ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
Κύριε ό Θεός, ό μέγας, ό φοβερός, ό ισχυρός, ό παντοδύναμος, ό άναρχος, ό ατελεύτητος, ό ανέκφραστος, ό ενερμήνευτος, ό ακατάληπτος, ό Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ό ποιητής και συνοχεύς και προνοητής πάντων των ορατών και αοράτων, ό μόνος υπερθαύμαστος και πάνσοφος εν τοις έργοις σου, ό εν τοις ουρανοίς ων και ήμιν ώδε αοράτος συνών, ό ου μόνον τη ενεργεία και θελήσει και δυνάμει, αλλά και τη ουσία και φύσει πανταχού παρών, συ αεί ακούεις και οράς και γινώσκεις πάντα τα έργα, τους λόγους και τους διαλογισμούς των ανθρώπων. Ή γαρ ελαχίστη κίνησις της καρδίας ακατακάλυπτός εστίν ενώπιον σου. Σύ οίδας, και τα πάντα γινώσκεις, ότι ουκ εστίν άλλος αμαρτωλός επί της γης ως εγώ, ούτε γέγονέ ποτέ άλλος τις από του Αδάμ έως της σήμερον ημέρας. Ούτω γαρ παρώργισά σε, τοσαύτα ποιών βαρέα και υπέρμετρα, πολλά και αναρίθμητα αμαρτήματα, άτινα διέπραξα εν έργω και λόγω και διάνοια, εν καρδία και εν πάσαις μου ταίς αισθήσεσιν, εν κινήσει και διαθέσει ψυχής τε και σώματος. Πάσαν γαρ ημέραν και ώραν και στιγμήν άνευ αμαρτήματος ου διεπέρασα εκ νεότητος έως της σήμερον. Και πάντα τα μέλη της ψυχής και του σώματος μου έρρύπωσα εκ γεννήσεως μου πάντοτε εν αμαρτίαις. Όθεν τρέμων φοβούμαι την επέλευσιν του πικρού θανάτου και την φοβεράν και δικαιαν κρίσιν σου και τάς δεινάς και φρικτάς αιωνίους κολάσεις, τάς αναμενούσας τους αμαρτωλούς, ων πάντων χείρον ήμαρτον εγώ ό τάλας, ό κακοδαίμων κύων, ό ακάθαρτος και παμμίαρος. Φοβούμαι δε μη και προ του θανάτου μου ούχ υπομείνεις την παναθλιότητά μου και παραδώς με τη ανυποφόρω συμφορά των κολάσεων και γένωμαι εις τελείαν απώλειαν προς έπίχαρμα του εχθρού και θεάτρων των ανθρώπων, επειδή και νυν πλείστα αμαρτήματα προστίθημι αεί. Και όταν ταύτα πάντα λάβω κατά νουν, έρχομαι εκ του πολλού τρόμου παρ' ολίγον εις απόγνωσιν και απορώ τι ποιείν και λέγειν, πώς και τίνι τρόπω δει με παρακαλείν σε και εξαιτείσθε σου την συγχώρησιν των πολλών κακών και των βαρύτατων μου αμαρτημάτων. Άλλ' επειδή συ, Κύριε Όθεν Θεός, Όθεν πανάγαθος, Όθεν οικτίρμων και εύσπλαχνος και μακρόθυμος και πολυέλεος, είπας δια του προφήτου, ότι «ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν» και δια την πολλήν και άφατων αγαθότητα σου ώρισας τοις αμαρτωλοίς την μετάνοιαν εις άφεσιν αμαρτιών και σωτηρίαν και δικαιωσιν. Δια του προφήτου σου γαρ είπας• «Λέγε συ τάς ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθής». Και ό Δαυίδ νουθετών και παρήγορων ημάς, τους αμαρτωλούς, λέγει• «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού». Και αλλά πολλά εφθέγξαντο οί άγιοι Πατέρες, κινούμενοι υπό του Πνεύματος σου του αγαθό, ότι «ουκ εστίν αμαρτία νικώσα την φιλανθρωπίαν σου», εκτός άνευ μετανοίας. εις ταύτα πάντα έλπίζων, μετανοών εξομολογούμαι σοι τω Ποιητή και Θεώ μου τα αμαρτήματα μου, παριστάμενος ενώπιον σου κατησχυμένος υπό του συνειδότος μου, μη έχων παρησίαν δια το μέγιστων βάρος των δεινότατων μου έργων, και τρέμω ειπείν, ότι τον αέρα ρυπώ τοις λόγοις μου και απορώ, πώς με δει εξαγορεύσαι ταύτα, επειδή πάμπολλα εστίν σφόδρα, και ποίον δει με πρώτον εξειπείν; Πάντα γαρ άτοπα τυγχάνει. Και άλλο άλλου χαλεπώτερον, υπέρ μέτρον γαρ ήμαρτον. Και ουκ εστίν κακία εν τω βίω, ήνπερ ου διέπραξα. Άλλα συ, Κύριε της δόξης, Όθεν ποιήσας με κατ' εικόνα σου και καθ' όμοίωσιν, και τιμήσας με τη χάριτι της αθανασίας και δωρησάμενός μοι και το ζην και το κινείσθε και το λέγειν, αυτός δός μοι παρησίαν και δίδαξόν με πώς με δει λέγειν και ποιείν, ίνα ικετεύσω την ευσπλαχνία σου και εξαιτήσωμαι την συγχώρησιν των κακών μου πράξεων, ότι όλος αχρείος και βδελυρός ειμί. Ποίον ούν κακόν ουκ έπραξα εγώ ή ποίαν άμαρτίαν ου διετύπωσα εν τη ψυχή ή εν τω σώματι; Συμμεμέρισμαι γαρ την πορνείαν, την μοιχείαν, την κτηνοβασίαν, την άρσενοκοιτίαν, την μαλακίαν, την παιδοφθορίαν, την αίμομιξίαν και διαφόρους ρεύσεις και κακούς ένυπνιασμούς. Και πάσαν πορνείαν εθέμην εν τη ψυχή μου. Και πάσας τάς κακουργίας και τάς επινοήσεις των τεχνασμάτων του σατανά εποίησα, ύπερηφάνειαν, έπαρσιν, ύπεροψίαν, φιλαρχίαν, κενοδοξίαν, φιλενδειξίαν, φιλοκοσμίαν, ψεύδη, κατάρας, όρκους, επιορκίας, βλασφημίας, ενέδρας, κλοπάς, ληστείας, ιεροσυλίας, βασάνους, φόνους, ασπλαχνίας, ασυμπαθείας, γοητείας, μαγείας, φαρμακείας, αιρέσεις, πολυφαγίας, πολυποσίας, λαθροφαγίας, αδηφαγίας, λιχνότητας, γαστριμαργίας, λαιμαργίας, μεθάς, εμετούς, απείθειας και ατιμίας τοις γονεύσιν, αργολογίας, γελωτοποιίας, φλυαρίας, ματαιολογίαν, συμβουλάς προς άμαρτίαν, συκοφαντίας, κατακρίσεις, γογγυσμούς, αντιλογίας πολυλογίας, κακολογίας, αισχρολογίας, φιλονεικίας, γέλωτας μέχρι δακρύων, μίση, ζήλους, φιλοχρυσίαν, φιλαργυρίαν, φιλουλίαν, πολυκτημοσύνην, μικρολογίαν, πλεονεξίας, φιλαυτίας, ύβρις, βιασμούς, εκδικήσεις, ανυποταξίας, θυμούς, προπέτειας, οργάς, μνησικακίας, πονηρίας, κολακείας, υποκρισίας, σκληροκαρδίας, κακοκαρδίας, πολυυπνίαν, συνεχή οκνηρία και αμέλεια. Εν τούτοις και πλείστοις άλλοις άναριθμήτοις έργοις και λόγοις και αισχρής, βλασφήμοις τε και άρρήτοις λογισμοίς ήμαρτον εν γνώσει και αγνοία. Και τούτων ένεκεν αίτιος ειμί πάσης κατακρίσεως και κατάρας, και συνέχομαι ταύταις. Πολλάκις γαρ εισηρχόμην αναξίως εις την άγίαν έκκλησίαν και εις το ιερόν βήμα και εις τα Αγια των Αγίων και αναξίως εκοινώνουν των αγίων Μυστηρίων και μετελάμβανον και εφηπτόμην των λοιπών αγιασμάτων. Και νυν παρρησιάζομαι αναξίως, και έως του θανάτου μου πάντοτε έσομαι ανάξιος και ένοχος, και εις κατάκρισίν μου κοινωνήσω. Και ουκ ειμί άξιος επάραι τους οφθαλμούς μου ένεκα της αισχύνης μου, ουδέ ιδείν το ύψος του ουρανού. Και την γήν ταύτην μιαίνω τοις βήμασί μου. Και αυτού του βίου τυγχάνω ανάξιος. Και οί-δα, Κύριε, ότι ουκ ειμί άξιος λαβείν παρά σου την αφεσιν των αμαρτιών μου. Μείζων γαρ εστίν ή ενοχή μου του αφεθήναί μοι ταύτας. Που γαρ οίδα αμαρτίας ανθρώπων, άιτινες συγκρίνονται ταίς ανομίαις μου; Υπέρ τους προπάτορας ημών εποίησα κακίαν, και χείρον εκείνων απήλαυσα εν εμαυτώ την βρώσιν. Υπέρ τον Κάιν γέγονα αδελφοκτόνος• την γαρ ψυχήν μου και το σώμα εφόνευσα ταίς αμαρτίαις. Υπέρ τον φόνον του Λάμεχ απέκτεινα τον νουν τοις αισχροίς λογισμοίς εις τραύμα έμοί, και την γλώσσαν ταίς κακίσταις λαλιαίς εις μώλωπα έμοι πικρόν. Υπέρ την του Αβιμέλεχ αδελφοκτονία ως ένι λίθο εφόνευσα πάσας τάς αισθήσεις και τα μέλη συνάμα της ψυχής και του σώματος ταίς ακαθάρτοις ηδυπαθείαις. Χείρον των προ του κατακλυσμού ηνόμησα.
Κάκιον των σοδομιτών ησέλγησα σκληροκαρδιώτερος του Φαραώ πέφηνα εναντίον των λόγων και των έργων σου τι εστίν Όθεν γογγυσμός των εν τη ερήμω γογγυσάντων προς τον διηνεκή γογγυσμόν μου; Ουδέν εστίν ή κραυγή της κακίας των νινευιτών προς τάς κακίας μου. τι εστίν ή τη κελεύσει του άσεβους Σενναχηρείμ ανόητος βλασφημία του Ραψάκου προς τάς βλασφημίας μου; Ή αϊ άμαρτίαι του Μανασσή προς τάς αμαρτίας μου; Και ένι λόγω απλώς ειπείν πάντων των ανθρώπων πλέον ήμαρτον και πάντων των κτισμάτων αισχρότερος ειμί. ταύτα μεν κατά φύσιν, οία πέφυκε, τοιαύτα εστίν, εγώ δε εποίησα υπέρμετρους ανομίας παρά φύσιν. Εν αλήθεια, και των αλόγων θηρίων και κτηνών ακαθαρτότερος γέγονα και αλογώτερα εκείνων διέπραξα. Και αυτών των δαιμόνων χειρών τυγχάνω, επειδή κυριευθείς ύπ' αυτών, ποιώ το θέλημα αυτών ως άλλος ουδείς. Και θαυμάζω, ανεξίκακε Κύριε, την πολλήν και πανάγαθόν σου μακροθυμίαν, πώς ουκ ερράγη ή γη και ου κατέφαγέ με, ως και τον Δαθάν και τον Αβειρών Εγώ γαρ χείρον εκείνων ηνόμησα. Και πώς ου καταφλέγει με το πυρ, ως τους πάλαι αμαρτωλούς; Εγώ γαρ Κάκιον εκείνων ήμαρτον. Και πώς ουκέτι παρεδόθην τω σατανά εις τελικήν απώλεια, ου το θέλημα εγώ ο άνους αναιδώς πεποίηκα; Άλλ' ιδού, Σώτερ παντελεήμον, συ μακροθυμείς τη αθλιότητί μου έως της σήμερον, πάντη αναμένων την επιστροφήν και μετάνοιάν μου. Εγώ δε μετάνοιαν αληθινήν ακμήν ουκ έχω. Οίμοι, ουαί μοι, πώς δυνήσομαι βοηθήσαι τη απωλεία μου; Τίς δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ και τοις οφθαλμοίς μου πηγάς δακρύων, ίνα μετανοήσας κλαύσω και ίσως πλύνω τον ρύπων των αμαρτημάτων μου; ότι ουδαμόθεν αλλαχόθεν εύρήσομαι τον ιλασμό τούτων, επειδή ουδέν αγαθόν εποίησα ουδαμώς. Ελεημοσύνη γαρ και πίστει καθαίρονται αί άμαρτίαι, κάγώ ελεημοσύνην ουδόλως εποίησα. Ή δε πίστις μου νεκρά και ανενέργητός εστίν, επειδή άνευ έργων αγαθών τυγχάνει. Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ουκ έχω, δι' ης είχον αν την ελπίδα του μη εξουθενωθήναι ενώπιον σου Ει ου κατέκρινον τον αδελφόν μου, ήλπιζαν αν μη κατακριθήσεσθαι. Άλλ' αεί κατακρίνω εν γλώσση και διάνοια τους αμαρτάνοντας, και αυτός χαλεπώτερο κατεργάζομαι. Και τάς μικροτέρας ξένας αμαρτίας ερευνώ, τάς δε μεγάλας μου ανομίας σκεπάζω. Παρά του πλησίον εξετάζω και τάς μικράς έντολάς, άλλ' αυτός πάσας ομού παρορώ. Έξωθεν υποκρίνομαι ευλάβεια, και έσωθεν γέμω πάσης αταξίας και αφροσύνης. Καν ποτέ πράξω τι δοκούν αγαθόν είναι, και τούτο βδέλυγμά εστίν ενώπιον σου, Κύριε, επειδή δι' ύπερηφάνειαν και ανθρωπαρέσκεια ποιώ αυτό. Όλον τον χρόνον του βίου μου δαπάνησα εν άνοία. Το σώμα μου εξησθένησα τη κοσμική ματαιότητι δουλεύων. Την ψυχήν ωδήγησα δι' άπρεπων πράξεων εις αναισθησίαν. Και γέγονα ως άθεος, μη γιγνώσκων σε, τον Ποιητήν και Θεόν μου.
Σύ δε, πανάγαθε Κύριε, ου μόνον ταύτα υπέμεινας παρ' εμού, άλλ' εδειξάς μοι και τα ελέη σου και μεγάλας Χάριτας. Και οσα κακά εποίησα, συ τόσο μάλλον πληθύνων επλήθυνας έπ' έμέ τα μεγαλεία σου, επιστρέφων και παρακαλών και καταξιών με πολλών αγαθών. Έτι δε εξείλου με εκ του κόσμου και ηξίωσας του αγίου Σχήματος τούτου, και ελεεί και οικονομία και Χάριτί σου κατέστησάς με εν τη τάξει της λατρείας σου. Εγώ δε έφάνην προς πάντα ταύτα ασύνετος και αχάριστος και ετέλεσα ταύτα εξ αρχής εν ακαταστασία και αμελεία. Και τάς προς σε επαγγελίας μου μυριάκις παρέβαιναν, και το Σχήμα τούτο εμίανα και έρρύπωσα ταίς πολλαίς αμαρτίαις. Και ταύτα πάντα, Δέσποτα, ποιεί με αναπολόγητων και άφωνων. Και ταύτα πάντα διαλογισάμενος, ποσάκις υπεσχόμην παύσασθαι των κακών μου, και πάλιν τοις αυτοίς και δεινοτέροις εμπίπτω. Οσάκις λέγω ότι βάλλω αρχήν εν το έργω σου, και ζήσομαι κατά το θέλημά σου, τοσάκις ψεύστης ευρίσκομαι. Και νυν ό λογισμός μου πρόσκειται αεί μετά προθυμίας τοις πονηροίς και αισχροίς. Και πάσι τοις πάθεσι νικώμαι. Και ου δύναμαι βοηθήσαι εμαυτώ. Εάν μη συ, Κύριε, βοηθήσεις μοι, απωλέσθη ή ελπίς μου. Ήδη γαρ και το σώμα μου εξησθένησε, και ο χρόνος του βίου μου τετέλεσται. και το τέλος του θανάτου ήγγικεν. Ή αξίνη κείται προς τη ρίζη του δένδρου, και ή κοπή της άκαρπου μου ψυχής ητοίμασται Ό θερισμός παρέστηκε και ή δρεπάνη ώξυνται και οί θερισταί σπεύδουσιν αρπάσαι την πλήρη ζιζανίων των αμαρτιών ψυχήν μου και παραδούνε αυτήν τω αιωνίω πυρί. Κάγώ ου δύναμαι έλθειν εις αίσθησιν πάντων τούτων. Και τι ούν ποιήσω; Μόνον καταφεύγω προς την ανεξερεύνητων άβυσσο της φιλανθρωπίας σου και ρίπτω έμαυτόν εις το αμέτρητων πέλαγος του ελέους σου, έλπίζων εις την άφατον εύσπλαγχνίαν σου. Θαυμάστωσον, Δέσποτα, έπ' έμέ το έλεος σου, καθώς ή Χάρις σου υπέμεινε την αναίδειαν και τον παροργισμόν της νεότητός μου, ούτος υπόμεινον και κατά το γήρας τάς κακουργίας μου. «Μη τω θυμω σου έλέγξης με, Κύριε, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» Και μη απολέσεις με δια τάς ανομίας μου. «Αμαρτίας νεότητας μου και αγνοίας μου μη μνησθής», Δέσποτα! «Εάν γαρ ανομίας παρατήρησης, Κύριε, τίς ύποστήσεται;».
Μάλιστα δε εγώ ό πολυαμάρτητος. δούλος αχρείος σου ειμί, του πανάγαθου Δεσπότου. Ένεκα της χρηστότητας σου, Ελέησον με τον ανάξιον όντα του ελέους. Ίλάσθητι τη αμαρτία μου, πολλή γαρ εστίν. Απεγνωσμένος δέομαι• φείσαι, φείσαι μου, Κύριε! Συγχώρησόν μοι τα αμαρτήματα, τα εν γνώσει και αγνοία, άπερ οίδα και ουκ οίδα. Και ρυσαι με των μελλόντων κακών. Δός μοι χείρα βοηθείας και ανάστησόν με τον μόλις ζώντα, άλλ' εως τέλους νεκρωθέντα και έχοντα καθ' ολην την φύσιν ανίατους πληγάς. Ουδείς γαρ δύναται ιάσασθαι ταύτας, ει μη συ ό πανοικτίρμων ιατρός και των ψυχών και των σωμάτων. Σύ ίασαί με, αποδίωξαν τάς επιδρομάς του εχθρού, τάς σφοδρώς ταραττούσας την ψυχήν μου. Και δός μοι σύνεσιν και νήψιν και δύναμιν δια το έργον σου το αγιον. "Άνευ γαρ της βοηθείας σου ου δυνάμεθα αγαθόν τι ποιείν ουδαμώς . Και αξίωσαν με νεκρωθήναι από των επιθυμιών των ματαίων του κόσμου τούτου, και οίς οίδας κρίμασιν άχρι τέλους μη απολεσθήναι. Είτε θέλω, είτε ου θέλω, σώσόν με! Μη εάσης κατ' εμού, Δέσποτα, πειρασμούς υπέρ την δύναμίν μου, ή θλίψεις ή πόνους, άλλα δός μοι την έκβασιν και ισχύν του υπομείναι πάντα τα επερχόμενα μοι μετ' ευχαριστίας.
Μη έκκόψης με τη αξίνη του θανάτου ως το άκαρπον δένδρον, ως μη έχοντα καρπούς αγαθών έργων, αλλά άξίωσόν με τον υπόλοιπο χρόνον της ζωής μου εν αληθεί μετάνοια τελέσαι, εν τηρήσει των εντολών σου, και ποιείν το θέλημα σου το αγαθόν και εύάρεστον και τέλειον. Δώρησαί μοι Κύριε, προσευχήν αδιάλειπτον εν καρδία ταπεινή. Στερέωσον τον νουν μου ασάλευτον εν τη στάσει των αγαθών. Δός μοι, Δέσποτα, κατάνυξιν και δάκρυα όπως κλαύσω τάς αμαρτίας μου. Ναι, Κύριε και εύεργέτα μου, δός μοι τω μη εχοντι ταύτα, ίνα θερμανθη ή καρδία μου τοις δάκρυσι τη προς σε αγάπης. Και γλυκάνας την πικρανθείσάν μου ψυχήν, δώρησαί μοι προ του θανάτου παρησίαν και το αρραβώνα της Χάριτος. Και άξίωσόν με αγαθόν δέξασθαι το φοβερόν τέλος του θανάτου. Οίκτιρον και ελέησον τότε την εναγεστάτην και πολυαμάρτητόν μου ψυχήν. Και του τότε πικρού και ανέκφραστου ολέθρου και της θλίψεως και του πόνου ρυσαι αυτήν, και μη παραδώς αυτήν τοις σκοτεινοίς και πονηροίς δαίμοσιν, αλλά μακράν αποδίωξαν και άφαντους ποίησόν μοι τούτους. Φωτεινόν άγγελον ειρήνης πέμψας μοι αφελέσθαι αυτήν, πράως αποχώρισον αυτήν του ρυπαρού μου σώματος, και καθαράν αυτήν δια μετανοίας και εξομολογήσεως παράλαβε Εν δε τη φοβερά ήμερα της δικαίας κρίσεως σου μην ελέκξεις μου τα κακά έργα ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, άλλα πάντα τα χειρόγραφα των αμαρτιών μου διάρρηξον και άκυρα ποίησον. Και λύτρωσαί με της αιωνίου κολάσεως και της των σωζόμενων μερίδος με άξίωσόν, πρεσβείαις της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου, προστασία των αγίων ουρανίων Δυνάμεων των Ασωμάτων και ευχαίς πάντων των Αγίων, ότι σοι τω μόνω εν Τριάδι δοξαζομένω Θεώ ευχαριστώ και προσκυνώ, και σε τιμώ, δοξάζω και μεγαλύνω γλώσση και καρδία και διάνοια και πάσι τοις διαλογισμοίς και ταίς αίσθήσεσι και τοις μέλεσι της ψυχής και του σώματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν