Δεχόμενος τα πολύτιμα γράμματά του, δέχτηκα κοντά μου τον ίδιο τον θεοφρούρητο κύριό μου· ο οποίος είναι πάντοτε παρών πνευματικά και καθόλου δεν μπορεί να λείπει, αλλά εξαιτίας του πλούτου της αρετής του δεν αποφεύγει να επικοινωνήσει με τους δούλους του, μιμούμενος το Θεό, σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στην ανθρώπινη φύση. Γι' αυτό, αφού θαύμασα τη μεγάλη του συγκατάβαση, ανέμιξα το φόβο μου πρός αυτόν μαζί με πόθο, και σχημάτισα από τα δύο —το φόβο και τον πόθο— μία αγάπη, που αποτελείται από συστολή και εύνοια.
Κι αυτό, για να μη γίνει μήτε μίσος ο φόβος, με το να γυμνωθεί από τον πόθο, μήτε καταφρόνηση ο πόθος, με το να μην είναι ενωμένος με το φρόνιμο φόβο· αλλά ν' αποδειχθεί η αγάπη ένας εσωτερικός νόμος γεμάτος στοργή που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, υποτάσσοντας το μίσος με την εύνοια, και απομακρύνοντας την καταφρόνηση με τη συστολή.


Αυτόν ακριβώς, εννοώ το φόβο, επειδή κατάλαβε ο μακάριος Δαβίδ ότι συγκρατεί περισσότερο απ' όλα τη θεία αγάπη, λέει: «ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός και μένει αιώνια». Ήξερε δηλαδή ότι αυτός είναι διαφορετικός από εκείνον που προκαλείται από το δέος της τιμωρίας των αμαρτημάτων. Γιατί τούτος εκδιώκεται και αφανίζεται ολότελα από την παρουσία της αγάπης, όπως δείχνει ο μέγας ευαγγελιστής Ιωάννης, λέγοντας κάπου στους λόγους του: «η αγάπη διώχνει το φόβο»· ενώ ο προηγούμενος φόβος είναι φυσικό χαρακτηριστικό του νόμου της αληθινής στοργής, και με τη συστολή εξασφαλίζει στους αιώνες για τους αγίους το θέσπισμα και την εκδήλωση της αγάπης ολότελα αδιάφθορα προς το Θεό και μεταξύ τους.

Συγκερνώντας λοιπόν, όπως είπα, το φόβο μου πρός τον κύριό μου με τον πόθο, φύλαξα μέχρι σήμερα αυτόν το νόμο της αγάπης. Έτσι εμποδιζόμουν να γράψω από τη συστολή, για να μη βρει τόπο η καταφρόνηση· η εύνοια πάλι μ' έσπρωχνε στο να γράφω, για να μη θεωρηθεί μίσος η τέλεια αποφυγή να γράψω. Γράφω λοιπόν, επειδή διατάζομαι να το κάνω, όχι όσα σκέφτομαι εγώ, αλλά όσα θέλει ο Θεός και παρέχει με τη χάρη Του ώστε να προκύψει ωφέλεια. Γιατί το θέλημα του Κυρίου, όπως λέει ο Δαβίδ, παραμένει στους αιώνες, και οι λογισμοί της καρδιάς Του σε γενεά και γενεά. Θέλημα του Θεού και Πατέρα ίσως είπε την απόρρητη κένωση του μονογενούς Υιού για τη θέωση της φύσεώς μας, μέσα στην οποία περιορίζει το πέρας όλων των αιώνων. Και λογισμούς της καρδιάς Του ίσως είπε τους λόγους της πρόνοιας και της κρίσεως, σύμφωνα με τους οποίους διευθύνει σοφά και την παρούσα ζωή μας και τη μέλλουσα, σαν κάποιες ξεχωριστές γενεές, προσδίδοντας κατάλληλα στην κάθε μία τον τρόπο ενέργειας που της αρμόζει.
Εφόσον τώρα έγο του θείου θελήματος είναι η θέωση της φύσεώς μας, και σκοπός των θείων λογισμών είναι η οδήγηση στο τέλος του του σκοπού της ζωής μας, άρα συμφέρει να γνωρίσομε τη δύναμη της Προσευχής του Κυρίου και να την κάνομε πράξη, και έπειτα να την εκθέσομε γραπτώς όπως πρέπει. Κι αφού μάλιστα ο κύριός μου αυτήν την προσευχή θυμήθηκε γράφοντας σ' εμένα το δούλο του παρακινημένος από το Θεό, αυτήν θα κάνω κι εγώ αναγκαστικά θέμα των λόγων μου, και παρακαλώ τον Κύριο που μας δίδαξε αυτή την προσευχή, να ανοίξει το νου μου για να κατανοήσω τα μυστήρια που αυτή περιέχει, και να μου δώσει τον κατάλληλο λόγο για να τα εκφράσω με σαφήνεια. Γιατί η προσευχή αυτή με τρόπο συνοπτικό περιέχει κρυμμένο μυστικά όλο το σκοπό όσων αναφέρθηκαν, ή, για να κυριολεκτήσω, τον κηρύττει καθαρά σ' εκείνους που έχουν δεκτικό νου. Η προσευχή αυτή περιέχει αίτηση όλων όσα προξένησε με την κένωσή Του κατά τη σάρκωση ο Λόγος του Θεού και διδάσκει να επιδιώκομε εκείνα τα αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός και Πατέρας, μέσω της φυσικής μεσιτείας του Υιού, χορηγεί αληθινά με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή μεσίτης Θεού και ανθρώπων —κατά τον θείο Απόστολο— είναι ο Κύριος Ιησούς, καθώς με τη σάρκωσή Του φανερώνει στους ανθρώπους τον Πατέρα που αγνοούσαν, και στον Πατέρα φέρνει μέσω του Πνεύματος τους ανθρώπους συμφιλιωμένους με Αυτόν, για χάρη της σωτηρίας των οποίων έγινε άνθρωπος χωρίς να υποστεί μεταβολή. Και έγινε διδάσκαλος και αυτουργός πολλών νέων μυστηρίων, τόσων ώστε δεν μπορεί ποτέ ο λόγος να τα συλλάβει στο πλήθος και το μέγεθός τους. Από αυτά, φαίνεται πως δώρισε με εξαιρετική μεγαλοδωρία στους ανθρώπους εφτά, γενικότερα από τα άλλα, κι αυτών τη δύναμη, καθώς είπα, περιέχει μυστικά ο σκοπός της προσευχής. Αυτά είναι: θεολογία, υιοθεσία με τη χάρη, ισοτιμία προς τους αγγέλους, μετοχή στην αιώνια ζωή, αποκατάσταση της φύσεως που στρέφεται απαθώς στον εαυτό της, κατάλυση του νόμου της αμαρτίας και κατάργηση της τυραννίας του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη. Ας εξετάσομε λοιπόν την αλήθεια των λεγομένων.

Θεολογία διδάσκει ο Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή Του, καθώς φανερώνει στον εαυτό Του τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Γιατί όλος ο Πατέρας και όλο το Άγιο Πνεύμα ήταν κατά την ουσία σε όλο τελείως τον Υιό και κατά τη σάρκωσή Του, χωρίς Αυτοί να σαρκωθούν, αλλά ο μεν Πατέρας ευδοκούσε, το δε Πνεύμα συνεργούσε με τον Υιό που δεχόταν ο ίδιος τη σάρκωση, αφού βέβαια ο Λόγος εξακολούθησε να έχει Νου και Ζωή, μη χωρώντας σε απολύτως τίποτε άλλο κατά την ουσία Του, παρά μόνο στον Πατέρα και το Πνεύμα, και πραγματοποιώντας την υποστατική Του ένωση με τη σάρκα από αγάπη προς τον άνθρωπο.

