ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'.




Ο παλαιός Βίος του Όσιου κατά μεταγενέστερα είδηση κάηκε εξ αιτίας μιας επιδρομής των Τατάρων του Καζάν κατά τον ΙΣΤ' αιώνα. Αντίγραφα δυστυχώς δεν σώζονται. Υπάρχουν διεσπαρμένες πληροφορίές μας δίνουν τα εξής βιογραφικά στοιχεία:
Ο Άγιος γεννάται πιθανώς κατά το έτος 1433 στη Μόσχα. Το βαπτιστικό του όνομα παραμένει άγνωστο, το δε οικογενειακό είναι Μάικωφ. Τυγχάνει ευγενούς καταγωγής, ανήκων πιθανώς στην τάξη των βογιάρων, αν και ό ίδιος από ταπεινοφροσύνη ισχυρίζεται ότι είναι αγράμματος και χωρικός. Ως νέος εξασκεί το επάγγελμα του ταχυγράφου στην υπηρεσία του Μεγάλου Ήγεμόνος, πιθανώς ως γραμματέας δικαστηρίου. Εκ των ιστορικών πηγών γνωρίζομε, ότι ό Ανδρέας Φεόδωροβιτς Μάικο ο οποίος χρημάτισε γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών και απεβίωσε περί τα τέλη του έτους 1502 - αρχάς 1503, είναι αδελφός του οσίου.


Συνεπώς ό πατήρ του ονομάζεται Θεόδωρος.


Νωρίς όμως ό Όσιος εγκαταλείπει την ματαιότητα μιας κατά κόσμο λαμπράς σταδιοδρομίας και εισέρχεται ως δόκιμος στην μονήν του οσίου Κυρίλλου στη περιοχή της Λευκής Λίμνης . Βρίσκομε την υπογραφή του μεταξύ άλλων ονομάτων επί εγγράφων της μονής αυτής αναγομένων στα έτη 1448-1460. Δεν γνωρίζομε, αν ή απόφαση του είναι ή τελική εξέλιξη μιας εξ απαλών ονύχων ευλαβούς ζωής ή αν ή Χάρις του Θεού τον οδήγησε μέσω ενός συγκλονιστικού γεγονότος ή μιας ιδιαιτέρας κλήσεως στην ισάγγελος πολιτεία. Ή εκλογή του τόπου της μετανοίας του μας αποκαλύπτει όμως τις πνευματικές του αναζητήσεις.


Ο προ λίγο ετών σε βαθύ γήρας κοιμηθείς ιδρυτής της μονής όσιος Κύριλλος του Μπιελοζέρσκ (1337-1427) ήταν μία έξοχη μορφή μεταξύ των Ρώσων ησυχαστών του ΙΔ' - ΙΕ' αιώνος και χρημάτισε μαθητής του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ, ό όποιος τον επισκεπτόταν οσες φορές έρχονταν στην Μόσχα, οπού μόνασε ό Κύριλλος, στη μονή του Σίμωνος, προτού αναχώρηση στην έρημο του Βορρά. Εκεί έζησε κατ' αρχάς ως ερημίτης στην περιοχή της Λευκής Λίμνης και στη συνεχεία οί προσκληθέντες από τις αρετές του μαθητές τον ανάγκασαν να ίδρυση την περίφημο μονή του. Ήταν αυστηρός υπερασπιστής του κοινοβιακού βίου και της υπακοής ως πρώτης μοναχικής αρετής. Αγάπα την νηστεία και σιωπή και είχε το χάρισμα της κατανύξεως. Με θέρμη δίδασκε τους μοναχούς του, και ορισμένες κατηχήσεις του σώζονται μέχρι σήμερα.


Ταυτοχρόνως δεν δίσταζε να νουθέτηση και να ελέγχει τους ισχυρούς του κόσμου τούτου. Στην επιστολή του προς τον ηγεμόνα Ανδρέα του Μοζάισκ τον τοπικό ηγεμόνα της περιοχής της Λευκής Λίμνης, εξεδήλωσε το ζωηρό του ενδιαφέρον δια την από χριστιανική ευθύνη εμπνεόμενη διακυβέρνηση του κράτους και δεν φοβήθηκε να ζήτηση από τον ηγεμόνα κοινωνική και διοικητική δικαιοσύνη. Οι ιστορικές πηγές μας δίνουν την εντύπωση ότι ο Όσιος Κύριλλος δεν επιθυμούσε την απεριόριστο τουλάχιστον αύξηση του πλούτου της μονής, ιδιαιτέρως στην γήν και υπόδουλους χωρικούς. Παρά όλα αυτά το μοναστήρι είχε γίνει ήδη ένας από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες της περιοχής της Βόλογκντας όταν μόνασε εκεί ό όσιος Νείλος, άλλ' εν γένει οι παραδόσεις της πειθαρχίας του οσίου Κυρίλλου ήσαν ακόμη ζωντανές.


Κατά το β' ήμισυ του αιώνος παρατηρούνται όμως έριδες μεταξύ των μοναχών, πιθανώς όχι τόσον εξ αιτίας του ζητήματος του περιορισμού του πλούτου, όσον δια την εκ μέρους ορισμένων μοναχών προσπάθεια εισαγωγής της ιδιορρυθμίας, ή οποία διαδίδεται κατά τους χρόνους εκείνους στα βυζαντινά και τα ρωσικά μοναστήρια παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των Ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας . Εν τούτοις δεν δύναται να γίνει λόγος περί πλήρους καταπτώσεως της μοναστηριακής πειθαρχίας στη μονή του οσίου Κυρίλλου. Ό σύγχρονος του Νείλου όσιος Ιωσήφ του Βόλοτσκ ή Βολοκολάμσκ (1440-1515), ό άλλος αγωνιστής δια την ανύψωση της μοναχικής ζωής της εποχής εκείνης, επισκέπτεται την μονήν του οσίου Κυρίλλου περί το 1478 κατά την διάρκεια μιας ανωνύμου ξενιτιάς ανά τα ρωσικά μοναστήρια και παραμένει ένα διάστημα εκεί. Στο γνωστόν Ι' κεφάλαιο της διαθήκης του, το όποιον αποτελεί τρόπον τινά μία ιστορία των Ρωσικών μοναστηριών, ό άνανεωτής του αυστηρού κοινοβίου δίνει μία εν γένει ζοφερά εικόνα περά της καταστάσεως των άλλων μονών, ενώ περί της μονής του οσίου Κυρίλλου γράφει τους έξης επαίνους: « Επίσης ακούσαμε περί του μακαρίου Σεργίου και των λοιπών αγίων από αψευδείς μάρτυρας, οί οποίοι έζησαν στους χρόνους εκείνων, ότι είχαν τόση εγρήγορση και τόσο ζήλο για το ποίμνιο, ώστε μια μικρά αμέλεια η παρακοή δεν ήθελαν να παραβλέψουν, γιατί ήσαν ελεήμονες, όταν έπρεπε, και αυστηροί, όταν χρειαζόταν, ελέγχοντες και βιάζοντας τους αμαρτάνοντας στο αγαθό τους δε μη υπακούοντας δεν άφηναν να ακολουθήσουν το δικό τους θέλημα, αλλά με πολλούς τρόπους εμπόδιζαν αυτούς και αφόριζαν αυτούς από την Έκκλησίαν και την Τράπεζαν. Είχαν τόση πτωχεία και ακτημοσύνη ώστε στη μονή του μακαρίου Σεργίου αυτά τα βιβλία δεν έγραφαν επί χάρτου, άλλ' επί φλοιού της σημύδας. Ό δε μακάριος Σέργιος ό ίδιος φορούσε τόσον ευτελή και ρακώδη ιμάτια, ώστε πολλάκις δεν γνωριζόταν υπό των προσερχόμενων, οί οποίοι νόμιζαν ότι ήταν ένας από τους επαίτες. Διακοσμείτω με όλες τις αρετές της ψυχής, λέγω και του σώματος. Για αυτό αξιώθηκαν από το Κύριο μεγάλων χαρισμάτων. Περί δε του αγίου Κυρίλλου τι έχω να γράψω ή να πω; Πόση μέριμνα είχε περί όλων αυτών μαρτυρούν και τώρα οι εν τη μονή του φυλασσόμενες παραδόσεις και διδαχές, οι οποίες ως φως επί της λυχνίας φωτίζουν και στους παρόντές καιρούς. Και όπως ό ίδιος ό μακάριος Κύριλλος είχε ακριβή φροντίδα περί της ευταξίας της μονής και των μοναχών, ούτως ήσαν και οί μετ' αυτόν μαθητές του και αυτοί μιμούντουσαν αυτόν και τηρούσαν τις παραδόσεις του στις καρδίες τους και με κανένα τρόπο δεν ανεχόντουσαν τους άτακτους και υπερήφανους και αυτών που δεν φυλάγουν τις παραδόσεις του αγίου Κυρίλλου. «Όθεν αγωνίζονταν όχι μόνο εναντίον των ομοίων προς αυτούς μοναχών, αλλά και κατά των προεστώτων, όταν έβλεπαν ότι κάτι έγινε κατά τρόπον πονηρό και διεστραμμένο και όχι κατά την συνήθεια των πατρικών παραδόσεων». Εν συνεχεία ό Όσιος Ιωσήφ παραθέτει μερικά παραδείγματα διαφωνιών μεταξύ των Γερόντων της μονής και ορισμένων ηγουμένων, προσελθόντων από άλλα μοναστήρια οί οποίοι ήθελαν να αλλάξουν τις παραδόσεις του αγίου Κυρίλλου και προκάλεσαν την σθεναρά αντίσταση των μονάχων και συνεχίζει. «Ή δε τάξις του μοναστηριού τούτου ήταν η εξής. Στο κελί τους δεν έτρωγαν, ούτε έπιναν, ούτε έβγαιναν από την μονή χωρίς ευλογία του προεστώτος και δεν ζούσαν νεαροί εντός του μοναστηρίου, ούτε στις αυλές του μοναστηρίου, αλλά τα πάντα γινόντουσαν από αυτούς κατά την μαρτυρία των Θείων Γραφών και των παραδόσεων των κοινοβίων».


