76. Μερικοί νόμισαν ότι η χάρη και η αμαρτία μαζί, δηλαδή το Πνεύμα της αλήθειας και το πνεύμα της πλάνης, κρύβονται στο νου όσων βαπτίζονται. Γι' αυτό λένε ότι το ένα προτρέπει το νου στα καλά, και το άλλο αμέσως στα αντίθετα. Εγώ όμως, από τις θείες Γραφές και από τη δική μου νοερή αίσθηση, κατάλαβα ότι πριν από το άγιο Βάπτισμα, από έξω η χάρη παρακινεί την ψυχή προς τα καλά, ενώ ο σατανάς είναι φωλιασμένος στα βάθη της ψυχής, προσπαθώντας να φράξει όλες τις διεξόδους προς το αγαθό. 




Από τη στιγμή του βαπτίσματος, ο διάβολος διώχνεται έξω και η χάρη μπαίνει μέσα στην ψυχή. Γι' αυτό, όπως πριν από το Βάπτισμα κυριαρχούσε η πλάνη πάνω στην ψυχή, έτσι μετά κυριαρχεί η αλήθεια. Αλλά και μετά το Βάπτισμα ο σατανάς ενεργεί εναντίον της ψυχής όπως και πριν, και τις περισσότερες φορές και χειρότερα. Όχι όμως πως συνυπάρχει με τη χάρη —μη γένοιτο! αλλά θολώνει το νου με την γλυκύτητα των παράλογων ηδονών εξαιτίας της χαυνότητας του σώματος. Αυτό γίνεται κατά παραχώρηση του Θεού, με σκοπό, αφού περάσει ο άνθρωπος από την τρικυμία και τη φωτιά της δοκιμασίας, τότε να απολαύσει (αν θέλει) το αγαθό. Όπως λέει η Γραφή: «Περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό, και μας έβγαλες σε τόπο αναψυχής»(Ψαλμ. 65, 12).



77. Η χάρη, όπως είπα, από εκείνη την στιγμή που βαπτιζόμαστε, κρύβεται στο βάθος του νου, αλλά κρύβει την παρουσία της από την αίσθησή του. Όταν αρχίσει κανείς με όλη τη διάθεσή του να αγαπά το Θεό, τότε με κάποιο ανέκφραστο τρόπο, η χάρη μέσω της αισθήσεως του νου μεταδίδει στην ψυχή ένα μέρος των αγαθών της. Απ' αυτό, εκείνος που θέλει με ασφάλεια να κρατήσει αυτό που βρήκε —τη χάρη—, επιθυμεί με μεγάλη χαρά να χάσει όλα τα υλικά αγαθά για να αποκτήσει πράγματι το χωράφι, όπου βρήκε τον κρυμμένο θησαυρό(Ματθ. 13, 44) της ζωής. Όταν αποχωριστεί κανείς από όλο τον πλούτο του βίου, τότε βρίσκει τον τόπο όπου είναι κρυμμένη η χάρη του Θεού, γιατί ανάλογα με την προκοπή της ψυχής, και το θείο δώρο φανερώνει στο νου την αγαθότητά του. Όμως τότε παραχωρεί ο Κύριος να πειράζεται η ψυχή περισσότερο από τους δαίμονες, για να την διδάσκει κατάλληλα τη διάκριση του καλού και του κακού και να την φέρνει σε μεγαλύτερη ταπείνωση, λόγω της μεγάλης αισχύνης που προκαλούν οι δαιμονικοί λογισμοί στην ψυχή, όταν αυτή είναι στο στάδιο της καθάρσεως.



78. Είμαστε πλασμένοι κατ' εικόνα Θεού ως προς την νοερή κίνηση της ψυχής, ενώ το σώμα είναι σαν σπίτι της ψυχής. Με τη παράβαση του Αδάμ, όχι μόνο λερώθηκαν οι γραμμές της εικόνας που είχε η ψυχή, αλλά και το σώμα υπέπεσε στη φθορά. Γι' αυτό ο άγιος Λόγος του Θεού σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και μας χάρισε το νερό του αγίου Βαπτίσματος, ως Θεός, για να αναγεννηθούμε. Η αναγέννηση αυτή γίνεται με το νερό με την ενέργεια του Αγίου και Ζωοποιού Πνεύματος· και αμέσως καθαριζόμαστε κατά την ψυχή και κατά το σώμα, αν βέβαια προσερχόμαστε στο Θεό με όλη μας τη διάθεση. Τότε το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα μας, ενώ η αμαρτία εξορίζεται από Αυτό. Γιατί δεν είναι δυνατό, αφού η ψυχή είναι μία και απλή κατά τον χαρακτήρα της, να βρίσκονται σ' αυτήν δύο πρόσωπα, όπως νόμισαν μερικοί. Όταν η θεία χάρη προσαρμόζει τον εαυτό της με απέραντη στοργή στις γραμμές του «κατ' εικόνα», ως προκαταβολή της ομοιώσεως με το Θεό, που μπορεί να χωρέσει το πρόσωπο του σατανά; Αφού μάλιστα δεν υπάρχει καμιά επικοινωνία του φωτός με το σκοτάδι(Β΄ Κορ. 6, 14). Εμείς λοιπόν που τρέχομε στους ιερούς αγώνες της αρετής, πιστεύομε ότι με το Βάπτισμα της αφθαρσίας εξορίζεται από τα βάθη του νου το πολύμορφο φίδι, ο σατανάς. Και ας μη θαυμάζομε, γιατί μετά το βάπτισμα σκεφτόμαστε πάλι κακά μαζί με τα καλά. Αυτό συμβαίνει επειδή το Βάπτισμα της αγιότητας αφαιρεί την ακαθαρσία της αμαρτίας, το διπλό όμως χαρακτήρα της θελήσεώς μας δεν τον αλλάζει από τώρα· ούτε και εμποδίζει τους δαίμονες να μας πολεμούν ή να μας ψιθυρίζουν απατηλά λόγια. Ώστε, εκείνα που δεν φυλάξαμε όταν ήμαστε ψυχικοί(Ιούδα 19), δηλ. χωρίς Πνεύμα Θεού, να τα τηρήσομε τώρα με τη δύναμη του Θεού και με τα όπλα της δικαιοσύνης(Β΄ Κορ. 6, 17) που λάβαμε στο Βάπτισμα.
79. Ο σατανάς, όπως είπα, με το άγιο Βάπτισμα εκδιώκεται από την ψυχή. Του επιτρέπεται όμως, για τους λόγους που είπαμε, να πειράζει την ψυχή διά μέσου του σώματος. Η χάρη του Θεού κατοικεί σ' αυτό το βάθος της ψυχής, δηλαδή στο νου, όπως λέει η Γραφή: «Όλη η δόξα της θυγατέρας του βασιλιά είναι μέσα της»(Ψαλμ. 44, 14), και δε φαίνεται στους δαίμονες· γι' αυτό αισθανόμαστε μέσα απ' αυτό το βάθος της καρδιάς μας να αναβλύζει ο θείος πόθος, όταν κρατούμε θερμή τη μνήμη του Θεού. Τα πονηρά πάλι πνεύματα πηδούν και φωλιάζουν έξω στις αισθήσεις του σώματος και ενεργούν στους ψυχικά νήπιους μέσω της αδυναμίας της σάρκας. Έτσι λοιπόν ο νους μας πάντοτε, κατά τον Απόστολο, ευχαριστείται πάρα πολύ με το νόμο του Πνεύματος(Ρωμ. 7, 22), ενώ τα αισθητήρια της σάρκας θέλουν να συμπαρασύρονται από τις ηδονές. Γι' αυτό η χάρη σ' εκείνους που προκόβουν στην πνευματική γνώση, ευφραίνει το σώμα τους μέσω της αισθήσεως του νου με ανέκφραστη αγαλλίαση. Οι φονικοί δαίμονες όμως αιχμαλωτίζουν βίαια την ψυχή με τις αισθήσεις του σώματος, ιδίως όταν μας βρουν να τρέχομε το δρόμο της ευσέβειας με αμέλεια, και την σύρουν σ' εκείνα που δεν θέλει.
80. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το πρόσωπο της χάρης και το πρόσωπο της αμαρτίας βρίσκονται μαζί στις καρδιές των πιστών, θέλουν να στηρίξουν την υπόνοιά τους αυτή στο λόγο του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Και το φως φέγγει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν κατέλαβε το φως»(Ιω. 1, 5). Λένε λοιπόν ότι η θεία λαμπρότητα δεν μολύνεται διόλου από την συνύπαρξη με τον πονηρό, όσο και αν το θείο φως πλησιάζει μέσα στην ψυχή το σκοτάδι του δαίμονα. Αλλά απ' αυτό το ίδιο ευαγγελικό ρητό, ελέγχονται ότι βρίσκονται έξω από την αληθινή έννοια των Γραφών. Επειδή ο Λόγος του Θεού, το αληθινό φως, ευδόκησε να φανεί στον κόσμο με σάρκα και από απέραντη φιλανθρωπία άναψε μέσα μας το φως της αγίας γνώσεως, το φρόνημα όμως του κόσμου δεν εννόησε τη βουλή του Θεού —γιατί το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς το Θεό(Ρωμ. 8, 7). Γι' αυτό ακριβώς ο Θεολόγος έκανε αυτή τη διατύπωση. Και μετά από μερικά, ο θεσπέσιος προσθέτει: «Ήταν το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», αντί να πει ότι οδηγεί και ζωοποιεί. «Ήταν μέσα στον κόσμο και ο κόσμος έγινε μέσω Αυτού, και όμως ο κόσμος δεν τον γνώρισε. Ήρθε στους δικούς Του και αυτοί δεν τον δέχτηκαν. Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, όσοι πιστεύουν στο όνομά Του»(Ιω. 1, 9-12). Και ο σοφότατος Παύλος, ερμηνεύοντας το «δεν κατέλαβε»(Ιω. 1, 5), λέει: «Δεν λέω ότι ήδη το έλαβα ή ότι έχω ήδη γίνει τέλειος· αλλά αγωνίζομαι να καταλάβω επειδή με κατέλαβε ο Ιησούς Χριστός»(Φιλιπ. 3, 12). Ώστε ο Ευαγγελιστής δεν λέει ότι ο σατανάς δεν «κατέλαβε» το αληθινό φως, γιατί εξαρχής το φως τούτο ήταν ξένο στον σατανά, επειδή δεν φωτίζει σ' αυτόν. Αλλά εννοεί τους ανθρώπους εκείνους που ενώ ακούν τις δυνάμεις και τα θαυμάσια του Υιού του Θεού, δεν θέλουν ωστόσο να προσεγγίσουν λόγω της σκοτισμένης καρδιάς τους στο φως της γνώσεώς Του, και με το λόγο του τους ντροπιάζει όπως τους αξίζει.
81. Ο λόγος της πνευματικής γνώσεως μας διδάσκει ότι υπάρχουν δύο, ας πούμε, κατηγορίες πονηρών πνευμάτων. Της μιας είναι λεπτότερα, της άλλης κάπως πιο υλικά. Τα λεπτότερα πολεμούν την ψυχή, τα άλλα συνηθίζουν να αιχμαλωτίζουν την σάρκα με ηδονικές παρακινήσεις. Γι' αυτό και μάχονται μεταξύ τους οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή και οι άλλοι που πολεμούν το σώμα, αν και έχουν την ίδια πρόθεση να βλάπτουν τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν η χάρη δεν κατοικεί στον άνθρωπο, τότε αυτοί φωλιάζουν σαν φίδια στα βάθη της καρδιάς και δεν επιτρέπουν διόλου στην ψυχή να επιθυμήσει το καλό. Όταν όμως η χάρη είναι κρυμμένη μέσα στο νου, τότε οι δαίμονες κινούνται σαν σκοτεινά σύννεφα στα μέρη της καρδιάς και παίρνουν μορφές αμαρτωλών παθών και διαφόρων φαντασιών, για να απομακρύνουν τη μνήμη του Θεού από το νου και έτσι να τον αποσπούν από την ένωσή του με τη χάρη. Όταν λοιπόν οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή μάς διεγείρουν στα ψυχικά πάθη και μάλιστα στην οίηση, η οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατό μας και τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε και όταν οι δαίμονες που πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθυμίες. Γιατί μόνο η ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τις προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού. Αν πάλι οι ψυχικοί δαίμονες από τη μνήμη του θανάτου μάς υποβάλλουν λογισμούς εξουδενώσεως της ανθρώπινης φύσεως, ότι δεν έχει καμιά αξία γιατί συνδέεται με τη σάρκα, (αυτό συνηθίζουν να κάνουν όταν κανείς τους βασανίζει με τη μνήμη του θανάτου), τότε ας σκεφτόμαστε την τιμή και τη δόξα της επουράνιας Βασιλείας, χωρίς όμως και να παραβλέπομε την πικρότητα και το σκοτάδι της κρίσεως· κι έτσι από τη μια θα παρηγορούμε την αθυμία μας και από την άλλη θα συγκρατούμε την επιπολαιότητα της καρδιάς μας.
82. Ο Κύριος μάς διδάσκει στα Ευαγγέλια ότι όταν επιστρέψει ο σατανάς και βρει σκουπισμένο και άδειο το σπίτι του, δηλαδή την άκαρπη καρδιά, τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα πονηρότερα απ' αυτόν και μπαίνει και φωλιάζει εκεί μέσα και γίνεται η κατάσταση του ανθρώπου χειρότερη από πρώτα(Ματθ. 12, 44-45). Από αυτό πρέπει να εννοήσομε ότι εφόσον είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, δεν μπορεί ο σατανάς να μείνει στο βάθος της ψυχής. Αλλά και ο θείος Παύλος μας διδάσκει φανερά τη σημασία των λόγων αυτών. Θεωρώντας το θέμα αυτό από την άποψη της γνώσεως του πνευματικού αγώνα, λέει: «Ευχαριστούμαι πολύ στο νόμο του Θεού κατά τον εσωτερικό μου άνθρωπο. Βλέπω όμως να κυριαρχεί στα μέλη μου άλλος νόμος, ο οποίος αντιστρατεύεται το νόμο του νου μου και με κάνει αιχμάλωτο στο νόμο της αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου»(Ρωμ. 7, 22-23). Από την άποψη της τελειότητας, λέει: «Δεν υπάρχει καμία καταδίκη στους ενωμένους με τον Ιησού Χριστό. Γιατί ο νόμος του Πνεύματος της ζωής με ελευθέρωσε από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου»(Ρωμ. 8, 1-2). Και σε άλλο μέρος γράφει, για να διδάξει ότι μέσω του σώματος πολεμεί ο σατανάς την ψυχή, η οποία έχει το Άγιο Πνεύμα: «Σταθείτε λοιπόν στον αγώνα, ζωσμένοι στη μέση σας με την αλήθεια, φορώντας το θώρακα της δικαιοσύνης, και με υποδήματα στα πόδια, έτοιμοι για το ευαγγέλιο της ειρήνης. Πάνω απ' όλα αυτά κρατείστε την ασπίδα της πίστεως, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλα τα πυρωμένα βέλη του πονηρού, και δεχτείτε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το μαχαίρι του Πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού»(Εφ. 6, 14-17).
