Πολύ πιο παλιά είχα δοκιμάσει μια εκπληκτική έλλαμψι θείας χαράς! Ξέρετε γιατί; «Ό εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανό και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος, Χριστός ό Θεός». Ήταν ή πρώτη προσευχή πού έμαθα. Την διάβαζα εκατό φορές την ήμερα! Ούτε το «Πάτερ ημών», ούτε το «Άγιος ό Θεός», αλλά το «Ό εν παντί καιρώ και πάση ώρα».

ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ό εν παντί καιρώ και πάση ώρα,
εν ούρανώ και επί γης,
προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ό Θεός
ό μακρόθυμος, ό πολυέλεος, ό πολυεύσπλαχνος
ό τους δικαιους αγαπών ''
και τους αμαρτωλούς ελεών ό πάντας καλών προς σωτηρίαν
δια της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών.
Αυτός, Κύριε,
πρόσδεξαι και ημών εν τη ώρα ταύτη τάς έντεύξεις
και ίθυνον την ζωήν ημών προς τάς έντολάς Σου:
τάς ψυχάς ημών αγίασαν
τα σώματα άγνισον
τους λογισμούς διόρθωσαν -
τάς εννοίας κάθαρον
και ρύσαι ημάς από πάσης θλίψεως κακών και οδύνης
Τείχισον ημάς άγίοις Σου άγγέλοις
ίνα τη παρεμβολή αυτών φρουρούμενοι
και οδηγούμενοι καταντήσωμεν
εις την ενότητα της πίστεως
και εις την έπίγνωσιν της απροσίτου Σου δόξης
ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.

(Ή αγαπημένη προσευχή του στάρετς Σαμψών)

Και μετά έμαθα το «Ή έλπίς μου ό Πατήρ, καταφυγή μου ό Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Αγιόν Τριάς Αγία, δόξα Σοι».
Είναι ή ευχή του αγίου Ίωαννικίου του Μεγάλου.

Καταπληκτική προσευχή. Δεν την χορταίνεις!

Θυμάμαι, έτρεχα κάποτε, αγοράκι ακόμη, μέσα στα σπαρμένα χωράφια, ανάμεσα στα πανύψηλα σπαρτά και την επαναλάμβανα.

Ομοίως με κατέπλητταν τα λόγια του Ευαγγελίου (Ματθ. 11,27):
«Πάντα μοι παρεδόθη παρά του Πατρός μου. Και ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν, ειμή ό Πατήρ. Ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ειμή ό Υιός και ω εάν βούληται ό Υιός αποκαλύψαι».

Να εδώ είναι ή ουσία!...

Την Παναγία την γνώρισα αργότερα.

Μετά έμαθα το «Καταξίωσαν, Κύριε». «Καταξίωσαν, Κύριε, εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς».

Θυμάμαι, έτρεχα, αγοράκι τότε, μέσα στο δάσος και έλεγα την θαυμάσια αυτή προσευχή: «Καταξίωσαν, Κύριε».

Έγινε μέσα μου τραγούδι. Δεν τα ήξερα τα αρχαία σλαβονικά. Μου ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να καταλάβω τα νοήματα της.

Την έμαθα στο ψαλτήρι.

'Πήγαινα σε κάθε ακολουθία. Μα μυστικά από τους γονείς μου. Μου άρεσαν φοβερά. Γι' αυτές τις προσευχές πήγαινα στην Εκκλησία! Ή λειτουργία μου ήταν ακατανόητη. Αυτή ή κλίση της καρδιάς μου, ήταν ή κλήση της καρδιάς μου. Έτσι δεν είναι; Βλέπετε; Δοκιμάζετε κατάπληξη! Ό καθένας έχει ένα δικό του τρόπο. Ό καθένας ζει με τον δικό του τρόπο. Και καλείται στη σωτηρία ό καθένας μας με ένα εντελώς ιδιότυπο, δικό του, τρόπο.

Υπάρχουν μερικοί, πού όταν μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους, γίνονται εξαιρετικοί δούλοι του Χριστού. Από φόβο. Επειδή τρέμουν την ανταπόδοση! «Κύριε, μη με τιμωρήσεις! Σου υπόσχομαι... Έχεις το δικαίωμα... Μπορείς... Μόνο μη με καταδικάσεις. Μη με τιμωρήσεις». Αυτή είναι ή αρχή της επιστροφής στον Θεό.

Όταν ό άνθρωπος προσεύχεται έτσι, επίμονα και σταθερά, με φόβο και τρόμο, και το ξέρει και το συνειδητοποιεί, ότι ό νόμος της ανταπόδοσης δεν έχει ατονήσει και ότι γίνεται ανταπόδοση και εδώ στην γη. Και γι' αυτό συντετριμμένος κραυγάζει: «Ελέησε με, Κύριε. Τιμώρησε με. Εδώ. Όχι εκεί»! Αυτή είναι ή δεύτερη βαθμίδα.

