Articles by "Άπαντα τα σωζόμενα του Νείλου Σόρσκυ"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άπαντα τα σωζόμενα του Νείλου Σόρσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων







ΤΗΝ Ζ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΜΑΪΟΥ



Μνήμην επιτελούμεν του οσίου θεοφόρου πατρός ημών Νείλου του εν Σόρα , του και Σορσκυ επικαλούμενου Ρώσου Θαυματουργού.



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
ΉΧΟΣ γ .Θειας πίστεως.

Θείο έρωτι πυρποληθείσα, η καρδιά σου, Όσιε Νείλε, ούκ επαύσατο ζητούσα κατάπαυσιν, αδιαλείπτως Κυρίω σχολάζουσα, και εντρυφώσα Αυτού τω Ονόματι, Πάτερ πρέσβευε, δοθήναι ημίν απόμοιραν, των χαρισμάτων οίς Χριστός σε εκόσμησεν.



Μεγαλυνάριον

Τον της ησυχίας μέγα πυρσόν, και αδιαλείπτου προσευχής , τον καθηγητήν, Νείλον τον του Σόρα τρισόλβιον φωστήρα, τιμήσωμεν πρέποντος, αυτόν μιμούμενοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.



Ο ΙΕ' αιών είναι εποχή μεταβατική για όλη την Ευρώπη. Αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ Μεσαίωνας και Αναγεννήσεως. Δια το Βυζάντιο σημαίνει το τραγικό τέλος της μακροχρονίου λαμπράς αυτοκρατορίας, ή οποία ως θεοκρατία προσπάθησε, παρ' όλες της ανθρώπινες ελλείψεις, να πραγματοποίηση την Βασιλεία του Θεού επί της γης. Οι τελευταίοι δύο εκατονταετίες του Βυζαντίου παρουσιάζουν, παρά της εξωτερικές αποτυχίες και ήττες, μία μεγάλη άνθηση σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής, χαρακτηριζόμενη ως Παλαιολόγεια Αναγέννηση ή Προαναγέννηση, γιατί αποβαίνει αφετηρία του μεγάλου πνευματικού κινήματος της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού στην Ιταλία και στην συνεχεία σε όλη την Ευρώπη. Καθ' όλη την βυζαντινή ιστορία παρατηρείται μία ζώσα συνέχεια της αρχαίας ελληνικής παιδείας, τελούσης όμως υπό το φως της εν Χριστώ πίστεως και τελειουμένης υπό της Θείας Χάριτος. Παρόλο αυτά δεν λείπουν οι κατά καιρούς συγκρούσεις μεταξύ ελληνιζόντων φιλοσόφων, κυρίως νεο-πλατωνιζόντων, και της υπό της Εκκλησίας κηρυττομένης ορθοδόξου διδασκαλίας (π.χ. οί Ιωάννης Ιταλός και Γεώργιος Γεμιστός Πληθών). Άλλα οι μεμονωμένοι και κατά την Παλαιολόγειο περίοδο αυξανόμενες περιπτώσεις αυτές δεν κατόρθωσαν να διασείσουν την βαθιά πίστιν του λαού και να κλονίσουν σοβαρός το κύρος της Εκκλησίας. Μετά την άλωση της Βασιλευούσης των πόλεων οί φορείς της ελληνιζούσης τάσεως βυζαντινοί λόγιοι βρίσκουν άσυλο κυρίως στην Ιταλία, όπου οί πρόσφυγες αναπτύσσουν και διαδίδουν πλέον άνευ περιορισμών της ιδέες τους, οι οποίες σπείρονται σε γόνιμο έδαφος.

Η επιστροφή στο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδος, ό θαυμασμός δια το κάλλος των αρχαίων έργων τέχνης και ή ενθουσιώδης μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών χαρακτηρίζουν αυτήν την Αναγέννηση της κλασσικής ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος. Ή θεοκεντρική κοσμοθεωρία του Βυζαντίου και του δυτικού Μεσαίωνα παραμερίζεται από τον Ανθρωποκεντρισμό των Ουμανιστών της Αναγεννήσεως. Ή ένότης μεταξύ χριστιανικής πίστεως, κοσμοθεωρίας και ζωής βαθμιαίως διασπάται. Κατ' αρχάς ή πίστη στον Θεόν δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, άλλ' απλώς μετατίθεται στην περιφέρεια του ενδιαφέροντος. Από την Αναγέννηση μέχρι του Κ' αιώνος δυνάμεθα να διαπιστώσουμε μία βραδεία, αλλά συνεχώς αύξουσα εκκοσμίκευση και αποχριστοποίηση της όλης πνευματικής ζωής του Ευρωπαίου άνθρωπου. Κατά τον ΙΗ' αιώνα οι αντιχριστιανικές ιδέες της ψευδωνύμου Διαφωτίσεως κυριαρχούν στα σαλόνια και στην ανωτέρα παιδεία και οδηγούν κατά τον επόμενο αιώνα με εσωτερική συνέπεια στον υλισμό και την αθεΐα, ή οποία, αποτελούσα κατ' αρχάς ιδεολογία των φιλοσόφων και διανοουμένων, διακηρύττεται εν τέλει μετά πάσης χυδαιότητας στις μάζες του λαού. Εν ονόματι της ελευθερίας, του ανθρωπισμού, της προόδου και της επιστήμης γίνονται φρικτοί πόλεμοι και απάνθρωπα ανοσιουργήματα, και ή αξία του άνθρωπου πατείτε από τα ποδιά των «ελευθερωτών» του.


Ο μέγας αυστριακός δραματουργός και ποιητής FRANZ GRILLPARZER (1791-1872) παρακολούθησε και περιέγραψε την εξέλιξη αυτή με προφητικό βλέμμα «Ή οδός προς την νέα παιδεία οδηγεί από τον ανθρωπισμό δια μέσου του εθνικισμού στην θηριωδία».


Πράγματι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το περιβόητο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ ένας από τους φρικτούς τόπους ακατονόμαστων κακουργημάτων του βαρβαρικωτάτου Εθνικοσοσιαλισμού, απέχει μόνον λίγα χιλιόμετρα από την Βειμάρη, την Αθήνα της ανθρωπιστικής παιδείας και λογοτεχνίας του γερμανικού Κλασικισμού (τέλη ΙΗ' -αρχάς ΙΘ' αιώνος). Δεν θέλομε να επιβαρύνουμε της ευγενείς μορφές των ποιητών και στοχαστών της εποχής εκείνης με την ευθύνη δια τα απεχθή εγκλήματα του φρενιτικού χιτλερικού Φασισμού, αλλά δεν δυνάμεθα να αρνηθούμε, ότι και ούτοι ασυνείδητος χρημάτισαν κρίκοι μιας μοιραίας αλυσίδας, η οποία συνεχώς περισσότερο σφίγγει και υποδουλώνει τον από τον Θεό απομακρυθέντα άνθρωπο. Ούτως ό Ανθρωπισμός της Αναγεννήσεως, ή θεοποιήσεις του «αυτονόμου» άνθρωπου και ή άρνηση του Θεανθρώπου Χριστού οδήγησαν την ανθρωπότητα σε μία πνευματική Οδύσσεια, ή οποία θα τερματισθεί μόνο, όταν ό άνθρωπος θα επιστρέψει εν πνεύματι ταπεινοφροσύνης και μετανοίας στον Θεό, στο λιμένα της Εκκλησίας.


Εξ αιτίας της εκκοσμίκευση όλης της δημοσίας ζωής και παιδείας (υπό την ευρεία έννοια της λέξεως) περιορίσθηκε ή πνευματική επίδραση της Εκκλησίας κατά τους τελευταίους αιώνας, ενώ ταυτοχρόνως εμφανίσθηκε μία νέα ειδωλολατρία της ύλης, της τεχνικής προόδου και των πολιτικών ιδεολογιών. Ή Εκκλησία εισήλθε ήδη στην Μετακωνσταντίνειον εποχή, ή οποία δύναται ίσως να χαρακτηριστεί ως εποχή της Αποστασίας, γιατί πολλοί χριστιανοί, επηρεαζόμενοι από το υλιστικό πνεύμα, ψυχραίνονται κατά την πίστη και διακόπτουν της σχέσεις τους με την Εκκλησία. Η τέτοιου είδους αθόρυβος αποστασία είναι ένα βραδύ και σχεδόν απαρατήρητο φαινόμενο. Ενίοτε όμως ή φαινομενική γαλήνη διαταράττεται από βιαίας εκστρατείας και αγρίους διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Άλλα το πνεύμα της αποστασίας δεν παρασύρει μόνον τα χλιαρά ή και ήδη νεκρά μέλη αυτής. Εισέρχεται και εντός αυτών των κόλπων της Εκκλησίας, όπου ή βαθμιαία εκκοσμίκευση συνεπάγεται την εξασθένηση της πίστεως και της ευσέβειας, την χαλάρωση των ηθών και την εν γένει πνευματική νωθρότητα και νάρκη. Πρόκειται περί μιας επικινδύνου αλλοιώσεως των πνευματικών διαστάσεων του Ευαγγελίου χάριν ενός εύκολου και άνετου «Χριστιανισμού της Κυριακής» κατά τα μέτρα και της ανάγκες των πνευματικών (μικρό-) αστών, οι οποίοι αντικαθιστούν τις εντολές του Χριστού με ανώδυνους κανόνας καλής συμπεριφοράς και νομίζουν ότι τοιουτοτρόπως εξασφαλίζουν την σωτηρία της ψυχής των χωρίς αγώνα και άσκηση.

Η εσωτερική εκκοσμίκευση και αποσύνθεση της Εκκλησίας απειλεί εξ ίσου και τον κλήρο και τον λαό και αποτελεί κίνδυνο κατά πολύ μεγαλύτερο των εξωτερικών διωγμών, διότι οι συνήθως μικρές παραχωρήσεις γίνονται πολλάκις υπό το πρόσχημα ευλόγου οικονομίας ή μένουν τελείως απαρατήρητοι χωρίς να ταράξουν την ησυχία τους μακαρίως κοιμωμένων και ανοίγουν θύρας και παραθύρια δια την ανεμπόδιστο είσοδο μεγαλυτέρων κακών και παρανομιών, αίτινες, μη υπαρχούσης υγιούς αντιδράσεως και αντιστάσεως, θα οδηγήσουν αυτήν στην πλήρη μαρασμό και τελεία αχρηστία, ώστε αντί Νύμφη Χριστού να αποβεί πόρνη της Αποκαλύψεως. Και ούτως ό πανούργος διάβολος θα κατορθώσει με την μεθοδία του «πεφωτισμένου ανθρωπισμού» και της υπό το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού εκκοσμικεύσεως ότι δεν κατόρθωσαν επί αιώνας δια μέσου των Ηρωδών και Νερώνων...


Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ή κίνηση της Αναγεννήσεως και του Ουμανισμού είχε μεν ως πρώτη αφετηρία το Βυζάντιο, ανεπτύχθη δε κυρίως στην Ιταλία και δυτική Ευρώπη. Εκ πρώτης όψεως τούτο ίσως προξενεί έκπληξη. Όταν αναζητήσουμε όμως τις βαθύτερες αιτίας, θα παρατηρήσουμε ότι ή ορθόδοξος Εκκλησία είχε την πνευματική δύναμη να αντιμετώπιση τον κίνδυνο της ελληνιζούσης τάσεως των φιλοσόφων ορθώς και αποτελεσματικός χάρις στην ζώσαν και γνήσια θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι άγιοι Πατέρες, και προ πάντων οι μεγάλοι θεολόγοι μεταξύ αυτών, δεν ήσαν βάρβαροι και άγευστοι της θύραθεν παιδείας. Αντιθέτως ήσαν βαθύτατοι γνώστες της αρχαίας φιλοσοφίας και των κλασσικών συγγραφέων, άλλα είχαν πάντοτε ως κριτήριο της ανθρωπινής γνώσεως την υπό του Θεού αποκαλυφθείσα αλήθεια της πίστεως, ή οποία τους έδωσε την δυνατότητα, ελλαμφθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος να χρησιμοποιούν την αρχαία σοφία κατά τρόπο γόνιμο, αξιοποιώντας τα θετικά της στοιχεία και φυλατόμενοι από τις πλάνες.


Κατά τον ΙΔ' αιώνα υπάρχει στο Βυζάντιο μία άνθηση του μοναχισμού, ή οποία συνδέεται με το γνωστόν κίνημα των ησυχαστών και αποτελεί μία ανανέωση του αναχωρητικού και ασκητικού βίου με έντονο θεωρητικό χαρακτήρα. Σημειώνεται δηλαδή μία επιστροφή στο πνεύμα των παλαιών αβάδων της ερήμου, της Παλαιστίνης και του Σινά, ενώ κατά τους προηγουμένους αιώνας δέσποζε κυρίως το κοινόβιο χάρις στους κανονισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και στις μεταρρυθμίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αναχωρητές υπήρχαν βεβαίως και κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ και κατά τον ΙΔ' αιώνα εξακολουθούν να ανθούν παλαιά και να ιδρύονται νέα κοινοβιακά μοναστήρια. Αυτοί είναι τόποι ασκήσεις των λεγομένων πρακτικών αρετών, δηλαδή της κοινής λατρείας και ψαλμωδίας, της προς τον πλησίον αγάπης, της υπακοής, της υπομονής και των σωματικών κόπων, πάντοτε από κοινού τελουμένων. Αντιθέτως ό αναχωρητικός βίος παρέχει την δυνατότητα της σχεδόν απολύτου απομονώσεως, της εν ησυχία νοεράς εργασίας, δηλαδή της φυλακής του νοός από τους εμπαθείς λογισμούς και της αδιάλειπτου προσευχής, κατά την οποίαν ό νους ενώνεται με την καρδίαν (εξ ου λέγεται και καρδιακή προσευχή) και, αφού καθαριστή από τα πάθη και φωτιστή υπό της Χάριτος του Θεού, φθάνει στην Θεωρία των αρρήτων μυστηρίων και αξιώνεται της θέας του ακτίστου Θαβωρίου Φωτός. Ή νοερά προσευχή βεβαίως δεν είναι προνόμιο των ερημιτών ή και των μοναχών, άλλ' ή τελεία εξωτερική ησυχία είναι ή ιδεώδης προϋπόθεση για την επίτευξη της, και των ανωτέρων βαθμών της. Ή αναβίωση του αναχωρητικού μοναχισμού είναι πιθανώς ένα αποτέλεσμα των κατά την Παλαιολόγειο Αναγέννηση παρατηρουμένων τάσεων της εξατομικεύσεως της ζωής και του ενδιαφέροντος για τις ψυχικές καταστάσεις, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως έκδηλοι στα αριστουργήματα της εικονογραφίας της εποχής εκείνης. Γνωρίζομε ότι οί μοναχοί-ησυχαστές ήλθον σε σύγκρουση με τους οπαδούς των συγχρόνων φιλοσοφικών και ορθολογιστικών ρευμάτων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν την δυνατότητα της θεωρίας του ακτίστου Θείου Φωτός και γενικότερα την κοινωνία και μέθεξη του Θεού υπό του ανθρώπου μέσω των ακτίστων Θείων Ενεργειών, οι οποίες ακτινοβολούνε αιωνίως από την Θεία Ουσία, όμως παραμένει πάντοτε αμέθεκτος και υπερβατική.

Η τελική νίκη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών δεν είναι απλώς ή νίκη μιας θεολογικής σχολής ή μία νίκη του μοναχισμού, άλλ' είναι ή νίκη της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας κατά των νεωτέρων ορθολογιστικών και ανθρωπιστικών τάσεων. Σπουδαιότατο ρόλο έπαιξε στους υπέρ της αληθείας αγώνας ή υπό των Πατέρων χρησιμοποιηθείσα θεολογική μέθοδος του αποφατισμού, ή οποία θέτει όρια στην ορθολογιστική έρευνα και «γνώσιν» του Θεού, διότι αυτή παραμένει πάντοτε ατελής και εκ μέρους, ενώ ή πραγματική και κατά μέθεξη γνώση και βίωση του Θεού επιτυγχάνεται δια μέσου της πίστεως στην Θεία αποκάλυψη, δια της ασκήσεως και της καθάρσεως της ψυχής και της Χάριτι Θεού φωτίσεως και ενώσεως της με τον Θεό.


Αυτή ή υγιής θεολογία με την ισορροπία μεταξύ αποφατισμού και βιβλικού καταφατισμού, ή οποία ακολούθησε και συνέχισε με εσωτερική συνέπεια την Παράδοση των μεγάλων Πατέρων, και ή ύπαρξη ενός πνευματικός ισχυρού και ανθούντος μοναχισμού έδωσαν στην ορθόδοξο Εκκλησία τα όπλα και την δύναμιν να πολεμήση και να νικήσει τον πειρασμόν του Ανθρωπισμού της Αναγεννήσεως.


Αντιθέτως ή Δυτική Εκκλησία είχε προ πολλού αλλοιώσει την Ιερά Παράδοση της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας με τις γνωστές καινοτομίες της (Φιλιόκβε πρωτείο του πάπα υπό την ρωμαϊκή του έννοια κ.λ.π.), και με την σχολαστική της θεολογία είχε εισαγάγει τον αριστοτελικό ορθολογισμό στον χώρον των αρρήτων μυστηρίων της πίστεως. Ταυτοχρόνως ό κλήρος και οι ιεράρχες είχαν βαθύτατα εκκοσμικευθεί λόγω της υπ' αυτών εξασκουμένης κοσμικής εξουσίας, αν και κατά καιρούς γίνονταν αξιόλογοι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων. Όθεν οι πάπες, οι πλείστοι καρδινάλιοι και επίσκοποι όχι μόνον δεν αντετάσσοντο στο πνεύμα του Ανθρωπισμού και της Αναγεννήσεως, αλλά προθύμως μετεβλήθησαν σε ενθουσιώδεις φορείς του.


