Διήγηση περί του οσίου Πατρός ημών Γέροντος Νείλου και της τιμίας αυτού μονής, η οποία βρίσκεται στην περιοχή της Λευκής Λίμνης, στην έρημο του Σόρα. Σε αυτή υπάρχει το πολίτευμα των σκητών κατά το τυπικό των Αγίων και παλαιών Πατέρων.





Εξ αρχής λοιπόν, όταν ό άνθρωπος παρέβη την εντολή του Θεού, ό εχθρός τον πλάνησε και αυτόν τον κυρίευσε και του αφήρεσε την εξουσία. Διότι στην αρχή ό άνθρωπος είχε κατασταθεί υπό του Θεού άρχων και δεσπότης του κόσμου τούτου. Έτσι ούτε το πυρ είχε δύναμη εναντίον του, ούτε το ύδωρ τον έπνιγε, ούτε ένα θηρίο τον έβλαπτε, ούτε το δηλητηριώδες στοιχείο ήταν δραστικό πάνω του. Άλλ' έκτοτε αφού τυλίχθηκε στην πλάνη παρέδωσε την εξουσία του στον πλάνο και κατεβλήθη στο βάθος της πλάνης και κατοίκησε στην αυλή του Άδη. Και εξαιτίας της μεγάλης και υπέρμετρου αποστάσεως η οποία διαχώρισε την
ψυχήν από τον Θεό ήταν σε αυτή αδύνατο να προσέγγιση και να γνωρίσει τον Κτίστη της. Δια τούτο όμως ό Θεός την έστρεψε και την ανακάλεσε προς τον Εαυτόν Του τον μεν δια μέσου των Προφητών, και την είλκυσε στην επίγνωσίν Του, έπειτα δε ήλθε Αυτός ό ίδιος και ήρε μεν την λήθη, ήρε δε και την πλάνη, και διέρρηξε τις πύλες του αδου, εισήλθε προς την πλανηθείσα ψυχή και της έδωσε το υπόδειγμα, κατά το όποιον ήταν δυνατό να ευαρεστήσει σε Αυτόν. Επίσης της έδειξε του Αποστόλους και τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες και πλήθος Αγίων και Όσίων ανά την Οικουμένη και κατά τας διαφόρους χώρας, οι οποίοι λάμπουν ως αστέρες με πολυποίκιλο μεγαλείο εν τη δόξη των, δια να δη ή ψυχή αυτούς, οι οποίοι είναι όμοιοι με αυτήν, πώς λάμπουν εν θεία δόξη και ανθρωπινή τιμή, και να ύψωση τον εαυτόν της παντοιοτρόπως προς τον Θεόν. Και επειδή εκείνοι λοιπόν οι όσιοι Πατέρες ήσαν υπήκοοι στον Δεσπότη και Κτίστη των και ανεπιστρεπτί και ολοψύχως υπηρετούν εις Αυτόν, άφησαν πόλεις και χωρία και αγρούς και όλα τα λοιπά τα κατά την Οικουμένη, και κρύφτηκαν από τον κόσμο εις τας έρημους και εις τα όρη και εις τας φάραγγας των ορέων δια την αγάπη του Θεού, άλλοι δε σε άλλους τόπους όχι μακράν του κόσμου ευρισκόμενους. Απομονώθηκαν όχι επειδή δεν αγαπούσαν τους ανθρώπους, άλλ' επειδή θεωρούν τον εαυτόν των ανάξιο της μετά των ανθρώπων συμβιώσεως, και μάλλον προτίμησαν να ζουν με τα άγρια ζώα στις ερήμους σκεπτόμενοι ότι πριν ζούσαν εν τω κοσμώ κατά τρόπο κτηνώδη. Και τοιουτοτρόπως ταπείνωσαν και εξευτέλιζαν και απέκρυψαν τον εαυτόν των από τον κόσμο• Αλλ' ό Θεός τους δόξασε ως Θεράποντος Του. Άλλοι μεν ήσαν πριν σε σκήτες, Άλλοι δε εξέλεξαν τον κατά μόνας εγκλεισμό σε οίκους και εκεί ταπείνωσαν περαιτέρω το σώμα των και το άφησαν εν σιωπή να εκπληρώσει τον κανόνα του με παντός είδους κόπους, αλλά και βαρείς νόσους οι οποίες τους προσέβαλαν, υπέμειναν με ευχαρίστηση καθ όλον τον βίον των. Και εξ αιτίας αυτών δεν μπορούσαν να σταθούν επί των ποδών των ή να προσφέρουν την συνηθισμένη προσευχή , ή να δοξολογούν με τα χείλη τους άλλ' ούτε ψαλμό, ούτε άλλο τι από τα εν σώματι τελούμενα έπραξαν. Αρκούσε σε αυτούς μόνη ή σωματική ασθένεια και ή Ησυχία αντί άλλων των κανόνων.
Και τοιούτος είναι ό τρόπος της ασκήσεως των καθ' όλας' τας ημέρας των και εις όλη την νομιζόμενη αργία των. Και ούτως αγωνίσθηκαν δια την σωτηρία των καθ' όσον ηδύνατο να χωρούν κατά την δύναμίν των.

