ΛΟΓΟΣ Β'

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ





Την πάλη κατά τούτων καθορίζουν οι Πατέρες αναλόγων με την δύναμιν του παλαίοντας, ό οποίος με την θέληση του είτε νίκα, είτε δέχεται την ήττα νοερός. Απλώς ειπείν, πρέπει να εναντιωνώμεθα στους πονηρούς λογισμούς με όση δύναμη έχομεν. Τούτο γίνεται αίτιον στεφάνων ή βασάνων: οι μεν στέφανοι ανήκουν στους νικήσαντες, οι δε βάσανοι στους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες εν τω βίω τούτω.


«Αυτό δε είναι αμάρτημα, το όποιον είναι κολάσεων αίτιον, —λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός—, όταν φθάσει κανείς εις την πράξη. Εις δε τους ρωμαλέος παλαίοντας και μη ολιγωρούντας κατά τον σφοδρό πόλεμο του εχθρού πλέκονται υπέρλαμπροι στέφανοι». Ή δε νοερά και αρίστη πάλη, λέγουν οι Πατέρες, είναι το να αποκόψει κανείς την αρχήν του προσελθόντος λογισμού, —ό οποίος λέγεται προσβολή—, και να προσεύχηται αδιαλείπτως. Διότι όστις εναντιούται εις τον πρώτον, τουτέστιν εις την προσβολή του λογισμού, αυτός απέκοψε όλα τα επακόλουθα δια μιας, επειδή νοερός παλαιών κατά της μητρός των κακών, δηλαδή της πονηράς προσβολής, αναιρεί αυτήν με τον λογισμό. Και πρέπει να αγωνιστή να παραστήσει τον νουν κωφόν και άλαλο κατά τον καιρόν της προσευχής», όπως είπεν ό Νείλος ό Σιναΐτης, «και να έχει την καρδίαν ησυχάζουσαν από παντός λογισμού, και αν αυτός φανεί οπωσδήποτε καλός», λέγει ό Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης, «διότι εις τους απαθείς λογισμούς —είπεν— ακολουθούν οι εμπαθείς, όπως είναι γνωστόν εκ της πείρας και ή είσοδος των πρώτων γίνεται αιτία στους δεύτερους». Και επειδή ελέχθη ότι «ακολουθούντες τους καλούς λογισμούς εισέρχονται και οι πονηροί εντός ημών», δια τούτο πρέπει να επιδιώξουμε να σιωπούμε με την σκέψη και από τους νομιζόμενους δεξιούς λογισμούς και να βλέπουμε συνεχώς στο βάθος της καρδίας και να λέγουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με» όλον Ενίοτε δε μόνον το ήμισυ «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελεησόν με». Και πάλιν, αλλάζοντας τις λέξεις «Υιέ του Θεού, ελέησον με», «το οποίο είναι και ευκολότερο στους αρχαρίους», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. «Δεν πρέπει όμως, —είπε—, να αλλάζουμε συχνάκις, άλλα βραδέως». Τώρα δε προσθέτουν οι Πατέρες εις την προσευχή μία λέξη αφού πουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με», λέγουν αμέσως «τον αμαρτωλό». Και τούτο είναι δεκτό. Μάλιστα δε αρμόζει Εις ημάς τους αμαρτωλούς. Και ούτω λέγε επιμελώς, είτε ιστάμενος, είτε καθήμενος, είτε και ανακλινόμενος, και κλείσε τον νουν σου στην καρδίαν και κρατεί την αναπνοή σου, όσον δυνατόν να μη αναπνέεις συχνάκις, όπως λέγουν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος και ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Προσκαλεί τον Κύριον Ιησού με πόθο και καρτερία και αναμονή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς. Και ότι είπον οι Πατέρες ούτοι, ότι πρέπει κανείς να κράτη την αναπνοή, ώστε να μη αναπνέει συχνάκις, θα διδάξει ή πείρα ταχέως, διότι αυτό λίαν ωφελεί την σύναξη του νοός. Εάν όμως δεν δύνασαι να προσευχηθείς χωρίς λογισμούς εν τη ησυχία της καρδίας σου, άλλ' δεις ότι αυτοί πολλαπλασιάζονται εν¬τός του νοός σου, τότε μη ολιγοψυχήσεις δι' αυτό, άλλ' επίμενε παρά ταύτα εις την προσευχή. Διότι ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, γνωρίζων ακριβώς, ότι εις ημάς τους εμπαθείς είναι αδύνατον να νικήσουμε τους πονη¬ρούς λογισμούς, είπε το έξης• «Ουδείς των αρχαρίων κρατεί του νοός και εκδιώκει τους λογισμούς, αν ό Θεός δεν κράτηση αύτού και εκδίωξη τους λογισμούς του. Διότι των δυνατών είναι το να κρατούν του νοός και να εκδιώκουν τους λογισμούς, αλλά και αυτοί δεν τους εκδιώκουν Αφ' εαυτών, αλλά συν Θεώ αθλούνται εις τον ε¬ναντίον τούτων πόλεμο, ενδεδυμένοι την χάριν και την πανοπλία