86. Ο νους που με τη χάρη διέφυγε νοητά τόσο τον Φαραώ, όσο και την Αίγυπτο και τα εκεί δεινά και την ταλαιπωρία, όπως επίσης και τη σαρκική ζωή, τη γεμάτη από τα πικρά κύματα των παθών και της αλμυρής κακίας, και έφτασε σε νοητή έρημο, δηλαδή σε έξη απαλλαγμένη από νοητούς φαραωνίτες· και που, με λίγα λόγια, έπαθε νοητά και ξεπέρασε όλα τα δεινά που έτυχαν τότε στους Εβραίους αισθητά, αυτός ο νους τρώει στη συνέχεια μάννα νοητό, με αίσθηση ψυχής και χωρίς κίνδυνο, το οποίο μάννα προτύπωνε εκείνο που έτρωγαν τότε οι Ισραηλίτες αισθητά(Έξ. 16, 35).
Και στην αρχή βέβαια, επιθυμεί καμιά φορά τα νοητά κρέατα, όπως εκείνοι επιθυμούσαν τα αισθητά(Έξ. 12, 8) από τις αιγυπτιακές θυσίες, πράγμα πολύ επικίνδυνο, αλλά και σφαλερό. Και δοκιμάζει εξάπαντος την αποστροφή του Θεού, έως ότου με την ικεσία και την επιστροφή της μετάνοιας εξιλεώσει κατάλληλα το Θεό. Και αν χορταίνει πιο συνεχώς αυτό το μάννα μέσα στην ησυχία, με την πάροδο του χρόνου και με την προσθήκη ροπής και ορμής εκ μέρους της χάρης, βλέπει έκδηλα, θα έλεγε κανείς, τη νοητή σάρκα του να μεταβάλλεται κατά κάποιο τρόπο στη φύση του μάννα.
Για το νου αυτόν που τρώει το μάννα υπάρχουν πνευματικές ζυγαριές και σάλπιγγες(Λευϊτ. 19, 36) , με τις οποίες τρώει με μέτρο το μάννα και δε μαζεύει περισσότερο από το καθημερινό, για να μη σκουληκιάσει ως υπέρμετρο κι έτσι χαθεί όλο, και χαθεί μαζί από έλλειψη τροφής και ο νους που δεν κρατάει το μέτρο. Γίνεται φανερό ότι ο νους τρώει μάννα, από το ότι ενώ δεν τρώει τίποτε άλλο, ζει ζωή φανερά καλύτερη από οποιονδήποτε που τρώει ο,τιδήποτε και οσοδήποτε, εννοώ βέβαια νοητά.
Ότι και αυτός μεταβλήθηκε κάπως από την έξη αυτής της θρέψεως, παίρνοντας την ποιότητα του μάννα, σημάδι είναι η ανορεξία για ό,τι άλλο επιθυμούσε πρωτύτερα, και όταν σε όλα τα μέρη τρώει μάννα και γίνει νήπιος και προσκολληθεί στη θεοσέβεια. Δεν είναι παράδοξο να μεταβληθεί κανείς στην έξη εκείνου που τρώει συνεχώς και χορταίνει από αυτό πολύ καιρό· έτσι ούτε η προς την έξη του μάννα μεταβολή του νου θα είναι οπωσδήποτε αταίριαστη, γιατί εκ φύσεως η συνεχής και χωρίς αλλαγή τροφή μεταβάλλει συνήθως σύμφωνα με τον εαυτό της εκείνο που τρέφει. Οπότε ο νους όχι μόνο έχει καθαρά τάξη Αγγέλου, αλλά γίνεται μέτοχος και θείας υιοθεσίας και μεταβαίνει επάξια από δόξα πνευματική σε δόξα, όχι μόνο ατενίζοντας προς το Ένα, αλλά και ο ίδιος γινόμενος ένα με τον εαυτό του, και σε αυτό το ένα ζει και τρυφά υπερκόσμια και, για να πω έτσι, απολαμβάνει αλάλητα μυστικά θεοειδώς και θεοφιλώς με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Και βέβαια μεταβάλλεται και αυτός και γίνεται πραγματικά σύμφωνα με όσα βλέπει και υμνεί, ώστε να βλέπει τον εαυτό του με το ποιόν του μάννα. Αυτή η τάξη είναι πολύ υψηλότερη και τιμιότερη από εκείνου που ξέρει ότι τρώει μάννα, όχι όμως ότι έχει μεταβληθεί σύμφωνα με το ποιόν του μάννα. Το πρώτο μπορεί να το πάθει ο νους κάπου στις αρχές όταν συγκεντρωθεί στον εαυτό του σε νοερή ένωση. Το δεύτερο είναι σαφής φανέρωση της πραγματικής ενώσεως και της αποκαλύψεως μυστηρίων της γνώσεως και της άκρας απελευθερώσεως απ' όλα και της υπεραπλούστατης νοερότητας.