Νομίζω δε ότι είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο, ω αγαπητοί μου, να μη αποκρύψω και τούτο από σας, δηλαδή τα περί του αγίου Γέροντος Νείλου. Επειδή λοιπόν ό άγιος Γέρων ούτος, αν και ζούσε κατά τους έσχατους χρόνους, εν τούτοις δεν υστέρησε από εκείνους τους μεγάλους άνδρας και παλαιούς αγίους και Θεοφόρους Πατέρας εις ουδέν κατά την ανδρεία, κατά τους πνευματικούς άθλους και κατά το θάρρος εναντίον των δαιμόνων και κατά την σοφία του λόγου. Την εν αυτώ υπάρχουσα πνευματική σοφία του λόγου και την αρετή του βίου φανερώνουν τα κεφάλαια των συγγραμμάτων του και ή αγία και τίμια μονή εκείνη, εν τη οποία ό μέγας Γέρων ούτος με πολλούς κόπους και κατά τρόπον θεάρεστο. Δια τούτο άπ' εδώ αρχίζω εις εσάς τους μιμητάς και εραστές του ερημικού και ήσυχου βίου και ασπαζόμενους την μετάνοια να διηγούμαι περί του θαυμάσιου ερημητήριου εκείνου.


Κατά την βόρια πλευρά του Ρωσικού και Σλαβικού κράτους στην περιοχή την Λευκής Λίμνης, υπάρχει ερημητήριο του Σόρα επικαλούμενο. Σε αυτό το ερημητήριο υπάρχει εκκλησία του Ιωάννου τού Προδρόμου και εν αυτή ευρίσκονται τα άγια λείψανα του αγίου Πατρός ημών Νείλου, τα όποια σκεπάζονται από την γην και δεν βλέπονται υπό ουδενός.


Ούτος λοιπόν ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος ποίους γονείς είχε ή ποία πόλη είχε πατρίδα ή σε ποία ηλικία έφυγε από τον κόσμον, αυτό αξιόπιστος δεν γνωρίζομε, αλλά μόνον εξ ακοής παραλάβομε ότι εγεννήθη και ανετράφη στην βασιλεύουσα πόλη της Μόσχας και είχε το αξίωμα του δικαστικού γραμματέως αυτής της βασιλευούσης πόλεως της Μόσχας. Το μοναχικό σχήμα έλαβε εν τη λαύρα του Κυρίλλου της Λευκής Λίμνης του Θαυματουργού. Και μετά ταύτα απήλθε λοιπόν προς την βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη και ήλθε μέχρι του Όρους Άθω και επέστρεψε πάλιν εις Ρωσία. Και ήλθε υπό του Θεού καθοδηγούμενος εις το ανωτέρω μνημονευθέν ερημητήριό παρά τον Σόραν. Και έζησε εν αύτω ορισμένο χρόνο, ευάρεστων εις Κύριον τον Θεόν με νηστεία και προσευχή και αποχή από πάντα τα κακά. Και μετά ταύτα λοιπόν Όρους άγιος ούτος Γέρων και όσιος Πατήρ ημών Νείλος εκοιμήθη εν Κυρίω τον αιώνιο ύπνο κατά το έτος 7016 (1508), την 7ην ημέραν του Μαΐου.


Και έκτοτε κατά την ευδοκία του Θεού και δι' ευχών του οσίου Πατρός ημών Γέροντος Νείλου εγκαταστάθηκε λοιπόν εν τω ερημητήριο το πολίτευμα των σκητών κατά το τυπικό και την παράδοση των παλαιών Πατέρων, το όποιον τηρείται και μέχρι την σημερινή ήμέρα εις δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του μόνου Θεού, και της Υπεραγίας Αυτού Θεομήτορος, της Δεσποινίς ημών και Κυρίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.




