Λόγος Β΄ – Διάλογος της ψυχής με τον νού, με την μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων σχετικά με την προέλευση των παθών μέσα μας. Επίσης λόγος περί θείας πρόνοιας και κατά των αστρολόγων. (Μέρος 1ο)
Ψυχή: Αγαπημένε νου μου! Προς σε στρέφω τώρα τούτα τα απλά μου λόγια. Μου προκαλεί μεγάλη απορία το γεγονός ότι εσύ πού ορίστηκες από τον Δημιουργό ως κυβερνήτης όλων των δυνάμεών μου, κυβερνάς το σώμα ολάκερο με τις πιο ευέλικτες νοητικές κινήσεις, ως βασιλέας πού κυβερνάει μια περιτειχισμένη πόλη η ως ένας έμπειρος πηδαλιούχος, όταν σε κυριεύει κάποιο σκοτεινό πάθος, είτε φθόνος, είτε οργή, είτε θλίψη, παθαίνεις αμέσως δυνατή σύγχυση και πέφτεις σε βαθειά θλίψη και μοιάζεις με ιππέα, πού, όταν τον ρίξει κάτω το ατίθασο άλογό του, χάνει την νίκη. Τότε όλοι οι συλλογισμοί σου και τα λόγια σου γίνονται απρεπή και, με λίγα λόγια, δεν αναγνωρίζεις κανέναν, ούτε τους συγγενείς ούτε τους πιο αγαπημένους φίλους σου. Εκστομίζεις τότε τις πιο άνομες βλασφημίες εναντίον εκείνου πού είναι ο μόνος αγαθός. Πές μου, σε παρακαλώ, γιατί συμβαίνουν αυτά σε εμένα και σε εσένα; Θα ήθελα πολύ, αγαπημένε μου, να μου το έλεγες.
Νούς: Θέλεις να μάθεις από μένα, ψυχή, κάτι εξαιρετικά ακατάληπτο και ασύλληπτο για την σκέψη. Γι’ αυτό θα προτιμούσα με μεγάλη ευχαρίστηση την απόλυτη σιωπή, αν δεν είχα τύψεις μπροστά στον θείο ευαγγελιστή, πού απαιτεί να είμαστε «έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τώ αιτούντι υμάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου»[1]. Θα σου δώσω λοιπόν, με την βοήθεια του Θεού, μία σύντομη απάντηση σε αυτά πού ρωτάς.
Τρομερή, πολύ τρομερή αρρώστια είναι, ψυχή μου, ο εγωισμός πού έχει ριζωθεί στις ψυχές μας και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολλούς αγώνες για να εκδιωχθεί από μέσα μας. Κάποτε εμείς οι δύο ήμασταν ελεύθεροι από αυτά τα πάθη και ζούσαμε μία ζωή πολύ ήσυχη και γαλήνια, με υψηλές και καθαρές σκέψεις και θείες επιθυμίες. Τότε δεν μας αναστάτωναν ματαιοδοξίες, μήτε φιλονικίες, φθόνος και υπερηφάνεια, αλλά κατευθυνόμασταν πάντοτε προς τα υψηλά με απλή, ήρεμη και σταθερή σκέψη, αφού μας έδινε θάρρος η επιθυμία του πιο τέλειου αγαθού.
Ο Δημιουργός μας είναι απλός, ψυχή μου, και δεν μετέχει ούτε κατ᾽ ελάχιστον στην κακία και την πονηρία. Είναι ο μόνος αγαθός, η μόνη σοφία και η μόνη αλήθεια. Είναι φιλεύσπλαγχνος, γενναιόδωρος, πανάγιος και δίκαιος. Από Αυτόν πηγάζει πλούσια η αγιότητα, η αγαθότητα και όλα τα πνευματικά αγαθά. Αυτός, ως πανάγαθος, έδωσε τις θείες εντολές, από επιθυμία να οδηγήσει εξαρχής σε αυτήν την τελειότητα και το κατά την θεία εικόνα Του δημιούργημά Του. Αν ο άνθρωπος είχε τηρήσει τις θείες αυτές εντολές, θα ήταν αληθινά μακάριος και θα απολάμβανε την συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό πάντοτε καθαρά και χωρίς πάθος. Με την ίδια την θεία πνοή Του έδωσε στον άνθρωπο όλες τις αρετές πού βρίσκονται στην θεία και πανάγια φύση Του και αυτές είναι η αγαθότητα, η ευσπλαγχνία, η πραότητα, η αλήθεια, και η αγάπη. Όμως δεν του έδωσε αμέσως και την απόλυτη ευτυχία, αφ’ ενός για να μην υπερηφανευθεί για τα πολλά χαρίσματά του και χάσει εντελώς την θεία αγάπη και αφ’ ετέρου για να παρακινηθεί από την επιθυμία του τελειοτάτου και καθαροτάτου αγαθού και να επιδιώκει όλο και περισσότερο να το αποκτήσει. Έτσι αντιλαμβάνομαι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ χρόνο μακριά από την παράβαση της θείας εντολής. Αν είχε πίστη σταθερή, θα χαιρόταν και την διαρκή ευτυχία, επειδή η πίστη γεννάει το μυαλό, όπως το λέγει σαφώς το σοφό ρητό της Αγίας Γραφής: «Εάν μή πιστεύσητε, ουδέ μή συνιήτε»[2]. Επομένως η αιτία της πτώσεώς του υπήρξε η ατέλεια της πίστεως και της αγάπης για τον Δημιουργό. Ικανοποιήθηκε τώρα η επιθυμία σου, ψυχή, η ακόμη θέλεις να πώ περισσότερα;
Ψυχή: Αν δεν σου κάνει πολύ κόπο, θα σε παρακαλούσα να τα πείς σαφέστερα. Πές μου επίσης με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα.