Του». «Συ δε, —λέγει—, όταν δεις την ακαθαρσία των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή τους εν τη διάνοια σου εγειρομένους λογισμούς, μη φοβηθείς, μηδέ εκθαμβηθής. Και αν σου εμφανισθούν μερικά καλά νοήματα κάποιων πραγμάτων, μη προσεχής εις αυτά, άλλα κρατών την αναπνοή όσο δυνατόν και συγκλείων τον νουν εν τη καρδία, αντί όπλου επικάλεσε τον Κύριον Ιησού συνεχώς και επιμελώς, και θα αποδράσουν, υπό του θείου ονόματος ως δια πυρός αοράτος κατακαέντες». Όταν όμως οι λογισμοί σε θλίψουν πολύ, τότε αναστάς προσευχήσου εναντίον των και πάλιν κράτησον με δύναμιν την πρώτη εργασία. Πώς δε να προσευχώμεθα εναντίον των λογισμών; Τούτο Θεού βοηθούντος θα είπωμεν εν συνεχεία. Όταν όμως, και Αφ' ου προσευχηθείς εναντίον των, παρά ταύτα αναισχυντήσουν και πολλαπλασιασθούν τόσον, ώστε να μη δυνηθείς με τον νουν να τηρήσεις την καρδίαν, τότε λέγε την προσευχή επί πολύ αδιαλείπτως, ρωμαλέος και καρτερικός με το στόμα. Όταν όμως σε καταλάβουν ή οκνηρία και ή κόπωσης, προσκάλεσαν τον Θεόν εις βοήθεια και βίασον τον εαυτόν σου κατά δύναμιν να μη παύσης την προσευχή, και ευθύς θα απέλθουν όλα ταύτα παντελώς υπό της θείας βοηθείας αποδιωκόμενα. Όταν δε ό νους γαληνεύσει από τους λογισμούς, τότε πάλιν πρόσεχε εις την καρδίαν και λέγε την ευχή ψυχικώς ή νοερός. Πολλαί μεν ενάρετοι εργασίες υπάρχουν, άλλ' είναι επί μέρους. «Ή δε καρδιακή προσευχή είναι πηγή παντός αγαθού και αρδεύει την ψυχήν ωσάν τα φυτά», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης1. Και συμπεριλαβών αυτό από τα συγγράμματα όλων των θεοφόρων Πατέρων και ακολουθών τους λοιπούς, ό μακάριος διατάσσει να έχομεν επιμελή μέριμνα περί της προσευχής, απέχοντες εν αύτη πάντων των λογισμών, ει δυνατόν όχι μόνον των κακών, αλλά και των νομιζόμενων καλών. «Διότι ή ησυχία, λέγει, είναι απόθεσης των νοημάτων μέχρι καιρού, δία να μη, προσεχών εις αυτά ως εις καλά, απολέσεις το μεγαλύτερο». «Και να ζητήσεις εντός της καρδίας τον Κύριον όπερ είναι το να τηρήσεις με τον νουν την καρδίαν εν τη προσευχή και να περιστρέφεσαι πάντοτε εντός αυτής», καθώς είπεν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος.
«Αυτή δε ή εργασία, —λέγει—, το να τήρηση κανείς τον νουν εν τη καρδία χωρίς πάντων των λογισμών, είναι λίαν επίμοχθος εις τους μη εθισμένους, όχι μόνον εις τους αρχαρίους, αλλά και εις τους βραδύνοντας εργάτες, οίτινες ακόμη δεν εδέχθησαν και δεν κράτησαν από την ενέργεια της Χάριτος την ηδονή της προσευχής εντός της καρδίας. Και από την εμπειρία είναι μεν γνωστόν, διότι στους αδυνάτους ή εργασία αυτή φαίνεται ακόμη λίαν σκληρά και δύσκολος. Όταν δε βρει κανείς την Χάριν, τότε προσεύχεται άκοπος και με αγάπη, παρηγορούμενος υπό της Χάριτος». «Διότι όταν έλθει ή ενέργεια της προσευχής, τότε εκείνη αληθώς κρατεί τον νουν εντός του εαυτού του και ευφραίνει και ελευθερώνει αυτόν από την αιχμαλωσία», λέγει ό Σιναΐτης. Τούτου ένεκα πρέπει να καρτερεί κανείς εν τη προσευχή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς όσο είναι δυνατόν, και να μη άνοστη προ καιρού δια να ψάλει. «Διότι εν υπομονή, —λέγει—, να είναι το κάθισμα σου δια τον ειπόντα -τη προσευχή καρτερούντες-, και μη άνοστης ταχέως δια την ακηδία του πόνου και δια την νοερά βοή του νοός». Και αναφέρεται Εις το ρητό του προφήτου• «Ωδίνες ώσπερ ώδινούσης και μελλούσης τίκτει» και στον άγιο Έφραίμ, όστις λέγει• «Πόνει τον πόνο με πόνο, δια να διαφυγής των ματαίων πόνων τους πόνους». Και διατάσσει ότι κλίναντες τους ώμους και την κεφαλήν και αλγούντες πρέπει πολλάκις με πόθο να καρτερώ-μεν εις αυτά, επικαλούμενοι Εις βοήθεια τον Κύριον Ιησού, κύπτοντες κάτω και συνάγοντες τον νουν, αν και αυτός διασκορπιστεί. ταύτα λέγει και αναφέρεται στον ίδιον τον Κύριον, τον ειπόντα ότι «ή Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί άρπάζουσιν αυτήν». «Με την βία, —λέγει—, ό Κύριος υπέδειξε τον περί τούτων