Έχει δε το ερημητήριο εκείνο και μερικά δένδρα, —έλατα μόνον και λίγες βετούλες και πεύκα, και μεγάλα και αδιάβατα βρύα. Ευρίσκονται εν τω ερημητήριο και οι εξής καρποί: το ξυνόμουρο και το κράνον, το βατόμουρο και το μύρτιλλο. Αλλά δένδρα ή οπώρα καθ' όλου δεν δύνανται να ευρεθούν εις το ερημητήριο εκείνο.


Δεν υπάρχουν δε εις το ερημητήριο τούτο ούτε κατά το ελάχιστον τα πράγματα εκείνα, τα όποια συνήθως ευρίσκονται απαραιτήτως και είναι ευάρεστα εις τους αγαπώντας τον βίον του κόσμου τούτου, διότι δεν βλέπει κανείς εκεί τίποτε, το όποιον ανακινεί σε ομιλίες ή κραυγές και σε λοιπές εμπλοκές του κόσμου του, επειδή δεν έχουν στο ερημητήριο εκείνο ούτε κτήνη, ούτε όνων, ούτε υπηρετούντες, ούτε υπηρετούμενους, ούτε οικετία, ούτε κάτι άλλο από τα υπάρχοντα στα κοινόβια. Διότι ούτως ήθελε Ο όσιος Πατήρ ημών Νείλος, ακόμη πριν ή εξέλθει του βραχυχρόνιου βίου τούτου, και ευλόγησε και μετά τον θάνατον του οι ομότροποί του μαθηταί να ζουν στο ερημητήριο του κατά τούτον τον τρόπον και να συνευδοκούν στο θέλημα του, να μη έχουν καθ' όλου πράγματα των κοινοβίων. Διέταξε να απομακρυνθούν από την εργασία και τους θορύβους, τα όποια γίνονται δια τις σωματικές πλεονεξίες, διότι αυτά μας χωρίζουν από τον Θεό. Νομοθέτησε δε να τρέφονται μόνον από το εργόχειρο των. Εάν κανείς δεν διδάχθηκε τις τέχνες του κόσμου τούτου και είναι ανίκανος να τρέφει τον εαυτόν του από το έργον των χειρών του, ό αυτός λοιπόν να δέχεται λίγη ελεημοσύνη από όπου ή Χάρις του Θεού θα οικονομήσει. Από δε το περιττό να απέχουν παντελώς. Διέταξε δε και οι γυναίκες να μη έχουν καθ' όλου είσοδο στο ερημητήριο του, επίσης και οι έχοντες νεανική όψιν και ηλικία άνδρες και τα κτήνη τα όποια γενούν, διότι με όλα αυτά ό κοινός ημών εχθρός του μοναχικού τάγματος διάβολος, σφοδρώς πολεμά από τον φθόνο του τους μοναχούς. Διότι αγωνίζεται να μολύνει τον μοναχό περισσότερο με αμαρτήματα παρά φύση.


Η ακολουθία της Εκκλησίας τελείται εν τω ερημητήριο του Σόρα κατά τον εξής τρόπον: Δύο φοράς καθ' εκάστη εβδομάδα συνέρχονται εις την έκκλησίαν και τελούν ολονυκτία αγρυπνία, την Κυριακή και την Τετάρτην από εσπέρας μέχρι της αυγής της Πέμπτης. Εάν κατά την εβδομάδα τύχη εορτή δεσποτική ή ενός των μεγάλων Αγίων, οι οποίοι έχουν αγρυπνία, τότε αφήνουν την αγρυπνία κατά την εσπέρα της Τετάρτης και τελούν την της Κυριακής και της εορτής, ώστε να τελούνται μόνον δύο αγρυπνίες καθ' εκάστη εβδομάδα. Τις λοιπές μέρες ασκούνται στο κελί τους και έκαστος μερίμνα περί της σωτηρίας του, όπως δύναται, κατά την δύναμη του. Διότι δεν έχουν πάντες τον ίδιον ζήλο ή την ιδίαν ποσότητα του κανόνος στα κελιά τους, αλλά καθ' όσον αυξάνει κανείς κατά την εις τον Θεόν πίστη, τόσον περισσότερο παρίσταται ενώπιον Του και εν τη προσευχή.





