Ο μονοθεϊσμός της Βίβλου είναι η πρώτη και μόνη αντίδραση στην ειδωλολατρεία, κάθε μορφής, που γνώρισε ο κόσμος. Οι δύο πρώτες εντολές του μωσαϊκού δεκάλογου ήταν, κι εξακολουθούν να παραμένουν, το λυτρωτικό μήνυμα για όσους έμειναν αιώνες δούλοι στα ομοιώματα της κτίσεως και του ανθρώπου, για όσους γνώρισαν την αισχύνη της δουλείας στη φαραωνική κυριαρχία. Ας ξανακούσουμε τις δύο εντολές:
«Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας· ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ούρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. Ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσης αυτοίς».
α. Στις δύο αυτές εντολές υπάρχει η ριζικότερη απειδωλοποίηση του κόσμου που έγινε ποτέ. Κανένας τόπος και κανένα ον μέσα στον κόσμο δεν επιτρέπεται να γίνει είδωλο, υποκατάστατο του Θεού, και να απαιτήσει εκούσια από μέρους του ανθρώπου προσκύνηση και οργανωμένη λατρεία από το κοινωνικό σύνολο. Τί σημαίνει αυτό για την πράξη είναι εύκολο να καταλάβουμε ακόμη και σήμερα, αν θυμηθούμε την αφελή και ανόητη πίστη στην αστρολογία· τα ωροσκόπια δε λείπουν από τα περισσότερα έντυπα μαζικής κυκλοφορίας, κι αυτό μετά από χριστιανικό κήρυγμα δύο χιλιετιών! Φτάνει ακόμη να θυμηθούμε την επιβίωση των ειδώλων του γένους, των «αρχέτυπων» που θάλεγε ο Jung, που μπορεί να μην έχουν λατρεία, οποιαδήποτε όμως βρίσκουν την προσκύνηση μέσα στο υποσυνείδητό μας. Κι ακόμη ζουν τα ανθρωπόμορφα είδωλα, μόνο που έχουν αφηρημένες — και γι’ αυτό δυσδιάκριτες και έτσι επικίνδυνες — μορφές. Ποιος μπορεί, λοιπόν, ν’ αρνηθεί τη σπουδαιότητα και την επικαιρότητα των πρώτων εντολών για σήμερα;
Η απειδωλοποίηση πού διακηρύσσει η Βίβλος δεν είναι καθόλου ανεπίκαιρη. Μπορεί να μην είναι εμφανής πάντοτε η λατρεία ως εκδήλωση μιας οργανωμένης και εμφανούς στο κοινωνικό προσκήνιο ομάδας. Η προσκύνηση όμως των κοσμικών και ανθρώπινων ειδώλων, η εσωτερική αποδοχή τους και η εξάρτηση της ανθρώπινης ζωής από αυτά δεν έπα-ψε να υπάρχει. Κι αυτό κάνει επιτακτική τη διακήρυξη της λυτρωτικής εντολής· «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον . . .».
β. Η εντολή όμως που απαγορεύει τα είδωλα είναι συνέπεια μιας εμπειρίας που εκφράζει η πρώτη εντολή· «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου που σε λύτρωσα και σ’ οδήγησα μακριά από την Αίγυπτο, από τον τόπο της δουλείας . . .».
Πριν κηρυχθεί η απαγόρευση των ειδώλων υπενθυμίζεται στον Ισραήλ η εμπειρία της απελευθερώσεως. Πρώτα απαλλάσσεται ο άνθρωπος από τη δουλεία και μετά ζει την ελευθερία του, που για να διατηρηθεί πρέπει να φυλαχθεί μακριά από τα είδωλα. Κι αυτό είναι δυνατό μονάχα όταν συνδεθεί και πάλι ο άνθρωπος με την πηγή της ζωής, το Θεό. Αυτό δηλώνεται εμφαντικά στην αρχή της πρώτης εντολής με το ίδιο το όνομα του Θεού, που στα εβραϊκά σημαίνει «ο δίδων ζωήν», ο Ων, όπως συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά, σωστότερα «ο ζωοποιών».