ζήλο και πόνο». Όταν όμως ό καλών νους θλίβει και αποκάμει και το σώμα και ή καρδία αλγήσουν από την σφοδρά και συχνή επίκληση του Κυρίου Ιησού, τότε πρέπει να τον απολύσουμε στην ψαλμωδία, ώστε να του δώσομε λίγη άνεση και ανάπαυση. «Ή τάξις αυτή —είπεν—, είναι αρίστη και διδαχή σοφότατων ανδρών». Και διατάσσει να πράττει κανείς ούτος είτε κατά μονάς, είτε με μαθητή. «Αν λοιπόν έχεις πιστόν μαθητή, —λέγει—, τότε εκείνος να απαγγείλει τους ψαλμούς, συ δε πρόσεχε στην καρδίαν, μη δεχόμενος καθ' όλου κανένα είδος φαντασιών και καμία εικόνα οπτασιών δια να μη πλανηθείς». «Υπάρχουν και μετεωρισμοί της διανοίας και καθ' ον χρόνον ό νους ίσταται εν τη καρδία και ενεργεί την προσευχή, —είπε—, και δεν υποτάσσονται αυτοί σε κανένα, ει μη στους τελείους εν Πνεύματι Άγίω, οίτινες έφθασαν το αμετεώριστο εν Χριστώ Ιησού»..
Και αυτό λοιπόν λέγει ό Όσιος ούτος, επειδή ό ίδιος κατενόησε ταύτα εκ πείρας, ότι πρέπει να έχομεν πάσα την σπουδή στην προσευχή, και λίγη επιμέλεια των ψαλμών δια την ακηδία, και να απαγγέλλομαι τροπάρια κατανυκτικά άνευ μέλους κατά τους λόγους του Κλίμακος, ότι «δεν θα μελωδήσουν οι τοιούτοι δηλαδή οι ησυχαστές ». «Διότι αρκεί σε αυτούς εις ευφροσύνη ό πόνος της καρδίας, ό υπέρ ευσέβειας γινόμε¬νος», όπως λέγει ό άγιος Μάρκος, «και ή θέρμη του Πνεύματος, ήτις δίδεται σε αυτούς προς χαρά και παρηγοριά». Διατάσσει δε να λέγουν το Τρισάγιο εις πάσαν ψαλμωδία και το Αλληλούια πάντοτε, κατά την τάξιν των παλαιών πατέρων Βαρσανουφίου και Διαδόχου και των λοιπών. «Και όταν ενίοτε —λέγει— καθορίζεις ως κανόνα των εργασιών μίαν ώραν να προσευχηθείς, μίαν ώραν να ανάγνωσης, μίαν ωραν να ψάλεις και ούτω να διέλθεις την ήμέραν, αυτό είναι καλόν, —λέγει—, κατά τον καιρόν και την δύναμη εκάστου των αθλούντων». Και έθεσεν Εις την προαίρεσίν των είτε να φυλάττουν Τούτο, είτε να τηρούν αδιάλειπτο συνέχεια, τουτέστιν πάντοτε να παραμένουν Εις το έργον του Θεού. Όταν δε δια της Χάριτος του Θεού έλθει ή ήδύτης της προσευχής και ενεργήσει εν τη καρδία, προτάσσει να επιδοθούμε αυτή τα μέγιστα. «Εάν βλέπεις, —λέγει—, ότι ή ευχή ενεργεί εν τη καρδία σου και δεν παύει να κινείται, τότε μη άφήσης αυτήν ποτέ και μη άνοστης να ψάλεις, αν δεν σε καταλείψει κατ' οικονομία. Διότι καταλιπών τον Θεον έσωθεν, επικαλείσαι Αυτόν έ¬ξωθεν, από τα υψηλά προς τα χαμαιπετή παρεκκλίνων. Άλλα και σύγχυσιν προξενείς και ταράζεις τον νουν από την γαλήνη του, διότι ή ησυχία επωνομάσθη με το όνομα της, επειδή την έχει κανείς εν ειρήνη και γαλήνη, —ο δε Θεός είναι ειρήνη—, ανώτερος του θορύβου και της κραυγής». «οι δε μη γνωρίζοντες την προσευχή, ή¬τις είναι αρετών πηγή, κατά τους λόγους του Κλίμακος , αρδεύουσα ταύτας ως τα φυτά της ψυχής, πρέπει να ψάλλουν πολύ και χωρίς μέτρον και πάντοτε να ευρίσκονται εν ποικιλία πολλών και διαφόρων εργασιών. Άλλη μεν είναι ή πράξης της ησυχίας, έτερα δε ή του κοινοβίου. Διότι παν μέτρον άριστον κατά τους σοφούς. Όθεν ο¬φείλει λοιπόν ό ησυχαστής συμμέτρως να ψάλλει, καθώς είπον οι Πατέρες, ως επί το πλείστον ασκούμενος εν τη προσευχή. Όταν όμως ραθυμήσει, τότε να ψάλει ή να α¬νάγνωση τους πρακτικούς βίους των πατέρων. Διότι το πλοίων δεν έχει ανάγκην κόπων, όταν ό άνεμος τείνει τα Ιστία και το μεταφέρει επί της θαλάσσης των παθών, άλλ' όταν σταθεί, τότε μετακινείται με κώπας ή με ρυμουλκό πλοιάριο. Σε εκείνους, οίτινες φιλόνικος προβάλλουν τους αγίους Πατέρας ή μερικούς από τους ενταύθα, ότι έκαμναν παννύχιον στάση και αδιάλειπτο ψαλμωδία, διατάσσει να αποκριθούμε από την Γραφή ούτω• Δεν είναι τα πάντα των πάντων τέλεια δια την έλλειψη του ζήλου και δια την εξασθενίσει της δυνάμεως, άλλα τα μεν μικρά παρά τοις μεγάλοις δεν είναι παντελώς μικρά, τα δε μεγάλα παρά τοις μικροίς δεν είναι παντελώς τέλεια, διότι όχι πάντες ήσαν πάντοτε πρακτικοί, ούτε πάντες βάδισαν τώρα ή παλαιότερα τον ίδιον δρόμο ή τον κράτησαν μέχρι τέλους».