Μετά ό άνθρωπος μαθαίνει να λέγει το «ελέησε με» με διάφορες μορφές: π. χ. με την ευχή του Ιησού κ. ο. κ. Και έτσι φθάνει σε τέτοια ύψη μετανοίας, πού προκαλούν θαυμασμό και απορία!

Ας θυμηθούμε τον ιερομόναχο π. Σεραφείμ, τον έγκλειστο. Ήλθε σε μετάνοια ως εξής: Σε μια στιγμή είδε πόσο ακάθαρτη, και πόσο ανόητη, ήταν ή ζωή του! Και γύρισε στον Θεό σε μια νύχτα. Επήγε στον μητροπολίτη Αντώνιο Βατκόφσκι στην Αγία Πετρούπολη, και τον παρεκάλεσε να τον κάμει μεγαλόσχημο μοναχό. Και πράγματι τον έκλεισαν σ' ένα κελί. Έβαλαν αμπάρες. τον κλείδωσαν. Και άφησαν μόνο ένα παραθυράκι. Να του δίνουν νερό και λίγο φαγητό. Είκοσι οκτώ χρόνια πέρασε σ' αυτή την εγκλείστρα. Στο τέταρτο έτος της έγκλειστης εκεί ζωής του έλαβε το διορατικό χάρισμα. Και άρχισε να εξομολογεί ανθρώπους από μέσα! Χωρίς να ανοίγει! Χωρίς να βλέπει πρόσωπα! Χωρίς να ξέρη ονόματα! Στο τέταρτο έτος της μετανοίας του!

Και μετά; Άρχισε να εκδιώκει τους δαίμονες. Κυριολεκτικά τον έτρεμαν. Πήγαιναν να τον πειράξουν. Μα αυτός τους έβλεπε, όπως εμείς βλέπομε το σκυλί, την γάτα, το ποντίκι. Και τους κυνηγούσε. Και τους τιμωρούσε. Είχε το δικαιωμα να τους χτυπάει. Τους χτυπούσε με το μαστίγιο. Τους κυνηγούσε με το φλιτζάνι το τσάι, με την λεκάνη! Έσκουζαν, τσίριζαν, ούρλιαζαν! Και οί άλλοι μοναχοί άκουαν. Και το καταλάβαιναν, ότι τους μάστιζε.

Το παραθυράκι είναι κλειστό. εμείς δεν βλέπομε τίποτε. Μας ερωτάει: «Μου απολύσατε τίς γάτες και τα σκυλιά»; Τους διάταζε να φύγουν. Τους κυνηγούσε. Μετά έβαζε στον εαυτό του κανόνα σιωπής. Και όταν τα δαιμόνια τον πείραζαν πολύ σκληρά, έκλαιγε. Έκλαιγε ολόκληρες νύχτες με λυγμούς. Τι να έκανε; Μερικές φορές ξεχνούσε τον κανόνα της σιωπής και διάβαζε τίς προσευχές του δυνατά. Και οί μοναχοί ήξεραν, πώς προσεύχεται φωναχτά, επειδή τον ενοχλούν οί δαίμονες. Ήταν και αυτό μια ιδιότυπη στροφή στον Θεό.

Άλλος ευρίσκει την οδό στην ομολογία. Π.χ. ή μακαρίτισσα ή Ντούσια. Όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό σχολείο είχε ένα βαθύ πόθο να ομόλογη τον Κύριο. Ερχόταν σε διάλογο και σύγκρουση με τους δασκάλους της και τους συμμαθητές της. Το αισθανόταν ανάγκη να παρέμβει με θάρρος και τόλμη, όταν τους άκουε να λένε λόγια ανευλαβή. Και παρενέβαινε με αποφασιστικότητα. Της έδινε χαρά, όταν την ειρωνεύονταν, όταν της έλεγαν πώς θα έπρεπε να γίνη και αυτή άθεη, να γραφτή στην Κομμουνιστική Νεολαία, κ. ά. Αυτά την έκαναν όλο και περισσότερο να ανεβαίνει!... Και τελικά, ή αγάπη της προς τον Θεό ευρήκε τον δρόμο για το μοναστήρι. Ένας ακόμη τρόπος. Ένας ιδιότυπος τρόπος.

Δεν θα σας ειπώ, Τι ήταν. Τι ζωή έκανε, Τι έργα, και Τι μυαλό είχε. Ούτε πόσο αγαπούσε τον Άββά Δωρόθεο και την Κλίμακα. Τα ήξερε τα βιβλία αυτά άπ' έξω! Τα έλεγε άπ' έξω χωρίς καμιά πουθενά δυσκολία! Είχε φτάσει στο σημείο, ή σκέψη της να είναι ή σκέψη της Κλίμακας! Γι' αυτό και ό Θεός την παρέλαβε. Την επήρε από τον σκοτεινό αυτόν κόσμο.

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ. ΕΚΔΟΣΗ Γ. ΠΡΕΒΕΖΑ 1995
 
via