ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Επιστολή του αυτού μεγάλου Γέροντος προς αδελφό, ζητήσαντα παρ' αυτού να του γράψει τα προς ωφελείαν ψυχής.
Εις το γράμμα σου, Κύριε Πάτερ, το όποιον μου εγραψας, ζήτησας παρ' εμού να σου γράψω τα προς ωφελείαν ψυχής και να σε πληροφορήσω περί του εαυτού μου, επειδή νομίζεις ότι έχω θλίψιν εναντίον σου εξ αιτίας των λόγων, τους οποίους είπωμεν μετά σου, όταν ευρέθης εδώ. Και δια τούτο συγχώρησαν μοι! Συνεβούλευσα, υπενθυμίζων εις τον εαυτόν μου και εις σε ως εις οικείων μου αγαπητό, —καθώς και είναι γεγραμμένο «Τα μυστήρια μου θα αποκαλύψω εις τους οικείους μου και εις τους υιούς του οίκου μου»— ότι δεν πρέπει να επιτελέσωμεν ωρισμένας εργασίας απλώς και ως έτυχεν, άλλα κατά τας Θείας Γραφάς και κατά την Παράδοσιν των αγίων Πατέρων, πρωτίστως δε τας εξόδους από το μοναστήριον. Πρέπει να τας κάμνωμεν μόνον δια την ψυχική ωφέλεια και όχι δια κάτι άλλο. Επειδή τώρα δεν βλέπομεν να τηρώνται τα πολιτεύματα των θείων νόμων κατά τας Αγίας Γραφάς και κατά την Παράδοσιν των αγίων Πατέρων, άλλα κατά τα ίδια θελήματα και κατά τας επινοήσεις των ανθρώπων. Και εις πολλάς περιπτώσεις παρατηρείται ότι πράττομεν και αυτό καθ' εαυτό το διεστραμένο και νομίζομεν ότι με αυτό μετερχόμεθα την αρετή. τούτο όμως συμβαίνει, διότι δεν γνωρίζομεν τας Αγίας Γραφάς, επειδή δεν εχομεν ζήλον να ερευνώμεν ταύτας με φόβον Θεού Και ταπείνωσιν, άλλ' αμελούμε δι' αυτάς και ασχολούμεθα περί τα ανθρώπινα.
Εγώ δε δια τούτο σου ομίλησα κατά τούτον τον τρόπον, επειδή θέλεις να ακούεις και να πράττης τον γνήσιον λόγον του Θεού και όχι πλαστόν. Εγώ δε σου τον παρέθεσα χωρίς να σε κολακεύσω, ούτε να κρύψω την σκληρότητα της στενής Και τεθλιμμένης οδού. Εις άλλους μεν ομιλώ κατά το μέτρον ενός εκάστου. Σύ δε γνωρίζεις την ευτέλεια μου εξ αρχής ως οικείος εν Πνεύματι αγαπητός μου. Δια τούτο και τώρα σου γράφω, εμφαίνω τα περί του εαυτού μου, επειδή ή κατά Θεόν αγάπη σου με αναγκάζει και με καθίστα άφρονα να σου γράψω περί του εαυτού μου.