Νούς: Με χαρά θα κάνω και αυτό για εσένα, αν με φωτίσει η Χάρη του Θεού. Όπως σου είπα προηγουμένως, η αιτία της πτώσεώς μας υπήρξε η αδυναμία της πίστεώς μας, πού ως συνακόλουθο έχει την άγνοια του τελείου αγαθού[3]. Αυτό θολώνει πολύ τους σοφούς οφθαλμούς μας, και μας κάνει, ψυχή μου, να μοιάζουμε, αλλοίμονο, με τα άλογα κτήνη, όπως λέγει και ο θεόπνευστος Ψαλμωδός, επειδή αυτός το ύμνησε περισσότερο και πολύ καθαρά[4]. Οι προπάτορές μας δεν κατάλαβαν την απάτη του κακοβούλου όφεως λόγω της ατελείας του νου τους και δέχθηκαν την συμβουλή του σαν το ψάρι, πού καταπίνει το δόλωμα άφοβα, και έτσι γεύτηκαν τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου.
Γι’ αυτό, σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού, έχασαν την μακαριότητα και την έως τότε θεία διαμονή τους στον παράδεισο. Και αφού έχασαν την προηγούμενη θεία φώτιση, υπέστησαν αμέσως εσωτερικό θάνατο και δέχθηκαν πρώτα από όλα μέσα τους τις δύο από τις πιο βλαβερές για την ψυχή νόσους, την λήθη και την άγνοια, εξαιτίας των οποίων θάμπωσαν οι σοφοί οφθαλμοί τους, ενώ οι ίδιοι δέχθηκαν ποικίλα πάθη. Έτσι εξαιτίας της λήθης στερήθηκαν, αλλοίμονο, την θεία δόξα.
Επιθυμούσαν όμως ολόψυχα την μάταιη δόξα πού κυριαρχεί στην γή, γι᾽ αυτό μόλις εμείς οι άνθρωποι την φθάσουμε, υπερηφανευόμαστε και καμαρώνουμε, σαν τους κέδρους του Λιβάνου. Όταν όμως την χάσουμε, η καρδιά μας υποφέρει, λυπούμαστε και φθονούμε καθώς δεν αντέχουμε εμάς να μας περιφρονούν και στους άλλους να αποδίδουν μεγάλους επαίνους. Γι’ αυτό υποκύπτουμε στην οργή, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο τιμών. Αν όμως είχαμε θυμηθεί ότι όλοι μας υποφέρουμε εξίσου από την άγνοια και την λήθη, θα ήμασταν τουλάχιστον πράοι και δεν θα ορμούσαμε, ψυχή μου, ο ένας εναντίον του άλλου σαν άγρια θηρία. Επομένως, η λήθη είναι αυτή πού γεννάει την ματαιοδοξία και την οργή, τον φθόνο και την υπερηφάνεια. Αυτά με την σειρά τους γεννούν πολλά φοβερά πάθη, πού σαν θηρία ανήμερα ορμούν εναντίον μας, μας αναστατώνουν, μας αιχμαλωτίζουν, μας παραπλανούν και μας ρίχνουν σε άπειρες δυστυχίες.
Εξάλλου, η άγνοια είναι το αρνητικό παράγωγο της απομάκρυνσής μας από το τέλειο αγαθό. Η πηγή όλων των κακών είναι η φιλαργυρία και η προερχόμενη από αυτήν τοκογλυφία, να αδικεί κανείς άσπλαγχνα, να αρπάζει την περιουσία του άλλου, να παραδίδεται σε αισχρές σαρκικές απολαύσεις, να μή γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, αλλά και να μην κατέχει ποτέ μνήμη θανάτου.