Υιοθεσία παρέχει, χαρίζοντας την υπέρ φύση ουράνια γέννηση και συνθέωση με τη χάρη του Πνεύματος. Αυτό που φυλάγει κατά Θεόν και διατηρεί την υιοθεσία, είναι η προαίρεση εκείνων που έλαβαν αυτή τη γέννηση, η προαίρεση που δέχεται με ειλικρινή διάθεση τη χάρη που δόθηκε και που ομορφαίνει πιο πολύ με την επιμελή εργασία των εντολών το κάλλος που δόθηκε κατά χάρη. Αυτή με την αποβολή των παθών οικειοποιείται τόσο πολύ τη θεότητα, όσο ο Λόγος του Θεού με την εκούσια κένωσή Του από την υψηλή δόξα Του κατ' οικονομίαν έγινε αληθινά άνθρωπος. Έκανε τους ανθρώπους ισότιμους με τους αγγέλους, όχι μόνον επειδή με το αίμα του σταυρού Του ειρηνοποίησε τα επίγεια και τα επουράνια και καταργώντας τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ ουρανού και γης, έδειξε πώς υπάρχει μία σύναξη των επιγείων και των ουρανίων δυνάμεων για τη [διανομή] των θείων δώρων, καθώς η ανθρώπινη φύση γεμάτη αγαλλίαση με μία κοινή θέληση συμψάλλει με τις ουράνιες δυνάμεις τη δόξα του Θεού· αλλά κι επειδή, μετά την εκπλήρωση τής για χάρη μας οικονομίας, καθώς αναλήφθηκε στους ουρανούς μαζί με το σώμα που είχε προσλάβει, ένωσε μέσω του εαυτού Του τη γη με τον ουρανό και σύναψε τα αισθητά με τα νοητά και έδειξε μια την κτιστή φύση, που παρά τις ακρότητες των μερών της, είναι ενωμένη με τον εαυτό της με την αρετή και την επίγνωση της πρώτης Αιτίας. Έδειχνε νομίζω, με όσα κατά μυστικό τρόπο επιτελούσε, ότι ο λόγος είναι η ένωση των διαιρεμένων, ενώ η αλογία διαίρεση των ενωμένων. Ας μάθομε επομένως, να επιδιώκομε τη λογοποίηση με την πρακτική αρετή, για να μην ενωθούμε μόνο με τους αγγέλους μέσω της αρετής, αλλά και με το Θεό μέσω της γνώσεως, κατά την απομάκρυνσή μας από τα όντα.

Μεταδίδει θεία ζωή κάνοντας τον εαυτό Του τροφή μας, όπως γνωρίζει Αυτός και όσοι έλαβαν απ' Αυτόν αυτή τη νοερή αίσθηση, ώστε με τη γεύση αυτής της τροφής να μάθουν αληθινά με επίγνωση, ότι ο Κύριος είναι αγαθός και μεταδίδει θεία ποιότητα προς θέωση σ' όσους τον τρώνε, αφού ολοφάνερα και είναι και ονομάζεται άρτος ζωής και δυνάμεως.

Αποκαθιστά τη φύση στον εαυτό της, όχι μόνο γιατί όταν έγινε άνθρωπος κράτησε τη διάθεσή του απαθή και ειρηνική απέναντι στην ανθρώπινη φύση, χωρίς ούτε απέναντι των σταυρωτών Του να σαλευθεί στο ελάχιστο, αλλά αντίθετα μάλλον, προτίμησε το θάνατο για χάρη τους αντί τη ζωή,πράγμα που δείχνει ότι το πάθος ήταν εκούσιο, γιατί επικυρώνεται από τη φιλάνθρωπη διάθεση του πάσχοντος. Αλλά και γιατί κατάργησε την έχθρα καρφώνοντας πάνω στο σταυρό το χειρόγραφο της αμαρτίας, για το οποίο η φύση είχε αδιάλλακτο πόλεμο εναντίον του εαυτού της, και αφού κάλεσε κι εκείνους που ήταν μακριά και εκείνους που ήταν κοντά, δηλαδή τους Ιουδαίους που είχαν το Νόμο και τους εθνικούς, γκρέμισε το μεσότοιχο που τους χώριζε, δηλαδή αποσαφήνισε τις εντολές του Νόμου με τη διδασκαλία Του, και έκτισε από τους δύο ένα καινούργιο άνθρωπο, φέρνοντας ειρήνη και συμφιλιώνοντάς μας μέσω του εαυτού Του με τον Πατέρα και μεταξύ μας, ώστε να μην έχομε πλέον προαίρεση που να αντιστέκεται στη λογική μας φύση, άλλ' όπως στη φύση, έτσι και στην προαίρεση να είμαστε αμετάβλητοι.

Καθαρίζει τη φύση από το νόμο της αμαρτίας, γιατί δεν επέτρεψε να προηγηθεί ηδονή στη γέννησή Του, που έγινε για χάρη μας. Γιατί η σύλληψή Του έγινε παραδόξως χωρίς σπορά, και η γέννηση υπέρ φύση χωρίς φθορά της παρθενίας. Στερέωσε δηλαδή ο γεννηθείς Θεός στη μητέρα Του, αντίθετα από τη φύση, τα δεσμά της παρθενίας με τη γέννησή Του, και ελευθέρωσε όλη τη φύση από την εξουσία του νόμου που κυριαρχούσε πάνω της· αυτό βέβαια ισχύει για όσους θέλουν να μιμούνται με τη νέκρωση των γήινων μελών τους τον εκούσιο θάνατό Του. Γιατί το μυστήριο της σωτηρίας είναι για κείνους που το θέλουν, και δεν επιβάλλεται τυραννικά.

Καταργεί την τυραννία του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη, προβάλλοντας τη σάρκα που είχε νικηθεί στον Αδάμ σαν όπλο εναντίον του και νικώντας τον. Έτσι έκανέ τη σάρκα, που πριν είχε συλληφθεί και θανατωθεί, να συλλάβει αυτόν που την είχε συλλάβει και ν' αφανίσει με το φυσικό θάνατό της τη ζωή του· σ' αυτόν μεν έγινε δηλητήριο, για να εμέσει όλους όσους κατάπιε έχοντας επικρατήσει με τη δύναμη του θανάτου που διέθετε, στο δε γένος των ανθρώπων έγινε ζωή, που ωθεί σαν προζύμι προς ανάσταση ζωής όλη την ανθρώπινη φύση, για χάρη της οποίας κυρίως ο Λόγος, όντας Θεός, έγινε άνθρωπος —πράγμα και άκουσμα όντως παράδοξο— και καταδέχθηκε θεληματικά το θάνατο της σάρκας Του.

Όλων αυτών, όπως είπα, περιέχει αίτηση η Κυριακή Προσευχή. Γιατί αναφέρει τον Πατέρα και το όνομά Του και τη βασιλεία Του. Και πάλι παρουσιάζει τον προσευχόμενο ότι είναι κατά χάρη γιος αυτού του Πατέρα. Ζητεί ν' αποκτήσουν ένα θέλημα όσοι είναι στον ουρανό και στη γη. Προστάζει να ζητούμε τον επιούσιο άρτο. Νομοθετεί στους ανθρώπους τη συμφιλίωση και, με την παροχή και αίτηση συγχωρήσεως μεταξύ τους, συνδέει την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της, ώστε να μην χωρίζεται με τη διαφορά της γνώμης. Επίσης διδάσκει να προσευχόμαστε να μην μπούμε σε πειρασμό, επειδή αυτός είναι ο νόμος της αμαρτίας. Και μας συμβουλεύει να λυτρωθούμε από τον πονηρό. Έπρεπε Αυτός, ο δημιουργός και δωρητής των αγαθών, να είναι και δάσκαλος σε μαθητές που πιστεύουν σ' Αυτόν και μιμούνται την κατά σάρκα ζωή Του, δίνοντάς τους ως υποθήκες ζωής τα λόγια αυτής της προσευχής, με τα οποία φανέρωνε σ' αυτούς τους απόκρυφους θησαυρούς της γνώσεως και της σοφίας που υπάρχουν κατ' είδος σ' Αυτόν, διεγείροντας προς την απόλαυσή τους την επιθυμία των προσευχομένων. Γι' αυτό, νομίζω, ονόμασε προσευχή αυτή τη διδασκαλία ο Λόγος, επειδή περιέχει αίτηση των δώρων που δίνονται κατά χάρη από το Θεό στους ανθρώπους. Οι θεόπνευστοι Πατέρες μας όρισαν την προσευχή, ότι είναι αίτηση εκείνων, τα οποία ο Θεός εκ φύσεως δωρίζει στους ανθρώπους όπως ταιριάζει στη θεότητά Του. Όπως και ευχή είπαν το τάξιμο αυτών που προσφέρουν στο Θεό οι άνθρωποι που τον λατρεύουν με γνησιότητα. Το λέει σε πολλά σημεία και η Γραφή: «Αν κάνετε ευχή (τάξιμο), να την εκπληρώσετε στον Κύριο και Θεό μας», και: «Όσα σου υποσχέθηκα με ευχή, Κύριε, θα σου τα αποδώσω». Και πάλι, περί προσευχής λέει: «Και προσευχήθηκε η Άννα στον Κύριο, λέγοντας· Κύριε Κύριε, Θεέ Σαββαώθ, εισάκουσε τη δούλη Σου και χάρισέ μου παιδί...», και: «Προσευχήθηκε στον Κύριο ο Εζεκίας, ο βασιλιάς Ιούδα, και ο προφήτης Ησαΐας, ο γιος του Αμώς», και: «Όταν εσείς προσεύχεστε, να λέτε· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς...», που είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Ώστε μπορούμε να πούμε ότι η ευχή είναι υπόσχεση τηρήσεως των εντολών, που βεβαιώνεται από την προαίρεση αυτού που έκανε την ευχή, ενώ προσευχή είναι η αίτηση εκείνου που τήρησε τις εντολές, να μεταβληθεί σύμφωνα με τις εντολές που τήρησε. Ή μάλλον, η ευχή είναι αγώνας αρετής, τον οποίο πολύ ευάρεστα δέχεται ο Θεός όταν του προσφέρεται, ενώ η προσευχή είναι έπαθλο της αρετής, το οποίο ο Θεός ανταποδίδει με πολλή χαρά.

Αφού λοιπόν αποδείχτηκε με τα παραπάνω ότι η προσευχή είναι αίτηση των αγαθών που δωρήθηκαν από τον σαρκωθέντα Λόγο, ας βάλομε Αυτόν δάσκαλο του λόγου της προσευχής, κι ας αρχίσομε με θάρρος να εξετάσομε προσεκτικά με τη θεωρία, όσο είναι δυνατόν, το νόημα κάθε ρητού της προσευχής, όσο συνηθίζει να χορηγεί προς το συμφέρον μας ο Λόγος και μ' όση δύναμη δίνει προς κατανόηση στη διάνοια εκείνου που γράφει αυτά.

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου». Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν' αρχίσουν οι [προσευχόμενοι] από τη θεολογία· επίσης εισάγει στο μυστήριο του τρόπου που υπάρχει η Αιτία που δημιούργησε τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα, και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξ αρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι Τριάδα και να την επικαλούμαστε και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα. Γιατί εκείνο που λέει εδώ ο Ματθαίος βασιλεία, αλλού άλλος Ευαγγελιστής το ονομάζει Πνεύμα Άγιο, λέγοντας: «Ας έρθει το Πνεύμα το Άγιο και ας μας καθαρίσει». Γιατί ο Πατέρας δεν απόκτησε εκ των υστέρων το όνομα, ούτε ως αξίωμα που έλαβε εκ των υστέρων νοούμε τη βασιλεία· δεν έχει αρχή στο είναι Του, για να αρχίσει να είναι και Πατέρας και Βασιλεύς, αλλά καθώς πάντοτε υπάρχει, είναι και πάντοτε Πατέρας και Βασιλεύς, χωρίς να λάβει ποτέ αρχή να είναι Πατέρας και Βασιλεύς. Αν τώρα, με το να υπάρχει πάντοτε, είναι πάντοτε και Πατέρας και Βασιλεύς, άρα πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα συνυπάρχουν κατά την ουσία ως υποστάσεις με τον Πατέρα. Από Αυτόν παίρνουν την ύπαρξη και είναι μέσα σ' Αυτόν φυσικώς πάνω από αιτία και λόγο, όχι όμως ύστερα από Αυτόν, ούτε και έγιναν αργότερα από κάποια αιτία. Γιατί η σχέση μεταξύ των τριών Προσώπων υποδηλώνει τη συνύπαρξή Τους και δεν επιτρέπει αυτά, των οποίων είναι και λέγεται σχέση, να θεωρούνται μεταγενέστερα το ένα από το άλλο.

Αφού λοιπόν αρχίσαμε αυτή την προσευχή, βιαζόμαστε να τιμήσομε την ομοούσια και υπερούσια Τριάδα ως δημιουργική αιτία της υπάρξεώς μας. Επίσης διδασκόμαστε να ομολογούμε τη χάρη της υιοθεσίας, με το να αξιωνόμαστε να ονομάζομε Πατέρα κατά χάρη τον εκ φύσεως Δημιουργό. Έτσι, από σεβασμό προς την ονομασία Εκείνου που μας γέννησε κατά χάρη, θα φροντίζομε να αποτυπώνομε στη ζωή μας τα χαρακτηριστικά του Πατέρα μας αγιάζοντας το όνομά Του πάνω στη γη, μιμούμενοι Αυτόν, αποδεικνύοντας ότι είμαστε παιδιά Του με τα έργα μας, και δοξάζοντας τον αυτουργό αυτής της υιοθεσίας, τον φυσικό Υιό του Πατέρα, με τα νοήματα και τις πράξεις μας. Αγιάζομε το όνομα του κατά χάρη επουρανίου Πατέρα, όταν νεκρώνομε την επιθυμία προς την ύλη και καθαριζόμαστε από τα καταστρεπτικά πάθη, αν βέβαια αγιασμός είναι η τέλεια ακινησία και νέκρωση της επιθυμίας που ενεργεί με την αίσθηση. Όταν φτάσομε σ' αυτή, καταπραΰνομε και τις άπρεπες κραυγές του θυμού, αφού δεν έχομε πλέον την επιθυμία να τον ερεθίζει και να τον πείθει να υπερασπίζεται τις ηδονές που αυτή θέλει, επειδή η επιθυμία νεκρώθηκε πια με την κατά λόγον αγιότητα. Γιατί ο θυμός είναι φυσικός συνήγορος της επιθυμίας, και τότε παύει να μανιάζει, όταν τη δει νεκρή.

Εύλογα λοιπόν, με την αποβολή του θυμού και της επιθυμίας, επακολουθεί κατά την προσευχή το κράτος της βασιλείας του Θεού σ' εκείνους που, αφού αποβάλουν αυτά τα δύο πάθη, αξιώνονται να πουν: «Ελθέτω η βασιλεία σου», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, όταν πια με την πραότητα έγιναν ναοί του Θεού δια του Πνεύματος. Γιατί λέει: «σε ποιον θα αναπαυθώ, αν όχι σ' εκείνον που είναι πράος και ταπεινός και τρέμει τα λόγια μου;» Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι στους ταπεινούς και πράους ανήκει η βασιλεία του Θεού και Πατέρα. Γιατί λέει: «Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γή». Ο Θεός δεν υποσχέθηκε να δώσει κληρονομία σ' όσους τον αγαπούν, αυτή τη γη, η οποία κατέχει εκ φύσεως τη μέση θέση του σύμπαντος, αν βέβαια λέει αλήθεια εκείνος που είπε: «Στην ανάσταση ούτε οι άνδρες έρχονται σε γάμο, ούτε οι γυναίκες παντρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό», και: «Ελάτε σεις οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου να κληρονομήσετε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας αφότου θεμελιωνόταν ο κόσμος», και σε άλλο σημείο είπε στον δούλο που εργάστηκε πιστά: «Έλα να συμμετάσχεις στη χαρά του Κυρίου σου». Και ο θειος Απόστολος στη συνέχεια έλεγε: «Θ' ακουστεί σάλπισμα και θ' αναστηθούν πρώτα άφθαρτοι όσοι πέθαναν πιστοί στο Χριστό· έπειτα εμείς που θα έχουμε απομείνει ζωντανοί, θ' αρπαγούμε μαζί μ' αυτούς από σύννεφα για να προϋπαντήσομε τον Κύριο στον αέρα. Κι έτσι για πάντα θα είμαστε μαζί με τον Κύριο».

Όταν λοιπόν όλα αυτά είναι έτσι υποσχεμένα σ' όσους αγαπούν τον Κύριο, ποιος θα περιορίσει το νου του στο γράμμα μόνο της Γραφής και θα πει ότι ο ουρανός και η βασιλεία που έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου, και η χαρά του Κυρίου η κρυμμένη μυστικά, και η αιώνια και αχώριστη διαμονή και εγκατάσταση των αξίων κοντά στον Κύριο, πώς είναι ταυτόσημα με τη γη, και μάλιστα όταν κατευθύνεται από το λόγο και θέλει να είναι υπηρέτης του λόγου; Αλλά νομίζω ότι λέγοντας τώρα γη, εννοεί τη μόνιμη και εντελώς αμετακίνητη από το καλό έξη και δύναμη της ατρεψίας των πράων, η οποία βρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Κύριο, έχει ανεξάντλητη χαρά, έχει οικειοποιηθεί την ανέκαθεν ετοιμασμένη βασιλεία και αξιώθηκε την επουράνια θέση και τιμή. Και σαν γη που έχει καταλάβει θέση στη μέση του παντός, εννοεί το λόγο της αρετής, κατά τον οποίο ο πράος ευρισκόμενος ανάμεσα σε επαίνους και κατηγορίες, μένει απαθής, και μήτε από τους επαίνους φουσκώνει, μήτε από τις ύβρεις γίνεται κατηφής. Γιατί απ' όσα το λογικό είναι κατά φύση ελεύθερο, έχοντας απομακρύνει την επιθυμία του από αυτά, δεν αισθάνεται τις ενοχλήσεις και τις προσβολές τους, επειδή έχει απαλλάξει τον εαυτό του από την ταραχή γύρω απ' αυτά και έχει μεταφέρει όλη τη δύναμη της ψυχής του στη θεία και αμέριμνη ελευθερία. Αυτήν ο Κύριος θέλοντας να δώσει στους μαθητές Του, είπε: «Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου και μάθετε από μένα οτι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά· και θα βρουν ανάπαυση οι ψυχές σας». Ανάπαυση εννοεί το κράτος της θείας βασιλείας, γιατί παρέχει στους αξίους εξουσία απαλλαγμένη από κάθε δουλεία.

Αν λοιπόν στους ταπεινούς και πράους δίνεται το ακατάλυτο κράτος της αθάνατης βασιλείας, ποιος δε θα ερωτευθεί και δε θα ποθήσει τα θεία αγαθά; Ποιος δε θα επιθυμήσει απόλυτα την ταπείνωση και την πραότητα, για να γίνει είκόνα της θείας βασιλείας, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο, εμφανίζοντας κατά χάρη απαράλλακτη την πνευματική ομοίωση με τον κατά φύση και κατ' ουσίαν αληθινά μεγάλο βασιλιά Χριστό; Στην κατάσταση αυτή, όπως λέει ο θείος Απόστολος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, δηλαδή θυμός και επιθυμία· ο πρώτος απομακρύνει βίαια το λογικό και βγάζει έξω από το νόμο της φύσεως τη διάνοια, ενώ η δεύτερη θεωρεί ως πιο αξιαγάπητα τα δημιουργήματα από τη μία και μοναδική επιθυμητή και απαθή Αιτία και φύση, και επομένως προτιμά τη σάρκα παρά το πνεύμα και βρίσκει την απόλαυση των ορατών πιο ευχάριστη από τη δόξα και λαμπρότητα των νοητών, εμποδίζοντας με την απαλότητα της ηδονής των αισθήσεων το νου να εννοεί τα συγγενή του και θεία νοητά. Υπάρχει όμως μονότατος ο λόγος, τελείως γυμνωμένος και από αυτή την απαθή, αλλά φυσική ωστόσο στοργή και διάθεση προς το σώμα, λόγω του πλούτου της αρετής, καθώς το πνεύμα νικά τελείως την φύση και την πείθει να αφήσει την ηθική φιλοσοφία, όταν πρέπει ο νους να ενωθεί με τον ύπερούσιο Λόγο με απλή και αδιαίρετη θεωρία, παρόλο που η ηθική φιλοσοφία εκ φύσεως βοηθεί το νου να [χωρίσει] και να προσπεράσει εύκολα όσα υπάγονται στη ροή του χρόνου. Γιατί όταν αυτά ξεπεραστούν, δεν είναι εύλογο να βαρύνεται από τους τρόπους της ηθικής, σαν να φορεί μηλωτή, εκείνος που αποδείχτηκε ακράτητος από τα αισθητά. Και αυτό το φανερώνει ο μέγας Ηλίας, υποδηλώνοντας μ' εκείνα που έκανε συμβολικά αυτό το μυστήριο. Κατά την αρπαγή του δηλαδή στον ουρανό, έδωσε στον Ελισσαίο τη μηλωτή, που σημαίνει τη νέκρωση της σάρκας, όπου θεμελιώνεται η μεγαλοπρέπεια της ηθικής κοσμιότητας, για να έχει έτσι ο μαθητής σύμμαχο το Πνεύμα εναντίον κάθε εχθρικής δυνάμεως και να πλήξει την άστατη και ρευστή φύση, της οποίας τύπος ήταν ο Ιορδάνης, ώστε να μην εμποδιστεί, βυθιζόμενος στη θολερότητα και ολισθηρότητα της προσκολλήσεως στά υλικά, να περάσει στην αγία γη. Ο ίδιος δε ο Ηλίας προχώρησε προς το Θεό ελεύθερος, χωρίς να τον κρατά απολύτως κανένα από τα όντα, με αμέριστη την επιθυμία και καθαρή τη γνώμη του, φτάνοντας κοντά στον απλό κατά τη φύση Του Θεό με τη βοήθεια των γενικών αρετών, που είναι αλληλοεξαρτώμενες και ζευγμένες μαζί σαν πύρινα άλογα στο ζυγό της γνώσεως. Γιατί γνώριζε ότι ο μαθητής του Χριστού πρέπει να χωριστεί από τις διαθέσεις που δεν είναι όπως οι γενικές αρετές αλληλοεξαρτώμενες και δεν μπορούν να μπουν στον ίδιο ζυγό. Η ανομοιότητά τους μαρτυρεί την αλλοτρίωση, αφού το πάθος της επιθυμίας προκαλεί διάχυση του αίματος που είναι γύρω στην καρδιά, και το πάθος του θυμού προκαλεί βρασμό του αίματος. Όποιος έφτασε να ζει και να κινείται και να υπάρχει εν Χριστώ, απομάκρυνε από πάνω του όσα είναι ασυνταίριαστα και αλλόκοτα, μη φέροντας μέσα του, σαν να ήταν «άντρας και γυναίκα», όπως είπα, τις αντίθετες διαθέσεις των παθών αυτών, για να μην υποδουλωθεί σ' αυτά το λογικό με το να αλλοιώνεται από τις άστατες μεταβολές τους.

Γιατί στο λογικό έχει κατά φύση ενωθεί η ιερότητα της θείας εικόνας που πείθει την ψυχή να μεταπλασθεί κατά την προαίρεση και να ομοιωθεί με το Θεό και να γίνει πάμφωτο κατοικητήριο της μεγάλης Βασιλείας που συνυπάρχει ουσιωδώς ως υπόσταση με το Θεό και Πατέρα των όλων, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και να δεχτεί —αν επιτρέπεται να πούμε— ολόκληρη κατά το δυνατόν την εξουσία της γνώσεως της θείας φύσεως. Στην κατάσταση αυτή, αφανίζονται φυσικώς όσα είναι χειρότερα και συγκροτούνται τα καλύτερα, καθώς η ψυχή, κατά τη χάρη της κλήσεώς της, φυλάγει όπως ο Θεός απαραβίαστη μέσα της την ύπαρξη των καλών που της έχουν δωρηθεί. Στην ψυχή αυτή πάντοτε γεννιέται με τη θέλησή Του ο Χριστός μυστικά, και σαρκώνεται διά μέσου των σωζόμενων, κάνοντας μητέρα παρθένο την ψυχή που τον γεννά· η οποία δεν έχει, για να πω με συντομία, τα γνωρίσματα της φύσεως που υπόκειται σε φθορά και γένεση, σαν «άνδρα και γυναίκα».

Ας μην παραξενεύεται κανείς άκούοντας να αναφέρω τη φθορά πριν από τη γένεση· γιατί αν παρατηρήσει απαθώς και με τον ορθό λόγο τη φύση όσων γίνονται και αφανίζονται, θα διαπιστώσει καθαρά ότι η γένεση αρχίζει από τη φθορά και καταλήγει στη φθορά. Τα πάθη που χαρακτηρίζουν αυτή τη φύση, όπως είπα, δεν τα έχει ο Χριστός, δηλαδή ο βίος και ο λόγος του Χριστού κι αυτού που ομοιώθηκε με το Χριστό, αν βέβαια αληθεύει εκείνος που λέει: «Στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα», δηλαδή τα σημάδια και τα πάθη της φύσεως που υπόκειται σε γένεση και φθορά, παρά μονάχα θεοειδής λόγος διαποτισμένος από τη θεία γνώση, και μοναδική κίνηση της γνώμης που εκλέγει μόνο την αρετή.

Επίσης δεν υπάρχει ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος», με τους οποίους δηλώνονται οι διαφορετικοί, η πιο σωστά, οι αντίθετοι λόγοι περί Θεού. Γιατί ο πρώτος εισηγείται εκτεταμένη πολυαρχία και χωρίζει την μία αρχή σε αντιτιθέμενες ενέργειες και δυνάμεις, πλάθοντας μιά πολυθεϊκή λατρεία, αντιφατική λόγω του πλήθους των προσκυνουμένων θεών και γελοία λόγω των διαφόρων τρόπων προσκυνήσεως· ενώ ο δεύτερος εισάγει βέβαια μία αρχή, αλλά περιορισμένη και ατελή και σχεδόν ανυπόστατη, αφού δεν έχει λόγο και ζωή, και έτσι πέφτει κι αυτός στο ίδιο κακό με τον προηγούμενο, δηλαδή στην αθεΐα. Γιατί περιορίζει σε ένα πρόσωπο την μία Άρχή, που η ύπαρξή της στερείται λόγου και πνεύματος, ή τα έχει μόνο ως ιδιότητες. Και δεν αντιλαμβάνεται τούτο· ποιος Θεός είναι άμοιρος απ' αυτά; Ή πώς είναι Θεός, όταν τα έχει κατά μέθεξη ως γνωρίσματα, όπως συμβαίνει και με τα λογικά δημιουργήματα; Από αυτούς τους δύο λόγους, όπως είπα, κανένας δεν υπάρχει στο Χριστό· υπάρχει μόνο ο λόγος της αληθινής θεοσέβειας και ο σταθερός θεσμός της μυστικής θεολογίας, ο οποίος και τη διαστολή της θεότητας που εισάγει ο πρώτος αποδιώχνει, και τη συστολή της θεότητας του δευτέρου δεν παραδέχεται. Έτσι το θείον δε θα θεωρείται αντιφατικό, λόγω του φυσικού πλήθους —που είναι δοξασία ελληνική—, ούτε παθητό λόγο της ενικής υποστάσεως —που είναι άποψη ιουδαϊκή—, καθώς θα νομίζεται στερημένο από λόγο και πνεύμα, ή ότι τα έχει αυτά μόνο ως ιδιότητες, χωρίς να είναι Νους και Λόγος και Πνεύμα. Και διδάσκει εμάς που με την κλήση της χάρης έχομε υιοθετηθεί λόγω της πίστεως για να λάβομε επίγνωση της αλήθειας, να γνωρίζομε μιά φύση και μία δύναμη της θεότητας. Δηλαδή ένα Θεό σε τρεις υποστάσεις, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ως Νου που είναι μόνος αναίτιος και υπάρχει ουσιωδώς, γεννήτορα του μόνου άναρχου Λόγου που υπάρχει ουσιωδώς και πηγή της μόνης αιώνιας ζωής που υπάρχει ουσιωδώς, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος· Τριάδα σε Μονάδα και Μονάδα σε Τριάδα. Η θεότητα δεν είναι σαν κάτι μέσα σε άλλο· γιατί η Τριάδα δεν είναι για τη Μονάδα σαν γνώρισμα σε ουσία, ή αντίστροφα, η Μονάδα για την Τριάδα, επειδή η θεότητα είναι χωρίς ιδιότητες. Ούτε είναι κάτι και κάτι άλλο· γιατί η Μονάδα δε διαφέρει από την Τριάδα από ετερότητα φύσεως, αφού είναι μία και απλή φύση. Ούτε είναι κάτι και κάτι παραπλήσιο· γιατί η Τριάδα δε διακρίνεται από τη Μονάδα λόγω μειωμένης δυνάμεως, ή η Μονάδα από την Τριάδα, μήτε παραλλάζει η Μονάδα από την Τριάδα, ως κοινό και γενικό γνώρισμα που θεωρητικά μόνο διακρίνεται από τα επιμέρους, αφού είναι ουσία απολύτως αυθύπαρκτη και δύναμη όντως αυτοδύναμη. Ούτε πάλι η θεότητα είναι κάτι που προήλθε από κάτι άλλο· γιατί η Τριάδα δεν προήλθε από αύξηση της Μονάδας, αφού είναι αγέννητη και αυτοφανέρωτη. Αλλά είναι η ίδια αληθινά και Μονάδα και Τριάδα, και λεγόμενη και νοούμενη· Μονάδα κατά τον λόγο της ουσίας, Τριάδα κατά τον τρόπο της υπάρξεως. Η ίδια είναι όλη Μονάδα που δε μερίζεται από τις υποστάσεις, και η ίδια είναι όλη Τριάδα που δε συγχέεται στη Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισάγε- ται ούτε η πολυθεΐα με το μερισμό, ούτε η αθεΐα με τη σύγχυση. Στην αποφυγή αυτών έγκειται το μεγαλείο του κατά Χριστόν λόγου.

Λόγο Χριστού εννοώ το καινούργιο κήρυγμα της αλήθειας, στο οποίο δεν υπάρχει «άντρας και γυναίκα», δηλαδή τα σημεία και τα πάθη της φύσεως που υπόκειται σε φθορά και γένεση· ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος», δηλαδή οι αντίθετοι λόγοι σχετικά με τη θεότητα· ούτε «περιτομή και ακροβυστία», δηλαδή οι ανάλογες μ' αυτούς λατρείες. Από αυτές η πρώτη, μένοντας στά σύμβολα του Νόμου, θεωρεί κακή την ορατή κτίση και διαβάλλει τον Κτίστη ως δημιουργό κακών ενώ η άλλη, μένοντας στά πάθη, θεοποιεί την κτίση και εξεγείρει το πλάσμα εναντίον του Δημιουργού. Έτσι και οι δύο καταλήγουν στο ίδιο κακό, στην ύβρη του θείου. Επίσης δεν υπάρχει ούτε «βάρβαρος και Σκύθης», δηλαδή η διάσταση κατά τη γνώμη της κοινής φύσεως των ανθρώπων που τους οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ τους, από την οποία μπήκε παρά φύση στη ζωή των ανθρώπων ο φθοροποιός νόμος της αλληλοκτονίας. Ούτε υπάρχει «δούλος ή ελεύθερος», δηλαδή δεν υπάρχει διαίρεση της κοινής φύσεως αντίθετα με τη γνώμη της, η οποία είναι αιτία να ατιμάζει ο ένας τον άλλο, παρ' όλο που είναι ομότιμοι κατά φύση, παίρνοντας ως επίκουρο νόμο τη διάθεση εκείνων που εξουσιάζουν τυραννικά και προσβάλλουν τη θεία είκόνα του ανθρώπου. Αλλά τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός, ο οποίος μέσω του Πνεύματος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση και το νόμο, μορφώνει μέσα στον άνθρωπο την άναρχη βασιλεία.

Τη βασιλεία αυτή εκ φύσεως χαρακτηρίζει, όπως αποδείχτηκε, η πραότητα και η ταπείνωση της καρδιάς. Αυτά τα δύο όταν συνυπάρχουν, φανερώνουν τέλειο τον άνθρωπο που κτίζεται κατά Χριστόν. Γιατί κάθε ταπεινός είναι οπωσδήποτε και πράος· και κάθε πράος είναι οπωσδήποτε και ταπεινός. Είναι ταπεινός γιατί γνωρίζει ότι έχει λάβει την ύπαρξή του δανεική, και πράος γιατί έχει αντιληφθεί την ορθή χρήση των φυσικών δυνάμεων που του δόθηκαν έτσι τις θέτει στην υπηρεσία του λόγου προς γένεση της αρετής, ενώ απομακρύνει τελείως την ενέργειά τους από την αίσθηση. Και γι' αυτό είναι κατά το νου πάντοτε αεικίνητος προς το Θεό, ενώ κατά την αίσθηση δεν λαμβάνει καθόλου πείρα απ' ο,τιδήποτε είναι λυπηρό για το σώμα, ούτε εντυπώνει στην ψυχή του ίχνος λύπης, ώστε ν' αλλοιωθεί η χαροποιός διάθεσή της. Γιατί δε θεωρεί ότι το οδυνηρό στην αίσθηση είναι στέρηση της ηδονής, αφού μία μόνο ηδονή ξέρει, τη συμβίωση της ψυχής με το λόγο, η στέρηση της οποίας είναι κόλαση ατελείωτη και περιλαμβάνει φυσικώς όλους τους αιώνες. Και γι' αυτό, αφήνοντας και το σώμα και όλα τα του σώματος, προχωρεί με δύναμη προς τη θεία συμβίωση, και μία θεωρεί ζημία, έστω κι αν κυριαρχεί σ' όλη τη γη: την αποτυχία της κατά χάρη θεώσεως που ελπίζομε.

Ας αγνίσομε λοιπόν τον εαυτό μας από κάθε σαρκικό και πνευματικό μολυσμό, για να αγιάσομε το θείο όνομα αφού σβήσομε τη φωτιά της επιθυμίας που διεγείρεται άπρεπα από τα πάθη, και με το λογικό ας [δέσομε γερά] το θυμό που μανιάζει άτακτα για χάρη των ηδονών. Έτσι θα υποδεχτούμε τη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, η οποία έρχεται με την πραότητα, και θα συνδέσομε τον επόμενο λόγο της προσευχής στά προηγούμενα, λέγοντας:

«Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Εκείνος που λατρεύει μυστικά το Θεό με μόνη τη λογική δύναμη, χωρισμένη από την επιθυμία και το θυμό, αυτός εκπλήρωσε στη γη —όπως οι άγγελοι στον ουρανό— το θείο θέλημα και έγινε σε όλα μέτοχος της λατρείας και του τρόπου ζωής των αγγέλων, όπως λέει κάπου ο μέγας Απόστολος: «Εμείς όμως είμαστε πολίτες του ουρανού». Στον ουρανό δεν υπάρχει επιθυμία που να παραλύει με την ηδονή τις νοερές δυνάμεις, ούτε θυμός που να λυσσάει γαυγίζοντας μ' ευχαρίστηση κατά του πλησίον αλλά υπάρχει τελείως μόνος ο λόγος, που κατευθύνει φυσικώς προς τον πρώτο Λόγο τους λογικούς, και στον οποίο μόνο χαίρεται ο Θεός, και τον οποίο μόνο ζητεί από εμάς τους δούλους Του. Αυτό φανερώνει ο Θεός, λέγοντας προς τον μέγα Δαβίδ: «Τι υπάρχει για μένα στον ουρανό, και από σένα τι θέλω άλλο πάνω στη γή;» Τίποτε βέβαια δεν υπάρχει στον ουρανό που να προσφέρεται από τους αγίους αγγέλους στο Θεό, πλην της λογικής λατρείας· την οποία επιζητεί κι από μας ο Θεός και γι' αυτό μας δίδαξε να λέμε όταν προσευχόμαστε: «Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».

Ας κινηθεί λοιπόν το λογικό μας προς αναζήτηση του Θεού, και η επιθυμητική μας δύναμη προς τον πόθο Του, κι ας αγωνίζεται το θυμικό μας για να τον κρατήσει. Ή καλύτερα, ο νους ας τεντώνεται όλος προς το Θεό, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο τον τόνο και το νεύρο του από το θυμικό και φλογιζόμενος με τον πόθο της ακρότατης επιθυμίας. Γιατί όταν μιμούμαστε έτσι τους επουράνιους αγγέλους, θα βρεθούμε να λατρεύομε παντοτινά το Θεό, παρουσιάζοντας πάνω στη γή την ίδια πολιτεία με τους αγγέλους, καθώς ο νους μας —όμοια με το δικό τους— δε θα κινείται καθόλου προς κανένα δημιούργημα.

Όταν πολιτευόμαστε έτσι σύμφωνα με την προσευχή, θα δεχτούμε σαν άρτο επιούσιο και ζωοποιό για διατροφή των ψυχών μας και διατήρηση της ευεξίας των αγαθών που μας δωρήθηκαν, τον Λόγο που είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». Αυτός γίνεται τα πάντα για μας που τρεφόμαστε από Αυτόν μέσω της σοφίας και της αρετής, ανάλογα με τη δεκτικότητα καθενός, και σωματώνεται με ποικίλους τρόπους διά μέσου καθενός από τους σωζομένους, με τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει. Αυτά όλα θα τα δεχτούμε, ενώ ακόμη είμαστε στον παρόντα κόσμο, σύμφωνα με την έννοια του ρητού της προσευχής που λέει: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».

Με το «σήμερον» νομίζω ότι εννοεί την παρούσα ζωή, όπως θα μπορούσε κανείς να εννοήσει σαφέστερα το σημείο αυτό της προσευχής και να πει: «τον άρτο μας, που από την αρχή ετοίμασες για την αθανασία της φύσεως, δώσε μας σήμερα, που βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή της θνητότητας, για να νικήσει τον θάνατο της αμαρτίας η τροφή του άρτου της ζωής και της επιγνώσεως», στην οποία δεν επέτρεψε στον άνθρωπο να συμμετάσχει η παράβαση της θεϊκής εντολής. Γιατί αν είχε χορτάσει με αυτή τη θεϊκή τροφή, δεν θα κυριευόταν από το θάνατο της αμαρτίας. (Εκείνος όμως που παρακαλεί να λάβει αυτόν τον άρτο τον επιούσιο, δεν δέχεται οπωσδήποτε όλο τον άρτο όπως είναι, αλλά ανάλογα με τη δεκτικότητά του. Γιατί ο Άρτος της ζωής, ως φιλάνθρωπος, δίνει σ' όλους όσους ζητούν, όχι όμως σ' όλους το ίδιο, αλλά σ' εκείνους που έχουν κάνει μεγάλα έργα, περισσότερο, ενώ στους κατώτερους απ' αυτούς, λιγότερο. Στον καθένα λοιπόν όσο μπορεί να δεχτεί η κατάσταση του νου του.) Σ' αυτή την ερμηνεία του χωρίου αυτού με οδήγησε ο ίδιος ο Σωτήρας, ο οποίος διατάζει ρητώς τους μαθητές Του να μη φροντίζουν διόλου για αισθητή τροφή, λέγοντας: «μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Όλα αυτά τα επιζητούν τα έθνη του κόσμου. Να ζητάτε πρώτα απ' όλα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν».

Πώς λοιπόν διδάσκει να προσευχόμαστε για όσα μας έδωσε πριν εντολή να μη ζητάμε; Γιατί είναι φανερό ότι δε θα πρόσταζε να αιτούμε με προσευχή όσα συμβούλεψε να μη ζητάμε με την εντολή, αφού με την προσευχή μας πρέπει να αιτούμε μόνο ό,τι αρμόζει να ζητάμε σύμφωνα με κάποια εντολή. Επομένως δεν είναι θεμιτό να αιτούμε με προσευχή εκείνο που δε μας επιτρέπεται να ζητάμε από την εντολή. Αφού ο Σωτήρας έδωσε εντολή να ζητάμε μόνο τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, εύλογα παρακινεί εκείνους που επιθυμούν τα θεία δώρα, να τη ζητούν και με την προσευχή. Έτσι, επικυρώνοντας τη χάρη όσων εκ φύσεως αρμόζει να ζητούνται με την προσευχή, ενώνει την προαίρεση εκείνων που ζητούν με το θέλημα Αυτού που παρέχει τη χάρη, και την κάνει ένα μ' αυτό. Αν τώρα και τον καθημερινό άρτο, με τον οποίο συγκρατείται φυσικώς η παρούσα ζωή, έχομε εντολή να ζητάμε με την προσευχή, ας μην ξεπεράσομε τα όρια της προσευχής φροντίζοντας με πλεονεξία για πολλά χρόνια, και ξεχάσομε ότι είμαστε θνητοί και ότι η ζωή μας φεύγει σαν σκιά. Αλλά ας ζητήσομε χωρίς μέριμνα με την προσευχή τον καθημερινό άρτο και ας άποδείξομε ότι, φιλοσοφώντας κατά Χριστόν, κάνομε το βίο μας μελέτη θανάτου και προφθάνομε τη φύση με τη γνώμη μας, αποχωρίζοντας την ψυχή από τη μέριμνα των σωματικών πριν ακόμη έρθει ο θάνατος. Έτσι η ψυχή δε θα προσηλωθεί στα φθαρτά, μεταφέροντας προς την υλη τη χρήση της κατά φύση επιθυμίας, και δε θα μάθει την πλεονεξία, η οποία στερεί από τον πλούτο των θείων αγαθών.

