(Ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται με τον Κάλλιστο Αγγελικούδη)
81. Από τη φύση του, ο θεωρητικός βίος ολοκληρώνεται και γίνεται άμεμπτος με τα τρία τούτα· πίστη, φανερή μετοχή του Πνεύματος και γνώση της σοφίας. Γιατί η θεωρία, για να δώσομε τον ορισμό της, είναι γνώση των νοητών μέσα στα αισθητά· κάποτε είναι και γνώση ψιλών νοητών χωρίς αισθητό υπόβαθρο, πράγμα που συμβαίνει σ' εκείνους που προοδεύουν στα πνευματικά. Εδώ πλέον χρειάζεται η πίστη. Γιατί λέει: «Αν δεν πιστέψετε, δε θα κατανοήσετε»(Ησ. 7, 9).
Επίσης χρειάζεται και το Πνεύμα, αφού το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμα και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10). Γι' αυτό είπε ο θείος Ιώβ: «Η πνοή του Παντοκράτορα είναι που με διδάσκει»(Ιώβ 33, 4). Έπειτα φυσικά η θεία ενέργεια, η οποία αναβράζει, για να πω έτσι, μέσα στην καρδιά και ζει και κατά συνέπεια ζωοποιεί υπερκόσμια και συμπτύσσει άρρητα, συνάγοντας προς τον εαυτό της το νου και τον εμποδίζει από κάθε μετεωρισμό και του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει πανεύκολα τα θεία με γαλήνη και χαρά και πολλή ευχαρίστηση και παρηγορία και ακόμα με θεία αγάπη, και να στρέφεται σ' αυτά και να φαντάζεται το Θεό με πρωτόγνωρο τρόπο και ανάλογα να ευφραίνεται με Αυτόν με μεγαλύτερους αβάσταχτους έρωτες και αντίστοιχη αγαλλίαση. Χρειάζεται ακόμα και σοφία, όπως είπα.
Γιατί, κατά τη Γραφή, η σοφία θα φωτίσει το πρόσωπο του ανθρώπου(Εκκλ. 8, 1). Θα φωτίσει, για να μεταβεί εύκολα από την αίσθηση στη νόηση και να μεταβεί από τα αισθητά στα νοητά και θεία θεάματα και να δει τα απόρρητα με νοερή αποκάλυψη· θα φωτίσει, για να θεωρήσει εποπτικά και να φανταστεί με τρόπο ενοειδή τον υπερούσιο Θεό. Στ' αλήθεια, είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο Σου(Ψαλμ. 93, 12).
Γιατί αληθινά σοφός είναι εκείνος που φτάνει στην πίστη με την παιδαγωγία και διδάσκεται τα απόρρητα του Θεού με τη διδασκαλία του Πνεύματος. Είναι αλήθεια μεγάλο πράγμα ο σοφός που πορεύεται με την πίστη μέσα σε μιά υπερφυσική ένωση και κοινωνία του Πνεύματος, αφού πράγματι, όπως είπε κάποιος, τρία είναι τα ασύλληπτα· ο Θεός, ο Άγγελος και ο φιλόσοφος άνθρωπος. Έτσι και αυτός είναι άλλος, παράδοξος άγγελος πάνω στη γη, επόπτης οπωσδήποτε της ορατής κτίσεως και γνήσιος μύστης των θείων ακτίστων ενεργειών του Θεού, είτε προτιμά κανείς να πει δωρεών του Θεού, συλλαμβάνοντας κάπως και αυτό το αθέατο με κάθε τρόπο και φτάνοντας με μια άμεση προσέγγιση, κατά μίμηση των Αγγέλων, στην επίγνωση του Θεού.
Τέτοιος είναι σε αδρές γραμμές ο σοφός από πίστη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και έτσι είναι μακάριος. Θα μου ήταν αρκετά χωρίς αμφιβολία εκείνα που διηγείται στο ευαγγέλιό του ο ιερός Λουκάς περί του Κυρίου Ιησού, λέγοντας ότι ήταν απαλλαγμένος από ασχολίες, ώστε να ξεπερνά τη δύναμη και τα εγκώμια της σοφίας και της χάρης. Γιατί έτσι γράφει αυτός: «Ο Ιησούς προόδευε στην ηλικία και στη χάρη»(Λουκ. 2, 52), και αλλού ότι «μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά και γέμιζε από σοφία»(Λουκ. 2, 40).