Άλλο πράγμα είναι η αιχμαλωσία και άλλο η πάλη. Το πρώτο σημαίνει βίαιη απαγωγή, ενώ το άλλο σημαίνει αγώνα με ίσες δυνάμεις. Γι' αυτό και λέει ο Απόστολος ότι ο διάβολος επιτίθεται κατά των χριστοφόρων ψυχών με πυρωμένα βέλη. Γιατί εκείνος που δεν έχει στα χέρια του τον αντίπαλό του, χρησιμοποιεί βέλη για να μπορέσει να τον χτυπήσει από μακριά. Έτσι και ο σατανάς, επειδή δεν μπορεί να φωλιάσει όπως πρωτύτερα στο νου των αγωνιζομένων, όπου βρίσκεται η χάρη, χρησιμοποιεί την υγρότητα του σώματος μέσα στο οποίο φωλιάζει, για να δελεάζει την ψυχή με την χαλαρότητα του σώματος. Γι' αυτό πρέπει με μέτρο να ταλαιπωρούμε το σώμα, για να μη γλυστρά ο νους λόγω της υγρότητας του σώματος στις ηδονές. Από αυτό το αποστολικό ρητό που αναφέρθηκε, πρέπει να πεισθούμε ότι ο νους των αγωνιστών δέχεται την ενέργεια του θείου φωτός και γι' αυτό υποτάσσεται και ευχαριστείται στο θείο νόμο, ενώ η σάρκα, με την χαλαρότητα που έχει, δέχεται μ' ευχαρίστηση τα πονηρά πνεύματα και γι' αυτό σύρεται στο να δουλεύει στην πονηρία τους. Από αυτό φαίνεται πολύ καλά ότι ο νους δεν είναι κοινό κατοικητήριο του Θεού και του διαβόλου. Γιατί πώς γίνεται με το νου μου να δουλεύω στο νόμο του Θεού και με την σάρκα στον νόμο της αμαρτίας(Ρωμ. 7, 25), αν ο νους μου δεν είναι εντελώς ελεύθερος να αντιπαρατάσσεται στον πόλεμο κατά των δαιμόνων, ευχαρίστως υποδουλωμένος στην αγαθότητα της χάρης, και το σώμα μου να δέχεται ευχαρίστως την οσμή των παραλόγων ηδονών, επειδή —όπως είπα— στο σώμα των αγωνιζομένων παραχωρείται να εμφωλεύουν τα πονηρά πνεύματα; «Γνωρίζω ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στη σάρκα μου, το αγαθό»(Ρωμ. 7, 18). Αυτό το λέει ο Απόστολος για κείνους που βρίσκονται στο μέσον των αγώνων κατά της αμαρτίας, όχι για τον εαυτό του. Οι δαίμονες πολεμούν εναντίον του νου και επιχειρούν να χαλαρώνουν με τις απολαυστικές τροφές τη σάρκα, ώστε να την παρασύρουν στις ηδονές. Έχουν την παραχώρηση, κατά δίκαιη κρίση του Θεού, να βρίσκονται στα βάθη του σώματος και σ' εκείνους ακόμη που αγωνίζονται με δύναμη εναντίον της αμαρτίας, επειδή το αυτεξούσιο του ανθρωπίνου φρονήματος είναι συνεχώς υπό δοκιμασία. Αν όμως μπορέσει κανείς, ζωντανός ακόμη, να νεκρωθεί με τους ασκητικούς κόπους, αυτός γίνεται τελείως οίκος του Αγίου Πνεύματος· γιατί αυτός αναστήθηκε πριν πεθάνει, όπως ήταν ο μακάριος Παύλος και όσοι αγωνίστηκαν ως το τέλος και αγωνίζονται κατά της αμαρτίας.

83. Η καρδιά παράγει και από τον εαυτό της λογισμούς καλούς και κακούς· δεν καρποφορεί όμως εκ φύσεως τούς μη καλούς, αλλά σαν να έχει στην έξη της τη μνήμη του μη καλού, εξαιτίας της εξαπατήσεως των πρωτοπλάστων. Όμως οι περισσότεροι κακοί λογισμοί δημιουργούνται στην καρδιά από την κακία των δαιμόνων. Πάντως εμείς τους αισθανόμαστε σαν να προέρχονται από αυτή. Και από αυτό νόμισαν μερικοί ότι μέσα στο νου, μαζί με την χάρη είναι και η αμαρτία. Και γι' αυτό λένε ότι ο Κύριος είπε: «Όσα βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά κι αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· γιατί από την καρδιά βγαίνουν πονηροί διαλογισμοί, μοιχείες κτλ.»(Ματθ. 15, 18-19). Και δεν γνωρίζουν αυτοί ότι ο νους, επειδή έχει την ενέργεια μιάς πολύ λεπτής αισθήσεως, ιδιοποιείται μέσω της σάρκας τούς λογισμούς που του υποβάλλουν τα πονηρά πνεύματα. Γιατί η χαλαρότητα του σώματος δημιουργεί λογισμούς στην ψυχή λόγω της συνδέσεώς της με αυτό, με τρόπο που δεν γνωρίζομε· επειδή η σάρκα αρέσει υπέρμετρα να κολακεύεται από την απάτη των δαιμόνων. Γι' αυτό και οι κακοί λογισμοί που σπέρνονται στην ψυχή από τους δαίμονες φαίνονται σαν να βγαίνουν από την καρδιά. Αυτούς όμως τους λογισμούς τους κάνομε πράγματι δικούς μας όταν νιώθομε ευχαρίστηση γι' αυτούς, και αυτό είναι που κατηγορεί ο Κύριος με τα παραπάνω θεία λόγια. Γιατί εκείνος που ευχαριστείται με τους λογισμούς που του υπαγορεύει η πονηρία του σατανά και γράφει κατά κάποιο τρόπο την ενθύμησή τους στην καρδιά του, είναι φανερό ότι στο εξής τούς καρποφορεί από τη δική του σκέψη.
84. Λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια ότι δεν είναι δυνατό να εξοριστεί ο δυνατός από το σπίτι του αν ο δυνατότερός του δεν τον δέσει, και αφού τον λαφυραγωγήσει, τον εκδιώξει(Ματθ. 12, 29). Πώς λοιπόν μπορεί εκείνος που με τόση ντροπή εξορίστηκε, να ξαναμπεί και να συγκατοικεί με τον οικοδεσπότη που αναπαύεται στο σπίτι του; Ούτε και κανένας βασιλιάς, όταν καταβάλει κάποιο τύραννο που επαναστάτησε εναντίον του, θα σκεφτεί ποτέ να είναι μαζί του μέσα στα ανάκτορα. Μάλλον θα τον σφάξει αμέσως, ή θα τον δέσει και θα τον παραδώσει στα στρατεύματά του για να τιμωρηθεί υπερβολικά και οικτρά να θανατωθεί.
85. Όποιος νομίζει ότι το Άγιο Πνεύμα και ο διάβολος κατοικούν μαζί μέσα στο νου επειδή έχομε καλούς λογισμούς μαζί με κακούς, ας μάθει ότι αυτό γίνεται γιατί ουδέποτε γευθήκαμε και είδαμε ότι ο Κύριος είναι αγαθός(Ψαλμ. 33, 9). Στην αρχή, όπως είπα πιο πάνω, κρύβει η χάρη την παρουσία της από όσους βαπτίζονται, αναμένοντας την πρόθεση της ψυχής. Όταν επιστρέψει εξ ολοκλήρου ο άνθρωπος προς τον Κύριο, τότε με ανέκφραστη αίσθηση φανερώνει στην καρδιά του ανθρώπου την παρουσία της. Αλλά και πάλι περιμένει προς τα που θα στραφεί η κίνηση της ψυχής και παραχωρεί τα δαιμονικά βέλη να φτάνουν μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής, για να ζητήσει το Θεό με θερμότερη θέληση και ταπεινή διάθεση. Αν λοιπόν αρχίσει να προχωρεί ο άνθρωπος με την τήρηση των εντολών, και επικαλείται ακατάπαυστα τον Κύριο Ιησού, τότε η φωτιά της αγίας χάρης απλώνεται και στα εξωτερικά αισθητήρια της καρδιάς και κατακαίει τα ζιζάνια της ανθρώπινης γης με πληροφορία καρδιάς. Έτσι οι δαιμονικές σκέψεις φτάνουν από μακριά σ' αυτόν τον τόπο και προσβάλλουν αδύναμα το εμπαθές μέρος της ψυχής. Όταν όμως ο αγωνιστής άνθρωπος ντυθεί όλες τις αρετές και μάλιστα την τέλεια ακτημοσύνη, τότε η χάρη με μια βαθύτερη αίσθηση καταφωτίζει ολόκληρη την ύπαρξή του και τον θερμαίνει στην αγάπη του Θεού. Και τότε τα δαιμονικά βέλη σβήνουν μακρύτερα από το σώμα, γιατί η αύρα τού Αγίου Πνεύματος κινεί στην καρδιά τους ανέμους της ειρήνης και σβήνει τα βέλη του πυρφόρου δαίμονα ενώ αυτά είναι ακόμα στον αέρα. Πλην όμως και αυτόν που έφτασε σε τέτοια πνευματική κατάσταση, τον αφήνει κάποτε ο Θεός στην κακία των δαιμόνων και δε φωτίζει το νου του, για να μην είναι εντελώς δεμένο το αυτεξούσιό μας με τα δεσμά της χάρης, με σκοπό όχι μόνο να νικηθεί η αμαρτία με αγώνα, αλλά και γιατί οφείλει να προοδεύει ο άνθρωπος στην πνευματική πείρα. Γιατί η τελειότητα που νομίζομε ότι έχει ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, είναι ακόμη ατελής μπροστά στον πλούτο και τη γενναιοδωρία του Θεού, που μας παιδαγωγεί με αγάπη, ακόμη και αν μπορέσει κανείς να ανέβει όλη την κλίμακα του Ιακώβ(Γέν. 28, 12) με την προκοπή στους ασκητικούς κόπους.