Ό ζωοδότης Θεός γίνεται ο μόνος Κύριος του ανθρώπου, το μόνο σημείο εξάρτησης και στήριξης συνάμα. Από το Θεό ξεκινά η σωτήρια δύναμη που ελευθερώνει τον άνθρωπο από την απάτη του ψεύδους. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθε¬ρώσει υμάς», λέγει ο Χριστός, εννοώντας όχι μια γνωστική διεργασία του νου ή μια ενόραση της καρδιάς, αλλά τη μετάβαση ολόκληρου του ανθρώπου στο χώρο της Αλήθειας, στο χώρο της Ζωής, στον ένα Θεό. Η οντολογική αυτή ανατοποθέτηση του ανθρώπου σημαίνει την ελευθερία του ανθρώπου και μαζί της τη συντριβή των ειδώλων. Αλήθεια και ζωή συμπίπτουν και οι ψυχικοί διχασμοί παύουν να υφίστανται. Ο άνθρωπος γίνεται ενιαίος, όπως ένας είναι και ο ζωντανός Θεός του.
γ. Αυτή η ιστορική εμπειρία, η αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ, θεμελιώνει το μονοθεϊσμό. Είναι μια «γνώση» που ξεκινά από το Θεό, φτάνει στον άνθρωπο και ξαναγυρίζει ως προσκύνηση και λατρεία, ως δοξολογία στο Θεό.
Κι εδώ ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος των ειδώλων. Γιατί εύκολα μπορούν να αντικειμενοποιηθούν και να αυθυποστατοποιηθούν οι έννοιες της γνώσεως του Θεού. Μα κι αυτός ο κίνδυνος εξουδετερώνεται από την αποφατική θεολογία των Πατέρων. Ο αποφατισμός είναι η δικλείδα ασφαλείας, η συνεχής υπενθύμιση πως δεν είναι οι λέξεις και οι έννοιες, αλλ’ η ζωή της Εκκλησίας, ο χώρος που αποκαλύπτεται ο ζωντανός Θεός.
Μετά από τη ριζική αυτή κάθαρση των ειδώλων θα περίμενε κανένας να έχουν εξαφανιστεί στην εποχή μας τα είδωλα κάθε μορφής. Όλοι μας όμως ξέρουμε πως συνεχίζουν να ζουν, με μορφές λατρείας ή όχι, με ιερατείο ή και χωρίς αυτό, πάντως με πλήθος προσκυνητών. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα χονδροειδή είδωλα, το χρήμα ή το σεξ ή τη μαγεία ή τις μαζικές εκδηλώσεις γύρω από κάποιο καινούριο επίγειο θεό. Αυτά φαίνονται από μακριά, είναι κραυγαλέα και ίσως πιο ευκολονίκητα. Πιο δυνατά είναι άλλα είδωλα, στηριγμένα σε «πνευματικότερα» θεμέλια. Θ’ αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά, για να θυμηθεί καθένας μας και τα υπόλοιπα, τις παραλλαγές και τις ποικιλίες τους.
α. Πρώτο εμφανίζεται το είδωλο της γνώσεως, ο επιστημονισμός. Ένας από τους πρώτους λάτρεις του στα νεώτερα χρόνια είναι κι ο Βacon, που αναφέραμε στην αρχή. Δεν πρόκειται για την εκτίμηση — ούτε καν για μια υπερβολική εκτίμηση — προς την επιστήμη, αλλά για τη μεταβολή της από μέσο για τη γνώση του κόσμου και τη βελτίωση της ζωής σε θεμέλιο και σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι μεταβολή ποιοτική για το νόημα της επιστήμης, είναι αποκοπή της από την ανθρώπινη ζωή και αναγωγή της σε μεταφυσική δύναμη, σε είδωλο. Πρόκειται για μια στάση απόλυτης εξαρτήσεως του ανθρώπου από αυτήν, όπως την εκφράζει με αφέλεια και αλαζονεία συνάμα η φράση του Laplace προς το Ναπολέοντα μετά τη συγκρότηση της υποθέσεώς του για το ηλιακό σύστημα: «Τώρα πια δε μου χρειάζεται η υπόθεση Θεός!»
