Γνώση αγαθού και γνώση Θεού.
Εφόσον το αγαθό ταυτίζεται με τον Θεό, επόμενο είναι και η γνώση του να ταυτίζεται με τη γνώση του Θεού. Η γνώση λοιπόν του αγαθού είναι και γνώση του Θεού, όπως και η γνώση του Θεού είναι γνώση του αγαθού. Εξάλλου εφόσον το αγαθό δεν είναι αντικείμενο, αλλά πρόσωπο που έρχεται σε κοινωνία με τον άνθρωπο, επόμενο είναι και η γνώση του να μην πραγματοποιείται σε επίπεδα αντικειμενικών σχέσεων, αλλά σε επίπεδο προσωπικής κοινωνίας, που συμπεριλαμβάνει τον νου, την καρδιά, τις αισθήσεις και ολόκληρο τον άνθρωπο. Με άλλα λόγια η γνώση αυτή είναι κατά τη βιβλική σημασία της λέξεως κοινωνία υπαρξιακή. Είναι η κοινωνία που εγκαινιάζεται με την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο και ολοκληρώνεται με την ανταπόκριση του ανθρώπου.
Η γνώση ως αγάπη και κοινωνία.
Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αποκάλυψη του στον κόσμο είναι φανέρωση της αγάπης του. Όποιος αγαπά γνωρίζει τον Θεό. Και όποιος ανταποκρίνεται στην αγάπη του Θεού τηρεί τις εντολές του. Η τήρηση τω εντολών του Θεού είναι μετοχή στη θεία ζωή. Και η μετοχή στη θεία ζωή είναι πηγή θεογνωσίας. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο τον αγαπά. Και όσο περισσότερο τον αγαπά, τόσο περισσότερο τον γνωρίζει. Η γνώση γίνεται αγάπη και η αγάπη γνώση. Η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν εκδιπλώνεται ως αντιπαράθεση υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά ως κοινωνία και ανάκραση. Ο Θεός ενώνεται με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με τον Θεό. Ο Ων γίνεται κτίσμα, και το κτίσμα μετέχει στην άκτιστη και ακατάλυτη ζωή του όντως Όντος.
Η μετοχή στις θείες ενέργειες.
Ο Θεός παραμένει στην ουσία του άγνωστος. Γνωρίζεται όμως και γίνεται μεθεκτός με τις ενέργειες του. Οι ενέργειες ή συνοπτικά η ενέργεια του Θεού ονομάζεται συνήθως χάρη. Η χάρη του Θεού, η ενέργεια ή οι ενέργειες του είναι άκτιστες, γιατί και ο ίδιος είναι άκτιστος. Αντίθετα τα δημιουργήματα του Θεού, που είναι έργα των άκτιστων ενεργειών του, είναι κτιστά. Αυτά, όπως και οι ενέργειες του Θεού, φανερώνουν την άπειρη αγάπη και αγαθότητα του. Και όταν ο άνθρωπος έρχεται σε σχέση με τα δημιουργήματα του Θεού ή μετέχει στις άκτιστες ενέργειες του, έρχεται έμμεσα ή άμεσα σε σχέση με το αγαθό.
Η ατέρμονη προκοπή.
Η γνώση του αγαθού έχει δυναμικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος γνωρίζει το αγαθό κατά κάποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος. Αυτό όμως που απομένει άγνωστο σε αυτόν είναι πάντοτε απειροπλάσιο από εκείνο που γνωρίζει. Κι ενώ αυτό που γνωρίζει κάθε φορά είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο, ποτέ δεν εξαντλείται, αλλά γίνεται αφετηρία για μεγαλύτερη γνώση. Έτσι η προκοπή του ανθρώπου στη γνώση του αγαθού είναι ατέρμονη και η προοπτική της απεριόριστη.
Φυσική και υπερφυσική αποκάλυψη.
Στη χριστιανική θεολογία διακρίνεται συνήθως η αποκάλυψη του Θεού σε υπερφυσική και φυσική. Ως υπερφυσική αποκάλυψη χαρακτηρίζεται η άμεση φανέρωση της δυνάμεως και ενέργειας του Θεού στον κόσμο και την ιστορία ενώ ως φυσική η παρουσία των αποτελεσμάτων της θείας δυνάμεως και ενέργειας. Πηγή και των δυο μορφών της αποκαλύψεως είναι ο ζων και ενεργών Θεός. Η υπερφυσική αποκάλυψη δεν καταργεί τη φυσική, αλλά την αναδεικνύει και την καταξιώνει. Μετά την πτώση του ανθρώπου η φυσική αποκάλυψη θεωρείται σωστά μόνο με το φως της υπερφυσικής. Για να βρει λοιπόν η φυσική αποκάλυψη το πραγματικό νόημα της, πρέπει να θεωρηθεί στο φως της υπερφυσικής. Παρόλα αυτά ούτε η φυσική ούτε η υπερφυσική αποκάλυψη σώζει τον άνθρωπο, αν δεν πιστέψει.
Φορείς και υπομνήματα αποκαλύψεως.
Ο κόσμος αποτελεί τον φορέα της φυσικής αποκαλύψεως, ενώ η θεία οικονομία, που φανερώνεται στον λαό του Ισραήλ και την Εκκλησία, συνιστά τον φορέα της υπερφυσικής αποκαλύψεως. Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση δεν είναι φορείς ούτε πηγές της υπερφυσικής αποκαλύψεως, αλλά υπομνήματα της. Η επισήμανση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ορθή θεώρηση και παρουσίαση της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος της ιουδαϊκής θεωρήσεως της Αγία Γραφής ή ακόμα και της εκτροπής στον φονταμενταλισμό.
Οι διάφοροι νόμοι.
