Αύτη εστίν η τάξις η σώφρων και Θεώ προσφιλής, το μή περιβλέπειν τοις οφθαλμοίς ώδε κακείσε, αλλά πάντοτε τοις έμπροσθεν επεκτείνεσθαι και μη αργολογείν, αλλά τα μόνα αναγκαία λαλείν και ενδύμασι πενιχροίς αυταρκείσθαι προς την χρείαν του σώματος, και ούτω τοις βρώμασι τοις συνιστάνουσι το σώμα κεχρήσθαι και μη τη γαστριμαργία. Μεταλαμβάνειν από πάντων προς ολίγον και μη τα μεν εκφαυλίζειν, τα δε εκλέγεσθαι και εκ τούτων θέλειν εμπλήσαι την γαστέρα. Μείζων πάσης αρετής η διάκρισις. Οίνου δε, χωρίς ετέρων ή εκτός ασθενείας ή αδυναμίας, μη μεταλαμβάνης. Μη εκκόψης τον λόγον του λαλούντος και ως απαίδευτος αντιφθέγξη, αλλ’ ως σοφός πάγιος ίσο. Και όπου δ' αν ευρέθης, μικρότερον σεαυτόν λογίζου και υπηρέτην των αδελφών σου.
Μή γύμνωσης έμπροσθεν τινός τι των μελών σου, μη δε προσέγγισης σώματι τίνος, εκτός αναγκαίας αιτίας- μηδέ τω σώματι τω σώ τίνα προσεγγίσαι εάσης, χωρίς εύλογου, ως έφην, αιτίας. Έκκλινον από της παρρησίας, ως από θανάτου. Κτήσαι δε σώφρονα τάξιν τω ύπνω σου, ίνα μη απομακρυνθή από σου η δύναμις η περιφρουρούσα σε, όπου δ' αν κοιμηθής, εί δυνατόν μηδεις σε θεάσηται. Πτύελον έμπροσθεν τίνος μη ρίψης, εάν δε σοι βήξ επέλθη καθημένω, στρέψον σου το πρόσωπον εις τουπίσω, και ούτω βήξον. Μετά σωφροσύνης φάγε και πίε, ως πρέπει τέκνοις Θεού.
Μή εκτείνης σήν χείρα του λαβείν τι άπ' έμπροσθεν των εταίρων σου άναιδώς. Εάν δε καθίση μετά σου ξένος, πρότρεψον αυτόν άπαξ και δις εις το φαγείν και ευτάκτως παράθες τη τραπέζη και μη τεταραγμένως. Ευτάκτως κάθισον και συνεσταλμένως, μη γυμνών τι των μελών σου. Όταν χασμάσαι, σκέπαζε σου το στόμα, του μη θεαθήναι, κρατήσαντος γαρ τάς αναπνοάς σου, παρελεύσεται. Εάν εισέλθης εις το κελλίον του σου επιστάτου ή φίλου ή μαθητού, παραφυλάττου τους σους οφθαλμούς, του μη ιδείν τι των όντων εκεί, εάν δε αναγκασθής υπό του λογισμού, πρόσχες, ίνα μη υπακούσης και ποίησης τούτο· ο γαρ εν τούτοις αναιδώς διακείμενος, ξένος εστί του μοναχικού σχήματος και του Χριστού, του τούτο το σχήμα χαρισαμένου ημίν. Μη πρόσχης τοις τόποις, εν οις κέκρυπται τα σκεύη του κελλίου του φίλου σου. Μετά γαλήνης άνοιξον σήν θύραν και κλείσον, και την του εταίρου σου. Μη αιφνιδίως προς τίνα εισέλθης, αλλά, κρούσας έξωθεν και προτραπείς, τότε είσελθε ευλαβώς.
Μη σπουδάσης εν τω σώ βαδίσματι, εκτός αναγκαίας χρείας κατεπειγούσης σε. Γενού τοις πασιν υπήκοος ενπαντι έργω αγαθώ, ίνα μη γένηται έργον διαβολικόν. Εν πραότητι πάσι διαλέγου και μετά σωφροσύνης προς πάντας ατένισον και μη εμπλήσης σους οφθαλμούς από προσώπου τινός. Πορευόμενος εν τη οδώ, μη προκαταλάβης τους μείζονάς σου, εάν δε προκαταληφθη ο εταίρος σου, μικρόν προλαβών, έκδεξαι τούτον. Ο γαρ μη ποιών ούτως, άφρων εστί και χοίρω μη έχοντι νόμον παραπλήσιος. Εάν λαλήση ο εταίρος σου τισιν απαντήσασιν, εκδέχου αυτόν και μη κατεπείγης τούτον. Ο υγιής λεγέτω τω ασθενούντι προ του καιρού, Ποιήσωμεν την χρείαν.
Μή έλέγξης τινά εν τινι παραπτώματι, αλλά σεαυτόν ήγου πασιν υπεύθυνον και του πταίσματος αίτιον. Πάν έργον ευτελές ποιείν μετά ταπεινοφροσύνης μη απαναίνου μήτε μην παραιτού. Εάν δε παραβιασθής γελάσαι, μη απαναίνου, μη φανώσι σου οι οδόντες. Εάν δε αναγκασθής λαλήσαι γυναιξί, στρέψον σου το πρόσωπον εκ της θέας αυτών, και ούτως αυταίς διαλέγου. Από δε κανονικών απέχου, ως από πυρός και ως από παγίδος διαβόλου, εκ τε της απαντήσεως αυτών και συνομιλίας και θέας, ίνα μη ψυχρανθη η καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού και χράνης σου την καρδίαν τω βορβόρω των παθών, καν ώσι σου αδελφαί κατά σάρκα, ως από ξένων σαυτόν παρατήρησαι. Εκ της μίξεως της μετά των ίδιων σου παραφυλάττου, ίνα μη ψυχρανθη ή καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού. Τάς μετά νεωτέρων παρρησίας και συντυχίας φεύγε ως φιλίαν διαβόλου. Ένα έχε συνόμιλον και συμμύστην, τον φοβούμενον τον Θεόν και έαυτω προσέχοντα πάντοτε, πτωχόν μεν όντα εν τω κατασκηνώματι αυτού, πλούσιον δε εν τοις του Θεού μυστηρίοις.
Από παντός κρύψον τα σα μυστήρια και τάς σας πράξεις και τους σους πολέμους. Μη καθίσης άνευ επιρριπταρίου έμπροσθεν τίνος, εκτός ανάγκης μετά δε σωφροσύνης είς την αναγκαίαν χρείαν έξελθε, ως ευλαβούμενος τον διατηρουντά σε Άγγελον, και μετά φόβου Θεού διατέλεσον και ανάγκασον σευατόν έως θανάτου, καν η καρδία σου απαρέσκηται.
Κρείσσον σοι φαγείν ιόν θανάσιμον ή μετά γυναικός εσθίειν, καν γένηταί σου μήτηρ ή αδελφή. Κρείσσόν σοι συνοικήσαι δράκοντι ή συγκαθεύδειν νεωτέρω και συσκεπασθήναι, καν γένηταί σου αδελφός κατά σάρκα. Εάν είπη σοι πορευομένω εν όδω τις σου μείζων, "Έρχου ίνα ψάλωμεν', μη παράκουσης αυτού. Εάν δε μη είπη, τη μεν γλώττη σιώπησον, τη δε ση καρδία τον Θεόν δοξολόγησον. Μη αντιστής τινι περί τίνος μήτε μαχεσθής μήτε ψεύση μήτε ομνύης επί τω ονόματι Κυρίου του Θεού σου. Καταφρονήθητι, και μη καταφρόνησης. Αδικήθητι, και μη αδικήσης. Κρείσσον διαφθαρήναι τα σωματικά μετά του σώματος, ή ζημιωθήναι τι των της ψυχής. Εν κρίσει μετά τίνος μη εισέλθης, άλλ' υπόμεινον κατακριθείς, ακατάκριτος ων. Μη αγαπήσης τη ση ψυχή τι των κοσμικών, άλλ' υποτάγηθι τοις ηγεμόσι και άρχουσι, και της μετ' αυτών μίξεως απέχου. Αύτη γαρ παγίς εστί, παγιδεύουσα τους αμελεστέρους εις απώλειαν.
Ω γαστρίμαργε, ο την ιδίαν ζητών θεραπεύσαι γαστέρα, κρείσσον σοι βαλείν εν τη ση κοιλία άνθρακα πυρός, ή τα τηγανίσματα των ηγουμένων και αρχόντων. Επίχεε σου έπι πάντας το έλεος και γενου συνεσταλμένος από πάντων. Εκ της πολυλογίας σαυτόν παρατήρησον αύτη γαρ σβέννυσι εκ της καρδίας τας νοεράς κινήσεις τας εκ Θεού φυομένας. Φεύγε του δογματίσαι ως από λέοντος ατάκτου μήτε μην μετά των τροφίμων της εκκλησίας είς τούτο συνεισέλθης μήτε μετά των αλλότριων. Και είς τας πλατείας των αργίλων ή μαχίμων μη περάσης, ίνα μη εμπλησθή σου η καρδία θυμού και κατακυρίευση της ψυχής σου το της πλάνης σκότος. Υπερηφάνω μη συνοίκησης, ίνα μη του αγίου Πνεύματος η ενέργεια αρθή από της ψυχής σου και γένηται οικητήριον παντός πονηρού πάθους.
Ταύτας τάς παραφυλακάς εάν φύλαξης, ώ άνθρωπε, και ασχολήσης σεαυτόν διαπαντός εν τη μελέτη του Θεού, εν αλήθεια οψεταί σου η ψυχή εν εαυτή το φως του Χριστού και εις τον αιώνα μη σκοτάση. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν
Μή γύμνωσης έμπροσθεν τινός τι των μελών σου, μη δε προσέγγισης σώματι τίνος, εκτός αναγκαίας αιτίας- μηδέ τω σώματι τω σώ τίνα προσεγγίσαι εάσης, χωρίς εύλογου, ως έφην, αιτίας. Έκκλινον από της παρρησίας, ως από θανάτου. Κτήσαι δε σώφρονα τάξιν τω ύπνω σου, ίνα μη απομακρυνθή από σου η δύναμις η περιφρουρούσα σε, όπου δ' αν κοιμηθής, εί δυνατόν μηδεις σε θεάσηται. Πτύελον έμπροσθεν τίνος μη ρίψης, εάν δε σοι βήξ επέλθη καθημένω, στρέψον σου το πρόσωπον εις τουπίσω, και ούτω βήξον. Μετά σωφροσύνης φάγε και πίε, ως πρέπει τέκνοις Θεού.
Μή εκτείνης σήν χείρα του λαβείν τι άπ' έμπροσθεν των εταίρων σου άναιδώς. Εάν δε καθίση μετά σου ξένος, πρότρεψον αυτόν άπαξ και δις εις το φαγείν και ευτάκτως παράθες τη τραπέζη και μη τεταραγμένως. Ευτάκτως κάθισον και συνεσταλμένως, μη γυμνών τι των μελών σου. Όταν χασμάσαι, σκέπαζε σου το στόμα, του μη θεαθήναι, κρατήσαντος γαρ τάς αναπνοάς σου, παρελεύσεται. Εάν εισέλθης εις το κελλίον του σου επιστάτου ή φίλου ή μαθητού, παραφυλάττου τους σους οφθαλμούς, του μη ιδείν τι των όντων εκεί, εάν δε αναγκασθής υπό του λογισμού, πρόσχες, ίνα μη υπακούσης και ποίησης τούτο· ο γαρ εν τούτοις αναιδώς διακείμενος, ξένος εστί του μοναχικού σχήματος και του Χριστού, του τούτο το σχήμα χαρισαμένου ημίν. Μη πρόσχης τοις τόποις, εν οις κέκρυπται τα σκεύη του κελλίου του φίλου σου. Μετά γαλήνης άνοιξον σήν θύραν και κλείσον, και την του εταίρου σου. Μη αιφνιδίως προς τίνα εισέλθης, αλλά, κρούσας έξωθεν και προτραπείς, τότε είσελθε ευλαβώς.
Μη σπουδάσης εν τω σώ βαδίσματι, εκτός αναγκαίας χρείας κατεπειγούσης σε. Γενού τοις πασιν υπήκοος ενπαντι έργω αγαθώ, ίνα μη γένηται έργον διαβολικόν. Εν πραότητι πάσι διαλέγου και μετά σωφροσύνης προς πάντας ατένισον και μη εμπλήσης σους οφθαλμούς από προσώπου τινός. Πορευόμενος εν τη οδώ, μη προκαταλάβης τους μείζονάς σου, εάν δε προκαταληφθη ο εταίρος σου, μικρόν προλαβών, έκδεξαι τούτον. Ο γαρ μη ποιών ούτως, άφρων εστί και χοίρω μη έχοντι νόμον παραπλήσιος. Εάν λαλήση ο εταίρος σου τισιν απαντήσασιν, εκδέχου αυτόν και μη κατεπείγης τούτον. Ο υγιής λεγέτω τω ασθενούντι προ του καιρού, Ποιήσωμεν την χρείαν.