Χωρίς υπερβολή δυνάμεθα λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι ό Όσιος Νείλος επίλεξε το καλύτερο μοναστήρι της εποχής του για να αφιέρωση εκεί την ζωήν του ολοτελώς στον Κύριο. Οι αρχάριοι μοναχοί τελούν κατά την παράδοσιν υπό την ιδιαιτέρα επίβλεψη και καθοδήγηση ενός μεγαλυτέρου Γέροντος, ό όποιος έχει ήδη ικανή εμπειρία και διάκριση να μύηση τον υποτακτικό στην πνευματική ζωήν του μοναχού, στον διαρκή αόρατο πόλεμο κατά των ποικίλων πειρασμών του διαβόλου, ό όποιος διεγείρει τα πάθη της ψυχής και με τους διαφόρους λογισμούς προσπαθεί να τον παραπλάνηση από την ευθείαν όδόν της σωτηρίας. Για αυτό ό Γέρων ακούει με υπομονή και προσοχή την καθημερινή εξαγόρευση των λογισμών και με αγάπη, σύνεση και διάκριση συμβουλεύει και καθοδηγεί τον μαθητή του. Εκείνος δε αποδέχεται τις νουθεσίες με ταπείνωση και υπακοή και βαδίζει με ασφάλειαν την στενή και τεθλιμμένη όδόν. Ό Παΐσιος Γιαροσλάβωφ (+ 22α ή 23η Δεκ. 1501) είναι αυτός ό Γέρων και πατρικός φίλος του Νείλου. Δυστυχώς δεν γνωρίζομε, πόσα έτη ό Όσιος παραμένει στην υπακοή του, γιατί βραδύτερο ό Παΐσιος ευρίσκεται για άγνωστους λόγους στην περίφημη μονή του οσίου Σεργίου και της Αγίας Τριάδος πλησίον της Μόσχας, όπου αντιγράφει για τον εκεί ηγούμενο Σπυρίδωνα (1467-1474) τον βίο του οσίου Κυρίλλου της Λευκής Λίμνης. Η φήμη του ενάρετου γέροντος φθάνει μέχρι αυλής του Τσάρου, την επιθυμία του οποίου εκλέγεται κατά το έτος 1479 ηγούμενος του ιστορικού μοναστηρίου τούτου, και ό ίδιος ό Ίβάν Γ' τον παρακαλεί να αναδεχθεί τον υιόν του Βασίλειον από την κολυμβήθρα.
Επί πλέον θέλει να τον αναβίβαση στον μητροπολιτικό θρόνο της Μόσχας, αφού ήλθε σε ρήξη με τον μητροπολίτη Γερόντιο για το ζήτημα της κατευθύνσεως των λιτανειών κατά την πορεία του ηλίου ή εναντίον της (1484). Άλλ' ό εραστής της ησυχίας δεν ανταλλάσσει την γαλήνη της έρημου και του κελιού του με την εφήμερο δόξα και την μεγάλη ν ευθύνη του πρωθιεράρχου της Ρωσίας. Ή ηγουμενεία του διαρκεί μόνον περί τα δύο έτη. Το Β' Χρονικό της Αγίας Σοφίας του Νόβγκοροντ μας πληροφορεί την αιτία της παραιτήσεως του: «Επειδή ό Μέγας Ηγεμών τον ανάγκασε νωρίτερα να γίνει ηγούμενος στην μονή του οσίου Σεργίου και δεν μπορούσε να φέρει τους μοναχούς στον δρόμο του Θεού, στη προσευχή, νηστεία και εγκράτεια, αλλά ήθελαν να τον φονεύσουν... αυτός εγκατέλειψε την ηγουμενεία, και για αυτό δεν ήθελε και τον μητροπολιτικό θρόνο». Δεν γνωρίζομε ακριβώς, πότε επιστρέφει στην περιοχή πέραν του Βόλγα, πάντως το 1489 ευρίσκεται πάλιν εκεί, όπως πληροφορούμεθα από ένα γράμμα του αρχιεπισκόπου Γενναδίου του Νόβγκοροντ προς τον αρχιεπίσκοπο Ίωάσαφ του Ροστώφ, τον όποιον παρακαλεί να τον φέρει σε επαφή με τους Γέροντας Παϊσιο και Νείλο δια το ζήτημα της αιρέσεως των Ιουδαιζόντων. Και στα αλλά έγγραφα τα ονόματα τους μνημονεύονται συνεχεία πράγμα το όποιον φανερώνει πόσον διαρκής και βαθύς παραμένει ό πνευματικός τους σύνδεσμος.


Ίσως ό Παΐσιος μονάζει κατά τον καιρόν τούτο όχι στην μονή του οσίου Κυρίλλου, άλλ' στην γειτονική μονή του Σωτήρος επί της Πέτρας ή Σωτηροπέτρας. Πάντως συγγράφει την ιστορία του μοναστηρίου τούτου.


Οι σχέσεις του Παϊσίου με την μονή αυτή έχουν ιδιαιτέρα σημασία για τον Νείλο, γιατι αυτή έχει στενές επαφές με το Βυζάντιο.


Ο ηγούμενος της Διονύσιος (περίπου 1389-1418) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήλθε από το Αγιον Όρος, όπου είχε καρεί μοναχός, και παρέδωσε στην μονή του το Τυπικόν του Αγίου Όρους. Και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους οι σχέσεις εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές, γιατί ό ηγούμενος Κασσιανός μετέβη δύο φοράς στην Κωνσταντινούπολη «για την διόρθωση της Εκκλησίας». Πιθανώς το πνεύμα του Παΐσιου και της μονής της Σωτηροπέτρας υποβάλλουν στον όσιο Νείλο την επιθυμία ενός προσκυνήματος στον Άθωνα.


Άλλωστε ό ηγούμενος Κασσιανός χρημάτισε νωρίτερα ηγούμενος της μονής του οσίου Κυρίλλου κατά τα έτη 1448-1469, δηλαδή ακριβώς κατά τους χρόνους της εκεί εγκαταβίωσεις του Νείλου, και στη συνεχεία ανέλαβε την ηγουμενεία στη μονή της Σωτηροπέτρας. Αυτός διατήρησε κατά τρόπον εξαιρετικό την παράδοση του οσίου Κυρίλλου και των αμέσων μαθητών του, να αντιγράφουν βιβλία και να φροντίζουν για τον καταρτισμό της βιβλιοθήκης. Κατά αυτών τον τρόπο ή βιβλιοθήκη της μονής του οσίου Κυρίλλου έγινε μία εκ των πλουσιοτέρων και μεγαλυτέρων της Ρωσίας του ΙΕ' αιώνος. Ίσως και ή εκεί επίσκεψις του Σέρβου αγιοβιογράφου Παχωμίου Λογοθέτου, ο οποίος με εντολή του Κασσιανού συγγράφει τον βίο του ιδρυτού της, παρακινεί τον Νείλο να μεταβεί και αυτός στην Γήν της επαγγελίας της μοναχικής πολιτείας. Ο ίδιος ό Όσιος ομιλεί περί του προσκυνήματος του εις το Αγιον Όρος και «τας χώρας της Κωνσταντινουπόλεως». Δεν είναι όμως ακριβώς σαφές τι σημαίνει ή έκφραση αυτή. Πιθανώς ό Νείλος και ό συνοδεύων αυτόν Ιννοκέντιος Όχλιέμπινιν επισκέπτονται και τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν γνωρίζομε πότε αναχωρούν οί δύο προσκυνητές από την μονή του οσίου Κυρίλλου και πότε ανακάμπτουν σε αυτήν και πόσον παραμένουν στο Άθωνα. Πιθανώς το προσκύνημα λαμβάνει χωρά μεταξύ των ετών 1460-1480. Ίσως ή διαμονή τους στον Άθωνα διαρκεί μερικά έτη. Διάφοροι Ρώσοι συγγραφείς εξέφρασαν την εύλογο γνώμη ότι ό Νείλος και ό Ιννοκέντιος ησυχάζουν αυτό το διάστημα στη σκήτη του Ξυλουργού, ή οποία ήταν από το 1016 μέχρι του έτους 1169 το πρώτον ρωσικό μοναστήρι στο Άγιο Όρος και ανήκει μέχρι σήμερον στην ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος.