86. Ο ίδιος ο Κύριος λέει ότι ο σατανάς έπεσε σαν αστραπή από τον ουρανό(Λουκ. 10, 18), για να μη βλέπει ο κακόμορφος τα κατοικητήρια των αγίων Αγγέλων. Πώς λοιπόν αυτός που δεν κρίνεται άξιος της επικοινωνίας με τους καλούς δούλους, μπορεί να έχει ως κοινό κατοικητήριο μαζί με το Θεό, τον ανθρώπινο νου; Αλλά και αν προβάλλουν ότι γίνεται αυτό κατά παραχώρησιν, τίποτε δεν λένε. Γιατί η παιδαγωγική μεν παραχώρηση δεν στερεί διόλου την ψυχή από το θεϊκό φως: η χάρη μόνο, όπως ήδη είπα, κρύβει συνήθως από το νου την παρουσία της, για να εκθέτει κατά κάποιο τρόπο την ψυχή στην κακία των δαιμόνων, ώστε αυτή να ζητά με κάθε φόβο και πολλή ταπείνωση τη βοήθεια του Θεού, καθώς θα γνωρίζει λίγο-λίγο την κακία του εχθρού· έτσι και η μητέρα, όταν το βρέφος της δυστροπεί να θηλάσει, το απωθεί λίγο από την αγκαλιά της για να φοβηθεί από τη (φανταστική) παρουσία άσχημων ανθρώπων ή διαφόρων θηρίων, και έτσι με μεγάλο φόβο και δάκρυα να επιστρέψει στη μητρική αγκαλιά. Η δε παραχώρηση που γίνεται από αποστροφή του Θεού, παραδίνει την ψυχή που δεν θέλει το Θεό στους δαίμονες σαν δέσμια. Εμείς όμως δεν είμαστε τέκνα που ο Θεός αποστράφηκε, μη γένοιτο· αλλά πιστεύομε ότι είμαστε γνήσια βρέφη της χάρης του Θεού, που μας γαλουχεί με μικρές παραχωρήσεις και πολλές ενθαρρύνσεις, ώστε με την αγαθότητά της να φτάσομε να γίνομε άνδρες τέλειοι, με πλήρη πνευματική ωριμότητα.
87. Η παιδαγωγική παραχώρηση φέρνει μεγάλη λύπη και ταπείνωση, και μετά μέτρια απελπισία στην ψυχή, για να έρχεται το φιλόδοξο και δειλό μέρος της σε ταπείνωση. Αμέσως όμως φέρνει φόβο Θεού και δάκρυα εξομολογήσεως στην καρδιά και μεγάλη επιθυμία για την άριστη σιωπή. Η δε παραχώρηση από αποστροφή του Θεού αφήνει να γεμίσει η ψυχή· από απελπισία, απιστία, οργή και υπερηφάνεια. Πρέπει λοιπόν να διακρίνομε με την πείρα μας το είδος της παραχωρήσεως και ανάλογα να προσερχόμαστε στο Θεό. Στην πρώτη περίπτωση, οφείλομε να του προσφέρομε ευχαριστία και απολογία, γιατί παιδαγωγεί την απαίδευτη γνώμη μας, αποσύροντας την χάρη Του, για να μας διδάσκει ως αγαθός Πατέρας τη διαφορά αρετής και κακίας. Στην δεύτερη περίπτωση, πρέπει να προσφέρομε ακατάπαυστη εξομολόγηση των αμαρτημάτων μας, αδιάκοπα δάκρυα και μεγαλύτερο χωρισμό από τους ανθρώπους, για να μπορέσομε με την προσθήκη των κόπων μας να εξιλεώσομε το Θεό, ώστε να επιβλέψει όπως και πριν στις καρδιές μας. Πρέπει όμως να γνωρίζομε ότι όταν η μάχη γίνεται με πραγματική συμπλοκή μεταξύ ψυχής και σατανά, εννοώ στην περίπτωση της παιδευτικής παραχωρήσεως, τότε η χάρη αποτραβιέται όπως προείπα, αλλά βοηθεί την ψυχή χωρίς αυτή να το γνωρίζει, για να επιδείξει στους εχθρούς της ψυχής ότι η νίκη είναι μόνο δική της.
88. Το χειμώνα, όταν σταθεί κανείς στο ύπαιθρο και βλέπει προς την ανατολή το πρωί, το μπροστινό μέρος του σώματός του ζεσταίνεται λίγο από τον ήλιο, όχι όμως και το πίσω μέρος, γιατί δεν είναι ο ήλιος κατακόρυφα από πάνω του. Έτσι και εκείνοι που αρχίζουν να δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος, θερμαίνονται λίγο στην καρδιά από τη θεία χάρη και γι' αυτό ο νους τους αρχίζει να καρποφορεί πνευματικά νοήματα. Φανερά όμως μέρη της καρδιάς τους μένουν ακόμη με το σαρκικό φρόνημα, επειδή δεν καταφωτίζονται ακόμα όλα τα μέλη της καρδιάς με βαθιά αίσθηση από την αγία χάρη. Μερικοί δεν μπόρεσαν να το εννοήσουν αυτό και νόμισαν ότι στο νου υπάρχουν δύο υποστάσεις (υπάρξεις) που αντιμάχονται μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν συμβαίνει η ψυχή την ίδια στιγμή να σκέφτεται και καλά και κακά, όπως στο παράδειγμα που αναφέραμε ότι ο άνθρωπος και κρυώνει και ζεσταίνεται. Αφότου ο νους μας έπεσε στην κατάσταση της διπλής γνώσεως, δηλ. του καλού και του κακού, εξ ανάγκης και χωρίς να θέλει, την ίδια στιγμή κάνει και καλές και κακές σκέψεις, και μάλιστα σ' εκείνους που αποκτούν λεπτή διάκριση. Όπως δηλαδή σπεύδει πάντοτε να σκέφτεται το καλό, ευθύς θυμάται και το κακό, επειδή με την παρακοή του Αδάμ, σχίστηκε στα δύο η μνήμη του άνθρωπου. Αν λοιπόν αρχίσομε με θερμό ζήλο να εκτελούμε τις εντολές του Θεού, τότε η χάρη φωτίζει με βαθιά αίσθηση όλα τα αισθητήριά μας, και κατακαίει τις δικές μας ενθυμήσεις· και ευφραίνοντας την καρδιά μας με μια ειρήνη ανυποχώρητης αγάπης, μας κάνει έτσι να σκεφτόμαστε πλέον μόνο πνευματικά και όχι σαρκικά. Αυτό πάρα πολύ συμβαίνει σ' εκείνους που προσεγγίζουν την τελειότητα, οι οποίοι έχουν στην καρδιά τους ακατάπαυστη τη μνήμη του Κυρίου Ιησού.