Επειδή όμως θέλω να μιλήσω πιο φανερά γι' αυτά, θα παραθέσω κι αυτό που λέει σχετικά ο ιερός Σολομών προς το Θεό: «Όσα υπέροχα υπάρχουν στους ουρανούς, ποιος άνθρωπος τα εξιχνίασε; Ποιος γνώρισε τη βουλή Σου, παρά μόνο εκείνος στον οποίο Εσύ έδωσες σοφία και του έστειλες το Άγιό Σου Πνεύμα από τον ουρανό; Και έτσι επανορθώθηκαν οι δρόμοι της ζωής των ανθρώπων πάνω στη γη και οι άνθρωποι διδάχθηκαν τα αρεστά σε Σένα και σώθηκαν με τη σοφία Σου»(Σ. Σολ. 9, 16-19).
Βλέπεις σε ποιο βαθμό δυνάμεως φτάνει η σοφία με τη μετοχή του Πνεύματος; Και πόσο απομακρύνεται από τη σωτηρία εκείνος που δεν έλαβε σοφία και Πνεύμα από το Θεό και ούτε καθοδηγείται από άνθρωπο σοφό και μέτοχο του Πνεύματος; Και αν για το Σωτήρα, στον οποίο κατοίκησε όλο το πλήρωμα της Θεότητας(Κολ. 1, 19), έχουν γραφεί τα παραπάνω, και στη συνέχεια για όλο μαζί το ανθρώπινο γένος, δεν είναι δύσκολο να εννοήσομε πόσο χρειάζεται η σοφία και η βοήθεια του Πνεύματος, και πόσο έλεος και δύναμη και προκοπή έχει λάβει από τον φιλάνθρωπο Θεό ο πνευματικά σοφός που εξιχνιάζει τα ουράνια και προχωρεί στη γνώση της βουλής του Υψίστου, πράγμα εξαίσιο. Ας είναι.
Αλλά αφού είπαμε τόσα περί θεωρητικού, πρέπει τώρα να πούμε και περί θεωρίας και να την προβάλομε ξεχωριστά και να θρέψομε, ας πούμε, το λογιστικό του σοβαρού ακροατή. Πρέπει να πούμε και να μην οκνήσομε καθόλου. Αυτό διατάζει ο Θεός σε όλα τα λογικά όντα, να μεταδίδουν δηλαδή χωρίς φθόνο στους κατώτερους και να δέχονται ευλαβώς από τους ανώτερους, όσο μπορούν, τη θεία έλλαμψη και τα νοητά πράγματα· ενώ με αυτούς που είναι στην ίδια τάξη να συναναστρέφονται αδελφικά δίχως επίδειξη και να συνομιλούν περί των νοητών και του Θεού.
Έτσι όχι μόνο το ευθές και απαραπλάνητο θα λάμπει ολοφώτεινο στην Εκκλησία του ζώντος Θεού, αλλά και το άγιο και ωραιότατο πρόσωπο της αγάπης, που είναι το γνώρισμα των μαθητών του Χριστού(Ιω. 13, 35), θα ακτινοβολεί για πάντα στις καρδιές μας, εκχυμένο μέσα μας από το Άγιο Πνεύμα για να αγαπήσομε τέλεια και απλά το Θεό και τους ανθρώπους. Κι έτσι θα ζήσομε βίο αγγελικό και μακάριο και γλυκύτατο, ως εξαρτημένοι εντελώς από τη θεία και θεοποιό διπλή αγάπη, από την οποία εξαρτώνται όλος ο Νόμος και οι Προφήτες(Ματθ. 22, 40) και από την οποία γλυκύτερο πράγμα για την ψυχή δεν υπάρχει, και μάλιστα όταν έχει άμεση προέλευση από τη θεωρία και τη γνώση του Θεού και των θείων, δηλαδή από τη φωτιστική χάρη.