Οτε έζημεν εν τω μοναστηρίω, καθώς συ ο ίδιος γνωρίζεις, απεμακρυνόμην από τας κοσμικάς συμπλοκάς και έπρατταν κατά δύναμιν τα των Θείων Γραφών, αν και δεν κατόρθωσα αυτά εξ αιτίας της οκνηρίας και της αμελείας μου. Έπειτα, επιστρέψας μετά την περιήγησιν της ξενιτείας μου εις το μοναστήριον, έκτισα έξωθεν πλησίον του μοναστηρίου κελίον δια τον εαυτόν μου και έζησα ούτω κατά την δύναμίν μου. Τώρα όμως μετώκησα μακρότερον από το μοναστήριον, άφ' ου Χάριτι Θεού εύρον τόπον αρεστό εις τον λογισμό μου, επειδή τυγχάνει δυσπρόσιτος εις τα τέκνα του κόσμου, όπως και συ ό ίδιος είδες. Και προ πάντων ερευνώ τας Θείας Γραφάς: πρώτον τας έντολάς του Κυρίου και τας ερμηνείας των και τας αποστολικός Παραδόσεις, έπειτα και τους βίους και τας διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, και προσέχω εις αυτά. Και όσα είναι σύμφωνα με τον νουν μου και με την εύαρέστησιν του Θεού και είναι προς ωφελείαν της ψυχής, αντιγράφω δια τον εαυτόν μου και μελετώ αυτά, και εις αυτά έχω την ζωήν και την αναπνοή μου. Και την αδυναμία και την οκνηρία και την αμέλειά μου ανέθεσα εις τον Θεόν και εις την πανάχραντον Θεοτόκον. Και αν πρόκειται να πράξω κάτι, αν δεν εύρω αυτό εις τας Θείας Γραφάς, αναβάλλω αυτό προς καιρόν, έως ότου εύρω αυτό, διότι δεν τολμώ να πράξω κάτι κατά το ίδιον μου θέλημα και κατά τον ίδιον μου λογισμό. Και όταν κανείς από πνευματικήν αγάπη προσκολληθεί εις έμέ, του συμβουλεύω να πράττει το αυτό, μάλιστα δε εις σε, επειδή εξ αρχής είχες εξοικειωθεί προς έμέ από πνευματικήν αγάπη. Δια τούτο και απηύθυνα τον λόγον προς σε, συμβουλεύων εις το καλόν, ωσάν προς την ιδίαν μου ψυχήν: όπως και εγώ ό ίδιος αγωνίζομαι να πράττω, ούτος ομίλησα και εις σε. Άλλα τώρα, αν και είμεθα κεχωρισμένοι κατά το σώμα, είμεθα όμως συνδεδεμένοι και ηνωμένοι με την πνευματικήν αγάπη. Και δια τον θεσμό της πνευματικής αγάπης ταύτης σου ομίλησα τότε και σου γράφω οσα προτρέπουν προς σωτηρίαν της ψυχής. Και συ, οσα ήκουσας παρ' εμού ή είδες γεγραμμένα, αν σου είναι αρεστά, να μιμηθείς αυτά. Επιθυμών να είσαι υιός και κληρονόμος των αγίων Πατέρων, τηρεί τας έντολάς του Κυρίου και τας Παραδόσεις των αγίων Πατέρων και λέγε αυτάς και εις τους μετά σου αδελφούς. Και είτε ή κατοικία σου είναι κατά μονάς, είτε ζής εντός μοναστηρίου με αδελφούς, πρόσεχε τας Αγίας Γραφάς και βάδιζε κατά τα ίχνη των άγιων Πατέρων. Διότι αϊ Θείαι Γραφαί μας προστάσσουν το εξής: είτε να υποταχθώμεν εις τοιούτον άνθρωπον, όστις μαρτυρείτε από τα έργα και από τον λόγον και από την γνώσιν του ως πνευματικός, καθώς γράφει ό Μέγας Βασίλειος εις τον λόγον, του όποιου ή αρχή είναι «Δεύτε προς με πάντες οί κοπιώντες», —είτε, αν δεν ευρέθη τοιούτος, να ύποταχθώμεν εις τον Θεόν δια μέσου των Θείων Γραφών, άλλ' όχι ούτος άλόγως, όπως μερικοί, οί όποιοι και όταν ευρίσκονται εις το μοναστήριον, φαίνονται να είναι εν υποταγή, αλλά ποιμαίνονται άλόγως υπό του ιδίου θελήματος και κάμνουν και την άναχώρησιν εξ ίσου αφρόνως, οδηγούμενοι υπό του σαρκικού θελήματος και υπό του αδιάκριτου λογισμού, μη γνωρίζοντες, τι πράττουν, ούτε που στηρίζονται. Περί των τοιούτων διακρίνων, ό Ιωάννης της Κλίμακος λέγει εν τω Περί διαφοράς και διακρίσεως ησυχιών λόγω• «Ούτοι από οίησιν επιθυμούν μάλλον να πλέουν με ιδιορρυθμία ή με καθοδήγησιν». Όπερ μη γένοιτο εις ημάς! Σύ δε, πράτων κατά τας Αγίας Γραφάς και κατά την πολιτεία των αγίων Πατέρων, Χάριτι Χρίστου δεν θα σφάλλεις.
