ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Του αυτού μεγάλου Γέροντος επιστολή προς άλλον αδελφό περί ωφελείας.
Αυτό, το οποίον μου ωμίλησεν ή αγνότης σου από στόματος προς στόμα, ω τιμιώτατε πάτερ, περί τούτου μου έστειλας και γράμματα: Ζητείς από την ευτέλειάν μου να σου στείλω γραπτόν λόγον ωφελείας προς εύαρέστησιν του Θεού και προς ωφέλεια της ψυχής. Και εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτωλός και άφρων και νικώμενος υπό πάντων των παθών εφοβήθη να επιχειρήσω τοιούτο πράγμα. Δια τούτο ηρνήθην και ανέβαλαν. Άλλ' επειδή , ή πνευματική σου αγάπη με παρακίνησε να έχω παρρησίας υπέρ το μέτρον μου, δια να σου γράψω τα δέοντα, διό τούτο επείσθην εις αυτό.
Ερώτησής σου πρώτη, περί των λογισμών της πορνείας και πώς πρέπει να εναντιωθώμεν εις αυτούς.
Και περί τούτων δεν έχεις μόνον συ κόπων και αγώνα, αλλά και πάντες οί συν Θεώ αγωνιζόμενοι, επειδή ή πάλη αυτή είναι μεγάλη, λέγουν οί Πατέρες, και έχει διπλούν πόλεμων —εις την ψυχήν και εις το σώμα— και ή φύσις ημών δεν έχει τίποτε το βιαιότερον τούτων. Όθεν πρέπει με δύναμιν να κοπιώμεν και νηφαλίως καί άγρυπνος να τηρώμεν την καρδίαν ημών από τους λογισμούς τούτους, καί έχοντες τον φόβον του Θεού προ οφθαλμών να ενθυμώμεθα τας υποσχέσεις ημών, τας οποίας ωμολογήσαμεν: το να παραμένωμεν εν σωφροσύνη καί άγνεία. Σωφροσύνη δε καί άγνεία δεν αφορούν μόνον, τον εξωτερικόν βίον, άλλ' εις τον απόκρυφων ανθρώπων τής καρδίας, όταν είναι καθαρός από τους αισχρούς , λογισμούς τούτους. Ταύτην την μεγάλην νίκη εναντίων τούτων θα κατορθώσωμεν, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Θεόν, καθώς παρέδωσαν οί άγιοι Πατέρες με διαφόρους τύπους, αλλά με μίαν έννοια. Ό μεν, παραλαβών από τον Δαυίδ, είπε να προσευχώμεθα ούτω• «Έκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με». «Το άγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με». Ό δε ομίλησε περί τούτων ούτος• «Ό Θεός μου εις την βοήθειάν μου πρόσχες» και όμοια προς αυτά. Άλλος δε πάλιν εξ εκείνων είπε• «Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με και πολέμησον τους πολεμούντας με», καί τα λοιπά του ψαλμού. Επικαλού λοιπόν εις βοήθειάν και οσα Ακούεις εις τας γραφάς των αθλησάντων υπέρ τής σωφροσύνης και αγνείας. όταν επίκειται εις σε σφοδρός πόλεμος, τότε ευθύς ανάστηθι και ύψωσαν τους οφθαλμούς και τας χείρας σου προς τον ούρανόν καί προσεύχου ούτω• «Σύ είσαι δυνατός, Κύριε, και ιδικός σου είναι ο άγων. Σύ πολέμησον και νίκησον εν αύτω υπέρ ημών, Κύριε!». Και βόα προς τον εν βοηθείαις Παντοδύναμον με ταπεινά λόγια• «Ελέησον με, Κύριε, ότι είμαι ασθενής!». Διότι τούτο είναι παράδοσης των Αγίων. Καί όταν διέλθεις ταύτα τα παλαίσματα, θα γνωρίσεις από την πείρα ότι με την Χάριν του Θεού ταύτα νικώνται άπ' εκείνας τας προσευχάς κατά κράτος.
