1. Ο φυσικός λόγος δια μέσου των αρετών ανυψώνει προς το νου εκείνον που επιμελείται την πρακτική αρετή. Ο νους εισάγει στη δοσία μέσω της θεωρίας εκείνον που επιθυμεί τη γνώση. Το παράλογο πάθος παρασύρει να φέρεται προς την αίσθηση εκείνον που αμελεί τις εντολές, πράγμα που καταλήγει στο να δεθεί ο νους στην ηδονή.
2. Αρετή λέει την απαθέστατη και μόνιμη έξη του καλού που δεν έχει τίποτε από τα δεξιά ή τ' αριστερά, έχει όμως τη σφραγίδα του Θεού στην οποία τίποτε δεν είναι ενάντιο. Αιτία των αρετών είναι ο Θεός. Ενεργητική γνώση του Θεού είναι η αλλοίωση κατά την έξη εκείνου που γνώρισε αληθινά το Θεό, ώστε να συμμορφωθεί προς το πνεύμα.
3. Αν ο λόγος έχει προσδιορίσει όπως είναι φυσικό την αρχή καθενός, κανένα από τα όντα δεν ξεπερνά ούτε πέφτει παρακάτω από τον εαυτό του. Επομένως, κανόνας των όντων είναι η επιθυμία και επίγνωση της Αιτίας τους, ενώ μέτρο τους είναι η ενεργητική μίμηση της Αιτίας, όσο είναι εφικτό στα όντα. Το να πηγαίνει η επιθυμία όσων κινούνται προς το Θεό πάνω από τον κανόνα και το μέτρο, κάνει ανώφελο το δρόμο τους, γιατί δεν καταλήγουν στο Θεό, στον οποίο σταματά η επιθυμητική κίνηση όλων, καθώς δέχεται ως αυθύπαρκτο τέλος την απόλαυση του Θεού. Το να πηγαίνει η επιθυμία όσων κινούνται προς το Θεό έξω από τον κανόνα και το μέτρο, κάνει ανώφελο το δρόμο τους, γιατί αντί για το Θεό καταλήγουν στην αίσθηση, όπου έχει εγκατασταθεί η ηδονική απόλαυση των παθών που δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη.
4. Ο νους που υψώθηκε ακράτητα προς την Αιτία των όντων, θ' αποκτήσει πλήρη άγνοια καθώς δε θα θεωρεί κανένα λόγο στο Θεό, ο οποίος κατά την ουσία και σύμφωνα με κάθε αιτία είναι πάνω από κάθε λόγο. Όταν ο νους αποσυρθεί από τα όντα και συγκεντρωθεί στο Θεό, δε γνωρίζει κανένα λόγο εκείνων από τα οποία απομακρύνθηκε, γιατί βλέπει με τρόπο ανερμήνευτο Εκείνον μόνο στον οποίο έφτασε κατά χάρη. Γιατί ο νους που υψώθηκε με έκσταση προς το Θεό, εγκαταλείπει ακόμη και τους λόγους των ασωμάτων. Γιατί δεν είναι δυνατό να παρατηρεί κανείς μαζί με το Θεό και κάτι απ' όσα είναι μετά το Θεό.
5. Καταραμένο πράγματι πάθος είναι η έπαρση, που αποτελείται από τη σύνθεση δύο κακών, της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας. Από αυτά, η υπερηφάνεια αρνείται την Αιτία της αρετής και της φύσεως, ενώ η κενοδοξία και τη φύση και αυτή την αρετή τις κάνει νόθες. Γιατί τίποτε δεν κάνει ο υπερήφανος κατά το θέλημα του Θεού, και τίποτε δεν κάνει κατά φύση ο κενόδοξος.
6. Είναι ιδίωμα της υπερηφάνειας να αρνείται ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός της αρετής και της φύσεως. Και ιδίωμα της κενοδοξίας να δέχεται διακρίσεις στη φύση των ανθρώπων ώστε να υποτιμά ορισμένους. Φυσικό γέννημά τους είναι η έπαρση, που είναι σύνθετη έξη κακίας και περιέχει θεληματική άρνηση του Θεού και άγνοια της φυσικής ισοτιμίας όλων.
7. Η έπαρση είναι μείγμα υπερηφάνειας και κενοδοξίας. Δείχνει καταφρόνηση στο Θεό κατηγορώντας βλάσφημα την πρόνοιά Του, ενώ έχει αλλοτρίωση προς τη φύση, που την κάνει όλα τα φυσικά να τα μεταχειρίζεται παρά φύση, ώστε να καταστρέφει με αυτή την κακή χρήση την ωραιότητα της φύσεως.
8. Ο «καυτός άνεμος»(Ιωνά 4, 8) δηλώνει όχι μόνον τους πειρασμούς, αλλά και την εγκατάλειψη του Θεού, η οποία αφαιρεί από τους Ιουδαίους την χορηγία των θείων χαρισμάτων. Η πνευματική συγγένεια λύνει τη σχέση της προαιρέσεως προς τη σάρκα και την [προσδένει] στο Θεό, προσηλωμένη σ' Αυτόν με πόθο.
9. Ο φυσικός [νόμος], όταν η αίσθηση δεν πλεονεκτεί σε βάρος του λογικού, πείθει όλους χωρίς ιδιαίτερη διδασκαλία, να αγαπούν τους συνανθρώπους τους, έχοντας την ίδια την ανθρώπινη φύση δάσκαλο για τη βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη· και να θέλουν όλοι για τους άλλους εκείνο που θέλει ο καθένας να κάνουν οι άλλοι προς αυτόν. Αυτό δίδαξε ο Κύριος, όταν είπε: «Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε και σεις σ' αυτούς»(Λουκ. 6, 31).
10. Ο φυσικός νόμος αποβλέπει στην ομόθυμη αυτοπροαίρετη σχέση όλων προς όλους. Γιατί εκείνοι που είναι προικισμένοι με τη λογική, αυτοί εκ φύσεως έχουν μία διάθεση. Κι εκείνοι που έχουν μια διάθεση, έχουν φυσικά μία συμπεριφορά και ένα τρόπο του βίου. Εκείνοι που έχουν μία συμπεριφορά κι ένα τρόπο του βίου, είναι φανερό ότι έχουν κατά την προαίρεση τον ίδιο δεσμό μεταξύ τους, που τους οδηγεί όλους με μια γνώμη προς τον ένα λόγο της φύσεως, στον οποίο καθόλου δεν υπάρχει η διαίρεση που επικρατεί τώρα στη φύση εξαιτίας της φιλαυτίας. Ο γραπτός νόμος, με το φόβο των τιμωριών συγκρατεί τις άτακτες ορμές των ανοήτων και τους συνηθίζει με τη διδαχή του να αποβλέπουν στην ισότητα, με την οποία η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού σταθεροποιηθεί με τον καιρό, γίνεται μέρος της φύσεως και μετρατρέπει το μεν φόβο σε διάθεση που δυναμώνει σιγά-σιγά μαζί με την προαίρεση προς το καλό, τη δε συνήθεια σε έξη που καθαρίζεται με τη λήθη των προηγουμένων κακών και γεννά μαζί της τη φιλαλληλία.
11. Ο γραπτός νόμος, εμποδίζοντας με το φόβο την αδικία, δημιουργεί εθισμό στη δικαιοσύνη. Με τον καιρό, ο εθισμός παράγει διάθεση, φιλοδίκαιη, από την οποία γεννιέται μόνιμη έξη στο καλό, που προκαλεί λήθη της προηγούμενης κακίας.
12. Ο νόμος της χάρης διδάσκει να μιμούμαστε τον ίδιο το Θεό, ο οποίος τόσο πολύ, πάνω και από τον εαυτό Του —αν επιτρέπεται να πώ— μας αγάπησε, και μάλιστα ενώ ήμαστε εχθροί Του εξαιτίας της αμαρτίας, ώστε και την ουσία μας έλαβε χωρίς μεταβολή της θεότητάς Του —ενώ είναι πάνω από κάθε ουσία—, και καταδέχτηκε τη φύση μας, κατά τρόπο υπερούσιο, ώστε να γίνει άνθρωπος και να θελήσει να ζήσει ως ένας άνθρωπος και να μην παραιτηθεί να κάνει δική Του την καταδίκη μας. Και τόσο πολύ μας θέωσε κατά χάρη, όσο Αυτός κατ' οικονομίαν έγινε άνθρωπος, για να μάθομε όχι μόνο να βοηθούμε ο ένας τον άλλο με τρόπο φυσικό και να αγαπούμε ο ένας τον άλλο σαν τον εαυτό μας με τρόπο πνευματικό, αλλά και να φροντίζομε ο ένας για τον άλλο περισσότερο από τον εαυτό μας με τρόπο θεϊκό και να δίνομε ως απόδειξη της μεταξύ μας αγάπης το να προτιμούμε πρόθυμα τον σύμφωνο με την αρετή και εκούσιο θάνατο ο ένας για χάρη του άλλου. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτή, να δίνει κάποιος τη ζωή του για το φίλο του»(Ιω. 15, 13).
13. Ο νόμος της φύσεως, για να μιλήσω συνοπτικά, είναι φυσικός λόγος που πήρε υποχείριά του την αίσθηση, για να της αφαιρέσει την αλογία από την οποία προέρχεται η διαίρεση όσων είναι φυσικά ενωμένα. Ο γραπτός νόμος είναι φυσικός λόγος που μετά την αφαίρεση της αλογίας της αισθήσεως έχει προσλάβει και πνευματικό πόθο, ο οποίος συντηρεί την αλληλοεξάρτηση των ανθρώπων. Ο νόμος της χάρης είναι λόγος υπερφυσικός που σκοπεύει τη θέωση· αλλάζει την ανθρώπινη φύση χωρίς να την μεταβάλλει και δείχνει στην ανθρώπινη φύση σαν σε εικόνα, με τρόπο ακατάληπτο, το Αρχέτυπο που είναι πάνω από ουσία και φύση, και παρέχει την παντοτινή μακαριότητα.
14. Το να έχει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, είναι το να φροντίσει μόνο για τη ζωή του άλλου, πράγμα που αναφέρεται στο φυσικό νόμο. Το να αγαπά κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, είναι να προνοεί επιπλέον για τη σύμφωνη με την αρετή μακαριότητα του πλησίον, πράγμα που ορίζει ο γραπτός νόμος(Ιωνά 4, 9-11). Το να αγαπήσει τώρα κανείς τον πλησίον παραπάνω από τον εαυτό του, ανήκει αποκλειστικά στο νόμο της χάρης.
16. Αν ο λόγος της Γραφής μας παρουσίασε τον Προφήτη να λυπάται για τη σκηνή και την κολοκυθιά —δηλαδή για τη σάρκα και την ηδονή της σάρκας—, και το Θεό να θέλει να σώσει τη Νινευΐ, είναι φανερό ότι απ' όλα όσα εκτιμούν και αγαπούν οι άνθρωποι, αυτό που αγαπά ο Θεός είναι πολύ ανώτερο και τιμιότερο· και μάλιστα όταν αυτά δεν έχουν ουσιαστική ύπαρξη, αλλά νομίζονται από εσφαλμένη κρίση ότι υπάρχουν. Αυτά δεν έχουν κανένα απολύτως λόγο υπάρξεως, αλλά μόνο η φαντασία, εξαπατώντας το νου, δίνει μέσω του πάθους σ' αυτά που δεν υπάρχουν ενα κούφιο σχήμα, [όχι] όμως και υπόσταση.
17. Η ακριβής γνώση των λόγων του Πνεύματος φανερώνεται μόνο σε όσους είναι άξιοι του Πνεύματος, οι οποίοι αφού με την πολλή επιμέλεια των αρετών καθάρισαν το νου τους από την καπνιά των παθών, σαν ενα καθαρό και λαμπερό καθρέφτη, δέχονται τη γνώση των θείων, αμέσως μόλις πέσει επάνω τους, ν' αποτυπώνεται και να μένει σ' αυτούς όπως ενα πρόσωπο στον καθρέφτη. Σ' εκείνους όμως που τα πάθη έχουν κατασπιλώσει το βίο τους, μόλις που μπορούν από εύλογους στοχασμούς να συμπεράνουν τη γνώση των θείων —όχι να έχουν την αυθάδεια ότι την κατανόησαν και τη διατύπωσαν με ακρίβεια.
18. Εκείνος που έλαβε ως μορφή του νου του τη γνώση που προέρχεται από τις αρετές με τη χάρη του θείου Πνεύματος, λέγεται ότι «έπαθε» τα θεία, γιατί δεν την έλαβε από τη φύση μαζί με την ύπαρξη, αλλά κατά μέθεξη με τη χάρη. Εκείνος όμως που δεν έλαβε τη γνώση από τη χάρη, κι αν ακόμη λέει κάτι γνωστικό, δε γνωρίζει με δική του πείρα τη δύναμη του λόγου του. Γιατί η ψιλή μάθηση δεν δίνει τη γνώση που αποτελεί έξη.
19. Ο νους που καθαρίστηκε τελείως με τις αρετές, εύλογα μπορεί να [μαθαίνει] τους λόγους των αρετών, κάνοντας δικό του πρόσωπο τη γνώση, η οποία έλαβε από αυτούς θεία χαρακτηριστικά. Γιατί κάθε νους καθ' εαυτόν είναι χωρίς μορφή και χαρακτηριστικά, και παίρνει μορφή επίκτητη είτε τη γνώση που δημιουργήθηκε από τις αρετές με το πνεύμα, είτε την άγνοια που προέρχεται από τα πάθη.
20. Όποιος ξέπεσε από τη θεία αγάπη, έχει βασιλιά του το νόμο της σάρκας που βασιλεύει με την ηδονή, και ούτε μπορεί, ούτε θέλει να φυλάξει καμία θεία εντολή. Γιατί αφού προτίμησε τη φιλήδονη ζωή από τη ζωή και βασιλεία που διεξάγεται με το Πνεύμα του Θεού σύμφωνα με την αρετή, προξένησε στον εαυτό του την άγνοια αντί της γνώσεως.
21. Εκείνος που δε διαβαίνει νοερά προς την εσωτερική πνευματική και θεία ωραιότητα που κρύβεται στο γράμμα του Νόμου, αυτός δημιουργεί τη φιλήδονη σχέση της προαιρέσεως, δηλαδή την προσκόλληση στα κοσμικά και τη φιλοκοσμία, καθώς η μάθησή του βασίζεται μόνο στα λόγια.
22. Ντροπή του στόματος είναι η απασχόληση του νου με φιλόκοσμους και φιλοσώματους λογισμούς. Όταν δηλαδή μένομε στη σωματική διαμόρφωση που δείχνει το γράμμα του Νόμου, είναι φυσικό να γεννιέται κατά την κλίση της προαιρέσεως ο κόσμος, δηλαδή η φιλόκοσμη διάθεση και η νοερή απασχόληση με φιλήδονους λογισμούς. Γιατί με ό,τι έχομε συνδεθεί, αυτό και μελετούμε με το νου μας.
23. Ή πάλι, ντροπή του στόματος είναι η κίνηση του νου που δίνει μορφή στα πάθη και διαμορφώνει το κάλλος σύμφωνα με την ηδονή, ώστε να το δεχτεί η αίσθηση. Γιατί χωρίς την επινοητική δύναμη του νου δεν οδηγείται κάποιο πάθος με κανένα τρόπο σε διάπλαση μιας μορφής. Ή, «ανάθεμα» είναι η πρόσυλη, χωρίς κάλλος και αδιαμόρφωτη κίνηση των παθών, ενώ «ντροπή του στόματος» είναι η νοερή κίνηση που δίνει μορφή στο πάθος ώστε να το δεχτεί η αίσθηση, και προσπορίζει στο πάθος με τις επινοήσεις της κατάλληλο υλικό.
24. Εκείνος που νομίζει ότι οι θυσίες και οι γιορτές, τα σάββατα και οι πρωτομηνιές έχουν διαταχθεί από το Θεό στο νόμο Του για σωματική απόλαυση και ανάπαυση, θα βρεθεί οπωσδήποτε κάτω από την πλήρη κατοχή της ενέργειας των παθών και την ντροπή της ακαθαρσίας των σχετικών με τα πάθη αισχρών λογισμών. Και θα είναι στην εξουσία του φθαρτού κόσμου και της απασχολήσεως με φιλοσώματους λογισμούς, όπως επίσης και του υλικού και της μορφής των παθών, και δε θα μπορεί να θεωρεί πολύτιμο τίποτε άλλο πέρα από τα φθαρτά.
25. Εκείνος που πιστεύει ότι είναι θεία διαταγή να απολαμβάνει σωματικώς όσα ορίζει ο Νόμος, αυτός δέχεται σαν δώρο Θεού τη γαστριμαργία και ζει μαζί της με χαρά, από την οποία γεννά με την παράχρηση τούς τρόπους που μολύνουν την ενέργεια των αισθητών.
26. Όταν το θεωρητικό μέρος της ψυχής αγκαλιάζει τον τρυφηλό βίο σαν θεία εντολή σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, τότε μεταχειρίζεται τις αισθήσεις παρά φύση και δεν αφήνει να φαίνεται καμιάς ενέργειας η φυσική χρήση. Γιατί γεννά και την έξη και την ενέργεια των παθών, και εγκαθιστά μέσα του σαν κάτι θείο τη γαστριμαργία, δημιουργώντας έτσι τους τρόπους που μολύνουν με την παράχρηση τις αισθήσεις, ώστε να αφανίζονται οι φυσικοί λόγοι και τα σπέρματα που βρίσκονται στα όντα.
27. Κανένας που είναι προσηλωμένος στη σωματική λατρεία του Νόμου, δεν μπορεί να δεχτεί διόλου ένα φυσικό λόγο ή λογισμό· γιατί δεν είναι το ίδιο τα σύμβολα και η φύση. Εκείνος που μένει στα σύμβολα του Νόμου, δεν μπορεί να βλέπει σύμφωνα με το λογικό τη φύση των όντων και να προσλαμβάνει τους λόγους τους οποίους έθεσε ουσιωδώς στα όντα ο Δημιουργός, γιατί έχουν διαφορά τα σύμβολα από τη φύση των όντων.