87. Ο νους είναι απλός κατά τη φύση, γιατί και το Θείο, του οποίου είναι εικόνα, είναι απλό. Επειδή είναι απλός, αγαπά και να ενεργεί απλά, γιατί το κάθε τί αγαπά ό,τι είναι όμοιο με τη φύση του· ποικίλλεται όμως, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τις αισθήσεις και τα αισθητά μέσω των οποίων δέχεται τα νοητά. Μα όταν ο νους στήσει το λόγο του να κρίνει και να δικάζει μεταξύ του εαυτού του και των αισθήσεων μαζί με τα αισθητά όσο γίνεται επιστημονικότερα, έτσι ώστε μήτε τις αισθήσεις να τις κάνει αμβλύτερες από ό,τι πρέπει, μήτε τα κάλλη των αισθητών ή να τα αμαυρώνει από ραθυμία ή να τα υπερτονίζει αγενώς και να υποβιβάζει από αδιαφορία σ' αυτά την εξουσία του νου, αλλά να αποδίδει με σωφροσύνη στο καθένα ό,τι του ανήκει, τότε ο νους γίνεται ενιαίος και απλός, αποκαθίσταται στη φύση του, απομακρύνεται από τα διαιρετά και αρχίζει πάλι φυσικά να αγαπά το ένα και απλό και το να ενεργεί ενιαία και απλά, πράγμα το οποίο ζητεί επειδή το αγαπά.
Και ζητώντας, πετά πάνω από κάθε σύνθεση, ώσπου να βρει το αληθινά και κυρίως και απλό Ένα, το οποίο είναι ο Θεός. Τότε πιά, μόνο κάτω από τα φτερά του Θεού, άλλοτε σκεπαζόμενος και άλλοτε φτερουγίζοντας χάρη σ' αυτά, ευχαριστείται όπως είναι εύλογο να ευχαριστείται ο νους που φρουρείται και κατέχεται από το Θεό.
88. Από τα πάθη έπεσε πάνω στη διορατική δύναμη της ψυχής κάτι σαν παχύ νέφος και την έκανε να βλέπει άλλα αντί του Όντος. Όταν ο νους με την πυκνή προσευχή, την εκπλήρωση των εντολών και την ανάταση στη θεωρία του Θεού με τη βοήθεια της χάρης αποδιώξει αυτό το παχύ νέφος, βλέπει ολοκάθαρα από μόνος του, ότι βλέπει το Θεό, και διόλου δε χρειάζεται κάποιον να του το εξηγήσει, όπως δε χρειάζεται ένας που βλέπει με την αισθητή όραση, αν βέβαια δεν υπάρχει κάτι να ενοχλεί και να καλύπτει τις κόρες των ματιών του.
Όπως δηλαδή τα αισθητά εκ φύσεως γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις, όταν αυτές είναι υγιείς, έτσι και τα νοητά είναι οικεία στις νοήσεις που μένουν καθαρές από το νέφος των παθών. Και όπως η κατάληψη των αισθητών γίνεται με την αντιληπτική ικανότητα των αισθήσεων, έτσι και με την ενατένιση του νου γίνεται συνήθως η εποπτεία των νοητών, μετά τα οποία γίνεται η άμορφη, η χωρίς ποιότητες και φαντασίες και απλή θεωρία του Θεού με τη δύναμη της χάρης.
Αυτή, κυριεύοντας το νου, τον αποδεσμεύει από τα οποιαδήποτε αισθητά και νοητά και τον κλείνει, όλο έκπληξη και θαυμασμό, σε βυθό απειρίας, απεριοριστίας και απροσδιοριστίας με τρόπο που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια.