Δεν υπάρχει όμως ουδεμία ιστορική μαρτυρία περί τούτου ή περί άλλων τόπων διαμονής των δύο Ρώσων στον περίβολο της Παναγίας. Ασφαλώς επισκέπτονται όλα τα μοναστήρια κατά σειράν για να προσκυνήσουν τα Ιερά και όσια και ως μέλισσες φιλόπονοι να συλλέξουν το νέκταρ από τα εκεί απαντώμενα πνευματικά άνθη. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευρίσκουν ένα η και περισσοτέρους τόπους όπου αναπαύονται και ωφελούνται ιδιαιτέρως, και παρατείνουν εκεί την διαμονή τους περισσότερο. Είναι γνωστόν ότι κατά τον ΙΕ' αιώνα ή κατά το έτος 1375 ιδρυθείσα μονή του οσίου Διονυσίου βρίσκεται σε πλήρη ακμή και αποτελεί ένα σπουδαίο κέντρον του ησυχασμού, όπως μαρτυρούν οί εκεί διαλάμψαντες Άγιοι και τα εκεί σωζόμενα πολυάριθμα χειρόγραφα. Για αυτό είναι λίαν πιθανόν οι δύο Ρώσοι προσκυνητές να παρέμειναν ένα διάστημα εντός αυτού του μοναστηρίου ή πλησίον του σε ησυχαστήριο για να μαθητεύσουν παρά τους πόδας των κορυφαίων της νοεράς εργασίας. Αν και δεν έχουμε ιστορικές αποδείξεις για την στήριξη της υποθέσεως αυτής η ύπαρξη σλαβικών χειρογράφων στην βιβλιοθήκη της μονής αυτής μαρτυρεί πάντως ότι κατά τους χρόνους εκείνους εκεί μία έστω μικρά σλαβική αποικία, ή οποία τω λόγω ήδύνατο να προσέλκυση και να φιλοξενήσουν τους δύο ομόγλωσσους τούτους. Άλλωστε κατά την εποχή αυτή το πνεύμα του Φυλετισμού και του σοβινιστικού Εθνικισμού ήταν ξένο προς τους ησυχαστές του Αθωνος. Τα αγιορείτικα μοναστήρια δεν ήσαν αποκλειστικώς περιορισμένα σε μία μόνο εθνικότητα, άλλα αποτελούσαν κέντρα γνήσιας χριστιανικής Καθολικότητας, όπου πολλάκις συνασκήτευαν και συμπροσευχόταν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Ρώσοι, Άραβες και Ίβηρες (Γεωργιανοί) σε μία στέγη, αν και πιθανώς μία πλειονότητα έδιδε σε κάθε μονή τον ιδιάζοντα χαρακτήρα. Τούτο το γεγονός είχε ιδιαιτέρα σημασία για την μετάδοση του θεολογικού πλούτου της βυζαντινής Εκκλησίας προς τους Σλάβους, Ίβηρες και άλλους λαούς.


Γνωρίζουμε π.χ. ότι στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου υπήρχε ομάδα Σλάβων μοναχών, οι οποίοι μετάφραζαν και αντίγραφαν τα έργα των αγίων Πατέρων στην γλώσσα τους. Αυτό προϋποθέτει ότι πρώτον είχαν μάθει την ελληνική, πράγμα για το όποιον τους προσέφεραν την δυνατότητα ακριβώς τα μοναστήρια αυτά.


Δεν γνωρίζομε, μέχρι ποίου βαθμού ό όσιος Νείλος κατείχε την ελληνική, δηλαδή αν έφθασε στο σημείο να μελετήσει τους Πατέρας στο πρωτότυπο. Τούτο φαίνεται όμως πιθανόν από τα αποτελέσματα των ερευνών των χειρογράφων των έργων του, όπου διάφορα σχόλια μαρτυρούν περί διορθώσεως του κειμένου της μεταφράσεως βάσει του ελληνικού πρωτοτύπου. Ό φίλος του Γουρίας Τούσιν γράφει σε δύο αντίγραφα ενός χειρογράφου του Όσιου το εξής σχόλιο: «Ούτοι οι βίοι και ταύτα τα Μαρτύρια εγράφησαν από το βιβλίο Γέροντος Νείλου κατά την γραφή και την διόρθωση διότι πολλούς κόπους έδειξε ό Γέρων Νείλος δια τας γραφάς ταύτας». Μετά τον επίλογο των ιδίων κωδίκων υπάρχει ή εξής υπογραφή:
«αμαρταλος νηλ και ασύνετος»στην ελληνική. Ή γραφή αμαρταλός ανταποκρίνεται προς την ρωσική προφορά, καθ' ην το μη τονιζόμενο ο προφέρεται ως α. Και το νηλ αντιστοιχεί προς την ρωσική γραφή του ονόματος. Εξ αλλού τέτοια λάθη, δηλαδή ή χρήση του η αντί ει, συναντώνται και στα πλείστα ελληνικά χειρόγραφα. Από την σύγκριση των χειρογράφων του Νείλου με αλλά χειρόγραφα περιέχοντα τα ίδια έργα προκύπτει ότι το κείμενον του Νείλου είναι πλησιέστερο προς το ελληνικό πρωτότυπο. Τούτο σημαίνει ότι ό Όσιος τουλάχιστο ελέγχει και διορθώνει τις υπάρχουσες μεταφράσεις, αν δεν μεταγλωττίζει το κείμενον εκ νέου. Συνεπώς δυνάμεθα να συμπεράνουμε ότι ό Γέρων είχε τουλάχιστον στοιχειώδεις, ίσως και ικανοποιητικές γνώσεις της ελληνικής, τις οποίας απέκτησε κατά την διάρκεια της εν Αθω και Κωνσταντινούπολη παραμονής του.


Δυστυχώς αγνοούμε τελείως τις περιπέτειας των δύο προσκυνητών κατά την μακράν αποδημία τους. Ό δρόμος δεν ήταν εύκολος κατά τους χρόνους εκείνους. Το Βυζάντιο προ ολίγου είχε κατακτηθεί από τους βαρβάρους Τούρκους. Κατά την θάλασσαν υπήρχε ό κίνδυνος των πειρατών. Παρά τις αντιξοότητες αυτές οί δύο προσκυνητές επιστρέφουν σώοι στην πατρίδα τους, προστατευόμενοι υπό του Θεού και φυλασσόμενοι υπό την σκέπη της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Πάντως το προσκύνημα τούτο άσκησε βαθύτατη επίδραση επί του οσίου Νείλου και έχει αποφασιστική σημασία για την περαιτέρω ζωή του. Ή συνάντηση με τους αναχωρητές και ησυχαστές του Αγίου Όρους αποτελεί το μέγα ορόσημο στον βίο του Όσίου. Αποβαίνει πηγή εμπνεύσεως για την διαμόρφωση της εντεύθεν και έξης πολιτείας του. Δεδομένου ότι ό Γέρων υπέγραψε μοναστηριακό έγγραφο χρονολογούμενο μεταξύ των ετών 1471-1475 περίπου, ή αποδημία έλαβε χωρά είτε νωρίτερα, είτε μετά το διάστημα τούτο. Ή τελευταία υπόθεση φαίνεται πιθανότερα.


Συνεπώς οί δύο πατέρες επέστρεψαν ίσως περί το 1480 στην μονή της μετανοίας των. Ό Νείλος όμως δεν εγκατεβίωσε πλέον στο κοινόβιο, αλλά ό πόθος της ησυχίας έχει τόσον αυξηθεί στην ψυχήν του, ώστε να κτίση πλησίον του μοναστηρίου ένα κελί σε έρημο τόπο, για να επιδοθεί εκεί όλοτελώς στην νοερά εργασία και τον θεωρητικό βίον. Ίσως στην απόφαση αυτή συμβάλλει και το γεγονός ότι κατά τους χρόνους εκείνους ή μονή του οσίου Κυρίλλου δοκιμαζόταν από εσωτερικές ταραχές εξ αιτίας των πολιτικών διαμαχών μεταξύ του Μεγάλου Ηγεμόνας της Μόσχας και του τοπικού Ήγεμόνος Ανδρέου Μιχαήλοβιτς. Συγκεκριμένως πρόκειται περί έριδος για την φεουδαρχική κυριαρχία επί της μονής μεταξύ του οικείου επισκόπου Βασσιανού του Ροστώφ και του τοπικού ηγεμόνα.


Κινούμενος από την γνωστή του συγκεντρωτική πολιτική ό Ίβάν Γ' τάσσεται υπέρ του επισκόπου και κατά του τοπικού ηγεμόνα, ή περιοχή του οποίου άλλωστε εντός ολίγου θα προσαρτισθεί στην ηγεμονία της Μόσχας. Ό Μητροπολίτης Γερόντιος, εχθρός της αντιφεουδαρχικής συγκεντρωτικής πολιτικής του Μεγάλου Ηγεμόνος, υποστηρίζει τον Ανδρέα Μιχαήλοβιτς. Εξ αλλού κατά την μεταξύ Τσάρου και Μητροπολίτου έριδα για το ζήτημα της κατευθύνσεως των λιτανειών ό επίσκοπος Βασσιανός τάσσεται υπέρ του Ίβάν και κατά του Γερόντιου. Είναι φυσικό οι διαμάχες αυτές να ταράσσουν και τους ιδίους τους μοναχούς, οί οποίοι διαιρούνται σε δύο ομάδας. Δεν είναι όμως πολιτικό μόνο το ζήτημα, το όποιον χωρίζει τους πατέρες. Υπάρχουν και δύο τάσεις αντίθετοι ως τα κτήματα της μονής. Ή μεν επιδιώκει την συνεχή κατά το δυνατόν αύξηση της ακινήτου περιουσίας του μοναστηριού, το όποιον ως μέγας φεουδάρχης κατέχει ήδη τεραστίας εκτάσεις και περί τα 50 χωρία, ή δε άλλη είναι τουλάχιστον υπέρ του περιορισμού, αν όχι υπέρ της ελαττώσεως ή της καταργήσεως των κτημάτων. Φαίνεται ότι ήδη ό Όσιος Κύριλλος θέλησε τον περιορισμό της ακινήτου περιουσίας, προβλέποντας τους κινδύνους της εκκοσμικεύσεως και των μερίμνων, τους οποίους συνεπιφέρει ό πλούτος. Εντός της αδελφότητας υπάρχουν σοβαρές ταραχές το 1482 παύεται βιαίως ό ηγούμενος Νήφων, τον όποιον υποστηρίζει ό ηγεμών Ανδρέας, και εγκαθίσταται ό ηγούμενος Σεραπίων, αλλά και αυτός αναγκάζεται μετά ένα έτος σε παραίτηση. Κατά το έτος 1483 15 μοναχοί εγκαταλείπουν την μονή σε ένδειξη διαμαρτυρίας, εντός ολίγου όμως νίκα πάλιν ή μερίδα του ηγεμόνας Ανδρέου και ως νέος ηγούμενος εκλέγεται ό Γουρίας Τούσιν, ένας φίλος και μαθητής του οσίου Νείλου.