Συνέπεια της πνευματικής και ηθικής καταπτώσεως της Δυτικής Εκκλησίας ήταν ή θρησκευτική Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων, ή οποία όμως παρά την καλήν διάθεση ων ηγετών της δεν κατόρθωσε να επανέλθει στην Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά κατά τρόπον τραγικό απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο απ' αυτήν λόγω του κυριαρχούντος πνεύματος του Ανθρωπισμού και του υποκειμενισμού. Από την Δύση ό ανθρωποκεντρικός Ουμανισμός με την εκκοσμίκευση του διεδίδετο και διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους μη χριστιανικούς λαούς. Κατά την περίοδο της εξ αιτίας των δεινών της τουρκοκρατίας επελθούσης παρακμής της εκκλησιαστικής ζωής και της θεολογικής σκέψεως διείσδυσε και στον χώρον της ορθοδόξου Ανατολής. Ή εισβολή αύτη των αντιχριστιανικών ιδεών προκάλεσε όμως την αντίσταση και την αντίδραση αγίων ανδρών, οι οποίοι με ζήλο Θεού μάχοντο κατά της γενικευμένης απιστίας και χλιαρότητας και κατά της καταπτώσεως του βίου της Εκκλησίας και στήριζαν και ενίσχυαν την ασθενούσαν πίστη των αδελφών. Παραδείγματα τέτοιων ανδρών για την ελληνική Εκκλησία είναι μεταξύ άλλων ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός και ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης. Άλλα και οι άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν να παρουσιάσουν πλήθη Αγίων, οί οποίοι με την ζωή και τα έργα των έδωσαν λαμπρά μαρτυρία της εν Χριστώ πίστεως και αγάπης κατά του εισβάλλοντος πνεύματος της απιστίας. Μία απ' αυτάς της μεγάλες πνευματικές μορφές της ρωσικής Εκκλησίας είναι ό όσιος Νείλος Σόρσκυ, ό όποιος έζησε στην αρχήν αυτής της περιόδου της διεισδύσεως του πνεύματος του Ανθρωπισμού και της εκκοσμικεύσεως και ήταν μεταξύ των πρώτων, οί οποίοι με οξυδέρκεια διέγνωσαν τους τεραστίους πνευματικούς κινδύνους τους. Για αυτό ο Μέγας Γέρων, όπως αποκαλείται, με διάκριση και σύνεση πολέμησε αυτούς κατά τρόπο υπερβαίνοντα τα στενά όρια των προβλημάτων της εποχής του, ώστε και σήμερον οί θεόπνευστοι λόγοι του να διατηρούν όλη την πνευματική δύναμιν και επικαιρότητα τους.
Πριν να εκθέσομε τον Βίο του οσίου Νείλου

πρέπει να στρέψομε το βλέμμα μας προς την χωρά και τους χρόνους του, δηλαδή την Ρωσία του ΙΕ' αιώνος. Κατά τα έτη 1237-1240 ή Ρωσία του Κιέβου με τον λαμπρό, εμπνεόμενο από το Βυζάντιο πολιτισμό της είχε κατακτηθεί υπό των Τατάρων της Χρυσής Ορδής, οι οποίοι, αφού δεινώς λεηλάτησαν και έκαψαν την χωράν και ανηλεώς έχυσαν το αίμα των κατοίκων της, κράτησαν την κυριαρχία επί της Ρωσικής Γης, επιβάλλοντας σε αυτήν τεραστία φορολογία, άλλα ταυτοχρόνως ανεχόντουσαν μία σχετική αυτοδιοίκηση των Ρώσων ηγεμόνων. Ή σκοτεινή περίοδος αύτη της ρωσικής ιστορίας είναι γνωστή υπό την ονομασία του «Ταταρικού ζυγού» και δύναται παρά τις διαφοράς να παρομοιαστεί με τον τουρκικό ζυγόν των Ελλήνων και των νοτιοσλαβικών λαών των Βαλκανίων. Ή αφάνταστος βαρβαρότητα και ωμότητα των Τατάρων είχε ολέθριας συνεπείας στην εξέλιξη των ηθών και του πολιτισμού της χώρας.
Επέφερε δε και σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή.


Η περίδοξος πόλη του Κιέβου, ή έδρα του Μεγάλου Ηγεμόνα της Ρωσίας, είχε γίνει ερείπιο. Άλλ' ήδη προ της υπό των Τατάρων αλώσεως ή «Μήτηρ των ρωσικών πόλεων» είχε υποστεί την κατά το έτος 1169 κατάκτηση της Σουζδαλίας Ανδρέου Μπογκολιούμπσκυ ό όποιος λεηλάτησε την πόλη και σφετερίστηκε τον τίτλο του Μεγάλου Ηγεμόνος. Μετά πολλάς έριδας περιήλθε το υψηλό αξίωμα τούτο τελικώς στην ηγεμονία της Σουζδαλίας - Βλαδίμηρου. Ή βαρυσήμαντη μετάβαση του κέντρου της πολιτικής εξουσίας από της ανοικτές πεδιάδες προς τις βορειοανατολικές δασώδεις περιοχές δεν ήταν τυχαία, άλλ' ακολούθησε ένα αποικιακό ρεύμα του πληθυσμού προς εκείνα τα μέρη, τα όποια προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια από τις συνεχείς επιδρομές των νομάδων των νοτίων στεπών και εν συνεχεία των Τατάρων. Έπειτα μετεφέρθη και ή έδρα του Μητροπολίτου στην πόλη του Βλαδίμηρου (1299), άλλ' ό Μητροπολίτης εξακολουθεί να τιτλοφορείται «ό Κιέβου και πάσης Ρωσίας».

Ο Μέγας Ηγεμών Ιβάν Καλίτα (= το βαλάντιον) (1325-1341) διέκρινε με πολιτική μεγαλοφυΐα την στρατηγική σημασία της τότε μικρής κεντρικής πόλεως της Μόσχας και την κατέστησε νέα πρωτεύουσα και κέντρο της εξουσίας. Γεννάται ή νέα ηγεμονία της Μόσχας, ή οποία συνεχώς αυξάνεται και συν τω χρόνο υποτάσσει τις άλλες τοπικές ηγεμονίες υπό την κυριαρχία της.

Ο άγιος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας Πέτρος (1308-1326) μετέφερε την έδρα του από το Βλαδίμηρο στην νέα πρωτεύουσα (1326) και συνετέλεσε κατ' αυτόν τον τρόπον στην επίσημη αναγνώριση και περαιτέρω άνοδο της Μόσχας, οί ηγεμόνες της οποίας ολοκληρώνουν με επιμονή και επιτυχία το έργον τους ως «συλλεκτών της Ρωσικής Γης». Ή Εκκλησία υπεστήριξε αυτήν την συγκεντρωτική τάση, γιατι ή διαίρεση της χώρας σε πολλές αλληλομαχόμενες τοπικές ηγεμονίας με τους ατελείωτους εμφυλίους πολέμους υπήρξε μάστιγα για τον δοκιμαζόμενο λαό και απετέλεσε την κυρία αιτία για την υπό των Τατάρων κατάκτηση της χώρας. Προϋπόθεση λοιπόν της απελευθερώσεως από τον ταταρικό ζυγόν ήταν ή ενότητα του ρωσικού κράτους.


Κατά το έτος 1380 ό Μέγας Ηγεμόνας Δημήτριος Ντονσκόι (1359-1389) νίκησε για πρώτη φορά τους τατάρους επί του πεδίου των Κολυριώνων παρά τον ποταμόν Ντον . Ή νίκη αυτή ακόμη δεν σήμαινε την απελευθέρωση από τους Τατάρους, οί οποίοι με σκληρότητα εκδικήθηκαν και με νέας επιδρομές τιμώρησαν τους επαναστάτες, άλλ' απέβη αφετηρία του ανοικτού αγώνος κατά των ξένων δυναστών, ή δύναμη των οποίων βαθμιαίως μειώνεται.


Σύν τω χρόνο ή χώρα συνέρχεται από τάς πληγάς της πρώτης και φοβερότερες επιδρομής. Οι κατεστραμμένες πόλεις ανεγείρονται από την τέφρα, και ή πνευματική και καλλιτεχνική ζωή τρέφεται και αναζωογονείται πάλιν από την ακτινοβολούσαν Παλαιολόγεια Αναγέννηση, είτε απ' ευθείας από το Βυζάντιο, είτε δια μέσου των νοτίων Σλάβων, δηλαδή των Βουλγάρων και Σέρβων. Οι επικοινωνίες Ρώσων με το Βυζάντιο και τους λαούς τούτους αυξάνονται σημαντικός κατά τον ΙΔ' και ΙΕ' αιώνα. Ρώσοι μοναχοί ζουν στο Αγιον Όρος και στην Κωνσταντινούπολη σε διάφορα μοναστήρια, ιδιαιτέρως όμως στην περίφημη μονή του Στουδίου.

Οι μοναχοί αυτοί όχι μόνο επιδίδονται με ζήλο στην άσκηση, άλλ' επιτελούν ταυτοχρόνως και ένα σπουδαιότατο πολιτιστικό έργον: Μεταφράζουν τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία στην σλαβική γλώσσα, είτε για πρώτη φορά, είτε εκ νέου, Όταν οι προηγούμενες μεταφράσεις δεν τους ικανοποιούν. Πολλές μεταφράσεις παραλαμβάνονται από τους Βουλγάρους και Σέρβους και επεξεργάζονται και αντιγράφουν αυτές και αποστέλλουν τα νέα βιβλία στα Μοναστήρια της πατρίδος τους κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία μεγάλη θεολογική και φιλολογική κίνηση, ή όποια σπουδαίος συντελεί στην άνοδο της πνευματικής ζωής στη Ρωσία. Πολλοί μέχρι τότε άγνωστοι θησαυροί από τον πλούτο της πατερικής σοφίας ανοίγονται τώρα στους φιλομαθείς Ρώσους μοναχούς. Δεν έρχονται μόνον μοναχοί από την χωρά του Βορρά, άλλα και κληρικοί και λαϊκοί προσκυνητές, ακόμη και έμποροι, οί οποίοι όλοι με θαυμασμό δέχονται την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού.

Από την άλλη πλευρά παρατηρείται ρεύμα βυζαντινών και νοτιοσλάβων μοναχών και καλλιτεχνών και εμπόρων προς την Ρωσία, όπου πολλοί απ' αυτούς ιδρύουν μοναστήρια ή αναπτύσσουν σημαντική καλλιτεχνική δράση, όπως π.χ. ο μέγας εικονογράφος Θεοφάνης ό Γραικός (περίπου 1330-1410) ή ο Σέρβος Παχώμιος ο Λογοθέτης, ο αγιοβιογράφος (περίπου 1410-1486). Υπάρχουν διάφορες εστίες βυζαντινής παιδείας, πρωτίστως στη Μόσχα, όπου ευρίσκεται και ή έδρα του Μητροπολίτου, ό όποιος πολλάκις είναι Έλληνας ή τουλάχιστον ελληνομαθής. Κατά τον ΙΔ' αιώνα και οι επίσημοι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Ρωσίας αναζωογονούνται και φέρουν ευεργετικά αποτελέσματα και στις δυο πλευρές


Ούτως ή αναγέννηση του βυζαντινού μοναχισμού επεκτείνεται προς Βορρά. Σε αυτό συντελούν και οί συμπαθώς προς τους ησυχαστές διακείμενοι μητροπολίτες και επίσκοποι. Τα πρώτα μοναστήρια της Ρωσίας βρίσκονταν συνήθως εντός ή πλησίον των πόλεων, άλλ' από τον ΙΔ' αιώνα αρχίζει ένα νέο κίνημα ιδρύσεων μονών στους έρημους τόπους μακρά πάσης ανθρωπινής κατοικίας. Οι κτήτορες κατά κανόνα είναι ερημίτες και δεν έχουν σκοπό να ιδρύσουν μονάς, αλλά ή αγιότητα του βίου των προσελκύει μαθητές, και κατ' αυτόν τον τρόπον αναγκάζονται να διευρύνουν τα ερημητήριά τους, τα όποια ταχέως μεταβάλλονται σε μεγάλα μοναστήρια. Βραδύτερο άλλοι μοναχοί, οί οποίοι επιθυμούν των μονήρη βίον, αφήνουν τα μοναστήρια τους και προχωρούν σε απώτερα και αγριότερα μέρη εν μέσω των απέραντων δασών του και της ανατολής, μέχρις ότου φθάσουν στην Βόρεια Θάλασσα.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ (περίπου 1314-1392), ή μονή του οποίου γίνεται αφετηρία ιδρύσεως τουλάχιστον άλλων 20 μονών υπό αμέσων ή εμμέσων μαθητών του. Είναι γνωστές οι σχέσεις του Αγίου με τους ησυχαστές πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, οί οποίοι ως γνήσιοι φορείς του χριστιανικού πνεύματος και συνεχιστές της υπερεθνικής παραδόσεως του Βυζαντίου διευρύνουν και εμβαθύνουν τις πνευματικές σχέσεις με τις σλαβικές Εκκλησίας και συντελούν κατ' αυτόν τον τρόπον στην διατήρηση της γνήσιας καθολικότητας και του όντως οικουμενικού χαρακτήρας του πατριαρχείου τους, άλλα και στην διάδοση του πνεύματος του ησυχασμού στους Σλάβους. Κατά αυτών τον τρόπο το κίνημα του ησυχασμού προσλαμβάνει χαρακτήρα πανορθόδοξο.

Καθ' όλον τον ΙΕ' αιώνα αυτή ή επίδραση του ησυχασμού συνεχίζεται και εμβαθύνετε παρά το τραγικό γεγονός της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της κατακτήσεως των νοτιοσλαβικών χωρών υπό των Τούρκων. Ή προδοσία όμως της Ορθοδοξίας στην ατυχή σύνοδο της Φλωρεντίας και Φερράρας κατά την 5ην Ιουλίου 1439 κλονίζει βαθύτατα την εμπιστοσύνη των Ρώσων και γίνεται αφορμή της εκκλησιαστικής ανεξαρτητοποιήσεώς τους. Προς το τέλος του αιώνος παρατηρείται στην Ρωσία μία κρίση της Παραδόσεως, εκδηλουμένη μέσω ορισμένων κατ' ουσία ασήμαντων ερίδων περί μερικών διαφορών του τυπικού, π.χ., αν οι λιτανείες πέριξ του ναού πρέπει να ακολουθούν την πορεία του ηλίου ή να γίνονται κατά την αντίθετο κατεύθυνση, αν το Αλληλούια πρέπει να ψάλετε δύο ή τρεις Φοράς κ.τ.λ. Σοβαρότερο πρόβλημα αποτελεί ή εμφάνιση της λεγομένης αιρέσεως των Ιουδαιζόντων εν Νόβοκοροντ Περί της προελεύσεως και ονομασίας της κινήσεως αυτής υπάρχουν διάφοροι θεωρίες, με τις οποίες δεν θα ασχοληθούμε εδώ.

Σημασία έχει το γεγονός ότι ή διδασκαλία της ήταν ένα αλλόκοτο κράμα από ορθολογισμό και δεισιδαιμονία και αντιεκκλησιαστικό πνεύμα: Απορρίπτει μεν την στην Άγίαν Τριάδα πίστη, την Θεότητα του Χριστού, τα αγία Μυστήρια και την ιεραρχία της Εκκλησίας, τις αγίες εικόνες του Σωτήρος και των Αγίων, αποδέχεται δε την περιτομή, ορισμένα απόκρυφα και «φιλοσοφικά» βιβλία με μυστηριώδες περιεχόμενο, την αστρολογία κ.τ.λ. Θυμίζει ορισμένες άλλες μεσαιωνικές αιρέσεις ως π.χ. την των Βογόμιλων, των Καθαρών, των Ουσιτών και προ παντός την ελευθεροφροσύνη της Αναγεννήσεως.

Πράγματι ή αίρεση αυτή αποτελεί μία από τις εισβολές του δυτικού κινήματος του Ουμανισμού στην Ρωσία, και ειδικά στο Νόβγκοροντ, το όποιον πάντοτε διετήρει στενότερες σχέσεις με την Δύση. Τα μέλη της αιρέσεως ως επί το πλείστον δεν είναι Εβραίοι, άλλ' ορθόδοξοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διάκονοι και ιερείς. Αυτοί επισήμως δεν αποσχίζονται από την Εκκλησία και διατηρούν τις θέσεις τους, αλλά κρυφά πιστεύουν και ακολουθούν τις διδασκαλίες της αιρέσεως, ή οποία τοιουτοτρόπως διαδίδεται ανεξέλεγκτος και κυρίως στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και τυγχάνει και ευμενούς υποδοχής και στην αυλή του Μεγάλου Ηγεμόνος της Μόσχας.

Την επιτυχία αυτή οι αιρετικοί οφείλουν στην κατά το έτος 1492 (= 7000 από κτίσεως κόσμου) γενικώς αναμενόμενη και μη επελθούσα Δευτέρα Παρουσία του Χριστού επί τη συμπληρώσει της Ζ' χιλιετηρίδας καθώς και στην αμάθεια και ηθική κατάπτωση του κλήρου. Επίσης παρατηρείται προς το τέλος του ΙΕ' αιώνος παρά την επίδραση του ησυχασμού μία παρακμή της μοναχικής ζωής και χαλάρωση της πειθαρχίας σε πολλά μοναστήρια. Τούτο είναι κυρίως το αποτέλεσμα του μεγάλου πλούτου των μονών, οι οποίες λόγω των γενναίων δωρεών ταχέως εξελίχθησαν σε μεγάλα φεουδαρχικά κέντρα και ταυτοχρόνως υπέστησαν την επίδραση του κοσμικού πνεύματος.


Κατά τους αυτούς χρόνους ό Μέγας Ηγεμών Ίβάν Γ Βασίλιεβιτς (1462-1504), αναπτύσσει τις σχέσεις με την Δύση, κυρίως με την Ιταλία, δηλαδή με το κέντρο της Αναγεννήσεως, πράγμα το όποιον μεγάλως συμβάλλει στην διάδοση των νέων ιδεών στην Ρωσία. Ό Τσάρος καλεί Ιταλούς αρχιτέκτονας και τεχνίτες δια να κτίσουν τους μεγαλοπρεπείς ναούς, τα παλάτια και οχυρώματα του Κρεμλίνου, καθώς και ιατρούς και άλλους επιστήμονας. Οι επικοινωνίες με την Ιταλία εξελίσσονται τόσον θετικώς, ώστε ό πάπας Σίξτος Δ' (1471-84) να προτείνει στον χηρεύσαντα Μέγα Ηγεμόνα το χέρι της Ζωής Παλαιολόγου, της ανεψιάς του τελευταίου Βασιλέως του Βυζαντίου και κόρης του Δεσπότου του Μιστρά Θωμά Παλαιολόγου, ή οποία ανετράφη στην Ρώμη υπό την προσωπική κηδεμονία του Πάπα και του καρδιναλίου Βησσαρίωνος κατά το ρωμαϊκό δόγμα.