Το αποκορύφωμα όμως όλων αυτών των κακών είναι το να μή φοβάται κανείς τον Θεό, να μην τρέμει για την μέλλουσα φοβερή Κρίση, αλλά να ζεί πάντοτε μόνο σαν τα άλογα ζώα, ικανοποιώντας την κοιλία και τις σαρκικές επιθυμίες, θεωρώντας μάλιστα αυτές τις επιθυμίες του ως το τέλειο αγαθό. Οι επιθυμίες αυτές, όμως, γεννούν έχθρες και πολέμους, αιχμαλωσίες και ληστρικές επιθέσεις σε κάθε γή και κάθε θάλασσα.
Ο άνθρωπος πού έχει το πάθος της οινοποσίας, όταν τον βαραίνει υπερβολικά το κρασί πού έχει πιεί, ασχημονεί εκστομίζοντας λόγια απρεπή, ενώ τους τιμίους και ευπρεπείς ανθρώπους τους θεωρεί ανέντιμους, απρεπείς και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κατά παρόμοιο τρόπο και εμείς, όταν η σκέψη μας θολώνει λόγω της αγνοίας του αληθινού αγαθού, γινόμαστε εύκολα θύματα της επιδράσεως των παθών. Αλλοτε τρελαινόμαστε από την οργή και τον θυμό, άλλοτε λιώνουμε από την ζήλεια και άλλοτε λυσσάμε από τις σαρκικές επιθυμίες. Έτσι πολλές φορές απαρνούμαστε και την ίδια μας την ζωή. Αλλά γιατί να πολυλογούμε! Το πλοίο, σαν χάσει το κατάρτι, τα σχοινιά, τα πανιά και το πηδάλιό του, είτε από τα κύματα πού το χτυπούν εξαιτίας του ισχυρού ανέμου είτε γιατί έπεσε σε κάποιον ύφαλο, καταστρέφεται από τα κύματα και καταποντίζεται. Και εμείς, ψυχή μου, δεχόμαστε συνεχώς τις επιθέσεις των παθών, επειδή καταστρέψαμε ανόητα το αρχετυπικό κάλλος μας, αφού προηγουμένως υποταχθήκαμε στις απατηλές κολακείες του όφεως. Από τότε πεθάναμε με εσωτερικό θάνατο, με τον οποίο μας ετιμώρησε ο Θεός, γιατί ποδοπατήσαμε τις εντολές Του, και η ζωή της απαθείας και της θείας έμπνευσης έφυγε μακριά μας.
Ο άσπονδος εχθρός του γένους μας, αφού μας υπέταξε, μας εδίδαξε κάθε κακό και κάθε ανομία. Οντας θεομάχος κατάφερε να μας απομακρύνει εντελώς από την πίστη και την αγάπη προς τον Δημιουργό μας. Αυτός ο πονηρός κατάφερε, αντί να λατρεύουμε τον μόνο άκτιστο και άναρχο Θεό, την ουσία σε τρεις υποστάσεις, να καθιερώσει την λατρεία πλήθους ψεύτικων θεών. Ο εχθρός λοιπόν αντί του δώρου της ελεύθερης βούλησης και του αυτεξουσίου πού μας ξεχωρίζουν από τα άλογα ζώα, και αντί της ομοιώσεως με Εκείνον πού μας δημιούργησε κατ᾽ εικόνα Του, όσο είναι δυνατόν αυτό στην αδύναμη ανθρώπινη φύση, μας υπέταξε σε ψευδή πίστη, στην επίδραση πού δήθεν έχει επάνω μας η κίνηση των άστρων. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι αυτή επηρεάζει την βούλησή μας για την επιλογή του καλού και του κακού, ώστε να μην μπορούμε να κάνουμε η να επιθυμούμε τίποτα πέρα από αυτά πού μας έχει ορίσει το πεπρωμένο της σταθερής κινήσεως των άστρων. Επίσης, μας έχει πείσει ότι από την κίνηση των άστρων εξαρτάται όχι μόνο η ευτυχία μας, αλλά και η ζωή μας ολάκερη.
