Σύντομη βιογραφία: Ο άγιος πατέρας μας Μάξιμος ο Ομολογητής έζησε τον καιρό της βασιλείας τού Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, κατά το έτος 670 μ.Χ. και ήταν ο κύριος εξολοθρευτής της κακόδοξης αιρέσεως των Μονοθελητών. Κατ' αρχάς διακρίθηκε στα βασιλικά ανάκτορα και τιμήθηκε με το αξίωμα του Αρχιγραμματέα, ύστερα όμως άφησε τις κοσμικές εξουσίες και επιδόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.
Πλησίασε το στόμα του στην πηγή της σοφίας και πίνοντας αδιάκοπα από τις πηγές των θείων Γραφών που ρέουν ζωή, έκανε πραγματικά ν' αναβλύσουν από την κοιλιά του ποταμοί θείων δογμάτων και συγγραμμάτων που πλημμύρισαν τα πέρατα της οικουμένης.

Από αυτά κι εμείς, το γλυκό νερό που ανασταίνει και νεκρούς, με τα παρόντα κεφάλαια το διοχετεύσαμε σ' αυτά εδώ το βιβλίο και το βάλαμε μπροστά σ' εκείνους που κατέχονται από την καλή δίψα της σοφίας, για να πίνουν απ' αυτό με αφθονία και να μη διψάσουν ποτέ.

Γιατί σ' αυτά φιλοσοφείται η γνώση και εργασία της ιερής και θεοποιού αγάπης· αποδεικνύεται αναντίρρητα η χωρίς σφάλματα ορθότητα της υψηλής Θεολογίας· αναπτύσσεται ευσεβώς το μυστήριο της Οικονομίας του Λόγου· διασαφηνίζεται η πρακτική θεωρία των θεοειδών αρετών και στηλιτεύεται η σιχαμερή συμμορία των παθών και κακιών, των αντιθέτων προς τις αρετές.

Και με δυο λόγια, μέσα σ' αυτά τα κεφάλαια διαλάμπει η διευθέτηση των ηθών και είναι συγκεντρωμένες πολλές και διάφορες ψυχωφελείς διδασκαλίες, με τις οποίες εύκολα μπορεί κανείς, αφού απαλλαγεί από κάθε κακία και αποκτήσει συνήθεια στην αρετή, να γίνει πολίτης του ουρανού και να επιτύχει τη θεία δόξα.

Στα κεφάλαια αυτά προσθέσαμε και την ερμηνευτική ανάλυση του «Πάτερ ημών», επειδή είναι πολύ ανώτερη από τις άλλες ερμηνείες και προξενεί μεγάλη ωφέλεια.

Το θείο τούτο πατέρα τον αναφέρει και ο σοφός Φώτιος (ανάγνωση 191): «Ως προς το ύφος, έχει περιόδους σχοινοτενείς, αγαπά τα υπερβατά σχήματα, είναι δυνατός στις παραβολές και δεν τον ενδιαφέρει να κυριολεκτεί... Αν ωστόσο κανείς αγαπά ν' ανυψώνει το νου του με πνευματικές εξηγήσεις και θεωρίες, δεν μπορεί να πετύχει πιο ποικίλες και πιο μελετημένες από αυτές.»


Εισαγωγικά σχόλια: Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι μια μεγάλη μορφή της Εκκλησίας και επέδρασε αποφασιστικά τόσο στη διαμόρφωση της θεολογίας, όσο και στην πορεία της εν Χριστώ ζωής. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον ονομάζει «θεοπρεπές της φιλοσοφίας και σοφόν ενδιαίτημα», «των ιερέων κρηπίδα, βάσιν των δογμάτων, σάλπιγγα της σοφίας, Μαρτύρων ακρότητα».
Φλεγόμενος από τον πόθο του ησυχαστικού-μοναστικού βίου, εγκαταλείπει την αυλική θέση του και κείρεται μοναχός σε μια μονή της Χρυσουπόλεως στην αντίπεραν όχθη του Βοσπόρου. Αργότερα μονάζει στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου της Κυζίκου, όπου γράφει τις τέσσερις εκατοντάδες «Κεφαλαίων περί αγάπης» και αργότερα άλλα έργα, μεταξύ των οποίων τα «Κεφάλαια περί θεολογίας» και την «Ερμηνεία στο Πάτερ ημών».