Εξάλλου στην πατερική παράδοση διακρίνονται, α) ο φυσικός νόμος, β) ο γραπτός νόμος, γ) ο νόμος της χάριτος. Ο φυσικός νόμος φανερώνει τη φυσική ενότητα των ανθρώπων, που διασπάται με την παρουσία της φιλαυτίας. Ο γραπτός νόμος δηλώνει αυτό που υπάρχει ως φυσικός νόμος, αλλά γίνεται δυσδιάκριτο εξαιτίας της αμαρτίας. Γι' αυτό οι δύο αυτοί νόμοι είναι ισότιμοι και κανένας από αυτούς δεν έχει κάτι περισσότερο από τον άλλον. Τέλος ο νόμος της χάριτος διδάσκει τη μίμηση του Θεού ή την οδό της Θεώσεως.
α) Η κτίση ως μέσο γνώσεως του αγαθού.
Η παρουσία του Λόγου.
Ο Θεός δεν περιορίζεται στην κτίση. Είναι ο άκτιστος Δημιουργός της, που υπερβάλλει την κτίση και όλα τα κτίσματα. Ταυτόχρονα όμως ο Θεός είναι μέσα στην κτίση. Συνέχει και συντηρεί τα πάντα. Η κτίση προσφέρει στον άνθρωπο κάποια θεογνωσία. Φανερώνει το μεγαλείο και τη λαμπρότητα του Θεού. Όπως παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, αφού τα πάντα δημιουργήθηκαν και συντηρούνται από τον Λόγο του Θεού, είναι φυσικό η ορθή θεώρηση της κτίσεως να οδηγεί στον Θεό Λόγο. Ο Λόγος του Θεού αποκαλύπτει στο κόσμο τη θεία αγαθότητα. Η κτίση, έργο της αγάπης του Θεού, μαρτυρεί και συμβολίζει την αγάπη του προς τον άνθρωπο.
Οι λόγοι τον όντων.
Τα όντα, όπως δέχεται η σύγχρονη φυσική, αποτελούν κινήσεις με αρμονία και τάξη. Περιέχουν δέσμες πληροφοριών. Όλα τα όντα έχουν του λόγους τους, δηλαδή τις άκτιστες δημιουργικές αιτίες τους. Οι φυσικοί λόγοι των όντων είναι «αποτελέσματα και εικόνες» των άκτιστων θείων λόγων. Οι μερικότεροι λόγοι ανάγονται σε καθολικότερους, ενώ όλοι οι λόγοι των όντων συνοψίζονται στον Θεό Λόγο, που είναι η αρχή και το τέλος όλων των δημιουργημάτων. Γι' αυτό η γνώση των δημιουργημάτων ποτέ δεν μπορεί να φθάσει σε πληρότητα και ενότητα, αν δεν συνδεθεί με τη γνώση του Θεού.
Οι τρόποι της γνώσεως.
Όπως επισημαίνει ο Γέροντας Σωφρόνιος, αφορμώμενος από τη σκέψη του αγίου Σιλουανού, υπάρχουν δύο τρόποι γνώσεως του κόσμου. Ο συνήθης τρόπος, που γνωρίζουν και ακολουθούν όλοι, στηρίζεται στην άμεση θεώρηση των όντων και των φαινομένων. Η γνώση όμως που αποκτάται με τον τρόπο αυτόν παραμένει διαρκώς ατελής και ασύνδετη. Η ενότητα στην οποία επιχειρεί να καταλήξει ο ανθρώπινος νους είναι πάντοτε τεχνητή. Υπάρχει όμως και άλλος τρόπος γνώσεως, προσιτός στου αγίους, που πραγματοποιείται με τη στροφή του ανθρώπου στον εαυτό του και το Θεό. Με τον τρόπο αυτόν ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την πολλαπλότητα και τον κατακερματισμό των φαινομένων του κόσμου και στρέφεται στον Θεό, όπου γνωρίζει και τον εαυτό του και όλον τον κόσμο. Η γνώση αυτή, που είναι μέσα στον κόσμο σπάνια και μερική, πηγάζει από την ένταξη του ανθρώπου στο ρεύμα του θελήματος του Θεού και αποτελεί προοίμιο της μετοχής στην παντοδυναμία και την παγγνωσία του.
Η μαρτυρία της κρίσεως.
Η κτίση μαρτυρεί το Θεό, χωρίς να είναι Θεός. Όπως και το καλλιτέχνημα μαρτυρεί τον καλλιτέχνη, χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν. Η μαρτυρία της κτίσεως δεν έχει μόνο καταφατικά αλλά και αποφατικό χαρακτήρα. Το καλλιτέχνημα δεν αποκαλύπτει μόνο τον καλλιτέχνη, αλλά και είναι διαφορετικό από αυτόν. Και η κτίση δεν αποκαλύπτει μόνο τις ιδιότητες του Δημιουργού της, αλλά και διαφέρει από αυτόν. Με τον εξαγγελτικό χαρακτήρα της υποδηλώνει την παρούσα του Θεού στον κόσμο. Βέβαια τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να εικονίσει απαράλλακτα τον Θεό. Παρόλα όμως αυτά αποκαλύπτει κάτι από αυτόν. Εξάλλου με την κτιστότητα και την παροδικότητα του υποδηλώνει το ασύγκριτο μεγαλείο του άκτιστου και αιώνιου Θεού.
Συμπυκνωμένη πληροφόρηση.
Ο θεός συνέχει και κατευθύνει τη δημιουργία με την προσωπική του παρουσία. Ο άκτιστος Θεός ενεργεί μέσα στον κτιστό κόσμο. Και ο κτιστός κόσμος μαρτυρεί τον άκτιστο Δημιουργό. Ολόκληρη η δημιουργία είναι αποκαλυπτική πράξη. Είναι συμπυκνωμένη πληροφόρηση. Η λογικότητα που διέπει τη σύσταση και την κίνηση της προβάλλει ως μέσο φανερώσεως του Θεού προς τον άνθρωπο, ως γλώσσα, ως συμβολικός λόγος του. Με την κτίση ο Θεός απευθύνεται στον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τον λόγο του Θεού κατανοεί την πραγματική θέση του στον κόσμο και τις σωστές σχέσεις του με τη κτίση.
Ενανθρώπηση και οικολογία.
