Αφού μιλήσαμε σχετικά για την διόρθωσι των αισθήσεών μας, επακόλουθο είναι να πούμε εδώ και Πως πρέπει να διορθώνουμε την φαντασία και ενθύμησί μας, επειδή και κατά την γνώμη όλων σχεδόν των φιλοσόφων, η φαντασία και η ενθύμησις, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία αποτύπωσις όλων εκείνων των αισθητών πραγμάτων, που είδαμε, ακούσαμε και μυριστήκαμε και γευτήκαμε και πιάσαμε. Και για να πω με συντομία, η φαντασία και ενθύμησις, είναι μία εσωτερική κοινή αίσθησις, η οποία φαντάζεται και θυμάται καθαρά όλα, όσα οι εξωτερικές πέντε αισθήσεις μας πρόλαβαν να προαισθανθούν. Και κατά κάποιο τρόπο, η μεν αίσθησις και τα αισθητά, παρομοιάζονται με την σφραγίδα, ενώ η φαντασία, με το αποτύπωμα της σφραγίδας.



Η φαντασία αυτή και η ενθύμησις μας δόθηκε μετά την παράβασι για να την μεταχειρισθούμε, όταν οι εξωτερικές μας αισθήσεις ησυχάζουν και όταν δεν έχουμε μπροστά μας παρόντα τα αισθητά εκείνα πράγματα, που πέρασαν από τις αισθήσεις και τυπώθηκαν σε αυτήν. Γιατί είναι αδύνατο να έχουμε πάντα παρόντα όλα όσα γνωρίσαμε και ακούσαμε και μυρίσαμε και γευθήκαμε και πιάσαμε, γι αυτό τα φέρνουμε μπροστά μας με την φαντασία και την ενθύμησι, που τα έχει τυπωμένα και έτσι μιλούμε γι αυτά και σκεπτόμαστε, σαν να τα είχαμε και μπροστά μας.



Γιά παράδειγα· εσύ πήγες μία φορά και είδες την Σμύρνη, έπειτα έφυγες από εκεί και πλέον δεν την βλέπεις με την εξωτερική αίσθησι των ματιών, αλλά όμως με την εσωτερική αίσθησι δηλαδή, με την φαντασία και ενθύμησι, όταν θέλης, φέρνεις την Σμύρνη μπροστά σου και την βλέπεις, σαν να ήταν και παρόν, με το ίδιο σχήμα και διάστημα και μέγεθος και τοποθεσία, που έχει· όχι Πως τότε πηγαίνεις και βλέπεις την Σμύρνη, (καθώς νομίζουν μερικοί αμαθείς). Αλλά βλέπεις την εικόνα της Σμύρνης, την οποία έχει τυπωμένη μέσα η φαντασία και η ενθύμησίς σου. Αυτή η φαντασία των αισθητών είναι, που μας ενοχλεί και μέσα στον ύπνο και μας κάνει να βλέπουμε τα διάφορα και πολυποίκιλα όνειρα, στα οποία πρόσεχε να μη πιστεύης ποτέ.



Επειδή όμως η φαντασία αυτή, είναι μια παράλογη και χοντρή αποτύπωσις των πέντε αισθήσεων και φαντάζεται τα αισθητά με το σχήμα και χρώμα και το μέγεθός τους, όπως είπαμε.



Α. Να γνωρίζης, δε ότι ο Θεός, όπως είναι έξω από όλες τις αισθήσεις μαζί και τα αισθητά και πέρα από κάθε σχήμα και χρώμα και διάστημα και τόπο, ως εντελώς ασχημάτιστος και άμορφος και υπάρχει παντού και πάνω από όλα, έτσι είναι και έξω από κάθε φαντασία. Και στη συνέχεια, γνώριζε, ότι η φαντασία είναι μία δύναμις της ψυχής, που δεν έχει επιδεξιότητα να ενωθή με τον Θεό, για αυτά της τα ελαττώματα (Βλέπε στη Φιλοκαλία, που λέγει, ότι «καμία φαντασία δεν έχει θέσι στην περίπτωσι του Θεού. Διότι γενικά είναι πάνω από κάθε έννοια»).



