Το βεβαιωθήναι τινα εν τη αιτήσει της ευχής αυτού εν τη ελπίδι του Θεού, τούτο μέρος άριστον της χάριτος της πίστεως. Βεβαίωσις δε της εις Θεόν πίστεως ουκ εστίν η υγεία της ομολογίας, ει και μήτηρ εστί της πίστεως, αλλά ψυχή η θεωρούσα την αλήθειαν του Θεού εκ της της πολιτείας δυνάμεως. Όταν εύρης εν ταίς αγίαις Γραφαίς την πίστιν μεμιγμένην ταίς πολιτείαις, ουχί περί της ορθής ομολογίας θήσεις την περί αυτής θεωρίαν. Ουδέποτε γαρ καταλαμβάνεται η πίστις, η παρέχουσα πληροφορίαν της ελπίδος, εκ των αβαπτίστων ή εκ των εφθαρμένων την διάνοιαν εκ της αληθείας. Πληροφορία γαρ της πίστεως αποκαλύπτεται τοις υψηλοίς εν τη ψυχή, κατά την αναλογίαν των τρόπων των προσεχόντων εις την δι Η διηνεκής μελέτη εν τη Γραφή το φως εστί της ψυχής. Αύτη γαρ ενσημαίνει τη ψυχή μνήμας ωφελίμους, του παραφυλάξασθαι εκ των παθών, του διαμένειν τε εν τω προς Θεόν πόθω, εν τη αγνεία της προσευχής, αλλά και κατευθύνει έμπροσθεν ημών οδόν ειρήνης των ιχνών των αγίων. Όμως μή διστάσης εις τάς ευχάς ημών των στίχων, ότε ουκ ακολουθεί αυταίς πολύ εξυπνισμός και κατάνυξις διηνεκής, ή εν ταίς ευχαίς ή εν τη αναγνώσει κατά πάσαν ώραν.
Λόγους από πείρας λεγομένους εξ ανάγκης δέχου, ει και ο λαλών αυτούς ιδιώτης εστί. Διότι οι θησαυροί των βασιλέων οι μεγάλοι των επί της γης ου καταφρονούσι δέξασθαι προσθήκην αβόλου απαιτητού και εκ των ρυάκων των μικρών πλημμυρούνται οι ποταμοί και μεγαλύνονται εν τη ρύσει αυτών.
Περι φυλακής μνημών
Εάν γαρ η μνήμη των αγαθών ανακαινίζη εν ημίν την αρετήν, όταν ταύτα διαλογιζώμεθα, δήλον ότι και η μνήμη της ακολασίας ανακαινίζει εν τη διάνοια ημών επιθυμίαν αισχράν, όταν αυτής μνημονεύσωμεν. Διότι η έκαστου τούτων μνήμη διαφοράν των πραγμάτων ενσημαίνει και διαγράφει εν τοις διαλογισμοίς ημών και δεικνύει ημών ώσπερ εν δακτύλω, ή των λογισμών ημών αισχρότητα ή το της πολιτείας της ημετέρας υψηλόν, και κραταιοί εν ημίν τους λογισμούς και τάς κινήσεις, ήτοι των δεξιών ή των αριστερών. Και γινόμεθα μελετώντες εν τω κρυπτώ της διανοίας ημών, και εικονίζεται ο μερισμός της πολιτείας ημών εν τη μελέτη της διανοίας ημών, ίνα εξ ανάγκης θεωρώμεν εαυτούς διαπαντός.
Λοιπόν, ουχί η μελέτη μόνη βλάπτει τον έχοντα αυτήν, αλλά συν αυτή και η θεωρία και η μνήμη πάλιν η ταύτα αναπληρούσα. Και ου μόνη η εργασία της αρετής βοηθεί τω τελειούντι αυτήν μεγάλως, αλλά καί η φαντασία της διανοίας, η εικονιζόμενη εκ της μνήμης των προσώπων των εργασαμένων αυτήν.
Καί εκ τούτου γνωστόν εστίν, ότι οι πλείστοι, οι την τάξιν της καθαρότητος φθάσαντες προς θεωρίαν τινών αγίων, αξιούνται εν τη θεωρία της νυκτός πάντοτε, και εν τη ημέρα κατά πάσαν ώραν ύλη αυτοίς χαράς εγγίνεται εν τη της διανοίας νοητή αδολεσχία η τούτων θεωρία σφραγισθέντων εν ταίς ψυχαίς αυτών. Και τούτου χάριν εν θερμότητι προσέρχονται τη εργασία των αρετών καί φλόξ περισσή εμπίπτει εν αυτοίς εις την επιθυμίαν αυτών.
Καί λέγουσιν ότι οι άγιοι άγγελοι λαμβάνουσι τα ομοιώματα τίνων αγίων, των τιμίων και αγαθών, καί δεικνύουσιν αυτά εν τη φαντασία του ύπνου τη ψυχή εν τω μετεωρισμώ των διαλογισμών αυτής, εις χαράν και περιποίησιν και αγαλλίαμα. Και εν ημέρα κινούσιν αυτά αεί εν τη των λογισμών αυτών θεωρία, και ελαφρύνεται η εργασία αυτής εκ της χαράς των αγίων.
Ούτω και εν τη συνεχεία των πολέμων. Ό έχων συνήθειαν μελετάν εν τοις κακοίς, υπό των δαιμόνων εν τη ομοιότητι ταύτη φαντάζεται. Λαμβάνουσι γαρ ομοίωσιν καί δεικνύουσι τη ψυχή φαντασίας πτοούσας αυτήν, πλέον εν τη μνήμη τη ημερινή εν τούτοις μεσάζοντες. Καί ποτέ μεν εν τη θεωρία ταύτη τη φοβερά, τη πτοούση την ψυχήν, ασθενείν αυτήν ποιουσι, ποτέ δε πάλιν δεικνύουσιν αυτή την δυσχέρειαν της πολιτείας, την εν τη ησυχία και τη μονώσει και έτερα τίνα.
Καί ημείς ούν, αδελφοί, περί του προσέχειν ταίς μνήμαις και τούτων τεκμαίρεσθαι την κατάστασιν της ψυχής, λάβωμεν άρτι το διακρίνειν αεί εν ταίς μνήμαις της μελέτης ημών, ποίαις ομιλούμεν αυτών και ποίαις αποδιώκομεν αφ' ημών ταχέως, όταν προσεγγίσωσι τω φρονήματι ημών, εάν ταίς εκ της προνοίας διαμονών των ριπτόντων την ύλην τοις πάθεσιν, είτε ταίς εκ της επιθυμίας και του θυμού, ή ταίς εκ των αγίων Αγγέλων των παρεχόντων το νεύμα της χαράς και της γνώσεως, τάς μνήμας τε τάς εν τοις λογισμοίς τάς εξυπνιζούσας ημάς εν τω προς ημάς αυτών πλησιασμώ, ή ταίς εκ των προλήψεων των προλαβουσών εν αισθήσει, εξ ων κινούνται εν τη ψυχή οι λογισμοί, οι αρπάζοντες εν τω μέρει τω ένι εξ αυτών. Την δε πείραν των δύο τούτων εν τη διαγνώσει της διακρίσεως κτησόμεθα, την θεωρίαν τε αυτών και την ομιλίαν
και την εργασίαν των έργων αυτών, και εκάστη εξ αυτών ακολουθείν ποιήσομεν ευχήν αφωρισμένην.
Περί διαφοράς της αγάπης
Η αγάπη, ή εκ τίνων γινομένη πραγμάτων, ως λαμπάς εστί μικρά εκ του ελαίου εκτρεφομένη, και ούτω συνίσταται το φως αυτής ή και ως χείμαρρος ρέων εκ του υετού, ούπερ η ρεύσις καταπαύεται, της συνιστώσης αυτόν ύλης λείψιν παθούσης. Η αγάπη δε, η τον Θεόν αίτιον έχουσα, ως πηγή εστί βρύουσα και ουδέποτε τα ρεύματα αυτής ανακόπτεται αυτός γαρ μόνος εστί της αγάπης πηγή και ανελλιπής η ύλη αυτής.