Ό λατινικός γάμος τελείται με μεγαλοπρέπεια ενώπιον του Πάπα, άλλ' ερήμην του συζύγου στη Ρώμη, και έπειτα ή νεαρή πριγκίπισσα μεταβαίνει με μεγάλη συνοδεία στην Ρωσία. Εκ μέρους του Ποντιφικούς την συνοδεύει ένας επίσκοπος. Ό Σίξτος Δ' ελπίζει ότι ή τροφός του θα εργαστεί για την ένωση της Ρωσικής Εκκλησίας με την Ρώμην ή τουλάχιστον για την υποστήριξη των πολιτικών του ενδιαφερόντων. Εκείνη όμως, μόλις εισήλθε στην ορθόδοξο χωρά, λησμονεί τον παλαιόν ευεργέτη της και ασπάζεται την Ορθοδοξία, μετονομαζόμενη Σοφία. Οι γάμοι με τον Μέγα Ηγεμόνα τελούνται στη Μόσχα κατά την 12ην Νοεμβρίου 1472.


Η παρουσία της ανεψιάς του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορας στην Ρωσία ενισχύει την αυτοπεποίθηση του Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Γ' Βασίλιεβιτς, ό όποιος εισάγει την εθιμοτυπία του αυτοκρατορικού παλατιού στο Κρεμλίνο, προσλαμβάνει τον δικέφαλο αετό στον θυρεό του κράτους και πρώτος αυτοτιτλοφορείται ως Τσάρος και Αυτοκράτωρ (1485). Αυτή ή αλλαγή ανταποκρίνεται προς τις ριζικές εσωτερικές μεταβολές της χώρας κατά την διάρκεια της πολυετούς ηγεμονίας του ενεργητικού, συνετού, διπλωματικού άλλα δολίου και βίαιου ανδρός τούτου: Κατόρθωσε να υπόταξη και να ένωση σχεδόν όλες τις τοπικές ηγεμονίας με την Μόσχα, συμπεριλαμβανομένου και του παλαιού αντιπάλου της, δηλαδή του Μεγάλου Νόβγκοροντ (1471 και 1478).

Κατά το τέλος της ζωής του αφήνει στον διάδοχό του ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος, ή επιφάνεια του οποίου είχε τετραπλασιασθεί. Επί του πεδίου της εξωτερικής πολιτικής ό Ίβάν Γ' σημειώνει επιτυχίας κατά της Λιθουανίας (1503) και ελευθερώνει την χωράν πλέον τελικώς από τον μακροχρόνιο ταταρικό ζυγό (1480). Λόγω της φιλαρχίας και σκληρότητας του ήδη ό Τσάρος ούτος επονομάζεται υπό των συγχρόνων «ό Τρομερός», πολύ προ του διαβόητου εγγονού του Ίβάν Δ' (1533-84), ή ωμότατη και μανιώδης τρομοκρατία του οποίου επισκιάζει πάντα τα προηγούμενα.


Στην υπό του Μεγάλου Ηγεμόνος αποδοχή της ιδέας της βυζαντινής θεοκρατίας και αυτοκρατορίας συντελεί και ή ρωσική Εκκλησία. Κατά την θεωρία αυτήν ή εξουσία του Αυτοκράτορας περιορίζεται μόνον υπό του Θεού και υπό του Θείου Νόμου. Υπό την επίδραση νοτιοσλάβων προσφύγων ό Γέρων Φιλόθεος του Πσκώφ διατυπώνει την γνωστή περί Τρίτης Ρώμης ιδεολογία: «'Όλαι αι χριστιανικέ Βασιλείες παρήλθαν. Άντ' αυτών υπάρχει μόνον ή Βασιλεία του Δεσπότου ημών κατά τα προφητικά βιβλία. Είναι ή ρωσική Βασιλεία. Δύο Ρώμες έπεσαν, άλλ' ή Τρίτη έστηκε, και τετάρτη δεν θα υπάρξει» Σημειωτέον ότι οι λόγοι αυτοί απευθύνονται στον Τσάρο όχι για να του παράσχουν απεριόριστο εξουσία και αυθαιρεσία, αλλά για να τονίσουν την μεγάλη ευθύνη, την οποίαν έχει ως μόνος χριστιανός μονάρχης και προστάτης της Εκκλησίας. Είναι όμως γεγονός οφθαλμοφανές ότι ή εσχατολογική θεώρηση αυτή παραμερίζεται ταχέως από τα δεδομένα μιας πραγματιστικής πολιτικής της ισχύος. Εν τούτοις ή θεοκρατική θεμελίωση της εξουσίας έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της νέας αυτοσυνειδήσεις και αυτοπεποιθήσεις του Τσάρου και για την διαμόρφωση της αντιλήψεως περί του ρόλου του ρωσικού κράτους στην συνείδηση των Ρώσων της εποχής εκείνης καθώς και για την ρωσική Εκκλησία, ή οποία στην θεοκρατία αυτή κατέχει εξέχουσα και προνομιούχων θέση, την οποίαν πληρώνει όμως με την ελευθερία της, δεχόμενη τις συχνές και αυξανόμενος αναμίξεις του Τσάρου στα εσωτερικά της θέματα.

Ή αποδοχή της βυζαντινής θεοκρατίας δεν μπορούσε βεβαίως να προφυλάξει την Ρωσία από τα διεισδύοντα ρεύματα του συγχρόνου ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού. Από του τέλους του ΙΕ' αιώνος παρατηρείται και μία σχετική εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και των μοναστηριών, μία εξωτερίκευση της θρησκευτικής ζωής, μία τυπική μάλλον ευλάβεια με λαμπρά μεν λατρείαν, αλλά και με κάποιον παραμερισμό της εσωτερικής πνευματικότητος και της ηθικής.

Ορθώς ό Γ. Π. Φεντότωφ επισημαίνει το γεγονός ότι ή Ρωσία μέχρι του τέλους του ΙΕ' αιώνος είναι «Αγία Ρωσία», ενώ τώρα γίνεται «Ορθόδοξων Βασίλειον», όπου οί Άγιοι σπανίζουν, αν και Χάριτι Θεού και κατά τους επόμενους αιώνας θα εκλάμψουν μεγάλοι φωστήρες στο στερέωμα της ρωσικής Εκκλησίας, άλλ' εν συγκρίσει με την παλαιοτέρα εποχή είναι ολιγότεροι. (Το αυτό φαινόμενο παρατηρείται δυστυχώς και σε άλλες κατά τόπους ορθοδόξους Εκκλησίας).

Ή λανθάνουσα εκκοσμίκευση ετοιμάζει σιωπηλώς το έδαφος δια την ανοικτή αμφιβολία και απιστία, ή οποία θα φανερωθεί μόλις κατά τας αρχάς του ΙΗ' αιώνος επί Πέτρου του Μεγάλου (1682-1725). Ή εξωτερικώς ανθούσα θεοκρατία δεν δύναται λοιπόν να εκτόπιση την πνευματική κρίση της εποχής, την κρίση της Παραδόσεως. Περί της κατά διαφόρους τρόπους αντιμετωπίσεως του καίριου προβλήματος τούτου θα μιλήσουμε εν τω Βίο του οσίου Νείλου, δεδομένου ότι ό Άγιος λαμβάνει ενεργό μέρος στην προσπάθεια επιλύσεως των ζωτικών προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής της εποχής του. Εδώ αρκούμεθα σε ένα γενικότατο σχεδιάγραμμα των κυριότερο πνευματικών ρευμάτων της εποχής, χρησίμευαν κατά κάποιον τρόπο ως βάθος του πίνακας επί του οποίου θα ζωγραφιστεί ή φωτεινή εικόνα του Αγίου.
 ΤΟΥ ΕΝ ΟΣΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΑΣΚΗΤΙΚΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΒΙΟΣ , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΣΙΚΗ και ΣΧΟΛΙΑ
ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ GROLIMUND

Β ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
via


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'.




Ο παλαιός Βίος του Όσιου κατά μεταγενέστερα είδηση κάηκε εξ αιτίας μιας επιδρομής των Τατάρων του Καζάν κατά τον ΙΣΤ' αιώνα. Αντίγραφα δυστυχώς δεν σώζονται. Υπάρχουν διεσπαρμένες πληροφορίές μας δίνουν τα εξής βιογραφικά στοιχεία:
Ο Άγιος γεννάται πιθανώς κατά το έτος 1433 στη Μόσχα. Το βαπτιστικό του όνομα παραμένει άγνωστο, το δε οικογενειακό είναι Μάικωφ. Τυγχάνει ευγενούς καταγωγής, ανήκων πιθανώς στην τάξη των βογιάρων, αν και ό ίδιος από ταπεινοφροσύνη ισχυρίζεται ότι είναι αγράμματος και χωρικός. Ως νέος εξασκεί το επάγγελμα του ταχυγράφου στην υπηρεσία του Μεγάλου Ήγεμόνος, πιθανώς ως γραμματέας δικαστηρίου. Εκ των ιστορικών πηγών γνωρίζομε, ότι ό Ανδρέας Φεόδωροβιτς Μάικο ο οποίος χρημάτισε γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών και απεβίωσε περί τα τέλη του έτους 1502 - αρχάς 1503, είναι αδελφός του οσίου.


Συνεπώς ό πατήρ του ονομάζεται Θεόδωρος.


Νωρίς όμως ό Όσιος εγκαταλείπει την ματαιότητα μιας κατά κόσμο λαμπράς σταδιοδρομίας και εισέρχεται ως δόκιμος στην μονήν του οσίου Κυρίλλου στη περιοχή της Λευκής Λίμνης . Βρίσκομε την υπογραφή του μεταξύ άλλων ονομάτων επί εγγράφων της μονής αυτής αναγομένων στα έτη 1448-1460. Δεν γνωρίζομε, αν ή απόφαση του είναι ή τελική εξέλιξη μιας εξ απαλών ονύχων ευλαβούς ζωής ή αν ή Χάρις του Θεού τον οδήγησε μέσω ενός συγκλονιστικού γεγονότος ή μιας ιδιαιτέρας κλήσεως στην ισάγγελος πολιτεία. Ή εκλογή του τόπου της μετανοίας του μας αποκαλύπτει όμως τις πνευματικές του αναζητήσεις.


Ο προ λίγο ετών σε βαθύ γήρας κοιμηθείς ιδρυτής της μονής όσιος Κύριλλος του Μπιελοζέρσκ (1337-1427) ήταν μία έξοχη μορφή μεταξύ των Ρώσων ησυχαστών του ΙΔ' - ΙΕ' αιώνος και χρημάτισε μαθητής του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ, ό όποιος τον επισκεπτόταν οσες φορές έρχονταν στην Μόσχα, οπού μόνασε ό Κύριλλος, στη μονή του Σίμωνος, προτού αναχώρηση στην έρημο του Βορρά. Εκεί έζησε κατ' αρχάς ως ερημίτης στην περιοχή της Λευκής Λίμνης και στη συνεχεία οί προσκληθέντες από τις αρετές του μαθητές τον ανάγκασαν να ίδρυση την περίφημο μονή του. Ήταν αυστηρός υπερασπιστής του κοινοβιακού βίου και της υπακοής ως πρώτης μοναχικής αρετής. Αγάπα την νηστεία και σιωπή και είχε το χάρισμα της κατανύξεως. Με θέρμη δίδασκε τους μοναχούς του, και ορισμένες κατηχήσεις του σώζονται μέχρι σήμερα.


Ταυτοχρόνως δεν δίσταζε να νουθέτηση και να ελέγχει τους ισχυρούς του κόσμου τούτου. Στην επιστολή του προς τον ηγεμόνα Ανδρέα του Μοζάισκ τον τοπικό ηγεμόνα της περιοχής της Λευκής Λίμνης, εξεδήλωσε το ζωηρό του ενδιαφέρον δια την από χριστιανική ευθύνη εμπνεόμενη διακυβέρνηση του κράτους και δεν φοβήθηκε να ζήτηση από τον ηγεμόνα κοινωνική και διοικητική δικαιοσύνη. Οι ιστορικές πηγές μας δίνουν την εντύπωση ότι ο Όσιος Κύριλλος δεν επιθυμούσε την απεριόριστο τουλάχιστον αύξηση του πλούτου της μονής, ιδιαιτέρως στην γήν και υπόδουλους χωρικούς. Παρά όλα αυτά το μοναστήρι είχε γίνει ήδη ένας από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες της περιοχής της Βόλογκντας όταν μόνασε εκεί ό όσιος Νείλος, άλλ' εν γένει οι παραδόσεις της πειθαρχίας του οσίου Κυρίλλου ήσαν ακόμη ζωντανές.


Κατά το β' ήμισυ του αιώνος παρατηρούνται όμως έριδες μεταξύ των μοναχών, πιθανώς όχι τόσον εξ αιτίας του ζητήματος του περιορισμού του πλούτου, όσον δια την εκ μέρους ορισμένων μοναχών προσπάθεια εισαγωγής της ιδιορρυθμίας, ή οποία διαδίδεται κατά τους χρόνους εκείνους στα βυζαντινά και τα ρωσικά μοναστήρια παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των Ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας . Εν τούτοις δεν δύναται να γίνει λόγος περί πλήρους καταπτώσεως της μοναστηριακής πειθαρχίας στη μονή του οσίου Κυρίλλου. Ό σύγχρονος του Νείλου όσιος Ιωσήφ του Βόλοτσκ ή Βολοκολάμσκ (1440-1515), ό άλλος αγωνιστής δια την ανύψωση της μοναχικής ζωής της εποχής εκείνης, επισκέπτεται την μονήν του οσίου Κυρίλλου περί το 1478 κατά την διάρκεια μιας ανωνύμου ξενιτιάς ανά τα ρωσικά μοναστήρια και παραμένει ένα διάστημα εκεί. Στο γνωστόν Ι' κεφάλαιο της διαθήκης του, το όποιον αποτελεί τρόπον τινά μία ιστορία των Ρωσικών μοναστηριών, ό άνανεωτής του αυστηρού κοινοβίου δίνει μία εν γένει ζοφερά εικόνα περά της καταστάσεως των άλλων μονών, ενώ περί της μονής του οσίου Κυρίλλου γράφει τους έξης επαίνους: « Επίσης ακούσαμε περί του μακαρίου Σεργίου και των λοιπών αγίων από αψευδείς μάρτυρας, οί οποίοι έζησαν στους χρόνους εκείνων, ότι είχαν τόση εγρήγορση και τόσο ζήλο για το ποίμνιο, ώστε μια μικρά αμέλεια η παρακοή δεν ήθελαν να παραβλέψουν, γιατί ήσαν ελεήμονες, όταν έπρεπε, και αυστηροί, όταν χρειαζόταν, ελέγχοντες και βιάζοντας τους αμαρτάνοντας στο αγαθό τους δε μη υπακούοντας δεν άφηναν να ακολουθήσουν το δικό τους θέλημα, αλλά με πολλούς τρόπους εμπόδιζαν αυτούς και αφόριζαν αυτούς από την Έκκλησίαν και την Τράπεζαν. Είχαν τόση πτωχεία και ακτημοσύνη ώστε στη μονή του μακαρίου Σεργίου αυτά τα βιβλία δεν έγραφαν επί χάρτου, άλλ' επί φλοιού της σημύδας. Ό δε μακάριος Σέργιος ό ίδιος φορούσε τόσον ευτελή και ρακώδη ιμάτια, ώστε πολλάκις δεν γνωριζόταν υπό των προσερχόμενων, οί οποίοι νόμιζαν ότι ήταν ένας από τους επαίτες. Διακοσμείτω με όλες τις αρετές της ψυχής, λέγω και του σώματος. Για αυτό αξιώθηκαν από το Κύριο μεγάλων χαρισμάτων. Περί δε του αγίου Κυρίλλου τι έχω να γράψω ή να πω; Πόση μέριμνα είχε περί όλων αυτών μαρτυρούν και τώρα οι εν τη μονή του φυλασσόμενες παραδόσεις και διδαχές, οι οποίες ως φως επί της λυχνίας φωτίζουν και στους παρόντές καιρούς. Και όπως ό ίδιος ό μακάριος Κύριλλος είχε ακριβή φροντίδα περί της ευταξίας της μονής και των μοναχών, ούτως ήσαν και οί μετ' αυτόν μαθητές του και αυτοί μιμούντουσαν αυτόν και τηρούσαν τις παραδόσεις του στις καρδίες τους και με κανένα τρόπο δεν ανεχόντουσαν τους άτακτους και υπερήφανους και αυτών που δεν φυλάγουν τις παραδόσεις του αγίου Κυρίλλου. «Όθεν αγωνίζονταν όχι μόνο εναντίον των ομοίων προς αυτούς μοναχών, αλλά και κατά των προεστώτων, όταν έβλεπαν ότι κάτι έγινε κατά τρόπον πονηρό και διεστραμμένο και όχι κατά την συνήθεια των πατρικών παραδόσεων». Εν συνεχεία ό Όσιος Ιωσήφ παραθέτει μερικά παραδείγματα διαφωνιών μεταξύ των Γερόντων της μονής και ορισμένων ηγουμένων, προσελθόντων από άλλα μοναστήρια οί οποίοι ήθελαν να αλλάξουν τις παραδόσεις του αγίου Κυρίλλου και προκάλεσαν την σθεναρά αντίσταση των μονάχων και συνεχίζει. «Ή δε τάξις του μοναστηριού τούτου ήταν η εξής. Στο κελί τους δεν έτρωγαν, ούτε έπιναν, ούτε έβγαιναν από την μονή χωρίς ευλογία του προεστώτος και δεν ζούσαν νεαροί εντός του μοναστηρίου, ούτε στις αυλές του μοναστηρίου, αλλά τα πάντα γινόντουσαν από αυτούς κατά την μαρτυρία των Θείων Γραφών και των παραδόσεων των κοινοβίων».


