τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»
(ἀρ. τ. 4255, Μάρτιος 2012)
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
. «Διάβασα ὅτι μπορεῖ κάθε Χριστιανὸς νὰ μεταλαμβάνη τὴν θεία Κοινωνία κάθε Κυριακὴ καὶ χωρὶς νηστεία. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνω καλῶς, διότι ὅταν κάθε Κυριακὴ ὁ ἄνθρωπος κοινωνάη, προλαβαίνει τὶς ἁμαρτίες τῆς ἑβδομάδος. Δηλαδή, πᾶς νὰ κάνης μιὰ ἁμαρτία καὶ λές: πῶς θὰ τὴν κάνω αὐτὴ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ τὴν Κυριακὴ θὰ μεταλάβω; Πάρα πολὺ ὡραῖα. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ κάνει νὰ ἀπορῶ εἶναι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλάβης χωρὶς ἐξομολόγηση; Διότι ἔχω ἀκούσει, πὼς ὅταν ἕνας ἄνθρωπος κοινωνάη χωρὶς νὰ ἐξομολογηθῆ, βάζη φωτιὰ στὰ σωθικά του. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ θερμὰ γράψετέ μου: Πρέπει ὁ ἄνθρωπος κάθε φορὰ νὰ ἐξομολογῆται καὶ μετὰ νὰ κοινωνάη;»
. Ὅπως ἤδη γράψαμε ἡ θεία Κοινωνία προϋποθέτει τὴν ἀνάλογη ψυχικὴ προετοιμασία. Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτὸν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορινθ. ια΄ 28). Πρέπει, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐρευνᾶ προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐξετάζη τὴν συνείδησή του, νὰ τὴν καθαρίζη ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καὶ μετὰ νὰ προσέρχεται στὴν θεία Εὐχαριστία. Ἰδιαίτερα δὲν νοεῖται νὰ ἔχη κανεὶς μνησικακία, νὰ μὴ συγχωρῆ τὸν ἀδελφό του, τὸν συνάνθρωπό του, νὰ κρατάη στὴν ψυχή του κακία καὶ χωρὶς συνδιαλαγὴ νὰ προσέρχεται καὶ νὰ κοινωνῆ.
. Ὁ καθαρισμὸς αὐτὸς τῆς ψυχῆς γίνεται βεβαίως μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Μὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὰ λάθη του, τὶς πτώσεις του, τὴν ἁμαρτωλότητά του, μετανοεῖ, συντρίβεται, ἀλλάζει πορεία καὶ ἐπανορθώνει. Ἀλλὰ ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι μόνο προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας. Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, ποὺ φυσικὰ συνδέεται μὲ τὴν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ, ἀποτελεῖ βασικὴ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἀλλὰ ἂν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής, δὲν σημαίνει πὼς καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε Κοινωνία πρέπει νὰ προηγῆται ἐξομολόγηση. Βεβαίως ὅταν ἡ συνείδηση μᾶς καταμαρτυρῆ σοβαρὰ παραπτώματα, πρέπει νὰ τακτοποιούμαστε προηγουμένως. Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο μὲ τὰ καθημερινὰ καὶ συγγνωστά. Καὶ γι’ αὐτὰ χρειάζεται ἐξομολόγηση. Ὄχι ὅμως κάθε φορὰ ποὺ θὰ κοινωνήσουμε. Ἄλλωστε, ὅπως ἀναφέρουν οἱ ἑρμηνευτές, τὸ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» τῆς θείας Κοινωνίας λέγεται γιὰ τὰ ἐλαφρὰ καὶ συγγνώμης ἄξια ὀλισθήματα, στὰ ὁποῖα παρασύρεται κανεὶς ἐκ συναρπαγῆς.. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς συνεχοῦς θείας Κοινωνίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν τὴν τακτικὴ θεία Μετάληψη. Ὁ Μ. Βασίλειος λέει πὼς οἱ Χριστιανοὶ στὴν ἐποχή του κοινωνοῦσαν τετράκις τῆς ἑβδομάδος καὶ ἀκόμα συχνότερα. Γιὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου, τὴν ἀμέσως μετὰ τὸ Πάσχα, ὁ ξϛ΄ κανόνας τῆς Πανθέκτης Συνόδου ὁρίζει καθημερινὰ νὰ «κατατρυφοῦν» οἱ Χριστιανοὶ στὰ ἅγια μυστήρια, ἐνῶ ὅλες τὶς ἡμέρες αὐτὲς γίνεται κατάλυση τῆς νηστείας «εἰς πάντα». Ἂν ἦταν ὑποχρεωτικὴ ἡ ἐξομολόγηση, τότε θὰ ἔπρεπε κάθε ἡμέρα νὰ ἔχη κανεὶς κοντά του ἕνα πνευματικό. Εἶναι φανερὸ πὼς κάτι τέτοιο δὲν εἶναι μόνο ἀνέφικτο. Εἶναι καὶ παρερμηνεία τῆς ἱερότητος τοῦ μυστηρίου.. Ἄλλωστε δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται, πὼς ἄλλο μυστήριο εἶναι ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἄλλο ἡ θεία Κοινωνία. Δὲν ταυτίζεται. Ἡ μετάνοια εἶναι ἀνεξάρτητο μυστήριο. Οὔτε ἐξομολογεῖται κανείς, ἐπειδὴ πρέπει νὰ κοινωνήση. Ἡ μετάνοια εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Δὲν περιορίζεται σὲ μιὰ τυπικὴ ἐξαγόρευση ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἀπάρνηση τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου. Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόφαση τῆς ζωῆς μας: «Ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις» (Πράξ. κϛ´ 18). Ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ εἶναι νέα πορεία καὶ καινούργιος προσανατολισμός, ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς.. Τί ἄλλο ἦταν ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου, παρὰ ἐπιστροφὴ «ἀπὸ σκότους εἰς φῶς»; Γύρισε πίσω, ἀλλὰ γύρισε ἀπὸ τὴν ἀλλοτριωμένη προσωπικότητά του «εἰς ἑαυτόν». Ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα στὸ πλούσιο τραπέζι μὲ τὸν μόσχο τὸν σιτευτό.
* * *
. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Ἡ ἁμαρτία τὸν βγάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὶς πηγὲς τῆς προσωπικότητός του. Τὸν ἀλλοτριώνει, τὸν ἀποξενώνει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐνεργεῖ εἰς βάρος του. Τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Τὸν ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Διαταράσσει τὶς φιλικές, τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Καὶ τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν στοργικό του Πατέρα, τὸν Θεό. Τὸν κάνει ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι προπαντὸς ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καὶ μόνο μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ὁμολογία ἐπέρχεται ἡ συμφιλίωση. Ἡ συμφιλίωση μάλιστα αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς συνανθρώπους μας, μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουν διαταραχθῆ οἱ σχέσεις μας. Αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀκατάκριτη συμμετοχή μας στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς.
via