Έτσι βρήκε τρεις τρόπους να διαφθείρει όσους τον ακούν. Πρώτον, προσπαθεί να παρουσιάσει ως υπαίτιο κάθε κακού για τους ανθρώπους τον δημιουργό και δοτήρα όλων των αγαθών, τον μόνο αγαθό και ενάρετο κατά την ουσία Του, ο οποίος μας απομακρύνει από κάθε κακό και μας χειραγωγεί στην αγνή και θεόμορφη ζωή, άλλοτε με την υπόσχεση των θείων αγαθών και άλλοτε με την απειλή των ατελευτήτων και φοβερών βασάνων. Δεύτερον, απομακρύνει έτσι από τον εαυτό του την κατηγορία ότι είναι ο μόνος αίτιος κάθε κακού και, τρίτον, κρατάει δέσμιους πάντοτε για να εκτελούν παράνομες πράξεις, όσους ακολουθούν αυτήν την ψυχοφθόρα και ασεβή διδασκαλία, επειδή είναι βέβαιοι ότι βρίσκονται απόλυτα υπό την επίδραση των άστρων. Όταν αποκαλύπτεται κάποια παράνομη πράξη τους, τυχαίνει να ακούμε από πολλούς να λένε ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτήν, καθώς το άστρο, κάτω από την επιρροή του οποίου βρίσκονταν, τους έσπρωξε με την βία προς εκεί παρά την θέλησή τους και τους υπέταξε σε αυτό το πάθος.
Θα μπορούσε κανείς να βρεί κάτι χειρότερο για να συκοφαντήσει την ίδια την θεία αλήθεια; Αν ο Θεός με τις εντολές Του μας απαγορεύει να επιθυμήσουμε την γυναίκα του άλλου η να ψευδόμαστε και έπειτα με την ισχυρή επιρροή των άστρων μας ωθεί σε κάθε ανομία, τότε πώς μπορεί, αλλοίμονο, να θεωρείται δίκαιος, αφού ζητά από εμάς να κάνουμε κάτι εντελώς αδύνατο; Πράγματι, ποιός από τους ανθρώπους είναι σε θέση να αντιστέκεται πάντοτε εναντίον των τριών αυτών δυνατών εχθρών, δηλαδή των δαιμόνων, των άστρων και της ακατάπαυστης επίθεσης των φυσικών παθών, πού πάντοτε τόσο βίαια επιτίθενται εναντίον μας;
Εξάλλου, φαίνεται πώς ο Θεός αδίκησε φοβερά το ανθρώπινο γένος, αφού, ενώ έδωσε ως δωρεά το βασίλειό Του στις επουράνιες δυνάμεις, δηλαδή στους Αγγέλους, έκανε εμάς τους ανθρώπους υποχείριο των δαιμόνων, των άστρων και των πλανητών, πού μας εμποδίζουν με κάθε τρόπο να εισέλθουμε σε αυτό. Επίσης, πώς μπορεί να φανεί αληθής ο θείος λόγος πού λέγει: «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μή αδικήση»[5], αν μας ωθεί προς τα πάθη η επίδραση των άστρων; Ο Θεός μας εδίδαξε ότι δεν παρασυρόμαστε σε κακές πράξεις από την επιρροή των άστρων αλλά από τα ολέθρια δαιμόνια.
Εξαιτίας αυτών, ψυχή μου, έχουμε υποστεί την αξιοθρήνητη πτώση, όπως το μαρτυρεί σαφώς ο μεγάλος και πάμφωτος ήλιος, ο θείος Παύλος λέγοντας, ότι για τους πιστούς δεν είναι «η πάλη προς αίμα και σάρκα», δηλαδή προς την αδύναμη ανθρώπινη σάρκα, «αλλά προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου», προς τα πονηρά πνεύματα, τους εφευρέτες κάθε κακού[6]. Η δύναμή τους δημιούργησε κατά την αρχαιότητα σε όλη την οικουμένη δαιμονικές μαγείες και από το γεγονός αυτό προήλθε η πλάνη της λατρείας των ειδώλων. Οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι και οι δυνατοί βασιλείς άκουγαν με μεγάλη ευπιστία τους εκπροσώπους κάθε δαιμονικής και αστρολογικής πλάνης. Μαθητές τους είναι οι μάγοι και οι οιωνοσκόποι. Αυτοί πού τοποθετούν την μοίρα του ανθρώπου κάτω από την επιρροή του ενός η του άλλου άστρου, χύνουν σαν όφεις στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο της κακίας τους και την πλάνη της αστρολογίας. Εξουσιάζουμε όλους αυτούς, αν υπηρετούμε πιστά τον Δημιουργό των πάντων, τον Βασιλέα και Θεό, εκτελώντας πάντοτε με τα έργα μας τις ιερές εντολές Του. Αν όμως τις παραβιάζουμε, θα μας βρούν πολλές δυστυχίες. Οπωσδήποτε αυτά μας συμβαίνουν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού και όχι από την τυφλή τύχη η από την επίδραση των άστρων, όπως εσφαλμένα ερμηνεύει η παραφροσύνη των αστρολόγων.
