Εκείνοι, που πίστευσαν με τα θαύματα, αποτελούσαν την πιο χαμηλή βαθμίδα πιστών. Και γι’ αυτό, όταν μετά τους παρουσίαζαν την πνευματική υψίστη και αγιωτάτη διδασκαλία της Εκκλησίας, τότε πολλοί από αυτούς την ερμήνευαν, όπως τους άρεσε ο καθένας[43]! Δεν ήθελαν να αναζητήσουν την σωστή ερμηνεία του. Εκριτίκαραν τον λόγο του Θεού, που είναι «πνεύμα και ζωή»[44]. Και έτσι, με την επιπολαιότητά τους έχαναν και την πίστη• δηλ. ακόμη και τον αρραβώνα που είχαν λάβει. Και συνέβη αυτό το τραγικό: πολλοί από τους μαθητές του Χριστού, παρ’ ότι είχαν ιδεί πολλά θαύματα και σημεία, απήλθον εις τα οπίσω (= έκαναν πίσω) «και ουκ έτι μετ’ αυτού περιεπάτουν»[45], δηλ. δεν ξαναπήγαν κοντά Του!
Όμως ούτε το κήρυγμα ούτε τα θαύματα του Κυρίου είχαν την πρέπουσα επίδραση στους εβραίους αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίους και σαδδουκαίους• παρ’ ότι – με εξαίρεση ίσως τους σαδδουκαίους – όλοι οι άλλοι ήξεραν πολύ καλά τον νόμο του Θεού. Δεν ήσαν ξένοι στον Θεό, εχθροί του Θεού, μόνο εξ αιτίας της ροπής στην αμαρτία, όπως όλοι οι άνθρωποι. Αυτοί έγινα ηθελημένα εχθροί του Θεού. Και έμειναν σ’ αυτό ασάλευτα σταθεροί. Επήραν την σφραγίδα του εχθρού του Θεού. Με την δική τους αυτεξούσια θέληση. Με την δική τους γνώμη. Επειδή ήθελαν να κάνουν εκείνη την ζωή (και μάλιστα να προκόψουν σ’ εκείνη την ζωή!), που το άγιο Ευαγγέλιο την θεωρεί ψυχώλεθρη! Με τέτοιο φρόνημα δεν ήταν δυνατό να δώσουν σημασία στα λόγια του Υιού του Θεού. Και δεν εισάκουσαν, όπως ώφειλαν, τον λόγο Του. Δεν του έδωκαν σημασία. Προσπαθούσαν μόνο να Τον ψαρεύουν! Να του πιάνουν λόγια, που τα εύρισκαν να επιδέχωνται παρερμηνείες, και τα χρησιμοποιούσαν για να Τον κατηγορούν. Έτσι γίνεται συνήθως. Όποιος έχει μίσος εναντίον κάποιου άλλου, εποικοδομεί επάνω στα λόγια εκείνου που μισεί! «Διατί ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν»[46], ερώτησε του εχθρούς Του ο Σωτήρας μας, όταν τους είδε να αποκρούουν με πείσμα τη σωτηρία, που τους επρότεινε. Γιατί δεν τα καταλαβαίνετε τα λόγια μου; Γιατί δεν δέχεσθε το λόγο μου που δίνει ίαση; Επειδή δεν μπορείτε ούτε να τον ακούσετε! Επειδή σας είναι ανυπόφορος! Επειδή είσθε «ψεύδους έκγονα». Και δουλεύετε μόνο με το ψέμα. Για αυτό δεν πιστεύετε σε μένα, «επειδή εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν»[47]. «Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει». Για αυτό εσείς δεν τα ακούετε, επειδή δεν είσθε «εκ του Θεού»[48]. Και συνέχισε ο Κύριος: «Αν αυτά που κάνω δεν είναι έργα του Πατρός μου, μη με πιστεύετε. Αν όμως κάνω τα έργα του Πατέρα μου, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εμένα, τουλάχιστον πιστεύσατε στα έργα μου. Και τότε θα το καταλάβετε και θα το πιστεύσετε, ότι ο Πατήρ εν εμοί, καγώ εν Αυτώ»[49]. Λόγια σταράτα. Και, σαν λόγια, έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια[50]. Το ίδιο και τα θαύματα. Και αυτά έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια. Και ήσαν τόσο σαφή και πασιφανή, ώστε οι εχθροί του Κυρίου, παρ’ όλες τους τις προσπάθειες να τα συγκαλύψουν, δεν είχαν παρά να το ομολογούν ότι ήσαν αληθινά[51]! Εκείνο που ασκούσε μεγάλη επίδραση στο λαό (που δεν ήξερε το νόμο του Θεού ή τον ήξερε πολύ λίγο, και έστρεφε την προσοχή του, την ενασχόλησή του, στις μέριμνες του κόσμου τούτου, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι απέρριπτε και το νόμο του Θεού με το έτσι θέλω), αυτό δεν είχε καμμιά απολύτως επίδραση σε εκείνους που ήξεραν καλά τον νόμο του Θεού, μα τον απέρριπταν με τη ζωή τους ηθελημένα [52]. Ό,τι έγινε για τη σωτηρία των ανθρώπων αυτών, έγινε από την άπειρη ευσπλαγχνία του Κυρίου. Αν δεν είχα έλθει και δεν τους το είχα ειπεί – ξεκαθάρισε τα πράγματα ο Σωτήρας μας – δεν θα είχαν σημασία. Αν δεν είχα κάμει αυτά τα έργα, που έκανα μπροστά τους και ανάμεσά τους, που ποτέ δεν έκαμε άνθρωπος άλλος, δεν θα είχαν αμαρτία. Να όμως, που και τα είδαν και παρά ταύτα εμίσησαν όχι μόνο εμένα, αλλά και τον Πατέρα μου[53]. Ο Χριστιανισμός παρεδόθη στον κόσμο με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να μη μπορή να έχη κανένας πια δικαιολογία, αν τον αγνοεί. Αιτία της άγνοιας αυτής είναι μία: το «έτσι θέλω».
Βιβλιογραφία
[43] Ιωάν. 6, 60.
[44] Ιωάν. 6, 63.
[45] Ιωάν. 6, 66.
[46] Ιωάν. 8, 45.
[47] Ιωάν. 8, 47.
[48] Ιωάν. 10, 37-38.
[49] Ιωάν. 8, 14.
[50] Ιωάν 9, 24.
[51] Ιωάν. 5, 46-47 και 7, 19.
[52] Ιωάν 8, 14.
[53] Ιωάν. 15, 22-25.