Η αποκατάσταση της πραγματικής θέσεως του ανθρώπου στον κόσμο και των σωστών σχέσεων του με την κτίση αποκαλύφθηκαν με την θεία ενανθρώπηση, που προετοιμάστηκε με την Παλαιά Διαθήκη, αλλά φανερώθηκε στην Καινή Διαθήκη. Ενώ όμως στη θεολογία και την ανθρωπολογία η μετάβαση από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη είναι σαφής και εμφανής, στη θεώρηση της κτίσεως, που ενδιαφέρει άμεσα και την οικολογία, η μετάβαση αυτή παραμένει σχεδόν άγνωστη ή δυσδιάκριτη. Η ενανθρώπηση όμως αποτελεί κεφαλαιώδες γεγονός όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για ολόκληρη την κτίση. Άλλωστε η χριστιανική προσδοκία δεν περιορίζεται μόνο στην ανάσταση των νεκρών, αλλά συμπεριλαμβάνει και την ανακαίνιση της κτίσεως. Με την ενανθρώπηση ο Θεός σκήνωσε στην ύλη και απεργάσθηκε με αυτή την ανακαίνιση των πάντων. Η ύλη πληρώθηκε με θεία χάρη και ενέργεια.
Η αίσθηση της παρουσίας του κακού.
Βέβαια και μετά την ενανθρώπηση η κτίση εξακολουθεί να παραμένει σε κατάσταση πτώσεως και δουλείας. «Πάσα η κτίσης συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νύν». Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στη παρά φύση κατάσταση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αισθάνεται την κατάσταση αυτήν ως παρουσία του κακού. Η αίσθηση όμως της παρουσίας του κακού προϋποθέτει κάποια γνώση του αγαθού. Και η αίσθηση αυτή είναι τόσο πιο ισχυρή, όσο πιο έντονη είναι στον άνθρωπο η γνώση του αγαθού. Έτσι η αίσθηση της παρουσίας του κακού προκαλεί τη νοσταλγική αναζήτηση του αγαθού.
Καταξίωση της φυσικής γνώσεως.
Η σωστή θεώρηση της κτίσεως οδηγεί στην επίγνωση του Θεού, και ειδικότερα της αγάπης και της φιλανθρωπίας του. Ο άνθρωπος όμως της πτώσεως δεν βλέπει συνήθως την κτίση σωστά. Συχνά σταματά στον φορέα της αποκαλύψεως και την απολυτοποιεί. Λατρεύει την κτίση και λησμονεί τον Δημιουργό της. Αλλά και όταν κατορθώνει να προχωρήσει πέρα από την κτίση με τις δυνάμεις του, αδυνατεί να προσεγγίσει τον Θεό. Το κτιστό δεν μπορεί να προσεγγίσει το άκτιστο. Η προσέγγιση αυτή πραγματοποιείται μόνο με τη συγκατάβαση και ενοίκηση του άκτιστου Θεού στο κόσμο. β) Ο άνθρωπος ως μέσο γνώσεως του αγαθού.
Αυτογνωσία και θεογνωσία.
Πληρέστερη γνώση του Θεού προσφέρει στον άνθρωπο η αυτογνωσία. Μελετώντας ο άνθρωπος τον εαυτό του διαπιστώνει την άπειρη σοφία του Δημιουργού. Βέβαια ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση πτώσεως. Η φιλαυτία και τα πάθη σκοτίζουν τον νου του. Αλλά και στην κατάσταση αυτήν η συγγένεια του με τον Θεό δεν εξαφανίζεται τελείως. Δεν παύει ο άνθρωπος να εικονίζει τον Θεό παρά τα στίγματα των πταισμάτων του.
Η λογικότητα του ανθρώπου.
Ως δημιούργημα που εικονίζει τον Θεό, στον οποίο υπάρχουν οι λόγοι των όντων, συνοψίζει ο άνθρωπος τους λόγους των όντων κατ' εικόνα του Θεού Λόγου. Εδώ κορυφώνεται και η λογικότητα του. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος είναι λογικός γιατί εικονίζει τον Λόγο. Η κυριαρχική θέση του απέναντι στα όντα, η θεώρηση των λόγων των όντων, η συγκεφαλαίωση τους στην ύπαρξη του και η αναφορά του στον Θεό Λόγο είναι επιμέρους εκφάνσεις της λογικότητας του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού Λόγου. Γι' αυτό η ανακαίνιση του συμπίπτει με την κατάργηση της αλογίας και τη «λόγωση» τους. Συμπίπτει με την άρση της άγνοιας του Θεού και την αίσθηση της παρουσίας και του κάλλους του.
Το μεγαλείο του ανθρώπου.
Η συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό δεν αναιρεί τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα τους. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος κτιστός. Ο θεός είναι αυτοαγαθός, ενώ ο άνθρωπος γίνεται αγαθός μετέχοντας στη θεία αγαθότητα. Το μεγαλείο του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην προέλευση του, αλλά στο σκοπό της δημιουργίας του. Ο άνθρωπος προήλθε από το μη ον. Η αγάπη όμως του Θεού τον κάλεσε να τελειωθεί ως πρόσωπο «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του. Ο άνθρωπος δεν είναι κάποιο δημιούργημα μέσα στον κόσμο, έστω το τελειότερο. Δεν είναι καν ο «έν μικρώ κόσμος» ή ο μικρόκοσμος. Είναι ένας δεύτερος κόσμος «έν μικρώ μέγας». Στον άνθρωπος ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο κόσμος. Αυτός καλείται να συμπεριλάβει στην υπόσταση του ολόκληρη την κτίση και να ιερουργήσει την ανύψωση της στον Θεό.
Η συνείδηση.
