Σήμερα μου συνέβη κάτι ιδιαίτερο και θαυμαστό πού ποτέ άλλοτε δεν μου είχε ξανασυμβεί, τρεις φορές έπεσα σε όνειρο, σαν σε μια αληθινή οπτασία, σαν να βρισκόμουν σε έκσταση.
Γύρω στις 3 μ.μ. γύρισα στο σπίτι υπερβολικά κουρασμένη, από μια άρρωστη πολύ σοβαρά με σκλήρυνση κατά πλάκας και μεγάλες πληγές. Περίμενα πώς και πώς να γυρίσω σπίτι να βγάλω το στενό παλτό μου και τίς μπότες πού με στένευαν άσχημα.
Έξω έκανε κρύο και ίσα ίσα πού άντεξα να φτάσω ως το σπίτι. Ανάπνευσα ανακουφισμένη και έκανα με ευγνωμοσύνη στον Κύριο το σταυρό μου, γιατί έφτασα καλά. Κάθισα στο κρεβάτι και ξεκίνησα να ξεκουμπώνω το παλτό μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα και άκουσα μια παιδική φωνή να μου λέει. «Με έστειλε ή κ. Βαλεάνου να σας τηλεφωνήσω και να σας παρακαλέσω να πάτε εκεί γιατί είναι βαριά άρρωστη και αυτή και ή κ. Ροζίνα και δεν έχουν φάει τίποτε 10 ημέρες, θα πεθάνουν και οι δύο μόνες τους στο σπίτι».
Στην κατάσταση στην όποια βρισκόμουν δεν μπόρεσα να απαντήσω τίποτε, ή φωνή μου πνίγηκε και σιώπησα. Το παιδάκι σε λίγο με ρώτησε: «Τι να τους πω; Θα πάτε;»
Εντελώς αδύναμα και με σβησμένη φωνή είπα:
«Πες τους ότι θα έρθω αλλά δεν ξέρω Τι ώρα θα φτάσω».
Ήταν αργά, έκανε κρύο και κατοικούσαν μακριά. Έπρεπε να αλλάξω συγκοινωνίες και ήμουν πολύ πολύ κουρασμένη, όμως όλα αυτά δεν είχαν καμιά σημασία μπροστά στο γεγονός ότι δεν είχα παρά μόνον χρήματα, για ένα μόνον εισιτήριο. Δεν μπορούσα να δανειστώ από κανέναν, διότι ήδη είχα δανειστεί μια φορά και ή σύνταξη ασθενείας πού παίρνω δεν μου επιτρέπει να επιστρέψω περισσότερα χρήματα.
Στη σκέψη ότι αυτές οί ψυχές με περιμένουν, δεν έχουν φάει 10 ημέρες και είναι βαριά άρρωστες, κι εγώ δεν έχω ούτε μια δραχμή να τίς αγοράσω κάτι φαγώσιμο, με κατέβαλε ένας δυνατός πόνος στο στήθος, από τη μεγάλη μου λύπη και έγνοια γι' αυτές τίς ψυχές.
Τότε έστρεψα τα μάτια μου στις εικόνες και είπα με πόνο: «Κύριε Εσύ ξέρεις, ότι δεν έχω ούτε μια δραχμούλα να αγοράσω κάτι Τι. Τι μπορώ να κάνω, Κύριε;»
Ό πόνος δυνάμωσε και ένοιωσα την ανάγκη να ξαπλώσω λίγο κρατώντας το σημείο πού με πονούσε με τα χέρια λες και θα περνούσε έτσι. Πίεζα έντονα, πιστεύοντας ότι θα εμπόδιζα τον πόνο όσο μπορούσα, έπειτα έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον. Σε λίγο βλέπω τον ανατολικό τοίχο του δωματίου μου να χάνεται και από το κρεβάτι μου και μέχρι τον ορίζοντα φαινόταν ένας κήπος με δέντρα, πρασινάδα και λευκά σπάνια λουλούδια. Έπειτα βλέπω ανάμεσα από τα δέντρα μια νεαρά σαν να μην άγγιζε την γη να πλησιάζει το δωματιάκι μου.
