1. Ο Κύριος ανέφερε το ποτήρι πριν από το βάπτισμα(Ματθ. 20, 22), επειδή η αρετή είναι για την αλήθεια και όχι η αλήθεια για την αρετή. Γι' αυτό εκείνος που πράττει την αρετή για την αλήθεια, είναι άτρωτος από τα βέλη της κενοδοξίας. Εκείνος όμως που ασκεί την αλήθεια ένεκα της αρετής, έχει σύνοικο της κενοδοξίας την οίηση.
2. Αλήθεια, λέει, είναι η θεία γνώση· αρετή, οι αγώνες για χάρη της αλήθειας εκείνων που την επιθυμούν. Εκείνος λοιπόν που για χάρη της γνώσεως υποφέρει κόπους, δεν κενοδοξεί, γιατί γνωρίζει ότι από τη φύση της η αλήθεια δεν αποτελεί κατόρθωμα κόπων· επειδή εκ φύσεως το πρώτο δεν περιορίζεται από τα δεύτερα. Εκείνος όμως που εμφανίζεται να έχει γνώση επειδή αγωνίστηκε γι' αυτήν, είναι οπωσδήποτε κενόδοξος γιατί νομίζει ότι έλαβε τα στεφάνια πριν από τους ιδρώτες, μη γνωρίζοντας ότι οι κόποι είναι για τα στεφάνια, αλλά όχι τα στεφάνια για τους κόπους. Γιατί εκ φύσεως παύει να ενεργείται κάθε μέθοδος, όταν ο σκοπός της κατορθωθεί ή νομιστεί ότι κατορθώθηκε.
3. Εκείνος που καταγίνεται, είτε με τη μορφή μόνο της γνώσεως, που είναι ο απογυμνωμένος λόγος, είτε με την εικόνα της αρετής, που είναι απογυμνωμένο ήθος, είναι Ιουδαίος και αυτός, υπερηφανευόμενος για τους τύπους της αλήθειας.
2. Αλήθεια, λέει, είναι η θεία γνώση· αρετή, οι αγώνες για χάρη της αλήθειας εκείνων που την επιθυμούν. Εκείνος λοιπόν που για χάρη της γνώσεως υποφέρει κόπους, δεν κενοδοξεί, γιατί γνωρίζει ότι από τη φύση της η αλήθεια δεν αποτελεί κατόρθωμα κόπων· επειδή εκ φύσεως το πρώτο δεν περιορίζεται από τα δεύτερα. Εκείνος όμως που εμφανίζεται να έχει γνώση επειδή αγωνίστηκε γι' αυτήν, είναι οπωσδήποτε κενόδοξος γιατί νομίζει ότι έλαβε τα στεφάνια πριν από τους ιδρώτες, μη γνωρίζοντας ότι οι κόποι είναι για τα στεφάνια, αλλά όχι τα στεφάνια για τους κόπους. Γιατί εκ φύσεως παύει να ενεργείται κάθε μέθοδος, όταν ο σκοπός της κατορθωθεί ή νομιστεί ότι κατορθώθηκε.
3. Εκείνος που καταγίνεται, είτε με τη μορφή μόνο της γνώσεως, που είναι ο απογυμνωμένος λόγος, είτε με την εικόνα της αρετής, που είναι απογυμνωμένο ήθος, είναι Ιουδαίος και αυτός, υπερηφανευόμενος για τους τύπους της αλήθειας.
4. Όποιος δε βλέπει τη φαινόμενη λατρεία του Νόμου με την αίσθησή του, αλλά αφού εξετάσει κάθε ορατό σύμβολο με το νου του διδασκόμενος το θεϊκό λόγο που κρύβεται στο καθένα, βρίσκει μέσα στο Νόμο το Θεό, ερευνώντας ορθά με τη νοερή δύναμή του μέσα στην ύλη των νομικών διατάξεων, σαν μέσα σε σωρό από άχρηστα, μήπως βρει κάπου κρυμμένο στη σάρκα του Νόμου το μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 45-46), δηλαδή το λόγο που διαφεύγει ολότελα την αίσθηση.
5. Κι εκείνος που δεν προσδιορίζει τη φύση των όντων μόνο με την αίσθηση, αλλά ερευνά σοφά με το νου το λόγο που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, βρίσκει το Θεό, διδασκόμενος την Αιτία των όντων από την μεγαλοπρέπεια που παρουσιάζουν τα όντα.
6. Ιδίωμα αυτού που ερευνά είναι η διάκριση. Όποιος λοιπόν ερευνά με γνώση τα σύμβολα του Νόμου και θεωρεί μ' επιστήμη τη φύση των όντων, διακρίνει τη Γραφή, την κτίση και τον εαυτό του. Τη Γραφή τη χωρίζει σε γράμμα και πνεύμα, την κτίση σε λόγο και εξωτερικό φαινόμενο και τον εαυτό του σε νου και αίσθηση. Και αφού πάρει από τη Γραφή το πνεύμα, από την κτίση το λόγο και από τον εαυτό του το νου και αφού τα ενώσει αδιάρρηκτα, βρήκε το Θεό. Τούτο γιατί γνώρισε όπως πρέπει και όσο είναι δυνατόν το Θεό που βρίσκεται ως Νούς και Λόγος και Πνεύμα. Απαλλάχθηκε έτσι από όλα όσα πλανούν και παρασέρνουν σε μύριες δοξασίες, εννοώ από το γράμμα, το φαινόμενο και την αίσθηση, όπου υπάρχουν οι διαφορές της ποσότητας και αποτελούν αντίθεση στη μονάδα. Αν όμως κάποιος συμπλέξει και ανακατώσει το γράμμα του Νόμου, το εξωτερικό φαινόμενο των ορατών και την αίσθησή του, αυτός είναι τυφλός και βλέπει θαμπά όπως οι μύωπες, και είναι άρρωστος από την άγνοια της Αιτίας των όντων.
7. Ο θείος και μέγας Απόστολος ορίζει την πίστη ως εξής: «Πίστη σημαίνει πεποίθηση γι' αυτά που ελπίζομε, και βεβαιότητα γι' αυτά που δε βλέπομε»(Εβρ. 11, 1). Αν τώρα κανείς την ορίσει και ως ένα εσωτερικό αγαθό της διαθέσεώς μας, ή ως αληθινή γνώση που αποκαλύπτει τα απόρρητα αγαθά, δεν αστοχεί την αλήθεια.
8. Η πίστη είναι μια δύναμη που φέρνει σε σχέση, ή μια σχέση που πραγματοποιεί την υπέρ φύση άμεση και τέλεια ένωση του πιστεύοντος με τον πιστευόμενο Θεό.
9. Επειδή ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, υπόκειται σε δύο νόμους, της σάρκας και του Πνεύματος(Ρωμ. 7, 23). Ο νόμος της σάρκας ενεργεί στις αισθήσεις, ενώ ο νόμος του Πνεύματος στο νου. Ο νόμος της σάρκας, όταν ενεργεί στην αίσθηση, συνήθως συνδέει με την ύλη, ενώ ο νόμος του Πνεύματος, όταν ενεργεί στο νου, προξενεί την άμεση ένωση με το Θεό. Εύλογα λοιπόν εκείνος που δε θα διστάσει μέσα στην καρδιά του, που δε θα κάνει δηλαδή διάκριση μέσα στο νου του και δε θα διακόψει έτσι την άμεση ένωση με το Θεό που προκλήθηκε από την πίστη, καθώς είναι απαθής, ή μάλλον καθώς έγινε ήδη Θεός με την ένωση μέσω της πίστεως, θα πει σ' αυτό το βουνό να πάει αλλού, και αυτό θα πάει(Ματθ. 17, 20· Μαρκ. 11, 23). Με το παράδειγμα αυτό δηλώνεται το φρόνημα και ο νόμος της σάρκας που είναι πράγματι βαρύς και δυσκολομετακίνητος, και όσο εξαρτάται από φυσική δύναμη, τελείως ακίνητος και ασάλευτος.
10. Τόσο πολύ έχει με την αίσθηση ριζώσει στην ανθρώπινη φύση η δύναμη της αλογίας, ώστε οι πολλοί να νομίζουν ότι δεν είναι τίποτε άλλο ο άνθρωπος, παρά μόνο σάρκα που έχει την αίσθηση ως μέσο απολαύσεως της παρούσας ζωής.
12. Η πίστη είναι γνώση που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Κι αφού είναι γνώση που δε δέχεται απόδειξη, άρα είναι μια υπερφυσική σχέση, με την οποία ενωνόμαστε με το Θεό με τρόπο άγνωστο και χωρίς αποδείξεις σε μια ένωση που ξεπερνά τη νόηση.
13. Όταν ο νους λάβει την άμεση ένωση με το Θεό, τότε η δύναμή του να νοεί και να νοείται μένει ολότελα αργή. Όταν όμως ενεργοποιήσει αυτή τη δύναμη και σκεφτεί κάτι μετά το Θεό, τότε χωρίστηκε και διέκοψε την ένωση αυτή που ξεπερνά τη νόηση. Όσο είναι έτσι ενωμένος με το Θεό, επειδή έχει ξεπεράσει τη φύση και έγινε κατά μέθεξη Θεός, μεταθέτει από πάνω του σαν κάποιο βουνό αμετακίνητο, το νόμο της φύσεως.
14. Ο αρχάριος στην ευσέβεια που διδάσκεται τα έργα της δικαιοσύνης, επιτελεί την πρακτική μόνο αρετή, με κάθε υπακοή και πίστη, τρώγοντας — σαν να ήταν σάρκες— τις εξωτερικές όψεις των αρετών, δηλαδή την ηθική παιδαγωγία. Τους λόγους όμως των εντολών, στους οποίους βρίσκεται η γνώση των τελείων, τους αφήνει στο Θεό με την πίστη, γιατί δεν μπορεί ακόμη να απλωθεί σ' όλο το μήκος της πίστεως.
15. Ο τέλειος, αφού πέρασε όχι μόνο των αρχαρίων την τάξη, αλλά και εκείνων που προοδεύουν, δεν αγνοεί τους λόγους όσων πράττει τηρώντας τις εντολές, αλλά έχοντας πιει πρώτα αυτούς με το πνεύμα, τρώει με τα έργα όλη τη σάρκα των αρετών, ανεβάζοντας στη νοερή γνώση την κατ' αίσθηση κίνηση όσων γίνονται.
16. Ο Κύριος είπε: «Να ζητείτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του»(Ματθ. 6, 33), δηλαδή πριν απ' όλα την επίγνωση της αλήθειας και έπειτα την εξάσκηση όσων αρμόζουν σ' αυτή· με αυτό, έδειξε καθαρά, ότι οι πιστοί πρέπει να επιζητούν μόνο τη θεία γνώση και την αρετή που τη στολίζει με τα έργα.