89. Ω Δέσποτα Παντοκράτορ, Εσύ που είσαι η αρχή όλων των ορατών και των νοητών! Αρχή Σου είναι το άναρχο, άκτιστε· ορισμός Σου το αόριστο, άπειρε· φύση Σου το υπερφυσικό, απερίληπτε· ουσία Σου το υπερούσιο, αγέννητε· μορφή Σου το άμορφο, αόρατε· ιδιότητά Σου η αϊδιότητα, άφθαρτε· σχήμα Σου το ασχημάτιστο, ανεξιχνίαστε· τόπος Σου το χωρίς όρια, απεριόριστε· κατάληψή Σου το ακατάληπτο, ανεξερεύνητε· γνώση Σου και θεωρία το αθέατο και άγνωστο, απρόσιτε και απερινόητε· λόγος το άρρητο, ανέκφραστε· ερμηνεία το ανερμήνευτο, ανείπωτε· νόησή Σου το ακατανόητο, αδιανόητε· και γενικά η θέση Σου είναι η αφαίρεση από όλα, υπέρθεε. Είσαι όλος θαυμασμός και γαλήνη και θάρρος και αγάπη και γλυκύτητα και ευχαρίστηση και πεποίθηση σε όλα και πραγματική αμεριμνία και χαρά, η μόνη ενυπόστατη δόξα και βασιλεία και σοφία και δύναμη. Γι' αυτό από τη φύση Σου γίνεσαι άρρητα έκσταση από όλα τα ορατά και κατάπαυση από όλα τα νοητά και ανάπαυση μέσα σε Σένα, θαυμαστή για όσους σε θεωρούν με τη μετοχή του Αγίου Πνεύματος, άφραστε Θεέ.
90. Λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Όσο θαυμάζεται το Θείο, τόσο γίνεται πιο ποθητό· και ως ποθητό, καθαίρει. Και επειδή μας καθαιρεί, μας κάνει θεοειδείς· και όταν γίνομε έτσι, ως ήδη δικούς Του, μας αποδέχεται». Και όχι μόνο ο Θεός κάνει έτσι, αλλά και όσοι έχουν καθαρθεί απευθύνονται στα θεία και το Θεό όπως σε οικείους πνευματικά και αληθινά. Γι' αυτό και ο Θεολόγος προσθέτει: «Είναι Θεός κι ενώνεται και γνωρίζεται με θεούς». Βλέπεις το θαύμα της ενώσεως; Ο Θεός, λέει, ενώνεται με θεούς.
Και αφού βέβαια ένωση υπάρχει μεταξύ των αυτών, είναι φανερό ότι όμοια θα είναι οι αυτές και οι διαθέσεις και οι απολαύσεις της ενώσεως. Γι' αυτό λέει: «Και γνωρίζεται». Όμοια λοιπόν κι όσοι έγιναν από τη χάρη θεοειδείς και θεοί, απευθύνονται όπως σε οικείους τους στα θεία και το Θεό και τους γνωρίζουν όπως με ανάλογο τρόπο θεωρεί ο Θεός και γίνεται συνόμιλος και ενώνεται με όσους γίνονται όπως είπαμε θεοειδείς και θεοί.
Αυτό το φανερώνει ο Μέγας Γρηγόριος προσθέτοντας όχι αδικαιολόγητα: «Και τόσο ίσως γνωρίζουν το Θεό αυτοί εδώ οι καθαροί και θεοί, ακριβώς όσο τους γνωρίζει και Αυτός», με ανάλογο τρόπο ο φύσει Θεός τους θέσει θεούς. Πόσο λοιπόν, μπορείς να φανταστείς, σκεπτόμενος ορθά; Είναι βέβαια πολύ μακάριοι εκείνοι που ανυψώνονται όπως πρέπει σε οράσεις και θεωρίες Θεού με όλη την ορμή της ψυχής και όλη την πνευματική γνώση, όταν βλέπεις όλους όσοι είναι μέσα στο Θεό να βρίσκονται σε κατάσταση υπερθαύμαστου θαυμασμού και μέγιστης εκπλήξεως μπροστά στο ακατάληπτο του Θεού —αφού είναι άναρχος, απεριόριστος, απερίγραπτος και πλήρως αιώνιος και άπειρος.
