαύτας καθημερινές αμαρτίες, άιτινες δεν γίνονται εκ προθέσεως, άλλ' ακουσίως, περί των οποίων ό Κύριος ενετείλατο εις τον αγιον Πέτρον να συγχώρηση έως έβδομηκοντάκις επτά κάθε εκάστην ήμέραν. Και τούτο επιβεβαιώνει ό άγιος Αναστάσιος ό Σιναΐτης, λέγων «Νοούμεν και σκεπτόμεθα περί των μεταλαμβανόντων των αγίων Μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, ότι εάν έχουν μικρά τίνα και ευκολοσυγχώρητα αμαρτήματα, ως π.χ. τα δια της γλώσσης, ή εξ οργής, ή δια τίνος των τοιούτων, εάν κατηγορήσουν τον εαυτόν των και εξομολογηθούν εις τον Θεόν και ούτω μεταλάβουν των αγίων Μυστηρίων, πιστεύομεν ότι ή μετάληψις των αγίων Μυστηρίων γίνεται εις αυτούς εις καθαρισμόν των τοιούτων αμαρτημάτων». Όμοια δε είπε και ό άγιος Ποιμήν «Θέλω ανθρωπον αμαρτήσαντα και μετανοούντα υπέρ τον μη αμαρτάνοντα και μη μετανοούντα» και τα λοιπά.
Και επειδή εν αρχή έγινε λόγος περί της ευδόκιμου ταπεινώσεως των παθών δια της νοεράς προσευχής και δια των εντολών, δέον ήδη να δείξωμεν τρανώτατα και αυτήν ταύτην την ενέργειαν της νοεράς πάλης κατά των παθών.
Επέρχεται λοιπόν ή προσβολή του εχθρού με οποιονδήποτε πάθος ή με κακόν λογισμόν; Ό εργάτης επικαλείται τον Χριστόν εναντίον τούτων, και ό διάβολος απόλλυται με την προσβολή του. Έπεσε εξ αδυναμίας με την σκέψιν ή τον λόγον ή από οργή ή από σαρκική επιθυμία; Ικετεύει τον Χριστόν, εξομολογούμενος εις Αυτόν και μετανοών. Κατέχεται από ακηδία και λύπη, οι οποίες στενοχωρούν τον νουν και την καρδίαν; Κρατείται από την μνήμην του θανάτου και της Γεέννης και της παρουσίας του Θεού, και ολίγον εις ταύτα κοπιάσας, επικαλείται τον Χριστόν. Έπειτα, άφ' ου εύρη ειρήνη από τον πόλεμο, πάλιν ικετεύει τον Χριστόν να του είναι ελεήμων δια τάς εκούσιας και ακουσίας αμαρτίας. Και εν ώρα πολέμου και ειρήνης της ψυχής προστρέχει απλώς εις τον Χριστόν, και ό Χριστός γίνεται εις αυτόν τα πάντα εν πάσι, εν καλαίς τε και κακαίς συγκυρίαις. Και ό τοιούτος δεν άγεται από την γνώμην, ότι κατορθώνει κάτι προσευχόμενος ή ευαρεστών εις τον Θεόν διότι όλη ή δέησης του έχει την αρχήν και το τέλος από τον φόβον των κολάσεων και από την μετάνοιαν των αμαρτιών, επειδή άλλη είναι ή έννοια της εξωτερικής δεήσεως και άλλη ή της εσωτερικής: Ό μεν εκπληρώνει την ψαλμωδία κατά τον αριθμόν και ελπίζει εις τον Θεόν, και όταν αφήση ταύτην, κατακρίνει τον εαυτόν του. Ό δε, τυπτόμενος υπό της συνειδήσεως δια τάς καθημερινάς αμαρτίας, περί ων έγινε λόγος, και υπομένων τάς επιδρομάς των προσβολών του εχθρού, βοά πάντοτε προς τον Χριστόν, έχων κατά νουν το ρητόν τούτο• «Αν και ανέλθης πασαν την κλίμακα της τελειότητας, προσεύχου υπέρ αφέσεως των αμαρτιών». Και πάλιν «Θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι... ή μύριους λόγους εν γλώσση». Και οΰτως εκπληρώνει άνευ πάσης αμφιβολίας την υπό του αγίου Δωροθέου διδαχθείσαν εναντίωσιν εις τα πάθη. Ίσως και κάτι μεγαλύτερον, επειδή ό Άγιος ούτος καθορίζει μόνον, ή εναντίωσις να γίνη μέχρις οδύνης. Και καταλήγει με την παραβολήν, ότι οί τοιούτοι είναι όμοιοι προς τους κατατοξευομένους υπό του εχθρού, ενδεδυμένους όμως θώρακα και μη δεχόμενους τραύματα. τούτο δε παρέλαβε ό Άγιος παρά του προφήτου• «Ιδού γαρ, —είπε—, ελυπήθην και έπορεύθη στυγνός, και ίασάμην τάς οδούς αυτού». Όπως και ό Χρυσόστομος είπεν «Αν μόνον θρηνής δια τάς αμαρτίας, και τούτο θα σου γίνη μεγίστη ιατρεία». Εδώ δεν πρόκειται μόνον περί εναντιώσεως μέχρις οδύνης, άλλα και περί προσευχής, και συντριβής, και μετανοίας, και αλλοιώσεως καλής προς φυλακήν των εντολών, στεναγμού τε και εξομολογήσεως. Όπως και ή «Προσευχή τοις προς ύπνων απιούσι» διδάσκει, λέγουσα• «Ει ωρκίσθην εις το όνομα σου ή ελοιδόρησα αυτό εν τοις διαλογισμοίς μου, ή ητίμασα τίνα, ή καταλάλησα τίνος εν τη οργή μου, ή ελύπησα τίνα, ή ώργίσθην δια τίνα αιτίαν» και τάς λοιπάς μνημονεύσεις των συγγνωστών και ακουσίων αμαρτημάτων, τα όποια συμβαίνουν εις τους ασκούμενους εις την νοεράν έργασίαν, προς την οποίαν πολλοί δεν θέλουν ούτε καν να υψώσουν τους οφθαλμούς αυτών, προσβλέποντες εις τάς καθημερινάς πτώσεις και νομίζοντες ότι έκαστος ασκούμενος εις την ίεράν έργασίαν ταύτην πρέπει να είναι καθαρός εκ τούτων. Όπερ δεν έχει ούτως, Όπως ανωτέρω εδείχθη. Έκτος αν ενεργήση κανείς τα πάθη εκουσίως, και ούτω τα αυτά πάθη και αμαρτήματα γίνονται εις τον ένα οσμή εις ζωήν, εις δε τον άλλον οσμή εις θάνατον. Διότι ό μεν πρώτος έρχεται εις ταπείνωσιν δι' αυτών, και εις έπίγνωσιν της αδυναμίας του, και εις μετάνοιαν, ό δε δεύτερος εις πώρωσιν και αίώνιον απώλεια εκ της τόλμης αυτού. Αν όμως είπη ότι είναι δυνατόν να καθαρισθή κανείς και άνευ της νοεράς εργασίας από των τοιούτων αμαρτημάτων με την δια της Χάριτος του Χριστού μετάνοιαν, εις τούτον δίδεται δια της επαναλήψεως των εδώ γεγραμμένων ή έξης απόκρισις• Θες μοι, ω τοιούτε, εκ της μιας πλευράς τάς έντολάς του Χριστού, εκ δε της άλλης την αδιάλειπτον προσευχήν «άφες ημίν τα όφειλήματα ημών». Δός μοι δε και την αληθινή πρόθεσιν να μη παραβης ούτε μίαν εντολή, τουτέστιν, να μη επιθυμήσης, να μη οργισθής, να αγαπάς τους εχθρούς, να ευεργέτης τους μισούντας, να προσεύχεσαι υπέρ των επηρεαζόντων έπειτα να εκκλίνης από φιληδονίαν, φιλαργυρίαν, λογισμούς πορνείας, λύπην, κενοδοξίαν και ύπεροψίαν καί, απλώς ειπείν, από πάντα τα αμαρτήματα και τους κακούς λογισμούς. Καί μετά της τοιαύτης προθέσεως πρόσελθε εις την εξάσκησιν της νοεράς εργασίας, και πρόσεχε επιμελώς, ποσάκις παραβαίνεις ακόμη καθ' εκάστην ήμέραν παρά την πρόθεσίν σου τάς έντολάς, καί