Δια την ζωήν στα κελιά έχουν την εξής συνήθεια: Σε ένα κελί καθ' όλου δεν ζουν δύο αδελφοί. Αν ύπαρξη κανείς έστω από τους ένδοξους του κόσμου τούτου καταγόμενος και έντιμος άνθρωπος τυγχάνω, ό οποίος όμως δεν έμαθε γράμματα, δεν τον δέχονται στο ερημητήριο τούτο. Άλλ' ανά ένας ζουν οί αδελφοί στο κελί, όπως καθορίζει το πολίτευμα των σκητών των παλαιών αγίων Θεοφόρων Πατέρων, και μόνον αυτοί που μαθαίνουν γράμματα πολιτεύονται εκεί. Τα δε κελιά απέχουν τόσο, ώστε ό ένας να μη ακούσει τον άλλον, τι έκαστος κάμνει στο κελί του ή πώς αγωνίζεται για τον Θεό. Μόνον ένα κελί βλέπει κανείς από ένα άλλο κελί. Από ένα κελί είναι αδύνατον να βλέπει κανείς όλα τα κελιά, διότι το δάσος είναι λεία υψηλό και μεταξύ των κελιών υπάρχει λόχμη. Ρέουν και δύο ποταμοί δια μέσου του ερημητήριου τούτου. Φυλάττουν και την εξής παράδοσιν από τους παλαιοτέρους πατέρας οι εκεί ζώντες μοναχοί: Εις τον τόπον πέριξ του κελιού δεν κόπτουν καθ` όλα ξύλα για καμία χρήσιν της σκήτης, αλλά μακρύτερα από την σκήτη κόπτουν ξύλα, δια να μη φανεί έκαστο κελίον στα άλλα κελιά.




Επίσης έχουν ένα και μόνον φύλακα, ό οποίος κανονίζει το ωρολόγιο και εν καιρώ χειμώνας θερμαίνει τη εκκλησία του ναού και καθ' έκάστη ημέραν επισκέπτεται τους αδελφούς και βλέπει, αν είναι υγιείς. Και μετά από αυτά έρχεται προς , τον πρωεστώτα και ειδοποιεί αυτόν περί της υγείας των. Όταν ένας αδελφός τύχη να πέσει σε ασθένεια, τότε υπηρετεί τον αδελφό εκείνον μέχρι της ανάρρωσης του.


Έχουν δε τροφεία από το ταμείο του Μεγάλου Ηγεμόνος του Τσάρου των Σλάβων και Ρώσων και πολλών άλλων εθνών και κρατών Δυνάστου και Αυτοκράτορος, τα όποια είναι τόσον επαρκή, ώστε δύναται έκαστος μοναχός να διατρέφει το σώμα του. Απ' αυτά λαμβάνουν την σύνταξη και τα ενδύματα, με τα όποια σκεπάζουν την γυμνότητα του σώματος των, μάλλον δε με την ενδυμασία των αγαθών δωρημάτων του Θεού.


Και πόσες θλίψεις συμβαίνουν σε αυτούς από ακηδία και ανθρώπινη άγνοια, αυτό είναι αδύνατον να λεχθεί με ένα λόγον ή να γνωρισθεί υπό των σαρκικός φρονούντων, αλλά μόνον εκείνοι το γνωρίζουν, οί οποίοι έχουν πάντοτε μνήμη των νοερών πραγμάτων. Αυτοί λοιπόν εννοούν τον λόγον τούτον, διότι και σε αυτούς δεν υπήρχε ή δεν υπάρχει ή θεία χαρά πάντοτε καθ' ομοίων τρόπον. Συμβαίνει εις αυτούς λοιπόν ότι συμβαίνει σε εκείνους, οί οποίοι μετέρχονται το εμπόριο. Ενίοτε μεν χαίρουν βλέποντες τα κέρδη των, ενίοτε δε λυπούνται δια την απώλεια.