Ο άνθρωπος έχει άμεση εσωτερική γνώση του εαυτού του με την έμφυτη συνείδηση του. Η συνείδηση του ανθρώπου εκφράζει το είναι του, όπως και τη σχέση με τον Θεό και τον κόσμο. Η νεώτερη ψυχολογία επισήμανε την αχανή περιοχή του ασυνειδήτου, που δεν υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του ανθρώπου. Από την άλλη όμως πλευρά η θεολογία βλέπει τον άνθρωπο ως ορίζοντα φανερώσεως ολοκλήρου του θεανθρώπινου είναι. Έτσι η συνείδηση του ανθρώπου ως δημιουργήματος «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού αποκτά άπειρες διαστάσεις, που δεν ελέγχονται βέβαια άμεσα από τον ίδιο, αλλά μπορούν να καλλιεργηθούν και να φωτιστούν σε μεγάλο βαθμό με την άσκηση και την προσευχή.
Νους και συνείδηση.
Ο νους του ανθρώπου, που αποτελεί και το μάτι της ψυχής του, επηρεάζει άμεσα την κατάσταση της συνειδήσεως του. Όταν αυτός είναι καθαρός, τότε και η συνείδηση είναι καθαρή. Στην περίπτωση αυτήν ο άνθρωπος παρακινείται προς το αγαθό και αποτρέπεται από το κακό. Όταν όμως ο νους του ανθρώπου είναι σκοτισμένος τότε και η συνείδηση του σκοτίζεται, ταράσσεται και τον ελέγχει.
Ο έλεγχος της συνειδήσεως.
Ο έλεγχος της συνειδήσεως στην Παλαιά Διαθήκη εκλαμβάνεται πρωτίστως ως συνέπεια της αντιθέσεως του ανθρώπου προς τον Θεό και το θέλημα του. Έτσι παρουσιάζονται οι πρωτόπλαστοι μετά την παρακοή, ο Κάιν μετά τον φόνο του αδελφού του, όπως και άλλα πρόσωπα που παρήκουσαν τον Θεό. Παρόλο αυτά ο έλεγχος της συνειδήσεως δεν είναι άγνωστος και ως εσωτερική ηθική διάσπαση. Είναι έκφραση της εγκαθίδρυσης του νόμου της αμαρτίας, που ως «έτερος νόμος» διασπά εσωτερικά τον άνθρωπο. Από την άλλη πλευρά οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τις τύψεις της συνειδήσεως κυρίως ως εξωτερικές προσβολές, που προκαλούνται στον άνθρωπο από τις Ερινύες.
Καταστάσεις συνειδήσεως.
Η συνείδηση ανακρίνει τον άνθρωπο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, που υπάρχει μέσα του ως έμφυτος ηθικός νόμος και ενεργεί ως διδάσκαλος ή κριτής του. Η συνείδηση λειτουργεί ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου και τον ελέγχει χωρίς να ελέγχεται. Ακολουθεί τον άνθρωπο παντού, έστω και αν αυτός την αποφεύγει η την αποστρέφεται. Επιδοκιμάζει τα έργα του με εσωτερική συγκατάθεση και ειρήνη, ή τα αποδοκιμάζει με τύψεις και ταραχή. Όταν ο άνθρωπος κωφεύει στη φωνή της συνειδήσεως του και προσπαθεί με διάφορους τρόπους να την φιμώνει, αυτή βαθμίδων αμβλύνεται ή και πωρώνεται. Αν η συνείδηση παύσει να ελέγχει τον άνθρωπο, πρέπει αυτός να προσέξει, μήπως αυτό δεν οφείλεται σε καθαρότητα αλλά σε άμβλυνση. Τέλος η πλήρης ηθική αναισθησία είναι ή πώρωση. Αλλά και από την άλλη πλευρά η καλλιέργεια περιδεούς συνειδήσεως βασανίζει και βλάπτει ψυχολογικά τον άνθρωπο.
Η τέλεια συνείδηση.
Για τη σωστή λειτουργία της συνειδήσεως χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και αυτοκριτική. Χρειάζεται ακόμα μελέτη του θελήματος του Θεού και τήρηση των εντολών του. Με αυτά εκλεπτύνεται η συνείδηση του ανθρώπου, ελευθερώνεται από την πλάνη που δημιουργεί η φιλαυτία και διανοίγεται στην αλήθεια της αγάπης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέλειας συνειδήσεως είναι η απόλυτη λεπτότητα και η απεριόριστη ευρύτητα. Έτσι οι άγιοι παρουσιάζονται απόλυτα ευαίσθητοι και τις μικρότερες ατέλειες τους, ενώ αγκαλιάζουν με την απεριόριστη αγάπη τους ολόκληρο τον κόσμο.
Η διάστροφη συνείδηση.
Όταν ο άνθρωπος δεν φροντίζει να καλλιεργήσει τη συνείδηση του και παραδίδεται αδιάκριτα στο κακό και την αμαρτία, διαμορφώνει διάστροφη συνείδηση. Τότε αυτή όχι μόνο δεν διακρίνει το κακό από το καλό, αλλά και θεωρεί το κακό ως καλό. Η διάστροφη συνείδηση είναι χειρότερη από την πωρωμένη. Τέλος η συνείδηση αυτή μπορεί να οδηγήσει και σε διάστροφη θρησκευτικότητα, που κορυφώνεται στη λατρεία του κακού.
Συνείδηση και γνώση του Θεού.
Η υγιής συνείδηση έχοντας έμφυτο τον θείο νόμο βοηθάει τον άνθρωπο να προσεγγίσει τον Θεό. Γι' αυτό η ηθικός άνθρωπος προσεγγίζει ευκολότερα το Ευαγγέλιο, παρά ο διεφθαρμένος. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί η έπαρση, που μπορεί να δημιουργηθεί από την τυπική αρετή, εμποδίζει την προσέγγιση της αλήθειας του Ευαγγελίου. Αντίθετα η συντριβή, που είναι δυνατό να προκληθεί από τη διαφθορά, οδηγεί ευκολότερα στη μετάνοια και την αποδοχή της. Εξάλλου, όπου πλεονάζει η αμαρτία, υπέρπερισσεύει η χάρη του Θεού. Το πρόβλημα όμως της γνώσεως του αγαθού δεν είναι σε τελευταία ανάλυση ηθικό αλλά οντολογικό. Μόνο σε σχέση με τον Θεό συνειδητοποιεί ο άνθρωπος το μεγαλείο του αγαθού και τη φρικαλεότητα του κακού.