Β΄. Γνώριζε, ότι και ο εωσφόρος και ο πρώτος των Αγγέλων, όντας πριν ανώτερος της παράλογης φαντασίας και πέρα από κάθε σχήμα και χρώμα και αίσθησι ως νους λογικός και άϋλος και ασχημάτιστος και ασώματος, ύστερα αφού φαντάσθηκε και εσχημάτισε με το νού του την ισοθεία, έπεσε από εκείνη την άμορφη και ασχημάτιστη και απαθή και ενιαία, ασώματη κατάστασι του νού, κάτω στη πολυσχημάτιστη και πολυμέριστη και παχυλή αυτή φαντασία, όπως είναι γνώμη πολλών θεολόγων και έτσι, από άγγελος ασχημάτιστος, άϋλος και απαθής, έγινε διάβολος, υλικός, κατά κάποιο τρόπο, πολύσχημος και εμπαθής (51). Γι αυτό και ονομάζεται από τους θείους Πατέρες ζωγράφος που μιμείται τα πάντα και φίδι πολύμορφο και τρώει την γη των παθών, φαντασιοκόπος και άλλα παρόμοια ονόματα. Από τον ίδιο το Θεό παρομοιάζεται ως δράκος με σώμα, με ουρά, με νεύρα, με πλευρά, με ράχη, με μύτη, με μάτια, με στόμα, με χείλη, με δέρμα, με σάρκα και με άλλα παρόμοια μέλη. Και βλέπε στο μ΄και μα΄ κεφάλαιο του Ιώβ. Οπότε, από αυτά μάθε, αγαπητέ, ότι η φαντασία με διάφορες μορφές, καθώς είναι εφεύρεσι και καρπός του διαβόλου, έτσι του είναι και πολύ επιθυμητή. Επειδή, σύμφωνα με τους Αγίους (52) αυτή είναι το γεφύρι, μέσα από το οποίο περνώντας οι δολοφόνοι δαίμονες, ενώνονται με την ψυχή και έτσι την κάνουν κατοικητήριο αισχρών και πονηρών και βλάσφημων λογισμών και όλων των ακαθάρτων ψυχικών και σωματικών παθών.



Γ. Γνώριζε, ότι κατά τον θεολογικώτατο Άγιο Μάξιμο και ο πρωτόπλαστος Αδάμ κτίστηκε από τον Θεό χωρίς φαντασία. Επειδή, ο νους εκείνου, καθαρός, μοναδικός και πράγματι νους ων, δεν τυπωνόταν, ούτε σχηματιζόταν από τις αισθήσεις και τα διάφορα είδη των αισθητών. Αλλά χωρίς να μεταχειρισθή την κατώτερη δύναμι της φαντασίας και να φαντασθή σχήματα και χρώματα και είδη και διαστήματα, παρατηρούσε με την ανώτερη δύναμη της ψυχής, δηλαδή την διάνοια, μόνους γυμνούς και ψιλούς τους λόγους των όντων, άϋλα, καθαρά και πνευματικά(53). Αλλά ο ανθρωποκτόνος διάβολος, καθώς αυτός έπεσε από την φαντασία, έτσι έκανε και τον Αδάμ, να σχηματίση τον νού του με την ισοθεΐα και να πέση από την ιδία αυτή την φαντασία και έτσι από εκείνη την νοερά, ισάγγελο, ενιαία, λογική και ασχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ο ταλαίπωρος, στην αισθητική, πολυμέριστη και πολυσχημάτιστη φαντασία αυτή και την κατάσταση των αλόγων ζώων. Επειδή η φαντασία είναι κυρίως ιδίωμα των αλόγων ζώων και όχι των λογικών.



Αφού για μία φορά έπεσε ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάστασι, ποιός μπορεί να πή, σε πόσα πάθη, σε πόσα κακά και σε πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα από την φαντασία; Γέμισε την ηθική φιλοσοφία από διάφορες απάτες (54). Γέμισε τη φυσική από πολλές ψευτοδοξασίες (55), και γέμισε την θεολογία από ψεύτικα και σάπια δόγματα. Γιατί, πολλοί, και μεγάλοι και νεώτεροι, θέλοντας να θεωρήσουν και να μιλήσουν σχετικά με το Θεό και των σχετικών, των απλών, ασχημάτιστων και αφάνταστων μυστηρίων, όπου ενεργεί η ανώτερη από όλες τις δυνάμεις, η δύναμις της ψυχής, δηλαδή, ο νους, πριν ακόμη να καθαρίσουν το νού τους από τα εμπαθή σχήματα και εικόνες της φαντασίας των αισθητών πραγμάτων, αντί για την αλήθεια βρήκαν το ψέμα. Και το μεγαλύτερο κακό είναι, ότι και το ψέμα αυτό, το ασπάστηκαν και το κρατούν δυνατά σαν αλήθεια και όντως ον· αντί για θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, αφού παραδόθηκαν σε αδόκιμο νού, κατά τον Απόστολο.



Λοιπόν, εσύ αδελφέ, εάν αγαπάς να ελευθερωθής με ευκολία από τις πλάνες αυτές και τα πάθη, εάν επιθυμής να να ξεφύγης από τις διαφόρες παγίδες και τεχνάσματα του διαβόλου και εάν επιθυμής να ενωθής με τον Θεό και να πετύχης τον θείο φωτισμό και την αλήθεια, πολέμα, αλλά με όλες σου τις δυνάμεις πολέμα, να ξεγυμνώσης τον νού σου από τα σχήματα και τα χρώματα και τα διαστήματα, και γενικά από κάθε φαντασία και ενθύμησι των αισθητών πραγμάτων, και καλών και κακών.



Επειδή όλα αυτά είναι σαν μολυσμοί και λάσπες και σκοτεινιά, που μολύνουν την καθαρότητα και ευπρέπεια και λαμπρότητα του νού και παχαίνουν την αϋλία του. Και σχεδόν, κανένα πάθος (56) ψυχικό ή σωματικό δεν μπορεί να πλησίαση τον νού, παρά δια μέσου της φαντασίας αυτής των αισθητών. Αγωνίσου λοιπόν να φυλάξης αυτό το νού σου αχρωμάτιστο, ασχημάτιστο, άμορφο και καθαρό, καθώς το έπλασε ο Θεός.



Αυτό βέβαια με άλλο τρόπο δεν γίνεται, παρά αν τον επιστρέφης και τον μαζέψης μέσα στο στενό τόπο της καρδιάς σου και όλου του εσωτερικού άνθρωπου· και εκεί μέσα να τον συνηθίζης να βρίσκεται πότε μεν προσευχόμενος με πένθος, με τον εσωτερικό λόγο της καρδιάς, και λέγοντας· «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού, ελέησόν με»· και να προσέχη μόνον τα λόγια της προσευχής αυτής, (όπως σχετικά με αυτό σου λέω στο κς΄ κεφάλαιο), άλλοτε παρατηρώντας τον ίδιο σου τον εαυτό, μάλλον δια μέσου του εαυτού σου κατανοώντας τον Θεό και αναπαυόμενος (57)· αυτή η θεωρία και η μελέτη λέγεται κυκλική και απλανής (58). Γιατί, όπως το φίδι, όταν θέλη να βγάλη το παλιό του δέρμα, πηγαίνει και περνάει από στενό τόπο, όπως λένει οι φυσιολόγοι, έτσι και ο νους, μέσα από το στενό τόπο της καρδιάς και της Νοεράς Προσευχής που βρίσκεται μέσα σε αυτήν, φιλτράρεται, βγάζει το φόρεμα της φαντασίας των αισθητών και κακών προλήψεων και γίνεται καθαρός, λαμπρός και κατάλληλος στην ένωσι του Θεού για την ομοιότητα που παίρνει με αυτόν. Και πάλι, καθώς το νερό, όσο ενώνεται και περνάει στριμωγμένο μέσα από τους στενούς σωλήνες, τόσο λεπταίνει και δυναμώνεται και ανεβαίνει σε ύψος· έτσι και ο νους, όσο ασχολείται με την ακριβή μελέτη της καρδιάς και τη δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται και ψηλότερος από κάθε πάθος και επίθεσι λογισμών και από κάθε σχήμα και είδος, όχι μόνον των αισθητών, αλλά και των νοητών, με το να μένουν όλα αυτά έξω διότι εκεί μέσα δεν μπορούν να μπούν (59). Εάν καμμιά φορά πάη ο νους σου στα εξωτερικά που βλέπεις και στις φαντασίες του κόσμου, πάλι ξαναγύρισε τον μέσα στον θάλαμο της καρδιάς, έως ότου να συνηθίσει.



