ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Αγαπητέ και πνευματικέ μου αδελφέ, επειδή πολλάκις μου ομιλείς περί τούτου και προ πολλού καιρού ζητείς να ακούσης παρ' εμού του ευτελούς λόγον, συνεργούντά σοι εις ψυχικήν ώφέλειαν και εις μνήμην της αθλιότητός μου, δια να μνημονεύης την αναξιότητά μου και μετά θάνατον. Διότι γνωρίζεις την άσθένειάν μου, και σου είναι αρεστή ή ευτέλεια μου, ώστε να μη ζήτησης παρ' εμού λόγον αναπαύοντα την σάρκα, άλλα προς σωτηρίαν της ψυχικής καταστάσεως, δια τούτο ελησμόνησα την ευτέλεια και την αφροσύνη μου, ενθυμούμενος την πίστιν και την προθυμία και την περί του αγαθού σπουδήν σου, και εξετέλεσα τα υπό σου διατεταγμένα, και είχον την παρρησίαν να γράψω και να στείλω την παρούσαν προς την Θεοφιλίαν σου. Σύ δε αναγίγνωσκε ταύτα με εύνοιαν και προσεύχου δια την ευτέλεια μου προς τον Δεσπότην Χριστόν, ότι ήδη τα έτη μου ήγγισαν προς το γήρας και συγκεκραμένον από βοτάνην ετοιμάζεται το ποτήριον του θανάτου. Το να πίνη κανείς αυτό με πληροφορίαν είναι γλυκύ, χωρίς πληροφορίαν όμως είναι πικρότερον αψίνθου. Διό και ό άγιος προφήτης Δαυίδ προσεύχεται, λέγων «Άνες μοι, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν» μετά πληροφορίας. Πληροφορία δε χωρίς κάθαρσιν της ψυχής δεν γίνεται, κάθαρσις δε χωρίς δάκρυα δεν υπάρχει. Τα δε δάκρυα δεν έρχονται εν μέσω του θορύβου, επειδή ό θόρυβος σκοτίζει τον νουν, και δεν αφήνει να βλέπη κανείς τα αμαρτήματα του. Εκ τούτου έρχεται ό άνθρωπος εις την συνήθειαν της αμελείας και απροσεξίας.
Εις την αμέλειαν και απροσεξίαν ακολουθούν όλα τα πάθη. Αυτή είναι ή οδός των εν ραθυμία ζώντων. Ούτος είναι ό εντός μου κεκρυμμένος θησαυρός. Όθεν φρίττω και τρέμω να πιω το ποτήριον του θανάτου, διότι έρχεται προς έμέ, έρχεται, και δεν καθυστερεί ούτε μίαν ώραν, και εγώ δεν δύναμαι ούτε έπ' ολίγον να εκφύγω. Και όταν ο του αέρος και του κόσμου σκοτεινός και άμαυρος αρχών εύρη και ελέγξη αληθώς τάς ανομίας μου, θα είναι ανωφελές να κλαύσω, διότι ό δούλος, ό γνωρίσας το θέλημα του κυρίου και μη ετοιμάσας, μήτε πράξας κατά το θέλημα του, θα παιδευθή πολύ. 'Αλλά όσοι πίνουν δια τον Χριστ0ν πάσας τάς ημέρας το ποτήριον του θανάτου με δάκρυα και κακοπαθείας, εις τούτους γίνεται το ποτήριον του θανάτου ούράνιον ιατήριον, και πίνουν αυτό γλυκύτερον μέλιτος και κηρίου, επειδή ή βοτάνη του θανάτου προπαρασκευάζει την ψυχικήν υγειά εις τον άφθαρτο αιώνα, όπως εκείνος ο μοναχός, όστις ήθελε να ιατρεύση τάς αμαρτίας του εις τούτον τον φθαρτόν αιώνα, ήλθε προς μέγαν τινά Γέροντα και πνευματικόν ιατρόν και είπε προς αυτόν «Έχεις αράγι βοτάνας, αί οποιαι δύνανται να ιατρεύσουν τάς αμαρτίας;». Και του είπεν ο ιατρός• «Ναι, τίμιε πάτερ!».
Και απεκρίθη ό μοναχός• «Και ποιαι είναι αι βοτάναι εκείναι;». Και του είπεν ο ιατρός• «Αναχώρησαν εις το όρος, τουτέστιν εις την έρημον, και λάβε την πνευματικήν ρίζαν, ή οποία είναι ή δια Χριστον πτώχεια και ευτέλεια, και σύλλεξον τα φύλλα, τα όποια είναι πείνα και δίψα και λάβε τον μυροβάλανον, ο όποιος είναι ή ταπείνωσις και ο φόβος του Θεού, και τον άλλον μυροβάλανον, δηλαδή το βάλσαμον του στομάχου, το όποιον είναι ή σωφροσύνη και άγνεία, και την μυροχαλβάνην, ή οποία είναι ή διακονία εις τους νοσούντας και αί ύπ' αυτών γινόμενοι θερμαί προσευχαί. Κοπάνισον πάντα ομού εν τη θυία της υπακοής, κοσκίνισον αυτά με το ψιλον κόσκινον, δηλαδή με την αγρυπνία και τάς αδιάλειπτους προσευχάς, με την καλήν και δικαίαν άγνήν ζωήν, και βάλε αυτά εις την καθαράν χύτρα εντός σου, δηλαδή εις την ψυχήν σου και χέε εις αυτήν το ύδωρ της πνευματικής αγάπης, και αναψον την φλόγα του θείου έρωτος υποκάτω της χύτρας σου και άφ' ου βράσης ταύτα καλώς, εξάντλησαν αυτά με το κοχλιάριόν σου της γαλήνης και της ησυχίας, και γεύου αυτών δια μέσου των πνευματικών συνηθειών, και μη στρέφου εις τα οπίσω πάσας τάς ημέρας της ζωής σου. Τοιαύται είναι αί βοτάναι, αί οποίαι ιατρεύουν τάς αμαρτίας». Ας προσευχώμεθα λοιπόν και ημείς, αδελφέ, ώστε να γραφή και δια τάς ψυχάς ημών μία συνταγή τοιαύτης ιατρείας, πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων. Αμήν.