Υπάρχει μία εκδοχή, ότι τα «Κεφάλαια περί αγάπης» τα έγραψε για τον εαυτό του σαν αντίδοτο του φθόνου που είχε σηκωθεί εναντίον του από μοναχούς. Γι' αυτό και.κέντρο και περιφέρεια του όλου έργου του αποτελεί η Αγάπη. Η καθαρή ψυχή του που φωτιζότανε από τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, ανεκάλυψε την αγάπη του Θεού προς τα όντα και των όντων προς τον Θεό, που έλκονται από την αγάπη Του. Η βαθύτατη αυτή εμπειρία του αγίου Μαξίμου αποτελεί τη βάση ολοκλήρου του θεολογικού και πνευματικού έργου του.

Σε όλα τα έργα του κυριαρχεί η αίσθηση της άμεσης και κατ' ενέργειαν σχέσεως του Θεού με τα λογικά όντα, γεγονός που πιστοποιεί σιωπηλή αναγνώριση της αδιάλειπτης άκτιστης ενέργειας. Στη θεολογία των αγίων Πατέρων ανακαλύπτεται μια θαυμαστή ενότητα.

Όλοι οι θεολόγοι Άγιοι με την πνευματική τους όραση είδαν σε όλη την κτίση τους πνευματικούς λόγους που έβαλε ο Θεός σε αυτή. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν εικόνες των θείων ιδιοτήτων, δια των οποίων ανεβαίνει ο νούς στον Θεό. Ο άγιος Μάξιμος ακολουθεί την μυστική πνευματική παράδοση, κατά την οποία, προηγείται η κάθαρση του νου και της ψυχής (λογιστικό, θυμικό, επιθυμητικό) με την πρακτική αγωγή (εργασία θείων εντολών), ο νους εισέρχεται στο χώρο των φυσικών θεωριών, αποκτά αγάπη, με τα φτερά της οποίας κινείται σε περιοχές «των ασωμάτων».

Στη συνέχεια του δίδεται η χάρη της θεολογίας, οπότε ο νους βλέπει τον εαυτό του (αυτοόραση) κι έτσι βρίσκεται σε συνθήκες υπερφυσικών θεωριών. Στη συνέχεια ερευνά όχι την ουσία του Θεού, αλλά «τους περί αυτόν λόγους», δηλαδή «τους περί αϊδιότητος, απειρίας τε και αοριστίας, αγαθότητος, σοφίας και δυνάμεως δημιουργικής, προνοητικής και κριτικής των όντων».

Η κίνηση του νου εναλλάσσεται μεταξύ καταφατικής θεολογίας (θεωρία των πνευματικών λόγων που είναι στην κτίση) και αποφατικής (στέρηση του νου από κάθε νόημα, κατά το χρόνο που παρίσταται μπροστά στον Θεό «κωφός και άλαλος»). Αποκορύφωμα της πνευματικής αυτής καταστάσεως είναι «το πάσχειν τα θεία». Πρόκειται για μια ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τα γνωρίσματα της οποίας «Θεός οίδε και οι τα τοιαύτα ενεργούμενοι».

Ο άγιος Μάξιμος αποφαίνεται ότι χωρίς αγάπη η σωτηρία είναι προβληματική. Σε όλα τα έργα του Ομολογητού μπορεί κανείς να διακρίνει στοιχεία μυσταγωγικά και ερωτικά, κυρίως όμως στις «εκατοντάδες περί θεολογίας». Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η αμοιβαία ερωτική έλξη Θεού και όντων δεν αποτελεί προσωπική ανακάλυψη του αγίου Μαξίμου. Αλλά με την ιδιάζουσα χαρισματική θεολογική όρασή του, κατόρθωσε να σταθεί απερίσπαστα σ' αυτή την αγγελική εμπειρία, ώστε ν' αποτελέσει το αγαπητό του θέμα και το κέντρο της θεολογίας του.