Μή έλέγξης τινά εν τινι παραπτώματι, αλλά σεαυτόν ήγου πασιν υπεύθυνον και του πταίσματος αίτιον. Πάν έργον ευτελές ποιείν μετά ταπεινοφροσύνης μη απαναίνου μήτε μην παραιτού. Εάν δε παραβιασθής γελάσαι, μη απαναίνου, μη φανώσι σου οι οδόντες. Εάν δε αναγκασθής λαλήσαι γυναιξί, στρέψον σου το πρόσωπον εκ της θέας αυτών, και ούτως αυταίς διαλέγου. Από δε κανονικών απέχου, ως από πυρός και ως από παγίδος διαβόλου, εκ τε της απαντήσεως αυτών και συνομιλίας και θέας, ίνα μη ψυχρανθη η καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού και χράνης σου την καρδίαν τω βορβόρω των παθών, καν ώσι σου αδελφαί κατά σάρκα, ως από ξένων σαυτόν παρατήρησαι. Εκ της μίξεως της μετά των ίδιων σου παραφυλάττου, ίνα μη ψυχρανθη ή καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού. Τάς μετά νεωτέρων παρρησίας και συντυχίας φεύγε ως φιλίαν διαβόλου. Ένα έχε συνόμιλον και συμμύστην, τον φοβούμενον τον Θεόν και έαυτω προσέχοντα πάντοτε, πτωχόν μεν όντα εν τω κατασκηνώματι αυτού, πλούσιον δε εν τοις του Θεού μυστηρίοις.
Από παντός κρύψον τα σα μυστήρια και τάς σας πράξεις και τους σους πολέμους. Μη καθίσης άνευ επιρριπταρίου έμπροσθεν τίνος, εκτός ανάγκης μετά δε σωφροσύνης είς την αναγκαίαν χρείαν έξελθε, ως ευλαβούμενος τον διατηρουντά σε Άγγελον, και μετά φόβου Θεού διατέλεσον και ανάγκασον σευατόν έως θανάτου, καν η καρδία σου απαρέσκηται.
Κρείσσον σοι φαγείν ιόν θανάσιμον ή μετά γυναικός εσθίειν, καν γένηταί σου μήτηρ ή αδελφή. Κρείσσόν σοι συνοικήσαι δράκοντι ή συγκαθεύδειν νεωτέρω και συσκεπασθήναι, καν γένηταί σου αδελφός κατά σάρκα. Εάν είπη σοι πορευομένω εν όδω τις σου μείζων, "Έρχου ίνα ψάλωμεν', μη παράκουσης αυτού. Εάν δε μη είπη, τη μεν γλώττη σιώπησον, τη δε ση καρδία τον Θεόν δοξολόγησον. Μη αντιστής τινι περί τίνος μήτε μαχεσθής μήτε ψεύση μήτε ομνύης επί τω ονόματι Κυρίου του Θεού σου. Καταφρονήθητι, και μη καταφρόνησης. Αδικήθητι, και μη αδικήσης. Κρείσσον διαφθαρήναι τα σωματικά μετά του σώματος, ή ζημιωθήναι τι των της ψυχής. Εν κρίσει μετά τίνος μη εισέλθης, άλλ' υπόμεινον κατακριθείς, ακατάκριτος ων. Μη αγαπήσης τη ση ψυχή τι των κοσμικών, άλλ' υποτάγηθι τοις ηγεμόσι και άρχουσι, και της μετ' αυτών μίξεως απέχου. Αύτη γαρ παγίς εστί, παγιδεύουσα τους αμελεστέρους εις απώλειαν.
Ω γαστρίμαργε, ο την ιδίαν ζητών θεραπεύσαι γαστέρα, κρείσσον σοι βαλείν εν τη ση κοιλία άνθρακα πυρός, ή τα τηγανίσματα των ηγουμένων και αρχόντων. Επίχεε σου έπι πάντας το έλεος και γενου συνεσταλμένος από πάντων. Εκ της πολυλογίας σαυτόν παρατήρησον αύτη γαρ σβέννυσι εκ της καρδίας τας νοεράς κινήσεις τας εκ Θεού φυομένας. Φεύγε του δογματίσαι ως από λέοντος ατάκτου μήτε μην μετά των τροφίμων της εκκλησίας είς τούτο συνεισέλθης μήτε μετά των αλλότριων. Και είς τας πλατείας των αργίλων ή μαχίμων μη περάσης, ίνα μη εμπλησθή σου η καρδία θυμού και κατακυρίευση της ψυχής σου το της πλάνης σκότος. Υπερηφάνω μη συνοίκησης, ίνα μη του αγίου Πνεύματος η ενέργεια αρθή από της ψυχής σου και γένηται οικητήριον παντός πονηρού πάθους.
Ταύτας τάς παραφυλακάς εάν φύλαξης, ώ άνθρωπε, και ασχολήσης σεαυτόν διαπαντός εν τη μελέτη του Θεού, εν αλήθεια οψεταί σου η ψυχή εν εαυτή το φως του Χριστού και εις τον αιώνα μη σκοτάση. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν