'Οταν θέλησης στήναι εν τη λειτουργία της αγρυπνίας σου συνεργούντος σοι του Θεού, ποίησον ως λέγω σοι. Κλίνον σου τα γόνατα κατά το έθος και ανάστα, και μη ευθέως άρξη της λειτουργίας σου, άλλ' όταν προσεύξη πρώτον και τελείωσης αυτήν και σφράγισης την καρδίαν σου και τα μέλη σου εν τω ζωοποιώ τύπω του σταυρού, στήθι ως εν ροπή ώρας σιωπών, έως αν αναπαυθώσιν αι αισθήσεις σου και οι λογισμοί σου γαληνιάσωσι, και μετά τούτο ύψωσον την θεωρίαν σου την εσωτέραν προς Κύριον και πείσον αυτόν εν λύπη ενισχύσαι την ασθένειάν σου και γενέσθαι την στιχολογίαν σου και τάς εννοίας της καρδίας σου ευαρέστους τω θελήματι αυτού τω αγίω. Και ειπέ ησύχως εν τη ευχή της καρδίας σου ούτω.
Ευχή
Κύριε Ιησού ο Θεός μου, ο επισκεπτόμενος την κτίσιν σου, ώ δήλα τα πάθη μου και η ασθένεια της φύσεως ημών και η ισχύς του αντιπάλου ημών, συ αυτός σκέπασαν με εκ της κακίας αυτού. Διότι η δύναμις αυτού κραταιά και η φύσις ημών ταλαίπωρος και η δύναμις μών ασθενής. Σύ ούν, αγαθέ, ο επι­σταμένος την ασθένειαν ημών, ό καί βαστάζων την δυσκολίαν της αδυναμίας ημών, φύλαξον με εκ της ταραχής των λογι­σμών και του κατακλυσμού των παθών, και άξιον ποίησον με ταύτης της λειτουργίας της αγίας, μήπως εν τοις πάθεσί μου φθείρω την γλυκύτητα αυτής καί ευρεθώ αναιδής ενώπιον σου και τολμηρός.
Δεί δε ημάς εν πάση ελευθερία πορεύεσθαι εν τη λειτουργία ημών, έξωθεν πάσης διανοίας νηπιώδους τεταραγμένης. Εάν δε ίδωμεν, ότι ώρα ουκ εστί πολλή και ορθρίζωμεν προ του τελειώσαι ημάς, εάσωμεν εκουσίως εν γνώσει δόξαν μίαν η και δύο εκ του έθους, ίνα μη γένηται τόπος τη ταραχή, αφανίσαι την γεύσιν της λειτουργίας ημών καί θολώσωμεν τους ψαλμούς της πρώτης ώρας.
Εαν, ηνίκα λειτουργείς, προσλαλήση σοι και ψιθυρίση ο λογισμός λέγων σοι, 'Τάχυνον ολίγον καί πληθύνεσθαι το έργον, και εκλυτρώση ταχέως9, μη κανονίσης σεαυτόν εάν δε σφοδροτέρως οχλή εν τούτω, στράφηθι ευθέως εις τα οπίσω δόξαν μίαν ή όσον εθέλεις, και έκαστον στίχον βαστάζοντα τον τρόπον της ευχής μετά κατανοήσεως στιχολόγησον αυτόν πολλάς βολάς καί εάν πάλιν ταράξη σε ή σφίγξη κατά σου, άφες την στιχολογίαν καί θού το γόνυ εις προσευχήν και ειπέ Εγώ ου ρήματα θέλω μετρήσαι, αλλά τάς μονάς καταφθάσαι. Εν πάση γαρ τρίβω μου, η οδηγήσεις με, ταχέως εγώ εν αυτή πορεύσομαι. Εκείνος ο λαός ο χωνεύσας τον μόσχον εν τη ερήμω, τεσσαράκοντα έτη επορεύθησαν αυτήν διερχόμενοι, ανερχόμε­νοι και κατερχόμενοι τα όρη και τους βουνούς, και την γήν της επαγγελίας ουδέ μακρόθεν εθεάσαντο.
Εάν δε όταν αγρυπνής, η στάσις νικήση σε εκ του μήκους της εκτάσεως και ασθενήσης εκ της ατονίας και είπη σοι ο λογισμός, μάλλον δε ο κακομήχανος προσλαλήση τω λογισμώ, καθώς και τω όφει Τελείωσον, επεί ου δύνασαι στήναι', ειπέ αυτώ, Όύχ ούτως, αλλά καθίσαιμι κάθισμα εν (και αυτό κρείττον του ύπνου)'. Και εάν η γλώσσα μου σιωπά και ου λέγη ψαλμόν, η διάνοια μου δε αδολεσχή μετά του Θεού εν τη ευχή και τη ομιλία τη μετ' αυτού, η εγρήγορσις εκ παντός του ύπνου ωφελιμωτέρα εστίν.
Ουχί η στάσις δε όλη η αγρυπνία εστίν, ουδέ πάλιν η στιχολογία των ψαλμών μόνων, άλλ' έστιν: α', ο εν ψαλμοίς εκφέρων όλην την νύκτα* β', και εστίν ο εν μετανοία και ευχαίς κατανύξεως και καταλίσεσιν επί της γης- γ', και εστίν ο εν κλαυθμώ και δάκρυσι και θρήνοις επί τοις εαυτού παραπτώμασιν. Ερρέθη περί τίνος των πρώτων ημών, ότι τεσσαράκοντα έτη εις λόγος ην ή ευχή αυτού, "Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον'. Και ήκουον αυτού οί πατέρες μελετώντος τον στίχον εν λύπη ότι έκλαιε και ούχ ησύχαζε και αντί της λειτουργίας ην αυτώ αυτή η ευχή μόνη νυκτός και ημέρας
δ΄ και έστιν ο ολίγα εσπέρας στιχολογών, το δε υπόλοιπον της νυκτός διατριβών είς τροπάρια ε', και έστιν ο εις δοξολογίαν και ανάγνωσιν στ', και εστί πάλιν ο τιθείς εαυτώ όρον μη κλίναι γόνυ κατ' εκείνον τον καιρόν, μεθ' ου επολέμει ο λογισμός της πορνείας.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας των αιώ­νων. Αμήν.