Χωρίς υπερβολή δυνάμεθα λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι ό Όσιος Νείλος επίλεξε το καλύτερο μοναστήρι της εποχής του για να αφιέρωση εκεί την ζωήν του ολοτελώς στον Κύριο. Οι αρχάριοι μοναχοί τελούν κατά την παράδοσιν υπό την ιδιαιτέρα επίβλεψη και καθοδήγηση ενός μεγαλυτέρου Γέροντος, ό όποιος έχει ήδη ικανή εμπειρία και διάκριση να μύηση τον υποτακτικό στην πνευματική ζωήν του μοναχού, στον διαρκή αόρατο πόλεμο κατά των ποικίλων πειρασμών του διαβόλου, ό όποιος διεγείρει τα πάθη της ψυχής και με τους διαφόρους λογισμούς προσπαθεί να τον παραπλάνηση από την ευθείαν όδόν της σωτηρίας. Για αυτό ό Γέρων ακούει με υπομονή και προσοχή την καθημερινή εξαγόρευση των λογισμών και με αγάπη, σύνεση και διάκριση συμβουλεύει και καθοδηγεί τον μαθητή του. Εκείνος δε αποδέχεται τις νουθεσίες με ταπείνωση και υπακοή και βαδίζει με ασφάλειαν την στενή και τεθλιμμένη όδόν. Ό Παΐσιος Γιαροσλάβωφ (+ 22α ή 23η Δεκ. 1501) είναι αυτός ό Γέρων και πατρικός φίλος του Νείλου. Δυστυχώς δεν γνωρίζομε, πόσα έτη ό Όσιος παραμένει στην υπακοή του, γιατί βραδύτερο ό Παΐσιος ευρίσκεται για άγνωστους λόγους στην περίφημη μονή του οσίου Σεργίου και της Αγίας Τριάδος πλησίον της Μόσχας, όπου αντιγράφει για τον εκεί ηγούμενο Σπυρίδωνα (1467-1474) τον βίο του οσίου Κυρίλλου της Λευκής Λίμνης. Η φήμη του ενάρετου γέροντος φθάνει μέχρι αυλής του Τσάρου, την επιθυμία του οποίου εκλέγεται κατά το έτος 1479 ηγούμενος του ιστορικού μοναστηρίου τούτου, και ό ίδιος ό Ίβάν Γ' τον παρακαλεί να αναδεχθεί τον υιόν του Βασίλειον από την κολυμβήθρα.
Επί πλέον θέλει να τον αναβίβαση στον μητροπολιτικό θρόνο της Μόσχας, αφού ήλθε σε ρήξη με τον μητροπολίτη Γερόντιο για το ζήτημα της κατευθύνσεως των λιτανειών κατά την πορεία του ηλίου ή εναντίον της (1484). Άλλ' ό εραστής της ησυχίας δεν ανταλλάσσει την γαλήνη της έρημου και του κελιού του με την εφήμερο δόξα και την μεγάλη ν ευθύνη του πρωθιεράρχου της Ρωσίας. Ή ηγουμενεία του διαρκεί μόνον περί τα δύο έτη. Το Β' Χρονικό της Αγίας Σοφίας του Νόβγκοροντ μας πληροφορεί την αιτία της παραιτήσεως του: «Επειδή ό Μέγας Ηγεμών τον ανάγκασε νωρίτερα να γίνει ηγούμενος στην μονή του οσίου Σεργίου και δεν μπορούσε να φέρει τους μοναχούς στον δρόμο του Θεού, στη προσευχή, νηστεία και εγκράτεια, αλλά ήθελαν να τον φονεύσουν... αυτός εγκατέλειψε την ηγουμενεία, και για αυτό δεν ήθελε και τον μητροπολιτικό θρόνο». Δεν γνωρίζομε ακριβώς, πότε επιστρέφει στην περιοχή πέραν του Βόλγα, πάντως το 1489 ευρίσκεται πάλιν εκεί, όπως πληροφορούμεθα από ένα γράμμα του αρχιεπισκόπου Γενναδίου του Νόβγκοροντ προς τον αρχιεπίσκοπο Ίωάσαφ του Ροστώφ, τον όποιον παρακαλεί να τον φέρει σε επαφή με τους Γέροντας Παϊσιο και Νείλο δια το ζήτημα της αιρέσεως των Ιουδαιζόντων. Και στα αλλά έγγραφα τα ονόματα τους μνημονεύονται συνεχεία πράγμα το όποιον φανερώνει πόσον διαρκής και βαθύς παραμένει ό πνευματικός τους σύνδεσμος.


Ίσως ό Παΐσιος μονάζει κατά τον καιρόν τούτο όχι στην μονή του οσίου Κυρίλλου, άλλ' στην γειτονική μονή του Σωτήρος επί της Πέτρας ή Σωτηροπέτρας. Πάντως συγγράφει την ιστορία του μοναστηρίου τούτου.


Οι σχέσεις του Παϊσίου με την μονή αυτή έχουν ιδιαιτέρα σημασία για τον Νείλο, γιατι αυτή έχει στενές επαφές με το Βυζάντιο.


Ο ηγούμενος της Διονύσιος (περίπου 1389-1418) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήλθε από το Αγιον Όρος, όπου είχε καρεί μοναχός, και παρέδωσε στην μονή του το Τυπικόν του Αγίου Όρους. Και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους οι σχέσεις εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές, γιατί ό ηγούμενος Κασσιανός μετέβη δύο φοράς στην Κωνσταντινούπολη «για την διόρθωση της Εκκλησίας». Πιθανώς το πνεύμα του Παΐσιου και της μονής της Σωτηροπέτρας υποβάλλουν στον όσιο Νείλο την επιθυμία ενός προσκυνήματος στον Άθωνα.


Άλλωστε ό ηγούμενος Κασσιανός χρημάτισε νωρίτερα ηγούμενος της μονής του οσίου Κυρίλλου κατά τα έτη 1448-1469, δηλαδή ακριβώς κατά τους χρόνους της εκεί εγκαταβίωσεις του Νείλου, και στη συνεχεία ανέλαβε την ηγουμενεία στη μονή της Σωτηροπέτρας. Αυτός διατήρησε κατά τρόπον εξαιρετικό την παράδοση του οσίου Κυρίλλου και των αμέσων μαθητών του, να αντιγράφουν βιβλία και να φροντίζουν για τον καταρτισμό της βιβλιοθήκης. Κατά αυτών τον τρόπο ή βιβλιοθήκη της μονής του οσίου Κυρίλλου έγινε μία εκ των πλουσιοτέρων και μεγαλυτέρων της Ρωσίας του ΙΕ' αιώνος. Ίσως και ή εκεί επίσκεψις του Σέρβου αγιοβιογράφου Παχωμίου Λογοθέτου, ο οποίος με εντολή του Κασσιανού συγγράφει τον βίο του ιδρυτού της, παρακινεί τον Νείλο να μεταβεί και αυτός στην Γήν της επαγγελίας της μοναχικής πολιτείας. Ο ίδιος ό Όσιος ομιλεί περί του προσκυνήματος του εις το Αγιον Όρος και «τας χώρας της Κωνσταντινουπόλεως». Δεν είναι όμως ακριβώς σαφές τι σημαίνει ή έκφραση αυτή. Πιθανώς ό Νείλος και ό συνοδεύων αυτόν Ιννοκέντιος Όχλιέμπινιν επισκέπτονται και τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν γνωρίζομε πότε αναχωρούν οί δύο προσκυνητές από την μονή του οσίου Κυρίλλου και πότε ανακάμπτουν σε αυτήν και πόσον παραμένουν στο Άθωνα. Πιθανώς το προσκύνημα λαμβάνει χωρά μεταξύ των ετών 1460-1480. Ίσως ή διαμονή τους στον Άθωνα διαρκεί μερικά έτη. Διάφοροι Ρώσοι συγγραφείς εξέφρασαν την εύλογο γνώμη ότι ό Νείλος και ό Ιννοκέντιος ησυχάζουν αυτό το διάστημα στη σκήτη του Ξυλουργού, ή οποία ήταν από το 1016 μέχρι του έτους 1169 το πρώτον ρωσικό μοναστήρι στο Άγιο Όρος και ανήκει μέχρι σήμερον στην ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος.


Δεν υπάρχει όμως ουδεμία ιστορική μαρτυρία περί τούτου ή περί άλλων τόπων διαμονής των δύο Ρώσων στον περίβολο της Παναγίας. Ασφαλώς επισκέπτονται όλα τα μοναστήρια κατά σειράν για να προσκυνήσουν τα Ιερά και όσια και ως μέλισσες φιλόπονοι να συλλέξουν το νέκταρ από τα εκεί απαντώμενα πνευματικά άνθη. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευρίσκουν ένα η και περισσοτέρους τόπους όπου αναπαύονται και ωφελούνται ιδιαιτέρως, και παρατείνουν εκεί την διαμονή τους περισσότερο. Είναι γνωστόν ότι κατά τον ΙΕ' αιώνα ή κατά το έτος 1375 ιδρυθείσα μονή του οσίου Διονυσίου βρίσκεται σε πλήρη ακμή και αποτελεί ένα σπουδαίο κέντρον του ησυχασμού, όπως μαρτυρούν οί εκεί διαλάμψαντες Άγιοι και τα εκεί σωζόμενα πολυάριθμα χειρόγραφα. Για αυτό είναι λίαν πιθανόν οι δύο Ρώσοι προσκυνητές να παρέμειναν ένα διάστημα εντός αυτού του μοναστηρίου ή πλησίον του σε ησυχαστήριο για να μαθητεύσουν παρά τους πόδας των κορυφαίων της νοεράς εργασίας. Αν και δεν έχουμε ιστορικές αποδείξεις για την στήριξη της υποθέσεως αυτής η ύπαρξη σλαβικών χειρογράφων στην βιβλιοθήκη της μονής αυτής μαρτυρεί πάντως ότι κατά τους χρόνους εκείνους εκεί μία έστω μικρά σλαβική αποικία, ή οποία τω λόγω ήδύνατο να προσέλκυση και να φιλοξενήσουν τους δύο ομόγλωσσους τούτους. Άλλωστε κατά την εποχή αυτή το πνεύμα του Φυλετισμού και του σοβινιστικού Εθνικισμού ήταν ξένο προς τους ησυχαστές του Αθωνος. Τα αγιορείτικα μοναστήρια δεν ήσαν αποκλειστικώς περιορισμένα σε μία μόνο εθνικότητα, άλλα αποτελούσαν κέντρα γνήσιας χριστιανικής Καθολικότητας, όπου πολλάκις συνασκήτευαν και συμπροσευχόταν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Ρώσοι, Άραβες και Ίβηρες (Γεωργιανοί) σε μία στέγη, αν και πιθανώς μία πλειονότητα έδιδε σε κάθε μονή τον ιδιάζοντα χαρακτήρα. Τούτο το γεγονός είχε ιδιαιτέρα σημασία για την μετάδοση του θεολογικού πλούτου της βυζαντινής Εκκλησίας προς τους Σλάβους, Ίβηρες και άλλους λαούς.


Γνωρίζουμε π.χ. ότι στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου υπήρχε ομάδα Σλάβων μοναχών, οι οποίοι μετάφραζαν και αντίγραφαν τα έργα των αγίων Πατέρων στην γλώσσα τους. Αυτό προϋποθέτει ότι πρώτον είχαν μάθει την ελληνική, πράγμα για το όποιον τους προσέφεραν την δυνατότητα ακριβώς τα μοναστήρια αυτά.


Δεν γνωρίζομε, μέχρι ποίου βαθμού ό όσιος Νείλος κατείχε την ελληνική, δηλαδή αν έφθασε στο σημείο να μελετήσει τους Πατέρας στο πρωτότυπο. Τούτο φαίνεται όμως πιθανόν από τα αποτελέσματα των ερευνών των χειρογράφων των έργων του, όπου διάφορα σχόλια μαρτυρούν περί διορθώσεως του κειμένου της μεταφράσεως βάσει του ελληνικού πρωτοτύπου. Ό φίλος του Γουρίας Τούσιν γράφει σε δύο αντίγραφα ενός χειρογράφου του Όσιου το εξής σχόλιο: «Ούτοι οι βίοι και ταύτα τα Μαρτύρια εγράφησαν από το βιβλίο Γέροντος Νείλου κατά την γραφή και την διόρθωση διότι πολλούς κόπους έδειξε ό Γέρων Νείλος δια τας γραφάς ταύτας». Μετά τον επίλογο των ιδίων κωδίκων υπάρχει ή εξής υπογραφή:
«αμαρταλος νηλ και ασύνετος»στην ελληνική. Ή γραφή αμαρταλός ανταποκρίνεται προς την ρωσική προφορά, καθ' ην το μη τονιζόμενο ο προφέρεται ως α. Και το νηλ αντιστοιχεί προς την ρωσική γραφή του ονόματος. Εξ αλλού τέτοια λάθη, δηλαδή ή χρήση του η αντί ει, συναντώνται και στα πλείστα ελληνικά χειρόγραφα. Από την σύγκριση των χειρογράφων του Νείλου με αλλά χειρόγραφα περιέχοντα τα ίδια έργα προκύπτει ότι το κείμενον του Νείλου είναι πλησιέστερο προς το ελληνικό πρωτότυπο. Τούτο σημαίνει ότι ό Όσιος τουλάχιστο ελέγχει και διορθώνει τις υπάρχουσες μεταφράσεις, αν δεν μεταγλωττίζει το κείμενον εκ νέου. Συνεπώς δυνάμεθα να συμπεράνουμε ότι ό Γέρων είχε τουλάχιστον στοιχειώδεις, ίσως και ικανοποιητικές γνώσεις της ελληνικής, τις οποίας απέκτησε κατά την διάρκεια της εν Αθω και Κωνσταντινούπολη παραμονής του.


Δυστυχώς αγνοούμε τελείως τις περιπέτειας των δύο προσκυνητών κατά την μακράν αποδημία τους. Ό δρόμος δεν ήταν εύκολος κατά τους χρόνους εκείνους. Το Βυζάντιο προ ολίγου είχε κατακτηθεί από τους βαρβάρους Τούρκους. Κατά την θάλασσαν υπήρχε ό κίνδυνος των πειρατών. Παρά τις αντιξοότητες αυτές οί δύο προσκυνητές επιστρέφουν σώοι στην πατρίδα τους, προστατευόμενοι υπό του Θεού και φυλασσόμενοι υπό την σκέπη της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Πάντως το προσκύνημα τούτο άσκησε βαθύτατη επίδραση επί του οσίου Νείλου και έχει αποφασιστική σημασία για την περαιτέρω ζωή του. Ή συνάντηση με τους αναχωρητές και ησυχαστές του Αγίου Όρους αποτελεί το μέγα ορόσημο στον βίο του Όσίου. Αποβαίνει πηγή εμπνεύσεως για την διαμόρφωση της εντεύθεν και έξης πολιτείας του. Δεδομένου ότι ό Γέρων υπέγραψε μοναστηριακό έγγραφο χρονολογούμενο μεταξύ των ετών 1471-1475 περίπου, ή αποδημία έλαβε χωρά είτε νωρίτερα, είτε μετά το διάστημα τούτο. Ή τελευταία υπόθεση φαίνεται πιθανότερα.


Συνεπώς οί δύο πατέρες επέστρεψαν ίσως περί το 1480 στην μονή της μετανοίας των. Ό Νείλος όμως δεν εγκατεβίωσε πλέον στο κοινόβιο, αλλά ό πόθος της ησυχίας έχει τόσον αυξηθεί στην ψυχήν του, ώστε να κτίση πλησίον του μοναστηρίου ένα κελί σε έρημο τόπο, για να επιδοθεί εκεί όλοτελώς στην νοερά εργασία και τον θεωρητικό βίον. Ίσως στην απόφαση αυτή συμβάλλει και το γεγονός ότι κατά τους χρόνους εκείνους ή μονή του οσίου Κυρίλλου δοκιμαζόταν από εσωτερικές ταραχές εξ αιτίας των πολιτικών διαμαχών μεταξύ του Μεγάλου Ηγεμόνας της Μόσχας και του τοπικού Ήγεμόνος Ανδρέου Μιχαήλοβιτς. Συγκεκριμένως πρόκειται περί έριδος για την φεουδαρχική κυριαρχία επί της μονής μεταξύ του οικείου επισκόπου Βασσιανού του Ροστώφ και του τοπικού ηγεμόνα.


Κινούμενος από την γνωστή του συγκεντρωτική πολιτική ό Ίβάν Γ' τάσσεται υπέρ του επισκόπου και κατά του τοπικού ηγεμόνα, ή περιοχή του οποίου άλλωστε εντός ολίγου θα προσαρτισθεί στην ηγεμονία της Μόσχας. Ό Μητροπολίτης Γερόντιος, εχθρός της αντιφεουδαρχικής συγκεντρωτικής πολιτικής του Μεγάλου Ηγεμόνος, υποστηρίζει τον Ανδρέα Μιχαήλοβιτς. Εξ αλλού κατά την μεταξύ Τσάρου και Μητροπολίτου έριδα για το ζήτημα της κατευθύνσεως των λιτανειών ό επίσκοπος Βασσιανός τάσσεται υπέρ του Ίβάν και κατά του Γερόντιου. Είναι φυσικό οι διαμάχες αυτές να ταράσσουν και τους ιδίους τους μοναχούς, οί οποίοι διαιρούνται σε δύο ομάδας. Δεν είναι όμως πολιτικό μόνο το ζήτημα, το όποιον χωρίζει τους πατέρες. Υπάρχουν και δύο τάσεις αντίθετοι ως τα κτήματα της μονής. Ή μεν επιδιώκει την συνεχή κατά το δυνατόν αύξηση της ακινήτου περιουσίας του μοναστηριού, το όποιον ως μέγας φεουδάρχης κατέχει ήδη τεραστίας εκτάσεις και περί τα 50 χωρία, ή δε άλλη είναι τουλάχιστον υπέρ του περιορισμού, αν όχι υπέρ της ελαττώσεως ή της καταργήσεως των κτημάτων. Φαίνεται ότι ήδη ό Όσιος Κύριλλος θέλησε τον περιορισμό της ακινήτου περιουσίας, προβλέποντας τους κινδύνους της εκκοσμικεύσεως και των μερίμνων, τους οποίους συνεπιφέρει ό πλούτος. Εντός της αδελφότητας υπάρχουν σοβαρές ταραχές το 1482 παύεται βιαίως ό ηγούμενος Νήφων, τον όποιον υποστηρίζει ό ηγεμών Ανδρέας, και εγκαθίσταται ό ηγούμενος Σεραπίων, αλλά και αυτός αναγκάζεται μετά ένα έτος σε παραίτηση. Κατά το έτος 1483 15 μοναχοί εγκαταλείπουν την μονή σε ένδειξη διαμαρτυρίας, εντός ολίγου όμως νίκα πάλιν ή μερίδα του ηγεμόνας Ανδρέου και ως νέος ηγούμενος εκλέγεται ό Γουρίας Τούσιν, ένας φίλος και μαθητής του οσίου Νείλου.