Όπως στα 400 «Κεφάλαια περί αγάπης», στις επτά εκατοντάδες «Κεφαλαίων περί θεολογίας» και στο «Περί Αποριών», έτσι και στην ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής χρησιμοποιεί, ο μέγας θεολόγος, με επιμονή τους όρους φύση, γνώμη, γνωμικό, αίσθηση, κατά λόγο, γένεση, παρά φύση, φυσική θεωρία, κατά φύση, υπέρ φύση, αίτιος, πρόνοια, κρίση, στάση, λόγοι όντων, όπως και όρους που αναφέρονται στον Θεό, στην ουσία, στις υποστάσεις, στην τριαδική ενότητα και αντίστροφα, στη μοναδική Τριάδα. Οι παραπάνω, πλην ορισμένων, αποτελούν κοινή μεταξύ των φιλοκαλικών Πατέρων ορολογία.

Ο όρος φύση ισούται με την αδιάφθορη προπτωτική φύση του ανθρώπου, που έχει αναγεννηθεί εν Χριστώ. Παρά φύση είναι ο αρρωστημένος άνθρωπος, που ενεργείται από τα ψεκτά πάθη. Υπέρ φύση βρίσκεται ο κατά φύση άνθρωπος, που δέχεται τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος κι έτσι έχει υπερβεί τα φυσικά μέτρα και γίνεται «υπέρ άνθρωπος άνθρωπος».

Ο άνθρωπος έχει ελευθερία να θέλει, γιατί κάθε λογική φύση έχει φυσικό θέλημα, δηλαδή την έφεση ή το θέλημα της ορέξεως, που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της φύσεως. Πλην του φυσικού θελήματος, έχει και προσωπικό θέλημα, γιατί ο ανθρωπος είναι και φύση και πρόσωπο. Το προσωπικό θέλημα ονομάζεται από τον άγιο Μάξιμο γνωμικό, που σχετίζεται με την προαίρεση ή την ελευθερία εκλογής.

Στο περιορισμένο αυτό εισαγωγικό σημείωμα είναι αδύνατον να περιληφθεί έστω και εν συνάψει η θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και μόνο μερικά στοιχεία μπορούμε ακόμα να παραθέσουμε.
Από τη χρήση του γνωμικού θελήματος εξαρτάται η σωτηρία του ανθρώπου, που καλείται να συντηρήσει έλλογα την ενότητα της κοινής φύσεως με την αγάπη προς τους ανθρώπους. Το έλλογο ανήκει στην αρετή, το άλογο, στην κακία και τα πάθη. Και «ο μεν λόγος έστι των διεστώτων ένωσις, η δε αλογία των ηνωμένων διαίρεσις».

Παρά την προσωπική του αποφατική ανάβαση, εδίδαξε την αναγωγική μέθοδο δια της κτίσεως. Στην κτίση είδε ό,τι προϋποθέτουν τον Θεό: την αρχική αιτία των όντων και την πρόνοια. Το πρώτο τεκμηριώνεται με την ύπαρξή τους, το δεύτερο με την αέναη κίνησή τους. Κι έτσι σαν με κλίμακα ανεβαίνει ο νους στην πρώτη Αιτία.

Ανάλογα όμως με τη «διαβατικότητα» του νου, δηλαδή την καθαρότητά του, ή βλέπει τον Θεό δια των συμβόλων-κτισμάτων αναλογικά μονάχα, ή τον βλέπει νοητικά, αποφατικά ή υπεροχικά, μέσα στο «γνόφο της αγνωσίας... ένθα τα απλά, και απόλυτα, και άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια...» κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Κυρίως όμως βλέπει τα μεγαλεία του Θεού δια μέσου των λόγων της ένσαρκης Οικονομίας του Θεού-Λόγου, που υπερβαίνει όλα τα μυστήρια του Θεού, κατά τον θείο Μάξιμο.

Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι με την αναγωγή του νου στον Θεό δια της κτίσεως, συνδέεται και το θέμα των λόγων των όντων. Υπάρχουν δύο είδη λόγων των όντων. Είναι οι «ενιαίως προϋφεστώτες συναΐδιοι με τον Θεό λόγοι» και οι φαινόμενοι λόγοι στην κτίση. Οι πρώτοι είναι ουσιοποιοί, δημιουργικοί και ποιητικοί των ουσιών. Οι δεύτεροι αποτελούν τις ουσίες των όντων και έχουν παραχθεί εν χρόνω ως ποιήματα και αποτελέσματα της δημιουργικής θελήσεως του Θεού.

Οι άκτιστοι και συναΐδιοι με τον Θεό λόγοι δεν ταυτίζονται ούτε με τις αιώνιες πλατωνικές ιδέες, ούτε είναι το ίδιο με τις ουσίες των όντων, οπότε τα όντα θα ήσαν αιώνια. Αλλά ούτε και αυθύπαρκτοι μπορεί να είναι οι λόγοι, γιατί αντί για δημιουργία θα είχαμε πλατωνική απορροή. Είναι σαφής η διατύπωση του αγίου Μαξίμου: «ουδέν γαρ το παράπαν εστί των όντων ου μη παρά τω Θεώ πάντως ο λόγος προένεστιν...» (Περί Αποριών, P.G. 91, 1329).

Αλλά πού έχουν την αρχή τους οι λόγοι; Ο άγιος Μάξιμος απαντάει· στη σοφία, τη δύναμη, την αγαθότητα και τη θέληση του Θεού. Και επειδή οι φυσικοί λόγοι, που φαίνονται στα κτίσματα, είναι αποτελέσματα και εικόνες και παραδείγματα των εν τω Θεώ ακτίστων λόγων, εκείνοι που έχουν την ψυχική καθαρότητα, στη θεώρηση της κτίσεως —φυσική θεωρία— βλέπουν τους ουσιουμένους λόγους της σοφίας, της δυνάμεως, της αγαθότητος, οπότε γνωρίζουν αναλογικά τον Θεό και θαυμάζουν και αγαπούν και ευγνωμονούν...

Αφού όμως οι λόγοι των όντων αποτελούν μέσα αναγωγής, είναι πρόδηλο ότι ο νους, οδεύοντας προς τον Θεό, αφήνει πίσω του τα μέσα, όπως ήδη είπαμε, και κατευθύνεται προς την εφικτή γνώση του Θεού, χειραγωγούμενος από το Άγιον Πνεύμα, όπως συνέβαινε με τον μεγαλώνυμο Μάξιμο, που, παρά τους μακρούς χριστολογικούς αγώνες του, ζούσε εγγύτατα στο Θεό και τη βασιλεία Του.

Ως προς τη σημασία της βασιλείας του Θεού, που αναφέρει στην «ερμηνεία του Πάτερ ημών», ο αναγνώστης θα μπορούσε να προσφύγει στη β' εκατοντάδα του «Περί θεολογίας» στα κεφ. 88-93, όπου την αναπτύσσει με την καταπληκτική ερμηνευτική του, χρησιμοποιώντας μεθόδους αναγωγικές, πρακτικές, γραμματικές, θεωρητικές, αλληγορικές και συμβολικές.

Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις μας στα σχολιαζόμενα έργα του θεοπνεύστου θεολόγου Μαξίμου, θα λέγαμε ότι αποτελούν εκτεταμένες ασκητικοθεολογικές πραγματείες, διατεταγμένες ιεραρχικώς, ώστε, ενώ υποδεικνύεται η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο ως μοναδικός χαρακτήρας των μαθητών του Χριστού, χωρίς την οποία η σωτηρία είναι προβληματική, όμως δεν παύει να την θεωρεί ως το τελευταίο σκαλοπάτι της κλίμακος των παθών και των αρετών, χωρίς την υπέρβαση των πρώτων και την οικείωση των δευτέρων, κάθε προσπάθεια ανυψώσεως προς «των εφετών το ακρότατον», τον Χριστό, απολήγει με μαθηματική ακρίβεια σε μύριες αστοχίες, πλάνες και αιρέσεις.

-----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 43-47)