Ο λόγος του Κυρίου ο αληθινός, όν είρηκεν, ότι ου δύναται τις μετά του πόθου του κόσμου την αγάπην κτήσασθαι του Θεού, ουδέ μετά της κοινωνίας αυτού δυνατόν κοινωνίαν κεκτήσθαι προς τον Θεόν, ουδέ συν τη μερίμνη αυτού έχειν την μέριμναν του Θεού. Όταν ταύτα τα του Θεού καταλείψωμεν δια την κενοδοξίαν, ή πολλάκις δια την ένδειαν της χρείας του σώματος, κλίνουσι πολλοί εξ ημών εις άλλα, οίτινες εξωμολογήσαντο εργάσασθαι τα της βασιλείας των ουρανών και ου μνημονεύουσι της επαγγελίας του Κυρίου, ης είρηκεν Εάν πάσαν μέριμναν υμών ποιήσητε περί της βασιλείας των ουρανών, ου στερήσω υμάς των της χρείας της φύσεως της ορωμένης, αλλ' έρχεται υμίν πάντα μετά των λοιπών. Ου γαρ αφήσω υμάς μεριμνήσαι περί αυτών. Περί των αψύχων πετεινών των δι' ημάς κτισθέντων μεριμνά, και ημών αμελήσειεν; Ουδαμώς. Τω μεριμνώντι εις τα πνευματικά, ή περί τίνος εξ αυτών, τα σωματικά ευτρεπίζονται αυτώ χωρίς της περί αυτά μερίμνης προς την στενοχωρίαν αυτών και προς τον καιρόν, ο δε εν τοις σωματικοίς μεριμνών πέρα του δέοντος, ακουσίως εκπίπτει και του Θεού. Εάν δε ημείς σπουδάσωμεν μεριμνήσαι είς ταύτα, τα δια το όνομα του Κυρίου, αυτός μεριμνά και περί των αμφοτέρων, κατά το μέτρον του αγώνος ημών.
Όμως ημείς την πείραν του Θεού, μη εν τοις σωματικοίς ζητήσωμεν, αντί των έργων των ψυχών ημών, αλλά περί της ελπίδος των μελλόντων τρέψωμεν πάντα τα έργα ημών. Ό γαρ προσάπαξ εξ αγάπης της ψυχής εαυτού εκδούς εαυτόν είς αρετήν και επιθυμήσας την εργασίαν αυτής τελειώσαι, ου μεριμνά πάλιν περί των σωματικών, είτε είσίν, είτε και μη, περί ων πολλάκις παραχωρεί πειραθήναι εν τοις τοιούτοις τους εναρέτους και εκ παντός τόπου αφίησιν εξυπνισθήναι κατ’ αυτών και πλήττει αυτούς εν τω σώματι αυτών, κατά τον Ιώβ, και εισφέρει αυτούς είς πτωχείαν και είς αποστασίαν της ανθρωπότητος, και πλήττει αυτούς είς άπερ κέκτηνται, μόνον δε ταίς ψυχαίς αυτών ου προσεγγίζει βλάβη.
Ου δυνατόν γαρ, εν τη οδώ της δικαιοσύνης όταν οδεύωμεν, μη απαντήσαι ημίν στυγνότητα, και το σώμα εν νόσοις μη κάμνειν και πόνοις, και αναλλοίωτον μένειν, είπερ εν τη αρετή ζην αγαπήσομεν. Άνθρωπος δε διάγων εν τω εαυτού θελήματι, εν φθονώ ή εν αφανισμώ της ψυχής αυτού ή εν τινι άλλω των βλαπτόντων αυτόν, κατάκρισιν έχει. Εάν δε, ότε πορευθείη εν τη οδώ της δικαιοσύνης και ποιείται την πορείαν αυτού προς τον Θεόν, πολλούς τε τους ομοίους αύτω κέκτηται και απαντήση τι των τοιούτων, ου πρέπει αύτω εκκλίναι εξ αυτής, αλλά μετά χαράς υποδέξασθαι δει ανεξετάστως και ευχαριστήσαι τω Θεώ, ότι έπεμψεν αύτω την χάριν ταύτην, και ηξιώθη δι' αυτόν είς πειρασμόν εμπεσείν και κοινωνός γενέσθαι των παθημάτων των Προφητών τε και Αποστόλων και των λοιπών Αγίων, των όπερ της οδού ταύτης υπομεινάντων τάς θλίψεις, είτε εξ ανθρώπων έλθωσιν, είτ' εκ δαιμόνων, ειτ' εκ του σώματος. Χωρίς γαρ νεύματος Θεού ελθείν ταύτα και παραχωρηθήναι ουκ ενδέχεται, ίνα γενηται αύτω αφορμή είς δικαιοσύνην.