Πάντοτε μάστιζε τους πολεμίους με το όπλον του ονόματος του Ιησού, διότι ισχυρότερα τής νίκης ταύτης δεν υπάρχει.
Φυλάττου δε από την δρασιν τοιούτων προσώπων και από την άκοήν τοιούτων ομιλιών, αί οποίαι ανακινούν τα πάθη καί διεγείρουν ακάθαρτους λογισμούς. Και ό Θεός θα σε φύλαξη. Καί ταύτα λοιπόν περί τούτων.
Δευτέρα σου ερώτησης, περί του λογισμού της βλασφημίας.
Και ούτος ό λογισμός είναι λίαν αναιδής και δεινός. Ενοχλεί δε ισχυρώς και όχι συνεχώς, και δεν συναντάται μόνον τώρα, αλλά και παλαιότερον υπήρξε και εις τους μεγάλους Πατέρας και εις τους αγίους μάρτυρας και κατ' εκείνον τον καιρόν, ότε οι βασανισται ήθελον να παραδώσουν τα σώματα των εις πληγάς και πικρούς θανάτους δια την ομολογία της πίστεως εις Κύριον τον Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν.
Και εναντίον του λογισμού τούτου δυνάμεθα νά έχομεν την νίκη ούτος, ώστε όχι ή ψυχή ημών, άλλ' ό δαίμων να είναι αίτιος αυτού. Πρέπει να λέγωμεν κατά του πνεύματος της βλασφημίας ταύτα• «"Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνώ και Αύτω μόνω λατρεύω. Εις σε δε να επιστρέψει ή βλασφημία σου επί την κεφαλήν σου, και εις σε να καταγράψη ταύτην ό Κύριος. Άπελθε λοιπόν άπ' εμού. Ό Θεός, ό πλάσας με κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν αυτού, να σε εξουθένωση!». Αν σε ενοχλήσουν και μετά ταύτα αναίσχυντος, τότε μετάφερε τον λογισμό εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο πράγμα —αν δεν είναι εκτός των πρεπόντων. Φυλάττου δε από την υπερηφάνειαν και επιδίωκε να βαδίζεις επί των οδών της ταπεινώσεως. Διότι ελέχθη υπό των Πατέρων ότι «από την ύπερηφάνειαν τίκτονται οί βλάσφημοι λογισμοί. Συμβαίνει δε και από τον φθόνο των δαιμόνων. Και αν από τούτο ή εκείνο προέρχονται —αλλά όπως ή δορκάς είναι καταστρεπτική δια τα ίοβόλα θηρία, ούτος είναι και ή ταπείνωσις καταστρεπτική δια το πάθος τούτο. όχι μόνον δι' αυτό, αλλά και δια τα υπόλοιπα», είπον οί άγιοι Πατέρες.
Τρίτη ερώτησης, περί αναχωρήσεως και ησυχίας.
Και ότι έρευνας πώς να αναχώρησης από τον κόσμον, —και αυτή ή προθυμία σου είναι καλή. Άλλ' επιδίωκε να αποτελειώσεις αυτό δια του έργου εν τω εαυτό σου κατά τον εξής τρόπον. Διότι αυτή είναι ή πνευματική οδός προς την αίώνιον ζωήν. Ταύτην δε βάδισαν, δια της αποκτήσεως της σοφίας γνωρίσαντες, οί όσιοι Πατέρες. Ή αναχώρησης από τον κόσμον αρμόζει μάλιστα εις εκείνον, εις τον όποιον ή μετά του κόσμου συντυχία έγινε συνήθεια. Διότι αν δεν θα αναχώρηση, θα ανανεωθούν πάλιν τα ως εικόνες τινές και παραστάσεις εν αύτω προϋπάρχοντα από την άκοήν και την δρασιν των κοσμικών πραγμάτων. Και δεν δύναται να παραμείνει νηπτικός εις την προσευχή και να μελετήσει τα θεία βουλήματα. Όστις όμως θέλει να μελετήσει τα προς εύαρέστησιν του Θεού, οφείλει να αναχώρηση από τον κόσμον.
