Όσον καταφρονήσει ο άνθρωπος τούτου τον κόσμου και σπουδάσει εις τον φόβον του Θεού, τοσούτον προσεγγίζει αυτώ θεία πρόνοια και της αντιλήψεως αυτής κρυπτώς αισθάνεται και δίδονται αυτώ λογισμοί καθαροί εις το συνιέναι αυτήν. Και εάν τις εκουσίως στερηθή των κοσμικών αγαθών, καθ' όσον στερείται εξ αυτών, κατά τοσούτον το έλεος του Θεού ακολουθεί και βαστάζει αυτόν η φιλανθρωπία του Θεού. Δόξα τω εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς σώζοντι ημάς και εν πάσι τούτοις παρέχοντι αφορμήν εις την εύρεσιν της ζωής ημών. Των γαρ εκ του θελήματος αυτών εξασθενούντων κτήσασθαι την ζωήν αυτών εν λύπαις ακουσίοις προσβιβάζει τάς ψυχάς αυτών προς την αρετήν. Και γαρ ο Λάζαρος εκείνος ο πτωχός ουκ ην εκ του θελήματος αυτού στερούμενος των αγαθών του κόσμου τούτου, αλλά και το σώμα αυτού πεπληγμένον ην τοις τραύμασι και δύο πάθη πικρά ήσαν εν αύτω, ώνπερ έκαστον χείρον του άλλου ην, όμως εν τοις κόλποις του Αβραάμ ετιμήθη εσχάτως. Ο Θεός εγγύς εστί της λυπηράς καρδίας του εν θλίψει βοώντος προς αυτόν. Και εάν εις τα σωματικά ποτέ υστέρηση ή άλλως θλίψη, έως αν υπομένωμεν αυτά εις αντίληψιν ημών ποιείται, ώσπερ ιατρός εν βαρύτατη νοσώ χειρουργών την υγείαν πραγματεύεται, αλλ' όμως κατά ψυχήν μεγάλως φιλανθρωπεύεται εις αυτόν ο Κύριος προς την σκληρότητα των πόνων της λύπης αυτού.
Ότε ούν η επιθυμία του πόθου του Χριστού ούχ ούτως εκνικά εν σοι, ώστε είναι σε απαθή εν πάση θλίψει σου, δια την εν αυτώ χαράν, γνώθι ότι ο κόσμος ζη εν σοι πλέον του Χριστού. Και ότε η αρρωστία και η ένδεια, ή ο αφανισμός του σώματος ή ο φόβος των βλαπτόντων αυτό ταράσσει την διάνοιαν σου εκ της χαράς της ελπίδος σου και εκ της κατά Κύριον, γνώθι ότι το σώμα ζη εν σοι και ούχ ο Χριστός. Και απλώς ειπείν, ούπερ γαρ ο πόθος ισχύει και κατακρατεί εν σοι, εκείνο εστί το ζών εν σοι. Εάν δε γένη ανελλιπώς έχων τάς χρείας σου και έχης ερρώμενον και μη έχης φόβον εκ των εναντίων και λέγης ότι δύνη τότε καθαρώς οδεύσαι προς Χριστόν, γνώθι ότι αρρωστείς κατά διανοίαν και υστερείς της γεύσεως της δόξης του Θεού. Ούχ ότι δε τοιούτος εί, κρίνω σε, αλλά μάλλον, ίνα γνώς πόσον υστερείς της τελειότητας, εί και εν μέρει τινι της πολιτείας των αγίων Πατέρων των προ ημών εί.
Και μη είπης, ότι ουχ ευρέθη άνθρωπος, ούτινος τελείως η διανοία αυτού υψώθη εκ της ασθενείας. Όταν το σώμα ναυαγή εν πειρασμοίς και θλίψεσι και εκνικά το μέρος του πόθου του Χριστού την λύπην της διανοίας. Σιωπήσω του ενέγκαι είς μνήμην τους αγίους μάρτυρας, μήπως ου δυνήσομαι στήναι ενώπιον του βάθους των παθών αυτών, και όσον ενίκησε το μέρος της υπομονής, το εκ της δυνάμεως της αγάπης του Χριστού την πολλήν θλίψιν και τον πόθον του σώματος. Αλλά δια το είναι ταύτα, και μόνη τη μνήμη αυτών, θλιβερά τη ανθρωπίνη φύσει, ότι ταράσσουσιν εν τη μεγαλωσύνη του πράγματος και εν τη θαυμαστή θεωρία αυτών, εάσωμεν ταύτα.