Ού δυνατόν γαρ άλλως πως ποιήσαι τον Θεόν ευεργετηθήναι τον επιθυμήσαντα είναι προς αυτόν, ή ενέγκαι αυτώ πειρασμούς υπέρ της αληθείας, δια το μη δύνασθαι τούτον ποιήσαι εαυτόν αξιωθήναι της μεγαλωσύνης ταύτης, αντί των θείων τούτων εισελθείν είς πειρασμούς και χαρήναι χωρίς χαρίσματος παρά του Χριστού. Μαρτυρεί δε τούτο ο άγιος Παύλος. Τοσούτον γαρ τούτο το πράγμα μέγα εστίν, ως φανερώς καλείν αυτό χάρισμα, το παρασκευάζεσθαι τίνα υπέρ της είς Θεόν ελπίδος παθείν. Λέγει γάρ «τούτο εκ του Θεού εδόθη ημίν, το, ου μόνον είς Χριστόν πιστεύειν, αλλά και το, υπέρ αυτού πάσχειν». Και ώσπερ ο άγιος Πέτρος έγραψεν εν τη εαυτού επιστολή, ότι «όταν πάσχητε υπέρ της δικαιοσύνης, μακάριοι έστε, ότι κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού γεγόνατε». Λοιπόν ούχ όταν γένη εν πλατυσμώ χαίρειν σε δέον, επί δε ταίς θλίψεσι τω προσώπω επιστυγνάζειν και ως αλλοτρίας της οδού του Θεού ταύτας λογίζεσθαι. Εξ αιώνος γαρ και από γενεών εν σταυρώ και θανάτω πατείται η τρίβος αυτού. Πόθεν δε σοι τούτο; Ίνα μάθηση, ως έξωθεν της οδού του Θεού ει και εξ αυτής λείπη* ουχί κατ' ίχνος των αγίων εθέλεις οδεύσαι ή άλλην οδόν ιδίαν εαυτώ βούλει σκευάσαι και απαθώς διατρίψαι εν αυτή.
Η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός εστίν. Ουδείς γαρ εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως. Την γαρ ταύτης οδόν γινώσκομεν όποι και καταλύει. Τον εν όλη καρδία εκδύντα εαυτόν τω Θεώ, ουδέποτε βούλεται ό Θεός αμέριμνον είναι.Τούτο δε μεριμνάν υπέρ της αληθείας. Αλλά και εκ τούτου γινώσκεται, ότι εκ του Θεού προνοείται, όταν πέμψη αύτω αεί λύπας.
Οι εν πειρασμοίς διάγοντες, ουδέποτε παραχωρούνται υπό της προνοίας ελθείν εις τας χείρας των δαιμόνων. Μάλιστα εάν τους πόδας καταφιλώσι των αδελφών και σκεπάζωσι τας αιτίας αυτών και κρύπτωσιν αυτάς, ως τας εαυτών. Ο θέλων εν τω κόσμω τούτω είναι αμέριμνος και τούτο επιθυμών και τη αρετή διατρίβειν επιποθών, ούτος κενός εστίν εκ ταύτης της οδού. Οι δίκαιοι γαρ ου μόνον τω εαυτών θελήματι αγωνίζονται εν τοις αγαθοίς έργοις, αλλά και υπό των πειρασμών ακουσίως εν μεγάλω αγώνι τυγχάνουσι, πείρας ένεκεν της υπομονής αυτών. Ψυχή γαρ η κατέχουσα τον φόβον του Θεού, ου φοβείται εκ τίνος βλάπτοντος αυτήν σωματικώς. Ότι εν αυτώ ελπίζει από του νυν, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όμως ημείς την πείραν του Θεού, μη εν τοις σωματικοίς ζητήσωμεν, αντί των έργων των ψυχών ημών, αλλά περί της ελπίδος των μελλόντων τρέψωμεν πάντα τα έργα ημών. Ό γαρ προσάπαξ εξ αγάπης της ψυχής εαυτού εκδούς εαυτόν είς αρετήν και επιθυμήσας την εργασίαν αυτής τελειώσαι, ου μεριμνά πάλιν περί των σωματικών, είτε είσίν, είτε και μη, περί ων πολλάκις παραχωρεί πειραθήναι εν τοις τοιούτοις τους εναρέτους και εκ παντός τόπου αφίησιν εξυπνισθήναι κατ’ αυτών και πλήττει αυτούς εν τω σώματι αυτών, κατά τον Ιώβ, και εισφέρει αυτούς είς πτωχείαν και είς αποστασίαν της ανθρωπότητος, και πλήττει αυτούς είς άπερ κέκτηνται, μόνον δε ταίς ψυχαίς αυτών ου προσεγγίζει βλάβη.