Γι' αυτό η ψυχή τους προσκολλάται ερωτικά στο Θεό(Ψαλμ. 62, 9)· και λιώνοντας από ευδαιμονία, πάσχουν πόθο αφόρητο πολύ, καθώς θεωρούν το θείο πρόσωπο και το έξοχο κάλλος Του. Τότε, ύστερα από αυτό και από τη θεουργία, καθαίρονται και γίνονται θεοειδείς και θεοί και ενώνονται συνειδητά με το Θεό. Αυτός, αφού έγινε πλέον γνώριμός τους χάρη στον πνευματικό πλούτο όσων θεώθηκαν και κατ' ακολουθίαν προς το υπερφυσικό δώρο της θεώσεώς τους και της θείας ενώσεως, συναρπάζει θαυμαστά με το υπέρκαλλο κάλλος Του όλη τη νοερή αίσθησή τους και όλη την επιθυμία τους· τους έχει γύρω Του γοητευμένους σαν άλλους Αγγέλους να ψάλλουν αδιάκοπα και αρμονικά: «Ο Θεός στάθηκε σε σύναξη θεών και κάθισε στη μέση να τους κρίνει»(Ψαλμ. 81, 1) και: «Ο Κύριος, ο Θεός των θεών, μίλησε και κάλεσε τη γη, δηλαδή τους επίγειους ανθρώπους, από την ανατολή μέχρι τη δύση»(Ψαλμ. 49, 1).
Γι' αυτό και οι άρχοντες των λαών συνάχθηκαν μαζί με το Θεό του Αβραάμ(Ψαλμ. 46, 10) και στη συνέχεια στάθηκαν γύρω από το Θεό όπως τα Σεραφείμ στέκονται γύρω Του(Ησ. 6, 2), και δέχονται θείες ελλάμψεις υπερκοσμίων μυστηρίων και ακολουθούν αχώριστα το Θεό, ο οποίος είναι άπειρες φορές άπειρα πάνω απ' όλα.
Αν λοιπόν, κατά το λόγο του Κυρίου, οι καθαροί στην καρδιά είναι μακάριοι, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό(Ματθ. 5, 8), πώς δεν είναι μακάριοι οι θεωρητικοί, οι οποίοι καθαίρονται με το θαυμασμό της γνώσεως του Θεού και ανεβαίνουν σε αξίωμα θεού με την προκοπή τους; Αν ποθούμε λοιπόν τον πιο πάνω μακαρισμό και να λάβομε τη θέωση και έτσι να σταθούμε ασάλευτοι όπως τα Χερουβείμ γύρω από το Θεό, πρέπει να καταπιαστούμε με τη θεωρητική επιστήμη και πράξη με όλη μας την επιμέλεια, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
91. Επιθυμώ υπερβολικά να σε δω και ακολούθως να σε υμνήσω, ζωοποιέ, ζωή εκείνων που κατά κάποιο τρόπο σε βλέπουν Κύριε, Θεέ μου, αλλά αν και θέλω, δεν μπορώ να πω κάτι αντάξιό Σου και βρίσκομαι αληθινά σε αμηχανία και αδημονώ. Ω, πώς ο νους είναι οικείος μ' Εσένα, δεσποτα, δημιουργέ πάνσοφε, και μόνο όταν βλέπει Εσένα απολαμβάνει την ειρήνη και τη φυσική του ανάπαυση. Επιθυμεί από τη φύση του ως νους, αφού ελευθερωθεί από την περιφορά στα έξω και ορατά και βρεθεί σε ησυχία με τον εαυτό του, να νοεί και να διανοείται με τη φυσική του ταχύτητα τα υψηλότερα και να προσηλώνεται εξαιτίας της αϋλίας του στα αϋλότερα.
Αφήνω που εκ φύσεως τρέχει αυθόρμητα προς το υψηλότερο όλων και ανώτερο από κάθε αϋλία. Είναι φανερό ότι ο νους, καθώς βοηθείται εύλογα λόγω της πίστεως από την ώθηση του Αγίου Πνεύματος και ανυψώνεται με αυτή, ή μάλλον καθώς έλκεται ισχυρά από τα νοητά που σε περιβάλλουν, ως συγγενή με αυτόν, ποθεί υπερβολικά να σε δει με όλη την προθυμία της ψυχής. Και τί θαυμάσια και μακάρια, ανάλογα με τη φύση του, δεν πάσχει!