Η αρετή.
Στην εκκλησιαστική γραμματεία ο πρώτος άνθρωπος χαρακτηρίζεται συνήθως ως «νήπιον». Η φύση του είναι αγαθή, γιατί και ο Δημιουργός του είναι αγαθός και πηγή κάθε αγαθού. Στην αδιάφθορη φύση του ανθρώπου αντιστοιχεί η αρετή και όχι η κακία. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος ρέπει προς το κακό. Αυτό οφείλεται στην πτώση, δηλαδή στην αλλοτρίωση του από την πηγή του αγαθού. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι ταυτόχρονα επιθυμεί το αγαθό, για το οποίο και δημιουργήθηκε. Η προέλευση και η λογική φύση του τον ωθούν προς αυτό. Αν υπάρχει διαφωνία για την ταυτότητα του αγαθού, οφείλεται στην ανθρώπινη ασθένεια. Όπως η σωστή θεώρηση των αισθητών πραγμάτων προϋποθέτει την υγεία των σωματικών αισθήσεων, έτσι και η σωστή θεώρηση των πνευματικών πραγμάτων προϋποθέτει την υγεία των ψυχικών αισθήσεων. Γι' αυτό η πνευματική γνώση παρουσιάζεται από τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο ως «γέννημα της υγείας της ψυχής». Αλλά ήδη η επιθυμία της ψυχής αποτελεί θετικό παράγοντα.
Θρησκευτικότητα.
Ο άνθρωπος ως δημιούργημα «κατ' εικόνα Θεού» αναφέρεται στον Θεό. Το πλήθος των θρησκειών φανερώνει την έμφυτη έφεση του ανθρώπου να στραφεί προς τον Θεό. Η βάση της θρησκευτικότητας δεν είναι υπερβατική, αλλά βρίσκεται στον άνθρωπο και εκφράζει την φύση του. Ο θεός όμως είναι υπερβατικός. Γι' αυτό ο άνθρωπος αδυνατεί να τον προσεγγίσει με τις δυνάμεις του. Και η αδυναμία του αυτή μπορεί να μεταβληθεί σε τραγική αστοχία, όταν ο άνθρωπος λησμονεί τα όρια του και θεοποιεί τον εαυτό του. Έτσι αλλοτριώνεται η θρησκευτικότητα του.
Η ειδωλολατρία.
Ο θεός, στον οποίο συνήθως ανάγεται ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις, κινείται πάντοτε, όπως είναι φυσικό, στα όρια της κτιστότητας. Είναι θεός που κατασκευάζεται από τον άνθρωπο και' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του. Δεν είναι ο Θεός της αποκαλύψεως που γνωρίζεται όπως είναι, «καθώς εστί». Γι' αυτό και η λογική προσέγγιση του Θεού έχει πάντοτε εγγενή την ειδωλολατρία. Αυτή πάλι δεν πρέπει να νοείται μόνο με τη χονδροειδή μορφή της λατρείας των υλικών κατασκευασμάτων, αλλά και με τη λεπτότερη μορφή της λατρείας ιδεών ή ιδεολογιών.
Η προβολή.
Η αλλοτρίωση όμως της θρησκευτικότητας δεν αποτελεί λόγο για την αναίρεση της. Η θέση του Feuerbach απέναντι στη θρησκεία, που υιοθετήθηκε και τοποθετήθηκε σε κοινωνικές διαστάσεις από τον Marx, ακρωτηριάζει την ανθρώπινη φύση με πρόφαση την θεραπεία της. Αν ο άνθρωπος θρησκεύει προβάλλοντας τον εσωτερικό του κόσμο, το κάνει γιατί κατευθύνεται από την φύση του, που ανήκει στον κόσμο. Άλλωστε αυτόν δεν γίνεται μόνο στη θρησκευτική, αλλά και σε κάθε άλλη περιοχή της ανθρώπινης ζωής. Οι προβολές δεν οικοδομούν μόνο αυταπάτες, αλλά και σημαντικές αλήθειες. Χαρακτηριστικής είναι η περίπτωση των μαθηματικών προβολών, που βρίσκουν εκπληκτικές αντιστοιχίες και εφαρμογές στον αντικειμενικό κόσμο. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί ο άνθρωπος που δημιουργεί τα μαθηματικά ανήκει στον ίδιο κόσμο και κινείται στις ίδιες συντεταγμένες με αυτόν. Βέβαια η θρησκευτική περιοχή είναι διαφορετική. Αλλά και αυτή ανήκει στην ανθρώπινη φύση. Γι' αυτό δεν μπορεί να παραθεωρήσει ή να θεωρηθεί τελείως παραπλανητική.
Η εσωτερική πάλη.
Η συνάντηση με το αγαθό ή το κακό πραγματοποιείται στα βάθη της ανθρώπινης υπάρξεως. Εκεί γίνεται η πάλη ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη, στη βασιλεία του Θεού και τη δαιμονική εξουσία. Κι ενώ ο άνθρωπος επιθυμεί το αγαθό, αδυνατεί να το ζήσει, γιατί παραμένει δούλος της φθοράς και του θανάτου. Ο έμφυτος ηθικός νόμος εν μπορεί να τον λυτρώσει από τον θάνατο και να τον οδηγήσει στη ζωή. Έτσι η ζωή του ανθρώπου εκτυλίσσεται ως προοδευτική έκπτωση. Η μόνη δυνατότητα για λύτρωση και καταξίωση προσφέρεται με την έλευση του Θεού στον κόσμο. Όποιος ζει μακριά από τον Θεό, που είναι η πηγή του αγαθού, δεν μπορεί να είναι αγαθός. Και όποιος είναι αγαθός, δεν μπορεί να μη γνωρίζει τον αγαθό Θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί του.
Η κοινωνία με το αγαθό.