17. Είναι πολλά εκείνα που ζητούνται από τους πιστούς για τη γνώση του Θεού και την αρετή, όπως απαλλαγή από τα πάθη, υπομονή στους πειρασμούς, λόγοι των αρετών, πραγματοποίηση των τρόπων σωτηρίας, αποσύνδεση της διαθέσεως της ψυχής προς τη σάρκα, αποξένωση της αισθήσεως από τη σχέση της με τα αισθητά, τέλεια αναχώρηση του νου από όλα τα δημιουργήματα, και γενικώς χίλια-δυό άλλα, τα οποία όλα συντελούν στην αποχή της κακίας και της άγνοιας και στην κατόρθωση της γνώσεως και της αρετής. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: «Όλα όσα θα ζητάτε με πίστη, θα τα λάβετε»(Ματθ. 21, 22), εννοώντας ότι οι ευσεβείς πρέπει και να επιδιώκουν και να ζητούν μόνον όλα όσα συντελούν στην επίγνωση του Θεού και την αρετή, με συναίσθηση και πίστη. Γιατί αυτά όλα είναι για το συμφέρον μας και τα δίνει οπωσδήποτε ο Θεός σ' εκείνους που τα ζητούν.
18. Εκείνος λοιπόν που μόνο για την πίστη, δηλαδή για την άμεση ένωση με το Θεό, ζητεί όλα όσα οδηγούν στην ένωση, οπωσδήποτε θα τα λάβει. Εκείνος που ζητεί χωρίς την αιτία αυτή, είτε άλλα, είτε τα προηγούμενα, δεν θα τα λάβει, γιατί δεν πιστεύει, αλλά ως άπιστος επιδιώκει διά μέσου των θείων τη δική του δόξα.
19. Εκείνος που με την προαίρεσή του διατηρείται καθαρός από τη φθορά της αμαρτίας, φθείρει τη φθορά εκείνων που εκ φύσεως φθείρουν. Γιατί η αφθαρσία της προαιρέσεως από φυσικού της διατηρεί άφθαρτη τη φθαρτή φύση μας κατά θεία πρόνοια, με τη χάρη του Πνεύματος που έχει, και δεν την αφήνει να διαφθείρεται με τις αντίθετες ιδιότητες.
20. Επειδή ο λόγος της φύσεως και της χάρης δεν είναι ένας και ο αυτός, γι' αυτό δεν είναι άξιο απορίας, πως μερικοί άγιοι άλλοτε νικούσαν τα πάθη και άλλοτε μάλλον έπεφταν σ' αυτά, αφού εμείς γνωρίζομε ότι το θαύμα ανήκε στη χάρη, ενώ το πάθος στη φύση.
22. O Θεός, ο οποίος όρισε πριν από τους αιώνες τη ζωή κάθε ανθρώπου, οδηγεί τον καθένα, είτε δίκαιο, είτε άδικο, με τον τρόπο που θέλει, στο τέλος της ζωής που του αρμόζει.
23. Η ολοσκότεινη κακοκαιρία που συνάντησε ο μακάριος Παύλος(Πράξ. 27, 20), συμπεραίνω πως είναι το βάρος των αθέλητων πειρασμών. Το νησί είναι η σταθερή και άσειστη κατοχή της θείας ελπίδας, και η πυρά, η έξη της γνώσεως. Τα φρύγανα είναι η φύση των ορατών, που τη μάζεψε με το χέρι του, δηλαδή με την ερευνητική δύναμη του νου κατά τη θεωρία, και με τα νοήματα που προέρχονται απ' αυτή τροφοδοτούσε σαν πυρά την έξη της γνώσεως, η οποία θεραπεύει τη σκυθρωπότητα που προκάλεσε στο νου η κακοκαιρία των πειρασμών. Η έχιδνα είναι η πονηρή και καταστρεπτική δύναμη που κρύβεται αόρατη στα αισθητά· αυτή του δάγκωσε το χέρι, δηλαδή τη νοερή ερευνητική ενέργεια της θεωρίας, δεν έβλαψε όμως τον διορατικό νου, γιατί με το φώς της γνώσεως αμέσως σαν μέσα σε φωτιά την αφάνισε(Πράξ. 28, 1-4), αυτή την καταστρεπτική δύναμη που η θεωρία των αισθητών είχε κολλήσει στην πρακτική κίνηση του νου.
24. Ο Απόστολος ήταν οσμή που οδηγούσε από ζωή σε ζωή(Β΄ Κορ. 2, 16), γιατί με το παράδειγμά του έκανε τους πιστούς να κινούνται με την πράξη προς την ευωδία των αρετών, ή γιατί, ως κήρυκας, μετέφερε όσους πείθονταν στο λόγο της χάρης από τη ζωή των αισθήσεων στην πνευματική ζωή. Και ήταν οσμή θανάτου που οδηγεί σε θάνατο, για εκείνους οι οποίοι από το θάνατο της άγνοιας, προχώρησαν στο θάνατο της απιστίας, με το να τους κάνει να αισθάνονται τη μέλλουσα κατάκρισή τους. Ή πάλι ήταν οσμή από ζωή σε ζωή για εκείνους που ανεβαίνουν από την πράξη στη θεωρία· και οσμή θανάτου που οδηγεί σε θάνατο για εκείνους οι οποίοι, αφού με την αργία της αμαρτίας νεκρώσουν τα μέλη τους που επιθυμούν τα γήινα(Κολ. 3, 5), φτάνουν και στην αξιέπαινη νέκρωση των εμπαθών νοημάτων και φαντασιών.
25. Τρεις είναι οι δυνάμεις της ψυχής, το λογικό, ο θυμός και η επιθυμία. Με το λογικό ζητούμε, με την επιθυμία ποθούμε το αγαθό που ζητήσαμε, με το θυμό αγωνιζόμαστε γι' αυτό. Όσοι αγαπούν το Θεό, με αυτές τις δυνάμεις παραμένουν κοντά στο θείο λόγο της αρετής και της γνώσεως· με τη μια τον ζητούν, με την άλλη τον ποθούν και με την τρίτη αγωνίζονται γι' αυτόν. Έτσι δέχονται τροφή άφθαρτη που χορταίνει(Ματθ. 15, 32-37) το νου με τη γνώση των δημιουργημάτων.
26. Την ανθρώπινη φύση, που [κενώθηκε] από τη γνώση που της δόθηκε, όταν ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος τη γέμισε πάλι με γνώση. Και αφού την ισχυροποίησε ώστε να είναι αμετάτρεπτη, τη θεοποίησε, όχι κατά τη φύση, αλλά κατά την ιδιότητα. Και τη σφράγισε ολοκληρωτικά με το Πνεύμα Του, όπως μετέβαλε το νερό στη δυνατή φύση του κρασιού. Γιατί γι' αυτό έγινε αληθινά άνθρωπος, για να μάς κάνει κατά χάρη θεούς.
27. Ο Θεός που δημιούργησε την ανθρώπινη φύση, μόλις της έδωσε το είναι κατά τη θέλησή Του, συνένωσε μ' αυτή και τη δύναμη να κάνει όσα πρέπει. Δύναμη εννοώ την κίνηση που είναι ουσιωδώς σπαρμένη στην ανθρώπινη φύση για την ενέργεια των αρετών, και η οποία εμφανίζεται στην πράξη σύμφωνη με τη γνώμη και τη βούληση αυτού που την έχει.
28. Φυσικό κριτήριο έχομε το νόμο της φύσεως, ο οποίος μάς διδάσκει ότι πριν από την κατάκτηση της σοφίας των όλων, έπρεπε να κινεί την επιθυμία μας η μυσταγώγηση στη γνώση του Δημιουργού των όλων.
29. Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, γιατί Λόγος είναι ο ίδιος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους άξιους τη σοφία που πηγάζει από την πνευματική χάρη και που ρέει ασταμάτητα και αστείρευτα. Γιατί το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο — και μάλιστα χωρίς μελέτη — της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες.
30. Υπάρχει μεγάλη και απερίγραπτη διαφορά ανάμεσα στο δέντρο της ζωής και στο άλλο που δεν είναι τέτοιο, η οποία φαίνεται και μόνο από το ότι το ένα ονομάστηκε δένδρο της ζωής, ενώ το άλλο όχι της ζωής, αλλά της γνώσεως του καλού και του κακού(Γεν. 2, 9). Γιατί το δένδρο της ζωής οπωσδήποτε προξενεί ζωή, ενώ αυτό που δεν είναι της ζωής, είναι φανερό ότι προξενεί θάνατο. Αυτό που δεν προξενεί ζωή —γιατί δεν ονομάστηκε δένδρο της ζωής— σαφώς προξενεί το θάνατο· γιατί τίποτε άλλο δεν αντιδιαστέλλεται κατ' εναντίωση προς τη ζωή.
32. Επειδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε αποτελούμενος από ψυχή νοερή και σώμα με αισθήσεις, ας δεχτούμε, σύμφωνα με μία άποψη, ότι «δένδρο της ζωής» είναι ο νους της ψυχής, όπου υπάρχει η σοφία, και «δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού» η σωματική αίσθηση, όπου υπάρχει ξεκάθαρη η κίνηση της αλογίας. Ο άνθρωπος έλαβε θεία εντολή να μη λάβει πείρα αυτής μέσω κάποιας ενέργειάς του, αλλά δεν τη φύλαξε.
33. Και τα δύο δένδρα που λέει η Γραφή, δηλαδή ο νους και η αίσθηση, έχουν την ικανότητα να χαρακτηρίζουν. Ο νους έχει τη δύναμη να διακρίνει τα νοητά και τα αισθητά, τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Ή μάλλον, επειδή είναι η διακριτική δύναμη της ψυχής, την πείθει σε άλλα να προσηλώνεται και άλλα να τα ξεπερνά. Η αίσθηση έχει τη δύναμη να διακρίνει την ηδονή των σωμάτων και την οδύνη. Ή μάλλον, επειδή είναι δύναμη σωμάτων έμψυχων και με αίσθηση, τα πείθει να επιδιώκουν την ηδονή και να αποδιώχνουν την οδύνη.
34. Αν ο άνθρωπος περιοριστεί στην ενέργεια της αισθήσεως να διακρίνει ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη των σωμάτων, τότε, παραβαίνοντας τη θεία εντολή, τρώει από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, δηλαδή την αλογία της αισθήσεως. Και τούτο, γιατί έχει μόνο τη διάκριση που φροντίζει για το σώμα, σύμφωνα με την οποία θεωρεί καλό την ηδονή και την επιδιώκει, ενώ θεωρεί κακό την οδύνη και την αποφεύγει. Αν όμως περιοριστεί τελείως στη διάκριση του νου που διακρίνει τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, τότε, έχοντας φυλάξει τη θεία εντολή, τρώει από το δένδρο της ζωής, δηλαδή τη σοφία που έρχεται στο νου. Και τούτο, γιατί έχει μόνο τη διάκριση που φροντίζει για την ψυχή, σύμφωνα με την οποία θεωρεί καλό τη δόξα των αιωνίων και την επιδιώκει, ενώ θεωρεί κακό τη φθορά των πρόσκαιρων και την αποφεύγει.
35. Καλό του νου είναι η απαθής διάθεση προς το πνεύμα και κακό η εμπαθής σχέση προς την αίσθηση. Καλό για την αίσθηση είναι η ένεκα ηδονής εμπαθής κίνηση προς σώμα, και κακό η διάθεση που δημιουργείται όταν την στερηθεί.
36. Εκείνος που έπεισε τη συνείδησή του να θεωρεί το κάκιστο που κάνει ότι είναι εκ φύσεως καλό, αυτός αφού άπλωσε την πρακτική του σαν να ήταν χέρι, πήρε αξιοκατηγόρητα από το δένδρο της ζωής, νομίζοντας ότι το κάκιστο είναι από τη φύση του αθάνατο. Γι' αυτό ο Θεός, θέτοντας φυσικά στη συνείδηση του ανθρώπου την καταδίκη του κακού, τον ξεχώρισε από τη ζωή, γιατί έγινε κακός κατά την προαίρεση· έτσι αν κάνει το κακό, να μην μπορεί να πείσει τη συνείδησή του ότι το κάκιστο είναι εκ φύσεως καλό.
37. Το κλήμα κάνει το κρασί· το κρασί τη μέθη· η μέθη την έκσταση. Λοιπόν, το καλοφυτεμένο λογικό, που είναι το κλήμα, όταν καλλιεργείται με τις αρετές, γεννά τη γνώση· η γνώση γεννά την καλή έκσταση, η οποία αποσπά το νου από τη σχέση με την αίσθηση.
38. Μέσα στα νοήματα των αισθητών ο διάβολος συνηθίζει με κακουργία να συμπλέκει τις μορφές και τα σχήματα των αισθητών, με τα οποία δημιουργούνται τα πάθη γύρω από τα εξωτερικά φαινόμενα των ορατών. Σταματά τότε η λογική ενέργεια μέσα μας διά μέσου της αισθήσεως την άνοδό της προς τα νοητά. Γι' αυτό και υπερισχύοντας ο διάβολος, λεηλατεί την ψυχή και τη σέρνει στη σύγχυση των παθών.
39. Ο λόγος του Θεού είναι λυχνάρι και συγχρόνως φώς(Ψαλμ. 118, 105), και γιατί φωτίζει τους κατά φύση λογισμούς των πιστών, και γιατί καίει τους παρά φύση, και γιατί διαλύει το σκοτάδι της ζωής των αισθήσεων για όσους βιάζονται μέσω των εντολών να προχωρούν στην ελπιζόμενη ζωή, και γιατί τιμωρεί με το κάψιμο της κρίσεως εκείνους οι οποίοι είναι θεληματικά προσηλωμένοι στη σκοτεινή αυτή νύκτα του βίου από φιλία προς τη σάρκα.
40. Όποιος δεν ανέβηκε, λέει, προς τον εαυτό του πρώτα με την απόρριψη των παρά φύση παθών, δε θα ανεβεί προς την Αιτία του, δηλαδή το Θεό, μέσω της αποκτήσεως των υπερφυσικών αγαθών με τη βοήθεια της θείας χάρης. Γιατί πρέπει να χωριστεί κατά διάνοια από τα δημιουργήματα εκείνος που θέλει να ενωθεί αληθινά με το Θεό.
42. Τη γνώση των σωμάτων και ασωμάτων είναι ικανή από τη φύση της να την δεχτεί η δύναμη του νου. Της Αγίας Τριάδος όμως μόνον κατά χάρη δέχεται τις φανερώσεις, πιστεύοντας μόνο ότι υπάρχει, χωρίς να αυθαδιάζει για το τι είναι κατά την ουσία Της, όπως ο δαιμονικός νούς. Γιατί εκείνος που στερείται τη γνώση, καθόλου δεν γνωρίζει τον τρόπο καθάρσεως από την κακία μέσω της αρετής.
43. Εκείνος που αγαπά το ψεύδος, παραδίνεται σ' αυτό για να απωλεσθεί, ώστε παθαίνοντας ν' αντιληφθεί τι ήταν εκείνο που θεληματικά περιποιόταν και να μάθει με προσωπική πείρα ότι χωρίς να το καταλαβαίνει αγκάλιαζε αντί τη ζωή τον θάνατο.
44. Ο Θεός έχει τη γνώση μόνο του καλού, γιατί είναι κατά την ουσία Του φύση και γνώση του καλού. Το κακό το αγνοεί, γιατί αδυνατεί να το πράξει. Γιατί για εκείνα που έχει εκ φύσεως τη δύναμη, γι' αυτά έχει ουσιωδώς τη γνώση.
45. Το «στηθύνιο» που αναφέρεται στο Λευϊτικό(Λευϊτ. 7, 31-34) φανερώνει την καλύτερη και υψηλή θεωρία, ενώ ο «βραχίων» την πράξη, δηλαδή την έξη και την ενέργεια της διάνοιας, ή τη γνώση και την αρετή. Γιατί η γνώση οδηγεί αμέσως το νου στον ίδιο το Θεό, ενώ η αρετή κατά την άσκησή της τον βγάζει μέσα από την επίδραση των όντων. Αυτά τα δύο ο Λόγος τα ξεχώρισε για τους ιερείς, επειδή αυτοί το Θεό μόνον είχαν λάβει ως κληρονομιά(Αριθ. 18, 20) και δεν είχαν τίποτε ολότελα το επίγειο.
46. Εκείνοι που το πνεύμα τους έχει ολότελα διαμορφωθεί από τη γνώση και την αρετή, κάνουν με τη διδαχή τους τις καρδιές των άλλων ικανές να δεχτούν την ευσέβεια και την πίστη, και απομακρύνοντας την πρακτική έξη και τη δύναμή τους από τις επιδιώξεις τις σχετικές με τη φθαρτή φύση, τις μεταφέρουν προς την ενέργεια των υπέρ φύση άφθαρτων αγαθών. Εύλογα λοιπόν ο λόγος πρόσταξε, το στηθύνιο του σφαγίου, δηλαδή η καρδιά των προσφερομένων να θυσιαστούν στο Θεό, και ο βραχίονας, δηλαδή η πράξη των ιδίων, να αφιερώνονται στους ιερείς.
47. Όλη η εδώ δικαιοσύνη, όταν συγκριθεί με τη μέλλουσα, είναι σαν καθρέφτης που περιέχει την εικόνα των αρχετύπων και όχι τα ίδια τα πράγματα όπως υπάρχει το καθένα. Και κάθε γνώση εδώ των ουρανίων, όταν συγκριθεί με τη μέλλουσα, είναι ένα σκοτεινό αίνιγμα που περιέχει μόνο εικόνα της αλήθειας, αλλ' όχι την ίδια την πραγματική αλήθεια που μέλλει να φανεί.
48. Επειδή τα θεία συγκρατούνται με αρετή και γνώση, ο καθρέφτης δείχνει τα πρωτότυπα της αρετής, ενώ το αίνιγμα(Α΄ Κορ. 13, 12) θέλει να φανερώσει τα αρχέτυπα της γνώσεως.
49. Εκείνος που με την πρακτική άσκηση ευαρέστησε στο Θεό, με τη θεωρία είναι φανερό ότι μεταθέτει το νου του στη χώρα των νοητών. Και αυτό για να μην υποστεί εξαιτίας κάποιας φαντασίας το θάνατο(Εβρ. 11, 5) που προξενούν τα πάθη μέσω της αισθήσεως, καθώς δε θα βρίσκεται διόλου από κανένα απ' όσα θέλουν να τον συλλάβουν.
50. Εκείνος που με το καθαρό μάτι της πίστεως είδε την ωραιότητα των μελλόντων αγαθών, υπακούει στη διαταγή να βγει με προθυμία από τη γη του και τους συγγενείς του και το πατρικό του σπίτι(Γέν. 12, 1), εγκαταλείποντας τη σάρκα, την αίσθηση και τα αισθητά, όπως και τη σχέση και την εμπαθή κλίση προς αυτά. Και σε καιρό πειρασμού και αγώνων είναι ανώτερος από τη φύση, προτιμώντας από τη φύση την Αιτία της, όπως ο μέγας Αβραάμ προτίμησε αντί τον Ισαάκ το Θεό(Γέν. 22, 12).
52. Νηστεύει κανείς και απέχει από δίαιτα που φλογίζει τα πάθη, και πράττει όλα τα άλλα, όσα βοηθούν να απαλλαχθεί από την κακία· αυτός ετοίμασε εκείνο που λέγεται «οδός». Αν όμως όλα αυτά τα κάνει από κενοδοξία ή πλεονεξία ή κολακεία ή άλλη αιτία, και όχι για την ευαρέστηση του Θεού, τότε δεν έκανε ίσιους τους δρόμους του Κυρίου(Ησ. 40, 3· Λουκ. 3, 4). Έτσι τον κόπο της ετοιμασίας της οδού τον υπέφερε, δεν είχε όμως το Θεό να περπατά στους δρόμους του.
53. Κάθε χαράδρα θα γεμίσει(Ησ. 40, 4· Λουκ. 3, 5)· όχι όμως όλες οι χαράδρες γενικώς, ούτε όλων των ανθρώπων, δηλαδή όχι και εκείνων που δεν ετοίμασαν την οδό του Κυρίου και δεν έκαναν ίσιους τους δρόμους Του. Όταν λοιπόν η χαράδρα, δηλαδή η σάρκα ή η ψυχή εκείνων που ετοίμασαν όπως είπα την οδό του Κυρίου και έκαναν ίσιους τους δρόμους Του, γεμίσει από γνώση και αρετή με την παρουσία του Θεού Λόγου που περπατά σ' αυτούς διά των εντολών, τότε όλα τα πνεύματα της κίβδηλης γνώσεως και κακίας χαμηλώνουν καθώς τα πατεί ο Λόγος και τα υποτάσσει και σωριάζει το κράτος της κακίας που υψώνεται κατά της ανθρώπινης φύσεως και κατασκάπτει κατά κάποιο τρόπο το μέγεθος και το ύψος των ορέων και των βουνών και γεμίζει μ' αυτό τις χαράδρες. Γιατί η αποβολή των παρά φύση παθών και η εγκατάσταση των κατά φύση αρετών εξομαλύνει τις χαραδρώσεις της ψυχής και ταπεινώνει την εξουσία των πονηρών πνευμάτων που υψώνεται σαν βουνό.