Ασφαλώς οι ταραχές και διαμάχες αυτές δεν ευνοούν την πνευματική ζωή και κυρίως τον θεωρητικό βίο του ησυχαστού, ό όποιος φεύγει τους θορύβους του κόσμου. Φαίνεται ότι ό όσιος Νείλος δεν ετάχθη υπέρ ουδεμιάς των εριζουσών μερίδων, αλλά πιθανώς εξ αφορμής των ανωμαλιών τούτων αναχωρεί οριστικώς και από το ησυχαστήριο πλησίον της μονής. Ό ίδιος αιτιολογεί την αναχώρηση του «για την ελλιπή ωφέλεια της ψυχής και για κανένα άλλον λόγον». Ίσως ή νόθευση των παραδόσεων του οσίου Κυρίλλου, περί της οποίας γράφει ό Όσιος Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, είναι ή εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Εν πάσει περιπτώσει ό Νείλος αγωνίζεται υπέρ «της πολιτείας των θείων εντολών κατά τας Αγίας Γραφάς και την Παράδοσιν των αγίων Πατέρων», ασχέτως περί ποίου συγκεκριμένου ζητήματος πρόκειται.


Η συνέχεια της πνευματικής πορείας του Όσίου μοιάζει με την περίπτωση τόσων άλλων ερημιτών, οι οποίοι παρέμειναν επί πολλά έτη στο κοινόβιο και, αφού πρόκοψαν στης πρακτικές αρετές, πεθύμησαν τ ην τελειότητα του εν ησυχία θεωρητικού βίου και αναχώρησαν με την ευλογία του πνευματικού πατρός των στην έρημο. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ό Όσιος Νείλος «εμάκρυνε φυγαδεύων και ηυλίσθη εν τη ερήμω», όπως λέγει ό ψαλμωδός. «Με τη Χάριν του Θεού εύρον ένα τόπον κατά τον νουν μου, διότι τα τέκνα του κόσμου δυσκόλως αποπλανώνται μέχρις εδώ, όπως συ ό ίδιος είδες», γράφει προς τον Γέροντα Γερμανό. Ιδού πως περιγράφει ένας επισκέπτης του ΙΘ' αιώνος αυτό το μέρος: «15 βέρστια (= 15,9 χμ.) από τη πόλη Κιρίλλωφ βρίσκεται το ερημητήριο του Νείλου Σόρσκυ ή πρώην σκήτη του Νείλου Σόρσκυ.


Ο κατά την αρχή ανοικτός δρόμος παρακάμπτει μερικές λίμνές και έπειτα διέρχεται δια μέσου βουνών και δάσους. όχι μακρά της σκήτης υπάρχει μία πολύ ευρεία και γραφική λίμνη. Ονομάζεται Σόρσκοιε από τον ποταμίσκο Σόραν ό όποιος εισβάλλει σε αυτήν. Άγριος, έρημος και σκοτεινός είναι εκείνος ό τόπος, όπου ό Νείλος ίδρυσε την σκήτη του. Το έδαφος είναι ισόπεδο, αλλά τελματώδες. Πέριξ υπάρχει δάσος. Περισσότερα είναι τα ακανθοφόρα παρά τα φυλλοφόρα δένδρα. Ό ποταμίσκος Σόρας ή Σόρκας, ό όποιος έδωσε στον θεράποντα του Θεού το επώνυμο, δεν ελίσσεται, αλλά σύρεται δια μέσου του τόπου τούτου και περισσότερο ομοιάζει προς ένα λιμνάζον τέλμα παρά προς ρέοντα ύδατα. Μεταξύ των χόρτων, τα όποια φύονται στις όχθες, συναντάται και ή κόκκινη βατόμουρα, ό νόστιμος και εβωδιάζων καρπός του τόπου. Είναι το μοναδικό γλυκύ πράγμα το οποίων δύναται να συνάντηση κανείς δε τούτο το άγριο μέρος. Μεταξύ των διαφόρων γαιών, των οποίων έχει τόση δαψίλεια η ιλαρά φύση χωρών της Λευκής Λίμνης, είναι δύσκολο να βρεθεί καταφύγιο μελαγχολικότερων και ερημικότερο της ερήμου αυτής.


Δύναται να φαντασθεί κανείς, ποία λόχμη υπήρχε εδώ περί το τέλος ΙΕ' – αρχές ΙΣΤ' αιώνος, όταν ό Νείλος Σόρσκυ έζησε εδώ. Ή θέα του τόπου δίδει εκ πρώτης όψεως μία ιδέα περί του τι ζήτησε ό Όσιος εδώ....







Ο ερημικός τόπος αυτός αποτελεί λοιπόν την ιδεώδη παλαίστρα για τους πνευματικούς άθλους του ησυχαστού. Με τον πιστό μαθητή του Ιννοκέντιο υψώνει ένα σταυρόν, ανοίγει ένα φρέαρ και κτίζει καλύβας από ξύλο. Τα κελιά των υποτακτικών του κτίζονται σε απόσταση της ακοής μιας βοής ή ενός λίθου βολής από το δικό του, ώστε έκαστος να ησυχάζει χωρίς ενόχληση και σε ανάγκη να καλέσει τους αδελφούς σε βοήθεια. Οί πατέρες επισωρεύουν ένα λοφίσκο από γήν, Επί του οποίου ανεγείρουν ένα ξύλινο ναό στη τιμή της Υπαπαντής του Χριστού με παρεκκλήσι του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Επίσης κατά την παράδοσιν του ΙΘ' αιώνος ό Άγιος κτίζει ιδιοχείρως ένα μύλο παρά τον ποταμίσκο για τις κοινές ανάγκες της σκήτης. Κατά μία άλλη παράδοση ό Όσιος κατ' αρχάς ζει τελείως μόνος ως ερημίτης και συν τω χρόνο προσέρχονται άλλοι αδελφοί ως μαθηταί, τους οποίους ό Γέρων δέχεται με πολύν δισταγμό λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης, αλλά και για τον πόθο της ησυχίας, ή οποία διαταράσσεται από την προσέλευση πολλών υποτακτικών, εχόντων διάφορα προβλήματα. Ή αγάπη όμως τον παρακινεί να κατεβεί από την ΙΒ' βαθμίδα της τελειότητας για να επιμελείται την πρόνοια των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ευρισκόμενος στην ΙΑ' βαθμίδα, όπως λέγει ό άγιος Μακάριος.


Η συνάθροιση περισσοτέρων αδελφών αναγκάζει τον Γέροντα να διοργάνωση την ζωή της μικρής αδελφότητας και να της δώσει ένα τυπικό. Προσπαθώντας να μείνει πιστός στο ιδεώδες της ερημικής και ησυχαστικής- πολιτείας και να ανταποκριθεί προς τις ανάγκες της μικρής ποίμνης, ό Όσιος επιλέγει την μέση και βασιλική οδό μεταξύ κοινοβίου και τελείου αναχωρητισμού δηλαδή τον ασκητικό τρόπον ζωής. Ούτος συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του κοινοβίου και της ησυχίας και μετριάζει τους κινδύνους του μονήρους βίου.


Ο Νείλος δεν είναι —όπως πολλάκις λέγεται— ό εισαγωγές του σκητικού τυπικού στη Ρωσία. Το τυπικό τούτο συναντάται ήδη στα χειρόγραφα των αρχών του ΙΕ' αιώνος και στη μονή του οσίου Κυρίλλου, ο οποίος πιθανώς κατά τα πρώτα έτη ακολούθησε αυτό. Συνεπώς υπήρξαν υποτυπώδεις σκήτες στη Ρωσία πολύ προ του οσίου Νείλου. Εν τούτοις ούτος είναι ό ιδρυτής της πρώτης γνωστής σκήτης, ή οποία συνειδητά παραμένει σκήτη και δεν μεταβάλλεται σε μοναστήρι, αν και κατά τον ΙΘ' αιώνα εξελίχθη σε κοινόβιο, το οποίο διετήρει μερικά στοιχεία σκητικής ζωής. Με την «Παράδοσιν» του ό Όσιος αφήνει στους μαθητές του ένα στοιχειώδες γραπτό τυπικό της σκήτης, το οποίο ρυθμίζει διάφορα ζητήματα της κοινής ζωής, ενώ για τις εκκλησιαστικές συνάξεις εφαρμόζει το ήδη υπάρχον κατά το πλείστον λειτουργικό τυπικό των σκητών. Συμφώνως προς τις διατάξεις τούτου οί πατέρες της σκήτης συνέρχονται δύο φοράς την εβδομάδα στην κοινή λατρεία εν τω ναό της σκήτης. Την εσπέρα του Σαββάτου και της Τετάρτης τελούν ολονύκτια αγρυπνία, ή οποία το πρωί λήγει με την Θεία Λειτουργία και την κοινή τράπεζα των αδελφών. Τις άλλες ημέρας οί πατέρες παραμένουν εντός των κελιών τους και τελούν τις ακολουθίας και τον κανόνα τους κατά μόνας εναλλάξ με αναγνώσματα από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας και με το υποχρεωτικό εργόχειρο, από το οποίο πορίζονται τα προς το ζην. όταν τύχη εορτή κατά την διάρκεια της εβδομάδος η αγρυπνία της Τετάρτης μεταφέρεται στην εορτή. Ή αγρυπνία της σκήτης διαφέρει κατά πολύ από την μοναστηριακή ακολουθία με την καλλιτεχνική και μεγαλοπρεπή ψαλμωδία. Συνίσταται κυρίως από την ανάγνωση του ψαλτηρίου, ή οποία διακόπτεται κατά διαστήματα από αναγνώσματα εκ των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων και από πνευματικός συνομιλίας μεταξύ των μοναχών, οί οποίοι δύνανται να εκφράσουν τις απορίες των και να συζητήσουν διάφορα πνευματικά θέματα. Μετά τον κοινό εσπερινό παρέχεται στους βουλωμένους ή δυνατότητα να φάγουν στην τράπεζα. Έπειτα αρχίζει ή αγρυπνία. Ή ψαλμωδία, τα τροπάρια και οί κανόνες περιορίζονται στο ελάχιστο κατά το παράδειγμα των παλαιών Πατέρων της ερήμου, οί οποίοι έλεγαν ότι τα αυτά δεν αρμόζουν στους μοναχούς, διότι εκδιώκουν την κατάνυξη. Στην Θεία Λειτουργία ψάλλουν μόνον τον τρισάγιο ύμνο, το Αλληλούια, τον χερουβικό ύμνο και το Άξιον εστίν, ενώ όλα τα άλλα απλώς απαγγέλλονται. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη απλότητα και λιτότητα στις ακολουθίας της σκήτης, στις οποίας κυρίαρχο θέση κατέχουν το ψαλτήριο και τα διάφορα πατερικά αναγνώσματα με πνευματικές συνομιλίας.


Παρά την απομάκρυνση και απομόνωση του από τον κόσμον ή φήμη της αρετής και της θεολογικής μορφώσεως του Αγίου φθάνει στα μεγάλα κέντρα της Ρωσίας. Όταν στο Νόβγκοροντ αναφύεται και διαδίδεται ή αίρεση των Ιουδαιζόντων, ό αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος απευθύνεται κατά το 1489 προς τον εφησυχάζοντα στην μονή του οσίου Θεράποντος πρώην αρχιεπίσκοπο του 'Ροστώφ Ίωάσαφ με την παράκλησιν να συσκεφθεί με τους Γέροντες Παΐσιο και Νείλο.

Στην επιστολή του γράφει σχετικώς με το αναμενόμενο τέλος του κόσμου: «Και να στείλεις προς τον Παίσιο και τον Νείλο, και να συσκεφθείς με αυτούς περί τούτου: Θα παρέλθουν και ή εβδόμη χιλιάδα θα τελείωση». Άλλ' ακόμη περισσότερο θα ήθελε να συνάντηση τους ιδίους προσωπικώς «Και περί τούτου να μου αποκριθείς: Είναι δυνατόν να παρευρεθούν έπ' ολίγο πλησίον μου ό Παισιος και ο Νείλος δια να μιλήσουμε με αυτούς περί των αιρέσεων;». Δεν γνωρίζουμε, αν ή συνάντηση αυτή έλαβε χωρά. Πάντως κατά το επόμενο έτος οί Γέροντες Παισιος και Νείλος συμμετέχουν στην εν Μόσχα σύνοδο κατά των αιρετικών. Το Δ' Χρονικό του Νόβγκοροντ μας πληροφορεί τα έξης: «Τούτο το φθινόπωρο, την 16ην Οκτωβρίου (1490) συνήλθαν κατά το πρόσταγμα του ευσεβούς και φιλοχρίστου γνησίου προμάχου της Ορθοδοξίας, Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Βασίλιεβιτς, του Αυθέντου πάσης Ρωσίας και Αυτοκράτορας πολλών άλλων χωρών, ή Αύτου Αγιότητα ό Δεσπότης ό Μητροπολίτης Ζωσιμάς πάσης Ρωσίας, ό αρχιεπίσκοπος Τυχών του Ροστώφ, οί επίσκοποι Νήφων του Σουζντάλ, Συμεών του Ριάζαν, Βασσιανός του Τβιέρ, Πρόχορος του Σαραιου, Φιλόθεος του Πέρμ, οί αρχιμανδρίτες και ηγούμενοι, ό ηγούμενος της μονής της Αγίας Τριάδος του οσίου Σεργίου και οί Γέροντες Παΐσιος και Νείλος, οί πρωτοπρεσβύτεροι και οί ιερείς και οί διάκονοι και όλη ή Ιερά Σύνοδος της ρωσικής Μητροπόλεως στη συνεδρίαση κατά των νοθευτών της χριστιανικής πίστεως, κατά του μοναχού Ζαχαρίου και των εταίρων αυτού» Ή σχετικώς μετριοπαθής και αντικειμενική καταδίκη των αιρετικών υπό της συνόδου στον αφορισμό, καθαίρεση και αναθεματισμό και εξορία οφείλεται μεταξύ άλλων και στην παρουσία των δύο Γερόντων. Ό αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος και ο Όσιος Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ δεν αρκούνται απλώς στην καταδίκη και την εξορία των αιρετικών, αλλά ζητούν και την αναζήτηση των υπόπτων και την καταδίκη των ενόχων, επειδή κατά την γνώμη των η μετάνοια των αιρετικών δεν είναι ειλικρινής. Επαινούν τον βασιλέα της Ισπανίας, ό οποίος με την Ιερά Εξέταση φρόντιζε ενεργώς και δραστικώς για την καθαρότητα της πίστεως. Προφανώς ή ύπαρξης της Ιεράς Εξετάσεως έγένετο γνωστή στον αρχιεπίσκοπο Γεννάδιο υπό του Δομινικανού Ιερομόναχου Βενιαμίν, ό οποίος βρίσκεται κατ' εκείνους τους χρόνους στο Νόβγκοροντ και συμμετέχει στον αγώνα κατά των Ιουδαιζόντων και στην υπό του Γενναδίου έκδοση της πρώτης πλήρους σλαβικής μεταφράσεως ολοκλήρου της Βίβλου. Συγγράφει επίσης διάφορα έργα περί της ανωτερότητας της ιεροσύνης και της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι της κοσμικής, βασιζόμενος επί της γνωστής λατινικής πλαστογραφίας της Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεάς. Ό Γεννάδιος, ό οποίος είναι και παραμένει κατά πάντα ορθόδοξος, δημιουργεί τοιουτοτρόπως ένα νέον ρεύμα στην ρωσική θεολογία, δηλαδή την δυτικίζουσα τάση, ή οποία δανείζεται την θεολογική μέθοδο και τα επιχειρήματα από την Εσπερία, χωρίς όμως να αρνείται τυπικώς τα ορθόδοξα δόγματα. Το φαινόμενο τούτο δεν είναι μία αποκλειστική εξέλιξη της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, αλλά παρατηρείται περίπου κατά την ιδίαν εποχή και στην ελληνική και τις άλλες ορθοδόξους Εκκλησίας και διευρύνεται και κυριαρχεί Επί αιώνας. Ή αιτία της «Λατινοκρατίας» αυτής είτε υπό ρωμαϊκή, είτε υπό προτεσταντική μορφή οφείλεται προφανώς στον λόγω των δυσμενέστατων εξωτερικών συνθηκών παρακμή της ιδίας ορθοδόξου πατερικής θεολογικής σκέψεως και στο ανώτερο επιστημονικό και πολιτιστικό επίπεδο των τότε δυτικών θεολόγων και την εν γένει αυξημένη διείσδυση του δυτικού πολιτισμού στην Ανατολή.


Ένα άλλο ρεύμα στην πνευματική ζωή της Ρωσίας εμπνέεται αντιθέτως από την ιδίαν εκκλησιαστική παράδοση, ή οποία τώρα γίνεται συνειδητή για της αντιμετωπίσεως των ξένων επιδράσεων.