Εκείνος λοιπόν που έβαλε πολύ σωστά σκοπό και έργο του να ανεβεί στο Θεό, ώστε να ενωθεί μαζί Του κι έτσι να θεωθεί, δηλαδή να σωθεί —αφού χωρίς να θεωθεί ο νους δεν μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος, σύμφωνα με την απόφανση των ιερών Θεολόγων—, αυτός, μαζί βέβαια με την εφικτή εργασία των εντολών του Κυρίου, προχωρεί και στη θεωρία των όντων και των ορατών, κι έτσι ούτε την πράξη έχει τυφλή, αποκομμένη δηλαδή από τη θεωρία, ούτε τη θεωρία άψυχη, δηλαδή χωρίς την πράξη.
Τότε λοιπόν, με τη σοφία του λόγου και του νου και την ιερή γνώση των Γραφών, αρχίζει με μία αγαθή, όπως λένε, ορμή να ενατενίζει εύστοχα και λογικά τον κόσμο των αισθητών ως ένδειξη του άπειρα δυνατού και άπειρα σοφού Δημιουργού, και στη συνέχεια απολαμβάνει τα άπειρα κατά τη δύναμη και τη συνολική διαφορά —όσο βέβαια μπορεί ο ίδιος να τα πλησιάσει— και ο νους του τρέφεται μυστικά με τα μυστικά θεάματα.
Και με την πάροδο του καιρού, ζώντας τον αθόρυβο βίο στην ησυχία και περιοριζόμενος να φιλοσοφεί μόνο τα θεία μέσω της Γραφής και των ορατών, προσπαθεί όσο μπορεί να θεωρήσει πνευματικά την κτίση σύμφωνη με τη Γραφή, και τα σύμβολα με την αλήθεια, με δράση πιο ενωτική. Όταν γίνει αυτό, ο νους με την ευμένεια του προσκυνητού Πνεύματος και την αντίστοιχη ενέργειά Του υψώνεται στην όραση και τη γνώση της ιερής αλήθειας, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος, στο δεύτερο ιερό αναβαθμό της θεωρίας, για να πω γενικά, δηλαδή στα θεία θεάματα και νοήματα χωρίς σύμβολα και προκαλύμματα.
Έπειτα από αυτό, γυμνός κατά ένα τρόπο ο νους πλησιάζει γυμνά τα νοητά, αγωνιζόμενος να έχει μέσα του τις θείες φανερώσεις με την καθαρότητά του και την ανάτασή του προς το Θεό, σαν μέσα σε στιλπνότατο καθρέφτη λάμψεις φωτεινότερες και από τον ήλιο. Και αφού πάλι προχωρώντας τραφεί από τη χάρη με όσα του είναι εφικτό να πλησιάσει, προχωρεί στην τρίτη ας πούμε βαθμίδα, στην οποία τα πολλά και μακάρια εκείνα θεάματα και τις θείες ενέργειες τα ανάγει, με όραση πιο ενοειδή και συμπτυγμένη, από τις πολλές ετερότητες στον ανείπωτο έρωτα της αμετάβλητης και κρύφιας Μονάδας, μεταπλάθοντάς τα με όλη του τη νοερή αίσθηση σε φλόγα και σε εγκάρδιο και άληκτο θεουργικό έρωτα Θεού, καθοδηγούμενος στη θεωρία από το Πνεύμα που φωτίζει με την αλήθεια και την υπόμνηση(Ιω. 14, 26).
Και αυτή είναι, κατά τον μέγα πάλι Διονύσιο, η ενοειδής θεϊκή μέθεξη αυτού του ίδιου του Ενός, όσο είναι εφικτό. Με τέτοιους λοιπόν αναβαθμούς της τρισυπόστατης ενοειδούς μεθέξεως ανεβαίνοντας τρισμακάρια ο θεοφόρος και θεόφρων νους και απολαμβάνοντας τα αφόρητα βέλη μιας θείας βακχείας και τους μανικούς έρωτές της με σημάδια έκδηλα και φανερά και βλέποντας τον εαυτό του πληγωμένο από αγάπη(Άσμα 2, 5) και σαν να καίγεται φανερά από τη διάπυρη διάθεση, ενθουσιάζεται και πράγματι πέφτει σε έκσταση, γιατί εισήλθε με λαμπρό πρόσωπο στα μυστήρια της αποφατικής θεολογίας και απολαμβάνει, βλέποντας χωρίς όραση, το άναρχο και άπειρο και απεριόριστο, το αχώρητο και εντελώς ανέκφραστο και ολότελα ακατανόητο.