Αυτός είναι ο πρώτος και κυριώτερος τρόπος, τον οποίον πρέπει να έχης παντοτεινό έργο για να διορθώσης, αγαπητέ, την φαντασία και την θύμησί σου· τι λέω; Να διορθώσης και να εξαφανίσης από την ρίζα, τις κακές προλήψεις αυτής και τα είδωλα. Αυτός ο οποίος τρόπος, όσο είναι καρποφόρος και ωφέλιμος, τόσο είναι και κουραστικός· και όσο είναι κουραστικός, τόσο είναι και δυσκολοεπιχείρητος (για να μην πω και δυσκολοπίστευτος), κοντά στους πολλούς και μάλιστα στους δικούς μας σοφούς και διδασκάλους του τωρινού αιώνα, οι οποίοι δεν θέλουν να πιστέψουν στην διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και τόσων και τόσων θεοφόρων Πατέρων, που διδάσκουν αυτόν τον τρόπο στο νεοτύπωτο βιβλίο της Φιλοκαλίας, το οποίο είναι πιο πολύτιμο από κάθε βαρύτιμο πετράδι, στερούνται δίκαια τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους απολαμβάνουν πολλοί αμαθείς και αγράμματοι: «Τα απέκρυψε αυτά ο Θεός, κατά το λόγιο, από σοφούς και συνετούς και τα φανέρωσε στα νήπια» (Λουκ. 10,21). Γιατί, όσοι δεν πιστεύουν σ αυτή τη νοερή εργασία, ούτε να καταλάβουν μπορούν την ωφέλεια που προέρχεται από αυτή κατά το· «Αν δεν πιστεύσετε, δεν θα καταλάβετε» (Ησ. 7,9).



Όταν βλέπης ότι ο νους σου κουράζεται και δεν μπορεί πια να μείνη μέσα στην καρδιά και στην προσευχή του νού που γίνεται μέσα σε αυτή, τότε χρησιμοποίησε και τον β΄ τρόπο, δηλαδή, άφησε το να βγαίνη έξω και να ασχολήται με μελέτες και παρατηρήσεις και σε νοήματα θεία και πνευματικά, τόσο σε αυτά που περιέχονται μέσα στις Γραφές, όσο και αυτά που βρίσκονται στα κτίσματα, ιδιαίτερα στα νοητά, τα οποία λέγονται στην καθομιλουμένη μεταφυσικά και αφηρημένα της ύλης. Γιατί, αυτά τα πνευματικά νοήματα, συγγενή με τον νού έχουν και την λεπτότητα και την ιδιότητα του άϋλου, δεν τον αφήνουν να παχαίνη, αλλά τον κάνουν με ευκολία να επιστρέψη στον τόπο της καρδιάς και να ενωθή πάλι με την νοερή μνήμη του Θεού. Γι αυτό λέει, ο Θείος Μάξιμος, «ότι μόνη η πράξις δεν μπορεί να κάνη τον νού απαθή, αν δεν τον διαδέχονται πολλές και ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε όμως, να μη ασχολήσαι στους λόγους των υλικών σωμάτων και ζώων, δηλαδή στα λεγόμενα φυσικά, αφού είσαι ακόμη επαθής. Γιατί μη όντας ο νους σου ελεύθερος από τις μοχθηρές φαντασίες των αισθητών, πριν να διαπεράση μέσα στους πνευματικούς και άϋλους λογισμούς, που βρίσκονται μέσα στα σώματα και στα ζώα, πιάνεται από μόνο την εξωτερική μορφή τους και την επιφάνεια· και ευχαριστημένος σε αυτή, αποκτά ψεύτικες δοξασίες και πάθη, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, αντί να βρή απάθεια και αλήθεια, καθώς το έπαθαν τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι, που καλούνται φυσικοί.



Ή χρησιμοποίησε και τον γ΄ τρόπο για ανάπαυσι και παρηγοριά του νού σου· δηλαδή, φαντάσου τα μυστήρια της ζωής και του πάθους του Κυρίου, δηλαδή την Γέννησί του στο σπήλαιο, την Υπαπαντή του στο Ναό· την Βάπτισί του στον Ιορδάνη, την Σαρανταήμερη νηστεία του στην έρημο· το κήρυγμα του Ευαγγελίου του, τα διάφορα θαύματα που έκανε· την Μεταμόρφωσί του στο Θαβώρ, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών του, την παράδοσι των μυστηρίων, την προδοσία του, τα πάθη του· τον Σταυρό του, τον Επιτάφιό του· την Ανάστασί του και την Ανάληψί του· τα κάθε είδους βάσανα των Μαρτύρων και τις μακροχρόνιες ασκήσεις των Οσίων.