Κατά τον ΙΖ' το εθνικό, συντηρητικό και ξενόφοβο πνεύμα θα διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του σχίσματος των λεγομένων Παλαιοπίστων . Ό όσιος Νείλος δεν ανήκει ούτε στην πρώτη, ούτε στην δευτέρα μερίδα, άλλ' είναι εκπρόσωπος ενός τρίτου κινήματος, δηλαδή του ελληνικού —οικουμενικού και αθωνικού — κωνσταντινουπολιτικού, το οποίων συνειδητός συνεχίζει την βυζαντινή παράδοση και στο οποίων ανήκουν οί πολυάριθμοι μοναχοί, οι οποίοι πορεύονται ως προσκυνητές στο Αγιον Όρος και στους Αγίους Τόπους, καθώς και οί Βυζαντινοί πρόσφυγες, εγκαθίστανται στην Ρωσία. Αυτό το ρεύμα διατηρεί την αληθινή καθολικότητα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και των Ησυχαστών του ΙΔ', αιώνος, οί οποίοι ως γνήσιοι μαθητές του Κυρίου ήσαν αλλότριοι του πνεύματος του Φυλετισμού και πάσης άλλης εθνιστικής αποκλειστικότητας. Για όλα τα ζητήματα, τα όποια τον απασχολούν, ό όσιος Νείλος ανατρέχει στις Θείας Γραφές, δηλαδή στην Αγία Γραφή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και στα συγγράμματα των Θεοφόρων Πατέρων, το πνεύμα των οποίων του δίνει την ικανότητα να αντιμετώπιση τα σύγχρονα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και να ανάδειξη τις εμπνεόμενες από το Ευαγγέλιο λύσεις. Τα χωρία των Πατερών, τα οποια χρησιμοποιεί ευρύτατα, δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία ενός λαμπρού ρητορικού πυροτεχνήματος ή επιχειρήματα μέσω των οποίων υποστηρίζει τις προσωπικές του γνώμες, αλλά χάρις στην βαθιά του μελέτη των πατερικών κειμένων έχει πλήρως αφομοιώσει το πνεύμα των Πατέρων και σκέπτεται και εκφράζεται και ζει και αυτός κατά τρόπο αγιοπατερικό όργανον γενόμενος του Αγίου Πνεύματος. Ακολουθούντος την σύνεση και διάκριση των Πατέρων, οι Γέροντες Νείλος και Παΐσιος θεωρούν επαρκή την καταδίκη των αιρετικών και είναι κατά των σωματικών ποινών των, οι οποίοι είναι ανίκανοι να φέρουν τους πεπλανημένους σε επίγνωση της αληθείας και μετάνοια, αλλά μάλλον αυξάνουν το πείσμα και την εμμονή των σφαλλόντων.






Γνωρίζουν ότι ή Ορθοδοξία δεν υπερασπίζεται υπό των χωροφυλάκων, ούτε έχει ανάγκη τυφλού φανατισμού, ό όποιος άλλωστε είναι ξένος προς το πνεύμα του Χριστού, αλλά μαρτυρείτε και διακηρύσσεται πειστικότερο από την Ορθοπραξία των πιστών της —κλήρου και λαού—, από την ακτινοβολία της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Πολλές φορές ή εμφάνιση μιας αίρεσης και ή επιτυχία της σε βάρος της Εκκλησίας δεν αποτελεί ένα τυχαίο και άσχετο γεγονός, άλλ' οφείλεται σε ορισμένες ανωμαλίες εντός αυτής της ζωής της ορθοδόξου Εκκλησίας, ή οποία εν προκειμένω δεν εκπληρώνει εξ ολοκλήρου την αποστολή της, την οποίαν της ανέθεσε ό Κύριος, και δεν ικανοποιεί όλες τις θρησκευτικές ανάγκές του λαού, ό όποιος για τούτο δελεάζεται και δηλητηριάζεται από διάφορα έξωθεν προσφερόμενα απατηλά υποκατάστατα.


Για αυτό ή διάδοση μιας αίρεσης αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα χρεόγραφο σε βάρος της Εκκλησίας και των ποιμένων της, είναι ό πυρετός, ό όποιος ειδοποιεί ότι ένας οργανισμός είναι άρρωστος. Ό όσιος Νείλος διαπιστώνει τα φαινόμενα και με πνευματική οξυδέρκεια αναζητεί τις βαθύτερες αιτίες του κάκου για να διαμόρφωση αναλόγως τον αντιαιρετικό του αγώνα. Βλέπει τα κακώς κείμενα εντός της Εκκλησίας, τα όποια προκαλούν την κριτική και επίθεση των αιρετικών, οί οποίοι στρέφονται κυρίως κατά της ανηθικότητας, της φιλαργυρίας και της αγραμματοσύνης του κλήρου και των μοναχών. Δεν του διαφεύγει ό μέγας κίνδυνος του πλούτου δια την μοναχική ζωή, προ παντός υπό την μορφή της μοναστηριακής φεουδαρχίας, ή οποία βύθισε τους μοναχούς σε βιοτικές μέριμνες και βλαβερές συντυχίας με τους κοσμικούς και οδήγησε αναπόφευκτος στην χαλάρωση της μοναστηριακής πειθαρχίας. Παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο: οί μοναχοί έρχονται στην μονή για να αρνηθούν τον κόσμο και τα πλούτη του, και εν τούτοις γίνονται φεουδάρχες όχι μόνον επί τεραστίων εκτάσεων κτημάτων, αλλά και επί χωριών, οί κάτοικοι των οποίων είναι υπόδουλοι στους μοναχούς, εργάζονται δι' αυτούς και δικάζονται ύπ' αυτών. Το επιχείρημα ότι ή προσωπική ακτημοσύνη του μονάχου παραμένει άθικτος από την κοινήν περιουσία της μονής είναι αληθές, άλλ' ή πραγματικότης αποδεικνύει ότι κατά κανόνα ό πλούτος οδηγεί στην πολυτέλεια και παρακμή της πνευματικής ζωής, σε αστικοποίηση των μοναχών και εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Από την άλλην πλευρά ό πλούτος δίδει στα μοναστήρια μία αυτάρκεια και την δυνατότητα ευρείας ασκήσεως της φιλανθρωπίας και άλλων κοινωφελών έργων. Το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και ή λύση του δεν είναι του παρόντος. Πάντως στην Ρωσία του ΙΕ' αιώνος είχε προσλάβει ιδιαιτέρα οξύτητα, δεδομένου ότι ένα τεράστιο μέρος της καλλιεργούμενης γης είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία των μοναστηριών. Πιθανώς ή γνώμη ότι τα μοναστηριακά κτήματα ανήρχοντο περίπου στο ένα τρίτον της χώρας είναι υπερβολική, φανερώνει όμως την οξύτητα του προβλήματος και για το κράτος, το όποιον στερείται φόρων και κτημάτων, με τα όποια κυρίως αμείβει τους λειτουργούς του. Επίσης δημιουργείται ένα ηθικόν πρόβλημα: Οί μοναχοί δεν ζουν πλέον από τους ιδίους κόπους, άλλ' από τους κόπους των υποδούλων χωρικών, τους οποίους όχι σπανίως εκμεταλλεύονται και κακομεταχειρίζονται προς μέγιστο σκανδαλισμό των ψυχών. Ακόμη και μεταξύ των μονών δημιουργούνται έριδες για περιουσιακά ζητήματα και δεν διστάζουν οι μοναχοί να καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια.


Όλα αυτά οδήγησαν τον άγιον Νείλο στην απόφαση να καθιέρωση για την σκήτη του την πλήρη ακτημοσύνη και να την απαιτεί και για τα μοναστήρια. Για πρώτη φοράν τίθεται δημοσία κατά της ακινήτου περιουσίας των μονών στην σύνοδο του έτους 1503, ή οποία ασχολείται κυρίως με το ζήτημα των χηρευόντων κληρικών, οι οποίοι συζούν με συνεισάκτους γυναίκας. Το γεγονός ότι ό Όσιος πάλιν συμμετέχει στην σύνοδο δεικνύει την εκτίμηση εκ μέρους του Τσάρου και των Ιεραρχών και το κύρος της γνώμης του για τα διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα. Ίσως εάν συνεννοηθεί με τον Μέγαν Ηγεμόνα, τον όποιον το θέμα ενδιαφέρει δια πολιτικοοικονομικούς λόγους, ό Νείλος θέτει περί το τέλος της συνόδου το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Δυστυχώς δεν σώζονται τα πρακτικά της συνόδου και οι ιστορικά πηγές είναι πενιχροί σε ειδήσεις περί της εξελίξεως των πραγμάτων. Μία πηγή κάπως μεταγενέστερα μας πληροφορεί ότι ό Όσιος κατά τρόπον απροσδόκητο θέτει το ερώτημα περί των μοναστηριακών κτημάτων, αφού ή σύνοδος έφθασε σχεδόν στο τέλος και μερικοί ήδη αναχώρησαν: «Και ήρχισε να λέγει ό Γέρων Νείλος τα μοναστήρια να μη έχουν χωρία και οι μοναχοί να ζουν εις τας έρημους και να τρέφονται από τα εργόχειρα. Και με αυτόν ήσαν οί ερημίτες της περιοχής της Λευκής Λίμνης». Ό μαθητής του Νείλου Βασσιανός Πατρικιέγιεφ μας διηγείται το εξής:


«Κατά το Β' έτος ό Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς διέταξε τους Ιεράρχες και τον Νείλο να έλθουν στην Μόσχα..• δια τους ιερείς, οί οποίοι είχον συνεισάκτους, δηλαδή μάλλον ήθελε να αφαίρεση από τις αγίας Εκκλησίας καν τα μοναστήρια τα χωρία». Σημειωτέον ότι ό Όσιος και οί ομόφρονές του δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας εν γένει, αλλά μόνον κατά της φεουδαρχίας των μοναστηριών. Φαίνεται ότι δέχονται την ύπαρξη μερικών – αγρών και κτημάτων καλλιεργούμενων υπό των ίδιων των μοναχών για τις ανάγκες τους. Τάσσονται όμως σφοδρώς κατά της κυριαρχίας επί χωρίων και κατά των περιττών κτημάτων. ότι δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας προκύπτει από τα συγγράμματα του μαθητού του μονάχου Βασσιανού, ό όποιος εκφράζει την γνώμη ότι κατά τους κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων ή Εκκλησία έχει το δικαίωμα να αποκτά γήν. Εν τούτοις ούτε ό επίσκοπος, ούτε οί πρεσβύτεροι δεν πρέπει να την κυριαρχούν, άλλ' ό οικονόμος να διοικεί όλη την εκκλησιαστική περιουσία και με την άδεια του επισκόπου να δίδει στους κληρικούς τα αναγκαία και να βοηθεί τους πτωχούς και να εξαγοράζει τους αιχμαλώτους.


Η πρόταση του οσίου Νείλου δεν γίνεται δεκτή από τα περισσότερα μέλη της συνόδου. Ό Μητροπολίτης Σίμων και οί ιεράρχες σφοδρώς αντιτάσσονται σε αυτήν την σκέψη της μοναστηριακής ακτημοσύνης, αν και κατά το παρελθόν διάφοροι Ρώσοι Άγιοι είχαν κηρύξει ή πραγματοποιήσει παρομοίους ιδέας, όπως π.χ. οί Όσιοι Θεοδόσιος Πετσέρσκυ του Κιέβου, Σέργιος του Ράντονεζ και ό Μητροπολίτης Κυπριανός Τσάμπλακ . Διαισθανόμενοι τον κίνδυνο μιας νίκης της μερίδας των ακτημόνων, οί οποίοι χαίρονται της συμπαθείας και υποστηρίξεως του Τσάρου, αποστέλλουν αγγελιοφόρους για να επιστρέψουν στην σύνοδο τον ηγούμενο Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ. Τούτον τον ενεργητικό αναδιοργανωτή του αυστηρού κοινοβίου και λόγιον μαχητή κατά των αιρετικών θεωρούν ως πλέον αρμόδιο να υποστηρίξει με πειστικά επιχειρήματα το δικαιώματα των μονών να έχουν ακίνητη περιουσία. Αυτός προβάλει τους εξής λόγους υπέρ των κτημάτων: Τα κτήματα είναι απαραίτητα για την υλική ύπαρξη των μοναστηριών. Στα μοναστήρια δεν πρέπει μόνον να χτιστούν ναοί, αλλά και να συντηρούνται διαρκώς. Εντός των ναών τελείται ή λατρεία —αυτό απαιτεί ώρισμένα έξοδα. Για την τέλεση της λατρείας χρειάζονται ιεροτελεστές— και αυτοί πρέπει να είναι εξασφαλισμένοι κατά τις βιοτικές τους ανάγκες. Τα μοναστηριακά κτήματα ουδόλως εμποδίζουν τους μοναχούς να φθάσουν στην αιώνιο σωτηρία. Και νωρίτερα σώζονταν και τώρα δύναται κανείς να σωθεί στα φεουδαρχικά μοναστήρια... Τα μοναστήρια ετοιμάζουν για την Εκκλησία τους μέλλοντες ιεράρχες. όταν τα μοναστήρια δεν θα έχουν χωρία και όλοι οί μοναχοί θα συντηρούνται από τους ιδίους κόπους και από τα εργόχειρα, πως θα καρεί τότε μοναχός ένας έντιμος και ευγενής άνθρωπος; Και αν δεν θα υπάρξουν έντιμοι Γέροντες, από πού θα ληφθούν τότε οί υποψήφιοι δια την μητρόπολη, ή οί αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι; Και όταν δεν θα υπάρξουν Γέροντες έντιμοι και ευγενείς, τότε θα ταλαντευθή ή πίστη... Οί κτήτορες και αφιερωτές, οί οποίοι έκτισαν τα μοναστήρια και αφιέρωσαν τις δωρεάς, είχαν επίσης υπ' όψη, ότι αυτά δύνανται να υποδέχονται τους ξένους, να τρέφουν τους πτωχούς, να βοηθούν τους αρρώστους και τους πάσης φύσεως δυστυχείς. Στερηθέντα των κτημάτων, τα μοναστήρια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρούν τον σκοπό τούτο.


Ειδικώς για τον Τσάρο οί πατέρες της συνόδου συντάσσουν ένα υπόμνημα με όλα τα επιχειρήματα και τας αποδείξεις περί του άθικτου και ανεκποίητου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ό Ίβάν Γ' δεν τολμά να προχώρηση στην δήμευση των εκκλησιαστικών ή μοναστηριακών κτημάτων, και τοιουτοτρόπως ή πρόταση του οσίου Νείλου καταψηφίζεται υπό των «φιλοκτημόνων»• αγώνας όμως θα συνεχιστεί μεταξύ των δύο μερίδων, δηλαδή των Γερόντων πέραν του Βόλγα οί πρεσβεύουν την διδασκαλία του Όσίου, και των Ιωσηφιτών οι οποίοι υπερασπίζουν τα μοναστηριακά και συν τω χρόνο επικρατούν στην ρωσική εκκλησία . Κατά το επόμενο έτος 1504 μία νέα σύνοδος λαμβάνει σκληρά μέτρα κατά των Ιουδαιζόντων, ακόμη και σωματικές ποινές και βασανιστήρια. Ό Νείλος ήδη δεν μετέχει στην σύνοδο ταύτην.


Βαθμηδόν οί Ιωσηφίτες επιβάλλουν την επιρροή τους στους Μεγάλους Ηγεμόνας, εξολοθρεύουν τους αιρετικούς και εξασφαλίζουν τα προνόμια και την εξωτερική δύναμη της Εκκλησίας. Την Πύρρειο νίκη ταύτην πληρώνουν όμως με την πνευματική ελευθερία της Εκκλησίας, ή οποία μεταβάλλεται σε πειθήνιο όργανο των Τσάρων και αντί πινακίου φακής ανταλλάσσει την ανεξαρτησία της. Παρά την νίκη κατά των Ιουδαιζόντων το πνεύμα της Αναγεννήσεως διεισδύει —αν και με καθυστέρηση— και στην Μοσχοβίαν, και στην Έκκλησίαν παρατηρείται από τον ΙΣΤ' αιώνα μία αυξανομένη εκκοσμίκευση, την οποίαν αναστέλλουν οι επανειλημμένες προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως να φέρουν αξιόλογα αποτελέσματα.






Μετά την απόρριψη της προτάσεως του ό όσιος Νείλος επιστρέφει πάλιν στην έρημο του. Ό άγων για την ακτημοσύνη δεν είναι το μόνον μέσον με το όποιον επιδιώκει να ανύψωση την πνευματική ζωή των συγχρόνων μοναχών. Ως ταλαντούχος συγγραφεύς συντάσσει με πολλή χάρι και διάκριση ασκητικά εγχειρίδια και συγγράμματα, τα όποια αποπνέουν το άρωμα και τον εσωτερικό πλούτο της ψυχής του και αποτελούν τρόπον τινά μια ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας περί της μοναχικής πολιτείας. Με διάφορες επιστολές άπαντα στις απορίας των πνευματικόν του τέκνων και νουθετεί και παρηγορεί αυτά. Ό ίδιος ασχολείται και με την αντιγραφή χειρογράφων. Σώζονται μερικά αυτόγραφα βιβλία του Όσίου, με αξιόλογο φιλολογικό πνεύμα συγκρίνει τις διάφορες χειρόγραφες παραδόσεις και προσπαθεί να διόρθωση τα εισαχθέντα λάθη και να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν το αρχικό κείμενον, παραβάλλων εν ανάγκη τις μεταφράσεις με το ελληνικό πρωτότυπο. Οί κώδικες, τους οποίους αντιγράφει ό Όσιος Γέρων, περιέχουν είτε έργα των Πατέρων, είτε βίους Αγίων.


Σώζονται συλλογές βίων οσίων ησυχαστών, τους οποίους ιδιαιτέρως τίμα και προβάλλει στους μαθητές του ως τύπους και υπογραμμούς προς μίμηση.


Τα τελευταία έτη του αγίου Πατρός παρέρχονται εν τελεία ησυχία κάί γαλήνη. Δεν αναμιγνύεται πλέον στις έριδες μεταξύ «Ακτημόνων» και «Φιλοκτημόνων», στις οποίες θα εμπλακούν μερικοί μαθηταί του μετά την κοίμηση του. Ό ίδιος πιστεύει ότι με την πρόταση του έπραξε το καθήκον του και αφήνει τα περαιτέρω στην πρόνοια του πανσόφου Θεού. Ενώ ή μακαριά ψυχή του αναβαίνει συνεχώς της βαθμίδες της τελειότητος και φθάνει στην πνευματική της ωριμότητα και ακμή, το σώμα του υφίσταται την φθορά του χρόνου και τας ασθενείας του γήρατος. Με πλήρη συνείδηση και διαύγεια πνεύματος αναμένει εν ψυχική ιλαρότητα το τέλος της επιγείου ζωής για να είσέλθη στην χαράν του Κυρίου του. Με αναστάσιμο αγαλλίαση παραδίδει την φωτεινή του ψυχήν εις χείρας του Πατρός των Φώτων κατά την 7ην Μαΐου του έτους 1508, ήμέραν Κυριακή των Μυροφόρων. εις την διαθήκη του ό Όσιος ζητεί να ριφθεί το σώμα του στην έρημο, δια να καταβροχθισθεί από τα θηρία και τα όρνεα, διότι, όπως γράφει, «επιδιώκω Κατά την δύναμίν μου να μη καταξιωθώ ουδεμιάς τιμής και δόξης του αιώνος τούτου, τόσον εν τω βίω τούτω, όσον και μετά τον θάνατον». Αν και οί μαθηταί του δεν ξεπλήρωσαν τελείως την επιθυμία του και τον κήδευσαν εντίμως στην σκήτη, παρά ταύτα ό πόθος του να μείνει και αφανής εξεπληρώθη. Δεν γνωρίζομε, αν και ποτε ανακηρύχθηκε επισήμως Άγιος, ενώ ή κανονική αγιοποιήσει του οσίου Ιωσήφ του Βολολάμσκ έγένετο δια συνοδικής αποφάσεως ήδη κατά το έτος 1589. Σώζονται όμως τροπάρια προς τιμήν του οσίου Νείλου, συγγραφέντα κατά την ιδίαν εποχή, τα όποια φανερώνουν, ότι ό Άγιος ετιμάτο τουλάχιστον τοπικός. Ή σκήτη του διατηρεί και εν συνεχεία τον ίδιον ταπεινόν και ασκητικό χαρακτήρα και μόλις κατά τον ΙΘ' αιώνα υφίσταται μίαν ανακαινιση και μεταβολή σε μικρό κοινόβιο. Είναι αξιοσημείωτο το παράδοξο γεγονός ότι τότε στην μονή του οσίου Ιωσήφ επεκράτησε ή ιδιορρυθμία, ή οποία όμως νωρίς είχε εισέλθει στο περίφημο κοινόβιο τούτο. Κατά το έτος 1515 ή σκήτη του οσίου Νείλου είχε δώδεκα Γέροντας, ένα ιερομόναχο και ένα ιεροδιάκονο. Φαίνεται ότι πιθανότατα και ό Άγιος ήταν Ιερομόναχος, αν και δεν σώζονται ιστορικές μαρτυρίες περί της χειροτονίας του.


Ό αριθμός των μελών της σκήτης πρέπει να ήτο περίπου ό ίδιος κατά τα τελευταία έτη του μεγάλου Πατρός.


Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ό αγώνας του οσίου Νείλου απέτυχε λόγω της πανηγυρικής και ολοκληρωτικής νίκης των Ιωσηφιτών. Εν τούτοις ή ευρύτατη διάδοση των συγγραμμάτων του σε πλείστα χειρόγραφα μαρτυρεί περί της μεγάλης εκτιμήσεως, της οποίας απολαμβάνουν τα ασκητικά του έργα ακόμη και στη μονή του όσιου Ιωσήφ, ό όποιος άλλωστε συμφωνεί με τον Γέροντα Νείλο σε όλα τα ουσιαστικά θέματα εκτός των επίμαχων ζητημάτων των μοναστηριακών κτημάτων και τις απέναντι των αιρετικών στάσεως. Ή νίκη των Ίωσηφιτων διατηρεί την Ρωσία ακόμη επί δύο περίπου αιώνες στην μεσαιωνική της κατάστασιν και την προφυλάσσει από την ανοικτή εισβολή του ανθρωποκεντρικού πνεύματος της Αναγεννήσεως. Δεν την προστάτευε όμως από την κρυφή διείσδυση τούτου και δεν της δίδει την δυνατότητα να λύση τα άλυτα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και οργανικό, άλλ' ή αναβολή επαυξάνει την οξύτητα των και οδηγεί στις βιαίας και εσπευσμένες μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου, οι οποίες ανοίγουν πλέον θύρας και παράθυρα εις το αντιχριστιανικό πνεύμα της δυτικής Διαφωτίσεως.


Στην συνεχεία επακολουθούν, κατά λογική συνέπεια, όχι μόνον ή δήμευση του μεγαλυτέρου μέρους της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, άλλα και ή κοσμικοποιήσεις πολλών μικρών μοναστηριών ήδη επί Αικατερίνης Β' (1762-1796) κυρίως δια των μεταρρυθμίσεων του έτους 1764. Κατά την ιδίαν εποχή αναζωπυρούται όμως το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο και τα έργα του εντός των μοναχικών κύκλων του Γέροντος Παϊσίου Βελιτσκόβσκυ (1722-1794), ό όποιος μεταφέρει τον φιλοκαλικό Νεοησυχασμόν του Αγίου Όρους στους Ρουμάνους και Ρώσους και γίνεται ή αφετηρία μιας νέας ακμής του μοναχισμού στις χώρες αυτές . Δεν Σώζονται μόνο πολλά χειρόγραφα των έργων του Όσίου, γραφέντα κατά τα έτη εκείνα, αλλά κατά τον ΙΘ' αιώνα τα συγγράμματα του εκδίδονται πολλάκις δια του τύπου είτε στην αρχαία εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα, είτε μεταφρασθέντα στην σύγχρονη ρωσική. Επίσης κυκλοφορούν οι πρώτες ιστορικό-φιλολογικές και θεολογικές μελέτες περί του Αγίου. Το κίνημα των Σλαβόφιλων παρουσιάζει τον Όσιο τρόπον τινά ως πνευματικό του πρόγονο, ως οπαδό του Φιλελευθερισμού, της ανεξιθρησκίας, του κριτικού και πεφωτισμένου πνεύματος, ενώ τον αντίπαλό του όσιο Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως αντιδραστικό, συντηρητικό, φανατικό και εν γένει σκοτεινό πρόσωπον. Ή νεωτέρα ερευνά απέδειξε ότι ή αύτη δεν είναι αντικειμενική και ότι υπάρχουν πλείστα όσα κοινά μεταξύ των δύο Αγίων. Κατά τις ημέρας μας το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο δεν ελαττώθηκε. Και στην σύγχρονο Ρωσία και στην Δύση εκδόθηκαν αξιόλογες μελέτες περί του οσίου και των έργων του, τα όποια μάλιστα μεταφράσθηκαν στην Γερμανική, Αγγλική και Γαλλική. Οι ιδέες του μεγάλου Γέροντος σήμερον είναι ιδιαιτέρως επίκαιρες, γιατί ανταποκρίνονται κατ' εξοχήν προς τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας, αλλά και προς τα ιστορικά δεδομένα αυτής. Ή επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917 είχε ως επακόλουθο τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους και την κρατικοποίηση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης και της μοναστηριακής . Ούτος ή πρότασης του οσίου Νείλου πραγματοποιείται μετά τεσσάρας εκατονταετηρίδας κατά τρόπον ριζικό και απροσδόκητο. Σήμερον τα ελάχιστα εναπομείναντα μοναστήρια της Ρωσίας ζουν και συντηρούνται αποκλειστικώς από τις εθελοντικές δωρεάς των πιστών και από τα εργόχειρα των μοναχών. Και στις άλλες χώρας λόγω των διαφόρων δημεύσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας ό φεουδαρχικός τύπος των μοναστηριών ανήκει πλέον —παρά τας τυχόν υπάρχουσας ελάχιστες εξαιρέσεις— στο παρελθόν. Κρίμασιν οίς οίδεν ό Κύριος, πολλά εκ των περίφημων μοναστικών κέντρων της Ορθοδοξίας σήμερον είναι ακατοίκητα και έρημα ή και τελείως ερείπια. Άλλα και τα επιβιώσαντα ιστορικά μοναστήρια αντιμετωπίζουν πολλά πρόβλημα-Η επίπονος και δαπανηρά συντήρησης των μεγάλων αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων με τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς επιβαρύνει πολύ τις μοναστικές αδελφότητες οι οποίες επί πλέον πολλές φορές ενοχλούνται και απειλούνται συνεχώς από τον αυξανόμενο τουρισμό με όλα τα ολέθρια δια την πνευματική ζωή επακόλουθά του.


Εδώ οι διδασκαλίες και το παράδειγμα του οσίου Νείλου προσφέρουν στους σύγχρονους εραστές της ησυχίας μία διέξοδο με την ίδρυση μικρών αδελφοτήτων σε ερημητήρια και σκήτες μακρά του κόσμου, ή απλότητα και ταπεινότητα των οποίων δεν απαιτούν ολικά πλούτη, ούτε προκαλούν το ενδιαφέρον του μαζικού τουρισμού. Ίσως και ή μεγαλύτερα ελευθερία και ευκαμψία του τυπικού των σκητών ανταποκρίνεται περισσότερο προς την κλίση και ιδιοσυγκρασία πολλών συγχρόνων ανθρώπων, οι οποίοι, αν και σεβόμενοι την λειτουργική παράδοση και το τυπικό της Εκκλησίας, αισθάνονται την ανάγκην να επιδίδονται μάλλον στην νοερά προσευχή και την μελέτη των αγίων Πατέρων παρά στις καθημερινές μακρές ακολουθίες κατά τα περίπλοκα τυπικά των μοναστηριών. Μεγαλυτέρα ακόμη επικαιρότητα έχει ή διαπίστωση του οσίου Γέροντος ότι σπάνισαν οί αληθινοί διδάσκαλοι και οδηγοί της πνευματικής ζωής. Για τούτο ή προτροπή του να μελετώμαι και να ακολουθούμε τις Θείες Γραφές της Βίβλου και των αγίων Πατέρων, ισχύει τόσο περισσότερο στην πνευματική πανέρημο του συγχρόνου κόσμου και αποβαίνει σωσίβιο για τους υπό της θύελλας των ποικίλων πλανών κλυδωνιζόμενους χριστιανούς Φαίνεται λοιπόν ότι ο Όσιος Νείλος είχε ένα προφητικό χάρισμα με το όποιον προέβλεψε τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας και με αγάπη και διάκριση προτείνει τα μέσα για μία αναζωογόνηση του μοναχισμού και της εν γένει πνευματικής ζωής. Ήταν ένας πνευματικός πρωτοπόρος, το μέγεθος και το βάθος του οποίου οι περισσότεροι σύγχρονοι του δεν ήσαν ικανοί να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν πλήρως. τούτο οδήγησε στην τραγική διαίρεση του μοναχισμού στη Ρωσία, ή ιστορία και ή πνευματική ζωή της οποίας θα ήταν δυνατό να ακολουθήσουν άλλη πορεία.

Άλλ' ο Θεός, ο καθελών δυνάστας και υψώσας ταπεινούς, επέβλεψε και Επί την ταπείνωση του δούλου αυτού Νείλου και υπερύψωσε αυτόν εις γενεάν και γενεάν, και περισσότερο και στην εσχάτη γενιά αυτή. Ανύψωσε το υπό τον μόδιον κρυπτόμενο φως ως επί την λυχνίαν, για να φώτιση πάντας τους εν σκότη και σκιά κρατουμένους με την φωτεινή του διδασκαλία και τον λαμπρό του βίον.

Είθε Χάριτι Χριστού να φωτισθούμε και ημείς οι αμαρτωλοί και να αξιωθούμε της μεσιτείας και των ακαταπαύστων πρεσβειών του οσίου πατρός ημών Νείλου Σόρσκυ προς τον εν Τριάδι ελεήμονα και φιλάνθρωπον Θεόν, ο πρέπει πάσα δόξα και τιμή εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
via



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ.





Συλλογή Α'.
Περί των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του ερημίτου παρά το Σόρα.


Θαύμα Α'. Κάποιος άνθρωπος βρισκόταν σε αιχμαλωσία. Του φανερωθή οφθαλμοφανώς ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος, τον διέταξε να φυγή από την αιχμαλωσία στην βασιλεύουσα πόλιν της Μόσχας και του παρήγγειλε: «Όπως με είδες τώρα, έτσι να γράψεις την εικόνα μου και να συνοδεύσεις αυτήν προς την Λευκή Λίμνη, στην περιοχή της μονής του Κυρίλλου, στην σκήτη του Νείλου!». Ό δε άνθρωπος εκείνος, αφού ελευθερώθηκε από τους βαρβάρους, ήλθε στα ίδια και διηγήθηκε στη γυναικά του τα της απελευθερώσεως του και ότι του παρήγγειλε ό Όσιος να γράψει την εικόνα του κατά το είδος του. Δεν έπραξε όμως το διατεταγμένο και πέθανε. Μετά τον θάνατον του ή γυναίκα του θυμήθηκε παρ αυτού ακουσθέντα, δηλαδή ότι ό Όσιος του είχε αναγγείλει περί της εικόνας. Απήλθε λοιπόν στην αγορά και ζήτησε εικονογράφο. Αυτός όμως λόγω αγνοίας της υποθέσεως αυτής της έδωσε τη εικόνα του οσίου Νείλου Στολμπένσκυ και η γυναίκα συνόδευσε τη εικόνα αυτή στη σκήτη του Νείλου ήτις εικόνα εκείτο επί πολλά έτη επί της σορού του.


Στην περιοχή του Νόβγκοροντ ασθένησε στους οφθαλμούς ή κόρη ενός ευγενούς. Αυτός προσευχόταν με τη σύζυγό του στον πανοικτίρμονα Θεό και στη πανάχραντο Μητέρα Του. Κατά δε τον ύπνο φανερώθη ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος στη μητέρα της και διηγήθηκε ποίος είναι και που ευρίσκεται το σώμα του και έδωσε τη υγειά στους οφθαλμούς της κόρης του. Τότε ό ευγενής ανέστη με όλον τον οίκον του και ήλθε στη σκήτη του Νείλου με πολύ πίστη. Και άρχισαν να ψάλλουν Παράκληση οί εκεί μοναχοί, και μετά τη απόλυση της Παρακλήσεως ή μήτηρ της κόρης εκείνης θέλησε να ασπασθεί τη ανωτέρω μνημονευθείσα εικόνα του Νείλου Στολμπένσκυ και μας είπε: «Αυτή ή εικόνα δεν είναι του εδώ Θαυματουργού. Δεν μου έφανερώθη με αυτήν τη μορφή». Τούτο ακούσαμε κατ' αλήθεια από τα χείλη της και δοξάσαμε τον Θεό και τον θεράποντα Του, τον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον Θαυματουργό.


Πάλι ακούσαμε κατ' αλήθεια από κάποιο χωρικό: Κατά διαβολική υποβολή ή γυνή του φαρμακώθηκε από φίδι και σε αυτή τη νόσο υπέφερε πολλά έτη και υπεσχέθη ότι θα πορευθεί στη σκήτη να προσευχηθεί στον όσιο Νείλο. Κατά τη οδοιπορία της αισθάνθηκε μέσα της ένα υπό τη επιδερμίδα έρποντα όφι και άρχισε να τρέχει αίμα και ήλθε στη σκήτη. Προσευχήθηκε στον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον θαυματουργό και έλαβε χώμα από τον τάφον του και ήπιε από το πηγάδι του νερό και έλουσε όλο το σώμα της. Ο όφις εξήλθε νεκρός από τη έξοδο του ύδατος. Ή δε γυνή ήτο έκτοτε υγιής. Ό τούτο γράψας άκουσε τα χείλη των διηγούμενων τα υπό του τελεσθέντα θαύματα.


Και τούτο διηγούμαι εγώ περί του εαυτού μου. Όταν ήλθα για να πολιτεύομαι στη σκήτη πλησίον του Οσίου όταν ήδη παρήλθαν όχι μακρύ δρόμο, φύσηξε μπροστά μου ό άνεμος κατά πρόσωπο και από αυτό άρχισαν οι οφθαλμοί μου να πονούν και ακαίρως να χύνουν δάκρυα. Και όταν έφθασα στη σκήτη, διηγήθηκα στους εκεί μοναχούς τα όσα μου συνέβησαν. Αυτοί δε μου συνέστησαν να λάβω χώμα από τον τάφον του Όσίου και να πλυθώ. Εγώ έπραξα λοιπόν το διατεταγμένο και έγινα υγιής, δι' ευχών του οσίου Πατρός ημών Νείλου.


Και ακόμη μου διηγηθεί κάποιος: «Όταν κινδύνευσα να πνιγώ στη λίμνη, ανεβόησα εκ βάθους καρδίας και ζήτησα τη βοήθεια του οσίου Πατρός Νείλου, και ωσάν βοηθηθείς αοράτος υπό τίνος, ταχέως ελευθερώθηκα από τον καταποντισμό».


Ένας μοναχός ήλθε από μακρινές χώρας και μας διηγήθηκε περί του εαυτού του ότι κατά προαίρεση Θεού ή γλωσσά του δέθηκε. Και αυτός ήρχισε να προσεύχηται στον όσιο Πατέρα ημών Νείλο και υποσχέθηκε ότι θα πορευθεί στην μονήν του. Και πάλιν προσευχήθηκε, και ή γλωσσά του λύθηκε. Περί τούτου ό ίδιος μας μίλησε, και εμείς δοξάσαμε τον Θεό, τον ποιούντα παράδοξα θαύματα δια του θεράποντος Του.


Συλλογή Β
Έκθεση κατά μέρος των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του θαυματουργού.
Μετά τη κοίμηση του οσίου Νείλου του Θαυματουργού ήλθε προς την Λευκή Λίμνη στην μονή του Κυρίλλου ο ευσεβής Τσάρος και Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς (δηλαδή ο Ιβάν Δ ο τρομερός) και τελείσαι στο μοναστήρι του Κυρίλλου Παράκληση. Και είδε τον ερημικό τόπο, ό οποίος προκαλεί σε όλους μελαγχολία και λύπη. Και μετέβη στη σκήτη του Νείλου του Θαυματουργού και έψαλε Παράκλησιν προς ψυχική ωφέλεια, και δόξασε τον Θεόν και θαύμασε το βίον του Θαυματουργού και διέταξε να κτιστή λίθινος ναός. Και κατ' εκείνον τον καιρόν φανερώθη σε αυτόν ο Νείλος ό Θαυματουργός και διέταξε να μη κτίση λίθινη εκκλησία, και να μη γίνει οποιαδήποτε διακόσμηση ούτε στις εκκλησίες, ούτε στα κελιά, εκτός της αναγκαιας χρείας, επειδή προείδε ό Όσιος, ότι έμελλε να συμβεί αρπαγή από κλέφτες. Και έτσι έγινε μέχρι σήμερα. Μετά τη φανέρωση ταύτη ό ευσεβής Τσάρος Ιβάν Βασίλιεβιτς έδωσε στη σκήτη χαριστήριο έγγραφο από τη τσαρική του χείρα, για του οποίου παραχωρούσε μία ρόγα σίτου και μία δωρεά χρημάτων για τη διατροφή των αδελφών. Και το έγγραφο τούτο βρίσκεται μέχρι σήμερον στο σκευοφυλάκιο.


Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού περί της εικόνος του, πως ήρχισε να ιστορείτε μετά τη φανέρωσή του.


Υπήρξε κάποιος αιχμάλωτος εκ του κράτους της Μόσχας, ό οποίος πολλά χρόνια ήταν αιχμάλωτος στη τουρκική γη. Και πολύ προσευχόταν προς τον Θεό και επικαλούσε τους Θεράποντες του Θεού, για να τον ελευθέρωση ό Θεός από τη αιχμαλωσία, και λυπόταν για τον οίκον του, τη γυναίκα και τα τέκνα, επειδή ήταν λίαν πλούσιος, και είχε όχι μικρά λύπη και στενοχωριόταν με μεγάλη θλίψει. Και φανερώθη σε αυτόν τη νύκτα ό Νείλος ό Θαυματουργός και του ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα γράψει τη εικόνα του οσίου Νείλου. «Και θα είσαι εν τω οίκω σου απελευθερωθείς από τη αιχμαλωσία». Και ανεπήδησε ό άνθρωπος εκείνος από ένα λεπτό ύπνο και θέλησε να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση του πρακτέου, άλλ' ό Όσιος μετεβλήθη σε φως μέγα.


Ο άνθρωπος Αυτός ευρέθη σε μεγάλη εφορία και διελογίσθη στον εαυτόν του: «Ποίος είναι ό όσιος Νείλος, δεν γνωρίζω, και δεν άκουσα που βρίσκεται. Και μετά τη σκέψη αυτή άρχισε να προσεύχεται και να επικαλείται τη βοήθεια του Νείλου του Θαυματουργού και υποσχέθηκε ότι θα εκτέλεση το διατεταγμένο σε αυτόν. «Δεν γνωρίζω ποία εικόνα να γράψω και σε ποία περιοχή να τη στείλω». Και έκλαψε πικρώς εκ βάθους της καρδίας του, πώς θα μπορούσε να ελευθερωθεί από τη αιχμαλωσία των ειδωλολατρών (510)• Και την άλλη νύκτα εφάνη σε αυτόν πάλιν ό Όσιος και είπε «Στη περιοχή της Λευκής Λίμνης, είμαι ό Νείλος του Σόρα, από το μοναστήρι του Κυρίλλου 12 βέρστια». Και αναπήδησε ταχέως από τη κλίνη, θέλησε ό άνθρωπος Αυτός να δη τον Όσιο οφθαλμοφανώς και να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση λεπτομερώς —και έγινε φως μέγα και ευωδιά ουκ λίγη, όπως και τη πρώτη φοράν.


Και άρχισε ό άνθρωπος Αυτός να κράζει με μεγάλη φωνή και είπε: «Κύριε ό Θεός μου, αληθώς μου έστειλες εις βοήθειαν τον Όσιων Σου». Και έκλαυσε και όλη τη νύκτα παρέμεινε άγρυπνος και εβόησε λέγων «Κατά ποια ομοίωσιν να γράψω τη εικόνα; Διότι δεν είδον το πρόσωπον σου αισθητώς». Και έπειτα του ρφανερώθη δια τρίτη φοράν ό Όσιος και του προσέφερε ένα σχέδιο της εικόνος επί φύλλου χάρτου και το κατέθεσε στο προσκέφαλό του και του είπε «Άνθρωπε του Θεού, λάβε τούτο το φύλλο και πορεύου στη ρωσική γη!». Αυτός δε ανέστη ταχέως και εύρε παρά το προσκέφαλό του το φύλλο με το σχεδιάγραμμα και ή καρδία του χάρηκε χαρά ανεκλάλητη και ευχαρίστησε , τον Θεό για το μεγάλο θαύμα πως ο Θεός δοξάζει τον Θεράποντα Του. Και ήρχισε να σκέφτεται πως θα ήταν δυνατό να αναχωρήσει ελπίζοντας στο Θεό και στον Θεράποντα του Νείλο τον Θαυματουργό.


Πλην δεν γνώριζε πώς να αναχωρήσει, πώς να διέλθει τη στέπα. Και έπειτα άρχισε να προσεύχηται στον Θεό και εις τον Θεράποντα του Θεού με δάκρυα και στεναγμούς εξ όλης της καρδίας του, πώς να γνωρίσει τον δρόμο και να διαφυλαχθεί από τη τιμωρία των απίστων. Και εν εκείνη τη ώρα άκουσε μίαν φωνή «Άνθρωπε, άπελθε τη νύκτα στη στέπα και θα είναι έμπροσθεν σου αστέρι φωτίζων, και πορεύου όπισθεν του και θα διαφυλαχθείς από τους άθεους Αγαρηνούς!». Και άκουσε εκείνος ό φιλόθεος άνθρωπος τη φωνή αυτή και ενισχύθηκε και πείσθηκε. Και απήλθε τη νύκτα εστη στέπα και του φάνηκε ένας φωτεινό αστέρι , το οποίο πορεύετο μπροστά του. Και αυτός ακολούθησε όπισθεν και αδιαλείπτως επικαλείτο τον Θεό και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Με δύναμιν και παρρησία πορεύετο δια μέσου της άγνωστου στέπας, συναποκομίσας λίγη τροφή για την ανάγκη.


Και έγινε ημέρα και ιδού οι άθεοι Αγαρηνοί έφιπποι ταχέως κατέφθασαν με τους σκύλους τα ίχνη του στη στέπα. Και είδε εκείνος ό άνθρωπος πίσω του τη των αθλίων βαρβάρων καταδίωξη και ότι με γυμνά ξίφη έτρεχαν πίσω του, θέλοντας να τον κατακόψουν. Αυτός δε από τον φόβο και τον τρόμο του έπεσε κάτω στη γην και έκλαψε πικρώς και μετανόησε ενώπιον του Θεού για τάς αμαρτίας του και συνεχωρήθη με όλους τους ορθοδόξους Χριστιανούς, απελπισθείς για τη ζωή του. Και είδε ό Κύριος τον μετανοήσαντα και τον σκέπασε με τη αόρατο δύναμη Του, και υπερπήδησαν αυτόν οι ίπποι και οι σκύλοι των και καθόλου δεν τον έβλαψαν, και εβόησαν εκείνοι οι άθλιοι ό ένας προς τον άλλον λέγοντες• «Πώς τον είδομε και δεν γνωρίζομε που εκρύβη αφ' ημών;». Και πολύ τον ανεζήτησαν και δεν τον βρήκαν και επέστρεψαν οπίσω. Όταν δε ό ανήρ εκείνος είδε ότι επέστρεψαν, ανέστη από τη γήν, περιέβλεψε όλα από εδώ και από εκεί και δεν είδε κανένα.


Και μεγάλως ευχαρίστησε τον ύψιστο Θεό και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό, χάρηκε και λούσθηκε με πολλά δάκρια για τη λύτρωση του από τον άδικο θάνατο. Και πορεύθηκε στη όδόν του χαίρων. Ημέραν και νύχτα-πορεύθηκε και δεν έδωσε ανάπαυση στον εαυτόν διαβαίνω την στέπα, και έφθασε σε κάποιο ποταμό. Ό δε ποταμός Αυτός ήταν λίαν βαθύς και ταχύς άλλ' όχι παρά πολύ πλατύς, και δια μέσου του ουδαμού υπήρχε πορθμείο, ή πόρος, και αυτός ρέει δια μέσου όλης της στέπας μέχρι της θαλάσσης. Και εκείνοι οι άθεοι βάρβαροι γνώριζαν εκείνον τον ποταμόν, ότι κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει πέραν τούτου, και κατεδίωξαν τα ίχνη του μέχρι του πόταμου τούτου. Δεν υπήρχε τόπος εκεί να κρύβει, και εκείνοι όρμισαν ταχέως και ανέσπασαν τα ξίφη των δια να τον κατακόψουν. Και αυτός είδε ότι εν τέλει ήδη έπεσε στις χείρας των, αλλά δεν ήθελε να παραδοθεί στας ύπ' αυτών βασάνους και τον υπ' αυτών πικρό θάνατον, και σημειώθηκε με το σημείο του σταυρού και ερρίφθη εις τον ποταμόν. Και το ύδωρ τον μετέφερε ταχέως ως πτηνό. Αυτός δε εκείτο επάνω εις το ύδωρ πλέων με το ρεύμα του πόταμου ωσάν να βρίσκετε επάνω σε σανίδα. Και εκείνοι οι κακοί άνθρωποι άρχισαν από τη όχθη να τοξεύουν επάνω του, αλλά με κανένα τρόπον και με κανένα μέσον δεν μπορούσαν να τον βλάψουν, και ούτως σώθηκε Χάριτι Θεού και πρεσβείαις του Νείλου του Θαυματουργού. Και εκείνοι οι άθεοι Αγαρηνοί τον ανεζήτησαν μακρύτερα, πλησίον του πόταμου και νόμισαν ότι ήδη πνίγηκε, και επέστρεψαν στα ίδια. Εκείνο δε τον άνθρωπον έφερε το ρεύμα , του ποταμού επί πολύ ώρα και μετέφερε στη άλλη όχθη πόταμου. Ιδών δε ότι ευρέθη πλησίον της όχθης κρατήθηκε και εξήλθε στη ξηρά, και μεγάλως σε τον Θεόν και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Και πορεύετο χωρίς φόβο ημέρα νύκτα ανεπιστρεπτί, και ετρέφετο από βότανα και της στέπας. Και έφθασε μέχρι των πόλεων της Ρωσίας και διηγήθηκε σε όλους τα περί εαυτού, και σαν εις αυτόν από τόπον εις τόπον άμαξας και συνοδού Και εισήλθε στη Μόσχα σώος και αβλαβής, αν και είχε υποφέρει πολλά παθήματα και θλίψεις και ανάγκες. Και έφθασε στον οίκον του, όμως δεν εισήλθε άλλ' απήλθε ταχέως προς τον εικονογράφο και του έδωσε το φύλλο με το σχέδιο του Νείλου του Θαυματουργού και παρήγγειλε να γράψει τη εικόνα του Όπως ήταν σχεδιασμένη επί του φύλλου και ποίον να είναι το μήκος και το πλάτος της σανιδάς και έπειτα εισήλθε στον οίκο του, χαίρων κατά τη ψυχή και πνευματικός αγαλλόμενος κατά τη καρδία. Και συνεκάλεσε ιερά σύναξη και τέλεσε Παρακλητικό Κανόνα και διέταξε να παρατεθεί μεγάλη τράπεζα και συγκέντρωσε πολλούς πτωχούς και φιλοξένησε πάντας με βρώση και πόση και ελεημοσύνη. Και ήταν χαρά μεγάλη στον οίκω του. Και διηγηθεί σε όλους περί των συμβάντων του, πώς εξήλθε από τη αιχμαλωσία, και οι ακούσαντες αυτά έλεγαν πάντες το «Κύριε ελέησον» και μεγάλως θαύμασαν τούτο το θαύμα. Ό δε εικονογράφος έγραψε τη εικόνα του οσίου Νείλου του Θαυματουργού και τη έφερε εις τούτον τον φιλόθεον. Αυτός δε έλαβε με πολύν ζήλο και φόβον τη εικόνα του αγίου Νείλου και τη περιέλουσε με δάκρυα και χαρά ότι ό Θεός τον αξίωσε να δει την εικόνα του Θεράποντος του Θεού Νείλου του Θαυματουργού. Ό άνθρωπος εκείνος χάρισε στον εικονογράφο παντός είδους δώρα και τον απέλυσαν στον οίκον του. Και μετά από αυτά τέλεσε μεγάλη πανήγυρη και εόρτασε τη εορτή του Νείλου του Θαυματουργού και έψαλε Παρακλητικό Κανόνα. Τη δε εικόνα συνόδευσε στη σκήτη του Νείλου και τη απέστειλε με τους δούλους Με παντός είδους αφιερώματα δια τας ανάγκες της εκκλησίας. Και την προσκόμισε και τη κατέθεσε στο τάφο του οσίου Νείλου του Θαυματουργού, όπου και σήμερον κείται ή εικόνα αυτή επί της σωρού του και δίδει ίαση στους με πίστη προσερχόμενους. Και από την αγία εικόνα αυτή γίνονται και μέχρι τώρα πολλά θαύματα. Και εμείς οί αμαρτωλοί μοναχοί του ερημητηρίου τούτου είδαμε πολλά θαύματα και δοξάζομε τη Αγίαν Τριάδα, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού, πώς ελευθέρωσε ένα νεαρό από ακάθαρτα πνεύματα.


Υπήρχε κάποτε στη σκήτη του Νείλου ένας Ιερομόναχος ονόματι Αδάμ, και με αυτό ζούσε ό γιο του, ό νεαρός Μιχαήλ. Και αυτός ό ιερομόναχος τον έστειλε προς τον προσμονάριο για μίαν ανάγκη της εκκλησίας. Αυτός δε απήλθε. Ήταν ακόμη νέος Όταν ήλθε στην σκήτη. Και όταν έφθασε στον προσμονάριο, ιδού, έξαφνα ήλθε προς αυτόν κάποιος άγριος άνθρωπος και τον άρπαξε ως δια μέσου ανέμου και τον μετέφερε σε αδιάβατους λόχμες και δάση και τον έφερε εντός της κατοικίας του, σε μέγα καταγώγιο, και τον κατέθεσε εν μέσω της Καλύβης εκείνης απέναντι του παραθύρου. Και εδώ ό γέρων, ό οποίος έφερε τον νεαρό εδώ, είπε στη γυναίκα•«Τρέφετε αυτόν!». Και του προσέφεραν παντός είδους μαγικά βοτάνια από τη έρημο, και τον ανάγκασαν να φάγει και να πιει. Άλλ' αυτός, δεν γεύθηκε τίποτε και ύστατο ακίνητος στον ίδιο τόπο, όπου στάθηκε, μόνο έκλεγε και θρηνούσε πικρώς. Ό Ιερομόναχος εκείνος αμέσως ανεζήτησε τον γιο του και ρώτησε όλους στην σκήτη. Μετά από λίγο τον ανεζήτησε και πανταχού στους γύρω τόπους αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Και επέστρεψε στην σκήτη και συνεκάλεσε τους αδελφούς του της σκήτης εκείνης και εισήλθε με όλους στον παρεκκλήσιο, το όποια βρίσκεται όχι μακριά απ' αυτούς στο δάσος, όπου υπάρχει ή θαυματουργός εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας, και άρχισαν να ψάλλουν τον Παρακλητικό Κανόνα και με δάκρυα να επικαλούνται τη βοήθεια του οσίου Νείλου του Θαυματουργού. Και εν εκείνη τη ώρα ήλθε ό όσιος Νείλος προς τον νεανία στη βοήθεια και στάθηκε προ του καταγωγίου εκείνου, όπου ό νεαρός ύστατο απέναντι του παραθύρου και κτύπησε με τη ράβδο του στο παράθυρο, και σείστηκε το καταγώγιο εκείνο, και όλα τα ακάθαρτα πνεύματα έπεσαν κάτω στην γήν. Ό νεαρός όμως ύστατο και έκλαιε, και είδε τον Νείλο τον Θαυματουργό, όπως στάθηκε προ του παραθύρου και είπε «Ω άθλια και ακάθαρτα πνεύματα! Δια τι επιτίθεστε στην σκήτη μου; Επιστρέψατε τον παίδα τούτο στην σκήτη μου, όπου τον αρπάζατε, και καταθέσατε τον στον ίδιον τόπον!». Και ταύτα είπεν ό Άγιος και έγινε άφαντος. Και άρχισαν τα ακάθαρτα πνεύματα να κραυγάζουν μεταξύ των «Ουαί εις ημάς τους απολυμένους! Λάβε ταχέως και επιστρέψω τον νέον εκεί όπου τον ήρπασας». Ό δε άγριος εκείνος κράτησε τον νεαρό και τον μετέφερε στην σκήτη ωσάν δια μέσου ανέμου, και τον έφερε μέχρι του μύλου της σκήτης Και δεν τόλμησε να τον φέρει εντός της σκήτης, και τον άφησε επάνω στον αχυρώνα και έγιναν άφαντος. Ό νεανίας ήρχισε να κραυγάζει επάνω στον αχυρώνα και κατά τη ιδίαν ώρα ήλθαν ό ιερομόναχος και οι αδελφοί από το παρεκκλήσιο μετά τον Παρακλητικό Κανόνα και άκουσαν τον παίδι να φωνασκεί στην έρημο και ακολούθησαν τη φωνή και είδαν τον νεαρό ότι ύστατο επάνω στον αχυρώνα. Και δόξασαν τον Θεό και τον Θεράποντα του Θεού Νείλο τον Θαυματουργό, και άρχισαν να ρωτάν τον παίδι. Ό δε νεαρός διηγηθεί σε αυτούς όλα όσα , του συνέβησαν ότι είδε και άκουσε. Και απ' αυτόν τον καιρό ο νεαρός κατεβλήθη πολύ, ωσάν να ήταν έξω φρενών. Ο δε ιερομόναχος από τον φόβο αυτό απήλθε από τη σκήτη με το γιο του.


Εμείς δε οι αμαρτωλοί μοναχοί της σκήτης εκείνης είδαμε και ακούσαμε αυτά λεπτομερώς από τον νεαρό εκείνον και έγράψα λίγο από τα πολλά σε ανάμνηση για τους αδελφούς μας προς ωφέλεια των αγαπώντων τον Θεόν και δοξαζόντων την Αγίαν Τριάδα πατέρα Υίον και Αγιον Πνεύμα νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
via