Το αγαθό είναι πρόσωπο, που έρχεται σε προσωπική σχέση και κοινωνία της προσωπικής κοινωνίας, που προϋποθέτει καθαρότητα καρδίας. Τέλος η γνώση του αγαθού συνδέεται με την αίσθηση της απουσίας του, που καλλιεργεί το πόθο για την αναζήτηση του. Γι' αυτό ο Χριστός μακάρισε εκείνους που πεινούν και δείξουν την δικαιοσύνη. Στην προοπτική αυτήν ακόμα και η άρνηση του Θεού μπορεί να αποτελέσει κάποια φάση της διαλεκτικής πορείας προς αναζήτηση και γνώση του Θεού. Αντίθετα ο εφησυχασμός και η προσήλωση στα πάθη κάνουν αδύνατη τη γνώση του Θεού και την αίσθηση της χάριτος του. γ) Η ανακεφαλαίωση του αγαθού στο πρόσωπο του Χριστού.
Η ενανθρώπηση του Λόγου.
Η πληρέστερη φανέρωση του Θεού, και κατά συνέπεια του αγαθού, πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού και διατηρείται στην Εκκλησία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού, που αποκαλυπτόταν σκιωδώς στον Ισραήλ και πριν την ενανθρώπηση του, ήταν γνωστός ως «σπερματικός λόγος» σε ολόκληρο το κόσμο. Η πλήρης όμως αποκάλυψη του πραγματοποιήθηκε με την εν Χριστώ ενανθρώπηση του, που είχε ως συνέπεια και τη «λόγωση» του ανθρώπου. Ο Λόγος του Θεού, που προσέγγιζε από έξω τον κόσμο, προσλαμβάνει στην υπόσταση του την ανθρώπινη φύση, την ανακαινίζει και την καθιστά «θεουπόστατη», «ομόθεη» και «χωρητική» της λαμπρότητας και της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.
Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
Η ανακαίνιση του «κατ' εικόνα Θεού» πλασμένου ανθρώπου πραγματοποιείται από τον Χριστό, που είναι η εικόνα του αοράτου Θεού Πατέρα, και «μορφούται» στον κάθε πιστό με το Άγιο Πνεύμα. Έτσι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, που υποδουλώθηκε σκιωδώς κατά την πλάση του ανθρώπου, φανερώνεται και την ανάπλαση του, γιατί αυτός είναι ο μόνος μύστης και προσκυνητής της στη γη, αλλά και ο μόνος που δημιουργήθηκε κατ' εικόνα της. Ταυτόχρονα στο πρόσωπο του Χριστού φανερώνεται ο τέλειος άνθρωπος, ο νέος Αδάμ, που παραμένει αδιάσπαστα ενωμένος με τον Θεό και ανακεφαλαιώνει ολόκληρη την κτίση. Έτσι και η Χριστολογία φανερώνει την αληθινή ανθρωπολογία. Γι' αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν προσπαθούν να γνωρίσουν τον Χριστό με βάση τον άνθρωπο, αλλά να προσεγγίσουν τον αληθινό άνθρωπο με βάση τον Χριστό.
Ο καθολικός άνθρωπος.
Ο Χριστιανός, που ζει ως μέλος του σώματος του Χριστού, γίνεται, όπως και ο Χριστός, καθολικός άνθρωπος και κατά χάρη Χριστός. Ταυτόχρονα όμως γίνεται μαζί με τον Χριστό κατάρα για τη σωτηρία των άλλων. Αναλαμβάνει δηλαδή την ευθύνη της ανομίας των άλλων και υφίσταται τις συνέπειες της στον ίδιο τον εαυτό του. Στη σάρκα του, που είναι και σάρκα του Χριστού, συγχωρείται ολόκληρος ο κόσμος και κατακρίνεται η αμαρτία. Έτσι ο Απόστολος Παύλος ευχόταν να γίνει ανάθεμα για τους κατά σάρκα αδελφούς του, ενώ κάποιος γέροντας ασκητής, που άκουσε την εξομολόγηση κάποιου φονιά, κτυπήσει στοργικά τον ώμο του και είπε: «Εγώ έκανα, παιδί μου, τον φόνο, όχι εσύ». Τα αίτια του κοινωνικού κακού, όπως και του κοινωνικού καλού, υπάρχουν ριζωμένα στον καθένα. Η αμαρτία έχει προσωπικό χαρακτήρα. Ο πιστός βλέπει την αμαρτία των άλλων ως δική του, αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει δυνάμει μέσα του. Γι' αυτό ξεκινά τον αγώνα εναντίον του κακού από τον ίδιο τον εαυτό του. Και πολεμώντας με τα πάθη και την αμαρτία στον εαυτό του μετέχει στον κοινό αγώνα της ανθρωπότητας εναντίον του κακού. Έχοντας την αίσθηση αυτής της ενότητας της ανθρωπότητας οι Πατέρες της Εκκλησίας μεταφέρουν στη ζωή των πιστών ολόκληρη την ιστορία του Ισραήλ. Η Παλαιά Διαθήκη από ιστορία του εκλεκτού λαού γίνεται ιστορία του κάθε ανθρώπου, και το περιεχόμενο της διατηρεί ακέραιο το νόημα του στην περιοχή της προσωπικής πορείας κάθε πιστού για την εν Χριστώ τελείωση.
Αποκάλυψη και απόκρυψη.
Με την φανέρωση λοιπόν του Χριστού η αποκάλυψη του Θεού καθίσταται πλήρης και τελική, συγκεκριμένη και υποστατική. Ο ίδιος ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αναστρέφεται με του ανθρώπους και μιλάει τη γλώσσα τους. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να λησμονείται και ο αποφατικός της χαρακτήρας. Άλλωστε, όπου η αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται με πληρέστερη και τελειότερη μορφή, γίνεται ταυτόχρονα περισσότερο μυστική και απόκρυφη. Έτσι η τελική αποκάλυψη του Λόγου, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση, είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη απόκρυψη του.
Το όνομα του Λόγου.
Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν ονομάζεται στην Καινή Διαθήκη Λόγος. Το όνομα αυτό χρησιμοποιείται μόνο για να υποδηλώσει την προαιώνια ύπαρξη του. Βέβαια με τον όρο αυτό δεν υποδηλώνεται η ουσία του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά η αποκαλυπτική και εξαγγελτική ενέργεια του. Ο Λόγος του Θεού φανερώνεται σε κοσμικές διαστάσεις με τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη διακυβέρνηση του κόσμου, και σε ιστορικό πλαίσιο με την αποκάλυψη προς τον Ισραήλ και την ενανθρώπηση. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, εντάσσοντας το ανακαινιστικό έργο του Χριστού στο γενικότερο πλαίσιο της αποκαλύψεως του Θεού Λόγου, αρχίζει το Ευαγγέλιο του με την προαιώνια ύπαρξη του. Ο προαιώνιος Θεός Λόγος, με τον οποίο δημιουργήθηκε το σύμπαν, φανερώνεται εν Χριστώ ως άνθρωπος, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο που υποτάχθηκε στη φθορά και στο θάνατο. Ο Χριστός είναι ο «καινός άνθρωπος», ο νέος Αδάμ, για τον οποίο δημιουργήθηκε και υπάρχει ολόκληρος ο κόσμος.
Η νέα κατάσταση.
Ο Θεός τον οποίο «ουδείς εώρακε πώποτε» και κατά την αναζήτηση του οποίου οι άνθρωποι «εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών», ο Θεός που μίλησε «πολυμερώς και πολυτρόπως» στον Ισραήλ με τους Προφήτες, αποκαλύφθηκε και «ελάλησεν ημίν εν Υιώ». Η αποκάλυψη αυτή δεν αποτελεί απλώς κάποιο νέο στάδιο στην ιστορία της θείας οικονομίας, αλλά την τελείωση τους. Ο Χριστός είναι το «πλήρωμα» του Νόμου και των Προφητών, όπως και κάθε άλλης αποκαλύψεως του Θεού προς το κόσμο. Το πλήρωμα αυτό είναι το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της θείας οικονομίας, που θα αποκαλυφθεί πλήρως στα έσχατα. Η εν Χριστώ οικονομία εγκαινιάζει νέα κατάσταση και δημιουργεί την αποχή της καινούργιας ζωής. Αυτή εικονίζεται ήδη στην Εκκλησία, και ιδιαίτερα στη θεία Ευχαριστία, αλλά θα φανερωθεί τελικά στη βασιλεία του Θεού. Με την έλευση του Χριστού η φθορά και ο θάνατος μεταμορφώνονται σε αφθαρσία και ζωή. Ο Νόμος γίνεται Λόγος, πρόσωπο, υπόσταση, που καλεί τον άνθρωπο να καταστεί μέτοχος της θείας ζωής και να τελειωθεί σε αληθινή υπόσταση.
Το θεμέλιο.
Η ανακαίνιση του κόσμου συνοψίζεται και προσφέρεται λειτουργικά με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό αποτελεί το θεμέλιο της «καινής έν Χριστώ ζωής», ή της «καινής κτίσεως». Η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού ενώνει ον άνθρωπο με τον Θεό και τον πλησίον. Ο Χριστιανός δεν ζει ως απομονωμένο άτομο, αλλά υπάρχει ως μέλος Χριστού. Και η ζωή του δεν έχει εγωκεντρικό αλλά κοινωνικό χαρακτήρα. Ο Χριστός είναι ο αρχηγός της καινής κτίσεως και το κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας. Γι' αυτό η ιστορία του Ισραήλ, όπως και ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία, θεωρείται και κατανοείται σωστά μόνο με το φως της αποκαλύψεως του Χριστού.
Τα κτίσματα.
Η αναγνώριση του Χριστού ως ενσαρκωτού της αποκαλύψεως του Θεού και τελειωτού της πίστεως δεν αποκλείει την ύπαρξη έμμεσων οδών, που μπορούν να κατευθύνουν τον άνθρωπο στον Θεό. Εφόσον τα πάντα δημιουργήθηκαν με τον Λόγο του Θεού, και «χωρίς αυτού εγένετο ούδε έν ο γέγονεν», επόμενο είναι κα τα κτίσματα να παραπέμπουν σε αυτόν. Αυτός θεμελιώνει τη λογικότητα των κτισμάτων και βεβαιώνει την υποστατική αρχή του σύμπαντος κόσμου. Τα όντα περιέχονται στον Λόγο του Θεού. Και η προσωπική φανέρωση του στον κόσμο ανυψώνει τη φυσική νομοτέλεια σε προσωπική κοινωνία.
Λόγος και νόμος.
Η σύγχρονη επιστήμη διαπιστώνει διαρκώς τη λογικότητα της φύσεως, της δομής και της κινήσεως των όντων. Η λογικότητα όμως αυτή αντιμετωπίζεται ως απρόσωπος νόμος και όχι ως προσωπικός λόγος. Αλλά ο απρόσωπος νόμος βρίσκεται χαμηλότερα από τον προσωπικό λόγο. Και η υπαγωγή στη φθορά και τον θάνατο. Έξω από τις προσωπικές σχέσεις δεν υπάρχει ούτε αληθινή ζωή ούτε αληθινή γνώση του αγαθού, αλλά «το πάν καταβροχθίζεται υπό του θανάτου, βυθίζεται είς το όντως μη ον». Γι αυτό και η αντίδραση του ανθρώπου στον απρόσωπο νόμο είναι αναπόφευκτη. Υπαγορεύεται από τη αξιοπρέπεια του ως προσώπου και την άρνηση του να υποταχθεί στην αλογία της φθοράς και του θανάτου. Εδώ βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα του σύγχρονου πολιτισμού που παραμερίζει το πρόσωπο και υποβιβάζει τον προσωπικό λόγο και την προσωπική κοινωνία σε απρόσωπο νόμο και αντικειμενικές σχέσεις. Έτσι νεκρώνεται η ζωή και αναδύεται διάλυση και η ανομία. Αντίθετα ο «νόμος» του Χριστού διακρίνει και στους νόμους της φύσεως την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Όλα ανάγονται στην προσωπική παρουσία του Θεού και την προσωπική κοινωνία μαζί του.