Τα άστρα, ψυχή μου, δημιουργήθηκαν όχι για να μας εξουσιάζουν, αλλά για να διώχνουν το νυχτερινό σκοτάδι με το φως τους, για να βοηθούν τους ναυτικούς να ταξιδεύουν την νύχτα χωρίς κίνδυνο και να δείχνουν στους γεωργούς πότε να οργώσουν την γή. Αν όμως, λόγω της εξουσιαστικής επιρροής των άστρων, άλλοι ακολουθούν την αρετή και άλλοι την κακία, ενώ η αρχή κάθε αγαθού είναι η πίστη στον αληθινό Θεό και το χειρότερο από όλα τα κακά είναι η απιστία, τότε ούτε θα καταδικασθούν όσοι ασεβούν εναντίον του Θεού ούτε θα λάβουν έπαινο από τον Θεό όσοι Τον σέβονται και Τον τιμούν. Επειδή υποτίθεται πώς κανένα από τα δύο δεν συμβαίνει από μόνο του, αλλά λόγω της καταναγκαστικής επιρροής των άστρων, η οποία άλλους ωθεί στην πίστη και άλλους στην απιστία. Τί σημασία θα είχε ύστερα από αυτά ο θείος λόγος: «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον»[7]; Επειδή ο,τι παρέχεται με την βία δεν αξίζει κανέναν έπαινο, ούτε τιμωρία, είτε είναι καλό είτε κακό, όπως θεολογεί ο τιμιότατος και θεόπνευστος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας: Οι Έλληνες θεωρούν ότι το καθετί, πού μας αφορά, εξαρτάται από την επίδραση των άστρων, του ήλιου και της σελήνης, της ανατολής και της δύσης, με τα οποία ασχολείται η επιστήμη της αστρολογίας[8]. Εμείς όμως ισχυριζόμαστε ότι αυτά προαναγγέλλουν την βροχή, την λειψυδρία, το κρύο, την ζέστη, την ξηρασία, τους ανέμους, κ.λπ., ενώ για τα προσωπικά μας θέματα δεν μπορούν να μας δώσουν καμμία ένδειξη. Ο Δημιουργός μας έπλασε αυτεξουσίους και κυριάρχους των πράξεών μας. Αν κάναμε ο,τι κάνουμε υπό την επίδραση των άστρων, θα το κάναμε με την βία. Και ο,τι πράττεται με την βία, δεν θεωρείται ούτε καλό ούτε κακό. Αν όμως δεν έχουμε ούτε το καλό ούτε το κακό, τότε δεν αξίζουμε ούτε έπαινο ούτε βραβείο, ούτε μομφή ούτε τιμωρία. Γιατί έτσι ο Θεός θα φανεί άδικος, αν παρέχει, υπό την επίδραση των άστρων, σε άλλους ευημερία και σε άλλους δυστυχία.
Αν όλα κινούνται και φέρονται από την ανάγκη, τότε ο Θεός δεν κυβερνά το σύμπαν και δεν έχει καμμία μέριμνα για το δημιούργημά Του[9]. Πώς τότε μπορούν να είναι αληθινά τα λόγια της Αννας, μητέρας του προφήτη Σαμουήλ, πού λέγει ότι: «Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει»[10], αν άλλοι υψώνονται από την γή στα ύψη και άλλοι κατεβαίνουν στα τάρταρα εξαιτίας της τυφλής τύχης και της κινήσεως των άστρων; Αν είναι αληθινά τα λόγια της Αννας, τότε η πίστη στην ευτυχία και την δυστυχία είναι ψέμα και εφεύρεση των απίστων και όχι διδασκαλία και παράδοση των αγίων. Γι’ αυτό ως αληθινά πιστοί πρέπει να τακτοποιούμε την ζωή μας και να την κοσμούμε με αξιέπαινο ήθος, ακολουθώντας την διδασκαλία της ορθής πίστεως. Επίσης, αν «ο αγρός εστιν ο κόσμος· το δε καλόν σπέρμα, ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί του πονηρού»[11], δηλαδή οι δημιουργοί της κάθε ανομίας, τότε από αυτά τα θεία λόγια προκύπτει ότι: αν άλλοι αγαπούν την αρετή και άλλοι παραδίδονται στο κακό, δεν οφείλεται στην δύναμη των άστρων, αλλά εξαρτάται από το ότι άλλοι υπακούουν στον Θεό και γίνονται καλοί, ενώ άλλοι ακολουθούν τον κακόβουλο δαίμονα και γίνονται κακοί.