54. Οι κακοτράχαλοι δρόμοι, δηλαδή οι αθέλητες συμφορές, θα γίνουν ομαλοί, και μάλιστα όταν ο νους νιώθοντας χαρά και ευφροσύνη δέχεται ευχαρίστως τις ασθένειες, τις θλίψεις και τις ανάγκες(Β΄ Κορ. 12, 10), εξουδετερώνοντας με τις αθέλητες συμφορές όλη την εξουσία των εκούσιων παθών. Γιατί κακοτράχαλους δρόμους ονομάζει τις αθέλητες συμφορές, που όμως μεταβάλλονται σε ομαλούς με την υπομονή και την ευχαριστία.
55. Εκείνος που επιθυμεί την αληθινή ζωή, επειδή γνωρίζει ότι κάθε πόνος είτε θεληματικός είτε αθέλητος γίνεται ο θάνατος της μητέρας του θανάτου, της ηδονής, θα δεχτεί με πολλή χαρά όλες τις σκληρές συμφορές των αθέλητων πειρασμών. Με την υπομονή του μετατρέπει τις θλίψεις σε δρόμους εύκολους και ομαλούς που τον οδηγούν αλάθευτα στο βραβείο της ουράνιας κλήσεώς του(Φιλιπ. 3, 14) όταν κάνει μ' ευσέβεια τη θεία πορεία σ' αυτούς. Γιατί βέβαια, μητέρα του θανάτου είναι η ηδονή, αλλά θάνατος της ηδονής είναι ο πόνος, και ο προαιρετικός και ο αθέλητος.
56. Καθένας λοιπόν που με την εγκράτεια διέλυσε την πολύστροφη και πολύπλοκη ηδονή, η οποία είναι πλεγμένη με όλα γενικώς τα αισθητά, αυτός έκανε τα στραβά ίσια. Κι εκείνος που με την υπομονή καταπάτησε τη δύσβατη και τραχιά επιφορά των πόνων, αυτός τους κακοτράχαλους δρόμους τους έκανε ίσιους. Γι' αυτό σαν βραβείο της αρετής και των κόπων γι' αυτή, επειδή αγωνίστηκε νόμιμα και σωστά και νίκησε την ηδονή με τον πόθο της αρετής, ενώ καταπάτησε την οδύνη με τον έρωτα της γνώσεως και διεξήγαγε και στα δύο πεδία με γενναιότητα τους θείους αγώνες, αυτός θα δει, όπως λέει η Γραφή(Ησ. 40, 5· Λουκ. 3, 6), τη σωτηρία του Θεού.
57. Εκείνος που αγαπά την αρετή, κατευνάζει θεληματικά το καμίνι των ηδονών. Εκείνος που ο νους του έχει διαποτιστεί από τη γνώση της αλήθειας, δεν εμποδίζεται από τους αθέλητους πόνους στην αεικινησία της επιθυμίας του που τον οδηγεί προς τον Θεό.
58. Εκείνος που με την εγκράτεια ίσιωσε τη στρεβλότητα των θεληματικών παθών, δηλαδή τα κινήματα της ηδονής, και με την υπομονή εξομάλυνε την τραχύτητα των συμφορών των αθέλητων πειρασμών, δηλαδή τις διάφορες περιπτώσεις της οδύνης, και τις έκανε δρόμους λείους, αυτός εύλογα θα δει τη σωτηρία που στέλνει ο Θεός, γιατί έγινε καθαρός στην καρδιά. Μ' αυτή μέσω των αρετών και των ευσεβών θεωριών, βλέπει το Θεό στο τέλος των αγώνων, σύμφωνα με το λόγο: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δούν το Θεό»(Ματθ. 5, 8). Για τους κόπους του υπέρ της αρετής έλαβε τη χάρη της απάθειας, περισσότερο από την οποία τίποτε άλλο δε φανερώνει το Θεό σ' όσους την έχουν.
59. Λάκκους ονομάζει η Γραφή τις καρδιές που είναι κατάλληλες να δέχονται τα ουράνια χαρίσματα της αγίας γνώσεως, καρδιές που είναι πελεκημένες με τον δυνατό λόγο των εντολών και έχουν αφαιρέσει σαν πετρωμένο πουρί τη φιληδονία προς τα πάθη και τη σχέση της φύσεως προς τα αισθητά και γεμίζουν από την πνευματική γνώση που έρχεται από ψηλά και καθαρίζει τα πάθη και ζωοποιεί και τρέφει τις αρετές.
60. Ο Κύριος ανοίγει λάκκους στην έρημο(Β΄ Παρ. 26, 10), θέλω να πω στον κόσμο και στην ανθρώπινη φύση, βγάζοντας το χώμα από τις καρδιές των αξίων και καθαρίζοντας τες από το υλικό βάρος και φρόνημα και κάνοντάς τες ευρύχωρες, ώστε να δέχονται τις θείες βροχές της σοφίας και της γνώσεως για να ποτίζουν τα κτήνη του Χριστού, δηλαδή εκείνους που λόγω νηπιότητας της ψυχής έχουν ανάγκη από ηθική διδασκαλία.
61. Ορεινή ονομάζει η Γραφή την υψηλή πνευματική θεωρία της φύσεως, την οποία καλλιεργούν εκείνοι που νεκρώθηκαν ως προς τις φαντασίες των αισθητών και πέρασαν διά μέσου των αρετών στους νοητούς λόγους τους.
62. Ο νους, όσον καιρό διατηρεί μέσα του ζωντανή τη μνήμη του Θεού, ζητεί μέσω της θεωρίας μ' επιμονή τον Κύριο, όχι έτσι απλώς, αλλά με φόβο Κυρίου(Β΄ Παρ. 26, 5), δηλαδή με την εργασία των εντολών. Εκείνος που ζητεί με τη θεωρία μόνο τον Κύριο, χωρίς εργασία των εντολών, δεν τον βρίσκει, γιατί δεν ζήτησε τον Κύριο με φόβο Κυρίου, για να τον βοηθήσει ο Κύριος. Γιατί στον καθένα που συνδυάζει τη γνώση με την πράξη, ο Κύριος ανοίγει το δρόμο, διδάσκοντας σ' αυτόν τους τρόπους των εντολών και αποκαλύπτοντας τους αληθινούς λόγους των όντων.
63. Ο υψηλός λόγος περί της θεότητος είναι πύργος της ψυχής οχυρωμένος με την εργασία των εντολών. Και αυτό είναι που λέει η Γραφή ότι ο Οζίας έκτισε πύργους στην Ιερουσαλήμ(Β΄ Παρ. 26, 9). Γιατί εκείνος που προχωρεί καλά στην επίμονη αναζήτηση του Κυρίου μέσω της θεωρίας με τον πρέποντα φόβο, δηλαδή με την εργασία των εντολών, αυτός οικοδομεί πύργους στην Ιερουσαλήμ· με άλλα λόγια ανυψώνει τους περί θεότητος λόγους επάνω στην απλή και ήρεμη κατάσταση της ψυχής.
64. Οι μερικοί λόγοι, όταν προχωρούν προς τους καθολικούς, επιφέρουν την ένωση των διαιρεμένων. Γιατί οι καθολικότεροι λόγοι περικλείουν συνοπτικά και τους πιο μερικούς, και σ' αυτούς αναφέρονται φυσικώς τα επιμέρους. Αλλά υπάρχει και κάποιος πνευματικός λόγος που συσχετίζει το νου με την αίσθηση, τον ουρανό με τη γη, τα αισθητά με τα νοητά, τη φύση με το λόγο, και ο οποίος τα ενώνει μεταξύ τους.
65. Εκείνος που μπόρεσε ν' απαγκιστρώσει τις αισθήσεις από τα πάθη και ν' αποσυνδέσει την ψυχή από τη σχέση προς τις αισθήσεις, κατόρθωσε να αποκλείσει την είσοδο του διαβόλου στο νου που γίνεται διά μέσου των αισθήσεων. Γι' αυτό και μέσα στην έρημο, εννοώ τη φυσική θεωρία, οικοδόμησε σαν πύργους απόρθητους τις ευσεβείς αντιλήψεις περί των όντων. Όποιος καταφεύγει σ' αυτές, δεν φοβάται τους δαίμονες που ληστεύουν σ' αυτή την έρημο, δηλαδή τη φύση των ορατών, και πλανούν το νου με την αίσθηση, σέρνοντάς τον στο σκοτάδι της άγνοιας. Έτσι και αυτός που λέγαμε, δε φοβάται τους δαίμονες που πλανούν τους ανθρώπους μέσω των ορατών.
66. Κάθε νους που έχει δύναμη θεωρίας, είναι αληθινός γεωργός, και με τη φροντίδα και την επιμέλειά του φυλάει καθαρά από ζιζάνια τα θεία σπέρματα των αγαθών, όσο τον συγκρατεί η μνήμη του Θεού. Λέει η Γραφή: «Και ζητούσε επίμονα τον Κύριο, στον καιρό του Ζαχαρία, με φόβο Κυρίου»(Β΄ Παρ. 26, 5). Γνωρίζομε ότι Ζαχαρίας στην Ελληνική γλώσσα μεταφράζεται μνήμη Θεού. Γι' αυτό ας παρακαλέσομε τον Κύριο να διατηρείται πάντοτε μέσα μας η σωτήρια μνήμη Του, για να μη διαφθαρεί η ψυχή από τα κατορθώματά της και αποτολμήσει από υπερηφάνεια να κάνει πράγματα πάνω από τη φύση της, όπως ο Οζίας(Β΄Παρ. 26, 16).
67. Η χωρίς πλάνη θεωρία των όντων χρειάζεται ψυχή απαλλαγμένη από τα πάθη. Μια τέτοια ψυχή λέγεται Ιερουσαλήμ, τόσο για την ολοκληρωμένη αρετή της, όσο και για την άυλη γνώση της, η οποία έρχεται όχι με την απουσία των παθών μόνο, αλλά ακόμη και των φαντασιών των αισθητών.
68. Χωρίς πίστη, ελπίδα και αγάπη, ούτε κανένα κακό καταργείται εντελώς, ούτε κανένα καλό κατορθώνεται. Η πίστη πείθει το νου που πολεμείται να προσφεύγει στο Θεό και του ετοιμάζει όλα τα πνευματικά όπλα για θάρρος και ενίσχυση. Η ελπίδα του γίνεται αψευδής εγγυητής της θείας βοήθειας και του υπόσχεται την κατανίκηση των δαιμονικών δυνάμεων. Η αγάπη τον κάνει δυσκολομετακίνητο, ή μάλλον τελείως ακίνητο από τη στοργή του Θεού κι όταν πολεμείται, προσηλώνοντας στο θείο πόθο όλη του τη φυσική δύναμη.
