Νωρίς το πρωί ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στον Ιερό Ναό «Αμζεί» οπού προσευχόμουν κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Εκεί βλέπω τον γέροντα μας λαμπροφορεμένο με ωραία άμφια να διαβάζει το Ιερό Ευαγγέλιο, όμως στεκόταν ψηλά στον αέρα, κοντά στον άμβωνα, χωρίς να στηρίζεται πουθενά. Τον συγκρατούσε κάτι σαν λευκό πέπλο, πού τον κάλυπτε. Σαν να καθόταν πάνω σ' ένα λευκό σύννεφο και διάβαζε το Ιερό Ευαγγέλιο, ενώ εγώ καθόμουν στο στασίδι δίπλα σε μια αδελφή, πού μου έλεγε: «Βλέπεις ποσό ψηλά είναι ό γέροντας μας;» Εγώ στεκόμουν σαστισμένη και παρασυρμένη από τη χαρά βλέποντας πόσο ψηλά βρισκόταν και πώς μετεωριζόταν στον αέρα!
Ξαφνικά μας έκανε ένα νεύμα να ανεβούμε και μείς εκεί ψηλά. Τότε πιαστήκαμε από το χέρι και αρχίσαμε να πετάμε με μεγάλη χαρά προς εκείνον και τότε ξύπνησα από τον ύπνο ευτυχισμένη, σε μια θαυμαστή κατάσταση ψυχικής ανάτασης και αμέσως κοιμήθηκα ξανά.
Και βλέπω πάλι ότι βρίσκομαι στο δρόμο και ό γέροντας είχε βγει από την εκκλησία, γιατί είχε τελειώσει ή Θ. Λειτουργία. Τότε έτρεξα κοντά του γεμάτη εμπιστοσύνη και με ταπείνωση τον ρώτησα: «Γέροντα πείτε μου, Τι πρέπει να κάνω για να είναι ό Θεός ευχαριστημένος μαζί μου;».
Ό γέροντας έμοιαζε τεράστιος και σαν λειτουργός φωτισμένος σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά και μου είπε:
-«Εσένα, ό προορισμός σου είναι να κάνεις το καλό».
Αύτη τη φορά ξύπνησα εντελώς.
Πριν αρχίσω την προσευχή του Ιησού, παρακάλεσα τον Θεό να μου δώσει την ευκαιρία, τουλάχιστον μια φορά την ήμερα, να μπορώ να κάνω ένα καλό έργο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Στο δρόμο μου συνάντησα ένα αγοράκι 6-7 χρόνων, πού έκλαιγε γοερά και τα δάκρυα του κυλούσαν ποτάμι στα μαγουλά του.
Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί γύρω του, έτσι έμαθα ότι είχε χάσει 25 λέϊ (ρουμανική χρηματική μονάδα) και φοβόταν να γυρίσει στο σπίτι διότι θα τον έδερναν οί γονείς του.
Δεν είχα μαζί μου παρά μόνον 25 λέϊ ακριβώς με τα όποια έπρεπε να αγοράσω κάτι φαγώσιμο για την κόρη μου και τον σύζυγο της, πού θα γύριζαν από την δουλειά.
Ήταν τα τελευταία μου χρήματα, στο σπίτι δεν είχα απολύτως τίποτε, ούτε ένα λέϊ. Βλέποντας ότι κανείς από τους γύρω δεν του έδινε τίποτε, του δίνω τα 25 λέϊ, τον χαϊδεύω στο κεφαλάκι του και του λέω:
«Μην κλαις πια, σκούπισε τα ματάκια σου, πάρε αυτά τα χρήματα και αγόρασε ότι σου είπαν οί γονείς σου και πήγαινε στο σπίτι».
Το παιδάκι δεν είπε τίποτε, σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι του παλτού του, πήρε τα χρήματα και άρχισε να τρέχει.
Γύρισα στο σπίτι χωρίς να έχω πια με Τι να αγοράσω κάτι για φαγητό, χωρίς κανένα λογισμό, ήρεμη και ευτυχισμένη, για τη χαρά αυτού του παιδιού και για το ότι είχα ακριβώς οσα χρήματα είχε χάσει.
Γνώριζα ότι μια καλή πράξη γίνεται με θυσία, δίχως κανένα φόβο, με πίστη και εμπιστοσύνη και με απόλυτη εναπόθεση στην έγνοια του Θεού - Πατέρα, ό οποίος τα βλέπει όλα και θα με βοηθήσει με κάποιο τρόπο, άγνωστο σε μένα. Να δανειστώ αδύνατον, έχοντας σύνταξη ασθενείας 200 λέϊ, και μη έχοντας πώς να τα επιστρέψω, κανείς δεν με δανείζει.
Και ω του θαύματος! Σωτήρα μου, μόλις έφθασα στο σπίτι βρίσκω την μοναδική μου κατά σάρκα αδελφή να με περιμένει φορτωμένη με μια σακούλα γεμάτη τρόφιμα.