Πώς οφείλεις εύχεσθαι αρεμβάστως
Θέλεις τρυφήσαι εν τη στιχολογία της λειτουργίας σου και λαβείν αίσθησιν των λογίων του Πνεύματος των υπό σου λεγομένων; Τελείως την ποσότητα άφες και την γνώσιν των μέτρων των εν αυτοίς μή στήσης και τους στίχους ίνα λέγης ως εν τοις τρόποις της ευχής, και τον εκστηθισμόν τον συνήθη κατάλειψαι, και νόησον όπερ σοι λέγω. Και όπερ ιστορικώς είρηται, ως εν αναγνώσει τινός των υπό Θεού κυβερνωμένων, έστω η διάνοια σου θεωρούσα εν τη μελέτη αυτών, έως αν εις τάς κατανοήσεις αυτών τάς μεγάλας εξυπνισθή σου η ψυχή τη εκπλήξει της οικονομίας και εκ τούτου κινηθήναι ή είς δοξολογίαν ή είς λύπην επωφεληθή. Και ει τι εστίν είς ευχήν, καθ' εαυτού λάβε. Και όταν βεβαιωθή η διάνοια εν τούτοις, η σύγχυσις έκτοτε δίδωσι τόπον και απέρχεται.
Ούκ έστι γαρ εν τη εργασία τη δουλική ειρήνη της διανοίας, ουδέ εν τη ελευθερία των τέκνων σύγχυσις της ταραχής.¨Εθος γαρ έχει η σύγχυσις αφαιρείν την γεύσιν της συνέσεως και της κατανοήσεως και σκυλεύσαι τα νοήματα τα εν αυτοίς, καθάπερ βδέλλα η συμπίνουσα την ζωήν των σωμάτων εν τω αίματι των μελών αυτών. Και γαρ όχημα διαβόλου, ει δυνατόν, πρέπει ονομάζεσθαι την σύγχυσιν. Διότι ό Σατανάς κατά την ομοίωσιν του ηνιόχου έθος έχει επιβαίνειν τω νω και λαμβάνειν το άθροισμα μετ' αυτού των παθών και εισέρχεσθαι είς την ταλαίπωρον ψυχήν και καταποντίζειν αυτήν εν συγχύσει
Και τούτο δε εν διακρίσει νόησον. Μη γίνου εν τοις στίχοις της ψαλμωδίας σου ως παρ' άλλου δεχόμενος τους λόγους, ίνα μη οιηθής το έργον της μελέτης πληθύνειν αδιαλείπτως, και της κατανύξεως και της χαράς της εν αυτοίς παρέλθης τελείως αλλ' ως εξ εαυτού, ίνα λέγης τους λόγους σου εν τη δεήσει σου εν κατανύξει και κατανοήσει της διακρίσεως, ως ο συνιων το έργον αυτού αληθώς.
Σημείωσαι πόθεν τίκτεται η ακηδία και πόθεν ο μετεωρισμός
Η ακηδία εκ του μετεωρισμού της διανοίας, και ούτος εκ της των έργων αργίας και της αναγνώσεως και της ματαίας συντυχίας ή γίνεται, της γαστρός πεπληρωμένης.
Ότι ού δει αντιλέγειν τοις λογισμοίς, αλλά παραρριπτείν εαυτόν τω Θεώ
Ο μη αντιλέγων τοις εν ημίν υποσπειρομένοις υπό του εχθρού λογισμοίς, αλλά δια της προς τον Θεόν ικεσίας την προς αυτούς ομιλίαν εκόπτων, τούτο σημείον εστίν, ότι εύρεν ο νους σοφίαν παρά της χάριτος και εκ πολλών έργων ηλευθέρωσεν αυτόν η γνώσις αυτού η αληθινή. Και εν τη εύρεσει της συντόμου τρίβου, ην έφθασε, τον πολύν μετεωρισμόν της μακράς οδού εξέκοψε. Διότι ουκ εν παντί καιρώ έχομεν δύναμιν αντιλέγειν πάσι τοις λογισμοίς, τοις αντικειμένοις ημίν, ώστε παύσαι αυτούς, αλλά πολλάκις λαμβάνομεν πληγήν εξ αυτών, την μη θεραπευομένην εν πολλώ καιρώ. Εξ εναντίας γαρ τούτων των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρει εαυτόν δογματίσαι. Και γίνεται τούτο αυτοίς παρασκευή, εν η δυνήσονται πλήξαί σε υπέρμετρα της σοφίας σου και της φρονήσεώς σου. Αλλά και ότε νικήσεις αυτούς συ, ο ρύπος των λογισμών μολύνει την διάνοιάν σου και η οσμή της δυσωδίας αυτών πολλήν εναπομένει καιρόν τη οσφρήσει σου. Εν τω πρώτω δε τρόπω εκ τούτων απάντων μετά του φόβου γίνη ελεύθερος. Διότι ουκ έστι βοήθεια άλλη, ως ο Θεός.
Περί δακρύων
Τά δάκρυα τα εν τη ευχή σημείον εστί του ελέους του Θεού, ούπερ ηξιώθη η ψυχή εν τη εαυτής μετάνοια, και ότι προσεδέχθη και ήρξατο εισέρχεσθαι εις πεδιάδα της καθαρότητος εν τοις δάκρυσιν. Εάν γαρ μη αρθώσιν οι λογισμοί των παρερχομένων και ρίψωσιν εξ εαυτών την ελπίδα του κόσμου και κινηθή εξ αυτών η καταφρόνησις αυτού και άρξωνται αγαθά εφόδια της εξόδου αυτών παρασκευάζειν και άρξωνται εν τη ψυχή λογισμοί κινείσθαι των όντων εκείσε, ου δύνανται οι οφθαλμοί δακρύειν. Τα δάκρυα γαρ εκ της ακραιφνούς αδολεσχίας και αμετεωρίστου, των λογισμών τε των πολλών και συνεχών και ακλινώς γινομένων, και εκ μνήμης τινός λεπτού γινομένου εν τη διάνοια και λυπούντος την καρδίαν εκ της μνήμης αυτού. Και εκ τούτων τα δάκρυα πληθύνονται και επί πλέον αυξάνονται.
Περί εργόχειρου και φιλαργυρίας
Όταν στραφης εις το έργον των χειρών εν τη διαμονή της ησυχίας σου, μη θήσης την εντολήν των Πατέρων κάλυμμα της φιλαργυρίας σου. 'Έργον μικρόν έστω σοι χάριν της ακηδίας σου, το μη ταράσσον τον νουν. Εάν
σύνην τω έργω χρήσασθαι πλέον επιθυμής, γνώθι, ότι η ευχή ανωτέρα ταύτης εστίν εν τη τάξει αυτής. Εάν δε δια την χρείαν του σώματος σου, ει μη άπληστος η, αρκεί σοι εις πλήρωσιν της χρείας σου εκείνο, όπερ ο Θεός οικονομεί σοι. Ουδέ ποτέ γαρ αφήκεν ο Θεός τους εργάτας αυτού ενδεείς γενέσθαι των παρερχομένων. «Ζητείτε γαρ πρώτον», είπεν ο Κύριος, «την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», προ του αιτήσασθαι υμάς.
Είπε γαρ τις των άγιων, ότι ουχί αύτη εστίν η τάξις της πολιτείας σου, του κορέσαι τους πεινώντας και γενέσθαιτο κελλίον σου ξενοδοχείον των ξένων. Αύτη γαρ η πολιτείατων κοσμικών εστί και μάλλον αυτοίς πρέπει ως καλόν, ουχίτοις αναχωρηταίς και ελευθέροις των ορωμένων και φυλάττουσι τον νουν αυτών εν τη προσευχή.