Ας αποφύγομε λοιπόν με όλη μας τη δύναμη την αγάπη της ύλης, και ας πλύνομε τη σχέση με αυτή σαν σκόνη από τα νοερά μάτια· και ας αρκεσθούμε μόνο σ' εκείνα που συντηρούν την παρούσα ζωή και όχι σ' εκείνα που την ευχαριστούν. Και γι' αυτά ας παρακαλέσομε το Θεό όπως διδαχτήκαμε, για να μπορέσομε να φυλάξομε αδούλωτη την ψυχή μας, ώστε να μην αιχμαλωτιστεί από κανένα από όσα είναι αγαπητά για χάρη του σώματος, και να δείξομε ότι τρώμε για να ζούμε και όχι ότι ζούμε για να τρώμε. Γιατί το ένα είναι γνώρισμα λογικής, ενώ το άλλο άλογης φύσεως. Ας φυλάγομε με ακρίβεια την προσευχή και ας φαινόμαστε πάνω στα πράγματα ότι το μόνο που επιδιώκομε μ' όλη μας τη δύναμη είναι η πνευματική ζωή, και για ν' αποκτήσομε αυτήν χρησιμοποιούμε την παρούσα ζωή· που για χάρη της πνευματικής τη χρησιμοποιούμε τόσο, όσο να τη στηρίζομε με άρτο μονάχα και να φυλάγομε αδιάφθορη τη φυσική ευεξία της, όσο εξαρτάται από μας· όχι για να ζούμε απλώς, αλλά για να ζούμε κοντά στο Θεό. Και να κάνομε το σώμα άγγελο της ψυχής, λογικοποιημένο με τις αρετές, τη δε ψυχή να κάνομε κήρυκα του Θεού, στερεωμένη μόνιμα στο αγαθό. Τον άρτο τον φυσικό να τον ζητούμε για μιά μόνο ημέρα, χωρίς να τολμούμε να επεκτείνομε τη δέηση για δεύτερη ημέρα, από σεβασμό προς Αυτόν που μας έδωσε την προσευχή. Τέτοια διάθεση λοιπόν αν μπορέσομε να έχομε πραγματικά, σύμφωνα με την έννοια της προσευχής, θα μπορέσομε να προχωρήσομε και παρακάτω, λέγοντας: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία του προηγουμένου ρητού της προσευχής, είπαμε ότι το «σήμερον» είναι σύμβολο αυτού του αιώνα. Όποιος σ' αυτόν τον αιώνα ζητεί με την προσευχή τον άφθαρτο άρτο της σοφίας, από τον οποίο μας χώρισε από την αρχή σαν τείχος η παράβαση των πρωτοπλάστων, μία ηδονή γνωρίζει, την απόκτηση των θείων, τα οποία δίνει κατά φύση ο Θεός και τα φυλάγει η προαίρεση, κατά τη θέληση αυτού που τα έλαβε· και μία οδύνη γνωρίζει, την αποτυχία των θείων, την οποία υποβάλλει ο διάβολος και την πραγματώνει κάθε άνθρωπος, που από ατονία της προαιρέσεώς του παραιτείται από τα θεία και δε φυλάγει με τη διάθεση της γνώμης του το πολύτιμο δώρο. Εκείνος λοιπόν που η προαίρεσή του δεν κλίνει καθόλου προς κανένα από τα ορατά και που γι' αυτό δεν επηρεάζεται απ' όσα λυπηρά του συμβαίνουν σωματικώς, αυτός αληθινά συγχωρεί όσους του φταίνε. Γιατί κανείς δεν μπορεί καθόλου να του πάρει το καλό που επιδιώκει και επιθυμεί, αφού, όπως πιστεύομε, αυτό είναι από τη φύση του ακυρίευτο. Και κάνει τον εαυτό του παράδειγμα αρετής στο Θεό —αν επιτρέπεται να το πούμε αυτό—, γιατί καλεί τον αμίμητο Θεό να τον μιμηθεί, λέγοντας: «Χάρισε μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως κι εμείς τα χαρίζομε στους δικούς μας οφειλέτες»· και παρακαλεί το Θεό να γίνει απέναντί του τέτοιος, όπως έγινε και αυτός απέναντι στον πλησίον. Γιατί αφού θέλει να τον συγχωρήσει ο Θεός, όπως και αυτός συγχώρεσε τις αμαρτίες εκείνων που του έφταιξαν, είναι φανερό ότι, όπως ο Θεός συγχωρεί απαθώς όσους συγχωρεί, έτσι κι αυτός μένοντας απαθής σ' ό,τι λυπηρό του συμβαίνει, συγχωρεί όσους του έφταιξαν χωρίς να επιτρέπει ν' αποτυπώνεται στο νου του η θύμηση κάποιου από τα λυπηρά που του έκαναν. Αλλιώς ελέγχεται ότι χωρίζει τη φύση συνειδητά, όταν ενώ είναι άνθρωπος, βρίσκεται σε διάσταση με κάποιο άνθρωπο.

Έτσι, όταν ενωθεί η γνώμη με το λόγο της φύσεως, γίνεται φυσικώς η συμφιλίωση του Θεού με την ανθρώπινη φύση· γιατί διαφορετικά δεν είναι δυνατόν, όταν η φύση βρίσκεται κατά τη γνώμη σε διάσταση προς τον εαυτό της, να δεχτεί τη θεία και ανέκφραστη συγκατάβαση. Κι ίσως γι' αυτό ο Θεός θέλει να συμφιλιωνόμαστε εμείς προηγουμένως μεταξύ μας, όχι για να μάθει από εμάς να συμφιλιώνεται με όσους αμαρτάνουν και να παραγράφει την εξόφληση εκ μέρους μας των πολλών και φοβερών εγκλημάτων μας, αλλά για να μας καθαρίσει από τα πάθη και να δείξει ότι συμβαδίζει με τη χάρη η διάθεση εκείνων που συγχωρούνται από Αυτόν. Είναι ολοφάνερο ότι όταν η γνώμη ενωθεί με το λόγο της φύσεως, θα πάψει να στασιάζει προς το Θεό η προαίρεση εκείνων που το κατόρθωσαν αυτό. Επειδή είναι φυσικό να μην παρατηρείται τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως —ο οποίος είναι νόμος και φυσικός και θείος— όταν η γνώμη κινείται σύμφωνα μ' αυτόν. Kι αν δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως, είναι εύλογο, η γνώμη που κινείται σύμφωνα με το λόγο της φύσεως, να έχει σε όλα σύμφωνη με το Θεό την ενέργειά της, την έμπρακτη δηλαδή διάθεση που έχει λάβει την ποιότητα της χάρης του φύσει καλού, για τη γένεση της αρετής.