Ασφαλώς οι ταραχές και διαμάχες αυτές δεν ευνοούν την πνευματική ζωή και κυρίως τον θεωρητικό βίο του ησυχαστού, ό όποιος φεύγει τους θορύβους του κόσμου. Φαίνεται ότι ό όσιος Νείλος δεν ετάχθη υπέρ ουδεμιάς των εριζουσών μερίδων, αλλά πιθανώς εξ αφορμής των ανωμαλιών τούτων αναχωρεί οριστικώς και από το ησυχαστήριο πλησίον της μονής. Ό ίδιος αιτιολογεί την αναχώρηση του «για την ελλιπή ωφέλεια της ψυχής και για κανένα άλλον λόγον». Ίσως ή νόθευση των παραδόσεων του οσίου Κυρίλλου, περί της οποίας γράφει ό Όσιος Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, είναι ή εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Εν πάσει περιπτώσει ό Νείλος αγωνίζεται υπέρ «της πολιτείας των θείων εντολών κατά τας Αγίας Γραφάς και την Παράδοσιν των αγίων Πατέρων», ασχέτως περί ποίου συγκεκριμένου ζητήματος πρόκειται.


Η συνέχεια της πνευματικής πορείας του Όσίου μοιάζει με την περίπτωση τόσων άλλων ερημιτών, οι οποίοι παρέμειναν επί πολλά έτη στο κοινόβιο και, αφού πρόκοψαν στης πρακτικές αρετές, πεθύμησαν τ ην τελειότητα του εν ησυχία θεωρητικού βίου και αναχώρησαν με την ευλογία του πνευματικού πατρός των στην έρημο. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ό Όσιος Νείλος «εμάκρυνε φυγαδεύων και ηυλίσθη εν τη ερήμω», όπως λέγει ό ψαλμωδός. «Με τη Χάριν του Θεού εύρον ένα τόπον κατά τον νουν μου, διότι τα τέκνα του κόσμου δυσκόλως αποπλανώνται μέχρις εδώ, όπως συ ό ίδιος είδες», γράφει προς τον Γέροντα Γερμανό. Ιδού πως περιγράφει ένας επισκέπτης του ΙΘ' αιώνος αυτό το μέρος: «15 βέρστια (= 15,9 χμ.) από τη πόλη Κιρίλλωφ βρίσκεται το ερημητήριο του Νείλου Σόρσκυ ή πρώην σκήτη του Νείλου Σόρσκυ.


Ο κατά την αρχή ανοικτός δρόμος παρακάμπτει μερικές λίμνές και έπειτα διέρχεται δια μέσου βουνών και δάσους. όχι μακρά της σκήτης υπάρχει μία πολύ ευρεία και γραφική λίμνη. Ονομάζεται Σόρσκοιε από τον ποταμίσκο Σόραν ό όποιος εισβάλλει σε αυτήν. Άγριος, έρημος και σκοτεινός είναι εκείνος ό τόπος, όπου ό Νείλος ίδρυσε την σκήτη του. Το έδαφος είναι ισόπεδο, αλλά τελματώδες. Πέριξ υπάρχει δάσος. Περισσότερα είναι τα ακανθοφόρα παρά τα φυλλοφόρα δένδρα. Ό ποταμίσκος Σόρας ή Σόρκας, ό όποιος έδωσε στον θεράποντα του Θεού το επώνυμο, δεν ελίσσεται, αλλά σύρεται δια μέσου του τόπου τούτου και περισσότερο ομοιάζει προς ένα λιμνάζον τέλμα παρά προς ρέοντα ύδατα. Μεταξύ των χόρτων, τα όποια φύονται στις όχθες, συναντάται και ή κόκκινη βατόμουρα, ό νόστιμος και εβωδιάζων καρπός του τόπου. Είναι το μοναδικό γλυκύ πράγμα το οποίων δύναται να συνάντηση κανείς δε τούτο το άγριο μέρος. Μεταξύ των διαφόρων γαιών, των οποίων έχει τόση δαψίλεια η ιλαρά φύση χωρών της Λευκής Λίμνης, είναι δύσκολο να βρεθεί καταφύγιο μελαγχολικότερων και ερημικότερο της ερήμου αυτής.


Δύναται να φαντασθεί κανείς, ποία λόχμη υπήρχε εδώ περί το τέλος ΙΕ' – αρχές ΙΣΤ' αιώνος, όταν ό Νείλος Σόρσκυ έζησε εδώ. Ή θέα του τόπου δίδει εκ πρώτης όψεως μία ιδέα περί του τι ζήτησε ό Όσιος εδώ....







Ο ερημικός τόπος αυτός αποτελεί λοιπόν την ιδεώδη παλαίστρα για τους πνευματικούς άθλους του ησυχαστού. Με τον πιστό μαθητή του Ιννοκέντιο υψώνει ένα σταυρόν, ανοίγει ένα φρέαρ και κτίζει καλύβας από ξύλο. Τα κελιά των υποτακτικών του κτίζονται σε απόσταση της ακοής μιας βοής ή ενός λίθου βολής από το δικό του, ώστε έκαστος να ησυχάζει χωρίς ενόχληση και σε ανάγκη να καλέσει τους αδελφούς σε βοήθεια. Οί πατέρες επισωρεύουν ένα λοφίσκο από γήν, Επί του οποίου ανεγείρουν ένα ξύλινο ναό στη τιμή της Υπαπαντής του Χριστού με παρεκκλήσι του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Επίσης κατά την παράδοσιν του ΙΘ' αιώνος ό Άγιος κτίζει ιδιοχείρως ένα μύλο παρά τον ποταμίσκο για τις κοινές ανάγκες της σκήτης. Κατά μία άλλη παράδοση ό Όσιος κατ' αρχάς ζει τελείως μόνος ως ερημίτης και συν τω χρόνο προσέρχονται άλλοι αδελφοί ως μαθηταί, τους οποίους ό Γέρων δέχεται με πολύν δισταγμό λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης, αλλά και για τον πόθο της ησυχίας, ή οποία διαταράσσεται από την προσέλευση πολλών υποτακτικών, εχόντων διάφορα προβλήματα. Ή αγάπη όμως τον παρακινεί να κατεβεί από την ΙΒ' βαθμίδα της τελειότητας για να επιμελείται την πρόνοια των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ευρισκόμενος στην ΙΑ' βαθμίδα, όπως λέγει ό άγιος Μακάριος.


Η συνάθροιση περισσοτέρων αδελφών αναγκάζει τον Γέροντα να διοργάνωση την ζωή της μικρής αδελφότητας και να της δώσει ένα τυπικό. Προσπαθώντας να μείνει πιστός στο ιδεώδες της ερημικής και ησυχαστικής- πολιτείας και να ανταποκριθεί προς τις ανάγκες της μικρής ποίμνης, ό Όσιος επιλέγει την μέση και βασιλική οδό μεταξύ κοινοβίου και τελείου αναχωρητισμού δηλαδή τον ασκητικό τρόπον ζωής. Ούτος συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του κοινοβίου και της ησυχίας και μετριάζει τους κινδύνους του μονήρους βίου.


Ο Νείλος δεν είναι —όπως πολλάκις λέγεται— ό εισαγωγές του σκητικού τυπικού στη Ρωσία. Το τυπικό τούτο συναντάται ήδη στα χειρόγραφα των αρχών του ΙΕ' αιώνος και στη μονή του οσίου Κυρίλλου, ο οποίος πιθανώς κατά τα πρώτα έτη ακολούθησε αυτό. Συνεπώς υπήρξαν υποτυπώδεις σκήτες στη Ρωσία πολύ προ του οσίου Νείλου. Εν τούτοις ούτος είναι ό ιδρυτής της πρώτης γνωστής σκήτης, ή οποία συνειδητά παραμένει σκήτη και δεν μεταβάλλεται σε μοναστήρι, αν και κατά τον ΙΘ' αιώνα εξελίχθη σε κοινόβιο, το οποίο διετήρει μερικά στοιχεία σκητικής ζωής. Με την «Παράδοσιν» του ό Όσιος αφήνει στους μαθητές του ένα στοιχειώδες γραπτό τυπικό της σκήτης, το οποίο ρυθμίζει διάφορα ζητήματα της κοινής ζωής, ενώ για τις εκκλησιαστικές συνάξεις εφαρμόζει το ήδη υπάρχον κατά το πλείστον λειτουργικό τυπικό των σκητών. Συμφώνως προς τις διατάξεις τούτου οί πατέρες της σκήτης συνέρχονται δύο φοράς την εβδομάδα στην κοινή λατρεία εν τω ναό της σκήτης. Την εσπέρα του Σαββάτου και της Τετάρτης τελούν ολονύκτια αγρυπνία, ή οποία το πρωί λήγει με την Θεία Λειτουργία και την κοινή τράπεζα των αδελφών. Τις άλλες ημέρας οί πατέρες παραμένουν εντός των κελιών τους και τελούν τις ακολουθίας και τον κανόνα τους κατά μόνας εναλλάξ με αναγνώσματα από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας και με το υποχρεωτικό εργόχειρο, από το οποίο πορίζονται τα προς το ζην. όταν τύχη εορτή κατά την διάρκεια της εβδομάδος η αγρυπνία της Τετάρτης μεταφέρεται στην εορτή. Ή αγρυπνία της σκήτης διαφέρει κατά πολύ από την μοναστηριακή ακολουθία με την καλλιτεχνική και μεγαλοπρεπή ψαλμωδία. Συνίσταται κυρίως από την ανάγνωση του ψαλτηρίου, ή οποία διακόπτεται κατά διαστήματα από αναγνώσματα εκ των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων και από πνευματικός συνομιλίας μεταξύ των μοναχών, οί οποίοι δύνανται να εκφράσουν τις απορίες των και να συζητήσουν διάφορα πνευματικά θέματα. Μετά τον κοινό εσπερινό παρέχεται στους βουλωμένους ή δυνατότητα να φάγουν στην τράπεζα. Έπειτα αρχίζει ή αγρυπνία. Ή ψαλμωδία, τα τροπάρια και οί κανόνες περιορίζονται στο ελάχιστο κατά το παράδειγμα των παλαιών Πατέρων της ερήμου, οί οποίοι έλεγαν ότι τα αυτά δεν αρμόζουν στους μοναχούς, διότι εκδιώκουν την κατάνυξη. Στην Θεία Λειτουργία ψάλλουν μόνον τον τρισάγιο ύμνο, το Αλληλούια, τον χερουβικό ύμνο και το Άξιον εστίν, ενώ όλα τα άλλα απλώς απαγγέλλονται. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη απλότητα και λιτότητα στις ακολουθίας της σκήτης, στις οποίας κυρίαρχο θέση κατέχουν το ψαλτήριο και τα διάφορα πατερικά αναγνώσματα με πνευματικές συνομιλίας.