28. Εκείνος που έχει για Θεό την κοιλιά του και νομίζει για δόξα του πράξεις που φέρνουν ντροπή(Φιλιπ. 3, 19), είναι προσηλωμένος με μεγάλη επιμέλεια μόνο στα πάθη της ατιμίας σαν να ήταν πράγματα θεία, και γι' αυτό ασχολείται μόνο με τα πρόσκαιρα, δηλαδή με την ύλη και τη μορφή των πραγμάτων και την κακή χρήση της πενταπλής ενέργειας των αισθήσεων. Γιατί όταν η αίσθηση περιπλεχτεί και ενωθεί με τη ύλη και την μορφή των πραγμάτων, παράγει το πάθος και σκοτώνει και αφανίζει τους φυσικούς λόγους. Πάθος και φύση, σύμφωνα με το λόγο της υπάρξεως, ποτέ δε συνυπάρχουν, γιατί ποτέ δε φαίνεται σε κάποιο πάθος κανένας λόγος φύσεως, όπως ούτε κάποιο πάθος γεννιέται μαζί με τη φύση.
29. Όποιος δεν πιστεύει ότι η Γραφή είναι πνευματική, δεν αισθάνεται ότι είναι φτωχός στη γνώση, αν και πεθαίνει από πείνα. Γιατί είναι πράγματι πείνα η έλλειψη των γνωστών από την πείρα αγαθών και η πλήρης ανέχεια και στέρηση των πνευματικών τροφών που συγκρατούν την ψυχή. Και πώς θα νομίσει κανείς πείνα ή ζημία την ολική αφαίρεση εκείνων που δεν έχει γνωρίσει διόλου;
30. Πεινά πράγματι ο λαός εκείνων που πιστεύουν και έχουν γνωρίσει την αλήθεια, όπως και η ψυχή καθενός που άφησε την πνευματική θεωρία με τη χάρη και υποδουλώθηκε στην τυπική δουλεία του γράμματος και δεν τρέφει το νου με τα πετάγματα των μεγάλων νοημάτων, αλλά γεμίζει την αίσθηση με εμπαθή φαντασία, με τις σωματικές διατυπώσεις των συμβόλων της Γραφής.
32. Κάθε νους που έλαβε από το Χριστό διορατικότητα και δύναμη οράσεως, επιθυμεί πάντοτε και ζητεί το πρόσωπο του Κυρίου. Πρόσωπο του Κυρίου είναι η αληθινή μέσω της αρετής θεωρία και γνώση των θείων, που αναζητώντας την μαθαίνει την αιτία της φτώχειας και της στερήσεώς του. Όπως δηλαδή το πρόσωπο είναι που χαρακτηρίζει τον καθένα, έτσι και η πνευματική γνώση είναι το φανερό χαρακτηριστικό του θείου, κι όποιος τη ζητεί, λέγεται ότι ζητεί το πρόσωπο του Κυρίου. Εκείνος όμως που γίνεται σαρκικός με τις αιματηρές θυσίες σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, αποκτά την άγνοια που επιθυμεί, καθώς δέχεται τις εντολές μόνο από την πλευρά της ηδονής της σάρκας και περιορίζεται σωματικά μόνο στο περιεχόμενο του γράμματος που αντιστοιχεί στην αίσθηση.
33. Όποιος περιορίζεται σε λατρεία σωματική σύμφωνα με το Νόμο, γεννά την έμπρακτη αμαρτία ως ύλη, και ως είδος διαμορφώνει υλικά τη συγκατάθεση του [νου] σ' αυτή με τις ηδονές των αισθήσεων. Εκείνος όμως που εννοεί τη Γραφή πνευματικώς, θανατώνει ως ύλη την ενέργεια τής αμαρτίας, και ως είδος τη συγκατάθεση σ' αυτή μαζί με τους τρόπους κακής χρήσεως της αισθήσεως για ηδονή· και αυτό το κάνει με τους φυσικούς λογισμούς στο ύψος της θεωρίας.
34. Αυτά όλα, την ύλη και το είδος και τους σχετικούς μ' αυτά πέντε τρόπους κακής χρήσεως των πέντε αισθήσεων, εννοώ την εμπαθή και παρά φύση ανάμιξη των αισθήσεων με τα αισθητά, δηλαδή τα πρόσκαιρα και ρευστά, μετά την παρέλευση της σύμφωνης με το γράμμα σωματικής λατρείας που αναφέρεται στο Νόμο, και μετά το ξεπέρασμα της άγνοιας, τα παραδίνει ο πνευματικός λόγος ή νους, για να θανατωθούν, στους υψηλότερους λόγους και λογισμούς της φυσικής θεωρίας, ώστε αυτοί, καθώς θα φτάσουν στο ύψος του νόμου της πνευματικής θεωρίας, ν' αφανίσουν και να θανατώσουν την καθολική σχέση των προσκαίρων με την αίσθηση και το σώμα, η οποία στηρίζεται στα σύμβολα του Νόμου.
35. Χωρίς τη φυσική θεωρία κανείς δε διακρίνει την ανομοιότητα των συμβόλων του Νόμου προς τα θεία. Γιατί αν κανείς, αφού πρωτύτερα αντιληφθεί με τη φυσική θεωρία την ανομοιότητα των συμβόλων με τα θεία και νοητά, δεν ποθήσει να έρθει με το νου στην ωραιότητα των νοητών αφήνοντας έξω ολότελα την αίσθηση, δεν μπορεί να χωριστεί τελείως από τη σωματική ποικιλία που υπάρχει στους [τύπους]. Όσο κινείται μέσα σ' αυτή ακολουθώντας το γράμμα, εύλογα δεν ικανοποιεί την πείνα του για γνώση, γιατί καταδίκασε τον εαυτό του σαν το φίδι να τρώει τη γη(Γέν. 3, 14) της Γραφής, δηλαδή το σωματικό νόημα, και όχι, ακολουθώντας το Χριστό, να τρώει τον ουρανό, δηλαδή το πνεύμα και την ψυχή της Γραφής, πράγμα που είναι το ουράνιο και αγγελικό ψωμί. Θέλω να πω ότι δε θα τρέφεται με την πνευματική θεωρία και γνώση των Γραφών με το φωτισμό του Χριστού, την οποία δίνει άφθονη ο Θεός σ' εκείνους που Τον αγαπούν, όπως είναι γραμμένο: «Τους έδωσε ψωμί του ουρανού· ο άνθρωπος έφαγε ψωμί των αγγέλων»(Ψαλμ. 77, 24-25).
36. Την κατά γράμμα ερμηνεία της Γραφής που γίνεται σύμφωνα με την αίσθηση, επειδή ολοφάνερα γεννά τα πάθη και τη διάθεση που κλίνει προς τα πρόσκαιρα και ρευστά, δηλαδή την εμπαθή ενέργεια της αισθήσεως προς τα αισθητά, είναι ανάγκη να την αφανίσομε, όπως τα παιδιά και τα εγγόνια του Σαούλ(Β΄ Βασ. 21, 8-9), ανυψώνοντας σαν σε όρος τα θεία ρητά μέσω της φυσικής θεωρίας, αν βέβαια επιθυμούμε να εμφορηθούμε από θεία χάρη.
37. Αδικεί την αλήθεια, και ο Νόμος όταν νοείται μόνο κατά γράμμα, και ο λαός των Ιουδαίων, και όποιος άλλος μιμείται τον τρόπο σκέψεώς τους, περιορίζοντας μόνο στο γράμμα τη δύναμη του Νόμου χωρίς να δέχεται, για τη φανέρωση της γνώσεως που κρύβεται μυστικά μέσα στο γράμμα του Νόμου, τη φυσική θεωρία, η οποία είναι το ενδιάμεσο μεταξύ τύπων και αλήθειας και απομακρύνει από τους τύπους όσους την ακολουθούν, ξαναφέρνοντάς τους στην αλήθεια· αυτός, αντίθετα, σαν να αρνείται ολότελα τη φυσική θεωρία και σαν να την αποκλείει από τη μυσταγωγία των θείων. Αυτή λοιπόν τη σωματική και πρόσκαιρη ερμηνεία του Νόμου, επειδή υπόκειται στο χρόνο και τη μεταβολή, πρέπει να αφανίζουν με τη φυσική θεωρία στο όρος, δηλαδή το ύψος της γνώσεως, όσοι έχουν ζήλο για τα θεία θεάματα.
38. Αφανίζει ολότελα το σωματικό νόημα της Γραφής εκείνος που κατά την πρακτική άσκηση φονεύει μέσω της φυσικής θεωρίας τη φιλήδονη και φιλοσώματη σχέση προς την άστατη και ρευστή ύλη, που δημιουργήθηκε στην ψυχή από το γράμμα του Νόμου, [κατασφάζοντας] σαν παιδιά και απογόνους του Σαούλ, διά μέσου της φυσικής θεωρίας, τη χαμαίζηλη ερμηνεία του Νόμου, αφού ανεβεί σαν σε όρος στο ύψος της γνώσεως, και φανερώνοντας ενώπιον τού Κυρίου με την εξομολόγηση ότι πρωτύτερα ερμήνευε το Νόμο σωματικά. Έτσι μπορεί να νοηθεί από τους φιλομαθείς η φράση «να τους κρεμάσουν κάτω από τον ήλιο ενώπιον του Κυρίου»(Β΄ Βασ. 21, 8-9)· να βγάλουν δηλαδή στο φως μέσω της γνώσεως τη σφαλερή προσκόλληση στο γράμμα, πράγμα που σημαίνει να δείξουν στο ύψος της θεωρίας νεκρό το γράμμα του Νόμου, μέσω της πνευματικής γνώσεως.
39. «Το γράμμα φονεύει, ενώ το πνεύμα δίνει ζωή»(Β΄ Κορ. 3, 6), λέει η Γραφή. Γι' αυτό πρέπει, εκείνο που έχει την ιδιότητα να φονεύει, να φονεύεται από το ζωοποιό πνεύμα. Γιατί είναι ολότελα αδύνατο να συνυπάρχουν και να συνενεργούν και τα δύο, το σωματικό και το θείο στοιχείο του Νόμου, δηλαδή το γράμμα και το πνεύμα, αφού ούτε είναι φυσικό να συμφωνεί εκείνο που μπορεί να αφαιρεί τη ζωή μ' εκείνο που κατά φύση την παρέχει.
40. Το πνεύμα είναι που παρέχει ζωή, το γράμμα αφαιρεί τη ζωή. Γι' αυτό δεν είναι δυνατό να πράττει κανείς και το γράμμα και το πνεύμα μαζί, όπως δεν μπορούν να συνυπάρχουν το ζωοποιό με το φθοροποιό.
41. Μυστική περιτομή είναι η τέλεια αφαίρεση της εμπαθούς σχέσεως του νου προς τον κτιστό κόσμο. Γιατί, βλέποντας φυσικώς τα πράγματα, ξέρομε ότι δεν είναι τελειότητα η αφαίρεση της φυσικής αρτιότητας που έχει δώσει ο Θεός. Δεν τελειοποιείται βέβαια η φύση όταν κουτσουρεύεται σύμφωνα με κάποια τέχνη και της αφαιρείται με επιδεξιότητα εκείνο που της έδωσε ο Θεός κατά τη δημιουργία· διαφορετικά, παρουσιάζομε την τέχνη ανώτερη από το Θεό στο να βεβαιώνει τάχα τη δικαιοσύνη, και κάνομε την μελετημένη έλλειψη της φύσεως ικανή ν' αναπληρώσει την έλλειψη δικαιοσύνης κατά τη δημιουργία. Αλλά από τη θέση που έχει στο σώμα το μέλος που περιτέμνεται, διδασκόμαστε να κάνομε προαιρετικά την περιτομή της εμπαθούς διαθέσεως της ψυχής, με την οποία ρυθμίζεται η προαίρεση να συμβαδίζει περισσότερο με τη φύση, διορθώνοντας τον εμπαθή νόμο της σχέσεως προς τον κτιστό κόσμο.
42. Η ακροβυστία είναι κάτι φυσικό. Και κάθε τι το φυσικό είναι έργο θείας δημιουργίας και πολύ καλό, σύμφωνα με το ρητό: «Και είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε και ιδού, ήταν πολύ καλά»(Γέν. 1, 31). Ο Νόμος όμως, με το να διατάζει την αφαίρεση με περιτομή της ακροβυστίας ως ακάθαρτης(Γέν. 17, 10-14), παρουσιάζει το Θεό να διορθώνει με τέχνη το έργο Του, πράγμα που και να το διανοηθεί μόνο κανείς είναι ασεβέστατο. Εκείνος λοιπόν που μελετά από φυσική άποψη τα σύμβολα του Νόμου, γνωρίζει ότι ο Θεός δε διορθώνει τη φύση με την τέχνη, αλλά διατάζει να περιτέμνεται το παθητικό μέρος της ψυχής που οφείλει να υπακούει στο λογικό· αυτό δηλώνεται συμβολικά με το σωματικό μόριο και αποβάλλεται από τη γνώση μέσω της ανδρείας της προαιρέσεως που εκδηλώνεται στην πράξη. Γιατί ο ιερέας που εκτελεί την περιτομή σημαίνει τη γνώση, η οποία έχει για μαχαίρι εναντίον του πάθους την έμπρακτη ανδρεία του λογικού. Σβήνει η παράδοση του Νόμου όταν το πνεύμα υπερτερεί επάνω στο γράμμα.
43. Το Σάββατο(Έξ. 16, 23· 20, 10) είναι η ανάπαυση από τα πάθη και από την κίνηση του νου γύρω από τη φύση των όντων. Ή, είναι η τέλεια απραξία των παθών και η γενική παύση της κινήσεως του νου γύρω από τα δημιουργήματα και η τέλεια μετάβαση προς το Θεό. Εκείνος που έφτασε —όσο είναι δυνατόν— στο Σάββατο αυτό μέσω της αρετής και της γνώσεως, δεν πρέπει διόλου να θυμάται ο,τιδήποτε που σαν ξύλα ανάβουν τα πάθη, ούτε πάλι ν' αναλογίζεται διόλου τους λόγους της φύσεως, για να μη δογματίζομε όπως οι ειδωλολάτρες ότι ο Θεός ευχαριστείται στα πάθη ή μετριέται με τα μέτρα της φύσεως, Αυτός που μόνο η τέλεια σιγή τον κηρύττει, και τον παρουσιάζει η τέλεια και άκρα αγνωσία.
44. «Στεφάνι αγαθότητας»(Ψαλμ. 64, 12) είναι η καθαρή πίστη που είναι στολισμένη σαν με πολύτιμους λίθους από τα υψηλά δόγματα και τους πνευματικούς λόγους και νοήματα, και που στεφανώνει σαν να ήταν κεφάλι το θεοφιλή νου. Ή καλύτερα, «στεφάνι αγαθότητας» είναι αυτός ο Λόγος του Θεού που με την ποικιλία των τρόπων της πρόνοιας και της κρίσεως —δηλαδή με την εγκράτεια των θεληματικών παθών και την υπομονή των ακουσίων— περιβάλλει το νου σαν να ήταν κεφάλι, και με τη μετοχή της χάρης της θεώσεως κάνει το νου ωραιότερο από τον εαυτό του.
45. Εδώ λέει ότι η εγκράτεια είναι έργο της πρόνοιας γιατί καθαρίζει από τα εκούσια πάθη. Η υπομονή λέει ότι είναι έργο της κρίσεως του Θεού, γιατί αντιστέκεται στους αθέλητους πειρασμούς και είναι σύμβολο της πρακτικής φιλοσοφίας και οδηγεί στην αρετή, βγάζοντας από την Αίγυπτο της αμαρτίας εκείνους που ήταν κρατούμενοι σ' αυτή.
46. Ο Θεός δεν πρόσταξε να τιμηθούν το Σάββατο, οι πρωτομηνιές και οι γιορτές επειδή ήθελε να τιμώνται οι ημέρες από τους ανθρώπους —γιατί έτσι θα όριζε ως εντολή του Νόμου το να λατρεύεται η κτίση και όχι ο Κτίστης(Ρωμ. 1, 25) και να θεωρούνται ιερές οι ημέρες και γι' αυτό άξιες να προσκυνούνται· αλλά υπέδειξε συμβολικά να τιμάται Αυτός μέσω των ημερών. Γιατί Αυτός είναι Σάββατο, καθώς είναι ανάπαυση της ψυχής από τους κόπους της σάρκας και παύση των αγώνων της αρετής· είναι Πάσχα, ως ελευθερωτής εκείνων που κρατούνται στην πικρή δουλεία της αμαρτίας· είναι Πεντηκοστή, ως αρχή και τέλος των όντων και λόγος με τον οποίον υπάρχουν εκ φύσεως τα πάντα. Πρόσεξε πώς ο Νόμος καταστρέφει εκείνους που τον εννοούν σωματικώς, με το να τους πείθει να λατρεύουν την κτίση και όχι τον Κτίστη, και να νομίζουν εκ φύσεως ιερά εκείνα που έγιναν γι' αυτούς, ν' αγνοούν όμως Εκείνον, για τον όποιο δημιουργήθηκαν οι ίδιοι.
47. Ο κόσμος είναι τόπος πεπερασμένος και σταθερότητα περιορισμένη. Ο χρόνος είναι κίνηση περιορισμένη, και γι' αυτό η κίνηση όσων ζούν μέσα σ' αυτόν υπόκειται σε αλλοίωση. Όταν η φύση ξεπεράσει και το χρόνο και τον τόπο κατά την ενέργεια και την έννοια, δηλαδή τα απαραίτητα, την πεπερασμένη σταθερότητα και κίνηση, και ενωθεί κατά τρόπο άμεσο με την Πρόνοια, τότε βρίσκει στην Πρόνοια λόγο απλό και σταθερό κατά τη φύση, που δεν περιορίζεται από τίποτε και γι' αυτό δεν έχει και καμία εντελώς κίνηση.
48. Η φύση, επειδή βρίσκεται χρονικώς μέσα στον κόσμο, έχει κίνηση που υπόκειται σε αλλοίωση λόγω της πεπερασμένης σταθερότητας του κόσμου και της μεταβαλλόμενης φοράς του χρόνου. Όταν φτάσει στο Θεό, επειδή Αυτός είναι εκ φύσεως μονάδα, θα έχει στάση ακίνητη και στάσιμη ταυτοκινησία που θα γίνεται αιωνίως γύρω από Αυτό που είναι ένα και μοναδικό και πάντα το ίδιο. Αυτή έχει λεχθεί ότι είναι η άμεση και μόνιμη εγκατάσταση γύρω από το πρώτο Αίτιο εκείνων που δημιουργήθηκαν απ' Αυτό.