Περί δε των εν προκοπή όντων και φθασάντων εις τον φωτισμό είπεν «αυτοί δεν χρειάζονται να λέγουν ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάλειπτο προσευχή και θεωρία, διότι αυτοί είναι ηνωμένοι με τον Θεόν και δεν έχουν χρείαν να αποσπάσουν τον νουν των άπ' Αυτόν και να τον εμβάλουν Εις σύγχυση. Διότι μοιχεύει ό νους των τοιούτων, όταν αποχωριστή από την μνήμην του Θεού και κατασχεθεί υπό έρωτος δι' ευτελέστατα πράγματα». Ό δε άγιος Ισαάκ, γράφων περί τούτων ύψιστα, εξηγεί ούτος•

« Όταν εις αυτούς επέλθει ή ανέκφραστος εκείνη χαρά, και ή προσευχή εκκοπή από τα χείλη, τότε λοιπόν, —λέγει—, παύουν το στόμα και ή γλώσσα και ή καρδία, ό ταμιούχος των λογισμών, και ό νους, ό κυβερνήτης των αισθήσεων και ή διάνοια, το ταχυπετές και αναιδές πτηνό. Και προς τίποτε ή διάνοια δεν έχει προσευχή, ούτε κίνηση, ούτε αυτεξούσιων, αλλά καθοδηγείται υπό την οδηγία ετέρας δυνάμεως, και δεν οδηγεί. Και κρατείται ύπ' αιχμαλωσία κατά την ώραν εκείνη και διατρίβει εις τα ασύλληπτα πράγματα, ένθα δεν γνωρίζει». και ονομάζει τούτο έκστασιν και θεωρία της προσευχής, και όχι προσευχή. Και ό νους δεν προσεύχεται την προσευχή, άλλ' ευρίσκεται υπεράνω της προσευχής. Και κατά την εύρεση του κρείττονος εγκαταλείπεται ή προσευχή και περιέρχεται εις έκστασιν και δεν έχει επιθυμία κανενός πράγματος κατά τον λόγον του Αποστόλου, «είτε εν σώματι, ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα». Την μεν προσευχή ονόμασε σπόρον, ταύτην δε, δηλαδή την έκστασιν, άρση των δραγμάτων, κατά την οποίαν ό θερίζων εκπλήττεται από την ανέκφραστο θέα, πώς εκ των ελαχίστων και γυμνών κόκκων, τους οποίους έσπειρε, βλάστησαν έμπροσθεν του έξαφνα τοιούτοι ανθηροί στάχυες.