Σκοπήσωμεν δε τους αθεούς φιλοσόφους λεγόμενους. Είς γαρ εξ αυτών έθηκε νόμον εν τη διανοία αυτού φυλάξαι την σιωπήν ολίγους χρόνους, και ο βασιλεύς των Ρωμαίων εθαύμασεν εκ της ακοής του πράγματος και ηθέλησε λαβείν την πείραν αυτού. Εκέλευσεν ούν αχθήναι αυτόν έμπροσθεν αυτού, και ως είδεν αυτόν σιωπώντα προς πασαν ερώτησιν παντελώς, ην ηρώτησεν αυτόν, και μη αποκρινόμενον, εθυμώθη ο βασιλεύς και εκέλευσεν αυτόν τεθνάναι, ότι ουκ ηδέσθη τον θρόνον και τον στέφανον γης δόξης αυτού. Εκείνος δε ουκ εφοβήθη, αλλά τον ίδιον αυτού νόμον εφύλαξε και παρεσκεύασεν εαυτόν εν ησυχία προς τον θάνατον. Ο δε βασιλεύς ενετείλατο τοις σπεκουλάτορσιν, ότι, εάν φοβηθή το ξίφος και λύση τον νόμον αυτού, αποκτείνατε αυτόν, εί δε τω ιδίω εμμένει θελήματι, στρέψατε αυτόν προς με ζώντα. Ότε ούν ήγγισεν είς τον τόπον τον ωρισμένον και οι επιτραπέντες θλίβοντες ηνάγκαζον αυτόν, ίνα λύση τον εαυτού νόμον και μη αποθάνη, αυτός διελογίσατο, ότι κρείσσον μοι αποθανείν εν μιά ώρα και το ίδιον μου φυλάξαι θέλημα, δι' όπερ τοσούτον ηγωνισάμην χρόνον, ή νικηθήναι εκ του φόβου του θανάτου και την σοφίαν μου καθυβρίσαι και όκνον οφλήσαι του εξ ανάγκης μοι απαντήσαντος πράγματος. Και ήπλωσεν εαυτόν αταράχως εκτιμηθήναι υπό του ξίφους. Εμηνύθη ουν ταύτα τω βασιλεί, και θαυμάσας απέλυσεν αυτόν μετ'αιδούς.
Άλλοι δε την φυσικήν επιθυμίαν τέλεον καταπάτησαν. Έτεροι τάς λοιδορίας ράον εβάστασαν, και άλλοι εν αρρωστίαις δειναίς εκαρτέρησαν αθλίπτως, και άλλοι εν θλίψεσι και συμφοραίς μεγάλαις την υπομονήν αυτών επεδείξαντο. Και ει ούτοι δια κενήν δόξαν και ελπίδα ταύτα υπέμειναν, πόσω μάλλον οι μοναχοί υπομείναι οφείλομεν, κληθέντες προς κοινωνίαν Θεού, ης αξιωθείημεν ευχαίς της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων των εν ιδρώτι του αγώνος αυτών αρεσάντων τω Χριστώ.
Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω συνάρχω αυτού Πατρί και τω συναϊδίω και ομοφυεί και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν τε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ότε ούν η επιθυμία του πόθου του Χριστού ούχ ούτως εκνικά εν σοι, ώστε είναι σε απαθή εν πάση θλίψει σου, δια την εν αυτώ χαράν, γνώθι ότι ο κόσμος ζη εν σοι πλέον του Χριστού. Και ότε η αρρωστία και η ένδεια, ή ο αφανισμός του σώματος ή ο φόβος των βλαπτόντων αυτό ταράσσει την διάνοιαν σου εκ της χαράς της ελπίδος σου και εκ της κατά Κύριον, γνώθι ότι το σώμα ζη εν σοι και ούχ ο Χριστός. Και απλώς ειπείν, ούπερ γαρ ο πόθος ισχύει και κατακρατεί εν σοι, εκείνο εστί το ζών εν σοι. Εάν δε γένη ανελλιπώς έχων τάς χρείας σου και έχης ερρώμενον και μη έχης φόβον εκ των εναντίων και λέγης ότι δύνη τότε καθαρώς οδεύσαι προς Χριστόν, γνώθι ότι αρρωστείς κατά διανοίαν και υστερείς της γεύσεως της δόξης του Θεού. Ούχ ότι δε τοιούτος εί, κρίνω σε, αλλά μάλλον, ίνα γνώς πόσον υστερείς της τελειότητας, εί και εν μέρει τινι της πολιτείας των αγίων Πατέρων των προ ημών εί.