Μη θέλησης να δέχεσαι τας ομιλίας των οικείων φίλων, οί όποιοι φρονούν τα του κόσμου και ασχολούνται με άλογους μεριμνάς, δηλαδή με τα προς αύξησιν του μοναστηριακού πλούτου και τα προς απόκτησιν κτημάτων, τα όποια κατά το φαινόμενο πράττουν υπό το σχήμα της χρηστότητας και εξ αγνοίας των Θείων Γραφών ή εκ των ιδίων εμπαθειών, νομίζοντες ότι τάχα μετέρχονται την αρετή. Και συ, άνθρωπε του Θεού, μη έχεις κοινωνίαν με τους τοιούτους! Δεν πρέπει όμως και να επιπηδήσωμεν εναντίον των τοιούτων με λόγους, ούτε να τους υβρίσωμεν, ούτε να τους μεμφθώμεν, αλλά να αφήσωμεν αυτά εις τον Θεόν. Διότι δυνατός είναι ό Θεός να διόρθωση αυτούς.
Φυλάττου δε εν πάσιν από την παρησίαν! Διότι ή παρρησία είναι —όπως εγράφη— όμοία προς μέγα πυρ, από το πρόσωπον του οποίου πάντες φεύγουν, όταν καίη. Και αποστρέφου το να ακούεις ή να βλέπεις τα πράγματα των αδελφών και τα κρυπτά των και τας πράξεις των. Διότι τούτο καθιστά την ψυχήν κενή από παντός κάλου και οδηγεί εις το να παρατηρήσωμεν τα ελαττώματα του πλησίον και να παύσωμεν να κλαύσωμεν τας ιδίας ημών αμαρτίας.
Και μη σπεύδης να είσαι ταχύλογος εις τας ομιλίας με τους αδελφούς, και αν ακόμη φαίνηται ωφέλιμων Άλλ' εάν κάποιος αδελφός εχη πληροφορία δι' ημάς και πράγματι ζήτηση τον λόγον του Θεού και εάν τον έχομεν, όφείλομεν να του δώσωμεν όχι μόνον τον λόγον του Θεού, κατά την μαρτυρίαν του Αποστόλου, αλλά και την ψυχήν ημών. Συναναστρέφου δε με τοιούτους και συνευδόκει εις τα έργα με εκείνους, οίτινες φρονούν τα του Πνεύματος, οί όποιοι είναι τέκνα των μυστηρίων του Θεού. Αί δε μετά των μη τοιούτων ομιλίαι, και αν είναι βραχείαι, αποξηραίνουν τα άνθη των αρετών, τα όποια προσφάτως εξήνθησαν από την σύστασιν της ησυχίας και περικυκλώνουν με απαλότητα και χλωρότητα το δένδρον της ζωής, το φυτευθέν επί τας διεξόδους των υδάτων της μετανοίας, όπως είπεν ένας σοφώτατος Άγιος.
Τετάρτη ερώτησης, περί της απλανούς οδού της αληθείας.
Και όσα ζητείς περί του πώς να μη αποπλανηθώμεν από την όδόν της αληθείας, και περί τούτων θα σου δώσω συμβουλήν καλήν.
Δέσμευε τον εαυτόν σου με τους νόμους των Θείων Γραφών και ακολουθεί αύτάς, δηλαδή τας αληθινάς Θείας Γραφάς. Διότι υπάρχουν πολλαί γραφαί, αλλά δεν είναι ολαι Θείαι. Σύ δε ερεύνα ακριβώς τας αληθινάς δια μέσου των αναγνώσεων τούτων και των ομιλιών με συνετούς και πνευματικούς άνδρας, —διότι όχι πάντες, άλλ' οί συνετοί κατανοούν αύτάς—και άνευ της μαρτυρίας των τοιούτων Γραφών μη πράττεις τίποτε, καθώς και εγώ. Περί του εαυτού μου σου διηγούμαι, επειδή ή κατά Θεόν αγάπη σου με καθίστα άφρονα ώστε να ομιλήσω περί του εαυτού μου. Άλλ' όπως ελέχθη• «Τα μυστήρια μου αποκαλύπτω εις τους αγαπώντας με». Δια τούτο σου λέγω αυτό.