Όταν έφτασε αρκετά κοντά μου ακούμπησε σε ένα δέντρο και με παρατηρούσε πώς στεκόμουν ξαπλωμένη. Την κοιτώ και προσπαθώ να την αναγνωρίσω. Ήταν ψηλή και λεπτή, ντυμένη σαν μια μοναχή και με το κεφάλι καλυμμένο, όπως οι μοναχές. Το πρόσωπο της ήταν τόσο λεπτό καν όμορφο, πού αμέσως με γοήτευσε, όμως δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω. Τη στιγμή πού σκεφτόμουν, ποια είναι άραγε, την βλέπω να ακουμπά στο στήθος της ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό (σημ. Μεταφραστού: έτσι απεικονίζεται στην Ρουμανική αγιογραφία ή αγία Παρασκευή της Ρουμανίας ή προστάτιδα των φτωχών). Αμέσως συνειδητοποίησα ότι είναι ή Όσία μητερούλα Παρασκευή και ευτυχισμένη αναφώνησα: «Οσία μητέρα μου Παρασκευή!». Την ίδια στιγμή ξύπνησα, σαν από όνειρο, στην πραγματικότητα και άρχισα να σκέφτομαι «Τι ήθελε άραγε από μένα ή αγία Παρασκευή;» Τι άλλο μπορούσε να θέλει ή μητέρα της ελεημοσύνης παρά να μου θυμίσει ότι πρέπει να κάνω ελεημοσύνη. Αμέσως θυμήθηκα τίς άρρωστες μου, το ότι με περιμένουν πεινασμένες, και εγώ δεν έχω χρήματα να αγοράσω φαγητό. Στράφηκα ξανά στα εικονίσματα χωρίς να μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Κύριε, δεν έχω χρήματα, Εσύ το γνωρίζεις», και ξανά με κατέβαλε ό πόνος και έχασα τίς αισθήσεις μου.
Αυτήν τη φορά βλέπω πώς ανέβαινα τα σκαλοπάτια της εκκλησίας «Αμζεί» και μπαίνοντας μέσα βλέπω τίς αδελφές μου Τι πνευματικές, και ευτυχισμένη υπέρμετρα τίς λέω: «Αγαπημένες μου αδελφές, ξέρετε ότι με επισκέφθηκε ή οσία Παρασκευή και ήταν ψηλή και όμορφη και όχι όπως νομίζουμε εμείς κοντή και αδύνατη! Εσείς Τι λέτε να ήθελε από μένα ή Όσία;
Εκείνη την στιγμή συνήλθα σαν από ένα όνειρο και δεν είχα χρόνο να σκεφτώ ξανά τίς άρρωστες πεινασμένες ψυχές πού με περίμεναν, γιατί βλέπω να μπαίνει από το τζάμι του παραθύρου μου στο δωμάτιο ένα χαρτονόμισμα το όποιο το παρατηρώ μέχρι πού φτάνει και ακουμπά το μέσα του δωματίου.
Για ένα λεπτό προσπάθησα να σηκωθώ μα δεν είχα καθόλου δυνάμεις, έτσι σύρθηκα σχεδόν κάτω μέχρι να φτάσω το χαρτονόμισμα, νομίζοντας ότι είναι ένα των 5 λέϊ και Τι να 'κανα με ένα τόσο μηδαμινό ποσό. Όταν όμως επιτέλους έφτασα και άγγιξα τα χρήματα συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα χαρτονόμισμα αξίας 25 λέϊ (σημ. Μεταφραστού: πολύ μικρής αξίας).
Ω Κύριε Τι αξία μπορεί να έχει ακόμη και ένα τόσο ευτελές ποσό για ένα φτωχό άνθρωπο! Κάτι τόσο μικρό σε αξία μπορεί να κάνει ένα μεγάλο καλό. Τι σημαίνουν 25 λέϊ στις χιλιάδες των ανθρώπων πού έχουν χιλιάδες λέϊ και δεν σκέφτονται καθόλου ότι υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι πού δεν έχουν Τι να φάνε, για να τους βοηθήσουν και να βοηθηθούν και οί ίδιοι, για την σωτηρία της ψυχής τους; Με 25 λέϊ μόνον δίνουν ένα χέρι βοηθείας σε αυτούς τους ανθρώπους, πού τους λείπει ένα κομμάτι ψωμί ή λίγα ξύλα για θέρμανση.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ένοιωσα μεγάλη αγαλλίαση και μια δύναμη διαπέρασε όλο μου το σώμα, πού είχε σχεδόν νεκρωθεί. Δεν αισθάνομαι πια πώς με στενεύουν οί μπότες, πού δεν είχα προλάβει να τίς βγάλω, ούτε το παλτό, πού δεν είχα προλάβει να ξεκουμπώσω, ό πόνος είχε εξαφανιστεί και έτσι ξεκίνησα να αγοράσω κάτι φαγώσιμο, για να σώσω τίς αδελφές μου πού με περίμεναν στο όνομα του Θεού.