δια πόσων αμαρτιών, παθών καί πονηρών λογισμών τραυματίζεσαι. Μίμου δε καί την χήρα εκείνη, ήτις επιμένει εις τον κριτήν νύκτα καί ήμέραν, καί άρχισον να κράζης προς τον Χριστόν εν πάση ώρα δια πάσαν εντολή, την οποίαν παραβαίνεις, καί δια πάν πάθος καί δια πάντα κακόν λογισμόν, δια των οποίων νικάσαι. Λάβε καί προς τούτοις ως καλόν σύμβουλον την Άγίαν Γραφήν, καί βραδύνων εν τοις τοιούτοις, ελθέ καί γνωρίζον μοι, τι βλέπεις εν τη ψυχή σου. Μήπως καί συ ό ίδιος δεν αναγνωρίζεις ότι είναι πράγμα αδύνατον να ύπαρξη ή τοιαύτη προσοχή εις την εξωτερική προσευχήν άνευ της μόνης νοεράς εργασίας; Διότι αύτη διδάσκει τον εραστή της τοιαύτα μυστήρια καί πληροφορεί την ψυχήν του, ότι δεν απολλύει τον κανόνα του, αφήνων την πολλήν ψαλμωδία, τους κανόνας τε καί τα τροπάρια καί στρέφων πάσαν την σπουδήν του προς την νοεράν προσευχήν, αλλά μάλιστα αυξάνει εκείνον. Διότι Όπως ό Νόμος είχε δύναμιν καί σκοπό να οδήγηση τους πάντας προς τον Χριστόν, αν καί φαίνηται ότι καταργείται υπό Τούτου, ούτω καί ή πολλή ψαλμωδία παραπέμπει τον εργάτη προς την νοεράν προσευχήν, καί δεν επεκτείνεται έφ' ολην την μοναχικήν ζωήν. Διότι καί αυτή ή πείρα εκείνης διδάσκει, ότι προσευχόμενος μόνος γνωρίζει κανείς ότι υπάρχει κάποιον μεσότοιχον μεταξύ ημών καί του Θεού, «ως τείχος χαλκούν», κατά τον προφήτη, το όποιον δεν αφήνει τον νουν ημών να βλέπη εν τη προσευχή καθαρώς προς τον Θεόν, ούτε να προσεχή εις την καρδίαν, εντός της οποίας περιέχονται πάσαι αί ψυχικαί δυνάμεις και ή πηγή των λογισμών, καλών τε και κακών.
Και επειδή το ιερόν βιβλιάριον τούτο διδάσκει τους θέλοντας να ησυχάσουν την μεγάλην ακρίβεια και αποκαλύπτει τάς αιτίας της επερχόμενης πλάνης, δια τούτο παραπέμπομεν εκεί τον αναγνώστη και λέγομε μόνον τούτο• οί άγιοι Πατέρες διαιρούν όλη την μοναχικήν πολιτείαν εις τρεις μόνον τάξεις: την πρώτη, το κοινόβιο την δευτέρα ονομάζουν βασιλική ή μέση οδό, δηλαδή το να ζή κανείς ανά δύο ή τρεις και να έχουν κοινήν κτήσιν των αναγκαίων, κοινή τροφή και αμφίεσιν, κοινή εργασίαν και κοινόν εργόχειρον και πάσαν την πρόνοιαν του βίου από κοινού. Υπεράνω δε πάντων τούτων πρέπει εκκόπτοντες το ίδιον θέλημα να υποτάσσωνται εις αλλήλους εν φόβω Θεού και αγάπη• τρίτην δε την κατά μονάς άναχώρησιν, ήτις είναι έργον των τελείων και αγίων ανδρών. Τώρα όμως τινές μη προσέχοντες εις το κύρος της Αγίας Γραφής, εφεύρον δια τον εαυτόν των ούτε κατά το θέλημα ούτε κατά την παράδοσιν των αγίων Πατέρων, τετάρτην τάξιν ή ζωήν: Διότι κτίζοντες κελλία έκαστος οπουδήποτε καν θέληση είτε μακράν είτε εγγύς, ζουν κατά μονάς, και έκαστος προτιμά το ίδιον θέλημα και μετά μερίμνης διώκει ιδιοκτησία και τα λοιπά. Και κατά την τοιαύτην τάξιν και πολιτείαν των ομοιάζουν προς τους αναχωρητές, κατά δε την κρίσιν και φοβεράν επιτίμησιν των αγίων Πατέρων προς πάντας τους νοσούντας εκ ψυχικών παθών και αποτολμώντας να μονομαχήσουν αναχωρητικώς μετά των δαιμόνων, είναι όμοιοι προς τους ιδιορρύθμους και αύτοπροσκόπτας, διότι οί ίδιοι εφεύρον δια τον εαυτόν των τον βίον, οί ίδιοι εις αυτόν και προσκόπτουν, μη δυνάμενοι να ζουν ειρηνικός και διαρκώς εις αυτόν, επειδή δεν είναι κατά το μέτρον και κατά τον βαθμόν των. Ό δε προσβλέπων προσεκτικώς εις το φιλόπονον βιβλίον του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου ευρίσκει εκεί ουδέν το λεγόμενον ιδιορρυθμία και μονομαχία, αλλά μόνον τον μονήρη και ακοινώνητων βίον. Μάλιστα δε και ό συγγραφεύς του Βίου του Αγίου τούτου δεικνύει ότι ούτε ένα των μαθητών του δεν άφησε να ζή εγγύς ή μακράν κατά μονάς εν κελλίω. Άλλα συνήγαγεν εις τρεις λαύρας και δύο πύργους πλήθος μοναχών, ηλικιωμένων και νέων, και έδωσεν εις αυτούς την τάξιν της αποκοπής του θελήματος και της υπακοής. Πάντας δε τούτους δίδαξε την νοεράν έργασίαν, λέγων όμως ότι το να διδάξη κανείς και πάντας τους άλλους, δεν είναι προσήκον, αλλά μόνον τους αγροίκους και αγράμματους εκείνους, οίτινες είναι υπήκοοι. Διότι ή υπακοή μετέχει πασών των αρετών δια την ταπείνωσιν. εις δε τους ανυπηκόους δεν δίδεται, δια να μη πλανώνται, είτε είναι αγροίκοι, είτε σοφοί. Διότι ό ιδιόρρυθμος δεν δύναται να διαφυγή την οίησιν και τα λοιπά. Και αυτός ούτος ό μακάριος Γέρων Νείλος προέφερε πολλούς και φοβερούς λόγους κατ' εκείνων, οί όποιοι θέλουν να ζουν κατά μονάς, εμπαθείς όντες, και λίαν επαινέσας την βασιλικήν όδόν, λέγει ότι ή τάξις και το τυπικόν ταύτης ισχύουν εν τω Άγίω Ορει του Άθω, όπου και δεικνύει εις πάντας την μέχρι σήμερον πάλαιαν και νέαν οίκοδόμησιν των κελλίων ως ζώσαν εικόνα της βασιλικής οδού. Διότι εκεί τα κελλία —είτε μετ' εκκλησίας είτε άνευ εκκλησίας— έχουν πάντοτε χώρον δια δύο ή τρία πρόσωπα και όχι δι' ένα μόνον. Εάν ή βασιλική οδός θα ήτο το να ζή έκαστος εγγύς ή μακράν κατά μονάς, ποία ανάγκη ή χρεία θα υπήρχε να μνημόνευση τους δύο ή τρεις; Διότι κατά την γνώμην ταύτην είτε πρόκειται περί δύο ή τριών είτε περί μεγάλου πλήθους, είναι όλον ένα και το αυτό. Διότι έκαστος έχει το ίδιον θέλημα και τον ίδιον λογισμόν μεθ' εαυτού. Και τούτου του βίου τύπος και υπογραμμός είναι ό νέος αδελφός εκείνος, όστις κατώκησε μόνος εν κελλίω και απεκρίθη εις τους ερωτώντας• «Ιδού ήδη έγινα αναχωρητής». Αυτόν δε εξήγαγον οί Πατέρες εκ του κελλίου και διέταξαν να περιέλθη πάντας και να ειπη• «Συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες, ότι δεν είμαι αναχωρητής».Μετά ταύτα είπον οί Γέροντες• «Εάν βλέπης ένα νέον αναβαίνοντα προς τον ούρανόν, κράτησον αυτόν από τους πόδας, ρίψον αυτόν επί την γήν!».