89. Δύο καλά μάς προμηθεύει η θεία χάρη με το Βάπτισμα, από τα οποία το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Το ένα το χαρίζει αμέσως: μας ανακαινίζει με το νερό του Βαπτίσματος και λαμπρύνει όλες τις γραμμές της ψυχής, δηλαδή την «εικόνα» του Θεού μέσα μας, και μας καθαρίζει από κάθε κηλίδα της αμαρτίας. Το δεύτερο αγαθό —το «καθ' ομοίωσιν»— η χάρη περιμένει να το πραγματοποιήσει μαζί μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με πολλή αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι η χάρη άρχισε να ζωγραφίζει πάνω στο «κατ' εικόνα», το «καθ' ομοίωσιν». Οι ζωγράφοι στην αρχή ιχνογραφούν το σχήμα του ανθρώπου, και σιγά-σιγά, προσθέτοντας τα διάφορα χρώματα, φτάνουν να απεικονίσουν μέχρι και τις τρίχες τη μορφή αυτού που ζωγραφίζουν. Έτσι και η θεία χάρη, πρώτα με το Βάπτισμα ρυθμίζει το «κατ' εικόνα», επαναφέροντας τον άνθρωπο στο τι ήταν όταν δημιουργήθηκε. Και όταν δει ότι με όλη τη διάθεσή μας επιθυμούμε το κάλλος της «ομοιώσεως» και ότι στεκόμαστε γυμνοί και άφοβοι στο εργαστήριό της, τότε ζωγραφίζει αρετή πάνω στην αρετή και προσθέτει στη μορφή της ψυχής δόξα πάνω στη δόξα και της προσδίδει τον χαρακτήρα της ομοιώσεως. Ώστε η αίσθηση μάς φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο «καθ' ομοίωσιν», αλλά την τελειότητα της ομοιώσεως θα τη γνωρίσομε από τον φωτισμό. Ο νους αποκτά με την αίσθηση όλες τις αρετές με κάποιο μέτρο και κάποια τάξη ανέκφραστη, όταν προχωρεί στην τελειότητα· αλλά την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να την αποκτήσει αν δεν φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν ο νους δεν πάρει τελείως το «καθ' ομοίωσιν» μέσω του θείου φωτός, όλες σχεδόν τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, αλλά είναι αμέτοχος ακόμη της τέλειας αγάπης. Όταν ομοιωθεί με την αρετή του Θεού (εννοώ όσο μπορεί ο άνθρωπος να ομοιωθεί με το Θεό), τότε έχει πάνω του και την ομοίωση της θείας αγάπης. Σε μια προσωπογραφία όταν προστεθεί στο σχέδιο η κατάλληλη απόχρωση από κάθε χρώμα, η προσωπογραφία μοιάζει στον εικονιζόμενο ακόμη και στο μειδίαμα. Έτσι και σ' εκείνους που ζωγραφίζονται από τη θεία χάρη για να γίνουν «καθ' ομοίωσιν», όταν προστεθεί ο φωτισμός της αγάπης, τότε φανερώνει ότι το «κατ' εικόνα» βρίσκεται καθ' ολοκληρίαν στην ωραιότητα του «καθ' ομοίωσιν». Καμιά άλλη αρετή δεν μπορεί να προξενήσει απάθεια στην ψυχή, παρά μόνο η αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι εκπλήρωση όλου του νόμου(Ρωμ. 13, 10). Ώστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα με την ημέρα ο εσωτερικός μας άνθρωπος(Β΄ Κορ. 4, 16) με τη γεύση της αγάπης, και ολοκληρώνεται όταν φτάσει στην τελειότητά της.
90. Το Άγιο Πνεύμα στην αρχή της πνευματικής προόδου, αν αγαπήσομε με θερμότητα την αρετή του Θεού, δίνει στην ψυχή να γευθεί την γλυκύτητα του Θεού με όλη την αίσθηση και κάθε εσωτερική πληροφορία, για να μπορέσει να εννοήσει ο νους με ακριβή γνώση το τέλειο βραβείο των κόπων που καταβάλλονται για το Θεό. Κατόπιν όμως κρύβει το πολύτιμο και ζωοποιό αυτό δώρο, ώστε και αν εργαζόμαστε όλες τις άλλες αρετές, να νομίζομε ότι δεν είμαστε τίποτε, για το λόγο ότι δεν κάναμε ακόμη συνήθεια την αγία αγάπη. Τότε λοιπόν, κυρίως ο δαίμονας του μίσους ενοχλεί τις ψυχές όσων αγωνίζονται, ώστε και εναντίον εκείνων που τους αγαπούν να σηκώνει μίσος, και μέχρι προδοσίας να φέρνει την καταστρεπτική ενέργεια του μίσους. Γι' αυτό περισσότερο πονεί η ψυχή με το να θυμάται την πνευματική αγάπη, χωρίς να μπορεί να την αποκτήσει με αίσθηση, γιατί υστερεί στους τέλειους ασκητικούς κόπους. Είναι ανάγκη λοιπόν, έστω και βιάζοντας τον εαυτό μας, να εργαζόμαστε την τέλεια αγάπη για να φτάσομε να την γευθούμε με κάθε αίσθηση και εσωτερική πληροφορία. Γιατί την τελειότητα της αγάπης κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα, παρά μόνο οι άγιοι που έφτασαν ως το μαρτύριο και την τέλεια ομολογία της πίστεως. Επειδή εκείνος που έφτασε ως το μαρτύριο, μεταβάλλεται ολόκληρος και ούτε για τροφή δεν έχει εύκολη την όρεξη· γιατί εκείνος που τρέφεται από τη θεία αγάπη, τι να επιθυμήσει πλέον από αυτόν τον κόσμο; Γι' αυτό και ο σοφότατος Παύλος, ο γεμάτος από πνευματική γνώση, μας αναγγέλλει την μέλλουσα απόλαυση των δικαίων από τη δική του πείρα και λέει: «Η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητό και ποτό, παρά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά που δίνει το Άγιο Πνεύμα»(Ρωμ. 14, 17)· και αυτά είναι ο καρπός της τέλειας αγάπης. Ώστε μπορούν να γεύονται εδώ συνεχώς την τέλεια αγάπη εκείνοι που προκόβουν στην τελειότητα. Τέλεια όμως κανείς δεν μπορεί να την αποκτήσει, παρά όταν καταποθεί η θνητότητα από τη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 4).
91. Μου διηγήθηκε κάποιος από εκείνους που αγαπούν αχόρταγα το Θεό, ότι επιθύμησε κάποτε να γνωρίσει φανερά την αγάπη του Θεού, και του το έδωσε με πολλή αίσθηση και εσωτερική πληροφορία ο Αγαθός. «Και τόσο πολύ αισθάνθηκα την ενέργειά της, είπε, ώστε η ψυχή μου να βιάζεται να βγει από το σώμα με μια ανέκφραστη χαρά και αγάπη και να μεταβεί στον Κύριο, σαν να αγνοεί αυτή την πρόσκαιρη ζωή». Εκείνος που έλαβε πείρα της τέτοιας αγάπης, και αν πάρα πολύ υβριστεί ή αδικηθεί από άλλον —γιατί συμβαίνει να έχει αυτός κάποιον να τον λυπεί— δεν οργίζεται εναντίον του, αλλά μένει σαν να είναι κολλημένος με την αγάπη στην ψυχή εκείνου που τον έβρισε ή τον αδίκησε. Εξάπτεται μόνο εναντίον εκείνων οι οποίοι ή καταδιώκουν τους φτωχούς ή απευθύνουν κατά του Θεού λόγους άδικους, όπως λέει η Γραφή(Ψαλμ. 74, 6), ή ζουν με άλλο κακό τρόπο. Γιατί εκείνος που αγαπά το Θεό πολύ παραπάνω από τον εαυτό του, ή μάλλον που δεν αγαπά πλέον τον εαυτό του, αλλά μόνο το Θεό, δεν μάχεται πλέον για τη δική του τιμή, αλλά μόνο θέλει να τιμάται η δικαιοσύνη Εκείνου, που τον τίμησε με αιώνια τιμή. Αυτό δεν το θέλει με μισή καρδιά, αλλά έχει αυτή τη διάθεση σαν συνήθεια, λόγω της πολλής πείρας της αγάπης του Θεού. Εκτός από αυτά, πρέπει να γνωρίζομε ότι εκείνος που με την ενέργεια της χάρης έχει τόση πολλή αγάπη, ξεπερνά και την πίστη κατά τον καιρό αυτής της θείας ενέργειας, επειδή από την πολλή αγάπη κρατά με αίσθηση καρδιάς Αυτόν, που τιμά με την πίστη. Αυτό το φανερώνει με σαφήνεια ο άγιος Απόστολος λέγοντας: «Τώρα μένουν αυτά τα τρία, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη. Το μεγαλύτερο όμως από αυτά είναι η αγάπη»(Α΄ Κορ. 13, 13). Γιατί εκείνος που —όπως είπα— κατέχει το Θεό με τον πλούτο της αγάπης, είναι τότε πολύ ανώτερος από την πίστη του, αφού βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον θείο πόθο.