49. Το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι η άμεση ένωση των προνοουμένων με την πρόνοια, δηλαδή η ένωση της φύσεως με το Λόγο σύμφωνα με τη διευθέτηση της πρόνοιας, κατά την οποία δεν υπάρχει καμιά εντελώς ένδειξη χρόνου και γενέσεως. Ο Λόγος είναι επίσης η σάλπιγγά μας(Λευϊτ. 23, 24), γιατί μας κάνει ν' ακούμε τις θείες και ανέκφραστες γνώσεις· είναι η εξιλέωσή μας(Λευϊτ. 25, 9), γιατί στον εαυτό Του διαλύει τα αμαρτήματά μας, αφού έγινε όμοιος μ' εμάς, και με τη δωρεά της χάρης θεοποιεί μέσω του Πνεύματος τη φύση που αμάρτησε· και είναι Σκηνοπηγία(Λευϊτ. 23, 42), γιατί είναι η πραγμάτωση της αμεταβλησίας μας στο καλό σύμφωνα με τη θεομίμητη έξη που αποκτούμε, και ο δεσμός που μας συνέχει κατά τη μεταποίησή μας προς την αθανασία.
50. Εκείνος που δέχεται με χαρά τις αιματηρές θυσίες, είναι εμπαθής και κάνει εκείνους που θυσιάζουν σ' αυτόν, να καλλιεργούν τα πάθη· γιατί ο γνήσιος προσκυνητής αγαπά να χαίρεται με ό,τι χαίρεται αυτός που προσκυνεί. Γι' αυτό η Γραφή εννοεί ως θυσίες μάλλον τη σφαγή των παθών και την προσφορά των φυσικών δυνάμεων. Απ' αυτές, τύπος του λόγου είναι το κριάρι(Λευϊτ. 5,15), σύμβολο του θυμού ο ταύρος(Έξ. 29, 36) και υποδήλωση της επιθυμίας η αίγα(Αρ. 15, 27).
51. Γνωρίζομε ότι θυσίες πνευματικές είναι όχι μόνο η νέκρωση των παθών που σφάζονται με το μαχαίρι του Πνεύματος, δηλαδή το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17), και η εκούσια κένωση και χύση όλης της σαρκικής ζωής σαν να ήταν αίμα, αλλά και η προσφορά όλης της ενάρετης διαγωγής και όλων των φυσικών δυνάμεων, που αφιερώνονται στο Θεό και ολοκαυτώνονται με τη φωτιά της χάρης του Πνεύματος προς την θεία τελείωση.
52. Το γήινο νόημα της Γραφής, όταν κυριεύει την ψυχή, αποβάλλει τους φυσικούς λόγους, εξαφανίζοντάς τους με την παράχρηση των φυσικών δυνάμεων. Γιατί όταν αυτό ζει, εξολοθρεύει πράγματι και καταδιώκει και καταστρέφει τους φυσικούς λόγους και λογισμούς, περιορίζοντας το Νόμο μόνο στη σάρκα και τιμώντας σαν θεία τα πάθη της αμαρτίας, τα οποία οι φυσικοί λογισμοί, αφού πάρουν θάρρος από τον νόμο του πνεύματος, τα χτυπούν και τα θανατώνουν.
53. Όταν κανείς ασχοληθεί λογικά με την εργασία των αρετών, ταυτόχρονα μεταφέρει φυσικά το νόημα των Γραφών προς το πνεύμα, λατρεύοντας έμπρακτα το Θεό μέσω των υψηλών θεωριών με τρόπο νέο, όπως καθοδηγεί το πνεύμα, και όχι με τον παλιό τρόπο που όριζε το γράμμα του Νόμου(Ρωμ. 7, 6) και που με την ταπεινότερη σωματική ερμηνεία του σύμφωνα με την αίσθηση κάνει τον άνθρωπο να καλλιεργεί τα πάθη, όπως οι Ιουδαίοι, και να υπηρετεί την αμαρτία.
54. Όταν κανείς πάψει να ερμηνεύει τη Γραφή σωματικά και σύμφωνα με την αίσθηση, αμέσως ανατρέχει με το νου προς το πνεύμα διά μέσου της φύσεως, πράττοντας πνευματικώς εκείνα, τα οποία επιτελούσε σωματικώς ο Ιουδαίος και προκαλούσε την οργή του Θεού.
55. Κάθε νους υψηλός κατά Θεόν και μεταρσιωμένος, κατασφάζει συγχρόνως και την ενέργεια των παθών και την άπρεπη κίνηση των λογισμών, όπως επίσης και τους ακόλαστους τρόπους που οφείλονται στην κακή χρήση της ενέργειας των αισθήσεων. Γιατί τα πάθη φονεύονται από τους υψηλούς λογισμούς της φύσεως, αφού νικηθούν θριαμβευτικά κατά την υψηλή θεωρία.
56. Το κράτος της αμαρτίας, δηλαδή το σαρκικό φρόνημα, το αφανίζει η χάρη του αγίου Βαπτίσματος, ενώ η έμπρακτη υπακοή στις θείες εντολές το φονεύει με το μαχαίρι του Πνεύματος(Εφ. 6, 17) —δηλαδή με το λόγο της θείας γνώσεως που χορηγεί το Πνεύμα—, φωνάζοντας μυστικά προς το πάθος της αμαρτίας, όπως φώναξε ο μέγας Σαμουήλ προς τον Άγαγ: «Επειδή το μαχαίρι σου άφησε γυναίκες χωρίς παιδιά, θα μείνει σήμερα χωρίς παιδί η μητέρα σου»(Α΄ Βασ. 15, 33).
57. Το πάθος της γαστριμαργίας άφησε πολλές αρετές χωρίς παιδιά, χρησιμοποιώντας σαν μαχαίρι το γλιστερό λογισμό της ηδονής. Γιατί με την ακράτεια φονεύει τα σπέρματα της σωφροσύνης, με την πλεονεξία καταστρέφει την ισοτιμία της δικαιοσύνης και με τη φιλαυτία κόβει το φυσικό σύνδεσμο της φιλανθρωπίας. Και γενικά, το πάθος της γαστριμαργίας καταστρέφει όλους τους καρπούς των αρετών.
58. Το πάθος της γαστριμαργίας σκοτώνει τους θείους καρπούς των αρετών, κι αυτό σκοτώνεται με τη χάρη της πίστεως, με την υπακοή των θείων εντολών και με το λόγο της γνώσεως.
59. Ο Κύριός μας είναι αληθινά φως των εθνών(Ησ. 49, 6· Λουκ. 2, 32), γιατί ανοίγει με την αληθινή επίγνωση τα μάτια της διάνοιάς τους που ήταν κλειστά από το βαθύ σκοτάδι της άγνοιας, και γιατί με τη θεία αναστροφή Του έκανε τον εαυτό Του για τους πιστούς λαούς άριστο παράδειγμα αρετής και έγινε σ' αυτούς τύπος και υπογραμμός ενάρετου προσώπου· προς τον Οποίο αποβλέποντας ως αρχηγό της σωτηρίας μας(Εβρ. 2, 10), κατορθώνομε κατά μίμησή Του, όσο μας είναι δυνατόν, τις αρετές στην πράξη.
60. Καθένας που από φθόνο μισεί και διαβάλλει εκείνον που είναι δυνατότερός του στους αγώνες των αρετών και τον πλούτο του λόγου της πνευματικής γνώσεως, είναι Σαούλ που πνίγεται από πονηρό πνεύμα(Α΄ Βασ. 16, 14), καθώς δεν υποφέρει τη δόξα της αρετής και της γνώσεως του καλυτέρου του. Και αυτό που τον φέρνει σε μεγαλύτερη μανία είναι ότι δεν μπορεί να σκοτώσει τον ευεργέτη του(Α΄ Βασ. 18, 10-11). Πολλές φορές διώχνει με κακό τρόπο και αυτόν τον φίλτατο Ιωνάθαν(Α΄ Βασ. 20, 30-34), δηλαδή τον έμφυτο λογισμό της συνειδήσεως, που τον ελέγχει για το άδικο μίσος και διηγείται με φιλαλήθεια τα κατορθώματα του άλλου.
61. Ας παρακαλέσομε κι εμείς τον νοητό Δαβίδ, να παίξει την κιθάρα της πνευματικής θεωρίας και γνώσεως στο νου μας, που κάνει σαν επιληπτικός για τα υλικά, και να διώξει το πονηρό πνεύμα της εμπλοκής της αισθήσεως στα υλικά, ώστε να μπορέσομε να κατανοήσομε το Νόμο πνευματικά και να βρούμε μυστικά το λόγο που είναι κρυμμένος μέσα σ' αυτόν και να τον κάνομε μόνιμο κτήμα μας, χρήσιμο για το δρόμο της αιώνιας ζωής.
62. Καθένας που επιθυμεί τη σωτηρία του, προσηλώνεται οπωσδήποτε ή στην πράξη ή στη θεωρία· γιατί χωρίς αρετή και γνώση, απολύτως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να σωθεί. Αφού βέβαια ιδίωμα της αρετής είναι η υποταγή των κινημάτων του σώματος και η σοφή αναχαίτιση, με τον ορθό λογισμό σαν με χαλινάρι, της φοράς του προς τα άτοπα· κι αφού ιδίωμα της θεωρίας είναι το να έχει τη φρόνηση να προτιμά και να εγκρίνει εκείνα που εξετάστηκαν και κρίθηκαν ορθά.
63. Εκείνο που νοεί είναι νοερό, και αυτό που νοείται είναι νοητό· ενώ τροφή και κατά κάποιο τρόπο ουσία εκείνου που νοεί είναι αυτό που νοείται. Εύλογα λοιπόν ο Θεός, επειδή Αυτός είναι που νοείται από τους ασώματους νόες και γίνεται νοητός σ' αυτούς όσο μπορούν να τον φτάσουν, τους φωτίζει εσωτερικά, οπότε ο νους και νοεί και τρέφεται.
64. Άλλο είναι νοητό και άλλο νοερό· γιατί, όπως είπαμε, το νοητό είναι σαν τροφή του νοερού. Αφού βέβαια εκείνο που νοείται, που είναι δηλαδή νοητό, είναι μεγαλύτερο και θεωρείται προγενέστερο από αυτό που νοεί, το οποίο είναι νοερό. Γιατί νοερά λέγονται όσα, επειδή [είναι] νόες, νοούν τα νοητά τα οποία είναι παραπάνω από αυτά. Νοητό είναι εκείνο που νοείται, το οποίο είναι και τροφή του νοερού, δηλαδή αυτού που νοεί.
65. Πρέπει να γνωρίζομε ότι τα αιτιατά (τα αποτελέσματα) φέρουν κατά το δυνατό τις εικόνες των αιτίων. Αιτιατά είναι όλα όσα έχουν δημιουργηθεί. Αίτια είναι εκείνα που τα δημιούργησαν. Καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ αιτίων και αιτιατών.
66. (Το κεφάλαιο αυτό έχει ληφθεί από έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.) Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νούς μας έχει τη δύναμη να νοεί, μέσω της οποίας βλέπει τα νοητά· έχει επίσης την ικανότητα προς ένωση, η οποία ανυψώνει τη φύση του νου, και με αυτή ενώνεται με όσα είναι πέρα από αυτόν. Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο πρέπει να νοήσομε ότι γίνεται η ένωση με το Θεό και όχι με τα δικά μας μέσα, αλλά με μία ολοκληρωτική έκσταση από τον εαυτό μας και με το να γίνομε ολόκληροι του Θεού· γιατί είναι καλύτερο να ανήκομε στο Θεό παρά στον εαυτό μας. Μόνο σ' όσους ανήκουν στο Θεό θα δοθούν τα θεία.
67. (Σχόλιο στο παραπάνω.) Ο νους, θέλοντας να νοήσει, κατεβαίνει από τον εαυτό του στις νοήσεις. Οι νοήσεις είναι κατώτερες εκείνου ο οποίος νοεί, γιατί είναι αντικείμενα νοήσεως και κατανοήσεως και εύλογα αποτελούν διασκορπισμό και διάσπαση της ενότητας του νου· γιατί ο νους είναι απλός και αδιαίρετος, ενώ οι νοήσεις είναι πάμπολλες, μπορούν να διασκορπιστούν, και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μορφές του νου. Γι' αυτό τα νοερά, δηλαδή όσα νοούν, είναι κατώτερα των νοητών, δηλαδή όσων νοούνται. Ένωση του νου εννοεί —όπως αναφέρει σαφέστερα στα παρακάτω— εκείνη με την οποία ο νους υψώνεται προς όσα είναι πέρα απ' αυτόν, δηλαδή πλησιάζει στη θεωρία του Θεού, με το να βγει έξω από όλα τα αισθητά και νοητά και από την ίδια του την κίνηση. Έτσι κατόπιν δέχεται την ακτίνα της θείας γνώσεως.
68. Αν το νοερό κινείται νοερά, ανάλογα δηλαδή με τον εαυτό του, οπωσδήποτε και νοεί. Και αν νοεί, οπωσδήποτε και αγαπά αυτό που νόησε. Κι αν αγαπά, πάσχει οπωσδήποτε και την έκσταση προς αυτό το εραστό. Κι αν πάσχει, είναι φανερό ότι και σπεύδει. Κι αν σπεύδει, οπωσδήποτε και δυναμώνει τη σφοδρότητα της κινήσεώς του. Κι αν δυναμώνει με σφοδρότητα την κίνηση, δε σταματά μέχρις ότου βρεθεί όλο μέσα σ' όλο το εραστό και περιληφθεί όλο σε όλο εκείνο θεληματικά και δεχτεί αυτοπροαίρετα αυτόν το σωτήριο περιορισμό, για να γίνει όλο της ίδιας ποιότητας με όλο εκείνο που το περιορίζει, ώστε στο εξής να μη θέλει διόλου να μπορεί να γνωρίζεται το ίδιο από τον εαυτό του, αλλά από εκείνο που το περιορίζει: όπως ο αέρας γίνεται τελείως φωτεινός από το φως, και το σίδερο όλο γίνεται τελείως πυρακτωμένο από τη φωτιά, κι όπως και σ' άλλα παρόμοια παραδείγματα συμβαίνει.
69. Δεν υπάρχει ακριβής ομοιότητα μεταξύ των αιτιατών και των αιτίων, αλλά τα αιτιατά φέρουν κατά το δυνατόν τις εικόνες των αιτίων, τα ίδια όμως τα αίτια είναι υψηλότερα από τα αιτιατά και είναι θεμελιωμένα πάνω από αυτά σύμφωνα με το αρχικό λόγο τους. Γιατί τα ιδιώματα των αιτιατών προϋπάρχουν ουσιαστικά και με αφθονία μέσα στα αίτια.
70. Αιτιατά είναι όλα τα δημιουργήματα, είτε στον ουρανό, είτε στη γη. Αίτια είναι εκείνα που τα δημιούργησαν, δηλαδή οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Είναι φανερό λοιπόν ότι καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ αιτίων και αιτιατών.
71. Είναι στενή η σχέση όσων νοούν με όσα νοούνται, καθώς και η σχέση όσων αισθάνονται με τα αισθητά. Ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από ψυχή και από σώμα με αισθήσεις, με την αμοιβαία φυσική σχέση και ιδιότητα που έχει ως προς τα δύο τμήματα της κτίσεως (τα νοούμενα και τα αισθητά), και περιορίζεται και περιορίζει· το ένα κατά την ουσία του, το άλλο με τη δύναμη. Περιορίζεται δηλαδή από τα αισθητά και νοητά, επειδή είναι ψυχή και σώμα, και μπορεί να τα περιορίζει, επειδή νοεί και αισθάνεται. Ο Θεός όμως υπάρχει κατά τρόπο απλό και απεριόριστο πάνω απ' όλα τα όντα, και όσα περιέχουν άλλα, και όσα περιέχονται, επειδή δεν έχει καμιά ολότελα σχέση με κανένα.
72. Κάθε ηδονή από τις απαγορευμένες, γίνεται από πάθος διά μέσου της αισθήσεως και σε σχέση με κάτι αισθητό. Γιατί η ηδονή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μορφή της αισθήσεως που μορφοποιείται στο αισθητικό μέρος του ανθρώπου μέσω κάποιου αισθητού. Ή είναι τρόπος ενέργειας της αισθήσεως που αποτελείται από παράλογη επιθυμία. Γιατί αν η επιθυμία προστεθεί στην αίσθηση, μεταπίπτει στην ηδονή, δίνοντας σ' αυτή μορφή· και η αίσθηση, όταν κινηθεί με επιθυμία, προξενεί ηδονή, αφού προσλάβει το αισθητό. Οι Άγιοι λοιπόν, όταν κατάλαβαν ότι η ψυχή, με την έξω από τη φύση της κίνηση προς την ύλη διά μέσου της σάρκας, φοράει τη χωμάτινη μορφή, έθεσαν σκοπό να κινηθούν οι ίδιοι κατά φύση προς το Θεό διά μέσου της ψυχής και να κάνουν και τη σάρκα όπως πρέπει οικεία στο Θεό, καλλωπίζοντάς την, όσο είναι δυνατόν, με τις θείες ανταύγειες διά της ασκήσεως των αρετών.
73. Οι Άγιοι πέρασαν με μεγαλοσύνη τον παρόντα αιώνα των αγώνων, σύμφωνα με τον αληθινό και χωρίς σφάλματα τρόπο τής κατά φύση κινήσεως. Ένωσαν διά μέσου του λογικού την αίσθηση με το νου που κατείχε [απλούς] τους λόγους των όντων, και το νου που ελευθερώθηκε ολότελα από την κίνηση γύρω από τα όντα και ηρέμησε και από αυτή τη φυσική του ενέργεια ακόμη, τον πρόσφεραν στο Θεό. Και αφού έτσι μαζεύτηκαν ολοκληρωτικά στο Θεό, αξιώθηκαν να γίνουν ολόκληροι ένα με όλο το Θεό μέσω του Πνεύματος, αφού φόρεσαν όλη την εικόνα του επουρανίου(Α΄ Κορ. 15, 49) —όσο είναι δυνατόν στους ανθρώπους— και είλκυσαν τόσο από τη θεία εμφάνεια, αν επιτρέπεται να το πούμε, όσο ελκύστηκαν κι αυτοί και παραδόθηκαν στο Θεό.
74. Ο Θεός και ο άνθρωπος, καθώς λένε, είναι το παράδειγμα ο ένας του άλλου. Και τόσο ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος για τον άνθρωπο, όσο ο άνθρωπος μπόρεσε με την αγάπη να κάνει τον εαυτό του όμοιο με το Θεό. Και τόσο αρπάζεται νοερά ο άνθρωπος από το Θεό προς τη γνώση, όσο ο άνθρωπος έκανε φανερό μέσω των αρετών του το Θεό που είναι φύσει αόρατος.
