Μεγάλη σκέψις και παντοτεινή εξάσκησις χρειάζεται για να κυβερνηθούν και να διορθωθούν καλά οι πέντε εξωτερικές μας αισθήσεις· δηλαδή η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις και η αφή. Γιατί η παράλογη επιθυμία της καρδιάς, που είναι σαν στρατηγός της διεφθαρμένης μας φύσεως, γέρνει με υπερβολή στο να ζητάη πάντα τις ευχαριστήσεις και τις αναπαύσεις και μη μπορώντας μόνη της να τις αποκτήση, μεταχειρίζεται τις αισθήσεις του σώματος σαν στρατιώτες και όργανα φυσικά, για να συλλαμβάνη τα απ έξω αντικείμενά τους, δηλαδή τα αισθητά πράγματα, των οποίων τις ευχάριστες εικόνες και φαντασίες που περνάνε παίρνοντάς της, τις τυπώνει στην ψυχή, και μετά από αυτά ακολουθεί η ευχαρίστησις. Αυτή εξ αιτίας της συγγένειας που υπάρχει μεταξύ της ψυχής και της σάρκας, μοιράζεται σε όλα εκείνα τα μέρη των αισθήσεων, που χωρούν αυτή την ευχαρίστησι· και από αυτήν, συμβαίνει (αλλοίμονο) στη ψυχή ο αθάνατος θάνατος· και συπληρώνεται αυτό που γράφτηκε, ότι «ανέβη θάνατος δια των θυρίδων» (Ιερ.9,20). Δηλαδή μέσα από τις αισθήσεις, τις οποίες έχει σαν παράθυρα η ψυχή, για να απολαμβάνη τα αισθητά.
Βλέπεις, αδελφέ, την μεγάλη ζημιά, που σου προξενείται από τις αισθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, να την θεραπεύσης, δηλαδή, φρόντιζε καλώς, να μην αφήνης να πηγαίνουν οι αισθήσεις σου εκεί, που αυτές θέλουν, ούτε να τις μεταχειρισθής για μόνη την απόλαυσι των αισθητών ηδονών και όχι για κανένα άλλο σκοπό καλό ή ωφέλεια ή ανάγκη. Και αν ως τώρα, χωρίς να τα γνωρίσης αυτά, οι αισθήσεις σου δόθησαν ολοκληρωτικά στις αισθητές ευχαριστίες, όμως, από τώρα και ύστερα, αγωνίσου όσο μπορείς, να τις φέρης πίσω και να τις κυβερνήσης τόσο καλά, με τρόπο που, από εκεί που προτύτερα υποδουλώνονταν άθλια στις μάταιες και ψυχοφθόρες ηδονές, να αποκτούν ύστερα από κάθε κτίσμα και αντικείμενο αισθητό, ψυχωφελή νοήματα και να τα φέρουν μέσα στη ψυχή· μέσα από τα νοήματα αυτά η ψυχή μπορεί να συμμαζεύται στον εαυτό της και με τα φτερά των αύλων της δυνάμεων, να ανεβαίνη στη μελέτη και δοξολογία του Θεού (38)· αυτό οποίο μπορείς και συ να το κάνης με τον εξής τρόπο.
Γιά παράδειγμα· όταν βρεθή μπροστά σε καμμία εξωτερική σου αίσθησι κανένα αισθητό αντικείμενο, είτε ορατό, είτε ακουστό, είτε οσφρατό, είτε γευστικό ή χειροπιαστό, ξεχώρισε με τον λογισμό σου από το υλικό πράγμα που έχει το άϋλο πνεύμα, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που είναι σε αυτό· και σκέψου, ότι αυτό από μόνο του, δεν είναι δυνατόν να έχη το είναι ή άλλο τίποτε, από όσα βρίσκονται σε αυτό· αλλά όλο του το κάθε τι είναι έργο του Θεού, ο οποίος με το πνεύμα του αοράτως του δίνει εκείνο το είναι, εκείνη την αγαθότητα, εκείνη την ωραιότητα, εκείνη την δύναμι, εκείνη την σοφία και κάθε άλλο καλό που έχει μέσα του. Οπότε εδώ ας χαρή η καρδιά σου, διότι μόνον ο Θεός σου είναι η αιτία και η αρχή τόσων διαφόρων, τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστών στην ακρίβεια πραγμάτων και ότι αυτός με υπεροχή, όλα τα εμπεριέχει στον εαυτό του· και ότι αυτές οι τελειότητες όλων των αισθητών κτισμάτων, δεν είναι άλλο παρά ένας ελάχιστος βαθμός ή ένας ίσκιος των απείρων αυτού θεϊκών θαυμασιών και τελειοτήτων. Και λοιπόν όταν εσύ κατά αυτόν τον τρόπο συνηθίσης να βλέπης τα αισθητά κτίσματα και δεν μένης στο εξωτερικό και στο φαινόμενο μόνον, αλλά διαπερνάς με τον νού σου στην εσωτερική και κρυφή αυτή ωραιότητα (γιατί εικόνες των νοητών είναι τα αισθητά κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη), τότε την μεν εξωτερική τους ωραιότητα, ως ασήμαντη και υλική, θα την καταφρονήσης και θα την προσπεράσης, στην δε κρυπτόμενη δύναμι και ενέργεια του αγίου Πνεύματος, θα προσηλώσης το νού σου, δοξολογώντας τον Κύριο.
Έτσι βλέποντας τα τέσσαρα στοιχεία, τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και την γη και στοχαζόμενος την ουσία και την δύναμι και την ενέργεια που έχουν, με μεγάλη σου ευχαρίστησι θα πής προς τον τέλειο Δημιουργό, που κατά τέτοιο τρόπο τα δημιούργησε· «ω θεία ουσία! ω άπειρος Δύναμις και ενέργεια άκρως επιθυμητή, πόσο χαίρομαι και ευχαριστούμαι, διότι εσύ είσαι μόνη η αρχή και αιτία κάθε κτιστής ουσίας των όντων και κάθε ενέργειας και δυνάμεως»! (39) Έτσι όταν βλέπης τα ουράνια και φωτεινά σώματα, τον ήλιο, την σελήνη και τα αστέρια και σκεφθής ότι πήραν το φως και την λαμπρότητα από τον Θεό, θα φωνάξης· «ω φως, υπέρ παν φως, από το οποίο δημιουργήθηκε κάθε φως άϋλον και υλικό· ω φως θαυμαστό, το πρώτο αντικείμενο της χαράς των Αγγέλων και της απολαύσεως των αγίων, στού οποίου την ακλινή θεωρίαν, θαμπώνονται οι οφθαλμοί των Χερουβίμ, και σε σύγκρισι αυτού, όλα τα αισθητά φώτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σε δοξολογώ και σε υπερυψώ· ω φως αληθινό, όπου φωτίζεις κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο (Ιωάν. α΄)· αξίωσέ με να σε δώ νοερά, για να χαρή με την τελειότητα η καρδιά μου». Έτσι και όταν βλέπης τα δένδρα, τα χόρτα και άλλα διάφορα φυτά και σκέφτεσαι με το μυαλό, Πως ζούνε, τρέφονται, αυξάνουν και γεννούν τα όμοιά τους και Πως από μόνα τους δεν έχουν την ζωή και τα υπόλοιπα που έχουν, αλλά από το Πνεύμα το Άγιο, που εσύ δεν βλέπεις, το οποίο μόνο τα ζωογονεί· έτσι μπορείς να πής· «Να, εδώ είναι η αληθινή ζωή, από την οποία, στην οποία και δια της οποίας ζούν και τρέφονται και αυξάνουν τα πάντα, ω ζωντανή θεραπεία της καρδιάς μου»! Παρόμοια και από την μορφή των αλόγων ζώων, θα εξυψώσης το νού σου στον Θεό, που δίνει σε αυτά την αίσθησι και την από τόπου σε τόπο κίνησι, λέγοντας· ω πρώτον κινούν· το οποίο μολονότι κινείς τα πάντα, είσαι ακίνητο στον εαυτό σου· ω, πόσο χαίρομαι και ευφραίνομαι στην ακινησία και στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τον εαυτό σου ή και τους άλλους ανθρώπους και σκεπτόμενος ότι μόνο εσύ έχει όρθιο σχήμα και είσαι σωστός και λογικός από όλα τα άλλα ζώα και Πως είσαι μία ένωσις και ένας σύνδεσμος των αύλων και υλικών κτισμάτων, παρακινήσου σε δοξολογία και ευχαριστία του Δημιουργού Θεού σου και πές: «Ω Τριάς υπερούσιε, Πάτερ, Υιε και Πνεύμα Άγιο, ας είσαι δεδοξασμένη στους αιώνας. Πόσο χρεωστώ να σε ευχαριστώ πάντοτε, όχι μόνον διότι με έπλασες από την γη και με έκαμες βασιλέα όλων των επιγείων κτισμάτων όχι μόνον διότι με τίμησες κατά την φύσι με την δική σου εικόνα, με νουν, λόγον και πνεύμα ζωοποιό του σώματος μου (40), αλλά και διότι μου έδωσες δύναμι να γίνω προαιρετικά με τις αρετές, καθ ομοίωσιν δική σου, για να μπορώ έτσι να σε απολαμβάνω στους αιώνας».