Παρά την απομάκρυνση και απομόνωση του από τον κόσμον ή φήμη της αρετής και της θεολογικής μορφώσεως του Αγίου φθάνει στα μεγάλα κέντρα της Ρωσίας. Όταν στο Νόβγκοροντ αναφύεται και διαδίδεται ή αίρεση των Ιουδαιζόντων, ό αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος απευθύνεται κατά το 1489 προς τον εφησυχάζοντα στην μονή του οσίου Θεράποντος πρώην αρχιεπίσκοπο του 'Ροστώφ Ίωάσαφ με την παράκλησιν να συσκεφθεί με τους Γέροντες Παΐσιο και Νείλο.

Στην επιστολή του γράφει σχετικώς με το αναμενόμενο τέλος του κόσμου: «Και να στείλεις προς τον Παίσιο και τον Νείλο, και να συσκεφθείς με αυτούς περί τούτου: Θα παρέλθουν και ή εβδόμη χιλιάδα θα τελείωση». Άλλ' ακόμη περισσότερο θα ήθελε να συνάντηση τους ιδίους προσωπικώς «Και περί τούτου να μου αποκριθείς: Είναι δυνατόν να παρευρεθούν έπ' ολίγο πλησίον μου ό Παισιος και ο Νείλος δια να μιλήσουμε με αυτούς περί των αιρέσεων;». Δεν γνωρίζουμε, αν ή συνάντηση αυτή έλαβε χωρά. Πάντως κατά το επόμενο έτος οί Γέροντες Παισιος και Νείλος συμμετέχουν στην εν Μόσχα σύνοδο κατά των αιρετικών. Το Δ' Χρονικό του Νόβγκοροντ μας πληροφορεί τα έξης: «Τούτο το φθινόπωρο, την 16ην Οκτωβρίου (1490) συνήλθαν κατά το πρόσταγμα του ευσεβούς και φιλοχρίστου γνησίου προμάχου της Ορθοδοξίας, Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Βασίλιεβιτς, του Αυθέντου πάσης Ρωσίας και Αυτοκράτορας πολλών άλλων χωρών, ή Αύτου Αγιότητα ό Δεσπότης ό Μητροπολίτης Ζωσιμάς πάσης Ρωσίας, ό αρχιεπίσκοπος Τυχών του Ροστώφ, οί επίσκοποι Νήφων του Σουζντάλ, Συμεών του Ριάζαν, Βασσιανός του Τβιέρ, Πρόχορος του Σαραιου, Φιλόθεος του Πέρμ, οί αρχιμανδρίτες και ηγούμενοι, ό ηγούμενος της μονής της Αγίας Τριάδος του οσίου Σεργίου και οί Γέροντες Παΐσιος και Νείλος, οί πρωτοπρεσβύτεροι και οί ιερείς και οί διάκονοι και όλη ή Ιερά Σύνοδος της ρωσικής Μητροπόλεως στη συνεδρίαση κατά των νοθευτών της χριστιανικής πίστεως, κατά του μοναχού Ζαχαρίου και των εταίρων αυτού» Ή σχετικώς μετριοπαθής και αντικειμενική καταδίκη των αιρετικών υπό της συνόδου στον αφορισμό, καθαίρεση και αναθεματισμό και εξορία οφείλεται μεταξύ άλλων και στην παρουσία των δύο Γερόντων. Ό αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος και ο Όσιος Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ δεν αρκούνται απλώς στην καταδίκη και την εξορία των αιρετικών, αλλά ζητούν και την αναζήτηση των υπόπτων και την καταδίκη των ενόχων, επειδή κατά την γνώμη των η μετάνοια των αιρετικών δεν είναι ειλικρινής. Επαινούν τον βασιλέα της Ισπανίας, ό οποίος με την Ιερά Εξέταση φρόντιζε ενεργώς και δραστικώς για την καθαρότητα της πίστεως. Προφανώς ή ύπαρξης της Ιεράς Εξετάσεως έγένετο γνωστή στον αρχιεπίσκοπο Γεννάδιο υπό του Δομινικανού Ιερομόναχου Βενιαμίν, ό οποίος βρίσκεται κατ' εκείνους τους χρόνους στο Νόβγκοροντ και συμμετέχει στον αγώνα κατά των Ιουδαιζόντων και στην υπό του Γενναδίου έκδοση της πρώτης πλήρους σλαβικής μεταφράσεως ολοκλήρου της Βίβλου. Συγγράφει επίσης διάφορα έργα περί της ανωτερότητας της ιεροσύνης και της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι της κοσμικής, βασιζόμενος επί της γνωστής λατινικής πλαστογραφίας της Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεάς. Ό Γεννάδιος, ό οποίος είναι και παραμένει κατά πάντα ορθόδοξος, δημιουργεί τοιουτοτρόπως ένα νέον ρεύμα στην ρωσική θεολογία, δηλαδή την δυτικίζουσα τάση, ή οποία δανείζεται την θεολογική μέθοδο και τα επιχειρήματα από την Εσπερία, χωρίς όμως να αρνείται τυπικώς τα ορθόδοξα δόγματα. Το φαινόμενο τούτο δεν είναι μία αποκλειστική εξέλιξη της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, αλλά παρατηρείται περίπου κατά την ιδίαν εποχή και στην ελληνική και τις άλλες ορθοδόξους Εκκλησίας και διευρύνεται και κυριαρχεί Επί αιώνας. Ή αιτία της «Λατινοκρατίας» αυτής είτε υπό ρωμαϊκή, είτε υπό προτεσταντική μορφή οφείλεται προφανώς στον λόγω των δυσμενέστατων εξωτερικών συνθηκών παρακμή της ιδίας ορθοδόξου πατερικής θεολογικής σκέψεως και στο ανώτερο επιστημονικό και πολιτιστικό επίπεδο των τότε δυτικών θεολόγων και την εν γένει αυξημένη διείσδυση του δυτικού πολιτισμού στην Ανατολή.


Ένα άλλο ρεύμα στην πνευματική ζωή της Ρωσίας εμπνέεται αντιθέτως από την ιδίαν εκκλησιαστική παράδοση, ή οποία τώρα γίνεται συνειδητή για της αντιμετωπίσεως των ξένων επιδράσεων.


Κατά τον ΙΖ' το εθνικό, συντηρητικό και ξενόφοβο πνεύμα θα διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του σχίσματος των λεγομένων Παλαιοπίστων . Ό όσιος Νείλος δεν ανήκει ούτε στην πρώτη, ούτε στην δευτέρα μερίδα, άλλ' είναι εκπρόσωπος ενός τρίτου κινήματος, δηλαδή του ελληνικού —οικουμενικού και αθωνικού — κωνσταντινουπολιτικού, το οποίων συνειδητός συνεχίζει την βυζαντινή παράδοση και στο οποίων ανήκουν οί πολυάριθμοι μοναχοί, οι οποίοι πορεύονται ως προσκυνητές στο Αγιον Όρος και στους Αγίους Τόπους, καθώς και οί Βυζαντινοί πρόσφυγες, εγκαθίστανται στην Ρωσία. Αυτό το ρεύμα διατηρεί την αληθινή καθολικότητα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και των Ησυχαστών του ΙΔ', αιώνος, οί οποίοι ως γνήσιοι μαθητές του Κυρίου ήσαν αλλότριοι του πνεύματος του Φυλετισμού και πάσης άλλης εθνιστικής αποκλειστικότητας. Για όλα τα ζητήματα, τα όποια τον απασχολούν, ό όσιος Νείλος ανατρέχει στις Θείας Γραφές, δηλαδή στην Αγία Γραφή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και στα συγγράμματα των Θεοφόρων Πατέρων, το πνεύμα των οποίων του δίνει την ικανότητα να αντιμετώπιση τα σύγχρονα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και να ανάδειξη τις εμπνεόμενες από το Ευαγγέλιο λύσεις. Τα χωρία των Πατερών, τα οποια χρησιμοποιεί ευρύτατα, δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία ενός λαμπρού ρητορικού πυροτεχνήματος ή επιχειρήματα μέσω των οποίων υποστηρίζει τις προσωπικές του γνώμες, αλλά χάρις στην βαθιά του μελέτη των πατερικών κειμένων έχει πλήρως αφομοιώσει το πνεύμα των Πατέρων και σκέπτεται και εκφράζεται και ζει και αυτός κατά τρόπο αγιοπατερικό όργανον γενόμενος του Αγίου Πνεύματος. Ακολουθούντος την σύνεση και διάκριση των Πατέρων, οι Γέροντες Νείλος και Παΐσιος θεωρούν επαρκή την καταδίκη των αιρετικών και είναι κατά των σωματικών ποινών των, οι οποίοι είναι ανίκανοι να φέρουν τους πεπλανημένους σε επίγνωση της αληθείας και μετάνοια, αλλά μάλλον αυξάνουν το πείσμα και την εμμονή των σφαλλόντων.