Τίς γνώριζα εδώ και μερικά χρόνια. Ζούσαν από την βοήθεια 4 άλλων αδελφών από την εκκλησία. Τώρα είχαν περάσει 2 εβδομάδες και κανείς δεν τους είχε ανοίξει την πόρτα. Δεν είχαν σύνταξη, εξαιτίας μιας άτυχους συγκυρίας είχε χαθεί ό φάκελος, πού είχαν καταθέσει και βάση του οποίου θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια οικονομική βοήθεια: Δεν είχε εργαστεί στο κράτος, για να έχει μια κάποια σύνταξη. Παρέδιδε ξένες γλώσσες σε φοιτήτριες. Κάποια μέρα έπεσε, και από το πέσιμο έμεινε ακίνητη στο κρεβάτι. Όντας στο νοσοκομείο γνώρισε μια άλλη κυρία τη Ροζίνα, πού την πήρε στο σπίτι της να την φροντίσει.
Ή κ. Βαλεάνου προερχόταν από μια οικογένεια ευγενών και τώρα πεθαίνουν της πείνας και οί δύο. Εγώ πάλι συνέβη να είμαι απασχολημένη με άλλες υποθέσεις και ήμουν ήσυχη, ότι κάποιος θα πήγαινε να τίς επισκεφτεί. Τίς είχα ειδοποιήσει την τελευταία φορά, πού τις είδα, ότι θα τίς επισκεπτόμουν ξανά όταν θα έπαιρνα την επόμενη σύνταξη. Σήμερα όμως αφού έλαβα το τηλεφώνημα συνειδητοποίησα ότι ήταν παραμελημένες και ότι τους συνέβη όπως «του αλόγου με τους τρεις αφέντες». (Σημ. Μεταφραστού: Ρουμάνικη ιστορία στην οποία ό καθένας τους πίστευε ότι ό άλλος φρόντιζε το άλογο, μέχρι πού πέθανε).
Μόνον ό ουράνιος Πατέρας γνώριζε την κατάσταση στην οποία βρισκόντουσαν και έστειλε την Όσία μητερούλα μου Παρασκευή σε μένα και με θαύμα, μου έστειλε τα απαραίτητα χρήματα.
Αγόρασα ψωμί, τσουρέκι, ζάχαρη, τσάι, 2 αυγά και λίγο ψάρι, λάδι είχα εγώ στο σπίτι και μου έμειναν και 10 λέϊ να αγοράσω γκάζι.
Ανοίγοντας την πόρτα τους με έπνιξε ή βαριά μυρωδιά πού ανέδιδε το δωμάτιο με τίς κατάκοιτες. Ή κ. Βαλεάνου είχε πολύ πυρετό, το πρόσωπο της ήταν αναμμένο και ήταν λερωμένη πολύ, γιατί ήταν παράλυτη και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Στο κρεβάτι, στο βάθος του δωματίου, βρισκόταν ή Ροζίνα με υψηλό πυρετό και βλέποντας με φώναξε κλαίοντας.
«Ήρθες; ό Κύριος σ' έστειλε. Πεθαίνουμε εδώ και 10 μέρες και κανείς δεν μας άνοιξε την πόρτα».
Γρήγορα τους ετοίμασα φαγητό, έκανα καθαριότητα και έφυγα ευτυχισμένη, σχεδόν πετώντας, για το σπίτι. Όλα είχαν λυθεί.
Κύριε κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει εκτός από Σένα. Πόσο είσαι ζωντανός, πόσο αληθινός! Κατάλαβα το θαύμα Σου!
Μου είπαν ότι αυτές τίς 10 μέρες υπέφεραν περισσότερο από δίψα. Δίψα, Κύριε, για το άγιο Σου νερό πού πλούσια μας το πρόσφερες δωρεάν. Δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να τους δώσει ένα ποτήρι από το δικό Σου νερό!!
Σ' ευχαριστώ, Κύριε, για όλα. Εσύ έχεις άπειρο έλεος για τα παιδιά Σου. Δόξα Σοι Αγία Τριάς! Σ' ευχαριστώ, Κύριε, για τους Αγίους Σου από τους ουρανούς πού τους στέλνεις στη γη να μας βοηθήσουν. Σ' ευχαριστώ Όσία μητερούλα μου Παρασκευή, και... να ξανάρθεις...!!!