Έρχομαι τώρα στις πέντε αισθήσεις ειδικώτερα και σου λέω· αν θέλγεσαι, αδελφέ, από την ωραιότητα και το κάλλος των κτισμάτων, την οποία βλέπουν τα μάτια σου, χώρισε με τον νού σου εκείνο που βλέπης, από το πνεύμα που δεν βλέπεις· και σκέψου, ότι όλη εκείνη η ωραιότητα που φαίνεται από από έξω, είναι του μόνου αοράτου και παγκαλεστάτου πνεύματος, από την οποία λαμβάνει την αφορμή εκείνη η εξωτερική ωραιότητα· και πές γεμάτος ευχαρίστησι· «Να τα ρυάκια της άκτιστης πηγής! Να, οι ρανίδες του απείρου πελάγους παντός αγαθού! ω, και πόσο χαίρομαι, ω εις τα ενδότερά της καρδιάς μου, συλλογιζόμενος την αιώνια και άπειρη του Κτίστου μου ωραιότητα, που είναι αρχή και αιτία πάσης κτιστής ωραιότητος! ω, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος το άφραστον και ακατανόητο και υπέρκαλο κάλλος του Θεού μου, από το οποίο έχει την αρχή κάθε κάλλος».
Όταν ακούσης καμιά γλυκειά φωνή η αρμονία ήχων και τραγουδιών, στρέψε το νού σου στον Θεό και πές· «ω αρμονία των αρμονιών, Κύριέ μου! πόσο ευφραίνομαι στις άπειρές σου τελειότητες· επειδή όλες μαζί σου αποδίδουν υπερουράνια αρμονία· και ενωμένες ακόμη με τους Αγγέλους στους ουρανούς και με όλα τα κτίσματα, δημιουργούν μεγάλη συμφωνία· πότε θα έλθη, Κύριέ μου, η ώρα, να ακούσω μέσα στα ώτα της καρδιάς μου την γλυκυτάτη φωνή σου να μου πής· «σου δίνω την δική μου ειρήνη· την ειρήνη από τα πάθη· διότι η φωνή σου είναι ευχάριστη», σύμφωνα το Άσμα (2,14).