Γνωρίζουν ότι ή Ορθοδοξία δεν υπερασπίζεται υπό των χωροφυλάκων, ούτε έχει ανάγκη τυφλού φανατισμού, ό όποιος άλλωστε είναι ξένος προς το πνεύμα του Χριστού, αλλά μαρτυρείτε και διακηρύσσεται πειστικότερο από την Ορθοπραξία των πιστών της —κλήρου και λαού—, από την ακτινοβολία της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Πολλές φορές ή εμφάνιση μιας αίρεσης και ή επιτυχία της σε βάρος της Εκκλησίας δεν αποτελεί ένα τυχαίο και άσχετο γεγονός, άλλ' οφείλεται σε ορισμένες ανωμαλίες εντός αυτής της ζωής της ορθοδόξου Εκκλησίας, ή οποία εν προκειμένω δεν εκπληρώνει εξ ολοκλήρου την αποστολή της, την οποίαν της ανέθεσε ό Κύριος, και δεν ικανοποιεί όλες τις θρησκευτικές ανάγκές του λαού, ό όποιος για τούτο δελεάζεται και δηλητηριάζεται από διάφορα έξωθεν προσφερόμενα απατηλά υποκατάστατα.


Για αυτό ή διάδοση μιας αίρεσης αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα χρεόγραφο σε βάρος της Εκκλησίας και των ποιμένων της, είναι ό πυρετός, ό όποιος ειδοποιεί ότι ένας οργανισμός είναι άρρωστος. Ό όσιος Νείλος διαπιστώνει τα φαινόμενα και με πνευματική οξυδέρκεια αναζητεί τις βαθύτερες αιτίες του κάκου για να διαμόρφωση αναλόγως τον αντιαιρετικό του αγώνα. Βλέπει τα κακώς κείμενα εντός της Εκκλησίας, τα όποια προκαλούν την κριτική και επίθεση των αιρετικών, οί οποίοι στρέφονται κυρίως κατά της ανηθικότητας, της φιλαργυρίας και της αγραμματοσύνης του κλήρου και των μοναχών. Δεν του διαφεύγει ό μέγας κίνδυνος του πλούτου δια την μοναχική ζωή, προ παντός υπό την μορφή της μοναστηριακής φεουδαρχίας, ή οποία βύθισε τους μοναχούς σε βιοτικές μέριμνες και βλαβερές συντυχίας με τους κοσμικούς και οδήγησε αναπόφευκτος στην χαλάρωση της μοναστηριακής πειθαρχίας. Παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο: οί μοναχοί έρχονται στην μονή για να αρνηθούν τον κόσμο και τα πλούτη του, και εν τούτοις γίνονται φεουδάρχες όχι μόνον επί τεραστίων εκτάσεων κτημάτων, αλλά και επί χωριών, οί κάτοικοι των οποίων είναι υπόδουλοι στους μοναχούς, εργάζονται δι' αυτούς και δικάζονται ύπ' αυτών. Το επιχείρημα ότι ή προσωπική ακτημοσύνη του μονάχου παραμένει άθικτος από την κοινήν περιουσία της μονής είναι αληθές, άλλ' ή πραγματικότης αποδεικνύει ότι κατά κανόνα ό πλούτος οδηγεί στην πολυτέλεια και παρακμή της πνευματικής ζωής, σε αστικοποίηση των μοναχών και εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Από την άλλην πλευρά ό πλούτος δίδει στα μοναστήρια μία αυτάρκεια και την δυνατότητα ευρείας ασκήσεως της φιλανθρωπίας και άλλων κοινωφελών έργων. Το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και ή λύση του δεν είναι του παρόντος. Πάντως στην Ρωσία του ΙΕ' αιώνος είχε προσλάβει ιδιαιτέρα οξύτητα, δεδομένου ότι ένα τεράστιο μέρος της καλλιεργούμενης γης είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία των μοναστηριών. Πιθανώς ή γνώμη ότι τα μοναστηριακά κτήματα ανήρχοντο περίπου στο ένα τρίτον της χώρας είναι υπερβολική, φανερώνει όμως την οξύτητα του προβλήματος και για το κράτος, το όποιον στερείται φόρων και κτημάτων, με τα όποια κυρίως αμείβει τους λειτουργούς του. Επίσης δημιουργείται ένα ηθικόν πρόβλημα: Οί μοναχοί δεν ζουν πλέον από τους ιδίους κόπους, άλλ' από τους κόπους των υποδούλων χωρικών, τους οποίους όχι σπανίως εκμεταλλεύονται και κακομεταχειρίζονται προς μέγιστο σκανδαλισμό των ψυχών. Ακόμη και μεταξύ των μονών δημιουργούνται έριδες για περιουσιακά ζητήματα και δεν διστάζουν οι μοναχοί να καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια.


Όλα αυτά οδήγησαν τον άγιον Νείλο στην απόφαση να καθιέρωση για την σκήτη του την πλήρη ακτημοσύνη και να την απαιτεί και για τα μοναστήρια. Για πρώτη φοράν τίθεται δημοσία κατά της ακινήτου περιουσίας των μονών στην σύνοδο του έτους 1503, ή οποία ασχολείται κυρίως με το ζήτημα των χηρευόντων κληρικών, οι οποίοι συζούν με συνεισάκτους γυναίκας. Το γεγονός ότι ό Όσιος πάλιν συμμετέχει στην σύνοδο δεικνύει την εκτίμηση εκ μέρους του Τσάρου και των Ιεραρχών και το κύρος της γνώμης του για τα διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα. Ίσως εάν συνεννοηθεί με τον Μέγαν Ηγεμόνα, τον όποιον το θέμα ενδιαφέρει δια πολιτικοοικονομικούς λόγους, ό Νείλος θέτει περί το τέλος της συνόδου το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Δυστυχώς δεν σώζονται τα πρακτικά της συνόδου και οι ιστορικά πηγές είναι πενιχροί σε ειδήσεις περί της εξελίξεως των πραγμάτων. Μία πηγή κάπως μεταγενέστερα μας πληροφορεί ότι ό Όσιος κατά τρόπον απροσδόκητο θέτει το ερώτημα περί των μοναστηριακών κτημάτων, αφού ή σύνοδος έφθασε σχεδόν στο τέλος και μερικοί ήδη αναχώρησαν: «Και ήρχισε να λέγει ό Γέρων Νείλος τα μοναστήρια να μη έχουν χωρία και οι μοναχοί να ζουν εις τας έρημους και να τρέφονται από τα εργόχειρα. Και με αυτόν ήσαν οί ερημίτες της περιοχής της Λευκής Λίμνης». Ό μαθητής του Νείλου Βασσιανός Πατρικιέγιεφ μας διηγείται το εξής:


«Κατά το Β' έτος ό Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς διέταξε τους Ιεράρχες και τον Νείλο να έλθουν στην Μόσχα..• δια τους ιερείς, οί οποίοι είχον συνεισάκτους, δηλαδή μάλλον ήθελε να αφαίρεση από τις αγίας Εκκλησίας καν τα μοναστήρια τα χωρία». Σημειωτέον ότι ό Όσιος και οί ομόφρονές του δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας εν γένει, αλλά μόνον κατά της φεουδαρχίας των μοναστηριών. Φαίνεται ότι δέχονται την ύπαρξη μερικών – αγρών και κτημάτων καλλιεργούμενων υπό των ίδιων των μοναχών για τις ανάγκες τους. Τάσσονται όμως σφοδρώς κατά της κυριαρχίας επί χωρίων και κατά των περιττών κτημάτων. ότι δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας προκύπτει από τα συγγράμματα του μαθητού του μονάχου Βασσιανού, ό όποιος εκφράζει την γνώμη ότι κατά τους κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων ή Εκκλησία έχει το δικαίωμα να αποκτά γήν. Εν τούτοις ούτε ό επίσκοπος, ούτε οί πρεσβύτεροι δεν πρέπει να την κυριαρχούν, άλλ' ό οικονόμος να διοικεί όλη την εκκλησιαστική περιουσία και με την άδεια του επισκόπου να δίδει στους κληρικούς τα αναγκαία και να βοηθεί τους πτωχούς και να εξαγοράζει τους αιχμαλώτους.