Άλλα τίς είναι ό λόγος, τον όποιον προφασίζονται οί τοιούτοι; «Δια να μη εξοργίσω άλλους, —λέγουν—, και να μη εξοργισθώ εναντίον του αδελφού, δια να έκκλίνω δε από την αργολογία και την κατάκριση, ζω κατά μονάς». — «Δεν γνωρίζεις, φίλε, ότι ταύτα, τα όποια είπες, και τα όμοια προς ταύτα ταπεινώνουν, μάλλον δε καταισχύνουν τον ανθρωπον, και δεν υψώνουν αυτόν, όπως είπον οί Πατέρες, διότι εις την νεότητα είναι ωφέλιμον να πίπτη;». Ή δε κενοδοξία και ή οίησης και ή πονηρία και τα όμοια προς ταύτα προξενούν έπαρσιν και τύφον. Δια τούτο είναι καλύτερον, ζών μετά του αδελφού να γνωρίση κανείς την αδυναμία και το μέτρον του και να περιφρόνηση τον εαυτόν του δι' αυτό, να κατανυγη μετανοών ενώπιον του Κυρίου καί να καθαρισθή δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού, καθώς ελέχθη ήδη περί τούτου, παρά να φέρη κενοδοξίαν καί οίησιν μετά πονηρίας ένδον, καί δια του κατά μονάς βίου να περικαλύπτη καί να τρέφη εκείνα, «δια τα όποια δεν έπρεπεν ούτε καν ίχνος μονήρους ησυχίας να μη βλέπουν», λέγει ό της Κλίμακος μετά πάντων των μεγάλων Πατέρων. Καί αυτός ούτος ό μονήρης βίος συνήθως προξενεί όχι μικράν βλάβην εις τον εμπαθή, διότι «ή ησυχία, —είπεν ό μέγας Βαρσανούφιος—, προσφέρει την αιτίαν της υψηλοφροσύνης». Εάν όμως ή ησυχία οδήγηση τον αδύνατον προς την υψηλοφροσύνη, καί βιάσουν αυτόν εις ταύτην ακόμη καί αυτά τα πάθη της ψυχής, ποία ελπίς υπάρχει δια να έχη κανείς την τόλμη προς την τοιαύτην μονομαχία καί να μη υποταχθή εις την διδασκαλία των αγίων Πατέρων να ησυχάση ανά δύο ή τρεις εις την βασιλική όδόν; Διότι όταν δέση κανείς μετ' ισχυράς πίστεως τον λογισμόν του καί την θέλησίν του προς την συμβουλήν των αδελφών, ό τοιούτος κατ' άλήθειαν εκπληρώνει άνευ κόπου την εντολή του Κυρίου «μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών, τι φάγητε ή τι πίητε, μηδέ τω σώματι, τι ενδύσησθε». Καί εργασία καί το κάθισμα καί ή έξοδος του τοιούτου γίνεται κατά την συμβουλήν καί την θέλησίν των αδελφών, μόνον δια την αναγκαία χρείαν του βίου αυτών, καί αυτός διαφεύγει την εμφώλευσιν της προσβολής καί την θρασύτητα του εναντίου, όστις στροβιλίζει καί σείει πάντα ιδιόρυθμον ως σίτον εν κοσκίνω. Διότι αυτός ούτος ό κοινοβιακός βίος δίδει δια μόνων των εντολών του Χριστού προθυμίαν εις τον μοναχόν προς πάν έργον. εις αυτόν δε καί εναντιώνεται ό σατανάς, διότι εδώ δεν δύνανται να χωρήσουν ή φιλαυτία καί ή εμπάθεια, αί οποίαι καταδυναστεύουν καί φέρουν τον εμπρησμό του εχθρού, ώστε έκαστος εμπαθής, όστις ζή κατά μονάς, να περιέρχηται από έργον εις έργον καί από μέριμναν εις μέριμναν. Καί θαύμα αληθώς φοβερώτατον ώφθη εναντίον των τοιούτων κατά τους παρόντας καιρούς• διότι τινές, αφήσαντες την απομόνωσίν των, επεκοινώνησαν με αδελφούς, οί όποιοι δεν είχον ιδικόν μου καί ιδικόν σου, όπερ ονομάζεται υπό των Πατέρων Άδης του πονηρού. Αυτοί, —γνωρίζοντες ότι εκείνοι ειργάζοντο πριν το εργόχειρο κατά το ίδιον θέλημα καί δια προσωπικό κέρδος καθ' ήμέραν εις μεγάλην ποσότητα καί ελεύθεροι από αγγαρεία—, διέταξαν αυτούς να εργάζονται καθ' όλη την εβδομάδα μόνον εκείνη την ποσότητα, την οποίαν ειργάζοντο πριν δια τον εαυτόν των εις μίαν ήμέραν. 'Αλλ' ακηδιάσαντες είπον «Βαρύ είναι τούτο εις ημάς». Οτε δε επέτρεψαν εις αυτούς ακόμη να εκπληρώσουν μόνον το ήμισυ, είπον ότι ούτε τούτο είναι δυνατόν. Μετ' έλεγχου εξεταζόμενοι απεκρίθησαν όμως ότι το να εργάζονται δια τον εαυτόν των δίδει προθυμίαν τινά και ζήλον εδώ δε αντί τούτων φύονται ό γογγυσμός και ή οκνηρία.