Έτσι λοιπόν, αυτή τη διάθεση έχει εκείνος που προσεύχεται ζητώντας τον άρτο της γνώσεως, κοντά στον οποίο και εκείνος που ζητεί με την προσευχή τον άρτο της ημέρας εξαιτίας της ανάγκης της φύσεως, κατά τον ίδιο τρόπο θα διατεθεί, συγχωρώντας τα πταίσματα σ' εκείνους που του έφταιξαν, γιατί γνωρίζει ότι είναι θνητός· και περιμένοντας κάθε μέρα την άγνωστη ώρα του φυσικού τέλους, προλαβαίνει με τη γνώμη τη φύση και γίνεται αυτοπροαίρετα νεκρός για τον κόσμο, σύμφωνα με το ρητό που λέει: «Για Σένα θανατωνόμαστε όλη την ήμερα· μας θεωρούν σαν πρόβατα προορισμένα για σφαγή». Και γι' αυτό κάνει ειρήνη μ' όλους, για να μην μεταφέρει μαζί του κανένα γνώρισμα της μοχθηρίας αυτού του κόσμου όταν πάει στην αιώνια ζωή, και πάρει από τον Κριτή των όλων ίση ανταπόδοση για όσα εδώ έκανε. Είναι λοιπόν αναγκαία και στους δύο για το συμφέρον τους η καθαρή διάθεση έναντι εκείνων που τους λύπησαν, για κάθε λόγο και προπάντων για το περιεχόμενο των υπολοίπων λόγων της προσευχής, οι οποίοι είναι: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Αυτά τα λόγια σημαίνουν ότι εκείνος που δε συγχώρησε τελείως εκείνους που του έφταιξαν και δεν παρουσίασε την καρδιά του στο Θεό καθαρή από λύπη και λαμπερή από το φώς της συμφιλιώσεως με τον πλησίον, δε θα επιτύχει να λάβει τα καλά που ζήτησε με την προσευχή του, και θα παραδοθεί με δίκαιη κρίση στον πειρασμό και στον πονηρό, για να μάθει να καθαρίζεται, όταν αμαρτάνει, με το να αφαιρεί τις μομφές που έχει εναντίον των άλλων. Πειρασμό εδώ εννοεί το νόμο της αμαρτίας, τον οποίο δεν είχε ο πρώτος άνθρωπος όταν δημιουργήθηκε. Πονηρό εννοεί τον διάβολο που εισήγαγε το νόμο της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση, και έπεισε με απάτη τον άνθρωπο να μεταφέρει την επιθυμία του από το επιτρεπόμενο στο απαγορευμένο και να τραπεί στην παράβαση της θείας εντολής, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αποβολή της κατά χάρη αφθαρσίας που του είχε δοθεί. Η αλλιώς, πειρασμό λέει τη θεληματική κλίση της ψυχής προς τα πάθη της σάρκας, και πονηρό τον τρόπο που μεταχειρίζεται ο άνθρωπος για να εκπληρώσει την εμπαθή του κλίση.

Από κανένα απ' αυτούς (τον πειρασμό και τον πονηρό) δεν απαλλάσσει ο δίκαιος Κριτής όποιον δε συγχώρεσε εκείνους που του έφταιξαν, ακόμη και αν του το ζητά με τα λόγια στην προσευχή του. Αλλά παραχωρεί να μολύνεται ο άνθρωπος αυτός από το νόμο της αμαρτίας, και εγκαταλείπει τον σκληρό και απότομο κατά τη γνώμη να κυριεύεται από τον πονηρό, επειδή προτίμησε τα πάθη της ατιμίας, τα οποία σπέρνει ο διάβολος, από τη φύση, της οποίας δημιουργός είναι ο Θεός. Και ακόμη, δεν εμποδίζει όποιον κάνει θεληματική συγκατάθεση στα σαρκικά πάθη, ούτε τον λυτρώνει από τον τρόπο της εκπληρώσεως στην πράξη της διαθέσεώς του, γιατί νόμισε τη φύση κατώτερη από τα ανυπόστατα πάθη και από το ζήλο του γι' αυτά αγνόησε το λόγο της φύσεως. Σύμφωνα μ' αυτόν έπρεπε να κινηθεί και να μάθει ποιος είναι ο νόμος της φύσεως και ποια είναι η τυραννία των παθών που επιβάλλεται με τη συγκατάθεση της γνώμης και όχι εκ φύσεως. Και έτσι με τις φυσικές του ενέργειες να φυλάξει το νόμο της φύσεως, να διώξει όμως μακριά την τυραννία των παθών, και με το λογικό να διαφυλάξει τη φύση, όπως είναι αφ' εαυτής καθαρή και άμεμπτη, χωρίς μίσος και χωρίς διάσταση από τους άλλους ανθρώπους· και να κάνει πάλι τη γνώμη του να συμβαδίζει με τη φύση, χωρίς να έχει μαζί της τίποτε απολύτως απ' όσα δεν επιτρέπει ο λόγος της φύσεως. Και γι' αυτό ν' απομακρύνει κάθε μίσος και κάθε διάσταση προς το συνάνθρωπο, ώστε καθώς θα λέει αυτή την προσευχή, να εισακούεται, και να δέχεται διπλή χάρη από το Θεό, τόσο δηλαδή τη συγχώρηση των προηγουμένων αμαρτημάτων, όσο και την προφύλαξη και τη λύτρωση από τα μελλοντικά. Και για ενα πράγμα, την πρόθυμη δηλαδή συγχώρηση των άλλων, να δέχεται δύο ανταμοιβές: να μην παραχωρείται να πέσει σε πειρασμό, και να μην αφήνεται να υποδουλωθεί στον πονηρό.

Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλομε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος». Έτσι όχι μόνο θα πάρομε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσομε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσομε, και θα πατήσομε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο, ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση. Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή.

Σ' αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθομε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. Ας δείξομε ότι με τα έργα μας εκπληρώνεται η προσευχή μας και ας φανούμε ότι κηρύττομε το Θεό αληθινό Πατέρα μας κατά χάρη. Να μη φανούμε από τα πράγματα ότι έχομε πατέρα του βίου μας τον πονηρό, που πάντοτε προσπαθεί να εξουσιάζει τυραννικά με τα πάθη της ατιμίας, και ότι, χωρίς να το καταλά-βομε, ανταλλάζομε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί και οι δύο εκ φύσεως μεταδίδουν τα δικά τους ιδιώματα ο καθένας σ' εκείνους που πηγαίνουν με το μέρος τους· ο ένας χορηγεί αιώνια ζωή σ' όσους τον αγαπούν, ο άλλος προκαλεί το θάνατο σ' όσους τον πλησιάζουν, με τους εκούσιους πειρασμούς που υποβάλλει.

Κατά τη Γραφή, ο πειρασμός εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ηδονικός, ο άλλος οδυνηρός. Και ο πρώτος γίνεται με την προαίρεσή μας, ενώ ο άλλος χωρίς αυτήν. Ο πρώτος γεννά την αμαρτία, και έχομε διαταχθεί από τον Κύριο να παρακαλούμε να μην μπούμε σ' αυτόν, λέγοντας: «μην αφήσεις να μπούμε σε πειρασμό», και: «να είσαστε άγρυπνοι και να προσεύχεστε να μην μπείτε σε πειρασμό». Ο άλλος πειρασμός είναι για τιμωρία της αμαρτίας, και με ακούσιες επιφορές τιμωρεί τη διάθεση που αγαπά την αμαρτία. Αυτόν αν τον υπομείνει κανείς, και μάλιστα αν δεν είναι τρυπημένος με τα καρφιά της αμαρτίας, θα ακούσει τον μέγα απόστολο Ιάκωβο που διακηρύττει: «Όταν πέσετε, αδελφοί μου, σε ποικίλους πειρασμούς, να το θεωρείτε ως μεγάλη χαρά. Γιατί η δοκιμασία της πίστεώς σας καλλιεργεί την υπομονή, και η υπομονή τη σταθερότητα. η σταθερότητα όμως πρέπει να κρατήσει ως το τέλος».

Και των δύο ειδών τους πειρασμούς τους εκμεταλλεύεται με κακουργία ο πονηρός, δηλαδή και τον εκούσιο και τον ακούσιο. Τον πρώτο τον σπέρνει ερεθίζοντας την ψυχή με τις ηδονές του σώματος και μηχανεύεται να απομακρύνει την επιθυμία της από τη θεία αγάπη. Για τον άλλο, ζητεί την παραχώρηση από το Θεό με σοφίσματα, θέλοντας να φθείρει με την οδύνη την ανθρώπινη φύση, για ν' αναγκάσει την ψυχή, που θα καταβληθεί από ατονία λόγω των πόνων, να κινήσει τους λογισμούς της σε διαβολή του Δημιουργού. Εμείς όμως, γνωρίζοντας τα διανοήματα του πονηρού, ας πετάξομε το ζυγό του εκουσίου πειρασμού, για να μην απομακρύνομε την επιθυμία μας από τη θεία αγάπη, και τον ακούσιο που έρχεται με παραχώρηση Θεού, ας τον υπομένομε με γενναιότητα, για να φανούμε ότι προτιμήσαμε όχι τη φύση, αλλά τον Κτίστη της φύσεως.

Είθε όλοι εμείς που επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να λυτρωθούμε από τις τωρινές ηδονικές προσβολές του πονηρού, και να ελευθερωθούμε από τις μελλοντικές θλίψεις, με τη μέθεξη στη συγκεκριμένης μορφής υπόσταση των μελλόντων αγαθών που μας φανερώθηκε στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού, του Κυρίου μας, του μόνου που δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα απ' όλη την κτίση. Αμήν.