Και μη είπης, ότι ουχ ευρέθη άνθρωπος, ούτινος τελείως η διανοία αυτού υψώθη εκ της ασθενείας. Όταν το σώμα ναυαγή εν πειρασμοίς και θλίψεσι και εκνικά το μέρος του πόθου του Χριστού την λύπην της διανοίας. Σιωπήσω του ενέγκαι είς μνήμην τους αγίους μάρτυρας, μήπως ου δυνήσομαι στήναι ενώπιον του βάθους των παθών αυτών, και όσον ενίκησε το μέρος της υπομονής, το εκ της δυνάμεως της αγάπης του Χριστού την πολλήν θλίψιν και τον πόθον του σώματος. Αλλά δια το είναι ταύτα, και μόνη τη μνήμη αυτών, θλιβερά τη ανθρωπίνη φύσει, ότι ταράσσουσιν εν τη μεγαλωσύνη του πράγματος και εν τη θαυμαστή θεωρία αυτών, εάσωμεν ταύτα.
Σκοπήσωμεν δε τους αθεούς φιλοσόφους λεγόμενους. Είς γαρ εξ αυτών έθηκε νόμον εν τη διανοία αυτού φυλάξαι την σιωπήν ολίγους χρόνους, και ο βασιλεύς των Ρωμαίων εθαύμασεν εκ της ακοής του πράγματος και ηθέλησε λαβείν την πείραν αυτού. Εκέλευσεν ούν αχθήναι αυτόν έμπροσθεν αυτού, και ως είδεν αυτόν σιωπώντα προς πασαν ερώτησιν παντελώς, ην ηρώτησεν αυτόν, και μη αποκρινόμενον, εθυμώθη ο βασιλεύς και εκέλευσεν αυτόν τεθνάναι, ότι ουκ ηδέσθη τον θρόνον και τον στέφανον γης δόξης αυτού. Εκείνος δε ουκ εφοβήθη, αλλά τον ίδιον αυτού νόμον εφύλαξε και παρεσκεύασεν εαυτόν εν ησυχία προς τον θάνατον. Ο δε βασιλεύς ενετείλατο τοις σπεκουλάτορσιν, ότι, εάν φοβηθή το ξίφος και λύση τον νόμον αυτού, αποκτείνατε αυτόν, εί δε τω ιδίω εμμένει θελήματι, στρέψατε αυτόν προς με ζώντα. Ότε ούν ήγγισεν είς τον τόπον τον ωρισμένον και οι επιτραπέντες θλίβοντες ηνάγκαζον αυτόν, ίνα λύση τον εαυτού νόμον και μη αποθάνη, αυτός διελογίσατο, ότι κρείσσον μοι αποθανείν εν μιά ώρα και το ίδιον μου φυλάξαι θέλημα, δι' όπερ τοσούτον ηγωνισάμην χρόνον, ή νικηθήναι εκ του φόβου του θανάτου και την σοφίαν μου καθυβρίσαι και όκνον οφλήσαι του εξ ανάγκης μοι απαντήσαντος πράγματος. Και ήπλωσεν εαυτόν αταράχως εκτιμηθήναι υπό του ξίφους. Εμηνύθη ουν ταύτα τω βασιλεί, και θαυμάσας απέλυσεν αυτόν μετ'αιδούς.
Άλλοι δε την φυσικήν επιθυμίαν τέλεον καταπάτησαν. Έτεροι τάς λοιδορίας ράον εβάστασαν, και άλλοι εν αρρωστίαις δειναίς εκαρτέρησαν αθλίπτως, και άλλοι εν θλίψεσι και συμφοραίς μεγάλαις την υπομονήν αυτών επεδείξαντο. Και ει ούτοι δια κενήν δόξαν και ελπίδα ταύτα υπέμειναν, πόσω μάλλον οι μοναχοί υπομείναι οφείλομεν, κληθέντες προς κοινωνίαν Θεού, ης αξιωθείημεν ευχαίς της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων των εν ιδρώτι του αγώνος αυτών αρεσάντων τω Χριστώ.
Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω συνάρχω αυτού Πατρί και τω συναϊδίω και ομοφυεί και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν τε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.