Αληθώς ελέχθη λοιπόν, ότι πας ό κοινοβιακώς μετά δύο ή τριών ζών ελευθερώνεται δια της συμβιώσεως ταύτης από την φιλαυτίαν και εμπάθειαν, και οφείλει μόνον με τάς έντολάς του Χριστού να παρακινή τον εαυτόν του εις πάν έργον. Διότι άνευ της τοιαύτης διδασκαλίας και πίστεως νομίζει ότι είναι δούλος ή μισθωτός στερούμενος μισθού και ότι διάγει βίον αβίωτον. Διότι όπως εις τον αδύνατον και εμπαθή κατά μονάς ζώντα έναυσις και αναγκασμός εις πάν έργον εξωτερικόν είναι ή φιλαυτία και ή εμπάθεια, ούτω και εις τον κοινοβιάτην μόναι αί έντολαί ή ό Χριστός παρακινούν την προθυμία εις την τυχούσαν έργασίαν εν τω βίω αυτών. Δια τούτο πρέπει και όφείλομεν ημείς οί εμπαθείς, της βασιλικής οδού κρατούμενοι, να ησυχάσωμεν ανά δύο ή τρεις, ώστε να διαφύγωμεν και την πλάνην, και να μη δουλεύσωμεν εις την φιλαυτίαν και εμπάθειαν, και να διασωθώμεν από τον μώμον της ιδιορρυθμίας. Αντί δε πάντων των τοιούτων ευρίσκομεν την εύκολον τρίβον και την ανοικτή θύραν προς την έργασίαν των εντολών του Χριστού και την εξάσκησιν της νοεράς ιερουργίας.
Ας μη επιθυμήση κανείς να αναχωρήση εις την απομόνωσιν και έρημον, όπως είπεν ό άγιος Κασσιανός, αλλά να απέλθη μόνον ό τέλειος και από παντός πάθους καθαρισθείς, άφ' ου εν τη συνοδεία των κοινοβιαζόντων αποβράση και εξαφρίση μετά των λοιπών μέχρι τέλους πάσας τάς αδικίας αυτού. Ούτος μόνον δύναται να απέλθη προς αυτήν, και τούτο όχι εξ ολιγοψυχίας ή αποφεύγων την προθυμία, αλλά δια να απόκτηση την θείαν θεωρίαν, επιθυμών την τελείαν και φωτεινή δρασιν Κυρίου του Θεού, διότι αυτή γίνεται εφικτή μόνον εις τους τελείους εν τη μονώσει. Όταν ό μοναχός μεταφέρη τα αθεράπευτα πάθη με τον εαυτόν του εις την έρημον, παραμένουν μόνον περικεκαλυμμένα ένδον του, και δεν εκριζώνονται. Διότι ή έρημος γνωρίζει μόνον εις τους έχοντας διωρθωμένην την συνήθειαν να άνοιξη την είσοδον προς την χαροποιόν θεωρίαν και να γέμιση αυτούς με την οπτασία των φωτεινών μυστηρίων του Πνεύματος. Πάντες δε εκείνοι, οίτινες είναι αδιόρθωτοι εις τα ήθη των, εις την έρημον θα φυλάξουν την κακίαν των. Άλλ' όχι μόνον τούτο, αλλά θα προσθέσουν και δεινότερα ή θα πολλαπλασιάσουν αυτήν περισσότερον, και μέχρι τοσούτου νομίζεται ό μοναχός ότι έχει υπομονή, μέχρις ότου έλθη κανείς εις κοινωνίαν μετ' αυτού. Διότι μόλις ούτος λαβή αφορμή εκ τούτων, ευθύς θα επιστρέψη εις την πρώτη συνήθεια του, επειδή τότε αναφύονται εντός του τα απόκρυφα πάθη, καί ως ίπποι αχαλίνωτοι και παχυνθέντες δια της μακράς στάσεως οδηγούν τον ιππέα των ταχύτερον εις τον ολεθρον. Διότι Όταν απορρίψωμεν την διδασκαλία καί νουθεσία των αδελφών, αναφύονται εντός ημών οί άγριοι βλαστοί της κακίας, εάν δεν καθαρισθούν. Καί εκείνη ή σκιά υπομονής, την οποίαν φυλάξαμεν, ζώντες από κοινού μετά των αδελφών, άφ' ενός μεν δια την τιμήν των, άφ' ετέρου δε δια την εντροπή καί τον σκανδαλισμό, Όταν αμεριμνήσωμεν, θα αφανισθή δια της αμελείας άφ' ημών. όπως πάσα ιοβόλος ασπίς ή πάν άγριον θηρίον, Όταν εν σπηλαίω καί φωλεα της ερήμου απόκρυψη καί κάλυψη τον εαυτόν του, μήπως τότε δεν είναι επικίνδυνο καί βλαβερό; Μάλλον κατά τον καιρόν εκείνον δεν βλάπτει καί δεν γνωρίζει τα μέτρα του, αν είναι άκακον ή κακόν, διότι δεν έχει κανένα παρευρισκόμενο να δήξη. Καί τούτο δεν οφείλεται εις την καλήν κράσιν της ασπίδος, άλλ' ό έρημος καί ακατοίκητος τόπος δεν της επιτρέπει να συντέλεση το κακόν, διότι όταν ευρέθη ευκαιρία δια την βλάβην, θα εξεμέση το κεκρυμμένον δηλητήριον και την πικράν κακίαν. Όθεν εις τους ζητούντας την τελειότητα εν τη έρήμω δεν αρκεί να μη οργιστούν εναντίον των ανθρώπων. Ενθυμούμαι τούτο: οτε έζήσαμεν εν τη έρήμω και ειργάσθημεν με τους καλάμους, τινές εξ αυτών ήσαν πολύ παχείς καί τίνες πολύ λεπτοί δια την έργασίαν. Επίσης και ό πέλεκυς ήτο αμβλύς και δεν έκοψε ταχέως τους καλάμους, ακόμη δε και οτε εσπεύσαμεν προς την εκκλησιαστική ψαλμωδία, ό πυρίτης λίθος δεν εξέβαλε αμέσως σπινθήρας πυρός, καί εξωργίσθημεν εναντίον τούτων πάντων ούτω πικρώς, ώστε δια τούτο ταραχθέντες τον νουν κατηράσθημεν όχι μόνον την αφωνον κτίσιν, άλλα και αυτόν τον δαίμονα. Όθεν προς άπόκτησιν της τελειότητας δεν αρκεί το να μη ζή κανείς μετά των ανθρώπων, κατά των οποίων πληρούται από οργή. Διότι, αν πρώτον δεν άποκτήσωμεν ένδον ημών την υπομονή, κινούμεν δια μικράν αιτία την οργή και εναντίον των αψύχων και άφωνων πραγμάτων. Διότι ό Άγιος της Κλίμακος λέγει• «Όστις νοσεί εκ ψυχικού πάθους και αρχίζει την ησυχία, είναι όμοιος προς εκείνον, ό όποιος εκπηδά εκ του πλοίου εις το πέλαγος και νομίζει ότι επί σανίδος θα εξέλθη ακινδύνως εις την ξηράν. Όσοι μάχονται ακόμη με τον βόρβορον, εις αυτούς έρχεται εν τω καιρώ της ή ησυχία, αν έχουν καί καθοδηγούντα, διότι ή απομόνωσις απαιτεί αγγελικήν ισχύν, —καί πάλιν—, ησυχία απείρους αποπνίγει».