Ο μεσοπόλεμος κι η δεκαετία του 50 γνώρισαν σ’ όλο το πλάτος της τη λατρεία του καινούριου ειδώλου, που μόνο ο πόλεμος και η βαθμιαία συνειδητοποίηση του κινδύνου ατομικής καταστροφής μπόρεσαν να μετριάσουν κάπως. Στις μέρες μας άρχισε να χάνει έδαφος αυτό το είδωλο, κυρίως στους κύκλους των επιστημόνων, η ακτινοβολία του όμως στις μεγάλες μάζες δε χάθηκε ολότελα.
β. Ένα άλλο είδωλο, προορισμένο από τη φύση του για τους λίγους, είναι η λατρεία της λογικής. Συγγενικό με το προηγούμενο, έχει τη βασική διαφορά πως ενδιαφέρεται λιγότερο για τους μαθηματικούς τύπους και περισσότερο για τις έννοιες, για τα φιλοσοφικά συστήματα. Κι αυτό το είδωλο θέλει να θεμελιώσει σε σίγουρες και αποκλειστικές βάσεις τη ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας. Μόνο που οι λεπτές διακρίσεις του δεν το κάνουν μαζικό κίνημα· μέχρι που να βρεθεί ο εκλαϊκευτής τουλάχιστο, που θα στηρίξει πάνω του μια ολόκληρη ψευτοκοσμοθεωρία ή βιοθεωρία. Μέχρι που ένας Χίτλερ θα μεταβάλει τον υπεράνθρωπο της φιλοσοφίας του Νίτσε στον ξανθό άρειο-δήμιο εκατομμυρίων.
γ. Περιορισμένος είναι κι ο κύκλος των θαυμαστών ενός άλλου ειδώλου, της ψυχολογικής απελευθερώσεως του ανθρώπου. Κι έδώ σωστές επί μέρους γνώσεις απολυτοποιούνται και γίνονται πανάκεια, σωστή θρησκεία με λατρεία, όπως η υπερεκτίμηση της ψυχολογικής αναλύσεως, και με παραλατρευτικά φαινόμενα, όπως η δήθεν σεξουαλική απελευθέρωση με τα μέσα της μαζικής διαφωτίσεως, που απολήγουν στο κύμα της πορνογραφίας που μας κατακλύζει.
δ. Το πιο διαδεδομένο είδωλο όμως σήμερα είναι η ιδεολογία, ο κατακλυσμός μας από τους διάφορους -ισμούς της εποχής. Μπορεί εύκολα κανένας ν’ αποφύγει τα προηγούμενα είδωλα, γιατί η άπατη τους φανερώνεται εύκολα· υπόσχονται μια σωτηρία στο άμεσο παρόν, κι εύκολα φαίνεται η άπατη από τον μη ερχομό της σωτηρίας. Οι ιδεολογίες όμως αναφέρονται στο μέλλον, ανοίγουν την πόρτα στην ελπίδα κι έτσι η διάψευση από τα πράγματα δεν είναι εύκολη.
Τα ιδεολογικά είδωλα, έπειτα, είναι καλά οργανωμένα, δεν τους λείπουν τα δόγματα, η παράδοση, το ιερατείο, ούτε κι αυτός ο ασκητισμός. Πρόκειται για υποκατάστατα της θρησκείας σ’ όλη την έκταση του θρησκευτικού φαινομένου, αφού και ύμνοι υπάρχουν και μαυσωλεία έχουν στηθεί. Καμιά φορά δε λείπει ούτε η ηθική — μια βασική διαφορά από την κλασική μορφή ειδωλολατρείας. Κατά τα άλλα, έχουν όλα τα τυπικά γνωρίσματα που είδαμε.
Εδώ είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος κι η μεγαλύτερη πρόκληση για όσους πιστεύουν στον ένα Θεό, τον Πατέρα του Κυρίου Ιησού. Πρόκληση, γιατί τα ιδεολογικά είδωλα εμφανίζονται όχι έξω από την πόρτα, αλλά μέσα στο χώρο της ίδιας της Εκκλησίας. Είναι αδύνατο ν’ αδιαφορήσουμε, όταν οι έμψυχοι ναοί του Θεού, οι πιστοί, έχουν μέσα τους «το βδέλυγμα της ερημώσεως». Ο Βελίαλ και ο Χριστός δεν μπορούν να συγκατοικήσουν στον ίδιο ναό. Και μην ξεχνάμε πως συνεχίζει η δεύτερη εντολή, που απαγορεύει την ποίηση των ειδώλων «εγώ γάρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής…». Η πρόκληση είναι, λοιπόν, πολύ ισχυρή και πολύ κοντά, έτσι που δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει ούτε η Εκκλησία ούτε οι πιστοί ως άτομα.