Και φαντάζεται σαν άπειρο και αδιάβατο πέλαγος την ουσία του Θεού που ξεπερνά κάθε έννοια χρόνου και φύσεως, σύμφωνα με κάποιο Θεολόγο. Και αυτό είναι, όπως πάλι λέει ο ιερός Διονύσιος, το συμπόσιο της θείας εποπτείας, που τρέφει νοητά και δίνει τη θέωση στον καθένα που υψώνεται σ' αυτήν, αρχίζοντας βέβαια από τη θεωρία και τη γνώση των όντων, όπως λέει ο ουρανοφάντορας αυτός, στο μέρος εκείνο που εξηγεί τα σύμβολα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Όπως και ο Μέγας Βασίλειος λέει τα εξής: «Όταν κανείς υπερβεί με τη θεωρία το κάλλος των ορατών και σταθεί μπροστά στον ίδιο το Θεό, του οποίου η θέα μόνο στις καθαρές καρδιές φανερώνεται, τότε αφού προκόψει στα ανώτερα της θεολογίας, μπορεί να γίνει και επόπτης των θείων». Και πάλι, για το ρητό του πνευματέμφορου Δαβίδ «Το πρωί θα σταθώ μπροστά Σου και θα εποπτεύσω»(Ψαλμ. 5, 4), ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Όταν θα σταθώ εμπρός Σου και πλησιάσω με το νου τη σχετική μ' Εσένα θεωρία, τότε θα λάβω την εποπτική ενέργεια με το φωτισμό της γνώσεως».
Τα όμοια επίσης μπορείς ν' ακούσεις να λέει και ο ιερός Μάξιμος, που φανερώνει ευθέως πόσο μεγάλη προκοπή προέρχεται από τη θεωρία και τη γνώση του Θεού μέσω της Γραφής και της κτίσεως. Και ότι από αυτό προέρχεται συνήθως ο φωτισμός της γνώσεως, με τον οποίο επιτυγχάνεται η "κατ' επιβολήν" μακάρια θέωση, πράγμα όσο ποτέ άλλοτε σπάνιο και δυσεύρετο στους ησυχαστές, επειδή λείπει, από ανενεργησία της χάρης, ο πεπειραμένος διδάσκαλος, όπως λέει ο κορυφαίος διδάσκαλος της ησυχίας άγιος Ισαάκ ο Σύρος στο λόγο που μιλά για την πνευματική αίσθηση και τη θεωρητική δύναμη.
Λέει και ο ιερός Μάξιμος: «Θεουργικά φώτα ονομάζομε τις διδασκαλίες των Αγίων, γιατί προξενούν φως γνώσεως και θεοποιούν εκείνους που πείθονται σ' αυτές». Σε αυτό συμφωνεί φανερά με τον πανίερο Διονύσιο που λέει: «Όσα άλλα θεουργικά φώτα, ακόλουθα με τις Γραφές, μας δώρησε αποκαλυπτικά η μυστική παράδοση των εμπνευσμένων οδηγών μας, σε αυτά και εμείς έχομε μυηθεί».
Και αλλού λέει: «Η θεία γνώση, εκείνους που τείνουν σ' αυτήν όπως είναι θεμιτό, τους ανυψώνει όσο τους αναλογεί και τους ενώνει μέσα στην ένωση της απλότητάς της». Και πάλι: «Κάθε φωτοφάνεια που έρχεται σ' εμάς από τον Πατέρα από αγαθότητα, μας ανυψώνει ως ενοποιός δύναμη κάνοντάς μας απλούς και μας επαναφέρει προς την ενότητα και τη θεοποιό απλότητα του συναγωγού Πατέρα. Γιατί από Αυτόν προέρχονται και Αυτόν έχουν σκοπό τους τα πάντα(Ρωμ. 11, 36)».
Κατανοείς, ότι εκείνος που τείνει στο Θεό με στροφή προς Αυτόν, δηλαδή με θεία θεωρία, αφού βρήκε με σοφία την απλότητά του μέσα στο Θεό, είτε από τα όντα ανεβαίνει και θεωρεί το Θεό, είτε από τη Γραφή —συμβολική ή οπωσδήποτε θεία—, ενώνεται με το Θεό και θεοποιείται, κι όχι μόνο αυτό, αλλά ονομάζεται και θεός;
Γιατί λέει πάλι ο Διονύσιος: «Όσα νοερά και λογικά όντα έχουν στραφεί με όλη τους τη δύναμη προς την ένωση με τη θεαρχική κρυφιότητα και υψώνονται ακατανόητα, όσο τους είναι εφικτό, προς τις θείες ελλάμψεις της, αυτοί με την κατά δύναμη μίμηση του Θεού, αν επιτρέπεται να πούμε, αξιώνονται να λέγονται και θεοί». Όπως και η θεολογική γλώσσα του Μεγάλου Γρηγορίου λέει φανερά: «Ο άνθρωπος είναι ζωντανή ύπαρξη που κυβερνιέται εδώ και μετατίθεται αλλού· τέλος του μυστηρίου αυτού είναι η θέωσή του με τη στροφή του προς το Θεό».
Και ο θείος Μάξιμος: «Η νοητή μορφή της θείας Γραφής μεταμορφώνει τους γνωστικούς με τη σοφία και τους οδηγεί στη θέωση καθώς, με τη μεταμόρφωση μέσα τους του λόγου, αυτοί αντανακλούν με ακάλυπτο πρόσωπο τη λαμπρότητα του Κυρίου(Β΄ Κορ. 3, 18)». Ο θεωρητικός βίος λοιπόν έχει ανάγκη από αυτά τα τρία, όπως προείπα· πίστη, μετοχή του Πνεύματος και γνώση της σοφίας, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
82. Ο θεωρητικός βίος, με τη βοήθεια του ζωοποιού Πνεύματος, γεμίζει μυστικά το θεωρό από πολλά και αξιοθαύμαστα νοητά θεάματα. Όχι βέβαια την ίδια στιγμή, ούτε όλα μαζί, αλλά με τον καιρό και μετά από μακρά ζωή φιλοσοφίας, επίσης και με κάποια τάξη και σαν κλιμακωτά. Και άλλοτε θα τον άκουγες να λέει, καθώς θεωρεί μέσα στην περίσσεια της ησυχίας και τη φυγή από όλα, πλην του Θεού: «Εγώ θα είμαι στη μόνωση ώσπου να φύγω»(Ψαλμ. 140, 10). Άλλοτε πάλι, για τη στροφή προς τη γνώση των όντων, να λέει: «Πόσο μεγαλειώδη είναι τα έργα Σου, Κύριε· όλα με σοφία τα δημιούργησες»!(Ψαλμ. 103, 24). Και: «Η οσμή των ενδυμάτων Σου είναι σαν οσμή αγρού γεμάτου, Κύριε, που Εσύ ευλόγησες»(Γεν. 27, 27).
Κάποτε, κάνοντας τον άνθρωπο να βλέπει υψηλότερα και οδηγώντας τον να υψώνεται σε νοητές αναβάσεις, τον παρακινεί να λέει προς το Θεό: «Θα τρέξω πίσω από την οσμή των μύρων Σου»(Άσμα 1, 4) και: «Θα σε δοξάσω, Θεέ μου, Βασιλιά μου, και θα ευλογήσω το όνομά Σου στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος. Είναι μέγας ο Κύριος και πολυδόξαστος και η μεγαλοσύνη Του δεν έχει πέρας»(Ψαλμ. 144, 1 και 3) και: «Η γνώση Σου είναι σε μένα θαυμαστή, υψηλή· δεν μπορώ να την υπομείνω»(Ψαλμ. 138, 6).
Σε άλλες περιπτώσεις, καθώς οι θεατές υψώνονται στην υπερούσια όραση, τους κάνει να υμνούν λέγοντας: «Συ Κύριε, είσαι ύψιστος στον αιώνα και το όνομά Σου μνημονεύεται από γενεά σε γενεά· έχεις αποδειχθεί ασύγκριτα ανώτερος από κάθε άλλο νομιζόμενο θεό»(Ψαλμ. 101, 13· 96, 9). Άλλοτε, τους κάνει να διακηρύσσουν με έντονη αποφατική έκφραση: «Δεν υπάρχει όμοιός Σου, Κύριε, ανάμεσα στους ψευδοθεούς, δεν υπάρχει κανείς με έργα σαν τα δικά Σου»(Ψαλμ. 85, 8).
Ακόμη, ο θεωρητικός βίος δείχνει, σε όσους θεωρούν πνευματικά, το όρος της γνώσεως και τον άγιο τόπο του Θεού, όπου ανεβαίνουν και στέκονται οι αθώοι στα χέρια και καθαροί στην καρδιά(Ψαλμ. 23, 3-4), αλλά τους αξιώνει να δουν και ανυψώσεις μέχρι τους ουρανούς και καταβάσεις μέχρι τις αβύσσους(Ψαλμ. 106, 26), δηλαδή τα υψηλά και τα βαθιά μυστήρια του Πνεύματος.
Κάποτε κάνει το νου να σταθεί θαυμαστά στην προσωπική θέα της Τριάδος· άλλοτε τον απασχολεί έκπληκτο στη θεωρία του Ιησού και της ένσαρκης οικονομίας Του και των θαυμαστών μυστηρίων που την ακολουθούν. Αλλά και τότε, ύστερα από τα πολλά και μακάρια θεάματα, δεν τον εγκαταλείπει στη θεωρία, αν δεν τον εισαγάγει φωτισμένο και σε αυτούς ακόμα τους κόλπους του Θεού με παράδοξο τρόπο —τί εξαίσια χάρη!—, σε μιά αληθινή κατάπαυση και ανέκφραστη ανάπαυση και υπερφυσική πνευματική τρυφή, για να μην πω μέθη, των αγαθών του Θεού και σε υψηλότερη έκσταση.
Στους κόλπους εκείνους τους υπερευλογημένους, που έχουν πολύ βάθος θείων μυστικών και προσεγγίζουν επαρκώς την αίσθηση της υπερουσιότητας του Θεού. Τους οποίους κόλπους έλαβε ο Αβραάμ ως κληρονομία από το Θεό, όταν και αυτός ο Θεός έγινε κλήρος του Αβραάμ, σύμφωνα με το: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ»(Γεν. 26, 24). Αφού λοιπόν ο Θεός είναι κατεξοχήν Θεός του Αβραάμ, ακολούθως και οι κόλποι του Θεού είναι κόλποι του Αβραάμ(Λουκ. 16, 22).
Στους κόλπους λοιπόν του Θεού, ή αν θέλει κανείς να πει στους κόλπους του Αβραάμ, υψώνει και εισάγει με όλη την απλότητα και με υπερβολική αγαπητική ευφροσύνη και θεώνει πραγματικά και κάνει μακάριο με χαρά και ανέκφραστη σφοδρή ευχαρίστηση ο θεωρητικός βίος, με τη χάρη του Πνεύματος, το νου που δέχτηκε σοφία και μελετά όσο μπορεί περισσότερο να βλέπει άνω, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
83. Επειδή τόσο η κτίση, όσο και η Γραφή έχουν αναχθεί στην απλότητά τους με το λόγο του Θεού, κι όταν θεωρούνται πνευματικά στηρίζουν το νου και όλες τις δυνάμεις του στην εποπτεία και κατανόηση του Θεού, με προηγούμενη ενέργεια και κίνηση του Πνεύματος στην καρδιά, ο ιερός Δαβίδ μας διδάσκει(Ψαλμ. 32, 5-6) με εξαιρετική σοφία, πότε με το λόγο του Κυρίου στηρίζονται οι Νόες (που τους αποκαλεί ουρανούς) και όλη η δύναμή τους με την πνοή του στόματός Του, και πότε φαίνεται η νοητή γη, δηλαδή η καρδιά μας, να είναι γεμάτη από έλεος, δηλαδή από την πνευματοκίνητη δύναμη και ενέργεια και κίνηση, με αίσθηση και ευκρίνεια.