Εις τρεις γενναίας καταστάσεις περιλαμβάνεται όλος ό μοναχικός βίος: εις την μαρτυρική άναχώρησιν καί μόνωσιν, ή εις την ησυχία μεθ' ενός ή δύο, ή εις το να καθίση κανείς καρτερικώς εν τω κοινοβίω. «Μη εκκλίνης, —είπεν ό Εκκλησιαστής—, εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά», «άλλα βασιλική όδω πορεύου». Ή μέση των ειρημένων ήτο λοιπόν ωφέλιμος εις πολλούς. «Ουαί δε αύτώ τω ένί, όταν πέση» είτε εις ύπνον είτε εις οκνηρίαν ή απόγνωσιν, δεν θα έχη τον εγείροντα αυτόν εν άνθρώποις. «Ου γαρ εισιν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το έμον όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών», είπεν ό Κύριος. Δεν είναι το αυτό ό κατά μονάς μοναχός, ως ό μοναχός μετά μονάχου. Τουτέστιν, δεν σώζεται κατά τον αυτόν τρόπον από το σκάνδαλο ο μονήρης ως ό έχων άλλον μοναχό μεθ' εαυτού. Ηκουσα ότι κάποιος ανήρ εκάθητο εν ησυχία ως ιέραξ εν κλωβό. Ούτος ένδον του εαυτού του ηγανάκτησεν εκ πικρίας καί οργής καί επεπήδησεν εναντίον κάποιου εκεί ευρισκομένου, Όστις ελύπησεν αυτόν. Εκ τούτου λοιπόν εσυνετίσθην εγώ καί ευσεβώς συμβουλεύω να μη καθίση κανείς κατά μονάς, δια να μη γίνη εξ άνθρωπου δαίμων.
Τα ρητά ταύτα εκ των αγίων Πατέρων εμνημονεύθησαν εδώ ολίγον δια μόνην την αναμφίβολον απόδειξιν της βασιλικής καί άπτώτου οδού, περί της οποίας οί παλαιοί καί οί έσχατοι Πατέρες γράφουν, μακαρίζοντες τον ανά δύο ή τρεις βίον. Διότι νόμισάν τίνες, ότι το να ζή κανείς μη κοινοβιακός, αλλά πλησίον ή μακράν εντός του ιδικού του κελλίου κατ' ιδίαν καί κατά καιρούς να συνέρχηται δια συμβουλήν, τούτο είναι ή μέση καί βασιλική οδός. Άλλα δεν έχει ούτω, δεν έχει! Διότι παν κάθισμα μη κοινοβιακόν, είτε αν το κελλίον είναι εγγύς είτε μακράν, δεν αντιστοιχεί προς το μέτρον της μέσης οδού ταύτης, αλλ` αποτελεί αναχωρητικόν βίον καί μονομαχίαν κατά των δαιμόνων, όπως ήτο εν τη μονή του αγίου Γερασίμου παρά τον Ιορδάνη, καί κατά τον βίον τούτον μέγα πλήθος εμπαθών καί αδυνάτων εβλάφθησαν παλαιότερον καί τώρα. Δια τούτο διατάσσουν οί Άγιοι να ζώμεν ανά δύο ή τρεις κοινοβιακός, όπως εν φόβω Θεού υποτασσόμενοι εις αλλήλους, γνωρίσωμεν την αδυναμία ημών.
Διότι όταν δύο συμφωνήσουν να ζήσουν κοινοβιακός, δίδουν εις τον εαυτόν των την υπόσχεσιν να αρχίσουν οποιανδήποτε πνευματικήν ή σωματική έργασίαν μόνον κατά την δύναμιν και κατά την αναγκαία χρείαν των και όχι περιττώς, ούτε άκαίρως, άλλα μάλιστα κατά την διάκρισιν των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων. Έπειτα, άφ' ου ό ένας σκεφθη κάτι περί οποιουδήποτε έργου ή περί εξόδου, και είπη περί τούτου εις τον άδελφόν του, εκείνος, εξετάσας το πράγμα, εάν είναι άκαιρον ή όχι αναγκαίων, δεν συμφωνεί προς αυτό. Ό δε αδελφός πάλιν, βλέπων την καλήν διάκρισιν αυτού και μη συνιστών τον ίδιον λογισμόν και την ιδίαν γνώμην, υποτάσσεται εις την συμβουλήν εκείνου, ως έχουσα την μαρτυρίαν εκ της Γραφής. Μήπως τούτο δεν είναι απάρνησις του ιδίου θελήματος και πνευματική συμβουλή; Και αντιθέτως, εάν αντιληφθή ότι είναι αναγκαίων εκείνο, περί του οποίου ρώτησεν αυτόν ό αδελφός εν καιρώ, και συμφωνήση προς την κρίσιν και την θέλησιν εκείνου, δεν σημαίνει τούτο ότι ό δεύτερος ηρνήθη το ίδιον θέλημα και υπετάχθη εις την συμβουλήν του αδελφού; Και ούτως εις παν έργον και πασαν επιχείρησιν ενίοτε ό ένας, ενίοτε ό άλλος δίδει δια της απαρνήσεως του ιδίου θελήματος καλήν πληροφορίαν εις την πρωτοβουλία του αδελφού, και συνηθίζουν εις τον καλόν και άπτωτων βίον, έχοντες την πρόθεσιν ταύτην και στερεάν πίστιν ότι ή ψυχή των θα έχη μέγα κέρδος, όταν κανείς αποκόψη το θέλημα του ενώπιον του αδελφού του εις πάντα τα πράγματα, εις τα όποια δεν υπάρχει κίνδυνος ψυχικός και παράβασις των εντολών του Χριστού. Αν ποτέ κανείς ολίσθηση εξ απροσεξίας εις φιλόνεικον δικαιολογίαν καί, νομίζων τούτο ως πτώσιν της ψυχής του, επιστρέψη προς τον Θεόν και τον άδελφόν μετά μετανοίας, τυγχάνει συγχωρήσεως δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού, διότι ως άνθρωπος έπεσε και ηγέρθη, μηδέν αμφισβητών. Και αυτή είναι ή οδός ή βασιλική, ή άπτωτος, και όχι εκείνη, δηλαδή το να ζή κανείς κατ' ιδίαν.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ούτος δε ό μακάριος Γέρων ημών Νείλος, ενδεικνύων το μέσον μέτρον της τροφής και της πόσεως, παραλαμβάνει ακόμη εκ του λόγου του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου ότι «πάς ό θέλων να απόκτηση τον Θεόν, πρέπει να μεταλαμβάνη εκ πάντων των ηδέων μετ' εγκράτειας». Ταύτα δε τα ηδέα είναι εις πολλούς ακατανόητα, αν πρόκειται δηλαδή περί ξηρών καρπών και οπωρών ή περί ελαίου και ιχθύος. Άλλα φαίνεται ότι εδώ δεν γίνεται λόγος περί ξηρών καρπών και λάχανων ή περί οπωρών και μέλιτος. Διότι Ταύτα είναι νηστίσιμα και ξηρά εδέσματα, και ουδέποτε έπρεπε να απέχη κανείς τούτων, άλλ' οπωσδήποτε περί ιχθύος και ελαίου και οίνου γίνεται λόγος. Όθεν ή απορία αυτή δύναται να λυθή εκ του λόγου του αγίου επισκόπου Ηρακλείδου, του λέγοντος οΰτως• «Όστις μετά διακρίσεως μεταλαμβάνει των τροφών και μετά διακρίσεως απέχει αυτών, δεν θα αμαρτήση καθ' όλου, διότι τω δικαίω νόμος ου κείται». Ελαφρότερο είναι να πίνη κανείς οίνον μετά διακρίσεως ή ύδωρ μετά υπεροψίας. Και βλέπε μοι άνδρας αγίους μετ' ευλαβούς λογισμού πίνοντας οίνον και ανθρώπους αισχρούς και διεφθαρμένους μεθ' υπερηφάνειας άλόγως πίνοντας ύδωρ. Και δια τούτο να μη επιτίμησης, μήτε να επαινέσης το είδος των εδεσμάτων και πόσεων, αλλά να μακαρίσης ή να επιτίμησης το φρόνημα των καλώς ή κακώς μεταλαμβανόντων τούτων. Ωνείδισαν κάποτε οί Ιουδαίοι τον Κύριον δια τους Αποστόλους, λέγοντες• «Διατί οί μαθηταί σου ου νηστεύουσιν ως οί του Ιωάννου;». Και πάλιν επετέθησαν εις τους μαθητάς και μεμφόμενοι ειπόν «Ό διδάσκαλος υμών εσθίει και πίνει μετά τελωνών και αμαρτωλών». Απεκκριθεί δε εις αυτούς ό Σωτήρ• «Ήλθεν Ιωάννης δια της οδού της δικαιοσύνης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων —λέγω δε κρέας και οίνον, διότι άνευ των άλλων τροφών δεν δύναται κανείς να ζή— και λέγουσι δαιμόνιον έχει. Ήλθεν ό Υιός του ανθρώπου έσθίων και πίνων, και λέγουσιν, ιδού, άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών». Και τι να πράξωμεν λοιπόν ημείς; Να μη ακολουθήσωμεν ούτε τους επιτιμώντας, ούτε τους επαινούντας. Μετά του Ιωάννου να νηστεύσωμεν συνετώς, αν και θα ειπούν «Δαιμόνιον έχετε», ή μετά του Ιησού να πίωμεν οίνον εν μέτρω, αν και θα ειπούν «Ούτοι οί άνθρωποι είναι φάγοι και οινοπόται»; Να γνωρίσωμεν ότι ούτε το φαγητόν είναι κατ' άλήθειαν κάτι, ούτε ή πόσις, αλλά ή πίστις μετ' αγάπης και έργων συγκεκραμένη. Διότι όταν εις πάσαν έργασίαν ακόλουθη ή πίστις, δεν κατακρίνεται ό τρώγων και πίνων δια την πίστιν. Διότι πάν το μη εκ πίστεως είναι αμαρτία.. Άλλα να μη λέγη κανείς εκ των φιλήδονων ή καθ' οποιονδήποτε τρόπον αμαρτησάντων, ότι δια της πίστεως περικαλύπτεται, διότι ό Σωτήρ παρήγγειλε να γνωρίσωμεν αυτούς εκ των καρπών αυτών. Ό δε καρπός των κατά τον θείον λόγον και κατά το Πνεύμα και κατά την σωφροσύνην ζώντων είναι ή αγάπη, ή ειρήνη, ή μακροθυμία, ή πραότης και ή εγκράτεια. Το λοιπόν δε, υγιαινούσης μεν της σαρκός να απέχωμεν των πιαινόντων εδεσμάτων, ασθενούσης δε ή νοσούσης ή μετόχου γενομένης λύπης και στενοχώριας, να δώσωμεν εις αυτήν τροφήν και πόσιν, αί οποίαι είναι εν τοιαύτη περιπτώσει ως ιαματικαι επιχύσεις προς ιατρείαν των λυπηρών. Να αποστατήση δε έκαστος απ` εκείνα, τα όποια βλάπτουν την ψυχήν θυμόν, λέγω, φθόνον, κενοδοξίαν, συκοφαντίαν και οίησιν. Διότι είναι φανερό ότι κατά μεν τον Ισάγγελον βίον του Ιωάννου και το λάχανον και τα οπωρικά και ό ξηρός άρτος και το ύδωρ είναι ξηροφαγία. Κατά δε την θεανθρώπινον πολιτείαν του Χριστού οί ξηροί καρποί, το έλαιον, ό ιχθύς και ό οίνος είναι ηδεία τροφή. Τούτων μετέλαβεν ό Χριστός προ του Πάθους καθώς και μετά την Άνάστασίν Του ανεπίληπτος. Περί των ηδέων φαγητών τούτων μαρτυρείτε φανερώς και εν τω Βίω των οσίων Πατέρων Συμεών του Σαλού και Ιωάννου του αδελφού αυτού, επειδή ούτοι αμφότεροι εφαγον και έπιον την προσφερθείσαν υπό του αγγέλου τροφήν, τουτέστιν αρτον λευκόν, ιχθύν και οίνον, μετά τίνων φιλοχρίστων, οίτινες επεσκέφθησαν αυτούς εν τη έρήμω. Όθεν και ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης ωνόμασε την τοιαύτην τροφήν ηδείαν, της οποίας μεταλαμβάνει κανείς εν καιρώ καταλλήλω και μετά συνέσεως προς δόξαν Θεού. Διότι άλλοι, σφάλλοντες της ορθής κρίσεως, λαμβάνουν αυτήν προς κατάλυσιν και φιληδονίαν. και άλλοι πάλιν, εξ απιστίας και μικροψυχίας νοσούντες, απέχουν τούτων, νομίζοντες ότι ή τοιαύτη τροφή και πόσις γίνεται εμπόδιο προς επίτευξιν της τελειότητας. Αν και μεταξύ του βίου του Ιωάννου και του Χριστού δεν υπάρχη αντίθεσις, άλλ' οί διακριτικοί Πατέρες διδάσκουν —όχι τόσον δια την σωματική ημών άσθένειαν, όσον δια την ψυχική— να μιμώμεθα μάλλον τον θεανθρώπινον βίον του Χριστού και όχι τον Ισάγγελον του Ιωάννου. Διότι όπως τα πάθη —κατά τον της Κλίμακος— τα μεν ταπεινώνουν ημάς, τα δε υψώνουν, ούτω και αί αρεταί γνωρίζουν να προξενούν ταπείνωσιν και έπαρσιν. Ό μεν νοσεί εκ του πάθους της οιήσεως και της πονηρίας, ό δε εκ πορνείας και φιληδονίας και δια τον πρώτον ή υπέρμετρος νηστεία είναι έλαιον εις το πυρ εκχεόμενον, και δια τον δεύτερον ή κατάλυσις είναι όφις θαλπόμενος εν τοις κόλποις. Εις τούτους δε ή μέτριος και συνετή χρήσις των φαγητών είναι ιατρεία, όπως είπεν ό Μέγας Βασίλειος• «Ουδέν διαφέρει του νηστεύοντας ό λαμβάνων τροφήν εν μετρώ». Όχι μόνον τούτο, άλλα και την συνεχή ασιτία κατώρθωσεν ό τοιούτος δια της ευδιάκριτου επιμελείας του σώματος. «Και να μη περιφρόνησης ταύτα, ζηλωτά πλήρης πάσης υπεροψίας», είπεν ό άγιος Κασσιανός. Διότι ή άμετρος νηστεία ή κατάλυσις είναι αμφότεραι του διαβόλου, άλλ' ή άμετρος και αδιάκριτος νηστεία φέρει μεγαλυτέραν βλάβην παρά το να τρώγη κανείς κατά κόρον. Διότι Όχι δια να μας ωθήσουν εις λάκκον, αλλά μάλλον δια να μας απομακρύνουν από τον λάκκον, διατάσσουν οί άγιοι Πατέρες να ακολουθήσωμεν την μέσην όδόν και να μη δράμωμεν ακαίρως την υψηλήν. Και οί ίδιοι λοιπόν εκείνοι, διανύσαντες βίον υπέρ φύσιν, είχον διαφόρους και εις ημάς πάντως ανερμήνευτους λογισμούς, δια των οποίων εκινήθησαν εις υψηλήν νηστείαν και κόπους. Διότι τινές εξ αυτών εδάμασαν την σάρκα των με κακοπάθειαν δια μόνην την αγάπην του Χριστού, μιμούμενοι το εκούσιον Αυτού υπέρ ημών Πάθος. Τοιούτος δε ήτο ό Γέρων του μεγάλου Παχωμίου, όστις δεν εγεύθη ποτέ βραστού φαγητού, ούτε κρέατος, ούτε οίνου, λέγων «Ό Χριστός εσταυρώθη υπέρ εμού και εγεύθη χολής, και εγώ θέλω να λάβω κρέας και οίνον εις το στόμα μου; Άλλοι δε υπέμειναν νηστείαν και υπέρμετρους κόπους δια τάς αμαρτίας αυτών, ως ή Μαρία ή Αιγυπτία, και ο Παφνούτιος, και όμοιοι προς αυτούς. Οί δε πλείστοι ενήστευσαν δια την σωφροσύνην και απάθειαν. Τινές δε γεννηθέντες κατ' επαγγελίαν και εκ κοιλίας μητρός αφιερωθέντες εις τον Θεόν, υπέμειναν κόπους και νηστείαν υπέρ φύσιν, ως ό μέγας θαυματουργός Νικόλαος, ο Θεόδωρος ό Συκεώτης και άλλοι τοιούτοι. Όσους δε ήγγισε το ούράνιον πυρ, τούτων ανέφλεξε τάς ψυχάς εις ανέκφραστους κόπους και νηστείαν, ώστε να μη αισθάνονται ταύτα. Τοιούτος δε ήτο ο Συμεών ο εν τω θαυμαστώ ορει, και πάντες οί άγιοι μάρτυρες. εις έτέρους μόνον ή αίσθησις, ήτις έθιξε τάς καρδίας δια της μνήμης της Γεέννης ή του φοβερού βήματος του Χριστού, τόσον ενήργησεν, ώστε Όχι μόνον δεν ησθάνοντο τον πόνον και τους κόπους, άλλ' λησμόνησαν και τον εαυτόν των. Τοιούτος ήτο ό Γέρων εκείνος, όστις εκ της αισθήσεως της μνήμης του θανάτου εξηράνθη και έπεσεν ως νεκρός και άλλοι πολλοί. Ούτοι πάντες κατώρθωσαν εν συνέσει και καλή προαιρέσει δια της Χάριτος του Χριστού υψηλάς άρετάς και νηστείαν, μη γνωρίζοντες ότι μετέρχονται τίνα αρετή, αλλά μόνον με τον νουν κράτησεν έκαστος την πνευματικήν αίσθησιν και εκρέμασεν όπισθεν του πάσαν καλήν έργασίαν. Διότι ούτε την νηστείαν, ούτε τους άλλους κόπους ενόμισαν αρετή, άλλα το μόνον, το όποιον ήθελον, ήτο το να παραστήσουν εις τον Χριστον τον εαυτόν των κατά φύσιν, όπως καί εκτίσθησαν. Τινές δε ομοιοπαθείς καί αδιάκριτοι καί Όχι μόνον μη έχοντες εντός του εαυτού των ούτε καν μίαν αίσθησιν, ούτε ένα χάρισμα των προειρημένων, άλλ' ούτε γνωρίσαντές ποτέ τα τοιαύτα, εμιμήθησαν την νηστείαν καί τους κόπους των Αγίων με Όχι καλόν λογισμόν καί Όχι καλήν πρόθεσιν, νομίζοντες ότι μετέρχονται αρετή. Προσμένων δε ό διάβολος ως κύων προς θήραν, ρίπτει εις την κοιλίαν των τον σπόρον της χαροποιού οιήσεως, εκ του οποίου συλλαμβάνεται και ανατρέφεται ο εσωτερικός φαρισαίος, καί οΰτως ήμέραν προς ήμέραν κατατοξεύων αυτούς, παραδίδει τους τοιούτους εις την τελείαν υπερηφάνειαν, δια την οποίαν παραχωρούνται υπό του Θεού εις την έξουσίαν του σατανά. Διότι αν καί ό Πέτρος καί ο Παύλος καί οί λοιποί όμοιοι προς αυτούς είναι άγιοι καί θαυμαστοί άνδρες, όμως είναι άνθρωποι. Όθεν καί αυτοί οί Άγιοι χρειάζονται μεγάλην προσοχήν να μη υποστούν ολίσθημα προς την υψηλοφροσύνη, επειδή ουδέν διεγείρει τόσον ευκόλως προς ύπερηφάνειαν, όσον ή έχουσα γνώσιν περί των πολλών αξιών αυτής συνείδησις και ή ψυχή, ήτις ζή εν τη έλπίδι εκείνων. Οί δε αδιάκριτοι προτίμησαν το είδος των τροφών και πόσεων και απέρριψαν την σύνεσιν των καλώς ή κακώς απεχόντων ή μεταλαμβανόντων τούτων. Καλώς λοιπόν αληθώς και ευδιακρίτως εδίδαξαν ημάς οί Άγιοι την βασιλικήν οδόν, ονομάζοντες ταύτην άπτωτον. Διότι κάποτε κάποιος, όστις συνεβίωσε με άδελφόν εν ησυχία, έφθασεν εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε να προσευχηθή προς τον Θεον να του αποκάλυψη ποίαν αρετήν ακόμη δεν κατώρθωσεν. Άλλα μήπως δεν ήσαν πάντες τοιούτοι, ατενίζοντες προς το ύψος και την τελειότητα των εντολών του Χριστού να θεωρήσουν τον εαυτόν των ελλιπή, αν και ήσαν άγιοι και τέλειοι; Διότι αν είπωμεν, —λέγει ο Θεολόγος—, ότι «άμαρτίαν ουκ εχομεν, εαυτούς πλανώμεν». Και πάλιν ό μέγας Παύλος• «Καυχήσομαι, —είπεν—, εν ταίς ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση έπ' έμέ ή δύναμις του Χριστού». Πολλοί δε απομεμονωμένοι ερημίται έπραξαν τούτο πρέποντος με απλότητα και άπονηρευτον λογισμόν και τρόπον, άλλοι δε με φανεράν οίησιν. Και τούτου ένεκα και ό Κύριος τους μεν έφερεν εις ταπείνωσιν, πέμψας αυτούς προς ενάρετους άνδρας, ζώντας εντός των πόλεων —όπως έστειλεν εκείνον τον βοσκόμενον μετά των αγρίων βουβάλων προς τον ηγούμενον, διατάσσων τούτον να διορίση αυτόν να βοσκή χοίρους, και εκείνον πάλιν να παραδοθή εις την υπακοήν του κοινοβίου, πράγμα όπερ αυτός μη δυνάμενος να υπομείνη, εγνώρισε την αδυναμίαν του και παρεκάλεσε να απολυθή πάλιν εις την έρημο τους δε παρεχώρησεν ο Θεός ως ανιάτως νοσούντας εις την εξουσίαν του σατανά. Καλώς λοιπόν είπεν ό της Κλίμακας ότι «ή κατά μονάς ησυχία σαγηνεύει τους απείρους». Και ό μέγας Βαρσανούφιος είπεν «Ή ησυχία προσφέρει την αιτία της υψηλοφροσύνης» και τα λοιπά. Καί να μη θαυμάση κανείς ότι έκαστος, όστις μετέρχεται την νηστείαν, μετάνοιάν τε και αγρυπνίαν, ψαλμωδίαν τε και χαμαικοιτίαν και τα όμοια προς ταύτα, αν νομίση ότι κατορθώνει τάς άρετάς, αμαρτάνει κατά την πρόθεσίν του ενώπιον του Θεού. Διότι εάν κανείς και εκ των εχόντων τα δάκρυα και κλαιόντων νομίση ότι πράττει καλώς, μάλιστα δε επί πλέον επαρθή απέναντι των μη εχόντων δάκρυα, αυτός εις μάτην κοπιά, είπεν ό της Κλίμακος.