69. Η πίστη παρηγορεί το νου που πολεμείται, δυναμώνοντάς τον με την ελπίδα της θείας βοήθειας. Η ελπίδα, φέρνοντας μπροστά του τη βοήθεια που πίστεψε, αποκρούει την επίθεση των εχθρών. Η αγάπη νεκρώνει, για το νου που αγαπά το Θεό, την επίθεση των εχθρών, η οποία εξασθενίζει τελείως από τη μεγάλη επιθυμία του Θεού.
70. Πρώτο και μοναδικό γέννημα της θείας όντως μερίδας, δηλαδή της αληθινής γνώσεως, είναι ο λόγος της θείας αναστάσεως μέσα μας μέσω της πίστεως, που μαζί με την απαραίτητη οικονομία της προαιρέσεως —δηλαδή τη διάκριση— εξουδετερώνει μ' επιτυχία τις επαναστάσεις των εκουσίων [και ακουσίων] πειρασμών. Γιατί η πίστη που οικονομείται σωστά με τα έργα των εντολών αποτελεί την πρώτη ανάσταση μέσα μας του Θεού, που με την άγνοια είχε νεκρωθεί σ' εμάς.
71. Η στροφή προς το Θεό φανερώνει καθαρά την πλήρη ελπίδα σ' Αυτόν, χωρίς την οποία δεν μπορεί κανένας με κανένα τρόπο να συγκατατεθεί σ' ο,τιδήποτε στο Θεό· γιατί η ελπίδα έχει ιδίωμα να φέρνει μπροστά τα μέλλοντα ως παρόντα και να πείθει ότι, εκείνους που πολεμούνται από τις δαιμονικές δυνάμεις, καθόλου δεν τους αφήνει ο Θεός που τους υπερασπίζεται, αφού για χάρη Αυτού και εξαιτίας Αυτού γίνεται ο πόλεμος των Αγίων. Χωρίς προσδοκία, ή ευχάριστη ή δυσάρεστη, δε γίνεται ποτέ στροφή προς το καλό.
72. Πράγματι, τίποτε άλλο έκτος από την αγάπη δε μαζεύει τους διασκορπισμένους και δε δημιουργεί μια γνώμη μεταξύ τους που συγκρατείται με τη σύμπνοια. Γνώρισμά της είναι το κάλλος του να απονέμει κανείς την ίδια τιμή σ' όλους. Αλλά και η αγάπη είναι γέννημα της συγκεντρώσεως και ενώσεως γύρω από τα θεία των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή της λογικής, της θυμικής και της επιθυμητικής. Στην κατάσταση αυτή, όσοι έλαβαν ήδη μέσω της χάρης το να θεωρούν όλους ίσους απέναντι του Θεού, χαράζουν στη μνήμη το κάλλος της θείας ωραιότητας και δε λησμονούν ποτέ την επιθυμία της θείας αγάπης, η οποία γράφει και εντυπώνει αυτό το καθαρό κάλλος στο νου, το ηγεμονικό μέρος της ψυχής.
73. Κάθε νους που έχει περιβληθεί θεία εξουσία, κατέχει σαν συμβούλους και άρχοντες τη λογική δύναμη, την επιθυμητική και τη θυμική. Από την πρώτη γεννιέται η πίστη με γνώση, από την οποία ο νους διδάσκεται ανέκφραστα ότι ο Θεός είναι πάντοτε παρών, και ενώνεται μέσω της ελπίδας με τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα. Από τη δεύτερη δύναμη συγκροτείται η θεία αγάπη, με την οποία ο νούς, προσηλωμένος θεληματικά στον πόθο της άχραντης θεότητας, έχει ακατάπαυστη την επιθυμία του ποθούμενου. Με την τρίτη, κρατά αχώριστα τη θεία ειρήνη και διεγείρει προς το θείο έρωτα την κίνηση της επιθυμίας. Αυτές τις δυνάμεις τις έχει κάθε νους και τον βοηθούν στην εξουδετέρωση της κακίας και στην απόκτηση και διατήρηση της αρετής.
74. Χωρίς τη λογική δύναμη δεν υπάρχει ακριβής γνώση· και χωρίς γνώση δεν υπάρχει πίστη, από την οποία προέρχεται το καλό γέννημα, η ελπίδα, με την οποία ενώνεται ο πιστός με τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα. Χωρίς τη δύναμη της επιθυμίας δεν υπάρχει πόθος, τέλος του οποίου είναι η αγάπη· γιατί το να έχει κανείς έρωτα για κάτι, είναι ιδίωμα της επιθυμίας. Και χωρίς τη θυμική δύναμη, η οποία δυναμώνει την επιθυμία στο να ενωθεί με ό,τι την ευχαριστεί, δεν μπορεί καθόλου να γίνει ειρήνη —αν βέβαια ειρήνη είναι αληθινά η ανενόχλητη και τέλεια κατοχή του επιθυμητού.
75. Εκείνος που δεν καθαρίστηκε πρωτύτερα από τα πάθη, δεν πρέπει να εγγίζει τη φυσική θεωρία· γιατί μπορεί οι εικόνες των αισθητών να κινήσουν σε πάθος το νου εκείνου που δεν ελευθερώθηκε τελείως από τα πάθη. Γιατί ο νους που με τη φαντασία μένει στην εξωτερική όψη των ορατών εξαιτίας της αισθήσεως, γίνεται δημιουργός ακάθαρτων παθών, αδυνατώντας να διαβεί με τη θεωρία προς τα συγγενή νοητά.
76. Εκείνος ο οποίος κατά τον καιρό της εξεγέρσεως των παθών ;eκλεισε με ανδρεία τις αισθήσεις και έδιωξε τελείως τη φαντασία και τη μνήμη των αισθητών και περιόρισε τελείως τις φυσικές κινήσεις του νου σχετικά με την έρευνα των εξωτερικών πραγμάτων, αυτός ταπείνωσε την πονηρή και τυραννική δύναμη που επαναστάτησε εναντίον του και τη νίκησε με το χέρι του Θεού.
77. Όταν το λογικό καταντήσει χωρίς νου και ο θυμός ακράτητος και παράλογη η επιθυμία, και κυριαρχούν στην ψυχή η άγνοια, η τυραννική διάθεση και η ακολασία, τότε η έξη της κακίας γίνεται ενεργητική, καθώς ενώθηκε με τη βλαβερή ηδονή των αισθήσεων.
78. Πρέπει ο νους που ξέρει να διαλύει με γνώση τις αόρατες συμπλοκές των δαιμόνων, μήτε τη φυσική θεωρία να ασκεί, μήτε άλλο τίποτε να κάνει στον καιρό της επιθέσεως των πονηρών δυνάμεων· μόνο να προσεύχεται, να δαμάζει με κόπους το σώμα και με όλο το ζήλο του να ταπεινώνει το χοϊκό φρόνημα και να φυλάει τα τείχη της πόλεως, δηλαδή τις αρετές που είναι φρουροί της ψυχής και τις μεθόδους που φυλάγουν τις αρετές, εννοώ την εγκράτεια και την υπομονή. Αλλιώς μπορεί ο διάβολος, ο οποίος θολώνει και ανατρέπει(Αββακ. 2, 15) την ψυχή, να τον απατήσει από τα δεξιά και να του υποκλέψει την επιθυμία απομακρύνοντάς την από το Θεό, και με αυτά που θεωρούνται καλά να παρασύρει προς τα χειρότερα τη διάνοια που ζητεί τα καλά.
79. Εκείνος ο οποίος αποφασιστικά με τη μετρημένη και γενική εγκράτεια και υπομονή έκλεισε τις αισθήσεις του και απόκλεισε με τις ψυχικές του δυνάμεις την είσοδο στο νου των αισθητών σχημάτων, καταστρέφει εύκολα τις πονηρές μηχανές του διαβόλου και τον στέλνει ντροπιασμένο πίσω από εκεί που ήρθε. Και δρόμος απ' όπου έρχεται ο διάβολος είναι τα υλικά πράγματα που νομίζομε ότι χρειάζονται για την ύπαρξη του σώματος.
80. Ο νους που ένωσε με τον εαυτό του κατά φύση διά μέσου του λογικού την αίσθηση, πορίζεται την αληθινή γνώση από τη φυσική θεωρία.
81. Οι πηγές έξω από την πόλη, δηλαδή την ψυχή, τις οποίες φράζει ο Εζεκίας(Β΄ Παραλ. 32, 3-4), είναι όλα τα αισθητά. Τα νερά των πηγών αυτών είναι τα νοήματα των αισθητών. Ποταμός που περνά από το μέσον της πόλεως είναι η γνώση που συνάγεται με τη φυσική θεωρία από τα νοήματα των αισθητών και που περνάει από το μέσο της ψυχής, αφού αυτή είναι η μεθόριος ανάμεσα στο νου και την αίσθηση. Γιατί η γνώση των αισθητών ούτε εντελώς ξένη είναι από τη νοερή δύναμη, ούτε ανήκει εξ ολοκλήρου στην ενέργεια της αισθήσεως, αλλά επειδή συμβαίνει να είναι το ενδιάμεσο σημείο όπου συναντιέται ο νους με την αίσθηση και η αίσθηση με το νου, γίνεται το μέσο που φέρνει σε συνάφεια μεταξύ τους αυτά τα δύο. Από την πλευρά της αισθήσεως με το να εντυπώνεται με τα σχήματα των αισθητών από την πλευρά του νου, με το να ανάγει σε λόγους τους τύπους των σχημάτων. Γι' αυτό η γνώση των ορατών εύλογα ονομάστηκε ποταμός που περνά μέσα από την πόλη, επειδή είναι στο μεταίχμιο των άκρων, δηλαδή του νου και της αισθήσεως.
82. Εκείνος ο οποίος κατά τον καιρό της εξεγέρσεως των παθών απέχει από τη φυσική θεωρία, είναι όμως προσηλωμένος στην προσευχή με συγκέντρωση του νου του από όλα τα πράγματα προς τον εαυτό του μόνο και το Θεό, αυτός σκοτώνει την έξη που προκαλεί την κακία και διώχνει πίσω ντροπιασμένο τον διάβολο που υποβάλλει την έξη που είπαμε και που σ' αυτήν βασιζόμενος ήρθε με τη γνωστή του αλαζονεία στην ψυχή μέσω των υπερήφανων λογισμών, υψηλοφρονώντας απέναντι στην αλήθεια. Αυτό φαίνεται αφού έμαθε και έπαθε και έπραξε ο μέγας Δαβίδ που είχε μεγάλη πείρα από την τακτική των νοητών πολέμων, λέει: «Όσο είχα ν' αντιμετωπίσω τον αμαρτωλό, γινόμουν σαν κωφάλαλος, ταπεινωνόμουν και σιγούσα ακόμη και για τα καλά»(Ψαλμ. 38, 2-3). Και ο θείος Ιερεμίας έκανε το ίδιο μ' αυτόν, προστάζοντας το λαό να μη βγουν από την πόλη, γιατί το σπαθί των εχθρών είναι κρυμμένο παντού γύρω(Ιερ. 6, 25).