«Προσευχή την ονομάζουν οι Πατέρες, επειδή έχει την αφορμή της από την προσευχή και εν καιρώ προσευχής δίδεται Εις τους Αγίους αυτή ή ανέκφραστος δωρεά, και την επονομάζουν όπως θέλουν, δια να στερεώσουν τους λογισμούς της ψυχής. Τα δε ονόματα της δεν γνωρίζει κανείς ακριβώς. Όταν μεν ή ψυχή κινηθεί με την ενέργεια του Πνεύματος προς εκείνο το Θείον και κατασταθεί όμοία προς την Θεότητα δια της ακατάληπτου ενώσεως και φωτιστή δια της ακτίνας του υψηλού φωτός Εις τας κινήσεις της, και Όταν αξιωθεί ό νους να αισθανθεί την μέλλουσα μακαριότητα, τότε λησμονεί και τον εαυτόν του και πάντα τα παρόντα και δεν έχει πλέον κίνηση προς τίποτε». Και αλλαχού λέγει ότι «εν καιρώ προσευχής ό νους αρπάζεται άνευ της θελήσεως Εις εννοίας των ασωμάτων, τα όποια δεν επετράπη να ερμηνεύσουν οι αισθήσεις. Τότε εξάπτεται εντός σου εξαίφνης χαρά, ήτις κατασιγάζει την γλώσσα εις την ανόμοιο τρυφή της. Βρύει από την καρδίαν πάντοτε κάποια ηδονή και προσελκύει τον ανθρωπον όλον εξ όλου. Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα κάποια τρυφή και αγαλλίασης, όπως σαρκική γλώσσα δεν δύναται να τας εκφράσει, μέχρις ότου θεώρηση όλα τα γήινα ως σποδόν και σκύβαλα εν τη μνήμη ταύτη». «Και Όταν επέλθει εις τον ανθρωπον, —λέγει—, εκείνη ή τρυφή, ή οποία σφύζει εις όλον του το σώμα, τότε νομίζει εν εκείνη τη ώρα ότι δεν είναι τίποτε άλλο ή Βασιλεία του Θεού, ή μη μόνον Τούτο».