Τώρα όμως ελυπήθην και εγώ δια το γεγονός ότι είσαι τεθλιμμένος. Όθεν και επείσθην να σου γράψω, δια να μη είσαι τεθλιμμένος. Ό Θεός πάσης χαράς και παρακλήσεως να παρηγόρηση την καρδίαν σου και να σε πληροφόρηση περί της προς σε αγάπης ημών! Αν ίσως σου έγραψα κάτι το απότομων, δεν το έγραψα όμως εις κανένα άλλον, αλλά εις σε, τον οικείων αγαπητό μου, μη θέλων να παραβλέψω την αιτησίν σου. Ελπίζω λοιπόν ότι θα τα δεχθείς με αγάπη και δεν θα σκανδαλισθής από την αφροσύνη μου. Και τα πράγματα ημών, δια τα όποια παρεκάλεσα την αγιότητα σου, να επιδίωξης να τα κανονίσεις καλώς, δι' αυτό σε ικετεύω με προσκύνησιν. Είθε ό Θεός να σου ανταποδώσει τον μισθών κατά τον κόπον σου!
Προς τούτοις δε έτι παρακαλώ την αγιότητα σου, μη καταλογίσης τα λόγια εκείνα, τα όποια σου είπον τότε προς λύπην. Διότι αν και κατά το έξωθεν φαίνωνται σκληρά, άλλ' έσωθεν είναι πλήρη ωφελείας, επειδή δεν ομίλησα από τα ιδικά μου, αλλά από τας Αγίας Γραφάς. Διότι σκληρά είναι κατ' άλήθειαν μόνον εις εκείνους, οί όποιοι δεν θέλουν πράγματι να ταπεινωθούν εν φόβω Κυρίου και να καταλείψουν τα σαρκικά φρονήματα, αλλά να ζήσουν κατά τα εμπαθή των θελήματα και όχι κατά τας Αγίας Γραφάς. Οί μεν τοιούτοι δεν ερευνούν τας Αγίας Γραφάς με ταπείνωσιν πνευματικήν. Τινές δε εξ αυτών δεν θέλουν ούτε καν να ακούσουν ότι και τώρα πρέπει να ζώμεν κατά τας Θείας Γραφάς, ούτως ώστε να λέγουν ότι αυτά δεν εγράφησαν δι' ημάς και δεν υπόκειται εις την παρούσαν γενεάν να τηρή ταύτα.
Εις δε τους γνησίους εργάτας και παλαιότερον και τώρα και εως του αιώνος θα είναι τα λόγια του Κυρίου καθαρά ως άργυρος πεπυρωμένος και κεκαθαρμένος επταπλασίως και αί εντολαί αυτού θα είναι φωτεινά! και επιθυμητά! υπέρ χρυσίον κα! λίθους τίμιους, και θα γλυκαινουν αυτούς υπέρ μέλι και κηρίον. Και αυτοί θα φυλάττουν ταύτας. Και όταν φυλάττουν αύτας, θα λάβουν πολλάς ανταποδόσεις.
Έρρωσο εν Κυρίω, Κύριε Πάτερ, και εύχου υπέρ ημών των αμαρτωλών, και ημείς την αγιότητα σου εδαφιαίως προσκυνούμεν.