Ας μην αναζητούμε άλλο καλύτερο από τον προαναφερθέντα ισχυρισμό, καθώς ουδείς σοφότερος του Θεού. Επί πλέον, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του[12], δηλαδή ελεύθερο και αυτεξούσιο, για να προσπαθεί με δική του πρωτοβουλία να ζεί θεάρεστα. Και μετά, λες και μετάνιωσε ο Θεός, έθεσε τον άνθρωπο κάτω από την ισχυρή και καταναγκαστική επιρροή της κινήσεως των άστρων και έτσι, σαν τον τελευταίο ουτιδανό αιχμάλωτο, τον οδηγεί στην εκτέλεση διαφόρων απρεπών πράξεων! Γι’ αυτό ο Θεός θυμώνει πολύ μαζί μας, επειδή, διαπράττοντας κακές πράξεις, κάνουμε έτσι, ώστε να φαίνεται ότι ο ίδιος δεν συμφωνεί με τον εαυτό Του, ενώ Αυτός είναι η πηγή κάθε σοφίας. Αρα, δεν είναι ούτε ο κύκλος της τυφλής ευτυχίας ούτε τα άστρα, αλλά ο ίδιος ο πανάγαθος και πανάμωμος Θεός, πού βασιλεύει σε όλα, τακτοποιεί πάνσοφα και ενάρετα με την θεία πρόνοιά Του το καθετί πού μας αφορά και κυβερνά τα πάντα με τον πιο ωφέλιμο για εμάς τρόπο. «Εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω»[13], λέγει Αυτός πού βασιλεύει υπέρ των πάντων. «Πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων»[14] και από τον συνάναρχό Του Υιό και το Άγιον Πνεύμα, πού κυβερνά τα πάντα υπέροχα.
Ο αίτιος κάθε κακού είναι ο διάβολος καθώς και εμείς οι ίδιοι, πού ανόητα τον ακούμε. Γεμάτος φθόνο και κακία, γκρεμισμένος από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφανείας του, ο διάβολος δεν αντέχει να μας βλέπει να ειρηνεύουμε μεταξύ μας, αλλά μαίνεται εναντίoν όλων ανεξαιρέτως, ως σκυλί λυσσασμένο πού δαγκώνει οποιονδήποτε συναντά στον δρόμο του. Έτσι και αυτός ο ολέθριος, ο οποίος γκρεμίστηκε από τα ύψη και έπαθε μεγάλη ατίμωση: τον έβλεπε ως άνθρωπο, πού τον είχε πριν υποταγμένο και τον είχε εξευτελίσει με διάφορες ακάθαρτες πράξεις. Όμως επειδή τώρα βλέπει τον Ιησού Χριστό ως ύψιστο Θεό, πού δοξάζεται από όλους και κάθεται στον θρόνο εκ δεξιών του Πατρός Του, καίγεται από τον φθόνο, μαίνεται και τρίζει συνεχώς τα δόντια του. Σαν άγριο θηρίο, βρυχάται κρυφά στις σκέψεις του εναντίον μας και, δημιουργώντας δυσκολίες, προσπαθεί μάταια με την κακία του να μας εμποδίσει να μπούμε στον δρόμο πού οδηγεί στην απαθή και αιώνια ζωή. Ο φθονερός και χαιρέκακος συνήθως χαίρεται να βλέπει να καταστρέφονται όλοι όσους μισεί. Γι’ αυτό μας πολεμά πάντοτε με κακές σκέψεις, με τον ολέθριο φθόνο και με την υπερηφάνεια.
Ο διάβολος είναι διδάσκαλος της κλοπής και της δολοφονίας, είναι αρχηγός κάθε ψεύδους και κάθε δόλου. Είναι αυτός πού ωθεί τους τυμβωρύχους να ανοίγουν τα φέρετρα των νεκρών και χωρίς φόβο να λεηλατούν τα σώματα, πού ήδη βγάζουν δυσοσμία. Γιατί όμως να σε κουράζω με τον μακρύ λόγο μου; Ο διάβολος είναι ο εφευρέτης κάθε κακού και κακίας, με τα οποία γέμισε όλον τον κόσμο, επειδή ζηλεύει την Χάρη πού μας δίδεται άνωθεν. Γιατί σου φαίνεται περίεργο, ψυχή μου, πού παραστρατούμε πολλές φορές από την ηθική ζωή, αφού είμαστε συνεχώς αγριεμένοι σαν θηρία από τέτοια και τόσο πολλά πάθη; Είδες ποτέ κανέναν να απορεί, γιατί η θάλασσα αναταράσσεται πολλές φορές από την δυνατή επίδραση των ανέμων;
Σου έδωσα λοιπόν, ψυχή μου, παρά το σύντομο του λόγου μου, αρκετά νομίζω από αυτά πού ήθελες. Τώρα άκουσε και με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα, όπως μου το ζήτησες προηγουμένως.