Και πάλιν αλλαχού λέγει «Ό εύρων την εν Θεώ χαράν όχι μόνον δεν θα προσβλέψει εις τα πάθη, άλλ' ούτε εις την ζωήν του δεν θα επιστρέψει. Ή αγάπη του Θεού είναι γλυκύτερα της ζωής, και ή κατά Θεόν σύνεσης γλυκύτερα μέλιτος και κηρίου. Εξ αυτής δε τίκτεται ή αγάπη». Άλλα ταύτα είναι άρρητα και ανεκλάλητα, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος• «Ποία γλώσσα θα λαλήσει; ποίος δε νους θα ερμηνεύσει; ποίος λόγος θα το έκφραση; Διότι φρικτό, εν αλήθεια φρικτό και υπέρ λόγον είναι το ότι βλέπω το φως, το όποιον δεν έχει ό κόσμος, εν μέσω του κελιού μου, επί της κλίνης καθήμενος. Εντός μου βλέπω τον Ποιητήν του κόσμου, και ομιλώ και φιλώ και τρώγω και τρέφομαι καλώς με μόνη την θεωρία Του. Και συνηνωμένος με Αυτόν υπερβαίνω τους ουρανούς. Και τούτο γνωρίζω ακριβώς και αληθώς. Που όμως ευρίσκεται τότε το σώμα, δεν γνωρίζω». Και ομιλών περί του Κυρίου είπεν «Αυτός με αγαπά, και εντός του ιδίου του εαυτού Του με λαμβάνει, και εν αγκάλες με σκεπάζει. Εν ουρανώ ων, υπάρχει και εν τη καρδία μου, εδώ και εκεί μου είναι ορατός».

Και πάλιν λέγει προς το πρόσωπον του Κυρίου• «Τούτο, Δέσποτα, με αναδεικνύει ίσον προς τους αγγέλους, και με καθίστα ανώτερων εκείνων, διότι εις αυτούς είσαι αόρατος κατά την ουσία, κατά δε την φύσιν απρόσιτος, εις έμέ όμως γίνεσαι πάντως ορατός, και με την φύσιν σου μειγνύεται ή ουσία μου». ταύτα δε γράφων, εξηγεί «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν σαρκική ουκ ανέβει». Και Εις ταύτα παραγενόμενος όχι μόνον δεν θέλει να εξέλθει του κελιού, αλλά και να είναι κεκρυμμένος εντός λάκκου, εσκαμμένου υπό την γήν, «όπως, εκεί διάγων, —λέγει—, έξω από όλον τον κόσμον, βλέπω τον άθανατον Δεσπότη μου και Κτίστη».

Και προς ταύτα συμφωνών λέγει ό άγιος Ισαάκ• «Όταν αρθεί το κάλυμμα των παθών από τους οφθαλμούς της διανοίας του ανθρώπου και δη αυτός την δόξα εκείνη, ευθύς θα ανυψωθεί ή διάνοια του εν εκπλήξει. Και εάν ό Θεός δεν είχε θέσει όριο εις τα τοιαύτα πράγματα κατά την ζωήν ταύτην, πόσον αρμόζει να παραμείνει κανείς εις αυτά, —και όμως, ον επιτρέπετε στον άνθρωπο να παραμείνει εις αυτά καθ' όλη την ζωή του, δεν θα ήθελε να εξέλθει εκείθεν από την θαυμάσια θεωρία τούτων». Άλλ' ό Θεός πράττει τούτο δια το έλεος Του, το να ελάττωση κατά καιρόν τας χάριτας από τους Αγίους, δια να χουν και εκείνοι την πρόνοια και μέριμνα περί των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ήτις είναι παραίνεσης προς ευσέβεια, όπως λέγει ό άγιος Μακάριος περί των εις τα μέτρα της τελειότητας φθασάντων «Θα ήθελε ό άνθρωπος ούτος όλος να καταναλωθεί από την αγάπη και γλυκύτητα των θαυμάσιων εκείνων θεωριών». «Και εάν θα είχε την Χάριν πάντοτε κατά τούτον τον ίδιον τρόπον, είπε, δεν θα ήτο δυνατόν να υποφέρει την οικονομία και το βάρος του λόγου, ούτε να ακούσει ή να ειπεί κάτι από τα παρόντα, ή να μεριμνήσει περί τούτων έστω το ελάχιστον».

Και ομίλησεν εν παραβολή περί των τελειωθέντων δια της Χάριτος, ότι «αναβαίνουν δώδεκα βαθμίδας, ή Χάρις υποχωρεί, —λέγει—, και κατέβασα μίαν βαθμίδα, ίσταται ούτος ειπείν επί της ενδέκατης. Και δια Τούτο το μέτρον της τελειότητας δεν κρατείται ύπ' αυτών, δια να έχουν χρόνον να ασχολούνται και με τους αδελφούς και να προνοούν την διακονίαν του λόγου» . Άλλα τι να είπωμεν περί εκείνων, οίτινες γεύθηκαν έτι εν τω θνητό τούτω σώματι της αθανάτου τρυφής, και έτι εν τω ολιγοχρόνιο κόσμο τούτω αξιώθηκαν εν μέρει εκείνης της χαράς, ή οποία απόκειται εν τη ουράνια πατρίδα; Αυτοί ούτε προσκολλώνται Εις τα καλά και τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε φοβούνται τα θλιβερά και δεινά, αλλά με τον Απόστολων παρρησιάζονται να λέγουν «Ουδέν χωρίσει ημάς από της αγάπης του Θεού» και τα λοιπά.