Το ίδιο, μπορείς, ακόμη για την συντριβή της καρδιάς σου και την μετάνοια, να φαντάζεσαι το μυστήριο και την φοβερή ώρα του θανάτου σου, την τρομερή ημέρα της Κρίσεως, τα διάφορα είδη των αιωνίων κολάσεων, δηλαδή, τις λίμνες της αιώνιας φωτιάς· τις κατασκότεινες και υπόγειες φυλακές· τους πολύ κρύους τάφους· τα σκουλίκια που πίνουν αίμα, την συντροφιά με τους δαίμονες· φαντάσου ακόμη και την απόλαυσι της απερίγραπτης χαράς και την ουράνια εκείνη βασιλεία των δικαίων την αιώνια δόξα και μακαριότητα· τον ήχο εκείνων που εορτάζουν την ένωσι με το Θεό και την παντοτεινή γνωριμία και συγκατοίκησι όλων των Αγίων (60).



Αλλά, γνώριζε, ότι δεν σου λέω να ασχολήσαι πάντα με αυτά, αλλά να τα μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε και μερικές φορές, ως που να ξεκουρασθή ο νους σου και πάλι να επιστρέψη στην καρδιά και εκεί να εργάζεται το αφάνταστο και ασχημάτιστο, δια μέσου της καρδιακής μνήμης του Θεού. Γιατί, όπως όλα τα φερέοικα ζώα, δηλαδή αυτά που κουβαλάνε μαζί το σπίτι τους (σαν τα σαλιγκάρια και τις χελώνες) και τα όστρακα, δεν αναπαύονται πουθενά αλλού, παρά μέσα στα όστρακα, που είναι ντυμένα και μέσα στις τρύπες τους, έτσι και ο νους, με φυσικό τρόπο, σε τίποτα άλλο δεν αναπαύεται τόσο, όσο, στο να βρίσκεται μέσα στο σώμα που φοράει, δηλαδή, μέσα στο θάλαμο της καρδιάς και στον εσωτερικό άνθρωπο και από εκεί, σαν από καμία πολεμήστρα, να πολεμά τους λογισμούς και τους εχθρούς και τα πάθη, που εκεί μέσα είναι κρυμμένα, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό δεν το γνωρίζουν (61).



Πάνω από όλα σου λέω, ότι για να πολεμάς και να προφυλάγεσαι καλά, μην αφίνης την φαντασία και την ενθύμησί σου να θυμάται όλα εκείνα, που είδες ή άκουσες ή μυρίστηκες ή γεύτηκες ή έπιασες και ιδιαιτέρως, τα άσεμνα και κακά. Γιατί έχει επιβεβαιωθή με την δοκιμή, Πως περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος να ελευθερωθή από την φαντασία και την ενθύμησι ενός πράγματος, παρά από την ιδία την αίσθησί του. Επειδή το να ιδή κανείς - υποθετικά λέμε - ή να μην ιδή ένα πρόσωπο με πάθος, αυτό είναι εύκολο και πόλεμο τόσο δεν έχει· όταν όμως το ιδή και το περιεργασθή, δεν είναι πλέον εύκολο, αλλά χρειάζεται πόλεμος και αγώνας, για να βγάλη την ενθύμησι του προσώπου εκείνου από την φαντασία του.



Και πολλές φορές, μία μονάχα, εμπαθής και περίεργη ματιά, που ρίξαμε σε ένα όμορφο πρόσωπο, μας εντυπώνει στη φαντασία τόσο βαθιά την ενθύμησί του, που πολεμούμε σαράντα ή πενήντα χρόνια, μέχρι και αυτά τα γηρατειά μας και δεν μπορούμε να εξαλείψουμε εκείνη την ενθύμησι και φαντασία. Και είναι άξιο για γέλια, ότι το πρόσωπο εκείνο γερνάει και ασχημαίνει ή πεθαίνει και γίνεται χώμα· και πολλές φορές εμείς οι ίδιοι πιάνουμε με τα χέρια μας τα οστά του στον τάφο, αλλά η φαντασία μας κρατεί τόσο σφικτά και δυνατά την εικόνα του, που πάντα το νομίζει για νέο και για ζωντανό· και έτσι σαν παράλογη και τυφλή, μας κάνει να αμαρτάνουμε με αυτό στη καρδία, σαν να ήταν και αληθινό, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι, όσο και όταν κοιμώμαστε(62).



Ακόμη σου υπενθυμίζω, να φυλαχθής καλά και να μη πιστεύης ή τελείως να δέχεσαι ως αληθινό, αν δής ξύπνιος ή ενώ κοιμάσαι, μέσα από την καρδιά σου ή έξω κανένα σχήμα, όπως φως ή φωτιά ή σαν είδος αγγέλου ή αγίου ή κάτι άλλο παρόμοιο, ό,τι κι αν είναι.