92. Η μέτρια ενέργεια της αγίας γνώσεως μάς κάνει να λυπούμαστε πολύ όταν εξαιτίας κάποιου ερεθισμού υβρίσομε άλλον και τον κάνομε εχθρό μας. Γι' αυτό δεν παύει να κεντά τη συνείδησή μας μέχρις ότου με πολλή απολογία προς τον υβρισθέντα τον επαναφέρομε στην προηγούμενη διάθεση. Η τέλεια όμως ενέργεια της αγίας γνώσεως, και άδικα αν οργιστεί κάποιος κοσμικός άνθρωπος εναντίον μας, μας κάνει να εξετάζομε και να φροντίζομε πολύ γι' αυτό, επειδή οπωσδήποτε γινόμαστε εμπόδιο σε κάποιον που είναι στραμμένος στα παρόντα. Από αυτό και ο νους μας παύει τις πνευματικές θεωρίες· γιατί ο λόγος της γνώσεως, που είναι όλο αγάπη, δεν επιτρέπει στη διάνοια να απλωθεί για να συλλάβει τα θεία αντικείμενα της θεωρίας, αν προηγουμένως δεν επαναφέρομε στην αγάπη και εκείνον που οργίζεται άδικα εναντίον μας. Αν όμως εκείνος δεν θέλει να γίνει αυτό ή έχει απομακρυνθεί από τα μέρη που ζούμε, τότε η αγία γνώση μάς ωθεί να έχομε τη μορφή του προσώπου του στη ψυχή μας με απεριόριστη αγάπη, και έτσι στο βάθος της καρδιάς να εκπληρώσομε το νόμο της αγάπης. Γιατί έχει λεχθεί ότι πρέπει και τα πρόσωπα εκείνων που χωρίς λόγο οργίζονται εναντίον μας, να τα βλέπομε στη διάνοιά μας χωρίς οργή, όσοι θέλομε να έχομε γνώση Θεού. Και αν κάνομε αυτό, τότε όχι μόνον ο νους μας θα κινηθεί στη θεολογία χωρίς πλάνη, αλλά και στην αγάπη του Θεού θα ανέβει με μεγάλη παρρησία, τρέχοντας χωρίς εμπόδιο από τη δεύτερη βαθμίδα στην πρώτη.
93. Ο δρόμος της αρετής, σ' εκείνους που αρχίζουν να έχουν έρωτα για την ευσέβεια φαίνεται σκληρός και πολύ σκυθρωπός, όχι γιατί είναι πράγματι τέτοιος, αλλά γιατί η ανθρώπινη φύση ευθύς από τη γέννηση ζει και συναναστρέφεται μέσα στο πλάτος των ηδονών. Σ' εκείνους που μπόρεσαν να φτάσουν στο μέσο του δρόμου, φαίνεται ευχάριστος και ξεκούραστος, επειδή έχει υποταχθεί η κακία στην συνήθεια της αρετής και χάνεται μαζί με την ανάμνηση των παράλογων ηδονών. Γι αυτό η ψυχή στο εξής βαδίζει μ' ευχαρίστηση το δρόμο των αρετών. Για τούτο ο Κύριος, όταν μας προτρέπει στο δρόμο της σωτηρίας, στην αρχή λέει: «Πόσο στενός και δύσκολος είναι ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία! Και είναι λίγοι όσοι τον βρίσκουν»(Ματθ. 7, 14). Σ' εκείνους πάλι που με θερμή διάθεση αποφασίζουν την τήρηση των αγίων εντολών Του, λέει: «Ο ζυγός μου είναι ήπιος και το φορτίο μου ελαφρό»(Ματθ. 11, 30). Πρέπει λοιπόν από την αρχή του πνευματικού αγώνα να εργαζόμαστε με κάποια βία τις άγιες εντολές του Θεού, ώστε ο αγαθός Κύριος, βλέποντας το σκοπό και τον κόπο μας, να μας δώσει θέληση έτοιμη να υπηρετεί με πολλή ευχαρίστηση τα ένδοξα θελήματά Του. Γιατί ο Κύριος είναι που κάνει πρόθυμη τη θέληση(Παροιμ. 8, 35), ώστε με πολλή χαρά να εργαζόμαστε ακατάπαυστα το αγαθό. Τότε πράγματι θα αισθανθούμε ότι ο Θεός είναι αυτός που ενεργεί μέσα μας και το να θέλομε και το να ενεργούμε κατά τη θέλησή Του(Φιλιπ. 2, 13).
94. Όπως το κερί αν δεν ζεσταθεί και μαλαχθεί πολύ δεν μπορεί να δεχτεί τη σφραγίδα που βάζομε πάνω του, έτσι και ο άνθρωπος αν δεν δοκιμαστεί με κόπους και ασθένειες δεν μπορεί να λάβει τη σφραγίδα της αρετής του Θεού. Γι' αυτό ο Κύριος λέει στο θείο Παύλο: «Σου αρκεί η χάρη μου· γιατί η δύναμή μου ολοκληρώνεται στην ασθένεια». Και ο ίδιος ο Απόστολος καυχιέται με τα εξής λόγια: «Με πολλή ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχηθώ περισσότερο για τις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 12, 9). Αλλά και το βιβλίο των Παροιμιών γράφει: «Όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί· μαστιγώνει όποιον παραδέχεται παιδί Του»(Παροιμ. 3, 12). Ο Απόστολος λέγοντας «ασθένειες» εννοεί τις επιθέσεις των εχθρών του σταυρού, που συνεχώς συνέβαιναν και σ' αυτόν και σε όλους τους τότε αγίους, για να μην υπερηφανεύονται, όπως λέει ο ίδιος, εξαιτίας των υπερβολικών αποκαλύψεων(Β΄ Κορ. 12, 7)· αλλά μάλλον να μένουν με την ταπείνωση στην κατάσταση της τελειότητας, και με τους συχνούς εξευτελισμούς να διατηρούν τη δωρεά του Θεού με οσιότητα. Εμείς όμως τώρα όταν λέμε «ασθένειες», εννοούμε τους πονηρούς λογισμούς και τις σωματικές αρρώστιες. Τότε, επειδή τα σώματα των αγίων που αγωνίζονταν κατά της αμαρτίας παραδίνονταν σε θανατηφόρες πληγές και σε διάφορες άλλες κακοπάθειες, ήταν πολύ ανώτερα από τα πάθη που μπήκαν λόγω της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση. Τώρα όμως, επειδή πληθύνεται με τη χάρη του Κυρίου η ειρήνη των εκκλησιών, πρέπει να δοκιμάζονται οι αγωνιστές της ευσέβειας, στο σώμα με συνεχείς αρρώστιες και στην ψυχή με πονηρούς λογισμούς· και μάλιστα εκείνοι στους οποίους η πνευματική γνώση ενεργεί με κάθε αίσθηση και εσωτερική πληροφορία, για να αποφεύγουν κάθε κενοδοξία και κάθε υπερήφανη σκέψη και να μπορέσουν —καθώς είπα— να δεχτούν μέσα στις καρδιές τους με μεγάλη ταπείνωση τη σφραγίδα της θείας ωραιότητας, σύμφωνα μ' εκείνο που λέει ο Δαβίδ: «Τυπώθηκε επάνω μας Κύριε το φως του προσώπου Σου»(Ψαλμ. 4, 7). Πρέπει λοιπόν με ευχαριστία να υπομένομε το θέλημα του Κυρίου· και αυτό θα μας λογαριαστεί ως ένα δεύτερο μαρτύριο, τόσο οι συνεχείς αρρώστιες, όσο και η μάχη εναντίον των δαιμονικών λογισμών. Γιατί ο διάβολος που έλεγε τότε στους αγίους μάρτυρες μέσω των άνομων εκείνων αρχόντων να αρνηθούν το Χριστό και να επιθυμήσουν τη δόξα του βίου, στέκεται και τώρα και λέει τα ίδια στους δούλους του Θεού ακατάπαυστα. Αυτός που έκανε τότε να υποφέρουν τα σώματα των αγίων και κακοποιούσε υπερβολικά τους τιμημένους δασκάλους του Ευαγγελίου μέσω εκείνων που υπηρετούσαν τα διαβολικά εκείνα φρονήματα, ο ίδιος φέρνει και τώρα στους ομολογητές της ευσέβειας τα διάφορα παθήματα, με πολλές ύβρεις και εξευτελισμούς, όταν μάλιστα αυτοί βοηθούν για τη δόξα του Κυρίου με πολλή δύναμη τους φτωχούς που κακοπαθοϋν. Και γι' αυτό, είναι ανάγκη με βεβαιότητα και υπομονή να εργαζόμαστε το μαρτύριο της συνειδήσεώς μας ενώπιον του Θεού, όπως λέει ο Δαβίδ: «Περίμενα με πολλή υπομονή τον Κύριο, και μου έδειξε προσοχή»(Ψαλμ. 39, 2).