Εγώ λοιπόν δεν πράττω τίποτε χωρίς την μαρτυρία των Θείων Γραφών, αλλά, ακολουθών κατά τας Θείας Γραφάς, πράττω τα κατά δύναμιν. όταν μεν πρέπει να πράξω κάτι, ερευνώ πρώτον τας Θείας Γραφάς. Και όταν δεν εύρω χωρία σύμφωνα με τον λογισμόν μου προς έπιχειρησιν του έργου, αναβάλλω αυτό μέχρις ότου εύρω. όταν δε Χάριτι Θεού εύρω τοιαύτα, πραγματοποιώ αυτό ευπαρρησιάστως ως ασφαλές. Από τον εαυτόν μου όμως δεν τολμώ να το πράξω, επειδή είμαι αμαθής και αγροίκος.
Ούτω πράττε και συ, αν θέλεις, κατά τας Αγίας Γραφάς και έχε σπουδήν κατά το πνεύμα τούτων να τηρείς τας Εντολάς του Θεού και τας παραδόσεις των αγίων Πατέρων. Και αν ενίοτε αί τρικυμίαι των βιοτικών πραγμάτων σαλεύσουν την καρδίαν σου, μη φόβου, στερεούμενος επί της ασάλευτου πέτρας των εντολών του Κυρίου και φρουρούμενος από τας παραδόσεις των αγίων Πατέρων. Και έσο εν όλο ζηλωτής εκείνων, τους οποίους βλέπεις και άκούεις ότι έχουν βίον και φρόνημα επιμαρτυρούμενα από τας Αγίας Γραφάς. Διότι ούτοι πορεύονται την ευθείαν όδόν. Και ταύτα εγγράφων εις την καρδίαν σου, βάδιζε ακλινώς εν τη όδώ του Θεού, και Χάριτι Θεού δεν θα αποπλανηθείς από την Αλήθειαν. Διότι εγράφη ότι αδύνατον είναι ό ορθώς φρονών και ευσεβώς ζών να απολεσθεί. Αλλά όσοι πράττουν το έργον του Θεού με διεφθαρμένων νουν, αυτοί σφάλλουν από την ευθείαν Οδόν.
Πορεύου δε ανεπιστρεπτί, επιβάλλον την χείρα σου επί το αρότρων του Θεού και μη βλέπων εις τα οπίσω, δια να κατευθυνθείς εις την Βασιλείαν του Θεού. Και λαβών τον σπόρον του λόγου του Θεού, κοπίασον με σπουδήν να μη ευρέθη εν τη καρδία σου ούτε οδός, ούτε πέτρα, ούτε άκανθα, αλλά γη καλή, φέρουσα πολλαπλασίονα καρπό προς σωτηρίαν της ψυχής σου, όπως, θεωρήσας την σύνεσίν σου εις την άκοήν του λόγου του Θεού και εύρών τα αξιέπαινα κατορθώματα σου εις τας άρετάς, χα ρω και εγώ, ευχάριστων τον Θεόν, βλέπων ότι ήκουσας τον λόγον του Θεού και φυλάττεις αυτόν2. Παρακαλώ π δια τον Κύριον, προσεύχου υπέρ εμού του αμαρτωλού του λέγοντος σοι το καλόν, άλλ' ουδαμώς πράττοντας
Ό δε Θεός, Όστις ποιών υπερένδοξα και χαριζόμενος πάν δώρημα αγαθόν εις τους ποιούντας το θέλημα αυτού είθε να σου δώσει σύνεσιν και στερέωσιν εις το να πράττης το αγιον αυτού θέλημα δια πρεσβειών της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ότι ευλογητός είναι εις τους αιώνας. Αμήν.