Αν πάλι μυρίζης κανένα άρωμα ή λουλούδι ευωδιαστό, πέρασε από την εξωτερική ευωδία στην κρυμένη μυρωδιά του αγίου Πνεύματος και πές· «Να, οι ευωδίες του πανευώδους εκείνου άνθους και του ακένωτου εκείνου μύρου, το οποίο δόθηκε σε όλα τα κτίσματά του· κατά το Άσμα εγώ άνθος της πεδιάδος, κρίνο των κοιλάδων (2, 10)· και πάλι· «το όνομά σου μύρο που σκορπιέται» (1,2). Να, η της πηγαίας ευωδίας διάδοσις, η οποία άφθονα πλημμυρίζει τις θεϊκές της πνοές, από τους πάνω και καθαρώτατους Αγγέλους, μέχρι τα τελευταία κτίσματα και τα κάνει όλα να ευωδιάζουν, σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο (Εκκλησ. Ιεραρ. κεφ. Δ΄)· σχετικά με την οποία ευωδία είπε ο Ισαάκ στο υιό του Ιακώβ· «η ευωδία του υιού μου είναι σαν του αγρού, την οποία ευλόγησε ο Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, όταν τρώς ή πίνης, σκέψου Πως ο Θεός είναι εκείνος, που δίνει σε όλα τα φαγητά νοστιμάδα και μόνο με αυτόν ευχαριστημένος, μπορείς να πής: «Να χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθώς έξω από τον Θεόν σου δεν υπάρχει καμμία ανάπαυσις, έτσι έξω από αυτόν, δεν υπάρχει και καμμία γλυκύτητα ή νοστιμάδα· οπότε, σε αυτόν μόνο μπορείς να ευχαριστιέσαι, καθώς ο Δαβίδ σε παρακινεί λέγοντας «Δοκιμάστε και δείτε πόσο καλός είναι ο Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Και ο Σολομώντας σε πληροφορεί λέγοντας σχετικά με αυτό· «ότι ο καρπός του είναι γλυκός στο λαρύγγι μου» (Άσμα 2,3).
Όταν κινήσης τα χέρια σου, για να κάνης κανένα έργο, σκέψου, Πως ο Θεός είναι η πρώτη αιτία εκείνου του έργου και συ, δεν είσαι άλλο, παρά ένα ζωντανό όργανό του· στον οποίο σηκώνοντας τον λογισμό σου, πές έτσι: «Πόση είναι η χαρά που δοκιμάζω μέσα στον εαυτό μου, Ύψιστε Θεέ του σύμπαντος! Γιατί εγώ δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα κανένα πράγμα· πράγματι, είσαι ο πρώτος και ο αρχικός δημιουργός κάθε πράγματος».
Όταν βλέπης σε άλλους αγαθότητα, σοφία, δικαιοσύνη και άλλες αρετές, κάνοντας με το νού σου αυτόν τον διαχωρισμό, πές στον Θεό σου· «Ω πλουσιώτατε θησαυρέ της αρετής, πόση είναι η χαρά μου! διότι από σένα και δια σου μόνου προέρχεται κάθε καλό· και διότι όλο το καλό, κατά σύγκρισι των θείων σου τελειοτήτων, είναι μηδέν· σε ευχαριστώ, Θεέ μου, γι αυτό και για κάθε άλλο καλό που έκανες στον πλησίον μου· αλλά θυμήσου, Θεέ μου, και τη δική μου φτώχεια και την μεγάλη ανάγκη που έχω για την αρετή».
Και για να πω γενικά, όσες φορές δής στα κτίσματα κάποιο πράγμα να σε αρέση και σε ευχαριστή, μη σταματήσης σ αυτό, αλλά πέρασε με τον λογισμό σου στο Θεό και πές· «Αν Θεέ μου, τα κτίσματά σου είναι τόσο ωραία, τόσο χαροποιά, τόσο αρεστά, πόσο αράγε ωραίος, πόσο χαροποιός και γλυκύτατος είσαι εσύ ο Κτίστης όλων αυτών»!
Εάν λοιπόν, αγαπητέ, έτσι κάνης, μπορείς να απολαμβάνης τον Θεό μέσα από τις πέντε αισθήσεις σου και να ανεβαίνης πάντα από τα κτίσματα στον Κτίστη, με τρόπο που η δημιουργία της κτίσεως να σου γίνεται μία θεολογία και ακόμη ευρισκόμενος σ αυτόν τον κόσμο των αισθήσεων, να φαντάζεσαι εκείνο τον νοητό. Επειδή και είναι αλήθεια, όλος ο κόσμος και όλη η φύσις, δεν είναι άλλο παρά ένας νόμος και ένα όργανο κάτω από το οποίο αόρατα βρίσκεται ο Δημιουργός και τεχνίτης, ενεργώντας και δείχνοντας την τέχνη του και με τα ορατά και υλικά προβάλλει τις αόρατες και ασώματες ενέργειες και τελειότητές του (41).