83. Αν λοιπόν και ο μακάριος Άβελ φυλαγόταν και δεν έβγαινε μαζί με τον Κάιν στην πεδιάδα, δηλαδή στο πλάτος της φυσικής θεωρίας πριν αποκτήσει την απάθεια, δε θα τον σκότωνε ορμώντας πάνω του(Γέν 4, 8) ο νόμος της σάρκας —που είναι και λέγεται Κάιν—, ξεγελώντάς τον με δόλο πρωτύτερα από τα δεξιά, με τη θεωρία δηλαδή των όντων πριν από την τέλεια έξη της αρετής.
84. Ομοίως και η Δείνα, η κόρη του μεγάλου Ιακώβ, αν δεν έβγαινε έξω μαζί με τις κόρες των εντοπίων, δηλαδή με τις αισθητές φαντασίες, δεν θα την έβλεπε ο Συχέμ, ο γιός του Εμμώρ, και δεν θα την ατίμαζε(Γέν. 34, 1-2).
85. Καλό είναι, πριν από την τέλεια έξη της αρετής να μην επιχειρούμε τη φυσική θεωρία, για να μη μαζέψομε πάθη χωρίς να το καταλάβομε, ενώ ζητούμε λόγους πνευματικούς από τα βλεπόμενα κτίσματα. Γιατί στους ατελείς, τα εξωτερικά σχήματα των ορατών έχουν μεγαλύτερη ισχύ πάνω στην αίσθηση απ' ό,τι έχουν πάνω στην ψυχή οι λόγοι των κτισμάτων, οι κρυμμένοι στα σχήματα. Εκείνοι λοιπόν που έδεσαν τη διάνοιά τους με ιουδαϊκό τρόπο μόνο στο γράμμα, περιμένουν στον τωρινό αιώνα τις υποσχέσεις των θείων αγαθών και δε γνωρίζουν ποιά είναι τα αγαθά τα σύμφωνα με τη φύση της ψυχής.
86. Εκείνος που φόρεσε την «εικόνα του επουρανίου»(Α΄ Κορ. 15, 49), προσπαθεί με όλα τα μέσα να ακολουθεί το πνεύμα της αγίας Γραφής, μέσα στο οποίο επιτυγχάνεται η συντήρηση της ψυχής με την αρετή και τη γνώση. Ενώ έκείνος που φορεί την «εικόνα του χοϊκού», προσέχει μόνο στο γράμμα και έτσι οδηγείται στην υπηρεσία του σώματος μέσω της αισθήσεως, η οποία δημιουργεί τα πάθη.
87. Δύναμη Θεού είναι η αρετή που αφανίζει τα πάθη και περιφρουρεί τους ευσεβείς λογισμούς. Την αρετή γεννά η εργασία των εντολών, με την οποία καταστρέφομε τις πονηρές δυνάμεις που εναντιώνονται στο αγαθό, με τη βοήθεια του Θεού, ή μάλλον με μόνη τη δύναμη του Θεού. Ύψος του Θεού είναι η γνώση της αλήθειας, την οποία γεννά ο κόπος για χάρη της θεωρίας των δημιουργημάτων και οι ιδρώτες της εργασίας των αρετών, οι οποίοι έγιναν πατέρες αυτού του κόπου. Με τη γνώση αυτή εξαφανίζομε τελείως τη δύναμη του ψεύδους που είναι αντίθετη στην αλήθεια, ταπεινώνοντας και καταβάλλοντας κάθε έπαρση των πονηρών πνευμάτων που ξεσηκώνονται κατά της γνώσεως του Θεού(Β΄ Κορ. 10, 5). Γιατί όπως η πράξη γεννά την αρετή, έτσι και η θεωρία γεννά τη γνώση.
88. Η ανεξάλειπτη γνώση, της οποίας η νοερή κίνηση γύρω από την απειρία του Θεού είναι χωρίς όρια και πάνω από τη νόηση, εικονίζει με την απεριοριστία της την υπεράπειρη δόξα της αλήθειας. Η αυτοπροαίρετη μίμηση της σοφής αγαθότητας που έχει η πρόνοια του Θεού, έχει ως βραβείο την ολοφάνερη εξομοίωση, κατά τη διάθεση του νου, με το Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό.
89. Η γλώσσα είναι το σύμβολο της γνωστικής δυνάμεως της ψυχής. Ο λάρυγγας είναι σημάδι της φυσικής φιλίας προς το σώμα. Εκείνος λοιπόν που αξιοκατηγόρητα κόλλησε αυτά μεταξύ τους, δεν μπορεί να θυμηθεί την ειρηνική κατάσταση(Ψαλμ. 136, 6) της αρετής και της γνώσεως, γιατί ευχαριστείται με πολλή προθυμία στη σύγχυση των σωματικών παθών.
90. Οι κατά φύση ορέξεις και ηδονές που είναι αδιάβλητες, είναι αναγκαίο παρακολούθημα της φυσικής ορέξεως. Γιατί εκ φύσεως προκαλεί ηδονή, ακόμη και χωρίς να θέλομε, και η όποια τροφή που ικανοποιεί τη σχετική ανάγκη, και το νερό που απομακρύνει την ενόχληση της δίψας, και ο ύπνος που ανανεώνει τις δυνάμεις που ξοδεύονται κατά την εγρήγορση. Το ίδιο και με όσα άλλα τυχαίνει να είναι φυσικές μας κλίσεις, τα οποία είναι αναγκαία για τη σύσταση της φύσεώς μας και χρήσιμα στους αγωνιστές προς απόκτηση της αρετής. Αυτά τα υπερβαίνει κάθε νους κατά την έξοδό του από τη σύγχυση της αμαρτίας, για να μη μείνει εξαιτίας τους υποδουλωμένος στα διαβλητά και παρά φύση πάθη, τα εξαρτώμενα από μάς, που δεν έχουν μέσα μας άλλη από την κίνηση των κατά φύση παθών και τα οποία εξάλλου ούτε έχουν στη φύση τους να μάς ακολουθούν στην αθάνατη και αιώνια ζωή.
91. Οι λόγοι του Θεού, όταν προφέρονται μόνο ως γυμνά λόγια, δεν ακούγονται, γιατί δεν έχουν ως ήχο την πράξη αυτών που τους λένε. Αν όμως λέγονται με τη φωνή της πράξεως των εντολών, τότε κάνουν και τους δαίμονες να λιώνουν με την φωνή αυτή, και τους ανθρώπους να οικοδομούν πρόθυμα το θείο ναό της καρδιάς με την προκοπή στα έργα της δικαιοσύνης.
92. Όπως ο Θεός δεν υπόκειται σε γνώση της ουσίας Του, έτσι ούτε ο λόγος Του περιλαμβάνεται στην ανθρώπινη γνώση. Γιατί ο λόγος της αγίας Γραφής, αν και δέχεται περιορισμό κατά το γράμμα, αφού τελειώνει κι αυτός μαζί με το χρόνο των γεγονότων που εξιστορεί, κατά το πνεύμα όμως, όσον αφορά στις θεωρίες των νοημάτων, μένει παντοτινά απεριόριστος.
93. Εκείνος που με γνώση νοεί την αγία Γραφή κατά Χριστόν, εφαρμόζοντας το νόημα στην ψυχή, πρέπει να εξασκηθεί φιλόπονα και στην ερμηνεία των ονομάτων, γιατί έτσι μπορεί να διασαφηνίσει όλη την έννοια των γραφομένων, αν πράγματι φροντίζει για την ακριβή κατανόηση της Γραφής. Όχι με τρόπο ιουδαϊκό να κατεβάζει στη γη και στο σώμα το ύψος του Πνεύματος, και τις θείες και αψευδείς υποσχέσεις για τα νοητά αγαθά να τις περιορίζει μέσα στη φθορά των περαστικών πραγμάτων.
94. Όπως ευχή είναι υπόσχεση των αγαθών που προσφέρουν οι άνθρωποι στο Θεό, έτσι προσευχή είναι η αίτηση των αγαθών που χορηγούνται από το Θεό στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους, ως ανταμοιβή της καλής διαθέσεως που έχουν. Βοή είναι, στον καιρό της επιδρομής των πονηρών δαιμόνων, η επίταση και επαύξηση των πρακτικών τρόπων της αρετής και των γνωστικών συλλήψεων της θεωρίας· αυτή τη βοή προπαντός ακούει φυσικά ο Θεός, σαν δυνατή φωνή, απ' όλους εκείνους που επιμελούνται την κατάσταση της αρετής και της γνώσεως.
95. Η κακή και ολέθρια βασιλεία του διαβόλου, που συμβολίζεται με τη βασιλεία των Ασσυρίων(Β΄ Παρ. 32, 1), αφού ξεσήκωσε πόλεμο εναντίον της αρετής και της γνώσεως, μηχανεύεται να κατατροπώσει την ψυχή με τις έμφυτες δυνάμεις της. Ερεθίζει πρώτα την επιθυμία να ορέγεται τα παρά φύση και προσπαθεί να την πείσει να προτιμά τα αισθητά από τα νοητά. Διεγείρει έπειτα το θυμό να αγωνίζεται να κατακτήσει το αισθητό που διάλεξε η επιθυμία, και τέλος διδάσκει το λογικό να επινοεί τρόπους απολαύσεως των ηδονών της αισθήσεως.
96. Της άκρας Αγαθότητας ιδίωμα δεν είναι μόνο το να κάνει τις θείες και ασώματες ουσίες των νοητών απεικονίσεις της ανέκφραστης θείας δόξας που να δέχονται όσο επιτρέπεται, ανάλογα με τη δυνατότητά τους, όλη την ακατάληπτη ωραιότητα του απλησίαστου θείου κάλλους. Είναι και τούτο· μέσα στα αισθητά, που είναι πολύ κατώτερα από τις νοητές ουσίες, να αναμείξει αντανακλάσεις της θείας μεγαλειότητας, οι οποίες, όταν χρησιμοποιούνται σαν όχημα από τον ανθρώπινο νου, μπορούν να τον μεταφέρουν κατευθείαν στο Θεό, ξεπερνώντας όλα τα ορατά και φτάνοντας στην άκρα μακαριότητα.
97. Κάθε νους στεφανωμένος με αρετή και γνώση, που του δόθηκε όπως στον μέγα Εζεκία να βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ(Β΄ Παρ. 29, 1) (η οποία σημαίνει την έξη που βλέπει μόνο την ειρήνη, δηλαδή την κατάσταση απ' όπου λείπει κάθε πάθος, επειδή Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται δράση ειρήνης), έχει όλη την κτίση υποχείριά του μέσω όλων των μορφών που τη γεμίζουν. Έτσι η κτίση προσφέρει μέσω του νου σαν δώρα στο Θεό τους πνευματικούς λόγους της γνώσεως που βρίσκονται σ' αυτήν, ενώ στο νου παρέχει σαν εισφορές τους τρόπους που κατά το φυσικό νόμο υπάρχουν μέσα της και που οδηγούν στην αρετή. Και με αυτά τα δύο τιμά εκείνον που μπορεί με πολλή δύναμη να ευδοκιμεί και στα δύο, εννοώ τον φιλόσοφο νου, ο οποίος μέσω της πράξεως και της θεωρίας έφτασε στην τελειότητα κατά το λόγο και το βίο.