Το ίδιον γίνεται εις τους πνευματικούς, οι οποίοι μετέρχονται το εμπόριο. Όσοι πωλούν την σάρκα δια τον χρυσόν των εντολών είναι όμοιοι με εκείνους, οι οποίοι αγοράζουν το πνεύμα. Αυτοί λοιπόν ενίοτε προσεγγίζουν τον Θεό και ευφραίνονται, όπως ό προφήτης λέγει: «Εμνήσθην του Κυρίου και ευφράνθει», «Η καρδία μου και ή σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» ενίοτε δε απομακρύνονται απ' Αυτόν και πίπτουν σε ακηδία. Δια τούτο εκεί καθ' όλου δεν τελούν μοναχική κουρά εις κανένα αρχάριο, αλλά προσδέχονται μόνο εκείνους, οι οποίοι προηγουμένως εις κοινόβια εξέμαθαν και γνωρίζουν του σταδίου την δυσχέρεια. Άλλα και σε αυτούς συμβαίνει τούτο, όταν κάποιος απ' αυτούς αφήσει τον κανόνα του κελιού του. Ό τοιούτος λοιπόν ταχέως εκδιώκεται υπό του πνεύματος της ακηδίας από την σκήτη και απέρχεται εις περιοχή κατοικημένη. Και τα έσχατα του είναι χειρότερα των πρώτων, επειδή συμβαίνει εις αυτόν κατά την ζωήν του να αφήσει τελείως την εκτέλεση του κανόνος του και άλλα κακά να επακολουθούν εις τούτο. ταύτα λοιπόν γίνονται, διότι δεν υπέμεινε την ησυχία. Όταν όμως ό απελθών από την σκήτη αδελφός γίνει επιμελής κατά την ψυχήν και θερμός κατά την πίστιν και ενθυμηθεί τον πρώτον ζήλο της αρχής και τους ένθερμους λογισμούς του, με τους οποίους αναχώρησε πριν από τον οίκον του, και επιστρέψει πάλιν εις την σκήτη, τότε οί μοναχοί του ερημητήριου εκείνου παρά τον Σόραν ως έμπειροι αγωνιστές ταχέως υποδέχονται τον αδελφό τούτον με χαράν, επειδή και οί ίδιοι πάντοτε υπό του διαβόλου πειράζονται, όπως και ό Απόστολος λέγει• «εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» και ορίζουν να ζήση κατά την πρώτη συνήθεια. Αυτός δε θερμός ων κατά την πίστιν, επιδίδεται εις τον πρώτον αγώνα, ένδυναμούμενος υπ του Θεού και του οσίου Πατρός ημών Νείλου συνεργούντος. Διότι αν και ό άγιος Πατήρ ημών Νείλος κατά το σώμα απήλθε άφ' ημών, κατά το πνεύμα όμως ευρίσκεται πάντοτε μεθ' ημών και μας βοηθεί πάντοτε στους πειρασμούς και χαίρει ως γνήσιος πατήρ δια την μικρά βλέπων ένα έκαστο ημών με σπουδή να εργάζεται την σωτήρια την ψυχής του. Και όταν κάποιος έλθει δια πρώτη φορά προς αυτούς και επιθυμήσει να συμπολιτεύεται με αυτούς τότε ο προεστός και όλοι οι αδελφοί συνέρχονται σε ένα κελί και εξετάζουν , τον αδελφό εκείνο αν θα δυνηθεί με αυτούς να ζήσει εις ένα κελίον κατά μονάς. Στην αρχή τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα δια τον αδελφό εκείνο Δεν πράττουν όμως τούτο από κακία, αλλά γνωρίσουν την υπομονή του αδελφού εκείνου. Και Όταν ιδούν ότι είναι δυνατός να ζήση με αυτούς κατά μόνας στο κελίον, τότε ό προεστός προσλαμβάνει αυτόν εις το κελίον του και τον αναπαύει, μέχρις ότου ό αδελφός ούτος κτίση το δικό του κελίον. Δεν το κτίζει όμως εκ θεμελίων, διότι σε όσους προσέρχονται εκεί δίδονται έτοιμα κελιά με αγίας εικόνας και βιβλία και με όλα τα σκεύη και τα πράγματα του κελιού. Έπειτα δε οι εκεί ζώντες αδελφοί αναπαύουν καθ' εκάστη ημέραν τον άρτι προσελθόντα αδελφό στα κελιά των και διηγούνται σε αυτόν όλα τα υπό του διαβόλου κατ' αυτών επαγόμενα. «Περισσότερο πάντων, ω αδελφέ, —λέγουν—, πολεμά ό διάβολος τους εδώ ζώντας με οκνηρία και χαυνότητα, δια να τους καταβάλει με αυτά. Τους αποσπά από την σωματική προσευχή, ή εγκατάλειψης-τής οποίας προξενεί εις τον μοναχό πολλάς και μεγάλες πτώσεις κατά τον νουν». Από τούτο λοιπόν προσπαθούμε με σπουδή να φυλάμε, Χάριτι και Φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
via