Αυτό λοιπόν είναι, κατά τον λόγον του αγίου Ισαάκ, «έργον εκείνων, οι όποιοι έγιναν θεαταί και λειτουργοί τούτου του πράγματος ή των υπό τοιούτων Πατέ¬ρων παιδευθέντων και διδαχθέντων την αλήθεια από τα στόματα εκείνων και διαπερασάντων τον βίον των εις ταύτας και τοιαύτας αναζητήσεις».


Ημείς όμως οι αχρείοι, υπαίτιοι όντες Εις πολλάς αμαρτίας και πλήρεις παθών, ένεκα τούτου δεν είμεθα άξιοι ούτε καν να ακούσουμε τοιούτους λόγους. Αλλ' ελπίζω στην Χάριν του Θεού, τόλμησα επί μέρους να αναφερθώ εις ταύτα τα άγια γραπτά των πνευματοφόρων λόγων, δια να γνωρίσωμεν έστω εν ολίγο από ποία αθλιότητα συνεχόμεθα και σε ποια άνοια παραδιδόμεθα, Όταν επιδιώκουμε την επικοινωνία και προκοπή του κόσμου τούτου και όταν αποκτούμε πράγματα φθαρτά, και όταν εισερχόμεθα δια ταύτα σε περισπασμούς και διαμάχες και προξενούμε ζημία στις ψυχές ημών. Και τούτο πράττοντας, νομίζουμε ότι αγαθοποιούμε και λογιζόμεθα αυτό εις έπαινο του εαυτού μας.

Αλλά «ουαί εις ημάς, ότι δεν γνωρίζουμε τας ψυχάς ημών, ούτε εννοούμε, εις ποια πολιτεία εκλήθημεν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ, «και νομίζομε ότι ό βίος του κόσμου τούτου ή αι θλίψεις του ή αι αναπαύσεις του είναι κάτι»• Και από την οκνηρία και κοσμοφιλία και αμέλεια ημών λέγομε ότι ταύτα άρμοσαν στους παλαιούς Πατέρας. Εις ημάς όμως αυτά δεν είναι αναγκαία, ούτε είναι δυνατά. Άλλα δεν έχει ούτω το πράγμα, δεν έχει! Αδύνατα είναι μεν Εις εκείνους, οι όποιοι αυτοπροαιρέτως ρίπτουν τον εαυτόν των Εις τα πάθη και δεν θέλουν να μετανοήσουν αληθώς και με σπουδή να καταγίνονται Εις το έργον του Θεού και οι όποιοι αγαπούν τας ανωφελείς μεριμνάς του κόσμου τούτου. Πάντας δε τους θερμώς μετανοούντα ελεεί ό Κύριος, και ευεργετεί και δοξάζει τους μετά πολλής αγάπης και φόβου ζητούντα Αυτόν και προς Αυτόν μόνον αποβλέποντας και ποιούντα τας εντολάς Του.

Ούτω μας πληροφορεί όλη ή Θεία Γραφή. Διότι πολλοί παλαιοί Πατέρες ήσαν εργάται και διδάσκαλοι τούτων, και ό ένας οικοδόμησε και ενδυνάμωσε τον άλλον. Τώρα όμως, Αφ' ου σπάνισαν οι τοιούτοι, αν θέληση κανείς με σπουδή να επιδοθεί στο έργον του Θεού, τον παιδαγωγεί κυρίως ή Χάρις και τον βοηθεί από του νυν και έως του αιώνος.