95. Η ταπεινοφροσύνη είναι κάτι που δύσκολα κανείς αποκτά, γιατί όσο μεγάλο πράγμα είναι, τόσο με πολλούς αγώνες κατορθώνεται. Όμως έρχεται με δύο τρόπους σ' εκείνους που μετέχουν στη θεία γνώση. Όταν δηλαδή ο αγωνιστής της ευσέβειας βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση της πνευματικής πείρας, τότε έχει κάπως ταπεινότερο το φρόνημα, ή λόγω ασθένειας του σώματος, ή εξαιτίας εκείνων που χωρίς λόγο εχθρεύονται όσους αγωνίζονται για τη δικαιοσύνη, ή εξαιτίας των πονηρών λογισμών. Όταν όμως ο νους με πολλή αίσθηση και πληροφορία καταφωτιστεί από τη θεία χάρη, τότε η ψυχή έχει την ταπεινοφροσύνη σαν φυσική· γιατί καθώς τρέφεται πλούσια από τη θεία αγαθότητα, δεν μπορεί πλέον να φουσκώνει στην έπαρση της φιλοδοξίας, ακόμη και αν εργάζεται ακατάπαυστα τις εντολές του Θεού, και μάλλον νομίζει τον εαυτό της κατώτερο απ' όλους, γιατί έχει έρθει σε κοινωνία με τη θεία επιείκεια. Η πρώτη εκείνη ταπεινοφροσύνη έχει συνήθως λύπη και στενοχώρια, ενώ η δεύτερη έχει χαρά και συστολή γεμάτη σοφία. Γι' αυτό —όπως είπα— η πρώτη έρχεται σ' εκείνους που βρίσκονται στο μέσο των αγώνων, ενώ η άλλη αποστέλλεται σ' εκείνους που πλησιάζουν την τελειότητα. Γι' αυτό η πρώτη πολλές φορές αλλοιώνεται από τις βιοτικές επιτυχίες, ενώ η άλλη, και αν της προσφέρουν όλες τις βασιλείες του κόσμου, δεν επηρεάζεται, ούτε αισθάνεται διόλου τα φοβερά βέλη της αμαρτίας. Γιατί αφού είναι ολόκληρη πνευματική, αγνοεί οπωσδήποτε τις σωματικές δόξες. Πρέπει όμως ο αγωνιστής με κάθε τρόπο να περάσει από την πρώτη για να φτάσει στη δεύτερη· γιατί αν η χάρη δε μαλακώσει προηγουμένως με την πρώτη το αυτεξούσιό μας, για να μας δοκιμάσει μέσω των παιδαγωγικών θλίψεων, δε μας χαρίζει τη μεγαλοπρέπεια της τέλειας ταπεινοφροσύνης.
96. Εκείνοι που αγαπούν τις ηδονές του βίου, φτάνουν στην αμαρτία από τους λογισμούς. Καθώς τους οδηγεί μια γνώμη χωρίς διάκριση, επιθυμούν όλες τις εμπαθείς σκέψεις τους να τις κάνουν λόγια άνομα και ασεβή έργα. Όσοι αντίθετα προσπαθούν να κατορθώσουν τον ασκητικό βίο, από τα σφάλματα έρχονται στους πονηρούς λογισμούς, ή σε πονηρά και επιβλαβή λόγια. Γιατί όταν οι δαίμονες δούνε τους ανθρώπους αυτούς να ακούν με ευχαρίστηση κατηγορίες για άλλους, ή να αργολογούν και να λένε λόγια που δεν αρμόζουν, ή να γελούν απρεπώς, ή να θυμώνουν υπερβολικά, ή να επιθυμούν την κούφια και μάταιη δόξα, τότε όλοι μαζί οπλίζονται εναντίον τους. Και μεταχειρίζονται κυρίως τη φιλοδοξία για πρόφαση της κακίας τους και μέσω αυτής σαν από σκοτεινή θυρίδα πηδούν και αρπάζουν τις ψυχές. Πρέπει λοιπόν εκείνοι που θέλουν να ζουν με όλες τις αρετές, να μην επιθυμούν τη δόξα, ούτε με πολλούς να αναστρέφονται, ούτε να βγαίνουν συχνά έξω, ή να κατηγορούν τους άλλους, και αν ακόμη οι κατηγορούμενοι είναι άξιοι της κατηγορίας, ούτε πολύ να μιλούν, και αν ακόμη μπορούν να λένε πάντοτε καλά. Γιατί η πολυλογία διασκορπίζει υπερβολικά το νου, και όχι μόνο τον κάνει αδρανή στην πνευματική εργασία, αλλά και τον παραδίνει στο δαίμονα της ακηδίας· αυτός πάλι, αφού τον εξασθενήσει υπέρμετρα, τον παραδίνει στους δαίμονες της λύπης και της οργής. Πρέπει λοιπόν πάντοτε να απασχολούμε το νου στην τήρηση των αγίων εντολών και στη βαθιά μνήμη του ένδοξου Κυρίου. Γιατί λέει η Γραφή: «Όποιος εφαρμόζει εντολή, δε θα γνωρίσει πονηρό λόγο»(Εκκλ. 8, 5), δηλαδή δεν θα ξεστρατίσει σε πονηρούς λογισμούς ή λόγους.
97. Όταν η καρδιά με έναν πόνο που καίει δέχεται τα τοξεύματα των δαιμόνων, ώστε να νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι πραγματικά βέλη, τότε η ψυχή μισεί με πόνο τα πάθη, καθώς βρίσκεται στην αρχή της καθάρσεως· γιατί αν δεν πονέσει πολύ για την αναίδεια της αμαρτίας, δε θα μπορέσει να χαρεί πλουσιοπάροχα για την αγαθότητα της αρετής. Εκείνος λοιπόν που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του, ας την φλογίζει διαρκώς με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού, αυτό μόνον έχοντας μελέτη και ακατάπαυστη εργασία. Δεν πρέπει άλλοτε να προσεύχονται κι άλλοτε όχι, εκείνοι που θέλουν να αποβάλουν τη σαπρότητά τους, αλλά πάντοτε να ασχολούνται με την προσευχή και τη φύλαξη του νου, ακόμη και όταν βρίσκονται έξω από τις εκκλησίες. Εκείνος που θέλει να καθαρίσει τον χρυσό, αν για λίγο αφήσει τη φωτιά να σταματήσει, σκληραίνεται πάλι το μετάλλευμα που καθαρίζει. Έτσι και εκείνος που άλλοτε θυμάται το Θεό και άλλοτε όχι, εκείνο που νομίζει ότι αποκτά με την προσευχή το χάνει με την απραξία. Το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αγαπά την αρετή είναι να αφανίζει πάντοτε, με τη μνήμη του Θεού, ό,τι γήινο υπάρχει στην καρδιά, ώστε σιγά-σιγά το κακό να αφανιστεί τελείως από τη φωτιά της μνήμης του αγαθού και η ψυχή να επανέλθει με μεγαλύτερη δόξα στη φυσική της λαμπρότητα.