98. Εκείνος που κατόρθωσε με την πράξη και τη θεωρία να φτάσει στην κορυφή της αρετής και της γνώσεως, εύλογα υψώνεται πάνω από κάθε σαρκικό και διαβλητό πάθος. Γιατί με την πρακτική αρετή του έφτασε παραπάνω και από τα φυσικά λεγόμενα σώματα, δηλαδή από τα όντα που υπόκεινται σε γένεση και φθορά. και γενικά, για να μιλήσω συνοπτικά, αυτός αφού κατά τη θεωρία όλων των αισθητών ειδών ξεπέρασε με τη γνώση όλους τους λόγους που αυτά περιέχουν, ανύψωσε το νου του προς τα συγγενικά με αυτόν και θεία.
99. Εκείνος που με τους κόπους της πρακτικής αρετής έλαβε το να κατοικεί στην απάθεια σαν σε κάποια Ιερουσαλήμ, και έχει απαλλαχθεί από κάθε ενόχληση της αμαρτίας, και μόνο την ειρήνη και πράττει και λέει και ακούει και συλλογίζεται, αυτός, αφού δεχτεί διά της φυσικής θεωρίας τη φύση των ορατών να προσκομίζει διά μέσου του σαν δώρα στον Κύριο τους πιο θείους λόγους που αυτή έχει, και στον ίδιο να προσφέρει σαν εισφορές σε βασιλιά τους νόμους που υπάρχουν σ' αυτήν, υψώνεται μπροστά σε όλα τα έθνη(Β΄ Παρ. 32, 33). Γιατί τότε έχει υπερβεί τα πάντα· με την πράξη έχει υπερβεί τα πάθη της σάρκας και τα φυσικά σώματα, ενώ με τη θεωρία όλα τα αισθητά ειδη, ξεπερνώντας τους πνευματικούς λόγους και τρόπους που κρύβονται σ' αυτά.
100. Η πρακτική φιλοσοφία ανεβάζει τον πρακτικό πάνω από τα πάθη. Η θεωρία οδηγεί τον γνωστικό πάνω από τα ορατά, ανεβάζοντας το νου στα συγγενή νοητά.
7. Ο θείος και μέγας Απόστολος ορίζει την πίστη ως εξής: «Πίστη σημαίνει πεποίθηση γι' αυτά που ελπίζομε, και βεβαιότητα γι' αυτά που δε βλέπομε»(Εβρ. 11, 1). Αν τώρα κανείς την ορίσει και ως ένα εσωτερικό αγαθό της διαθέσεώς μας, ή ως αληθινή γνώση που αποκαλύπτει τα απόρρητα αγαθά, δεν αστοχεί την αλήθεια.
8. Η πίστη είναι μια δύναμη που φέρνει σε σχέση, ή μια σχέση που πραγματοποιεί την υπέρ φύση άμεση και τέλεια ένωση του πιστεύοντος με τον πιστευόμενο Θεό.
9. Επειδή ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, υπόκειται σε δύο νόμους, της σάρκας και του Πνεύματος(Ρωμ. 7, 23). Ο νόμος της σάρκας ενεργεί στις αισθήσεις, ενώ ο νόμος του Πνεύματος στο νου. Ο νόμος της σάρκας, όταν ενεργεί στην αίσθηση, συνήθως συνδέει με την ύλη, ενώ ο νόμος του Πνεύματος, όταν ενεργεί στο νου, προξενεί την άμεση ένωση με το Θεό. Εύλογα λοιπόν εκείνος που δε θα διστάσει μέσα στην καρδιά του, που δε θα κάνει δηλαδή διάκριση μέσα στο νου του και δε θα διακόψει έτσι την άμεση ένωση με το Θεό που προκλήθηκε από την πίστη, καθώς είναι απαθής, ή μάλλον καθώς έγινε ήδη Θεός με την ένωση μέσω της πίστεως, θα πει σ' αυτό το βουνό να πάει αλλού, και αυτό θα πάει(Ματθ. 17, 20· Μαρκ. 11, 23). Με το παράδειγμα αυτό δηλώνεται το φρόνημα και ο νόμος της σάρκας που είναι πράγματι βαρύς και δυσκολομετακίνητος, και όσο εξαρτάται από φυσική δύναμη, τελείως ακίνητος και ασάλευτος.
10. Τόσο πολύ έχει με την αίσθηση ριζώσει στην ανθρώπινη φύση η δύναμη της αλογίας, ώστε οι πολλοί να νομίζουν ότι δεν είναι τίποτε άλλο ο άνθρωπος, παρά μόνο σάρκα που έχει την αίσθηση ως μέσο απολαύσεως της παρούσας ζωής.
11. «Όλα, λέει, είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9, 23) και δεν «διακρίνεται», δηλαδή δεν χωρίζεται από τη νοερή ένωση με το Θεό, που έχει επιτευχθεί σ' αυτόν με την πίστη, εξαιτίας της σχέσεως της ψυχής με το σώμα μέσω της αισθήσεως. Όλα όσα αλλοτριώνουν το νου από τον κόσμο και τη σάρκα και τον προσοικειώνουν στο Θεό τέλειο στα κατορθώματα, όλα αυτά εξυπακούονται με το λόγο «όλα είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει».
12. Η πίστη είναι γνώση που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Κι αφού είναι γνώση που δε δέχεται απόδειξη, άρα είναι μια υπερφυσική σχέση, με την οποία ενωνόμαστε με το Θεό με τρόπο άγνωστο και χωρίς αποδείξεις σε μια ένωση που ξεπερνά τη νόηση.
13. Όταν ο νους λάβει την άμεση ένωση με το Θεό, τότε η δύναμή του να νοεί και να νοείται μένει ολότελα αργή. Όταν όμως ενεργοποιήσει αυτή τη δύναμη και σκεφτεί κάτι μετά το Θεό, τότε χωρίστηκε και διέκοψε την ένωση αυτή που ξεπερνά τη νόηση. Όσο είναι έτσι ενωμένος με το Θεό, επειδή έχει ξεπεράσει τη φύση και έγινε κατά μέθεξη Θεός, μεταθέτει από πάνω του σαν κάποιο βουνό αμετακίνητο, το νόμο της φύσεως.
14. Ο αρχάριος στην ευσέβεια που διδάσκεται τα έργα της δικαιοσύνης, επιτελεί την πρακτική μόνο αρετή, με κάθε υπακοή και πίστη, τρώγοντας — σαν να ήταν σάρκες— τις εξωτερικές όψεις των αρετών, δηλαδή την ηθική παιδαγωγία. Τους λόγους όμως των εντολών, στους οποίους βρίσκεται η γνώση των τελείων, τους αφήνει στο Θεό με την πίστη, γιατί δεν μπορεί ακόμη να απλωθεί σ' όλο το μήκος της πίστεως.
15. Ο τέλειος, αφού πέρασε όχι μόνο των αρχαρίων την τάξη, αλλά και εκείνων που προοδεύουν, δεν αγνοεί τους λόγους όσων πράττει τηρώντας τις εντολές, αλλά έχοντας πιει πρώτα αυτούς με το πνεύμα, τρώει με τα έργα όλη τη σάρκα των αρετών, ανεβάζοντας στη νοερή γνώση την κατ' αίσθηση κίνηση όσων γίνονται.
16. Ο Κύριος είπε: «Να ζητείτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του»(Ματθ. 6, 33), δηλαδή πριν απ' όλα την επίγνωση της αλήθειας και έπειτα την εξάσκηση όσων αρμόζουν σ' αυτή· με αυτό, έδειξε καθαρά, ότι οι πιστοί πρέπει να επιζητούν μόνο τη θεία γνώση και την αρετή που τη στολίζει με τα έργα.
17. Είναι πολλά εκείνα που ζητούνται από τους πιστούς για τη γνώση του Θεού και την αρετή, όπως απαλλαγή από τα πάθη, υπομονή στους πειρασμούς, λόγοι των αρετών, πραγματοποίηση των τρόπων σωτηρίας, αποσύνδεση της διαθέσεως της ψυχής προς τη σάρκα, αποξένωση της αισθήσεως από τη σχέση της με τα αισθητά, τέλεια αναχώρηση του νου από όλα τα δημιουργήματα, και γενικώς χίλια-δυό άλλα, τα οποία όλα συντελούν στην αποχή της κακίας και της άγνοιας και στην κατόρθωση της γνώσεως και της αρετής. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: «Όλα όσα θα ζητάτε με πίστη, θα τα λάβετε»(Ματθ. 21, 22), εννοώντας ότι οι ευσεβείς πρέπει και να επιδιώκουν και να ζητούν μόνον όλα όσα συντελούν στην επίγνωση του Θεού και την αρετή, με συναίσθηση και πίστη. Γιατί αυτά όλα είναι για το συμφέρον μας και τα δίνει οπωσδήποτε ο Θεός σ' εκείνους που τα ζητούν.
18. Εκείνος λοιπόν που μόνο για την πίστη, δηλαδή για την άμεση ένωση με το Θεό, ζητεί όλα όσα οδηγούν στην ένωση, οπωσδήποτε θα τα λάβει. Εκείνος που ζητεί χωρίς την αιτία αυτή, είτε άλλα, είτε τα προηγούμενα, δεν θα τα λάβει, γιατί δεν πιστεύει, αλλά ως άπιστος επιδιώκει διά μέσου των θείων τη δική του δόξα.
19. Εκείνος που με την προαίρεσή του διατηρείται καθαρός από τη φθορά της αμαρτίας, φθείρει τη φθορά εκείνων που εκ φύσεως φθείρουν. Γιατί η αφθαρσία της προαιρέσεως από φυσικού της διατηρεί άφθαρτη τη φθαρτή φύση μας κατά θεία πρόνοια, με τη χάρη του Πνεύματος που έχει, και δεν την αφήνει να διαφθείρεται με τις αντίθετες ιδιότητες.
20. Επειδή ο λόγος της φύσεως και της χάρης δεν είναι ένας και ο αυτός, γι' αυτό δεν είναι άξιο απορίας, πως μερικοί άγιοι άλλοτε νικούσαν τα πάθη και άλλοτε μάλλον έπεφταν σ' αυτά, αφού εμείς γνωρίζομε ότι το θαύμα ανήκε στη χάρη, ενώ το πάθος στη φύση.