75. Καθένας που νέκρωσε τα γήινα μέλη του(Κολ. 3, 5) και έσβησε όλο το φρόνημα της σάρκας του και τίναξε από πάνω του τη σχέση με τη σάρκα, με την οποία διαμοιράζεται η αγάπη μας που μόνο στο Θεό οφείλεται, και αρνήθηκε τα γνωρίσματα της σάρκας και του κόσμου για τη θεία χάρη, ώστε να μπορεί να λέει μαζί με τον μακάριο απόστολο Παύλο: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού κλπ.»(Ρωμ. 8, 35), αυτός έγινε χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία(Εβρ. 7, 3), όπως ο μέγας Μελχισεδέκ, χωρίς να έχει τίποτε από τη σάρκα και την ανθρώπινη φύση που να τον κρατά, λόγω της συνάφειάς του με το πνεύμα.
77. Απόδειξη όχι μικρή ότι έχει σπαρθεί μέσα μας εκ φύσεως η γνώση της πρόνοιας, μας δίνει η ίδια η φύση: χωρίς να το διδαχθούμε, μας κάνει στις ξαφνικές συμφορές μας να ζητούμε με τις προσευχές μας από το Θεό να μας σώσει. Όταν δηλαδή βρεθούμε σε ξαφνική ανάγκη, χωρίς να θέλομε και πριν σκεφτούμε κάτι, επικαλούμαστε το Θεό. Είναι σαν να μας τραβά η ίδια η πρόνοια του Θεού προς τον εαυτό της και χωρίς δική μας σκέψη, νικώντας σε ταχύτητα τη νοερή δύναμή μας, μας δείχνει από πριν ότι η θεία βοήθεια είναι δυνατότερη απ' όλα τα μέσα. Δε θα μας οδηγούσε η φύση χωρίς να θέλομε σε κάτι που δεν είναι φυσικό. Και κάθε τι που είναι φυσικά επόμενο σε κάτι, είναι σε όλους φανερό ότι έχει τη δύναμη της αλήθειας ως ισχυρή και ακαταμάχητη απόδειξη.
78. Από τα όντα, άλλα είναι αγαθά κι άλλα κακά, κι αυτά είναι ή παρόντα ή μέλλοντα. Το αγαθό που περιμένομε, προκαλεί επιθυμία, ενώ όταν είναι παρόν, ηδονή· και πάλι το κακό που περιμένομε, προκαλεί φόβο, ενώ όταν είναι παρόν, λύπη. Ώστε, σε σχέση με τα καλά, είτε είναι πραγματικά, είτε νομίζονται τέτοια, υπάρχει και θεωρείται η ηδονή και η επιθυμία, ενώ σε σχέση με τα κακά, η λύπη και ο φόβος. Γιατί όταν πετυχαίνει η επιθυμία, προξενεί ηδονή, ενώ όταν δεν πετυχαίνει, προξενεί λύπη.
79. Κάθε λύπη, όπως λένε, είναι από τη φύση της κακό. Και αν ο αγωνιστής των αρετών λυπάται για τα δεινά των άλλων, ως ελεήμων, δε λυπάται ωστόσο από πριν σύμφωνα με την πρόθεσή του, αλλά εκ των υστέρων λόγω της περιστάσεως. Ο θεωρητικός όμως και σ' αυτά ακόμη είναι απαθής, γιατί ένωσε τον εαυτό του με το Θεό και τον αποξένωσε από όλα τα εδώ πράγματα.
80. Όλοι οι Άγιοι διαβήκαν τον παρόντα αιώνα προσηλωμένοι γνήσια στο θείο και απλανή λόγο, χωρίς να στηρίξουν την πορεία της ψυχής τους σε κανένα από τα ευχάριστα του κόσμου. Γιατί αφού άπλωσαν εύλογα το νου τους προς τους ακραίους από τους κατορθωτούς για τους ανθρώπους λόγους περί Θεού, εννοώ τους λόγους της αγαθότητας και της αγάπης, έμαθαν ότι από αυτούς κινήθηκε ο Θεός κι έδωσε στα όντα και την ύπαρξη και τη μακαριότητα, αν βέβαια επιτρέπεται, προκειμένου περί του Θεού που είναι ο μόνος ακίνητος, να μιλάμε για κίνηση· μάλλον είναι η βούλησή Του που τα πάντα κινεί και φέρνει στην ύπαρξη και συγκρατεί, ουδέποτε όμως κινείται.
81. Η ψυχή, επειδή είναι ουσία νοερή και λογική, και νοεί και συλλογίζεται. Ως δύναμη έχει το νου, ως κίνηση τη νόηση και ως ενέργεια το νόημα. Γιατί αυτό είναι το πέρας της νοήσεως, και εκείνου που νοεί και εκείνου που νοείται, επειδή καθορίζει τη σχέση των δύο αυτών άκρων μεταξύ τους. Όταν δηλαδή η ψυχή νοεί, σταματά να νοεί εκείνο που νοήθηκε πιά, αφού το έχει νοήσει. Γιατί εκείνο που έχει νοηθεί μια φορά, δεν προσελκύει πλέον τη δύναμη της νοήσεως. Και έτσι κάθε νόημα δέχεται στάση της νοήσεως, της σχετικής μ' αυτό που νοήθηκε.
82. Όπως η άγνοια χωρίζει εκείνους που έχουν πλανηθεί, έτσι η παρουσία του νοητού φωτός συνάγει τους φωτιζομένους και τους ενώνει και τους τελειοποιεί και τους επιστρέφει προς το όντως Ον, αποσπώντας τους από τις πολλές δοξασίες και τις ποικίλες μορφές, ή καλύτερα φαντασίες, και συνάγοντάς τους σε μία αληθινή και καθαρή και απλή γνώση και χορταίνοντάς τους με το ένα φως που συντελεί στην ένωσή τους.
83. Το καλό είναι το ίδιο με το αγαθό, γιατί το καλό και αγαθό όλα το επιθυμούν με κάθε αιτία και δεν υπάρχει κανένα ον που να μη μετέχει στο καλό και αγαθό. Γιατί σε όλα τα όντα το καλό και αγαθό, καθώς είναι όντως θαυμαστό, είναι επιθυμητό και αγαπητό και αρεστό και προτιμητό και αξιαγάπητο. Σημείωσε ότι ο θείος έρωτας, ο οποίος προϋπήρχε μέσα στο αγαθό, γέννησε τον αγαθό έρωτα μέσα μας, με τον οποίο επιθυμούμε το καλό και αγαθό, σύμφωνα μ' εκείνον που είπε: «Έγινα εραστής της ομορφιάς της»(Σ. Σολ. 8, 2), και: «Αγάπησέ την και θα σε προφυλάξει· περιφρούρησέ την και θα σε ανυψώσει»(Παροιμ. 4, 6).
84. Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό, ως έρωτας που είναι και αγάπη, κινείται, ως εραστό δε και αγαπητό, κινεί προς τον εαυτό Του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτα και αγάπης. Και για να το ξαναπούμε καθαρότερα, κινείται, γιατί προξενεί μια εσωτερική σχέση έρωτα και αγάπης σ' εκείνα που είναι δεκτικά τούτων και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικό της επιθυμίας εκείνων που κινούνται προς Αυτό. Και πάλι, κινεί και κινείται, γιατί διψά να διψάται, και ποθεί να ποθείται, και αγαπά να αγαπιέται.
85. (Το κεφάλαιο αυτό έχει ληφθεί από έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.) Ο θείος έρωτας είναι από τη φύση του εκστατικός, μην αφήνοντας τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους αγαπημένους τους. Και αυτό το δείχνουν τα ανώτερα, από την πρόνοια που έχουν για τα κατώτερα· και εκείνα που είναι της ίδιας σειράς, από την μεταξύ τους συνοχή· και τα χαμηλότερα, από την θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο μέγας Παύλος, ο οποίος κυριεύθηκε από το θείο έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: «Δε ζω πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»(Γαλ. 2, 20), σαν αληθινός εραστής που είχε υποστεί έκσταση προς το Θεό, όπως λέει ο ίδιος(Β΄ Κορ. 5, 13), και δε ζούσε πιά τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του, ως υπερβολικά αγαπητή.
86. (Και τούτο επίσης είναι του αγίου Διονυσίου.) Ας τολμήσομε να πούμε και τούτο για χάρη της αλήθειας, ότι και Αυτός ο Αίτιος των όλων, εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτα για όλα, από την υπερβολή της ερωτικής αγαθότητας, βγαίνει έξω από τον εαυτό Του με τις πρόνοιές Του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιο τρόπο, από την αγαθότητα και την αγάπη και τον έρωτα, και από εκεί που είναι πάνω απ' όλα και απ' όλα απείρως ψηλότερα, κατεβαίνει σε όλα, με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιωδώς από τον εαυτό Του. Γι' αυτό και εκείνοι που ξέρουν πολύ καλά τα θεία, τον ονομάζουν ζηλωτή(Δευτ. 5, 9), επειδή έχει πολύ και αγαθό έρωτα προς τα όντα, και η ερωτική επιθυμία Του διεγείρει το ζήλο Του και τον αποδεικνύει ζηλωτή· κι εκείνα που τον επιθυμούν, έχουν ζήλο προς Αυτόν, και Αυτός δείχνει ζήλο προς εκείνα, για τα οποία προνοεί.
87. Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του έρωτα, όπως λένε, είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί Αυτός, ενώ αυτά υπήρχαν μέσα Του, τα πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματα. Και σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί: «Ο Θεός είναι αγάπη»(Α΄ Ιω. 4, 16), και πάλι: «Γλυκύτητα και επιθυμία»(Άσμα 5, 16), δηλαδή έρωτας. Το αντικείμενο της αγάπης και του έρωτα, αληθινά είναι Αυτός. Λοιπόν, με το να ξεχύνεται από Αυτόν ο αγαπητικός έρωτας, λέγεται ότι κινείται Αυτός ο οποίος τον γεννά· με το να είναι Αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα που είναι στραμμένα και βλέπουν προς Αυτόν, ανάλογα με τη δύναμη της επιθυμίας τους.
88. Γνώριζε ότι ο Θεός γίνεται προαγωγός και κινεί προς την ερωτική συνάφεια που ενεργεί το Πνεύμα· γίνεται δηλαδή μεσίτης γι' αυτήν και συναρμόζει σ' αυτήν, ώστε τα δημιουργήματά Του να νιώθουν έρωτα και αγάπη προς Αυτόν. Λέμε ότι «κινεί», επειδή Αυτός κινεί τα πλάσματά Του —το καθένα σύμφωνα με το λόγο της ουσίας του— να επιστρέφει προς Αυτόν. Η λέξη τώρα «προαγωγός», αν και στους κοσμικούς έχει κακόφημη σημασία, εδώ σημαίνει τη μεσιτεία που επιφέρει την ένωση με το Θεό.
89. Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋπάρχει στο αγαθό, επειδή είναι απλή και κινείται από τον εαυτό της και πηγάζει από το αγαθό, πάλι σ' αυτό ξαναγυρίζει, γιατί είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση με το θείο. Γιατί η αγαπητική ένωση με το Θεό, είναι πολύ πάνω και πολύ έξω από κάθε άλλη ένωση.
90. (Το κεφάλαιο αυτό είναι από έργο του αγίου Ιεροθέου.) Τον έρωτα, είτε το θείο πούμε, είτε τον αγγελικό, είτε το νοερό, είτε τον ψυχικό, είτε το φυσικό, πρέπει να τον εννοήσομε σαν μια δύναμη που προξενεί ένωση και σύμμιξη. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα· και εκείνα που είναι της ίδιας σειράς, να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία· και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν προς τα καλύτερα και ανώτερά τους.
92. Οι Άγιοι έφτασαν να γίνουν αγαθοί και φιλάνθρωποι, σπλαχνικοί και οικτίρμονες, και έπεισαν τους εαυτούς των να έχουν την ίδια διάθεση αγάπης προς όλο το ανθρώπινο γένος. Με την αγάπη αυτή έγιναν κάτοχοι για όλη τους τη ζωή του πιο εξαιρετικού απ' όλα τα αγαθά, δηλαδή της ταπεινώσεως, η οποία φυλάει τα αγαθά και καταστρέφει τα κακά. Και έτσι δεν κυριεύτηκαν από κανέναν από τους πειρασμούς που τους ενοχλούσαν, ούτε από τους εκούσιους που είναι στην εξουσία μας, ούτε από τους ακούσιους που δεν είναι στο χέρι μας. Αυτό το πέτυχαν με το να καταμαραίνουν με την εγκράτεια τις επαναστάσεις των εκούσιων πειρασμών, και με το να αποκρούουν τους ακούσιους με την υπομονή.
93. Την τέλεια πράξη της αρετής την προξενεί η ορθή πίστη και ο ανόθευτος φόβος του Θεού. Την χωρίς πλάνες φυσική θεωρία κατά την πνευματική ανάβαση, η βέβαιη ελπίδα και η υγιής σύνεση. Και τη θέωση κατά την ανάληψή μας στο Θεό, την προξενεί η τέλεια αγάπη και ο νους που λόγω της υπεροχικής του θέσεως έγινε θεληματικά τυφλός για όλα τα όντα.
94. Έργο της πρακτικής φιλοσοφίας είναι, όπως λένε, να κάνει το νου καθαρό από κάθε εμπαθή φαντασία. Της φυσικής θεωρίας, να αναδείξει το νου κάτοχο όλης της αληθινής γνώσεως των όντων, της σχετικής με την αιτία της υπάρξεώς τους. Και της θεολογικής μυήσεως, να κάνει το νου όμοιο με το Θεό, και όσο είναι δυνατό, ίσο με Αυτόν με τη χάρη, ώστε εξαιτίας της υπεροχής του να μη νοεί πιά τίποτε από όσα είναι έπειτα από το Θεό.
95. Ό,τι είναι ο αιθέρας, δηλαδή το πύρινο στοιχείο, στον αισθητό κόσμο, τούτο στον κόσμο της διάνοιας είναι η φρόνηση, ως έξη ικανή να φωτίζει, να αποκαλύπτει τους πνευματικούς λόγους τούς ιδιαίτερους σε καθένα από τα όντα, φανερώνοντας χωρίς πλάνη μέσω αυτών την Αιτία που υπάρχει σε όλα, και να ελκύει την επιθυμία της ψυχής προς το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι ο αέρας, τούτο στον κόσμο της διάνοιας είναι η ανδρεία, ως έξη ικανή να κινεί, να συνέχει και να δραστηριοποιεί την έμφυτη πνευματική ζωή, και να τονώνει την αεικινησία της ψυχής προς το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι το νερό, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η σωφροσύνη, ως έξη που προξενεί τη ζωτική γονιμότητα του πνεύματος και γεννά την αέναη ερωτική γοητεία της επιθυμίας από το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι η γη, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η δικαιοσύνη, ως έξη που γεννά όλους τους λόγους των όντων σύμφωνα με το είδος τους και απονέμει με ισότητα στο καθένα τα πνευματικά δώρα της ζωής, και που είναι η αμετάκλητη στερέωση της τοποθετήσεώς της στο καλό.
96. Όπως, όσο η σάρκα ακμάζει και παχαίνει, η ψυχή βασανίζεται και σκοτίζεται από τα πάθη, καθώς υποχωρούν η έξη των αρετών και ο φωτισμός της γνώσεως, έτσι και όταν η ψυχή φυλάγεται και φωτίζεται με τη θεία ωραιότητα των αρετών και με το φωτισμό της γνώσεως, ο εξωτερικός άνθρωπος αδυνατίζει, καθώς η σάρκα αποβάλλει λόγω της παρουσίας του λόγου τη φυσική της ευεξία.
97. Δεν είναι δυνατό ν' αποδειχθεί με άλλο τρόπο υιός Θεού και Θεός κατά χάρη ο άνθρωπος, αν δεν γεννηθεί προηγουμένως με την προαίρεσή του από το πνεύμα, επειδή υπάρχει σ' αυτόν η δύναμη να κινείται μόνος του και ανεξάρτητος. Την θεοποιό και θεία και άυλη αυτή γέννηση, ο πρώτος άνθρωπος την παραμέλησε, επειδή προτίμησε από τα νοητά αγαθά που ήταν ακόμη αφανέρωτα, το ευχάριστο στην αίσθηση και φανερό· γι' αυτό και εύλογα καταδικάστηκε να έχει σωματικό τρόπο γεννήσεως που δεν τον διαλέγει ο ίδιος, υλικό και φθαρτό.
98. Ο άνθρωπος, στην τωρινή του κατάσταση, κινείται ή γύρω από παράλογες φαντασίες παθών εξαπατώμενος από τη φιληδονία, ή γύρω από τέχνες και επινοήσεις περιστατικές για τις ανάγκες του, ή γύρω από φυσικούς λόγους της φύσεως για να μάθει. Απ' αυτά στην αρχή κανένα δεν τραβούσε τον άνθρωπο αναγκαστικά, γιατί ήταν πάνω απ' όλα. Έτσι έπρεπε να είναι ο αρχικός άνθρωπος, να μην έχει περισπασμό από τα έπειτα από αυτόν ή τα γύρω απ' αυτόν ή τα σχετικά μ' αυτόν. Για να φτάσει στην τελειότητα, από ένα μόνο είχε ανάγκη, από την ασυγκράτητη κίνηση προς τον πάνω απ' αυτόν, δηλαδή προς το Θεό, με όλη την αγαπητική δύναμη.
99. Ο πρώτος άνθρωπος δεν είχε τίποτε να παρεμβάλλεται μεταξύ του Θεού και αυτού, που να χρειάζεται να το γνωρίσει και που να τον εμποδίζει στην αυτόβουλη συγγένειά του προς το Θεό, η οποία θα πραγματοποιόταν μέσω της αγάπης κατά την κίνηση προς Αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της χάρης ήταν απαθής, δεν μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών επειδή ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από την περιστατική ανάγκη των τεχνών για τη χρεία· κι επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρη στη γνώση πιο πάνω από τη θεωρία γύρω από τη φύση.
6. Είναι ιδίωμα της υπερηφάνειας να αρνείται ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός της αρετής και της φύσεως. Και ιδίωμα της κενοδοξίας να δέχεται διακρίσεις στη φύση των ανθρώπων ώστε να υποτιμά ορισμένους. Φυσικό γέννημά τους είναι η έπαρση, που είναι σύνθετη έξη κακίας και περιέχει θεληματική άρνηση του Θεού και άγνοια της φυσικής ισοτιμίας όλων.
7. Η έπαρση είναι μείγμα υπερηφάνειας και κενοδοξίας. Δείχνει καταφρόνηση στο Θεό κατηγορώντας βλάσφημα την πρόνοιά Του, ενώ έχει αλλοτρίωση προς τη φύση, που την κάνει όλα τα φυσικά να τα μεταχειρίζεται παρά φύση, ώστε να καταστρέφει με αυτή την κακή χρήση την ωραιότητα της φύσεως.