«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[15], εξυμνεί ο θεόσοφος ψαλμωδός, ο υιός του Ιεσσαί. Ως φόβο αληθινό να θεωρείς, ψυχή μου, την επιμελή εκτέλεση των θείων εντολών. Αλλά, ψυχή μου, μην θεωρείς φόβο ούτε δέος εκείνον τον φόβο, πού εκφράζεται μόνο σε κούφια λόγια, αλλά παραπλάνηση της ψυχής, της ταπεινωμένης από τους αοράτους εχθρούς εξαιτίας της μεγάλης ατασθαλίας της. «Και πάς ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μή ποιών αυτούς», δηλαδή δεν εφαρμόζει ενάρετα αυτά πού ακούει, «ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ώκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον»[16]. Για παράδειγμα: ένας άνθρωπος έλαβε από τον κύριό του την εξουσία μιάς πόλεως και έλαβε από αυτόν και τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε ο ίδιος να ζεί καλά και τίμια και να διοικεί σωστά τους κατοίκους της. Ωστόσο αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην πόλη και γεύτηκε όλα τα αγαθά της, κατάντησε υπερήφανος. Δεν μεριμνά πλέον για την τήρηση των νόμων και δεν επιτρέπει να μπαίνουν φραγμοί στα όρια της εξουσίας του. Μετατρέπεται έτσι έναντι όλων σε έναν κακό, υπερήφανο και βαρύθυμο διοικητή πού επιβάλλει την εξουσία του με φωνές, άγρια βλέμματα και βασανιστήρια. Τότε αυτός δεν χάνει μόνο την ίδια την εξουσία, αλλά τιμωρείται σύμφωνα με τις ατασθαλίες του. Έτσι και ο άνθρωπος, αφού ξέχασε τους θείους νόμους, δηλαδή τις δωρεές, την Χάρη, την ιερή αγάπη, την νομιμοφροσύνη, την αλήθεια, την ησυχία, την πραότητα, την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, ταυτίζει την ορθή πίστη του με το να μην τρώει ορισμένα φαγητά και με το να ακούει την Αγία Γραφή. Έχουν τυφλωθεί τα μάτια της ψυχής του και έχει απομακρυνθεί από την ιερά σύνοδο των αγίων. Όπως λέγει ο άγιος ευαγγελιστής του Θεού, δεν αγαπά ο Θεός τους ακροατές του νόμου[17], αλλά όσους τον εφαρμόζουν σωστά.
Γι’ αυτό να αποκτήσεις ως βάση τον φόβο του Θεού, επειδή χωρίς αυτόν όλα τα άλλα είναι άχρηστα, ακόμη και η στέρηση των φαγητών και η πολύωρη προσευχή. Πολύ αυστηρά μας παρατηρεί ο Κύριος λέγοντας: «Τί δε με καλείτε Κύριε, Κύριε»[18], αφού ο,τι σας διατάζω δεν θέλετε να το εκτελείτε; Επάνω σε αυτό το στερεό και ακλόνητο θεμέλιο –στόν φόβο του Θεού– προσπάθησε να κρατάς γερά το χαλινάρι της σάρκας και της κοιλιάς, πού επαναστατεί εναντίον μας με τις ασυγκράτητες ορμές της και μαίνεται με τις επιθυμίες της. Όσο αυτή μεγαλώνει, εμείς καταστρεφόμαστε και, αντιθέτως, όσο αυτή ξηραίνεται, ζούμε την ενάρετη ζωή. Όπως η φωτιά, όταν καίει λίγα και κακής ποιότητας ξύλα, καίει ήσυχα, χωρίς θόρυβο και με μέτρο, ενώ, αν της βάλουμε πολλά και χοντρά ξύλα, πετάγεται αμέσως επάνω κάνοντας φοβερό θόρυβο. Έτσι και εμείς, όσο η κοιλιά φουσκώνει από την έλλειψη εγκρατείας, όλο και περισσότερο γινόμαστε βλοσυροί, άγριοι και θυμώνουμε με τον καθένα σαν θηρία και χωρίς πραότητα παρασυρόμαστε σε φωνές και οργή. Όταν όμως η εγκράτεια ξηραίνει την σάρκα μας, τότε εντός μας εγκαθίσταται η πραότητα και η ησυχία. Σε αυτό μας βοηθάει σε μεγάλο βαθμό το να ζούμε με ανθρώπους του ίδιου ήθους. Ο κοινός βίος με πολλούς δίδει συχνά αφορμή να οργιζόμαστε ακόμη και εναντίον της θελήσεώς μας, όταν τύχει να ακούσουμε κάτι απρεπές η να δούμε ανήθικες πράξεις αντίθετες με τις παραδόσεις των πατέρων μας.