Όσοι όμως δεν έχουν προαίρεσιν να αγωνισθούν και οδηγούν και άλλους Εις αμέλεια και απελπισία και λέγουν, ότι τώρα υπό του Θεού δεν χορηγούνται αι δωρεαί των παλαιών χαρισμάτων, αυτούς ονομάζει πλανωμένους και πλανώντας τους άλλους. Άλλα μερικοί δεν θέλουν ούτε να ακούσουν ότι υπάρχει. Χάρις Εις τον παρόντα καιρόν. «Ούτοι είναι από την πολλή αναισθησία και αφροσύνη και ολιγοπιστία σκοτισμένοι», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Ημείς όμως έγνωρίσαμεν ταύτα πάντα από τας Αγίας Γραφάς, και εάν θέλουμε να έχουμε αληθινή επιμέλεια δια το έργον του Θεού, απομακρυνόμεθα πρώτον όσον δυνατόν από την ματαιότητα του κόσμου τούτου και αγωνιζόμεθα να μειώσουμε τα πάθη, τουτέστιν να τηρούμε την καρδίαν από τους πονηρούς λογισμούς. Και εν τούτω να εκτελούμε τας εντολάς. Και με την φυλακήν της καρδίας να έχομεν πάντοτε την ευχή. «Ούτος λοιπόν είναι ό πρώτος βαθμός της μοναχικής ηλικίας, και κατ' άλλον τρόπον είναι αδύνατον να μειωθούν τα πάθη», λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος. Και μάλιστα κατά τας νύκτας αρμόζει να καταγινώμεθα με σπουδή εις την εργασία ταύτην, είπον οι Πατέρες.

Όθεν λέγει ό μακάριος Φιλόθεος ό Σιναΐτης ότι «κατά τας νύκτας μάλλον πρέπει να καθαριστή ό νους». Και ό άγιος Ισαάκ λέγει «Έκαστη προσευχή, την οποίαν προσφέρεις κατά την νύκτα, να είναι εν τοις οφθαλμοίς σου τιμιότερα πασών των πράξεων της ημέρας. Διότι ή ήδύτης, ήτις δίδεται εις τους ασκητές κατά την ήμέραν, πηγάζει από το φως της νυκτερινής εργασίας».

Και οι λοιποί Άγιοι συμφωνούν ως προς αυτό. Δια Τούτο ό της Κλίμακος λέγει «κατά την νύκτα δίδε το περισσότερο εις την προσευχή, το δε ολιγότερων εις την ψαλμωδία». Και αλλαχού λέγει «Αποκαμών ό εργάτης, αναστάς θα προσευχηθεί».

Ούτω πρέπει και ημείς να πράξουμε, Όταν ό νους κοπιάσει εν τη προσευχή, να τον αφήσουμε λίγο στην ψαλμωδία, την οποίαν έχει κανείς ως κανόνα, είτε ψαλμούς, είτε ορισμένα τροπάρια, είτε κάτι άλλο. «Ή μεν πολυλογία πολλάκις διασκόρπισε τον νουν εν τη προσευχή ή δε ολιγολογία πολλάκις συνήγαγε αυτόν», λέγει ό ίδιος ό Ιωάννης της Κλίμακος. Κατά τον διασκορπισμών των λογισμών πρέπει να επιδοθεί κανείς περισσότερο Εις την ανάγνωση, όπως λέγει ό Ισαάκ «Εν καιρώ κατά τον όποιον ή διάνοια σου είναι διασκορπισμένη, περισσότερο να επιδοθείς στην ανάγνωση παρά στην προσευχή». Ή εις το εργόχειρο, όπως ό άγγελος παρέδωσε στον Μέγα Αντώνιο. Διότι Εις τους αρχαρίους κατά την επιδρομή μεν των λογισμών το εργόχειρο με την ευχή ή κάποια διακονία είναι λίαν ωφέλιμα, είπον οι Πατέρες, μάλιστα δε εν καιρώ θλίψεως και ακηδίας των λογισμών αυτά είναι χρήσιμα.

Ό δε μακάριος Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης ορίζει Εις την νοερά εργασία ταύτην τεσσάρας τρόπους «'Ή το να παρατηρήσει κανείς τις προσβολές, η το να έχει κανείς την καρδία βαθέως σιωπώσα από παντός λογισμού και να εύχεται, ή το να επικαλείται κανείς τον Κύριον Ιησού Χριστόν σε βοήθεια, ή το να έχει κανείς μνήμη θανάτου. Αυτοί πάντες οι τρόποι εμποδίζουν τας πονηράς εννοίας». Και εν οποιοδήποτε τούτων αν ευρέθη κανείς, ταύτα πάντα λέγονται νίψις, δηλαδή νοερά εργασία.

Αφ' ου ταύτα πάντα είδαμε, ας αθλήση έκαστος ημών κατά την αρμόζουσα σε αυτόν τάξιν.
via