Επειδή ο νους έχει φύση νοερή που είναι πιο ικανή να πετά και πιο γρήγορη από όλα τα κτίσματα και η επιθυμία της είναι όπως πρέπει τα νοητά, γι' αυτό έχει ανάγκη να νοεί, όπως τα αισθητά ζώα έχουν ανάγκη να τρώνε. Γιατί όπως ταιριάζει στα ζώα που έχουν αισθήσεις να τρώνε, έτσι ταιριάζει στο νου να νοεί. Από τη νόηση δηλαδή ο νους ζει όπως πρέπει και αυξάνει και απολαμβάνει και τέρπεται, όπως τα ζώα από το φαγητό.
Αυτά βέβαια του συμβαίνουν από τη δράση του, δηλαδή από το να νοεί υπερβολικά, και μάλιστα όταν φτάσει ανέκφραστα σ' Εσένα, χάρη στην αγαθότητα του Πνεύματός Σου, και η επιθυμία του αναμιχθεί με τη γλυκύτητα της άρρητης δόξας Σου. Όποιο δηλαδή επιθυμεί κάτι ιδιαίτερα, τί είναι φυσικό να πάθει όταν συναντήσει κάτι ελκτικό και μάλιστα με τη δική Σου έλξη, και αυτό από δική Σου πρόνοια, προς τόσο μεγάλο επιθυμητό όπως Εσύ; Γιατί Εσύ, Βασιλεύ πάνσοφε, παντοδύναμε, υπεράγαθε Κύριε, αφού έκτισες το νου ύπαρξη που νοεί, τον κάνεις έτσι ώστε να υπερευφραίνεται με τα δικά Σου εκ φύσεως και να κυριεύεται ανείπωτα και με έκπληξη από το θείο Σου έρωτα και, κατά κάποιο τρόπο, να νιώθει μανία για σένα εφάμιλλη με το βακχικό ενθουσιασμό.
Και ο νους, αφού κτίσθηκε τόσο άκρος φίλος του καλού, έχει ολότελα και την αγάπη του καλου εκ φύσεως, επομένως από την Πρόνοια έχει την επιθυμία να νοεί τα άριστα και πάντοτε να επιθυμεί τα υψηλότερα και όσα προηγούνται και να χαίρεται από πριν για τα υπέρτερα. Πώς τώρα φαίνεσαι σ' αυτόν και πώς τον συναρπάζεις με υπέρτατη σοφία, καταγοητευμένο από τον έρωτα της θεωρίας Σου και ενώ είναι με όλη τη διάθεση της ψυχής του σε έκσταση από όλα γενικώς εκτός από Σένα!
Ούτε ποικίλος μόνο φαίνεσαι, γλυκύτατε, ούτε απλός, ούτε περιληπτός, ούτε απερίληπτος, ούτε φοβερός, ούτε μειλίχιος, αλλά τώρα είσαι αυτό, υστέρα εκείνο. Κι έτσι η κίνηση και η στροφή του νου δεν έχει να κλίνει προς κάτι έξω από Εσένα για χάρη ποικιλίας δήθεν ή απλότητας, για επιθυμία ακαταληψίας ή καταλήψεως, για φοβερότητα ή μειλιχιότητα. Και γενικά, αφού είσαι όλος ένα αγαθό και καλό και ποιητική αρχή όλων των αγαθών και των καλών υπεράγαθη και υπέρκαλλη, τίποτε άλλο δεν επιτρέπεται να θεωρεί ο νους και σε τίποτε άλλο να παραμένει και να τέρπεται με πολλούς τρόπους, παρά μόνο σ' Εσένα. Γιατί Εσύ έχεις τα πάντα μέσα στον εαυτό Σου ως αιτία και βρίσκεσαι πάνω απ' όλα, ως δημιουργός, άπειρες φορές άπειρα υπέρκαλλος.