Η πρόταση του οσίου Νείλου δεν γίνεται δεκτή από τα περισσότερα μέλη της συνόδου. Ό Μητροπολίτης Σίμων και οί ιεράρχες σφοδρώς αντιτάσσονται σε αυτήν την σκέψη της μοναστηριακής ακτημοσύνης, αν και κατά το παρελθόν διάφοροι Ρώσοι Άγιοι είχαν κηρύξει ή πραγματοποιήσει παρομοίους ιδέας, όπως π.χ. οί Όσιοι Θεοδόσιος Πετσέρσκυ του Κιέβου, Σέργιος του Ράντονεζ και ό Μητροπολίτης Κυπριανός Τσάμπλακ . Διαισθανόμενοι τον κίνδυνο μιας νίκης της μερίδας των ακτημόνων, οί οποίοι χαίρονται της συμπαθείας και υποστηρίξεως του Τσάρου, αποστέλλουν αγγελιοφόρους για να επιστρέψουν στην σύνοδο τον ηγούμενο Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ. Τούτον τον ενεργητικό αναδιοργανωτή του αυστηρού κοινοβίου και λόγιον μαχητή κατά των αιρετικών θεωρούν ως πλέον αρμόδιο να υποστηρίξει με πειστικά επιχειρήματα το δικαιώματα των μονών να έχουν ακίνητη περιουσία. Αυτός προβάλει τους εξής λόγους υπέρ των κτημάτων: Τα κτήματα είναι απαραίτητα για την υλική ύπαρξη των μοναστηριών. Στα μοναστήρια δεν πρέπει μόνον να χτιστούν ναοί, αλλά και να συντηρούνται διαρκώς. Εντός των ναών τελείται ή λατρεία —αυτό απαιτεί ώρισμένα έξοδα. Για την τέλεση της λατρείας χρειάζονται ιεροτελεστές— και αυτοί πρέπει να είναι εξασφαλισμένοι κατά τις βιοτικές τους ανάγκες. Τα μοναστηριακά κτήματα ουδόλως εμποδίζουν τους μοναχούς να φθάσουν στην αιώνιο σωτηρία. Και νωρίτερα σώζονταν και τώρα δύναται κανείς να σωθεί στα φεουδαρχικά μοναστήρια... Τα μοναστήρια ετοιμάζουν για την Εκκλησία τους μέλλοντες ιεράρχες. όταν τα μοναστήρια δεν θα έχουν χωρία και όλοι οί μοναχοί θα συντηρούνται από τους ιδίους κόπους και από τα εργόχειρα, πως θα καρεί τότε μοναχός ένας έντιμος και ευγενής άνθρωπος; Και αν δεν θα υπάρξουν έντιμοι Γέροντες, από πού θα ληφθούν τότε οί υποψήφιοι δια την μητρόπολη, ή οί αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι; Και όταν δεν θα υπάρξουν Γέροντες έντιμοι και ευγενείς, τότε θα ταλαντευθή ή πίστη... Οί κτήτορες και αφιερωτές, οί οποίοι έκτισαν τα μοναστήρια και αφιέρωσαν τις δωρεάς, είχαν επίσης υπ' όψη, ότι αυτά δύνανται να υποδέχονται τους ξένους, να τρέφουν τους πτωχούς, να βοηθούν τους αρρώστους και τους πάσης φύσεως δυστυχείς. Στερηθέντα των κτημάτων, τα μοναστήρια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρούν τον σκοπό τούτο.


Ειδικώς για τον Τσάρο οί πατέρες της συνόδου συντάσσουν ένα υπόμνημα με όλα τα επιχειρήματα και τας αποδείξεις περί του άθικτου και ανεκποίητου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ό Ίβάν Γ' δεν τολμά να προχώρηση στην δήμευση των εκκλησιαστικών ή μοναστηριακών κτημάτων, και τοιουτοτρόπως ή πρόταση του οσίου Νείλου καταψηφίζεται υπό των «φιλοκτημόνων»• αγώνας όμως θα συνεχιστεί μεταξύ των δύο μερίδων, δηλαδή των Γερόντων πέραν του Βόλγα οί πρεσβεύουν την διδασκαλία του Όσίου, και των Ιωσηφιτών οι οποίοι υπερασπίζουν τα μοναστηριακά και συν τω χρόνο επικρατούν στην ρωσική εκκλησία . Κατά το επόμενο έτος 1504 μία νέα σύνοδος λαμβάνει σκληρά μέτρα κατά των Ιουδαιζόντων, ακόμη και σωματικές ποινές και βασανιστήρια. Ό Νείλος ήδη δεν μετέχει στην σύνοδο ταύτην.


Βαθμηδόν οί Ιωσηφίτες επιβάλλουν την επιρροή τους στους Μεγάλους Ηγεμόνας, εξολοθρεύουν τους αιρετικούς και εξασφαλίζουν τα προνόμια και την εξωτερική δύναμη της Εκκλησίας. Την Πύρρειο νίκη ταύτην πληρώνουν όμως με την πνευματική ελευθερία της Εκκλησίας, ή οποία μεταβάλλεται σε πειθήνιο όργανο των Τσάρων και αντί πινακίου φακής ανταλλάσσει την ανεξαρτησία της. Παρά την νίκη κατά των Ιουδαιζόντων το πνεύμα της Αναγεννήσεως διεισδύει —αν και με καθυστέρηση— και στην Μοσχοβίαν, και στην Έκκλησίαν παρατηρείται από τον ΙΣΤ' αιώνα μία αυξανομένη εκκοσμίκευση, την οποίαν αναστέλλουν οι επανειλημμένες προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως να φέρουν αξιόλογα αποτελέσματα.






Μετά την απόρριψη της προτάσεως του ό όσιος Νείλος επιστρέφει πάλιν στην έρημο του. Ό άγων για την ακτημοσύνη δεν είναι το μόνον μέσον με το όποιον επιδιώκει να ανύψωση την πνευματική ζωή των συγχρόνων μοναχών. Ως ταλαντούχος συγγραφεύς συντάσσει με πολλή χάρι και διάκριση ασκητικά εγχειρίδια και συγγράμματα, τα όποια αποπνέουν το άρωμα και τον εσωτερικό πλούτο της ψυχής του και αποτελούν τρόπον τινά μια ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας περί της μοναχικής πολιτείας. Με διάφορες επιστολές άπαντα στις απορίας των πνευματικόν του τέκνων και νουθετεί και παρηγορεί αυτά. Ό ίδιος ασχολείται και με την αντιγραφή χειρογράφων. Σώζονται μερικά αυτόγραφα βιβλία του Όσίου, με αξιόλογο φιλολογικό πνεύμα συγκρίνει τις διάφορες χειρόγραφες παραδόσεις και προσπαθεί να διόρθωση τα εισαχθέντα λάθη και να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν το αρχικό κείμενον, παραβάλλων εν ανάγκη τις μεταφράσεις με το ελληνικό πρωτότυπο. Οί κώδικες, τους οποίους αντιγράφει ό Όσιος Γέρων, περιέχουν είτε έργα των Πατέρων, είτε βίους Αγίων.


Σώζονται συλλογές βίων οσίων ησυχαστών, τους οποίους ιδιαιτέρως τίμα και προβάλλει στους μαθητές του ως τύπους και υπογραμμούς προς μίμηση.


Τα τελευταία έτη του αγίου Πατρός παρέρχονται εν τελεία ησυχία κάί γαλήνη. Δεν αναμιγνύεται πλέον στις έριδες μεταξύ «Ακτημόνων» και «Φιλοκτημόνων», στις οποίες θα εμπλακούν μερικοί μαθηταί του μετά την κοίμηση του. Ό ίδιος πιστεύει ότι με την πρόταση του έπραξε το καθήκον του και αφήνει τα περαιτέρω στην πρόνοια του πανσόφου Θεού. Ενώ ή μακαριά ψυχή του αναβαίνει συνεχώς της βαθμίδες της τελειότητος και φθάνει στην πνευματική της ωριμότητα και ακμή, το σώμα του υφίσταται την φθορά του χρόνου και τας ασθενείας του γήρατος. Με πλήρη συνείδηση και διαύγεια πνεύματος αναμένει εν ψυχική ιλαρότητα το τέλος της επιγείου ζωής για να είσέλθη στην χαράν του Κυρίου του. Με αναστάσιμο αγαλλίαση παραδίδει την φωτεινή του ψυχήν εις χείρας του Πατρός των Φώτων κατά την 7ην Μαΐου του έτους 1508, ήμέραν Κυριακή των Μυροφόρων. εις την διαθήκη του ό Όσιος ζητεί να ριφθεί το σώμα του στην έρημο, δια να καταβροχθισθεί από τα θηρία και τα όρνεα, διότι, όπως γράφει, «επιδιώκω Κατά την δύναμίν μου να μη καταξιωθώ ουδεμιάς τιμής και δόξης του αιώνος τούτου, τόσον εν τω βίω τούτω, όσον και μετά τον θάνατον». Αν και οί μαθηταί του δεν ξεπλήρωσαν τελείως την επιθυμία του και τον κήδευσαν εντίμως στην σκήτη, παρά ταύτα ό πόθος του να μείνει και αφανής εξεπληρώθη. Δεν γνωρίζομε, αν και ποτε ανακηρύχθηκε επισήμως Άγιος, ενώ ή κανονική αγιοποιήσει του οσίου Ιωσήφ του Βολολάμσκ έγένετο δια συνοδικής αποφάσεως ήδη κατά το έτος 1589. Σώζονται όμως τροπάρια προς τιμήν του οσίου Νείλου, συγγραφέντα κατά την ιδίαν εποχή, τα όποια φανερώνουν, ότι ό Άγιος ετιμάτο τουλάχιστον τοπικός. Ή σκήτη του διατηρεί και εν συνεχεία τον ίδιον ταπεινόν και ασκητικό χαρακτήρα και μόλις κατά τον ΙΘ' αιώνα υφίσταται μίαν ανακαινιση και μεταβολή σε μικρό κοινόβιο. Είναι αξιοσημείωτο το παράδοξο γεγονός ότι τότε στην μονή του οσίου Ιωσήφ επεκράτησε ή ιδιορρυθμία, ή οποία όμως νωρίς είχε εισέλθει στο περίφημο κοινόβιο τούτο. Κατά το έτος 1515 ή σκήτη του οσίου Νείλου είχε δώδεκα Γέροντας, ένα ιερομόναχο και ένα ιεροδιάκονο. Φαίνεται ότι πιθανότατα και ό Άγιος ήταν Ιερομόναχος, αν και δεν σώζονται ιστορικές μαρτυρίες περί της χειροτονίας του.


Ό αριθμός των μελών της σκήτης πρέπει να ήτο περίπου ό ίδιος κατά τα τελευταία έτη του μεγάλου Πατρός.


Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ό αγώνας του οσίου Νείλου απέτυχε λόγω της πανηγυρικής και ολοκληρωτικής νίκης των Ιωσηφιτών. Εν τούτοις ή ευρύτατη διάδοση των συγγραμμάτων του σε πλείστα χειρόγραφα μαρτυρεί περί της μεγάλης εκτιμήσεως, της οποίας απολαμβάνουν τα ασκητικά του έργα ακόμη και στη μονή του όσιου Ιωσήφ, ό όποιος άλλωστε συμφωνεί με τον Γέροντα Νείλο σε όλα τα ουσιαστικά θέματα εκτός των επίμαχων ζητημάτων των μοναστηριακών κτημάτων και τις απέναντι των αιρετικών στάσεως. Ή νίκη των Ίωσηφιτων διατηρεί την Ρωσία ακόμη επί δύο περίπου αιώνες στην μεσαιωνική της κατάστασιν και την προφυλάσσει από την ανοικτή εισβολή του ανθρωποκεντρικού πνεύματος της Αναγεννήσεως. Δεν την προστάτευε όμως από την κρυφή διείσδυση τούτου και δεν της δίδει την δυνατότητα να λύση τα άλυτα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και οργανικό, άλλ' ή αναβολή επαυξάνει την οξύτητα των και οδηγεί στις βιαίας και εσπευσμένες μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου, οι οποίες ανοίγουν πλέον θύρας και παράθυρα εις το αντιχριστιανικό πνεύμα της δυτικής Διαφωτίσεως.


Στην συνεχεία επακολουθούν, κατά λογική συνέπεια, όχι μόνον ή δήμευση του μεγαλυτέρου μέρους της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, άλλα και ή κοσμικοποιήσεις πολλών μικρών μοναστηριών ήδη επί Αικατερίνης Β' (1762-1796) κυρίως δια των μεταρρυθμίσεων του έτους 1764. Κατά την ιδίαν εποχή αναζωπυρούται όμως το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο και τα έργα του εντός των μοναχικών κύκλων του Γέροντος Παϊσίου Βελιτσκόβσκυ (1722-1794), ό όποιος μεταφέρει τον φιλοκαλικό Νεοησυχασμόν του Αγίου Όρους στους Ρουμάνους και Ρώσους και γίνεται ή αφετηρία μιας νέας ακμής του μοναχισμού στις χώρες αυτές . Δεν Σώζονται μόνο πολλά χειρόγραφα των έργων του Όσίου, γραφέντα κατά τα έτη εκείνα, αλλά κατά τον ΙΘ' αιώνα τα συγγράμματα του εκδίδονται πολλάκις δια του τύπου είτε στην αρχαία εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα, είτε μεταφρασθέντα στην σύγχρονη ρωσική. Επίσης κυκλοφορούν οι πρώτες ιστορικό-φιλολογικές και θεολογικές μελέτες περί του Αγίου. Το κίνημα των Σλαβόφιλων παρουσιάζει τον Όσιο τρόπον τινά ως πνευματικό του πρόγονο, ως οπαδό του Φιλελευθερισμού, της ανεξιθρησκίας, του κριτικού και πεφωτισμένου πνεύματος, ενώ τον αντίπαλό του όσιο Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως αντιδραστικό, συντηρητικό, φανατικό και εν γένει σκοτεινό πρόσωπον. Ή νεωτέρα ερευνά απέδειξε ότι ή αύτη δεν είναι αντικειμενική και ότι υπάρχουν πλείστα όσα κοινά μεταξύ των δύο Αγίων. Κατά τις ημέρας μας το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο δεν ελαττώθηκε. Και στην σύγχρονο Ρωσία και στην Δύση εκδόθηκαν αξιόλογες μελέτες περί του οσίου και των έργων του, τα όποια μάλιστα μεταφράσθηκαν στην Γερμανική, Αγγλική και Γαλλική. Οι ιδέες του μεγάλου Γέροντος σήμερον είναι ιδιαιτέρως επίκαιρες, γιατί ανταποκρίνονται κατ' εξοχήν προς τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας, αλλά και προς τα ιστορικά δεδομένα αυτής. Ή επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917 είχε ως επακόλουθο τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους και την κρατικοποίηση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης και της μοναστηριακής . Ούτος ή πρότασης του οσίου Νείλου πραγματοποιείται μετά τεσσάρας εκατονταετηρίδας κατά τρόπον ριζικό και απροσδόκητο. Σήμερον τα ελάχιστα εναπομείναντα μοναστήρια της Ρωσίας ζουν και συντηρούνται αποκλειστικώς από τις εθελοντικές δωρεάς των πιστών και από τα εργόχειρα των μοναχών. Και στις άλλες χώρας λόγω των διαφόρων δημεύσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας ό φεουδαρχικός τύπος των μοναστηριών ανήκει πλέον —παρά τας τυχόν υπάρχουσας ελάχιστες εξαιρέσεις— στο παρελθόν. Κρίμασιν οίς οίδεν ό Κύριος, πολλά εκ των περίφημων μοναστικών κέντρων της Ορθοδοξίας σήμερον είναι ακατοίκητα και έρημα ή και τελείως ερείπια. Άλλα και τα επιβιώσαντα ιστορικά μοναστήρια αντιμετωπίζουν πολλά πρόβλημα-Η επίπονος και δαπανηρά συντήρησης των μεγάλων αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων με τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς επιβαρύνει πολύ τις μοναστικές αδελφότητες οι οποίες επί πλέον πολλές φορές ενοχλούνται και απειλούνται συνεχώς από τον αυξανόμενο τουρισμό με όλα τα ολέθρια δια την πνευματική ζωή επακόλουθά του.


Εδώ οι διδασκαλίες και το παράδειγμα του οσίου Νείλου προσφέρουν στους σύγχρονους εραστές της ησυχίας μία διέξοδο με την ίδρυση μικρών αδελφοτήτων σε ερημητήρια και σκήτες μακρά του κόσμου, ή απλότητα και ταπεινότητα των οποίων δεν απαιτούν ολικά πλούτη, ούτε προκαλούν το ενδιαφέρον του μαζικού τουρισμού. Ίσως και ή μεγαλύτερα ελευθερία και ευκαμψία του τυπικού των σκητών ανταποκρίνεται περισσότερο προς την κλίση και ιδιοσυγκρασία πολλών συγχρόνων ανθρώπων, οι οποίοι, αν και σεβόμενοι την λειτουργική παράδοση και το τυπικό της Εκκλησίας, αισθάνονται την ανάγκην να επιδίδονται μάλλον στην νοερά προσευχή και την μελέτη των αγίων Πατέρων παρά στις καθημερινές μακρές ακολουθίες κατά τα περίπλοκα τυπικά των μοναστηριών. Μεγαλυτέρα ακόμη επικαιρότητα έχει ή διαπίστωση του οσίου Γέροντος ότι σπάνισαν οί αληθινοί διδάσκαλοι και οδηγοί της πνευματικής ζωής. Για τούτο ή προτροπή του να μελετώμαι και να ακολουθούμε τις Θείες Γραφές της Βίβλου και των αγίων Πατέρων, ισχύει τόσο περισσότερο στην πνευματική πανέρημο του συγχρόνου κόσμου και αποβαίνει σωσίβιο για τους υπό της θύελλας των ποικίλων πλανών κλυδωνιζόμενους χριστιανούς Φαίνεται λοιπόν ότι ο Όσιος Νείλος είχε ένα προφητικό χάρισμα με το όποιον προέβλεψε τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας και με αγάπη και διάκριση προτείνει τα μέσα για μία αναζωογόνηση του μοναχισμού και της εν γένει πνευματικής ζωής. Ήταν ένας πνευματικός πρωτοπόρος, το μέγεθος και το βάθος του οποίου οι περισσότεροι σύγχρονοι του δεν ήσαν ικανοί να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν πλήρως. τούτο οδήγησε στην τραγική διαίρεση του μοναχισμού στη Ρωσία, ή ιστορία και ή πνευματική ζωή της οποίας θα ήταν δυνατό να ακολουθήσουν άλλη πορεία.

Άλλ' ο Θεός, ο καθελών δυνάστας και υψώσας ταπεινούς, επέβλεψε και Επί την ταπείνωση του δούλου αυτού Νείλου και υπερύψωσε αυτόν εις γενεάν και γενεάν, και περισσότερο και στην εσχάτη γενιά αυτή. Ανύψωσε το υπό τον μόδιον κρυπτόμενο φως ως επί την λυχνίαν, για να φώτιση πάντας τους εν σκότη και σκιά κρατουμένους με την φωτεινή του διδασκαλία και τον λαμπρό του βίον.

Είθε Χάριτι Χριστού να φωτισθούμε και ημείς οι αμαρτωλοί και να αξιωθούμε της μεσιτείας και των ακαταπαύστων πρεσβειών του οσίου πατρός ημών Νείλου Σόρσκυ προς τον εν Τριάδι ελεήμονα και φιλάνθρωπον Θεόν, ο πρέπει πάσα δόξα και τιμή εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
via