8. Ο «καυτός άνεμος»(Ιωνά 4, 8) δηλώνει όχι μόνον τους πειρασμούς, αλλά και την εγκατάλειψη του Θεού, η οποία αφαιρεί από τους Ιουδαίους την χορηγία των θείων χαρισμάτων. Η πνευματική συγγένεια λύνει τη σχέση της προαιρέσεως προς τη σάρκα και την [προσδένει] στο Θεό, προσηλωμένη σ' Αυτόν με πόθο.
9. Ο φυσικός [νόμος], όταν η αίσθηση δεν πλεονεκτεί σε βάρος του λογικού, πείθει όλους χωρίς ιδιαίτερη διδασκαλία, να αγαπούν τους συνανθρώπους τους, έχοντας την ίδια την ανθρώπινη φύση δάσκαλο για τη βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη· και να θέλουν όλοι για τους άλλους εκείνο που θέλει ο καθένας να κάνουν οι άλλοι προς αυτόν. Αυτό δίδαξε ο Κύριος, όταν είπε: «Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε και σεις σ' αυτούς»(Λουκ. 6, 31).
10. Ο φυσικός νόμος αποβλέπει στην ομόθυμη αυτοπροαίρετη σχέση όλων προς όλους. Γιατί εκείνοι που είναι προικισμένοι με τη λογική, αυτοί εκ φύσεως έχουν μία διάθεση. Κι εκείνοι που έχουν μια διάθεση, έχουν φυσικά μία συμπεριφορά και ένα τρόπο του βίου. Εκείνοι που έχουν μία συμπεριφορά κι ένα τρόπο του βίου, είναι φανερό ότι έχουν κατά την προαίρεση τον ίδιο δεσμό μεταξύ τους, που τους οδηγεί όλους με μια γνώμη προς τον ένα λόγο της φύσεως, στον οποίο καθόλου δεν υπάρχει η διαίρεση που επικρατεί τώρα στη φύση εξαιτίας της φιλαυτίας. Ο γραπτός νόμος, με το φόβο των τιμωριών συγκρατεί τις άτακτες ορμές των ανοήτων και τους συνηθίζει με τη διδαχή του να αποβλέπουν στην ισότητα, με την οποία η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού σταθεροποιηθεί με τον καιρό, γίνεται μέρος της φύσεως και μετρατρέπει το μεν φόβο σε διάθεση που δυναμώνει σιγά-σιγά μαζί με την προαίρεση προς το καλό, τη δε συνήθεια σε έξη που καθαρίζεται με τη λήθη των προηγουμένων κακών και γεννά μαζί της τη φιλαλληλία.
11. Ο γραπτός νόμος, εμποδίζοντας με το φόβο την αδικία, δημιουργεί εθισμό στη δικαιοσύνη. Με τον καιρό, ο εθισμός παράγει διάθεση, φιλοδίκαιη, από την οποία γεννιέται μόνιμη έξη στο καλό, που προκαλεί λήθη της προηγούμενης κακίας.
12. Ο νόμος της χάρης διδάσκει να μιμούμαστε τον ίδιο το Θεό, ο οποίος τόσο πολύ, πάνω και από τον εαυτό Του —αν επιτρέπεται να πώ— μας αγάπησε, και μάλιστα ενώ ήμαστε εχθροί Του εξαιτίας της αμαρτίας, ώστε και την ουσία μας έλαβε χωρίς μεταβολή της θεότητάς Του —ενώ είναι πάνω από κάθε ουσία—, και καταδέχτηκε τη φύση μας, κατά τρόπο υπερούσιο, ώστε να γίνει άνθρωπος και να θελήσει να ζήσει ως ένας άνθρωπος και να μην παραιτηθεί να κάνει δική Του την καταδίκη μας. Και τόσο πολύ μας θέωσε κατά χάρη, όσο Αυτός κατ' οικονομίαν έγινε άνθρωπος, για να μάθομε όχι μόνο να βοηθούμε ο ένας τον άλλο με τρόπο φυσικό και να αγαπούμε ο ένας τον άλλο σαν τον εαυτό μας με τρόπο πνευματικό, αλλά και να φροντίζομε ο ένας για τον άλλο περισσότερο από τον εαυτό μας με τρόπο θεϊκό και να δίνομε ως απόδειξη της μεταξύ μας αγάπης το να προτιμούμε πρόθυμα τον σύμφωνο με την αρετή και εκούσιο θάνατο ο ένας για χάρη του άλλου. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτή, να δίνει κάποιος τη ζωή του για το φίλο του»(Ιω. 15, 13).
13. Ο νόμος της φύσεως, για να μιλήσω συνοπτικά, είναι φυσικός λόγος που πήρε υποχείριά του την αίσθηση, για να της αφαιρέσει την αλογία από την οποία προέρχεται η διαίρεση όσων είναι φυσικά ενωμένα. Ο γραπτός νόμος είναι φυσικός λόγος που μετά την αφαίρεση της αλογίας της αισθήσεως έχει προσλάβει και πνευματικό πόθο, ο οποίος συντηρεί την αλληλοεξάρτηση των ανθρώπων. Ο νόμος της χάρης είναι λόγος υπερφυσικός που σκοπεύει τη θέωση· αλλάζει την ανθρώπινη φύση χωρίς να την μεταβάλλει και δείχνει στην ανθρώπινη φύση σαν σε εικόνα, με τρόπο ακατάληπτο, το Αρχέτυπο που είναι πάνω από ουσία και φύση, και παρέχει την παντοτινή μακαριότητα.
14. Το να έχει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, είναι το να φροντίσει μόνο για τη ζωή του άλλου, πράγμα που αναφέρεται στο φυσικό νόμο. Το να αγαπά κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, είναι να προνοεί επιπλέον για τη σύμφωνη με την αρετή μακαριότητα του πλησίον, πράγμα που ορίζει ο γραπτός νόμος(Ιωνά 4, 9-11). Το να αγαπήσει τώρα κανείς τον πλησίον παραπάνω από τον εαυτό του, ανήκει αποκλειστικά στο νόμο της χάρης.
15. Εκείνος που αποφεύγει τις αφορμές των ηδονών του σώματος, μαθαίνει τους λόγους της Πρόνοιας, η οποία εμποδίζει το υλικό που εξάπτει τα πάθη. Εκείνος που δέχεται τις οδυνηρές τιμωρίες του σώματος, μαθαίνει τους λόγους της κρίσεως, η οποία τον καθαρίζει από προηγούμενους μολυσμούς με αθέλητους πόνους.
16. Αν ο λόγος της Γραφής μας παρουσίασε τον Προφήτη να λυπάται για τη σκηνή και την κολοκυθιά —δηλαδή για τη σάρκα και την ηδονή της σάρκας—, και το Θεό να θέλει να σώσει τη Νινευΐ, είναι φανερό ότι απ' όλα όσα εκτιμούν και αγαπούν οι άνθρωποι, αυτό που αγαπά ο Θεός είναι πολύ ανώτερο και τιμιότερο· και μάλιστα όταν αυτά δεν έχουν ουσιαστική ύπαρξη, αλλά νομίζονται από εσφαλμένη κρίση ότι υπάρχουν. Αυτά δεν έχουν κανένα απολύτως λόγο υπάρξεως, αλλά μόνο η φαντασία, εξαπατώντας το νου, δίνει μέσω του πάθους σ' αυτά που δεν υπάρχουν ενα κούφιο σχήμα, [όχι] όμως και υπόσταση.
17. Η ακριβής γνώση των λόγων του Πνεύματος φανερώνεται μόνο σε όσους είναι άξιοι του Πνεύματος, οι οποίοι αφού με την πολλή επιμέλεια των αρετών καθάρισαν το νου τους από την καπνιά των παθών, σαν ενα καθαρό και λαμπερό καθρέφτη, δέχονται τη γνώση των θείων, αμέσως μόλις πέσει επάνω τους, ν' αποτυπώνεται και να μένει σ' αυτούς όπως ενα πρόσωπο στον καθρέφτη. Σ' εκείνους όμως που τα πάθη έχουν κατασπιλώσει το βίο τους, μόλις που μπορούν από εύλογους στοχασμούς να συμπεράνουν τη γνώση των θείων —όχι να έχουν την αυθάδεια ότι την κατανόησαν και τη διατύπωσαν με ακρίβεια.
18. Εκείνος που έλαβε ως μορφή του νου του τη γνώση που προέρχεται από τις αρετές με τη χάρη του θείου Πνεύματος, λέγεται ότι «έπαθε» τα θεία, γιατί δεν την έλαβε από τη φύση μαζί με την ύπαρξη, αλλά κατά μέθεξη με τη χάρη. Εκείνος όμως που δεν έλαβε τη γνώση από τη χάρη, κι αν ακόμη λέει κάτι γνωστικό, δε γνωρίζει με δική του πείρα τη δύναμη του λόγου του. Γιατί η ψιλή μάθηση δεν δίνει τη γνώση που αποτελεί έξη.
19. Ο νους που καθαρίστηκε τελείως με τις αρετές, εύλογα μπορεί να [μαθαίνει] τους λόγους των αρετών, κάνοντας δικό του πρόσωπο τη γνώση, η οποία έλαβε από αυτούς θεία χαρακτηριστικά. Γιατί κάθε νους καθ' εαυτόν είναι χωρίς μορφή και χαρακτηριστικά, και παίρνει μορφή επίκτητη είτε τη γνώση που δημιουργήθηκε από τις αρετές με το πνεύμα, είτε την άγνοια που προέρχεται από τα πάθη.
20. Όποιος ξέπεσε από τη θεία αγάπη, έχει βασιλιά του το νόμο της σάρκας που βασιλεύει με την ηδονή, και ούτε μπορεί, ούτε θέλει να φυλάξει καμία θεία εντολή. Γιατί αφού προτίμησε τη φιλήδονη ζωή από τη ζωή και βασιλεία που διεξάγεται με το Πνεύμα του Θεού σύμφωνα με την αρετή, προξένησε στον εαυτό του την άγνοια αντί της γνώσεως.
21. Εκείνος που δε διαβαίνει νοερά προς την εσωτερική πνευματική και θεία ωραιότητα που κρύβεται στο γράμμα του Νόμου, αυτός δημιουργεί τη φιλήδονη σχέση της προαιρέσεως, δηλαδή την προσκόλληση στα κοσμικά και τη φιλοκοσμία, καθώς η μάθησή του βασίζεται μόνο στα λόγια.
22. Ντροπή του στόματος είναι η απασχόληση του νου με φιλόκοσμους και φιλοσώματους λογισμούς. Όταν δηλαδή μένομε στη σωματική διαμόρφωση που δείχνει το γράμμα του Νόμου, είναι φυσικό να γεννιέται κατά την κλίση της προαιρέσεως ο κόσμος, δηλαδή η φιλόκοσμη διάθεση και η νοερή απασχόληση με φιλήδονους λογισμούς. Γιατί με ό,τι έχομε συνδεθεί, αυτό και μελετούμε με το νου μας.
23. Ή πάλι, ντροπή του στόματος είναι η κίνηση του νου που δίνει μορφή στα πάθη και διαμορφώνει το κάλλος σύμφωνα με την ηδονή, ώστε να το δεχτεί η αίσθηση. Γιατί χωρίς την επινοητική δύναμη του νου δεν οδηγείται κάποιο πάθος με κανένα τρόπο σε διάπλαση μιας μορφής. Ή, «ανάθεμα» είναι η πρόσυλη, χωρίς κάλλος και αδιαμόρφωτη κίνηση των παθών, ενώ «ντροπή του στόματος» είναι η νοερή κίνηση που δίνει μορφή στο πάθος ώστε να το δεχτεί η αίσθηση, και προσπορίζει στο πάθος με τις επινοήσεις της κατάλληλο υλικό.
24. Εκείνος που νομίζει ότι οι θυσίες και οι γιορτές, τα σάββατα και οι πρωτομηνιές έχουν διαταχθεί από το Θεό στο νόμο Του για σωματική απόλαυση και ανάπαυση, θα βρεθεί οπωσδήποτε κάτω από την πλήρη κατοχή της ενέργειας των παθών και την ντροπή της ακαθαρσίας των σχετικών με τα πάθη αισχρών λογισμών. Και θα είναι στην εξουσία του φθαρτού κόσμου και της απασχολήσεως με φιλοσώματους λογισμούς, όπως επίσης και του υλικού και της μορφής των παθών, και δε θα μπορεί να θεωρεί πολύτιμο τίποτε άλλο πέρα από τα φθαρτά.
25. Εκείνος που πιστεύει ότι είναι θεία διαταγή να απολαμβάνει σωματικώς όσα ορίζει ο Νόμος, αυτός δέχεται σαν δώρο Θεού τη γαστριμαργία και ζει μαζί της με χαρά, από την οποία γεννά με την παράχρηση τούς τρόπους που μολύνουν την ενέργεια των αισθητών.
26. Όταν το θεωρητικό μέρος της ψυχής αγκαλιάζει τον τρυφηλό βίο σαν θεία εντολή σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, τότε μεταχειρίζεται τις αισθήσεις παρά φύση και δεν αφήνει να φαίνεται καμιάς ενέργειας η φυσική χρήση. Γιατί γεννά και την έξη και την ενέργεια των παθών, και εγκαθιστά μέσα του σαν κάτι θείο τη γαστριμαργία, δημιουργώντας έτσι τους τρόπους που μολύνουν με την παράχρηση τις αισθήσεις, ώστε να αφανίζονται οι φυσικοί λόγοι και τα σπέρματα που βρίσκονται στα όντα.
27. Κανένας που είναι προσηλωμένος στη σωματική λατρεία του Νόμου, δεν μπορεί να δεχτεί διόλου ένα φυσικό λόγο ή λογισμό· γιατί δεν είναι το ίδιο τα σύμβολα και η φύση. Εκείνος που μένει στα σύμβολα του Νόμου, δεν μπορεί να βλέπει σύμφωνα με το λογικό τη φύση των όντων και να προσλαμβάνει τους λόγους τους οποίους έθεσε ουσιωδώς στα όντα ο Δημιουργός, γιατί έχουν διαφορά τα σύμβολα από τη φύση των όντων.
28. Εκείνος που έχει για Θεό την κοιλιά του και νομίζει για δόξα του πράξεις που φέρνουν ντροπή(Φιλιπ. 3, 19), είναι προσηλωμένος με μεγάλη επιμέλεια μόνο στα πάθη της ατιμίας σαν να ήταν πράγματα θεία, και γι' αυτό ασχολείται μόνο με τα πρόσκαιρα, δηλαδή με την ύλη και τη μορφή των πραγμάτων και την κακή χρήση της πενταπλής ενέργειας των αισθήσεων. Γιατί όταν η αίσθηση περιπλεχτεί και ενωθεί με τη ύλη και την μορφή των πραγμάτων, παράγει το πάθος και σκοτώνει και αφανίζει τους φυσικούς λόγους. Πάθος και φύση, σύμφωνα με το λόγο της υπάρξεως, ποτέ δε συνυπάρχουν, γιατί ποτέ δε φαίνεται σε κάποιο πάθος κανένας λόγος φύσεως, όπως ούτε κάποιο πάθος γεννιέται μαζί με τη φύση.
29. Όποιος δεν πιστεύει ότι η Γραφή είναι πνευματική, δεν αισθάνεται ότι είναι φτωχός στη γνώση, αν και πεθαίνει από πείνα. Γιατί είναι πράγματι πείνα η έλλειψη των γνωστών από την πείρα αγαθών και η πλήρης ανέχεια και στέρηση των πνευματικών τροφών που συγκρατούν την ψυχή. Και πώς θα νομίσει κανείς πείνα ή ζημία την ολική αφαίρεση εκείνων που δεν έχει γνωρίσει διόλου;
30. Πεινά πράγματι ο λαός εκείνων που πιστεύουν και έχουν γνωρίσει την αλήθεια, όπως και η ψυχή καθενός που άφησε την πνευματική θεωρία με τη χάρη και υποδουλώθηκε στην τυπική δουλεία του γράμματος και δεν τρέφει το νου με τα πετάγματα των μεγάλων νοημάτων, αλλά γεμίζει την αίσθηση με εμπαθή φαντασία, με τις σωματικές διατυπώσεις των συμβόλων της Γραφής.
31. Εκείνος που δεν παραδέχεται την πνευματική θεωρία της αγίας Γραφής, μαζί μ' αυτήν απώθησε και τον φυσικό και τον γραπτό νόμο των Ιουδαίων και αγνόησε το νόμο της χάρης, που γι' αυτόν δίνεται η θεωρία σ' όσους πορεύονται σύμφωνα μ' αυτόν. Εκείνος λοιπόν που εννοεί τον γραπτό νόμο σωματικώς, δεν τρέφει με αρετές την ψυχή. Και εκείνος που δε συλλαμβάνει τους λόγους των όντων, δεν φιλοτιμείται να προσφέρει στο νου του την ποικίλη σοφία του Θεού. Και εκείνος που δε γνωρίζει το μέγα μυστήριο της νέας χάρης, δεν χαίρεται με την ελπίδα της μελλοντικής θεώσεως. Η έλλειψη λοιπόν της θεωρίας του γραπτού νόμου έχει ως συνέπεια τη στέρηση της ποικίλης σοφίας του Θεού που νοείται στο φυσικό νόμο, και ως επακόλουθο την πλήρη άγνοια της θεώσεως που θα δοθεί με τη χάρη σύμφωνα με το νέο μυστήριο.
32. Κάθε νους που έλαβε από το Χριστό διορατικότητα και δύναμη οράσεως, επιθυμεί πάντοτε και ζητεί το πρόσωπο του Κυρίου. Πρόσωπο του Κυρίου είναι η αληθινή μέσω της αρετής θεωρία και γνώση των θείων, που αναζητώντας την μαθαίνει την αιτία της φτώχειας και της στερήσεώς του. Όπως δηλαδή το πρόσωπο είναι που χαρακτηρίζει τον καθένα, έτσι και η πνευματική γνώση είναι το φανερό χαρακτηριστικό του θείου, κι όποιος τη ζητεί, λέγεται ότι ζητεί το πρόσωπο του Κυρίου. Εκείνος όμως που γίνεται σαρκικός με τις αιματηρές θυσίες σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, αποκτά την άγνοια που επιθυμεί, καθώς δέχεται τις εντολές μόνο από την πλευρά της ηδονής της σάρκας και περιορίζεται σωματικά μόνο στο περιεχόμενο του γράμματος που αντιστοιχεί στην αίσθηση.