Πέρα από όλα αυτά, η πραότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το αν διάγουμε τον βίο μας αφιλοκερδώς, αν ασκούμεθα καθημερινά μελετώντας τους βίους των αγίων, και αν συνηθίσουμε να έχουμε μνήμη θανάτου. Αντίθετα, τίποτα άλλο δεν μας κάνει τόσο θηριώδεις όσο το πάθος της φιλοκτημοσύνης. Η επιφάνεια της θάλασσας την ώρα της καλοκαιρίας είναι ήρεμη, όταν όμως σηκωθεί δυνατός άνεμος, φουντώνει και σηκώνει κύματα πελώρια σαν βουνά πού σκάνε με μεγάλο θόρυβο. Έτσι και η ψυχή, όταν υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά της, φλέγεται από τον θυμό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, σκοτεινιάζει το μυαλό της, χάνει την χάρη της και η καρδιά της σκληραίνει σαν πέτρα. Όπου υπάρχει η επιθυμία να αποκτήσεις αγαθά, εκεί εμφανίζονται η απληστία για το χρυσάφι, η ηδυπάθεια, οι μέριμνες και οι φιλονικίες. Όλα αυτά καταπνίγουν σαν αγκάθια τον σωτήριο λόγο, πού σπέρνεται από τον ουρανό στις καρδιές μας, πού αφορά την έμπρακτη εκτέλεση των εντολών του Σωτήρος, την μνήμη των αιωνίων αγαθών, την μέλλουσα φοβερή Κρίση και τα πικρά βασανιστήρια. Όπου υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό τα πάθη πού αναφέραμε προηγουμένως, εκεί υπάρχει και η φιλαργυρία και η επιθυμία να γίνονται τα πάντα λόγω λαιμαργίας. Έτσι χάνεται η ανθρωπιά, ενώ οι τέτοιου είδους άνθρωποι γίνονται πιο άγριοι και από τα θηρία. Από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι παρασύρονται πολύ όσοι φροντίζουν συνεχώς να αυξάνουν τον πλούτο τους και να καλλιεργούν την φιλαργυρία.
Ακουσε λοιπόν, ψυχή μου, την σύνοψη όλων αυτών πού είπαμε και προσπάθησε να τα εκτελείς εμπράκτως, χωρίς οκνηρία. Όλα τα πάθη γεννήθηκαν μέσα μας λόγω του ότι λησμονήσαμε και δεν γνωρίζουμε ποιό είναι το υπέρτατο, το αληθινό αγαθό. Αυτό μας προκάλεσε αναρίθμητα κακά και έτσι καταντήσαμε να μοιάζουμε με τα κτήνη. Όταν όμως θυμόμαστε συχνά αυτά πού αναφέραμε προηγουμένως και όσο η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε είναι ασταμάτητη και επιθυμούμε από βάθους καρδιάς την θεία δόξα πού υπερτερεί κάθε λόγου, τότε αυτά είναι αρκετά όχι μόνο για να αποκτήσουμε την τελεία και ακλόνητη πραότητα του ήθους, αλλά και να φθάσουμε μπροστά στον ίδιο τον Βασιλεύοντα εν υψίστοις και να γίνουμε κληρονόμοι της γής των σωζομένων, στην οποία στηρίζονται γερά τα πόδια των πράων πού χαίρονται το θείο φώς.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Α΄ Πέτρ. 3, 15.
[2]. Ησ. 7, 9.
[3]. Δηλαδή τού ιδίου τού Θεού, πού είναι τέλειος καί αγαθός. Πρβλ. Ματθ. 5,48 καί 19,17.
[4]. Πρβλ. Ψαλμ. 48, 21.
[5]. Λουκ. 10,19.
[6]. Εφ. 6, 12.
[7]. Ματθ. 25, 46.
[8]. Εδώ ο όρος «αστρολογία» σημαίνει καί αστρονομία, όπως καί παρακάτω, επειδή τήν εποχή εκείνη δέν υπήρχε σαφής διάκριση τών δύο όρων.
[9]. Ιωαννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως κα´, στ. 117-130, έκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos II [Patristische Texte und Studien 12], Walter de Gruyter, Berlin. New York 1973, σ. 59.
[10]. Α΄ Βασ. 6,6.
[11]. Ματθ. 13, 38.
[12]. Πρβλ. Γέν. 1,26.
[13]. Δευτ. 32, 39.
[14]. Ιακ. 1, 17.
[15]. Ψαλμ. 110, 10.
[16]. Ματθ. 7, 26.
[17]. Πρβλ. Ιακ. 1, 22.
[18]. Λουκ. 6, 46.