Προτού όμως αισθανθεί ο νους την ενέργεια και τη δύναμη και την κίνηση αυτή μέσα στην καρδιά, όχι μόνο δε θα αποκτήσει τη στερεότητα από τη θεωρητική και πνευματική μελέτη της κτίσεως και της θείας Γραφής και τη συναγωγή όσων περιέχουν σε ένα λόγο, αλλά υπάρχει και μέγιστος φόβος μήπως τυχόν σχηματίσει εσφαλμένες φαντασίες και χαθεί.
Γι' αυτό λοιπόν, αν μέλλομε να κάνομε ασχολία μας τη θεωρία του Θεού από τη Γραφή και την κτίση, συμπτύσσοντας με τρόπο ενοειδή και μονοειδή τους πολλούς λόγους και τα θεωρήματα των όντων σε ένα λόγο κι ένα πνεύμα και βλέποντας ενοειδή, απλή και άμορφη θεωρία μέσα σε απεριοριστία και απειρία και αναρχότητα, ας προσπαθήσομε πρωτύτερα να βρούμε το θησαυρό της καρδιάς μας μέσα μας κι ας ικετεύσομε τον Άγιο Θεό να γεμίσει τη γη μας από το έλεός Του.
Και τότε με όλη μας τη δύναμη ας αφήσομε να υψωθεί ελεύθερα ο νους μας για κατανόηση του Θεού ενοειδή, μονοειδή, απλή, άμορφη, αιώνια, άπειρη και απεριόριστη, με τη θεωρία και με τη βοήθεια του Λόγου και του Πνεύματος.
84. Όταν, ενώ ο άνθρωπος με ειλικρινείς και απλές τις διαθέσεις της ψυχής του διανύει το δρόμο της αρετής με αρετές και φρόνημα ταπεινό και υπομονή και με την ελπίδα που δίνει η πίστη, επιδημήσει στην καρδιά η ζωοποιός και αστείρευτη δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καταφωτίζοντας τις δυνάμεις της ψυχής, κινούμενη ολοφάνερα σύμφωνα με τη φύση Του ως Παρακλήτου, και προσκαλεί το γρηγορότερο προς τον εαυτό της το νου, που είναι σε ενέργεια, και ενώνεται ανέκφραστα με αυτόν, ώστε πια να είναι πράγματι ο νους και η χάρη ένα πνεύμα, τότε βέβαια ο νους, αυθόρμητα και βοηθούμενος από την πνοή της χάρης, φτάνει στη θεωρία, αφού δηλαδή σταματήσει άρρητα τη μέχρι τότε περιφορά και περιπλάνησή του με την ενέργεια και το φως του ζωοποιού Αγίου Πνεύματος, και φοιτά σε αποκαλύψεις θείων μυστηρίων νοητών.
Και με σιωπή αδιατάρακτη για όλα, με βλέμμα που ταιριάζει στη φύση του, φτάνει να εισδύσει σε υπερφυσικά ανείπωτα μυστήρια. Και ο δεχόμενος την ενέργεια του Θεού μέσω του Αγίου Πνεύματος τόσο περισσότερο θεωρεί και γίνεται θεόληπτος και υψώνεται κατά τη δύναμή του προς τη θέα του Θεού με επιστήμη των θείων, ερανισμένη από ιερά αναγνώσματα, όσο αντίστοιχα απομονώνεται με ταπείνωση και προσευχή.
Τότε λοιπόν ούτε και από τη θεολογία δεν είναι έξω, αλλά είναι συγχρόνως και θεολόγος και δεν ανέχεται να μη θεολογεί, και μάλιστα διαρκώς. Χωρίς όμως την ουράνια δωρεά που αναφέραμε και χωρίς το Πνεύμα να πνέει αεικίνητα και ευκρινώς στην καρδιά, αλοίμονο, όσα βλέπει ο νους είναι φαντασίες και όσα θεολογεί είναι λόγια μάταια που σκορπίζονται στον αέρα, χωρίς να διεγείρουν το αισθητήριο της ψυχής όπως πρέπει, γιατί προέρχονται από την ακοή και από λόγια που άρχονται απέξω.