Έρώτησις• Καί πώς —έρωτα κανείς— δύναται τις τα τοιαύτα πράττων να μη σκεφθή ότι πράττει καλώς;
Απόκρισης• Δια τούτο λοιπόν και ελέχθη ανωτέρω ότι όχι μόνον δεν έχομεν ορθήν κρίσιν και πνευματικήν αίσθησιν, άλλ' ούτε καν γνωρίζομεν κατά διάνοιαν τα τοιαύτα και αμιλλώμεθα δια την απομόνωσιν και το υψηλό κατόρθωμα των αγίων Πατέρων. Διότι υπάρχει, κατ' άλήθειαν υπάρχει ό τοιούτος απότομος και σκληρός λογισμός, όχι μόνον να μη βλέπη κανείς τάς άρετάς του, άλλ' ούτε να σκεφθη ότι παν κατόρθωμα του είναι αρετή, όπως περί τούτου ήδη ελέχθησαν ολίγα τινά. Διότι αν δεν είχεν ούτω, πώς θα ήδύναντο οί Άγιοι να έχουν τον εαυτόν των ύποκάτω πάσης της κτίσεως, ή, πόσον προσεγγίζει κανείς τον Θεόν, τόσον βλέπει τον εαυτόν του αμαρτωλόν, και τα λοιπά; Καί αυτή είναι ή δύσκολος αλφάβητος, το να γνωρίση κανείς τον βαθμον και το μέτρον του εαυτού του, με ποίον λογισμον και ποίαν πρόθεσίν σκοπεύει να μετέρχηται τάς άρετάς. Το λοιπόν δε, αν και εις τινας Χάριτι Θεού ή μόνη αίσθησις ή έννοια αποβαίνη πρόξενος της ταπεινοφροσύνης, όμως υπάρχει και εις έκαστον μία φυσική κίνησις ή έννοια, κλίνουσα προς την ταπείνωσιν ή την ματαιοδοξίαν, προς τον φόβον του Θεού ή προς την τόλμην. Αυτή αποτελεί εκείνο, το όποιον δίδει την σύστασιν προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Αν ειπεί κανείς ότι πάντα τα τοιαύτα είναι εφικτά μόνον εις ολίγους, εις τούτον αποκρίνονται οί άγιοι Πατέρες ότι πρέπει να κρατήται της βασιλικής οδού, της μέσης και άπτώτου, ήτις είναι ή ανά δύο ή τρεις κοινοβιακή ησυχία. «Διότι πολλάκις ό εχθρός δίδει προθυμίαν προς την μεγάλην νηστείαν και τους κόπους των Αγίων, —είπεν ό άγιος Ισαάκ—, προς την κατά μονάς ησυχίαν και σιωπήν, δια να σαγήνευση εκείθεν τον υπακούσαντα εις την συμβουλήν του». όμοια είπε και ό άγιος Κασσιανός περί τούτων «Ή νέκρωσις της σαρκός και ή εγκράτεια των λογισμών δεν πρέπει να είναι υπέρ την φυσικήν δύναμιν και το υπό του Θεού δοθέν χάρισμα, το όποιον ό Θεός εδώρισεν εις πολλούς και επιφανείς Αγίους προς αγώνας και μεγάλην αυστηρότητα, προσελκύων αυτούς δια ιδιαιτέρας εμπνεύσεως. Αν λοιπόν δεν έχης τάς θείας δυνάμεις ταύτας, μη θέλησης να ακολουθήσης τους Αγίους με σκληρούς κόπους και ασυνήθεις νεκρώσεις, άλλα μετά προσοχής πρόσβλεψαν και θαύμασον ταύτα, και ταπείνωσον τον εαυτόν σου κατά το ρητόν του αγίου της Κλίμακος περί των πτωχών «Επειδή εκείνοι, —λέγει—, οί όποιοι βλέπουν τους βασιλικούς θησαυρούς, περισσότερον γνωρίζουν την πενίαν των, ούτω και ή ψυχή, ήτις αναγινώσκει τα περί των μεγάλων αρετών των Πατέρων, καθίστα το φρόνημα της πάντως ταπεινότατον». Ό δε άγιος Ιουστίνος λέγει• «Ή ουράνιος Χάρις φθάνει τους πάντας, άλλ' όχι κατά το ίσον μέτρον. Ό Κύριος θέλει τους πάντας να σώση, άλλ' όχι να αγιάση». Άλλ' εντεύθεν να μη νομίσης ότι είσαι ανεπιτήδειος, επειδή δεν δύνασαι εν τη σαρκί σου να ζής αυστηρώς και ασκητικώς ως οι άγιοι. Διότι δύνασαι και συ να επιτελής με Θέρμον πόθον και σπουδήν την εσωτερικήν εργασίαν μετά ταπεινώσεως, και δια ταύτης να ευαρεστήσης τον Θεόν. Διότι ό πορφυροφόρος προφήτης δεν είπεν «ενήστευσα, ή ηγρύπνησα, ή εχαμαικοίτησα», αλλά• «Εταπεινώθην, και έσωσε με» συντόμως ό Κύριος. Και πάλιν ό άγιος Κασσιανός είπε• «Μετά πάσης σπουδής ας ζητήσωμεν λοιπόν το χάρισμα της διακρίσεως, διότι αυτή έχει την ίσχύν να φυλάξη». Της μεν πηγής μήτηρ είναι ή άβυσσος, της δε διακρίσεως ή ταπείνωσις. Μη υπάρχοντος φωτός, τα πάντα είναι σκοτεινά, και μη υπαρχούσης ταπεινώσεως, πάντα τα ημέτερα είναι μάταια. Πώς δυνάμεθα να αποκτήσωμεν ταύτην; Άκουσον του υπό του Κυρίου ρηθέντος• «Άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ας προσευχώμεθα λοιπόν προθύμως προς τον Κύριον, να μας δώση εις πάσας τάς εργασίας ημών ταπείνωσιν, ήτις συνήθως προέρχεται εκ πίστεως και φόβου Θεού, πραότητος και τελείας ακτημοσύνης, δια των οποίων κατορθώνεται και ή τελεία αγάπη, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, ω και ή δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