98. Απάθεια δεν είναι το να μη μας πολεμούν οι δαίμονες —γιατί τότε θα έπρεπε να φύγομε από τον κόσμο, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 5, 10)— αλλά ενώ μας πολεμούν, να μένομε απολέμητοι. Οι σιδερόφρακτοι πολεμιστές τοξεύονται από τους αντιπάλους τους, ακούνε και τον ήχο του βέλους, ακόμη βλέπουν και τα βέλη που ρίχνουν εναντίον τους οι εχθροί, αλλά δεν τραυματίζονται λόγω της στερεότητας των πολεμικών ενδυμάτων τους. Αλλά εκείνοι μένουν απολέμητοι, επειδή είναι περιφραγμένοι από σιδερένια ενδύματα. Εμείς όμως, φορώντας την πανοπλία του αγίου φωτός και την περικεφαλαία της σωτηρίας και οπλισμένοι με όλα τα καλά έργα, ας διασπάσομε τις σκοτεινές φάλαγγες των δαιμόνων. Γιατί την καθαρότητα δεν τη φέρνει μόνο το να μην πράττομε τα κακά, αλλά το να καταστρέψομε ολότελα τα κακά με την επιμέλεια των καλών.
99. Όταν ο άνθρωπος του Θεού νικήσει όλα σχεδόν τα πάθη, δυο δαίμονες απομένουν που παλεύουν εναντίον του. Από αυτούς ο ένας ενοχλεί την ψυχή, και από τη μεγάλη αγάπη προς το Θεό την οδηγεί σ' ένα άκαιρο ζήλο, ώστε να μη θέλει κανέναν άλλο να αρέσει όπως αυτή στο Θεό. Ο άλλος πολεμεί το σώμα παρακινώντας το σε μια φλογερή επιθυμία συνουσίας. Αυτό συμβαίνει στο σώμα, από το ένα μέρος επειδή η ηδονή αυτή είναι μέσα στη φύση του για τη γέννηση παιδιών, κι έτσι εύκολα νικά· κι από το άλλο μέρος κατά παραχώρηση του Θεού. Όταν δει ο Κύριος κανένα αγωνιστή που ακμάζει με πλήθος αρετών, παραχωρεί κάποτε να καταμολύνεται από τον δαίμονα αυτόν, για να έχει αιτία να νομίζει τον εαυτό του χειρότερο απ' όλους τους ανθρώπους. Η ενόχληση από αυτό το πάθος ακολουθεί τα κατορθώματα, ή άλλοτε προηγείται, ώστε είτε πριν είτε μετά ενεργεί το πάθος, η ψυχή να φαίνεται αχρεία, όσο και αν είναι μεγάλα τα κατορθώματά της. Αλλά τον πρώτο δαίμονα θα τον πολεμήσομε με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και αγάπη, και τον δεύτερο με εγκράτεια, έλλειψη οργής και βαθιά μελέτη του θανάτου, για να αισθανόμαστε με τους τρόπους αυτούς ακατάπαυστα την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και να νικήσομε με τη χάρη τού Κυρίου και τα πάθη αυτά.
100. Όσοι γίναμε μέτοχοι της αγίας γνώσεως, πάντως θα δώσομε λόγο και για τους αθέλητους μετεωρισμούς μας, όπως λέει και ο θείος Ιώβ: «Επεσήμανες και κάθε τυχόν ακούσιο παράπτωμά μου»(Ιώβ 14, 17). Και αυτό είναι δίκαιο- γιατί αν δε σταματήσει κανείς την παντοτινή μνήμη του Θεού, και δεν παραμελήσει τις άγιες εντολές Του, δε θα πέσει ούτε σε εκούσιο, ούτε σε ακούσιο παράπτωμα. Πρέπει λοιπόν αμέσως και για τα ακούσια παραπτώματα να προσφέρομε θερμή εξομολόγηση στον Κύριο, δηλαδή για τις παραβάσεις του μοναχικού κανόνα (γιατί δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μην κάνει ανθρώπινα λάθη), μέχρις ότου πληροφορηθεί η συνείδησή μας μέσα σε δάκρυα αγάπης για τη συγχώρησή τους. «Γιατί αν ομολογούμε τις αμαρτίες μας —λέει η Γραφή— είναι αξιόπιστος και δίκαιος και θα συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία»(Α΄ Ιω. 1, 9). Πρέπει λοιπόν να προσέχομε αδιάκοπα το είδος της εξομολογήσεως, μήπως η συνείδησή μας ξεγελά τον εαυτό της, με το να νομίζει ότι αρκετά εξομολογήθηκε στο Θεό. Γιατί η κρίση του Θεού είναι πολύ ανώτερη από τη συνείδησή μας, ακόμη και αν κανείς, με κάθε εσωτερική πληροφορία, τίποτε δεν αισθάνεται για το οποίο να τον κατηγορεί η συνείδηση, καθώς ο σοφότατος Παύλος μάς διδάσκει λέγοντας: «Αλλά ούτε τον εαυτό μου δεν ανακρίνω· για τίποτα δε βρίσκω να με κατηγορεί η συνείδησή μου, αλλά η δικαίωσή μου δε βρίσκεται εδώ. Αυτός που με κρίνει είναι ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 4, 3-4). Γιατί αν δεν εξομολογηθούμε και γι' αυτά όπως πρέπει, θα δοκιμάσομε κάποιαν άγνωστη δειλία στην ώρα του θανάτου μας. Θα έπρεπε εμείς που αγαπούμε τον Κύριο, να προσευχόμαστε να βρεθούμε τότε χωρίς κανένα φόβο. Γιατί εκείνος που δοκιμάζει τότε φόβο, δε θα περάσει ελεύθερα από τους άρχοντες του ταρτάρου· γιατί αυτοί θα έχουν σαν συνήγορο της κακίας τους τη δειλία της ψυχής. Η ψυχή όμως που αισθάνεται αγαλλίαση με την αγάπη του Θεού κατά την ώρα του θανάτου, πηγαίνει πάνω από όλες τις σκοτεινές παρατάξεις μαζί με τους αγγέλους, πετώντας με τα φτερά της πνευματικής αγάπης, αφού έχει χωρίς κανένα κενό το πλήρωμα του νόμου, την αγάπη(Ρωμ. 13, 10). Γι' αυτό και κατά την παρουσία του Κυρίου, θα αρπαγούν μαζί με όλους τους αγίους εκείνοι που θα τελειώνουν τον βίο με τέτοια παρρησία, ενώ εκείνοι που και λίγο δειλιάζουν την ώρα του θανάτου, θα αφεθούν μαζί με το πλήθος των άλλων ανθρώπων, σαν υπόδικοι, για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως, και έτσι να δεχτούν την κληρονομιά που τους οφείλεται κατά τα έργα τους από τον αγαθό Θεό μας και βασιλιά Ιησού Χριστό. Γιατί Αυτός είναι ο Θεός της δικαιοσύνης και δικός Του είναι ο πλούτος της αγαθότητας της βασιλείας Του που δίνει σ' εμάς που τον αγαπούμε, σε όλους τους αιώνες. Αμήν.


Ερμηνεία του Αγ. Μαξίμου στη φράση του 100ου κεφ. 
«για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως». 
 Εκείνοι που απέκτησαν την τελειότητα της αγάπης προς το Θεό και ανύψωσαν την ψυχή με τις αρετές, θ' αρπαχτούν μέσα σε σύννεφα, κατά τον Απόστολο(Α΄ Θεσ. 4, 17), και δε θα υποστούν κρίση. Εκείνοι όμως που δεν απέκτησαν ολόκληρη την τελειότητα, αλλά έχουν αμαρτήματα μαζί με τα κατορθώματα, αυτοί έρχονται στο δικαστήριο της κρίσεως. Και εκεί, με την εξέταση των καλών και των κακών πράξεων, θα είναι σαν να φλογίζονται, και αν βαρύνει η πλάστιγγα των καλών πράξεων, καθαρίζονται από την κόλαση.
--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 310-325)