Από εδώ βρήκε είσοδο η πάνδεινη πλάνη των νοητών και της ίδιας της θεολογίας, πολύ κακώς, γιατί δεν προέρχονται από καρδιά στην οποία ενεργεί το φωτιστικό Πνεύμα, στο οποίο βρίσκεται η ενοειδής και αμετάβλητη αλήθεια της θεολογίας γενικά. Γιατί σε καρδιά όπου δεν είναι παρούσα φανερά και αστείρευτα η ζωοποιός και φωτιστική δύναμη και ενέργεια του Πνεύματος, είτε πνέοντας θέλει κανείς να πει, είτε ρέοντας, εκεί δεν υπάρχει νοερή ένωση, αλλά μάλλον διαίρεση· ούτε δύναμη και στάση, αλλά αδυναμία και μεταβλητότητα· ούτε επίσης φως και όραση της αλήθειας, αλλά μάλλον σκότος και τυχαία πλάσματα της φαντασίας και γενικά οδός πλάνης και αλογίας.
Γιατί, κατά τους Πατέρες, από τρεις τάξεις ή οδούς μπορεί να περάσει ο νους, δηλαδή τη φυσική, την υπερφυσική και την παρά φύση. Όταν ο νους θεωρεί κάποιο νοητό μέσα σ' ένα υποκείμενο, τότε βλέπει κατά φύση, αλλ' όμως με υπερφυσική ενέργεια του Πνεύματος. Όταν βλέπει υποστατικά και όχι σε υποκείμενο, π.χ. δαίμονα τυχόν ή Άγγελο, αν ο νους εχει γίνει ένα ειρηνικά και η λάμψη του Πνεύματος αναρριπίζεται εντονότερη, τότε βλέπει υπερφυσικά και συνεπώς χωρίς πλάνη· αν όμως βλέποντας τα ορατά ο νους διαιρείται και σκοτεινιάζει και σβήνει η ζωοποιός δύναμη, τότε βλέπει παρά φύση κι εκείνη η όραση είναι της πλάνης.
Γι' αυτό δεν πρέπει ν' ανυψώνομε το νου στην πνευματική όραση υποστατικά, ούτε να πιστεύομε καθόλου στην όραση αν η καρδιά δε δέχεται την ενέργεια, όπως προαναφέραμε, και δεν κινείται από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, αν θέλομε να έχομε το νου μας υγιή και φρόνιμο.
85. Μερικοί προσπαθούν, και πράττουν πολύ καλά, να θεραπεύσουν τη φλόγωση των παθών τους με την ουράνια δροσιά της χάρης· γι' αυτούς έχει γραφεί: «Η δροσιά που μας στέλνεις Εσύ είναι η θεραπεία μας»(Ησ. 26, 19). Σε άλλους πάλι, αυτή η δροσιά, ενωμένη με κάπως μεγαλύτερη θεία βοήθεια, μεταβάλλεται σε μάννα και σαν άλλο σιτάρι γίνεται ψωμί, καθώς αλέθεται με την ταπείνωση της καρδιάς και πλάθεται με το νερό των δακρύων και ψήνεται στη φωτιά της πνευματικής γνώσεως.
Και τούτο της συμβαίνει ταιριαστά και πολύ δίκαια, και γίνεται τροφή όμοια με των Αγγέλων. Γι' αυτούς δικαιολογημένα έχει γραφεί: «Ο άνθρωπος έφαγε άρτο Αγγέλων»(Ψαλμ. 77, 25). Είναι και άλλοι που, κατά μία υψηλότερη πρόοδο, η φύση τους έχει γίνει και φαίνεται καθαρά ως μάννα. Γι' αυτούς τα Ευαγγέλια λένε: «Ό,τι γεννήθηκε από το Πνεύμα είναι πνεύμα»(Ιω. 3, 6). Η πρώτη τάξη είναι των σοφών ησυχαστών, η δεύτερη εκείνων που ασκούν επιπλέον σιωπή μαζί με τη θεία γνώση, και η τρίτη όσων έφτασαν στην καθολική απλότητα και δέχτηκαν τη θεία αλλοίωση με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.