«Απροϋπόθετη ενανθρώπηση».
Ορισμένοι δυτικοί θεολόγοι το Μεσαίωνα, αλλά και νεώτεροι ορθόδοξοι θεολόγοι, επικαλούμενοι κυρίως τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, υποστήριξαν ότι η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού ανήκει στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας και είναι ανεξάρτητη από την πτώση του ανθρώπου. Ισχυρίσθηκαν δηλαδή ότι ο Λόγος του Θεού θα γινόταν άνθρωπος, ακόμα και αν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε και δεν είχε ανάγκη σωτηρίας (απροϋπόθετη ενανθρώπηση). Η άποψη όμως αυτή, που δεν συμφωνεί με την Παράδοση της Εκκλησίας, ούτε με τον ίδιο τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ενέχει σοβαρές θεολογικές συνέπειες. Έτσι μπορεί η δημιουργία του ανθρώπου να εκληφθεί ως προκαταρκτικό έργο για την ενανθρώπηση του Θεού, και η ενανθρώπηση του Θεού ως το τελικό στάδιο κάποιας θεογονικής εξελίξεως. Ο σκοπός της θείας ενανθρώπισης δεν είναι άλλος, παρά η σωτηρία και ανακαίνιση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε ανάγκη να σωθεί ο άνθρωπος, δεν θα γινόταν ο Θεός άνθρωπος. Προηγείται η ανάγκη της σωτηρίας του ανθρώπου και έπεται οικονομία της θείας ενανθρώπισης. Ή όπως επιγραμματικά σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν υπάρχει «άλλη τις αιτία της οικονομίας», παρά μόνο η σωτηρία του ανθρώπου. Αν παραμέναμε αυτό που ήμασταν και τηρούσαμε την εντολή, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα γινόμασταν αυτό που δεν ήμασταν, δηλαδή αθάνατοι, και θα πλησιάζαμε το Θεό. Επειδή όμως με τον φθόνο του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος και παρέσυρε τον άνθρωπο, έγινε ο Θεός άνθρωπος και πάσχει μαζί μας και πτωχεύει με τη σάρκωση του, για να πλουτίζουμε εμείς με τη δική του πτωχεία. Αν δεν είχε προηγηθεί δηλαδή η πτώση το ανθρώπου, δεν θα υπήρχε λόγος να πραγματοποιηθεί η ενανθρώπηση του Θεού και στην συνέχεια η σταύρωση του.
Ο σκοπός της ενανθρωπήσεως.
Με τη θεωρία της απροϋπόθετης ενανθρωπήσεως κινδυνεύει να εκληφθεί το μυστήριο της θείας οικονομίας ως προσποιητή διαδικασία. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να τελειωθεί «καθ' ομοίωσιν» του. Παράλληλα προνόησε, ώστε και μετά την παράβαση της εντολής, στην οποία θα προέβαινε ο άνθρωπος, να μη ματαιωθεί ο σκοπός της δημιουργίας, αλλά να καταστεί δυνατή η πραγμάτωση του με την ενανθρώπηση. Αυτό δηλαδή που δεν κατόρθωσε ο άνθρωπος, επειδή απατήθηκε από τον διάβολο και αθέτησε την εντολή, το προσφέρει ο Θεός με την ενανθρώπηση του. Ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως δεν βρίσκεται στον Χριστό αλλά στον άνθρωπο. Και γίνεται ο Θεός άνθρωπος, επειδή εξαρχής ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν να ομοιάσει προς τον Θεό. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η ενανθρώπηση του Χριστού είναι το «προ-επινοούμενον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα». Κάτι παρόμοιο παρατηρεί και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτά όμως λέγονται με το δεδομένο της πτώσεως του ανθρώπου, που προγνώριζε ο Θεός. Και με το δεδομένο αυτό τα πάντα κορυφώνονται στην ενανθρώπηση του Θεού, που συμπίπτει με τη θέωση του ανθρώπου.
Η πατερική μεθοδολογία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολογούν στηριζόμενοι στα γεγονότα της θείας οικονομίας και της ανθρώπινης ιστορίας. δεν πιθανολογούν για υποθετικές περιπτώσεις, όπως έκαναν αργότερα οι σχολαστικοί. Και μέσα στο πλαίσιο της θείας οικονομίας η ενανθρώπηση του Θεού αποτελεί ασφαλώς τον ύψιστο και τελικό σκοπό. Όταν όμως σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι Πατέρες αναφέρονται στην αιτία της θείας ενανθρωπήσεως, την συνδέουν αμέσως με τη σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου. Και ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος στη συνέχεια του κειμένου που παραθέσαμε σημειώνει ότι το έργο που «προεπενοήθη» και πραγματοποιήθηκε με την έλευση του Χριστού αποτελεί εκπλήρωση της προγνώσεως του Θεού. Ο άχρονος Θεός κρίνει με την πρόγνωση, χωρίς να χρειάζεται να αναμείνει την έκβαση των πραγμάτων. Προγνωρίζει τα πάντα, αλλά δεν καθορίζει τα πάντα. Άλλωστε και σε άλλα κείμενα του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει σαφώς ως προϋπόθεση της ενανθρωπήσεως την πτώση του ανθρώπου και την ανάγκη σωτηρίας της φύσεως του. Χαρακτηριστικός μάλιστα είναι και ο τρόπος με τον οποίο απαντά ο άγιος Μάξιμος στο ερώτημα μοναχού σχετικά με τον σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως. Απορώ, λέει, πως με ρωτάς για το θέμα αυτό, ενώ καθημερινά ακούς το Σύμβολο της πίστεως, όπου υπάρχει η απάντηση. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η θεωρία της απροϋπόθετης ενανθρωπήσεως ακυρώνει το περιεχόμενο του ονόματος «Ιησούς-Σωτήρ», που έλαβε ο Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση του.
via