Πλησίαζε ή γιορτή μου, 27 Ιανουαρίου και μου λέει:
-Δεν θα μπορέσω να έρθω στη γιορτή σου γιατί θα πάω στα παιδιά μου, σου έφερα μερικά τρόφιμα και σου δίνω και 100 λέϊ να αγοράσεις ότι θέλεις για την γιορτή σου.
Κύριε πόσο ζωντανός είσαι!!! όλα τα προετοίμασες από Πριν και τώρα σκέφτομαι, Τι τύψεις θα με κατελάμβαναν αν δεν έδινα όλα τα χρήματα στο τρομαγμένο παιδάκι. Σε ευχαριστώ, Κύριε, πού μου έδωσες την ευκαιρία να κάνω ένα μικρό καλό σήμερα και με παρότρυνες φανερά να εργάζομαι σύμφωνα με το θέλημα Σου, χωρίς φόβο, χωρίς να σκέφτομαι τίς συνέπειες, με απόλυτη εμπιστοσύνη σε Σένα, πού είσαι ό Παντογνώστης Πατέρας μας και πού θα με συντρέχεις πάντοτε και θα με σώζεις!
Σε ευχαριστώ, Σωτήρα μου, πού μου έδωσες την δυνατότητα να Σε διακονήσω, γεμάτη από αγάπη και έλεος, με όλη μου την καρδιά. Εσένα πού κρύβεσαι πίσω από τους κατατρεγμένους, από τα δοκιμαζόμενα παιδιά Σου.

Είμαι έτοιμη να Σε διακρίνω σε όλους τους πικραμένους, τους ταπεινωμένους, τους μικρούς και αδύνατους, τους θλιμμένους ή τρομαγμένους, διότι Εσύ κλαις δι' αυτών και πάσχεις για όλους.
Περιμένω ένα δείγμα της χαράς Σου, της αγάπης Σου, δίνοντας μου την δωρεά της επίγνωσης της αληθείας στη ζωή μας, για να χαίρομαι ακατάπαυστα, κάνοντας το καλό χωρίς κανένα συμφέρον, εκτός αυτού του να Σε υπηρετώ σε όλη μου τη ζωή, σαν πιστή δούλη.
Έτσι επιθυμώ να υπηρετώ και όσους δεν με αγαπούν και να τους αγαπώ με την δική Σου αγάπη φυτεμένη στην ψυχή μου από Σένα, διότι όλοι είναι αδελφοί μου και παιδιά Σου, αλλά αυτοί πού κάνουν το κακό δεν γνωρίζουν Τι κάνουν.
Αισθάνομαι την ψυχή μου γεμάτη από την αγάπη Σου και ήρεμη προσεύχομαι με χαρά, πλαισιωμένη από την αγία Ειρήνη Σου.
Λέω την «προσευχή του Ιησού» αργά και γαλήνια με την λαχτάρα να αισθανθώ ότι ζω στην Βασιλεία του ουράνιου Πατέρα, ευτυχισμένη από τώρα, από εδώ!


«Συγχώρεσέ με, Κύριε, και ελέησε με»
Χθες το βράδυ προσευχήθηκα με πίστη και με λαχτάρα μεγάλη να μπορέσω να δουλέψω την «προσευχή του Ιησού» για να με αγαπήσει ό Ιησούς και μένα, και είπα: «Κύριε Ιησού Χριστέ επιθυμώ να σε αγαπήσω όπως σε αγάπησε ό αγ. Ιωάννης ό Ευαγγελιστής ό αγαπημένος Σου μαθητής, για να μπορώ και εγώ να σου είμαι τόσο αγαπητή όσο Σου ήταν και εκείνος». Και το πρωί ακούω:
-«Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την δική μας πίστη με αυτή του αγίου Ιωάννου του μαθητού του Κυρίου»!
Ναι, αλήθεια είναι, Κύριε μου Ιησού. Από πού έρχομαι εγώ και με Τι φορτίο βαρύ αμαρτιών στην πλάτη, ενώ ό μαθητής Σου ό και ονομαζόμενος απόστολος της αγάπης Σου, άμωμος, παρθένος, διαλεγμένος από Σένα. Πώς τολμώ εγώ ή ανάξια να ζητώ, πράγματα για τα όποια δεν είμαι άξια!!! «Συγχώρεσέ με, Κύριε, και ελέησε με». Εγώ πρέπει να σε αγαπώ χωρίς ορούς, με όλη μου την ψυχή για το μεγάλο Σου έλεος στους αμαρτωλούς, σαν εμένα.
via