33. Όποιος περιορίζεται σε λατρεία σωματική σύμφωνα με το Νόμο, γεννά την έμπρακτη αμαρτία ως ύλη, και ως είδος διαμορφώνει υλικά τη συγκατάθεση του [νου] σ' αυτή με τις ηδονές των αισθήσεων. Εκείνος όμως που εννοεί τη Γραφή πνευματικώς, θανατώνει ως ύλη την ενέργεια τής αμαρτίας, και ως είδος τη συγκατάθεση σ' αυτή μαζί με τους τρόπους κακής χρήσεως της αισθήσεως για ηδονή· και αυτό το κάνει με τους φυσικούς λογισμούς στο ύψος της θεωρίας.
34. Αυτά όλα, την ύλη και το είδος και τους σχετικούς μ' αυτά πέντε τρόπους κακής χρήσεως των πέντε αισθήσεων, εννοώ την εμπαθή και παρά φύση ανάμιξη των αισθήσεων με τα αισθητά, δηλαδή τα πρόσκαιρα και ρευστά, μετά την παρέλευση της σύμφωνης με το γράμμα σωματικής λατρείας που αναφέρεται στο Νόμο, και μετά το ξεπέρασμα της άγνοιας, τα παραδίνει ο πνευματικός λόγος ή νους, για να θανατωθούν, στους υψηλότερους λόγους και λογισμούς της φυσικής θεωρίας, ώστε αυτοί, καθώς θα φτάσουν στο ύψος του νόμου της πνευματικής θεωρίας, ν' αφανίσουν και να θανατώσουν την καθολική σχέση των προσκαίρων με την αίσθηση και το σώμα, η οποία στηρίζεται στα σύμβολα του Νόμου.
35. Χωρίς τη φυσική θεωρία κανείς δε διακρίνει την ανομοιότητα των συμβόλων του Νόμου προς τα θεία. Γιατί αν κανείς, αφού πρωτύτερα αντιληφθεί με τη φυσική θεωρία την ανομοιότητα των συμβόλων με τα θεία και νοητά, δεν ποθήσει να έρθει με το νου στην ωραιότητα των νοητών αφήνοντας έξω ολότελα την αίσθηση, δεν μπορεί να χωριστεί τελείως από τη σωματική ποικιλία που υπάρχει στους [τύπους]. Όσο κινείται μέσα σ' αυτή ακολουθώντας το γράμμα, εύλογα δεν ικανοποιεί την πείνα του για γνώση, γιατί καταδίκασε τον εαυτό του σαν το φίδι να τρώει τη γη(Γέν. 3, 14) της Γραφής, δηλαδή το σωματικό νόημα, και όχι, ακολουθώντας το Χριστό, να τρώει τον ουρανό, δηλαδή το πνεύμα και την ψυχή της Γραφής, πράγμα που είναι το ουράνιο και αγγελικό ψωμί. Θέλω να πω ότι δε θα τρέφεται με την πνευματική θεωρία και γνώση των Γραφών με το φωτισμό του Χριστού, την οποία δίνει άφθονη ο Θεός σ' εκείνους που Τον αγαπούν, όπως είναι γραμμένο: «Τους έδωσε ψωμί του ουρανού· ο άνθρωπος έφαγε ψωμί των αγγέλων»(Ψαλμ. 77, 24-25).
36. Την κατά γράμμα ερμηνεία της Γραφής που γίνεται σύμφωνα με την αίσθηση, επειδή ολοφάνερα γεννά τα πάθη και τη διάθεση που κλίνει προς τα πρόσκαιρα και ρευστά, δηλαδή την εμπαθή ενέργεια της αισθήσεως προς τα αισθητά, είναι ανάγκη να την αφανίσομε, όπως τα παιδιά και τα εγγόνια του Σαούλ(Β΄ Βασ. 21, 8-9), ανυψώνοντας σαν σε όρος τα θεία ρητά μέσω της φυσικής θεωρίας, αν βέβαια επιθυμούμε να εμφορηθούμε από θεία χάρη.
37. Αδικεί την αλήθεια, και ο Νόμος όταν νοείται μόνο κατά γράμμα, και ο λαός των Ιουδαίων, και όποιος άλλος μιμείται τον τρόπο σκέψεώς τους, περιορίζοντας μόνο στο γράμμα τη δύναμη του Νόμου χωρίς να δέχεται, για τη φανέρωση της γνώσεως που κρύβεται μυστικά μέσα στο γράμμα του Νόμου, τη φυσική θεωρία, η οποία είναι το ενδιάμεσο μεταξύ τύπων και αλήθειας και απομακρύνει από τους τύπους όσους την ακολουθούν, ξαναφέρνοντάς τους στην αλήθεια· αυτός, αντίθετα, σαν να αρνείται ολότελα τη φυσική θεωρία και σαν να την αποκλείει από τη μυσταγωγία των θείων. Αυτή λοιπόν τη σωματική και πρόσκαιρη ερμηνεία του Νόμου, επειδή υπόκειται στο χρόνο και τη μεταβολή, πρέπει να αφανίζουν με τη φυσική θεωρία στο όρος, δηλαδή το ύψος της γνώσεως, όσοι έχουν ζήλο για τα θεία θεάματα.
38. Αφανίζει ολότελα το σωματικό νόημα της Γραφής εκείνος που κατά την πρακτική άσκηση φονεύει μέσω της φυσικής θεωρίας τη φιλήδονη και φιλοσώματη σχέση προς την άστατη και ρευστή ύλη, που δημιουργήθηκε στην ψυχή από το γράμμα του Νόμου, [κατασφάζοντας] σαν παιδιά και απογόνους του Σαούλ, διά μέσου της φυσικής θεωρίας, τη χαμαίζηλη ερμηνεία του Νόμου, αφού ανεβεί σαν σε όρος στο ύψος της γνώσεως, και φανερώνοντας ενώπιον τού Κυρίου με την εξομολόγηση ότι πρωτύτερα ερμήνευε το Νόμο σωματικά. Έτσι μπορεί να νοηθεί από τους φιλομαθείς η φράση «να τους κρεμάσουν κάτω από τον ήλιο ενώπιον του Κυρίου»(Β΄ Βασ. 21, 8-9)· να βγάλουν δηλαδή στο φως μέσω της γνώσεως τη σφαλερή προσκόλληση στο γράμμα, πράγμα που σημαίνει να δείξουν στο ύψος της θεωρίας νεκρό το γράμμα του Νόμου, μέσω της πνευματικής γνώσεως.
39. «Το γράμμα φονεύει, ενώ το πνεύμα δίνει ζωή»(Β΄ Κορ. 3, 6), λέει η Γραφή. Γι' αυτό πρέπει, εκείνο που έχει την ιδιότητα να φονεύει, να φονεύεται από το ζωοποιό πνεύμα. Γιατί είναι ολότελα αδύνατο να συνυπάρχουν και να συνενεργούν και τα δύο, το σωματικό και το θείο στοιχείο του Νόμου, δηλαδή το γράμμα και το πνεύμα, αφού ούτε είναι φυσικό να συμφωνεί εκείνο που μπορεί να αφαιρεί τη ζωή μ' εκείνο που κατά φύση την παρέχει.
40. Το πνεύμα είναι που παρέχει ζωή, το γράμμα αφαιρεί τη ζωή. Γι' αυτό δεν είναι δυνατό να πράττει κανείς και το γράμμα και το πνεύμα μαζί, όπως δεν μπορούν να συνυπάρχουν το ζωοποιό με το φθοροποιό.
41. Μυστική περιτομή είναι η τέλεια αφαίρεση της εμπαθούς σχέσεως του νου προς τον κτιστό κόσμο. Γιατί, βλέποντας φυσικώς τα πράγματα, ξέρομε ότι δεν είναι τελειότητα η αφαίρεση της φυσικής αρτιότητας που έχει δώσει ο Θεός. Δεν τελειοποιείται βέβαια η φύση όταν κουτσουρεύεται σύμφωνα με κάποια τέχνη και της αφαιρείται με επιδεξιότητα εκείνο που της έδωσε ο Θεός κατά τη δημιουργία· διαφορετικά, παρουσιάζομε την τέχνη ανώτερη από το Θεό στο να βεβαιώνει τάχα τη δικαιοσύνη, και κάνομε την μελετημένη έλλειψη της φύσεως ικανή ν' αναπληρώσει την έλλειψη δικαιοσύνης κατά τη δημιουργία. Αλλά από τη θέση που έχει στο σώμα το μέλος που περιτέμνεται, διδασκόμαστε να κάνομε προαιρετικά την περιτομή της εμπαθούς διαθέσεως της ψυχής, με την οποία ρυθμίζεται η προαίρεση να συμβαδίζει περισσότερο με τη φύση, διορθώνοντας τον εμπαθή νόμο της σχέσεως προς τον κτιστό κόσμο.
42. Η ακροβυστία είναι κάτι φυσικό. Και κάθε τι το φυσικό είναι έργο θείας δημιουργίας και πολύ καλό, σύμφωνα με το ρητό: «Και είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε και ιδού, ήταν πολύ καλά»(Γέν. 1, 31). Ο Νόμος όμως, με το να διατάζει την αφαίρεση με περιτομή της ακροβυστίας ως ακάθαρτης(Γέν. 17, 10-14), παρουσιάζει το Θεό να διορθώνει με τέχνη το έργο Του, πράγμα που και να το διανοηθεί μόνο κανείς είναι ασεβέστατο. Εκείνος λοιπόν που μελετά από φυσική άποψη τα σύμβολα του Νόμου, γνωρίζει ότι ο Θεός δε διορθώνει τη φύση με την τέχνη, αλλά διατάζει να περιτέμνεται το παθητικό μέρος της ψυχής που οφείλει να υπακούει στο λογικό· αυτό δηλώνεται συμβολικά με το σωματικό μόριο και αποβάλλεται από τη γνώση μέσω της ανδρείας της προαιρέσεως που εκδηλώνεται στην πράξη. Γιατί ο ιερέας που εκτελεί την περιτομή σημαίνει τη γνώση, η οποία έχει για μαχαίρι εναντίον του πάθους την έμπρακτη ανδρεία του λογικού. Σβήνει η παράδοση του Νόμου όταν το πνεύμα υπερτερεί επάνω στο γράμμα.
43. Το Σάββατο(Έξ. 16, 23· 20, 10) είναι η ανάπαυση από τα πάθη και από την κίνηση του νου γύρω από τη φύση των όντων. Ή, είναι η τέλεια απραξία των παθών και η γενική παύση της κινήσεως του νου γύρω από τα δημιουργήματα και η τέλεια μετάβαση προς το Θεό. Εκείνος που έφτασε —όσο είναι δυνατόν— στο Σάββατο αυτό μέσω της αρετής και της γνώσεως, δεν πρέπει διόλου να θυμάται ο,τιδήποτε που σαν ξύλα ανάβουν τα πάθη, ούτε πάλι ν' αναλογίζεται διόλου τους λόγους της φύσεως, για να μη δογματίζομε όπως οι ειδωλολάτρες ότι ο Θεός ευχαριστείται στα πάθη ή μετριέται με τα μέτρα της φύσεως, Αυτός που μόνο η τέλεια σιγή τον κηρύττει, και τον παρουσιάζει η τέλεια και άκρα αγνωσία.
44. «Στεφάνι αγαθότητας»(Ψαλμ. 64, 12) είναι η καθαρή πίστη που είναι στολισμένη σαν με πολύτιμους λίθους από τα υψηλά δόγματα και τους πνευματικούς λόγους και νοήματα, και που στεφανώνει σαν να ήταν κεφάλι το θεοφιλή νου. Ή καλύτερα, «στεφάνι αγαθότητας» είναι αυτός ο Λόγος του Θεού που με την ποικιλία των τρόπων της πρόνοιας και της κρίσεως —δηλαδή με την εγκράτεια των θεληματικών παθών και την υπομονή των ακουσίων— περιβάλλει το νου σαν να ήταν κεφάλι, και με τη μετοχή της χάρης της θεώσεως κάνει το νου ωραιότερο από τον εαυτό του.
45. Εδώ λέει ότι η εγκράτεια είναι έργο της πρόνοιας γιατί καθαρίζει από τα εκούσια πάθη. Η υπομονή λέει ότι είναι έργο της κρίσεως του Θεού, γιατί αντιστέκεται στους αθέλητους πειρασμούς και είναι σύμβολο της πρακτικής φιλοσοφίας και οδηγεί στην αρετή, βγάζοντας από την Αίγυπτο της αμαρτίας εκείνους που ήταν κρατούμενοι σ' αυτή.
46. Ο Θεός δεν πρόσταξε να τιμηθούν το Σάββατο, οι πρωτομηνιές και οι γιορτές επειδή ήθελε να τιμώνται οι ημέρες από τους ανθρώπους —γιατί έτσι θα όριζε ως εντολή του Νόμου το να λατρεύεται η κτίση και όχι ο Κτίστης(Ρωμ. 1, 25) και να θεωρούνται ιερές οι ημέρες και γι' αυτό άξιες να προσκυνούνται· αλλά υπέδειξε συμβολικά να τιμάται Αυτός μέσω των ημερών. Γιατί Αυτός είναι Σάββατο, καθώς είναι ανάπαυση της ψυχής από τους κόπους της σάρκας και παύση των αγώνων της αρετής· είναι Πάσχα, ως ελευθερωτής εκείνων που κρατούνται στην πικρή δουλεία της αμαρτίας· είναι Πεντηκοστή, ως αρχή και τέλος των όντων και λόγος με τον οποίον υπάρχουν εκ φύσεως τα πάντα. Πρόσεξε πώς ο Νόμος καταστρέφει εκείνους που τον εννοούν σωματικώς, με το να τους πείθει να λατρεύουν την κτίση και όχι τον Κτίστη, και να νομίζουν εκ φύσεως ιερά εκείνα που έγιναν γι' αυτούς, ν' αγνοούν όμως Εκείνον, για τον όποιο δημιουργήθηκαν οι ίδιοι.
47. Ο κόσμος είναι τόπος πεπερασμένος και σταθερότητα περιορισμένη. Ο χρόνος είναι κίνηση περιορισμένη, και γι' αυτό η κίνηση όσων ζούν μέσα σ' αυτόν υπόκειται σε αλλοίωση. Όταν η φύση ξεπεράσει και το χρόνο και τον τόπο κατά την ενέργεια και την έννοια, δηλαδή τα απαραίτητα, την πεπερασμένη σταθερότητα και κίνηση, και ενωθεί κατά τρόπο άμεσο με την Πρόνοια, τότε βρίσκει στην Πρόνοια λόγο απλό και σταθερό κατά τη φύση, που δεν περιορίζεται από τίποτε και γι' αυτό δεν έχει και καμία εντελώς κίνηση.
48. Η φύση, επειδή βρίσκεται χρονικώς μέσα στον κόσμο, έχει κίνηση που υπόκειται σε αλλοίωση λόγω της πεπερασμένης σταθερότητας του κόσμου και της μεταβαλλόμενης φοράς του χρόνου. Όταν φτάσει στο Θεό, επειδή Αυτός είναι εκ φύσεως μονάδα, θα έχει στάση ακίνητη και στάσιμη ταυτοκινησία που θα γίνεται αιωνίως γύρω από Αυτό που είναι ένα και μοναδικό και πάντα το ίδιο. Αυτή έχει λεχθεί ότι είναι η άμεση και μόνιμη εγκατάσταση γύρω από το πρώτο Αίτιο εκείνων που δημιουργήθηκαν απ' Αυτό.
49. Το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι η άμεση ένωση των προνοουμένων με την πρόνοια, δηλαδή η ένωση της φύσεως με το Λόγο σύμφωνα με τη διευθέτηση της πρόνοιας, κατά την οποία δεν υπάρχει καμιά εντελώς ένδειξη χρόνου και γενέσεως. Ο Λόγος είναι επίσης η σάλπιγγά μας(Λευϊτ. 23, 24), γιατί μας κάνει ν' ακούμε τις θείες και ανέκφραστες γνώσεις· είναι η εξιλέωσή μας(Λευϊτ. 25, 9), γιατί στον εαυτό Του διαλύει τα αμαρτήματά μας, αφού έγινε όμοιος μ' εμάς, και με τη δωρεά της χάρης θεοποιεί μέσω του Πνεύματος τη φύση που αμάρτησε· και είναι Σκηνοπηγία(Λευϊτ. 23, 42), γιατί είναι η πραγμάτωση της αμεταβλησίας μας στο καλό σύμφωνα με τη θεομίμητη έξη που αποκτούμε, και ο δεσμός που μας συνέχει κατά τη μεταποίησή μας προς την αθανασία.
50. Εκείνος που δέχεται με χαρά τις αιματηρές θυσίες, είναι εμπαθής και κάνει εκείνους που θυσιάζουν σ' αυτόν, να καλλιεργούν τα πάθη· γιατί ο γνήσιος προσκυνητής αγαπά να χαίρεται με ό,τι χαίρεται αυτός που προσκυνεί. Γι' αυτό η Γραφή εννοεί ως θυσίες μάλλον τη σφαγή των παθών και την προσφορά των φυσικών δυνάμεων. Απ' αυτές, τύπος του λόγου είναι το κριάρι(Λευϊτ. 5,15), σύμβολο του θυμού ο ταύρος(Έξ. 29, 36) και υποδήλωση της επιθυμίας η αίγα(Αρ. 15, 27).
51. Γνωρίζομε ότι θυσίες πνευματικές είναι όχι μόνο η νέκρωση των παθών που σφάζονται με το μαχαίρι του Πνεύματος, δηλαδή το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17), και η εκούσια κένωση και χύση όλης της σαρκικής ζωής σαν να ήταν αίμα, αλλά και η προσφορά όλης της ενάρετης διαγωγής και όλων των φυσικών δυνάμεων, που αφιερώνονται στο Θεό και ολοκαυτώνονται με τη φωτιά της χάρης του Πνεύματος προς την θεία τελείωση.
52. Το γήινο νόημα της Γραφής, όταν κυριεύει την ψυχή, αποβάλλει τους φυσικούς λόγους, εξαφανίζοντάς τους με την παράχρηση των φυσικών δυνάμεων. Γιατί όταν αυτό ζει, εξολοθρεύει πράγματι και καταδιώκει και καταστρέφει τους φυσικούς λόγους και λογισμούς, περιορίζοντας το Νόμο μόνο στη σάρκα και τιμώντας σαν θεία τα πάθη της αμαρτίας, τα οποία οι φυσικοί λογισμοί, αφού πάρουν θάρρος από τον νόμο του πνεύματος, τα χτυπούν και τα θανατώνουν.
53. Όταν κανείς ασχοληθεί λογικά με την εργασία των αρετών, ταυτόχρονα μεταφέρει φυσικά το νόημα των Γραφών προς το πνεύμα, λατρεύοντας έμπρακτα το Θεό μέσω των υψηλών θεωριών με τρόπο νέο, όπως καθοδηγεί το πνεύμα, και όχι με τον παλιό τρόπο που όριζε το γράμμα του Νόμου(Ρωμ. 7, 6) και που με την ταπεινότερη σωματική ερμηνεία του σύμφωνα με την αίσθηση κάνει τον άνθρωπο να καλλιεργεί τα πάθη, όπως οι Ιουδαίοι, και να υπηρετεί την αμαρτία.
54. Όταν κανείς πάψει να ερμηνεύει τη Γραφή σωματικά και σύμφωνα με την αίσθηση, αμέσως ανατρέχει με το νου προς το πνεύμα διά μέσου της φύσεως, πράττοντας πνευματικώς εκείνα, τα οποία επιτελούσε σωματικώς ο Ιουδαίος και προκαλούσε την οργή του Θεού.
55. Κάθε νους υψηλός κατά Θεόν και μεταρσιωμένος, κατασφάζει συγχρόνως και την ενέργεια των παθών και την άπρεπη κίνηση των λογισμών, όπως επίσης και τους ακόλαστους τρόπους που οφείλονται στην κακή χρήση της ενέργειας των αισθήσεων. Γιατί τα πάθη φονεύονται από τους υψηλούς λογισμούς της φύσεως, αφού νικηθούν θριαμβευτικά κατά την υψηλή θεωρία.
56. Το κράτος της αμαρτίας, δηλαδή το σαρκικό φρόνημα, το αφανίζει η χάρη του αγίου Βαπτίσματος, ενώ η έμπρακτη υπακοή στις θείες εντολές το φονεύει με το μαχαίρι του Πνεύματος(Εφ. 6, 17) —δηλαδή με το λόγο της θείας γνώσεως που χορηγεί το Πνεύμα—, φωνάζοντας μυστικά προς το πάθος της αμαρτίας, όπως φώναξε ο μέγας Σαμουήλ προς τον Άγαγ: «Επειδή το μαχαίρι σου άφησε γυναίκες χωρίς παιδιά, θα μείνει σήμερα χωρίς παιδί η μητέρα σου»(Α΄ Βασ. 15, 33).
57. Το πάθος της γαστριμαργίας άφησε πολλές αρετές χωρίς παιδιά, χρησιμοποιώντας σαν μαχαίρι το γλιστερό λογισμό της ηδονής. Γιατί με την ακράτεια φονεύει τα σπέρματα της σωφροσύνης, με την πλεονεξία καταστρέφει την ισοτιμία της δικαιοσύνης και με τη φιλαυτία κόβει το φυσικό σύνδεσμο της φιλανθρωπίας. Και γενικά, το πάθος της γαστριμαργίας καταστρέφει όλους τους καρπούς των αρετών.
58. Το πάθος της γαστριμαργίας σκοτώνει τους θείους καρπούς των αρετών, κι αυτό σκοτώνεται με τη χάρη της πίστεως, με την υπακοή των θείων εντολών και με το λόγο της γνώσεως.
59. Ο Κύριός μας είναι αληθινά φως των εθνών(Ησ. 49, 6· Λουκ. 2, 32), γιατί ανοίγει με την αληθινή επίγνωση τα μάτια της διάνοιάς τους που ήταν κλειστά από το βαθύ σκοτάδι της άγνοιας, και γιατί με τη θεία αναστροφή Του έκανε τον εαυτό Του για τους πιστούς λαούς άριστο παράδειγμα αρετής και έγινε σ' αυτούς τύπος και υπογραμμός ενάρετου προσώπου· προς τον Οποίο αποβλέποντας ως αρχηγό της σωτηρίας μας(Εβρ. 2, 10), κατορθώνομε κατά μίμησή Του, όσο μας είναι δυνατόν, τις αρετές στην πράξη.
60. Καθένας που από φθόνο μισεί και διαβάλλει εκείνον που είναι δυνατότερός του στους αγώνες των αρετών και τον πλούτο του λόγου της πνευματικής γνώσεως, είναι Σαούλ που πνίγεται από πονηρό πνεύμα(Α΄ Βασ. 16, 14), καθώς δεν υποφέρει τη δόξα της αρετής και της γνώσεως του καλυτέρου του. Και αυτό που τον φέρνει σε μεγαλύτερη μανία είναι ότι δεν μπορεί να σκοτώσει τον ευεργέτη του(Α΄ Βασ. 18, 10-11). Πολλές φορές διώχνει με κακό τρόπο και αυτόν τον φίλτατο Ιωνάθαν(Α΄ Βασ. 20, 30-34), δηλαδή τον έμφυτο λογισμό της συνειδήσεως, που τον ελέγχει για το άδικο μίσος και διηγείται με φιλαλήθεια τα κατορθώματα του άλλου.
61. Ας παρακαλέσομε κι εμείς τον νοητό Δαβίδ, να παίξει την κιθάρα της πνευματικής θεωρίας και γνώσεως στο νου μας, που κάνει σαν επιληπτικός για τα υλικά, και να διώξει το πονηρό πνεύμα της εμπλοκής της αισθήσεως στα υλικά, ώστε να μπορέσομε να κατανοήσομε το Νόμο πνευματικά και να βρούμε μυστικά το λόγο που είναι κρυμμένος μέσα σ' αυτόν και να τον κάνομε μόνιμο κτήμα μας, χρήσιμο για το δρόμο της αιώνιας ζωής.
62. Καθένας που επιθυμεί τη σωτηρία του, προσηλώνεται οπωσδήποτε ή στην πράξη ή στη θεωρία· γιατί χωρίς αρετή και γνώση, απολύτως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να σωθεί. Αφού βέβαια ιδίωμα της αρετής είναι η υποταγή των κινημάτων του σώματος και η σοφή αναχαίτιση, με τον ορθό λογισμό σαν με χαλινάρι, της φοράς του προς τα άτοπα· κι αφού ιδίωμα της θεωρίας είναι το να έχει τη φρόνηση να προτιμά και να εγκρίνει εκείνα που εξετάστηκαν και κρίθηκαν ορθά.
63. Εκείνο που νοεί είναι νοερό, και αυτό που νοείται είναι νοητό· ενώ τροφή και κατά κάποιο τρόπο ουσία εκείνου που νοεί είναι αυτό που νοείται. Εύλογα λοιπόν ο Θεός, επειδή Αυτός είναι που νοείται από τους ασώματους νόες και γίνεται νοητός σ' αυτούς όσο μπορούν να τον φτάσουν, τους φωτίζει εσωτερικά, οπότε ο νους και νοεί και τρέφεται.
64. Άλλο είναι νοητό και άλλο νοερό· γιατί, όπως είπαμε, το νοητό είναι σαν τροφή του νοερού. Αφού βέβαια εκείνο που νοείται, που είναι δηλαδή νοητό, είναι μεγαλύτερο και θεωρείται προγενέστερο από αυτό που νοεί, το οποίο είναι νοερό. Γιατί νοερά λέγονται όσα, επειδή [είναι] νόες, νοούν τα νοητά τα οποία είναι παραπάνω από αυτά. Νοητό είναι εκείνο που νοείται, το οποίο είναι και τροφή του νοερού, δηλαδή αυτού που νοεί.
65. Πρέπει να γνωρίζομε ότι τα αιτιατά (τα αποτελέσματα) φέρουν κατά το δυνατό τις εικόνες των αιτίων. Αιτιατά είναι όλα όσα έχουν δημιουργηθεί. Αίτια είναι εκείνα που τα δημιούργησαν. Καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ αιτίων και αιτιατών.
66. (Το κεφάλαιο αυτό έχει ληφθεί από έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.) Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νούς μας έχει τη δύναμη να νοεί, μέσω της οποίας βλέπει τα νοητά· έχει επίσης την ικανότητα προς ένωση, η οποία ανυψώνει τη φύση του νου, και με αυτή ενώνεται με όσα είναι πέρα από αυτόν. Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο πρέπει να νοήσομε ότι γίνεται η ένωση με το Θεό και όχι με τα δικά μας μέσα, αλλά με μία ολοκληρωτική έκσταση από τον εαυτό μας και με το να γίνομε ολόκληροι του Θεού· γιατί είναι καλύτερο να ανήκομε στο Θεό παρά στον εαυτό μας. Μόνο σ' όσους ανήκουν στο Θεό θα δοθούν τα θεία.
67. (Σχόλιο στο παραπάνω.) Ο νους, θέλοντας να νοήσει, κατεβαίνει από τον εαυτό του στις νοήσεις. Οι νοήσεις είναι κατώτερες εκείνου ο οποίος νοεί, γιατί είναι αντικείμενα νοήσεως και κατανοήσεως και εύλογα αποτελούν διασκορπισμό και διάσπαση της ενότητας του νου· γιατί ο νους είναι απλός και αδιαίρετος, ενώ οι νοήσεις είναι πάμπολλες, μπορούν να διασκορπιστούν, και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μορφές του νου. Γι' αυτό τα νοερά, δηλαδή όσα νοούν, είναι κατώτερα των νοητών, δηλαδή όσων νοούνται. Ένωση του νου εννοεί —όπως αναφέρει σαφέστερα στα παρακάτω— εκείνη με την οποία ο νους υψώνεται προς όσα είναι πέρα απ' αυτόν, δηλαδή πλησιάζει στη θεωρία του Θεού, με το να βγει έξω από όλα τα αισθητά και νοητά και από την ίδια του την κίνηση. Έτσι κατόπιν δέχεται την ακτίνα της θείας γνώσεως.
68. Αν το νοερό κινείται νοερά, ανάλογα δηλαδή με τον εαυτό του, οπωσδήποτε και νοεί. Και αν νοεί, οπωσδήποτε και αγαπά αυτό που νόησε. Κι αν αγαπά, πάσχει οπωσδήποτε και την έκσταση προς αυτό το εραστό. Κι αν πάσχει, είναι φανερό ότι και σπεύδει. Κι αν σπεύδει, οπωσδήποτε και δυναμώνει τη σφοδρότητα της κινήσεώς του. Κι αν δυναμώνει με σφοδρότητα την κίνηση, δε σταματά μέχρις ότου βρεθεί όλο μέσα σ' όλο το εραστό και περιληφθεί όλο σε όλο εκείνο θεληματικά και δεχτεί αυτοπροαίρετα αυτόν το σωτήριο περιορισμό, για να γίνει όλο της ίδιας ποιότητας με όλο εκείνο που το περιορίζει, ώστε στο εξής να μη θέλει διόλου να μπορεί να γνωρίζεται το ίδιο από τον εαυτό του, αλλά από εκείνο που το περιορίζει: όπως ο αέρας γίνεται τελείως φωτεινός από το φως, και το σίδερο όλο γίνεται τελείως πυρακτωμένο από τη φωτιά, κι όπως και σ' άλλα παρόμοια παραδείγματα συμβαίνει.
69. Δεν υπάρχει ακριβής ομοιότητα μεταξύ των αιτιατών και των αιτίων, αλλά τα αιτιατά φέρουν κατά το δυνατόν τις εικόνες των αιτίων, τα ίδια όμως τα αίτια είναι υψηλότερα από τα αιτιατά και είναι θεμελιωμένα πάνω από αυτά σύμφωνα με το αρχικό λόγο τους. Γιατί τα ιδιώματα των αιτιατών προϋπάρχουν ουσιαστικά και με αφθονία μέσα στα αίτια.
70. Αιτιατά είναι όλα τα δημιουργήματα, είτε στον ουρανό, είτε στη γη. Αίτια είναι εκείνα που τα δημιούργησαν, δηλαδή οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Είναι φανερό λοιπόν ότι καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ αιτίων και αιτιατών.
71. Είναι στενή η σχέση όσων νοούν με όσα νοούνται, καθώς και η σχέση όσων αισθάνονται με τα αισθητά. Ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από ψυχή και από σώμα με αισθήσεις, με την αμοιβαία φυσική σχέση και ιδιότητα που έχει ως προς τα δύο τμήματα της κτίσεως (τα νοούμενα και τα αισθητά), και περιορίζεται και περιορίζει· το ένα κατά την ουσία του, το άλλο με τη δύναμη. Περιορίζεται δηλαδή από τα αισθητά και νοητά, επειδή είναι ψυχή και σώμα, και μπορεί να τα περιορίζει, επειδή νοεί και αισθάνεται. Ο Θεός όμως υπάρχει κατά τρόπο απλό και απεριόριστο πάνω απ' όλα τα όντα, και όσα περιέχουν άλλα, και όσα περιέχονται, επειδή δεν έχει καμιά ολότελα σχέση με κανένα.
72. Κάθε ηδονή από τις απαγορευμένες, γίνεται από πάθος διά μέσου της αισθήσεως και σε σχέση με κάτι αισθητό. Γιατί η ηδονή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μορφή της αισθήσεως που μορφοποιείται στο αισθητικό μέρος του ανθρώπου μέσω κάποιου αισθητού. Ή είναι τρόπος ενέργειας της αισθήσεως που αποτελείται από παράλογη επιθυμία. Γιατί αν η επιθυμία προστεθεί στην αίσθηση, μεταπίπτει στην ηδονή, δίνοντας σ' αυτή μορφή· και η αίσθηση, όταν κινηθεί με επιθυμία, προξενεί ηδονή, αφού προσλάβει το αισθητό. Οι Άγιοι λοιπόν, όταν κατάλαβαν ότι η ψυχή, με την έξω από τη φύση της κίνηση προς την ύλη διά μέσου της σάρκας, φοράει τη χωμάτινη μορφή, έθεσαν σκοπό να κινηθούν οι ίδιοι κατά φύση προς το Θεό διά μέσου της ψυχής και να κάνουν και τη σάρκα όπως πρέπει οικεία στο Θεό, καλλωπίζοντάς την, όσο είναι δυνατόν, με τις θείες ανταύγειες διά της ασκήσεως των αρετών.
73. Οι Άγιοι πέρασαν με μεγαλοσύνη τον παρόντα αιώνα των αγώνων, σύμφωνα με τον αληθινό και χωρίς σφάλματα τρόπο τής κατά φύση κινήσεως. Ένωσαν διά μέσου του λογικού την αίσθηση με το νου που κατείχε [απλούς] τους λόγους των όντων, και το νου που ελευθερώθηκε ολότελα από την κίνηση γύρω από τα όντα και ηρέμησε και από αυτή τη φυσική του ενέργεια ακόμη, τον πρόσφεραν στο Θεό. Και αφού έτσι μαζεύτηκαν ολοκληρωτικά στο Θεό, αξιώθηκαν να γίνουν ολόκληροι ένα με όλο το Θεό μέσω του Πνεύματος, αφού φόρεσαν όλη την εικόνα του επουρανίου(Α΄ Κορ. 15, 49) —όσο είναι δυνατόν στους ανθρώπους— και είλκυσαν τόσο από τη θεία εμφάνεια, αν επιτρέπεται να το πούμε, όσο ελκύστηκαν κι αυτοί και παραδόθηκαν στο Θεό.
74. Ο Θεός και ο άνθρωπος, καθώς λένε, είναι το παράδειγμα ο ένας του άλλου. Και τόσο ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος για τον άνθρωπο, όσο ο άνθρωπος μπόρεσε με την αγάπη να κάνει τον εαυτό του όμοιο με το Θεό. Και τόσο αρπάζεται νοερά ο άνθρωπος από το Θεό προς τη γνώση, όσο ο άνθρωπος έκανε φανερό μέσω των αρετών του το Θεό που είναι φύσει αόρατος.
75. Καθένας που νέκρωσε τα γήινα μέλη του(Κολ. 3, 5) και έσβησε όλο το φρόνημα της σάρκας του και τίναξε από πάνω του τη σχέση με τη σάρκα, με την οποία διαμοιράζεται η αγάπη μας που μόνο στο Θεό οφείλεται, και αρνήθηκε τα γνωρίσματα της σάρκας και του κόσμου για τη θεία χάρη, ώστε να μπορεί να λέει μαζί με τον μακάριο απόστολο Παύλο: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού κλπ.»(Ρωμ. 8, 35), αυτός έγινε χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία(Εβρ. 7, 3), όπως ο μέγας Μελχισεδέκ, χωρίς να έχει τίποτε από τη σάρκα και την ανθρώπινη φύση που να τον κρατά, λόγω της συνάφειάς του με το πνεύμα.
76. Το τέλος αυτής της ζωής, δεν είναι δίκαιο νομίζω να ονομάζεται θάνατος, αλλά απαλλαγή από το θάνατο και χωρισμός από τη φθορά και απελευθέρωση από τη δουλεία και παύση της ταραχής και εξάλειψη των πολέμων και υποχώρηση του σκότους και ανάπαυση από τους κόπους και ηρεμία της πυρώσεως και συγκάλυψη της ντροπής και αποφυγή παθών και, με μια λέξη, τέρμα όλων των κακών. Αυτά οι Άγιοι τα κατόρθωσαν με τη θεληματική τους νέκρωση και φανέρωσαν τους εαυτούς των ξένους και περαστικούς από τη ζωή(Εβρ. 11, 13), πολεμώντας γενναία τον κόσμο και το σώμα και τις επαναστάσεις του κόσμου και του σώματος. Και αφού κατέπνιξαν την απάτη που προέρχεται από τον κόσμο και το σώμα μέσω της συνδέσεως των αισθήσεων με τα αισθητά, φύλαξαν αδούλωτο το αξίωμα της ψυχής τους.
77. Απόδειξη όχι μικρή ότι έχει σπαρθεί μέσα μας εκ φύσεως η γνώση της πρόνοιας, μας δίνει η ίδια η φύση: χωρίς να το διδαχθούμε, μας κάνει στις ξαφνικές συμφορές μας να ζητούμε με τις προσευχές μας από το Θεό να μας σώσει. Όταν δηλαδή βρεθούμε σε ξαφνική ανάγκη, χωρίς να θέλομε και πριν σκεφτούμε κάτι, επικαλούμαστε το Θεό. Είναι σαν να μας τραβά η ίδια η πρόνοια του Θεού προς τον εαυτό της και χωρίς δική μας σκέψη, νικώντας σε ταχύτητα τη νοερή δύναμή μας, μας δείχνει από πριν ότι η θεία βοήθεια είναι δυνατότερη απ' όλα τα μέσα. Δε θα μας οδηγούσε η φύση χωρίς να θέλομε σε κάτι που δεν είναι φυσικό. Και κάθε τι που είναι φυσικά επόμενο σε κάτι, είναι σε όλους φανερό ότι έχει τη δύναμη της αλήθειας ως ισχυρή και ακαταμάχητη απόδειξη.
78. Από τα όντα, άλλα είναι αγαθά κι άλλα κακά, κι αυτά είναι ή παρόντα ή μέλλοντα. Το αγαθό που περιμένομε, προκαλεί επιθυμία, ενώ όταν είναι παρόν, ηδονή· και πάλι το κακό που περιμένομε, προκαλεί φόβο, ενώ όταν είναι παρόν, λύπη. Ώστε, σε σχέση με τα καλά, είτε είναι πραγματικά, είτε νομίζονται τέτοια, υπάρχει και θεωρείται η ηδονή και η επιθυμία, ενώ σε σχέση με τα κακά, η λύπη και ο φόβος. Γιατί όταν πετυχαίνει η επιθυμία, προξενεί ηδονή, ενώ όταν δεν πετυχαίνει, προξενεί λύπη.
79. Κάθε λύπη, όπως λένε, είναι από τη φύση της κακό. Και αν ο αγωνιστής των αρετών λυπάται για τα δεινά των άλλων, ως ελεήμων, δε λυπάται ωστόσο από πριν σύμφωνα με την πρόθεσή του, αλλά εκ των υστέρων λόγω της περιστάσεως. Ο θεωρητικός όμως και σ' αυτά ακόμη είναι απαθής, γιατί ένωσε τον εαυτό του με το Θεό και τον αποξένωσε από όλα τα εδώ πράγματα.
80. Όλοι οι Άγιοι διαβήκαν τον παρόντα αιώνα προσηλωμένοι γνήσια στο θείο και απλανή λόγο, χωρίς να στηρίξουν την πορεία της ψυχής τους σε κανένα από τα ευχάριστα του κόσμου. Γιατί αφού άπλωσαν εύλογα το νου τους προς τους ακραίους από τους κατορθωτούς για τους ανθρώπους λόγους περί Θεού, εννοώ τους λόγους της αγαθότητας και της αγάπης, έμαθαν ότι από αυτούς κινήθηκε ο Θεός κι έδωσε στα όντα και την ύπαρξη και τη μακαριότητα, αν βέβαια επιτρέπεται, προκειμένου περί του Θεού που είναι ο μόνος ακίνητος, να μιλάμε για κίνηση· μάλλον είναι η βούλησή Του που τα πάντα κινεί και φέρνει στην ύπαρξη και συγκρατεί, ουδέποτε όμως κινείται.
81. Η ψυχή, επειδή είναι ουσία νοερή και λογική, και νοεί και συλλογίζεται. Ως δύναμη έχει το νου, ως κίνηση τη νόηση και ως ενέργεια το νόημα. Γιατί αυτό είναι το πέρας της νοήσεως, και εκείνου που νοεί και εκείνου που νοείται, επειδή καθορίζει τη σχέση των δύο αυτών άκρων μεταξύ τους. Όταν δηλαδή η ψυχή νοεί, σταματά να νοεί εκείνο που νοήθηκε πιά, αφού το έχει νοήσει. Γιατί εκείνο που έχει νοηθεί μια φορά, δεν προσελκύει πλέον τη δύναμη της νοήσεως. Και έτσι κάθε νόημα δέχεται στάση της νοήσεως, της σχετικής μ' αυτό που νοήθηκε.
82. Όπως η άγνοια χωρίζει εκείνους που έχουν πλανηθεί, έτσι η παρουσία του νοητού φωτός συνάγει τους φωτιζομένους και τους ενώνει και τους τελειοποιεί και τους επιστρέφει προς το όντως Ον, αποσπώντας τους από τις πολλές δοξασίες και τις ποικίλες μορφές, ή καλύτερα φαντασίες, και συνάγοντάς τους σε μία αληθινή και καθαρή και απλή γνώση και χορταίνοντάς τους με το ένα φως που συντελεί στην ένωσή τους.
83. Το καλό είναι το ίδιο με το αγαθό, γιατί το καλό και αγαθό όλα το επιθυμούν με κάθε αιτία και δεν υπάρχει κανένα ον που να μη μετέχει στο καλό και αγαθό. Γιατί σε όλα τα όντα το καλό και αγαθό, καθώς είναι όντως θαυμαστό, είναι επιθυμητό και αγαπητό και αρεστό και προτιμητό και αξιαγάπητο. Σημείωσε ότι ο θείος έρωτας, ο οποίος προϋπήρχε μέσα στο αγαθό, γέννησε τον αγαθό έρωτα μέσα μας, με τον οποίο επιθυμούμε το καλό και αγαθό, σύμφωνα μ' εκείνον που είπε: «Έγινα εραστής της ομορφιάς της»(Σ. Σολ. 8, 2), και: «Αγάπησέ την και θα σε προφυλάξει· περιφρούρησέ την και θα σε ανυψώσει»(Παροιμ. 4, 6).
84. Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό, ως έρωτας που είναι και αγάπη, κινείται, ως εραστό δε και αγαπητό, κινεί προς τον εαυτό Του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτα και αγάπης. Και για να το ξαναπούμε καθαρότερα, κινείται, γιατί προξενεί μια εσωτερική σχέση έρωτα και αγάπης σ' εκείνα που είναι δεκτικά τούτων και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικό της επιθυμίας εκείνων που κινούνται προς Αυτό. Και πάλι, κινεί και κινείται, γιατί διψά να διψάται, και ποθεί να ποθείται, και αγαπά να αγαπιέται.
85. (Το κεφάλαιο αυτό έχει ληφθεί από έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.) Ο θείος έρωτας είναι από τη φύση του εκστατικός, μην αφήνοντας τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους αγαπημένους τους. Και αυτό το δείχνουν τα ανώτερα, από την πρόνοια που έχουν για τα κατώτερα· και εκείνα που είναι της ίδιας σειράς, από την μεταξύ τους συνοχή· και τα χαμηλότερα, από την θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο μέγας Παύλος, ο οποίος κυριεύθηκε από το θείο έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: «Δε ζω πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»(Γαλ. 2, 20), σαν αληθινός εραστής που είχε υποστεί έκσταση προς το Θεό, όπως λέει ο ίδιος(Β΄ Κορ. 5, 13), και δε ζούσε πιά τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του, ως υπερβολικά αγαπητή.
86. (Και τούτο επίσης είναι του αγίου Διονυσίου.) Ας τολμήσομε να πούμε και τούτο για χάρη της αλήθειας, ότι και Αυτός ο Αίτιος των όλων, εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτα για όλα, από την υπερβολή της ερωτικής αγαθότητας, βγαίνει έξω από τον εαυτό Του με τις πρόνοιές Του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιο τρόπο, από την αγαθότητα και την αγάπη και τον έρωτα, και από εκεί που είναι πάνω απ' όλα και απ' όλα απείρως ψηλότερα, κατεβαίνει σε όλα, με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιωδώς από τον εαυτό Του. Γι' αυτό και εκείνοι που ξέρουν πολύ καλά τα θεία, τον ονομάζουν ζηλωτή(Δευτ. 5, 9), επειδή έχει πολύ και αγαθό έρωτα προς τα όντα, και η ερωτική επιθυμία Του διεγείρει το ζήλο Του και τον αποδεικνύει ζηλωτή· κι εκείνα που τον επιθυμούν, έχουν ζήλο προς Αυτόν, και Αυτός δείχνει ζήλο προς εκείνα, για τα οποία προνοεί.
87. Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του έρωτα, όπως λένε, είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί Αυτός, ενώ αυτά υπήρχαν μέσα Του, τα πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματα. Και σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί: «Ο Θεός είναι αγάπη»(Α΄ Ιω. 4, 16), και πάλι: «Γλυκύτητα και επιθυμία»(Άσμα 5, 16), δηλαδή έρωτας. Το αντικείμενο της αγάπης και του έρωτα, αληθινά είναι Αυτός. Λοιπόν, με το να ξεχύνεται από Αυτόν ο αγαπητικός έρωτας, λέγεται ότι κινείται Αυτός ο οποίος τον γεννά· με το να είναι Αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα που είναι στραμμένα και βλέπουν προς Αυτόν, ανάλογα με τη δύναμη της επιθυμίας τους.
88. Γνώριζε ότι ο Θεός γίνεται προαγωγός και κινεί προς την ερωτική συνάφεια που ενεργεί το Πνεύμα· γίνεται δηλαδή μεσίτης γι' αυτήν και συναρμόζει σ' αυτήν, ώστε τα δημιουργήματά Του να νιώθουν έρωτα και αγάπη προς Αυτόν. Λέμε ότι «κινεί», επειδή Αυτός κινεί τα πλάσματά Του —το καθένα σύμφωνα με το λόγο της ουσίας του— να επιστρέφει προς Αυτόν. Η λέξη τώρα «προαγωγός», αν και στους κοσμικούς έχει κακόφημη σημασία, εδώ σημαίνει τη μεσιτεία που επιφέρει την ένωση με το Θεό.
89. Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋπάρχει στο αγαθό, επειδή είναι απλή και κινείται από τον εαυτό της και πηγάζει από το αγαθό, πάλι σ' αυτό ξαναγυρίζει, γιατί είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση με το θείο. Γιατί η αγαπητική ένωση με το Θεό, είναι πολύ πάνω και πολύ έξω από κάθε άλλη ένωση.
90. (Το κεφάλαιο αυτό είναι από έργο του αγίου Ιεροθέου.) Τον έρωτα, είτε το θείο πούμε, είτε τον αγγελικό, είτε το νοερό, είτε τον ψυχικό, είτε το φυσικό, πρέπει να τον εννοήσομε σαν μια δύναμη που προξενεί ένωση και σύμμιξη. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα· και εκείνα που είναι της ίδιας σειράς, να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία· και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν προς τα καλύτερα και ανώτερά τους.
91. (Το κεφάλαιο αυτό είναι του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.) Αν η γνώση συντελεί στην ένωση εκείνων που έχουν γνωσθεί, και η άγνοια είναι πάντοτε αιτία μεταβολής και για τούτο αιτία διαιρέσεως για όποιον αγνοεί, άρα εκείνον που πιστεύει αληθινά, σύμφωνα με την αγία Γραφή, τίποτε δε θα τον μετακινήσει από τη βάση του στην αληθινή πίστη, στην οποία θ' αποκτήσει τη μόνιμη ταυτότητα που δεν έχει κίνηση και μεταβολή. Γνωρίζει καλά εκείνος που ενώθηκε με την αλήθεια, ότι είναι καλά, και αν ακόμη οι πολλοί τον συμβουλεύουν σαν να βγήκε από τα λογικά του. Γιατί βέβαια αυτοί λησμονούν ότι αυτός με την αλήθεια της πραγματικής πίστεως βγήκε έξω από την πλάνη· αυτός όμως γνωρίζει ότι δεν είναι αυτό που οι άλλοι τον λένε, δηλαδή τρελός, αλλά ότι έχει ελευθερωθεί από την άστατη και μεταβλητή φθορά της πολυποίκιλης πλάνης μέσω της απλής και πάντοτε απαράλλακτης αλήθειας.
92. Οι Άγιοι έφτασαν να γίνουν αγαθοί και φιλάνθρωποι, σπλαχνικοί και οικτίρμονες, και έπεισαν τους εαυτούς των να έχουν την ίδια διάθεση αγάπης προς όλο το ανθρώπινο γένος. Με την αγάπη αυτή έγιναν κάτοχοι για όλη τους τη ζωή του πιο εξαιρετικού απ' όλα τα αγαθά, δηλαδή της ταπεινώσεως, η οποία φυλάει τα αγαθά και καταστρέφει τα κακά. Και έτσι δεν κυριεύτηκαν από κανέναν από τους πειρασμούς που τους ενοχλούσαν, ούτε από τους εκούσιους που είναι στην εξουσία μας, ούτε από τους ακούσιους που δεν είναι στο χέρι μας. Αυτό το πέτυχαν με το να καταμαραίνουν με την εγκράτεια τις επαναστάσεις των εκούσιων πειρασμών, και με το να αποκρούουν τους ακούσιους με την υπομονή.
93. Την τέλεια πράξη της αρετής την προξενεί η ορθή πίστη και ο ανόθευτος φόβος του Θεού. Την χωρίς πλάνες φυσική θεωρία κατά την πνευματική ανάβαση, η βέβαιη ελπίδα και η υγιής σύνεση. Και τη θέωση κατά την ανάληψή μας στο Θεό, την προξενεί η τέλεια αγάπη και ο νους που λόγω της υπεροχικής του θέσεως έγινε θεληματικά τυφλός για όλα τα όντα.
94. Έργο της πρακτικής φιλοσοφίας είναι, όπως λένε, να κάνει το νου καθαρό από κάθε εμπαθή φαντασία. Της φυσικής θεωρίας, να αναδείξει το νου κάτοχο όλης της αληθινής γνώσεως των όντων, της σχετικής με την αιτία της υπάρξεώς τους. Και της θεολογικής μυήσεως, να κάνει το νου όμοιο με το Θεό, και όσο είναι δυνατό, ίσο με Αυτόν με τη χάρη, ώστε εξαιτίας της υπεροχής του να μη νοεί πιά τίποτε από όσα είναι έπειτα από το Θεό.
95. Ό,τι είναι ο αιθέρας, δηλαδή το πύρινο στοιχείο, στον αισθητό κόσμο, τούτο στον κόσμο της διάνοιας είναι η φρόνηση, ως έξη ικανή να φωτίζει, να αποκαλύπτει τους πνευματικούς λόγους τούς ιδιαίτερους σε καθένα από τα όντα, φανερώνοντας χωρίς πλάνη μέσω αυτών την Αιτία που υπάρχει σε όλα, και να ελκύει την επιθυμία της ψυχής προς το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι ο αέρας, τούτο στον κόσμο της διάνοιας είναι η ανδρεία, ως έξη ικανή να κινεί, να συνέχει και να δραστηριοποιεί την έμφυτη πνευματική ζωή, και να τονώνει την αεικινησία της ψυχής προς το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι το νερό, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η σωφροσύνη, ως έξη που προξενεί τη ζωτική γονιμότητα του πνεύματος και γεννά την αέναη ερωτική γοητεία της επιθυμίας από το Θεό. Και ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι η γη, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η δικαιοσύνη, ως έξη που γεννά όλους τους λόγους των όντων σύμφωνα με το είδος τους και απονέμει με ισότητα στο καθένα τα πνευματικά δώρα της ζωής, και που είναι η αμετάκλητη στερέωση της τοποθετήσεώς της στο καλό.
96. Όπως, όσο η σάρκα ακμάζει και παχαίνει, η ψυχή βασανίζεται και σκοτίζεται από τα πάθη, καθώς υποχωρούν η έξη των αρετών και ο φωτισμός της γνώσεως, έτσι και όταν η ψυχή φυλάγεται και φωτίζεται με τη θεία ωραιότητα των αρετών και με το φωτισμό της γνώσεως, ο εξωτερικός άνθρωπος αδυνατίζει, καθώς η σάρκα αποβάλλει λόγω της παρουσίας του λόγου τη φυσική της ευεξία.
97. Δεν είναι δυνατό ν' αποδειχθεί με άλλο τρόπο υιός Θεού και Θεός κατά χάρη ο άνθρωπος, αν δεν γεννηθεί προηγουμένως με την προαίρεσή του από το πνεύμα, επειδή υπάρχει σ' αυτόν η δύναμη να κινείται μόνος του και ανεξάρτητος. Την θεοποιό και θεία και άυλη αυτή γέννηση, ο πρώτος άνθρωπος την παραμέλησε, επειδή προτίμησε από τα νοητά αγαθά που ήταν ακόμη αφανέρωτα, το ευχάριστο στην αίσθηση και φανερό· γι' αυτό και εύλογα καταδικάστηκε να έχει σωματικό τρόπο γεννήσεως που δεν τον διαλέγει ο ίδιος, υλικό και φθαρτό.
98. Ο άνθρωπος, στην τωρινή του κατάσταση, κινείται ή γύρω από παράλογες φαντασίες παθών εξαπατώμενος από τη φιληδονία, ή γύρω από τέχνες και επινοήσεις περιστατικές για τις ανάγκες του, ή γύρω από φυσικούς λόγους της φύσεως για να μάθει. Απ' αυτά στην αρχή κανένα δεν τραβούσε τον άνθρωπο αναγκαστικά, γιατί ήταν πάνω απ' όλα. Έτσι έπρεπε να είναι ο αρχικός άνθρωπος, να μην έχει περισπασμό από τα έπειτα από αυτόν ή τα γύρω απ' αυτόν ή τα σχετικά μ' αυτόν. Για να φτάσει στην τελειότητα, από ένα μόνο είχε ανάγκη, από την ασυγκράτητη κίνηση προς τον πάνω απ' αυτόν, δηλαδή προς το Θεό, με όλη την αγαπητική δύναμη.
99. Ο πρώτος άνθρωπος δεν είχε τίποτε να παρεμβάλλεται μεταξύ του Θεού και αυτού, που να χρειάζεται να το γνωρίσει και που να τον εμποδίζει στην αυτόβουλη συγγένειά του προς το Θεό, η οποία θα πραγματοποιόταν μέσω της αγάπης κατά την κίνηση προς Αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της χάρης ήταν απαθής, δεν μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών επειδή ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από την περιστατική ανάγκη των τεχνών για τη χρεία· κι επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρη στη γνώση πιο πάνω από τη θεωρία γύρω από τη φύση.
100. Ο Θεός, ο οποίος έδωσε με σοφία ύπαρξη στη φύση και έβαλε μέσα στις δυνατότητες των λογικών ουσιών μυστικά τη γνώση Του, έβαλε και σ' εμάς τους ανθρώπους, ως μεγαλόδωρος Κύριος, φυσικό τον πόθο και τον έρωτα προς Αυτόν, συμπλέκοντας μαζί και τη δύναμη του λογικού. Έτσι θα μπορέσομε να μάθομε εύκολα τους τρόπους της εκπληρώσεως αυτού του πόθου και να μην αποτύχομε από σφάλμα μας σ' εκείνο που αγωνιζόμαστε να επιτύχομε. Καθώς κινούμαστε λοιπόν σύμφωνα μ' αυτόν τον πόθο, παρακινούμαστε να αναζητούμε σχετικά με [την ίδια την αλήθεια, όπως και με τη σοφία και] τη φροντίδα [που είναι φανερές σ' όλα με ευταξία], επιθυμώντας να επιτύχομε μ' αυτά Εκείνον που για χάρη Του λάβαμε τον πόθο αυτό.