Μεγάλος είναι επίσης ο κίνδυνος να γλιστρήσει ο χριστιανός σ’ ένα πεδίο που είναι άσχετο με την άρνηση των ειδώλων από μέρους του. Αναφερόμαστε στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες των συγχρόνων ιδεολογιών, που καθ’ εαυτές λαμβανόμενες είναι αδιάφορες για το Χριστιανό. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος ν’ αγωνιστούμε για μιαν άλλη άποψη σ’ αυτά τα ζητήματα κι όχι για το μονοθεϊσμό. Μπορεί να γίνουμε μάρτυρες των πολιτικοκοινωνικών απόψεων μας – σε τελευταία ανάλυση δηλαδή ακούσιοι ειδωλολάτρες μάρτυρες-, νομίζοντας πως αγωνιζόμαστε για το Χριστιανισμό.
Όσο μεγάλος όμως κι αν είναι ο κίνδυνος, τόσο πιο μεγάλη και η πρόκληση και τόσο πιο επιτακτική η ανάγκη ν’ ακουστεί η φωνή της Αλήθειας. Τα είδωλα μας κατακλύζουν, δεν μπορούμε να μείνουμε άπρακτοι. Κι αυτό από αγάπη για το Θεό, από υποταγή στις εντολές Του, από την ίδια την ένταξή μας στην οικογένειά Του. «Η ευγένεια δημιουργεί υποχρεώσεις» λέγει το παλιό ιπποτικό ρητό. Και μεγαλύτερη «ευγένεια» από την ένταξή μας στο χώρο της Αλήθειας δεν υπάρχει.
Κι όχι μόνο γι’ αυτό το λόγο, αλλά και για έναν ακόμα·
από αγάπη για τον άνθρωπο, από σεβασμό στην ελευθερία του, στις δυνατότητές του να γίνει πραγματικά υπεύθυνος και ελεύθερος, παιδί του Θεού. Αυτή μας η διπλή αγάπη, για το Θεό και για τον άνθρωπο, μας επιβάλλει να αγωνιστούμε για να διώξουμε τα είδωλα, για να ξαναγίνει ο Θεός, Θεός των ανθρώπων, ό λ ω ν των ανθρώπων, και για να ξαναγίνει ο άνθρωπος, άνθρωπος ελεύθερος, υπεύθυνος, αδελφός για τους συνανθρώπους.
Αυτός ο αγώνας σημαίνει πως θα ξαναβγεί μέσα στην Εκκλησία δυναμική και δραστήρια η τάξη των προφητών, των «ορώντων», όπως τους ονομάζει η Βίβλος. «Ορώντες» είναι αυτοί που βλέπουν την πραγματική πορεία του κόσμου και του ανθρώπου, χωρίς να σαγηνεύονται από τη λάμψη των οποιωνδήποτε ειδώλων, χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στην οσοδήποτε μεγάλη συγκέντρωση των ιερέων του Βάαλ. «Ορώντες» είναι όσοι πιστεύουν πως η ελευθερία του ανθρώπου είναι δείγμα της πορείας του προς το ζωοδότη Θεό κι αγωνίζονται γι’ αυτή την ελευθερία χωρίς να δελεάζονται από την απάτη του κόσμου και χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στις μέριμνες του παρόντος.
«Ορώντες» είναι σε έσχατη ανάλυση όλοι οι Χριστιανοί που αγωνίζονται για να γίνει ο άνθρωπος σκοπός κάθε μορφής κοινωνικής συμβιώσεως και όχι σκοπός για την επικράτηση οποιουδήποτε ιδεολογικού –ισμού· που διαμαρτύρονται για τη συνειδητή σύγχυση της Αλήθειας με το Ψευδός, για την υποταγή του ανθρώπου σε σύγχρονα αποκαλυπτικά θηρία· που μέρα και νύχτα παλεύουν για την απελευθέρωση των συνανθρώπων από τα κάθε μορφής είδωλα.
(«Προβληματισμοί»,τ. 6, εκδ. Χ. Φ. Ε, σ. 91 -100 )