Γι' αυτό ενώ είσαι ένας στην ουσία, Θεέ, θεωρείσαι όμως με ποικίλους τρόπους ως προς τις ενέργειες, εξαιτίας του πλήθους τους. Και πάλι εξαιτίας του μεγέθους τους θεωρείσαι μέγας. Και το πιό θαυμαστό και εκπληκτικό, ότι σε όποιους με όποιο τρόπο γίνεσαι δεκτός, μένεις ο ίδιος. Γιατί Συ, ο τελείως απερίληπτος κατά την ουσία, δεν είσαι περιληπτός οπωσδήποτε και κατά την ενέργεια και τη δύναμη. Ποιός μπορεί να βρει το μέτρο της δυνάμεώς Σου; Ποιός γνώρισε τη σοφία Σου; Ποιός εξερεύνησε το πέλαγος της αγαθότητάς Σου; Και ποιός εννόησε στο βάθος κάτι από τα δικά Σου; Παρ' όλα αυτά, είσαι οπωσδήποτε καταληπτός με άλλο τρόπο.
Έτσι λοιπόν, αρχίζοντας ο νους να θεωρεί τα νοητά που κρύβονται στα ορατά, ανεβαίνει ακολούθως προχωρώντας στο γύρω από Σένα, Σωτήρα, ενιαίο και ακατάληπτο. Κι επειδή είναι γλυκύ και εξαιρετικά ευχάριστο πράγμα η κατανόησή Σου κι επειδή είναι φίλος του καλού, σπεύδει με όλη την επιμέλεια και φιλονεικεί, θα λέγαμε, ν' ανεβεί ακόμη ψηλότερα. Επειδή όμως δεν μπορεί να φτάσει μακρύτερα, συλλογιζόμενος ορθά ότι εκείνο που τον ελκύει, αδιαφιλονείκητα του ξεφεύγει ως ανώτερό του, καταλαμβάνεται από μεγάλο έρωτα και κυριεύεται από μανία για Σένα βακχική και αναρριπίζει μέσα στην ψυχή πόθους φλογερούς, κάνοντας προσάναμμα της θείας αγάπης την κατανόηση του ακαταλήπτου και θέτοντας την απορία μέσο πορισμού θείων ερώτων.
Δεν τον θέλγει τόσο ό,τι μπόρεσε να μάθει για Σένα, πάνσοφε, όσο τον φλογίζει εκείνο που του διαφεύγει, και τον κάνει να το θαυμάζει πολύ και να το ποθεί ξεχωριστά, ακριβώς λόγω του ανεφίκτου της γνώσεως. Θα πρόσθετα δε, ότι πείθει το νου και να αναζητεί, όχι βέβαια τί είσαι στην ουσία —γιατί αυτό είναι στον καθένα οπωσδήποτε και με κάθε τρόπο περισσότερο από αδύνατο—, αλλά τη θεία δύναμη και ενέργεια της ουσίας Σου και γενικά, όλα όσα ακατάληπτα θεωρούνται και θεολογούνται γύρω από Εσένα, τα οποία είναι, όπως είπα, άπειρα για το μέγεθός τους κι ανεξερεύνητα για το πλήθος τους.
Σε αυτών δηλαδή το πέρας αν και είναι αδύνατο να φτάσει ο νους, αφού είναι άπειρα, γίνεται ωστόσο δυνατόν, σ' εκείνον που σε πλησιάζει αφού καθαρθεί και με την ενατένιση του κάλλους Σου, να προχωρεί σε πιο φωτεινές και καθαρότερες οράσεις των γύρω Σου και να θεώνεται κατάλληλα. Γι' αυτό και καταφλογίζεις με ερωτικό βέλος το νου που σε περιμένει σαν δικό του, φωτίζοντάς τον όλο και περισσότερο και τον εισάγεις σε κάποια άδυτα μυστικά θεάματα, υπερουράνια. Ω Μονάδα υπερύμνητη και Τριάδα υπέρτιμη! Ω βυθέ δυνάμεως και σοφίας απύθμενε!
Πώς από αυτή την ίδια, είτε αφετηρία θέλει να την πει κανείς, είτε γραμμή, εισάγεις στον ιερότατο γνόφο Σου το νου, που καθάρθηκε κατά τα καθιερωμένα, και τον μεταφέρεις από δόξα σε δόξα και πολλές φορές τον αφήνεις να μένει και μέσα στον υπέρφωτο γνόφο. Δε γνωρίζω, όπως γνωρίζεις Εσύ, ούτε αν πρόκειται για το γνόφο στον οποίο μπήκε τότε ο Μωυσής(Έξ. 20, 21), ούτε αν ο γνόφος του Μωυσή είναι εικόνα του δικού Σου ή αν ο δικός Σου γνόφος είναι εικόνα εκείνου.