Ου δυνατόν γαρ, εν τη οδώ της δικαιοσύνης όταν οδεύωμεν, μη απαντήσαι ημίν στυγνότητα, και το σώμα εν νόσοις μη κάμνειν και πόνοις, και αναλλοίωτον μένειν, είπερ εν τη αρετή ζην αγαπήσομεν. Άνθρωπος δε διάγων εν τω εαυτού θελήματι, εν φθονώ ή εν αφανισμώ της ψυχής αυτού ή εν τινι άλλω των βλαπτόντων αυτόν, κατάκρισιν έχει. Εάν δε, ότε πορευθείη εν τη οδώ της δικαιοσύνης και ποιείται την πορείαν αυτού προς τον Θεόν, πολλούς τε τους ομοίους αύτω κέκτηται και απαντήση τι των τοιούτων, ου πρέπει αύτω εκκλίναι εξ αυτής, αλλά μετά χαράς υποδέξασθαι δει ανεξετάστως και ευχαριστήσαι τω Θεώ, ότι έπεμψεν αύτω την χάριν ταύτην, και ηξιώθη δι' αυτόν είς πειρασμόν εμπεσείν και κοινωνός γενέσθαι των παθημάτων των Προφητών τε και Αποστόλων και των λοιπών Αγίων, των όπερ της οδού ταύτης υπομεινάντων τάς θλίψεις, είτε εξ ανθρώπων έλθωσιν, είτ' εκ δαιμόνων, ειτ' εκ του σώματος. Χωρίς γαρ νεύματος Θεού ελθείν ταύτα και παραχωρηθήναι ουκ ενδέχεται, ίνα γενηται αύτω αφορμή είς δικαιοσύνην.
Ού δυνατόν γαρ άλλως πως ποιήσαι τον Θεόν ευεργετηθήναι τον επιθυμήσαντα είναι προς αυτόν, ή ενέγκαι αυτώ πειρασμούς υπέρ της αληθείας, δια το μη δύνασθαι τούτον ποιήσαι εαυτόν αξιωθήναι της μεγαλωσύνης ταύτης, αντί των θείων τούτων εισελθείν είς πειρασμούς και χαρήναι χωρίς χαρίσματος παρά του Χριστού. Μαρτυρεί δε τούτο ο άγιος Παύλος. Τοσούτον γαρ τούτο το πράγμα μέγα εστίν, ως φανερώς καλείν αυτό χάρισμα, το παρασκευάζεσθαι τίνα υπέρ της είς Θεόν ελπίδος παθείν. Λέγει γάρ «τούτο εκ του Θεού εδόθη ημίν, το, ου μόνον είς Χριστόν πιστεύειν, αλλά και το, υπέρ αυτού πάσχειν». Και ώσπερ ο άγιος Πέτρος έγραψεν εν τη εαυτού επιστολή, ότι «όταν πάσχητε υπέρ της δικαιοσύνης, μακάριοι έστε, ότι κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού γεγόνατε». Λοιπόν ούχ όταν γένη εν πλατυσμώ χαίρειν σε δέον, επί δε ταίς θλίψεσι τω προσώπω επιστυγνάζειν και ως αλλοτρίας της οδού του Θεού ταύτας λογίζεσθαι. Εξ αιώνος γαρ και από γενεών εν σταυρώ και θανάτω πατείται η τρίβος αυτού. Πόθεν δε σοι τούτο; Ίνα μάθηση, ως έξωθεν της οδού του Θεού ει και εξ αυτής λείπη* ουχί κατ' ίχνος των αγίων εθέλεις οδεύσαι ή άλλην οδόν ιδίαν εαυτώ βούλει σκευάσαι και απαθώς διατρίψαι εν αυτή.
Η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός εστίν. Ουδείς γαρ εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως. Την γαρ ταύτης οδόν γινώσκομεν όποι και καταλύει. Τον εν όλη καρδία εκδύντα εαυτόν τω Θεώ, ουδέποτε βούλεται ό Θεός αμέριμνον είναι.Τούτο δε μεριμνάν υπέρ της αληθείας. Αλλά και εκ τούτου γινώσκεται, ότι εκ του Θεού προνοείται, όταν πέμψη αύτω αεί λύπας.
Οι εν πειρασμοίς διάγοντες, ουδέποτε παραχωρούνται υπό της προνοίας ελθείν εις τας χείρας των δαιμόνων. Μάλιστα εάν τους πόδας καταφιλώσι των αδελφών και σκεπάζωσι τας αιτίας αυτών και κρύπτωσιν αυτάς, ως τας εαυτών. Ο θέλων εν τω κόσμω τούτω είναι αμέριμνος και τούτο επιθυμών και τη αρετή διατρίβειν επιποθών, ούτος κενός εστίν εκ ταύτης της οδού. Οι δίκαιοι γαρ ου μόνον τω εαυτών θελήματι αγωνίζονται εν τοις αγαθοίς έργοις, αλλά και υπό των πειρασμών ακουσίως εν μεγάλω αγώνι τυγχάνουσι, πείρας ένεκεν της υπομονής αυτών. Ψυχή γαρ η κατέχουσα τον φόβον του Θεού, ου φοβείται εκ τίνος βλάπτοντος αυτήν σωματικώς. Ότι εν αυτώ ελπίζει από του νυν, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.