Πάντως, ότι αυτός είναι καθαρά νοητός γνόφος και μέσα σ' αυτόν τελεσιουργούνται ανείπωτα στο μυστικό χώρο της ψυχής τα μυστήρια της πνευματικής ενώσεως και αγάπης με τρόπο θείο και θαυμαστό, αυτό το γνωρίζουν πολύ λαμπρά εκείνοι που εισάγονται σ' αυτόν με τη φεγγοβολή του φωτιστικού Πνεύματος.
92. Ποιός, Κύριε, Αγία Τριάς, όντας σε αυτή την κατάσταση, δε χαίρεται βλέποντας Εσένα που είσαι ο βασιλεύς και παντοτινός κυβερνήτης και διανεμητής κάθε καλού και αγαθού και πλούσια πηγή τους; Και ποιός, προτού δει την παντοκρατορική κυριαρχία Σου, μπορεί να χαίρεται με αληθινή χαρά; Κανένας βέβαια. Γι' αυτό είναι πράγματι μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 8), επειδή αυτοί σε βλέπουν με τα μάτια της ψυχής, Εσένα που είσαι κατεξοχήν χαρά πνευματική.
Και δοκιμάζουν βέβαια μεγάλη χαρά και αγαλλίαση και γεμίζουν από αφόρητους έρωτες, αν και πολλές φορές παλεύουν και με σωματικές δυσκολίες και υποφέρουν από δαιμονικές προσβολές. Γιατί το πνευματικό φως που εκπέμπει το κάλλος του προσώπου Σου, Κύριε, είναι άπειρες φορές άπειρα ανώτερο από οποιαδήποτε κοσμική λύπη για εκείνον που φωτίζεται από αυτό με τη χάρη. Γι' αυτό προπορεύεσαι Εσύ, Κύριε, όλος γλυκύτητα, όλος επιθυμία, άγιος πόθος, ανέκφραστος έρωτας.
Γι' αυτό η αγάπη Σου αφήνει πληγωμένους από αφόρητα υπερφυσικά βέλη εκείνους που σε βλέπουν κατά κάποια έννοια. Γι' αυτό, οι ψυχές εκείνων που σε βλέπουν, ακολουθούν την οσμή των μύρων Σου και τρέχουν πίσω Σου με σφοδρή και ακατάβλητη ορμή, άρρητε Θεέ, και με κάθε τρόπο προσπαθούν να σε έλξουν προς τον εαυτό τους, νικημένες πάντως και λιώνοντας θαυμαστά από τον πόθο Σου(Άσμα 5, 16).
Γι' αυτό σε κρατούν αλησμόνητα στο νου, συνεπαρμένες από το θαυμαστό κάλλος Σου. Ή μάλλον, πρώτα Εσύ κατέχεις διαρκώς και πνευματικώς τις καρδιές τους νύχτα και μέρα, κι έτσι ο ύπνος πέταξε μακριά από τα βλέφαρά τους. Και η γλυκύτητα (...)* αλλά και όταν κοιμούνται, η καρδιά τους είναι άγρυπνη(Άσμα 5, 2), νιώθοντας αγαλλίαση, όπως λέει ο Προφήτης, πάνω στα κρεβάτια τους(Ψαλμ. 149, 5).
Βλέπουν επίσης και συνέχονται και δε γνωρίζουν τι θα γίνει. Και απορούν και εξίστανται για την ανείπωτη φαιδρότητα του προσώπου Σου, για τη μεγαλοσύνη της δόξας της αγιοσύνης Σου, για τις υπερκόσμιες αναβάσεις Σου και τις μυστικές αποκαλύψεις που νιώθουν μέσα τους, για τα μύρια απόρρητα και άφατα, πάγκαλα και πανάγαθα δώρα, Πατέρα, τα γύρω Σου (...)
Και είθε να στηρίξεις εκείνους που με ευθύτητα κατοικούν μαζί με το πρόσωπό Σου(Ψαλμ. 139, 14).