21. Εκείνος που θυμάται τη ζωή των αγίων με το να τους μιμείται, βγάζει από πάνω του τη νέκρωση των παθών και δέχεται τη ζωή των αρετών.
22. O Θεός, ο οποίος όρισε πριν από τους αιώνες τη ζωή κάθε ανθρώπου, οδηγεί τον καθένα, είτε δίκαιο, είτε άδικο, με τον τρόπο που θέλει, στο τέλος της ζωής που του αρμόζει.
23. Η ολοσκότεινη κακοκαιρία που συνάντησε ο μακάριος Παύλος(Πράξ. 27, 20), συμπεραίνω πως είναι το βάρος των αθέλητων πειρασμών. Το νησί είναι η σταθερή και άσειστη κατοχή της θείας ελπίδας, και η πυρά, η έξη της γνώσεως. Τα φρύγανα είναι η φύση των ορατών, που τη μάζεψε με το χέρι του, δηλαδή με την ερευνητική δύναμη του νου κατά τη θεωρία, και με τα νοήματα που προέρχονται απ' αυτή τροφοδοτούσε σαν πυρά την έξη της γνώσεως, η οποία θεραπεύει τη σκυθρωπότητα που προκάλεσε στο νου η κακοκαιρία των πειρασμών. Η έχιδνα είναι η πονηρή και καταστρεπτική δύναμη που κρύβεται αόρατη στα αισθητά· αυτή του δάγκωσε το χέρι, δηλαδή τη νοερή ερευνητική ενέργεια της θεωρίας, δεν έβλαψε όμως τον διορατικό νου, γιατί με το φώς της γνώσεως αμέσως σαν μέσα σε φωτιά την αφάνισε(Πράξ. 28, 1-4), αυτή την καταστρεπτική δύναμη που η θεωρία των αισθητών είχε κολλήσει στην πρακτική κίνηση του νου.
24. Ο Απόστολος ήταν οσμή που οδηγούσε από ζωή σε ζωή(Β΄ Κορ. 2, 16), γιατί με το παράδειγμά του έκανε τους πιστούς να κινούνται με την πράξη προς την ευωδία των αρετών, ή γιατί, ως κήρυκας, μετέφερε όσους πείθονταν στο λόγο της χάρης από τη ζωή των αισθήσεων στην πνευματική ζωή. Και ήταν οσμή θανάτου που οδηγεί σε θάνατο, για εκείνους οι οποίοι από το θάνατο της άγνοιας, προχώρησαν στο θάνατο της απιστίας, με το να τους κάνει να αισθάνονται τη μέλλουσα κατάκρισή τους. Ή πάλι ήταν οσμή από ζωή σε ζωή για εκείνους που ανεβαίνουν από την πράξη στη θεωρία· και οσμή θανάτου που οδηγεί σε θάνατο για εκείνους οι οποίοι, αφού με την αργία της αμαρτίας νεκρώσουν τα μέλη τους που επιθυμούν τα γήινα(Κολ. 3, 5), φτάνουν και στην αξιέπαινη νέκρωση των εμπαθών νοημάτων και φαντασιών.
25. Τρεις είναι οι δυνάμεις της ψυχής, το λογικό, ο θυμός και η επιθυμία. Με το λογικό ζητούμε, με την επιθυμία ποθούμε το αγαθό που ζητήσαμε, με το θυμό αγωνιζόμαστε γι' αυτό. Όσοι αγαπούν το Θεό, με αυτές τις δυνάμεις παραμένουν κοντά στο θείο λόγο της αρετής και της γνώσεως· με τη μια τον ζητούν, με την άλλη τον ποθούν και με την τρίτη αγωνίζονται γι' αυτόν. Έτσι δέχονται τροφή άφθαρτη που χορταίνει(Ματθ. 15, 32-37) το νου με τη γνώση των δημιουργημάτων.
26. Την ανθρώπινη φύση, που [κενώθηκε] από τη γνώση που της δόθηκε, όταν ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος τη γέμισε πάλι με γνώση. Και αφού την ισχυροποίησε ώστε να είναι αμετάτρεπτη, τη θεοποίησε, όχι κατά τη φύση, αλλά κατά την ιδιότητα. Και τη σφράγισε ολοκληρωτικά με το Πνεύμα Του, όπως μετέβαλε το νερό στη δυνατή φύση του κρασιού. Γιατί γι' αυτό έγινε αληθινά άνθρωπος, για να μάς κάνει κατά χάρη θεούς.
27. Ο Θεός που δημιούργησε την ανθρώπινη φύση, μόλις της έδωσε το είναι κατά τη θέλησή Του, συνένωσε μ' αυτή και τη δύναμη να κάνει όσα πρέπει. Δύναμη εννοώ την κίνηση που είναι ουσιωδώς σπαρμένη στην ανθρώπινη φύση για την ενέργεια των αρετών, και η οποία εμφανίζεται στην πράξη σύμφωνη με τη γνώμη και τη βούληση αυτού που την έχει.
28. Φυσικό κριτήριο έχομε το νόμο της φύσεως, ο οποίος μάς διδάσκει ότι πριν από την κατάκτηση της σοφίας των όλων, έπρεπε να κινεί την επιθυμία μας η μυσταγώγηση στη γνώση του Δημιουργού των όλων.
29. Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, γιατί Λόγος είναι ο ίδιος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους άξιους τη σοφία που πηγάζει από την πνευματική χάρη και που ρέει ασταμάτητα και αστείρευτα. Γιατί το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο — και μάλιστα χωρίς μελέτη — της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες.
30. Υπάρχει μεγάλη και απερίγραπτη διαφορά ανάμεσα στο δέντρο της ζωής και στο άλλο που δεν είναι τέτοιο, η οποία φαίνεται και μόνο από το ότι το ένα ονομάστηκε δένδρο της ζωής, ενώ το άλλο όχι της ζωής, αλλά της γνώσεως του καλού και του κακού(Γεν. 2, 9). Γιατί το δένδρο της ζωής οπωσδήποτε προξενεί ζωή, ενώ αυτό που δεν είναι της ζωής, είναι φανερό ότι προξενεί θάνατο. Αυτό που δεν προξενεί ζωή —γιατί δεν ονομάστηκε δένδρο της ζωής— σαφώς προξενεί το θάνατο· γιατί τίποτε άλλο δεν αντιδιαστέλλεται κατ' εναντίωση προς τη ζωή.
31. Το δένδρο της ζωής, και ως σοφία που είναι, έχει πολύ μεγάλη διαφορά από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το οποίο μήτε σοφία ήταν, μήτε ονομάστηκε έτσι. Γιατί ιδίωμα της σοφίας είναι ο νούς και το λογικό, ενώ ιδίωμα της καταστάσεως της αντίθετης προς τη σοφία είναι η αλογία και η αίσθηση.
32. Επειδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε αποτελούμενος από ψυχή νοερή και σώμα με αισθήσεις, ας δεχτούμε, σύμφωνα με μία άποψη, ότι «δένδρο της ζωής» είναι ο νους της ψυχής, όπου υπάρχει η σοφία, και «δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού» η σωματική αίσθηση, όπου υπάρχει ξεκάθαρη η κίνηση της αλογίας. Ο άνθρωπος έλαβε θεία εντολή να μη λάβει πείρα αυτής μέσω κάποιας ενέργειάς του, αλλά δεν τη φύλαξε.
33. Και τα δύο δένδρα που λέει η Γραφή, δηλαδή ο νους και η αίσθηση, έχουν την ικανότητα να χαρακτηρίζουν. Ο νους έχει τη δύναμη να διακρίνει τα νοητά και τα αισθητά, τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Ή μάλλον, επειδή είναι η διακριτική δύναμη της ψυχής, την πείθει σε άλλα να προσηλώνεται και άλλα να τα ξεπερνά. Η αίσθηση έχει τη δύναμη να διακρίνει την ηδονή των σωμάτων και την οδύνη. Ή μάλλον, επειδή είναι δύναμη σωμάτων έμψυχων και με αίσθηση, τα πείθει να επιδιώκουν την ηδονή και να αποδιώχνουν την οδύνη.
34. Αν ο άνθρωπος περιοριστεί στην ενέργεια της αισθήσεως να διακρίνει ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη των σωμάτων, τότε, παραβαίνοντας τη θεία εντολή, τρώει από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, δηλαδή την αλογία της αισθήσεως. Και τούτο, γιατί έχει μόνο τη διάκριση που φροντίζει για το σώμα, σύμφωνα με την οποία θεωρεί καλό την ηδονή και την επιδιώκει, ενώ θεωρεί κακό την οδύνη και την αποφεύγει. Αν όμως περιοριστεί τελείως στη διάκριση του νου που διακρίνει τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, τότε, έχοντας φυλάξει τη θεία εντολή, τρώει από το δένδρο της ζωής, δηλαδή τη σοφία που έρχεται στο νου. Και τούτο, γιατί έχει μόνο τη διάκριση που φροντίζει για την ψυχή, σύμφωνα με την οποία θεωρεί καλό τη δόξα των αιωνίων και την επιδιώκει, ενώ θεωρεί κακό τη φθορά των πρόσκαιρων και την αποφεύγει.
35. Καλό του νου είναι η απαθής διάθεση προς το πνεύμα και κακό η εμπαθής σχέση προς την αίσθηση. Καλό για την αίσθηση είναι η ένεκα ηδονής εμπαθής κίνηση προς σώμα, και κακό η διάθεση που δημιουργείται όταν την στερηθεί.
36. Εκείνος που έπεισε τη συνείδησή του να θεωρεί το κάκιστο που κάνει ότι είναι εκ φύσεως καλό, αυτός αφού άπλωσε την πρακτική του σαν να ήταν χέρι, πήρε αξιοκατηγόρητα από το δένδρο της ζωής, νομίζοντας ότι το κάκιστο είναι από τη φύση του αθάνατο. Γι' αυτό ο Θεός, θέτοντας φυσικά στη συνείδηση του ανθρώπου την καταδίκη του κακού, τον ξεχώρισε από τη ζωή, γιατί έγινε κακός κατά την προαίρεση· έτσι αν κάνει το κακό, να μην μπορεί να πείσει τη συνείδησή του ότι το κάκιστο είναι εκ φύσεως καλό.
37. Το κλήμα κάνει το κρασί· το κρασί τη μέθη· η μέθη την έκσταση. Λοιπόν, το καλοφυτεμένο λογικό, που είναι το κλήμα, όταν καλλιεργείται με τις αρετές, γεννά τη γνώση· η γνώση γεννά την καλή έκσταση, η οποία αποσπά το νου από τη σχέση με την αίσθηση.
38. Μέσα στα νοήματα των αισθητών ο διάβολος συνηθίζει με κακουργία να συμπλέκει τις μορφές και τα σχήματα των αισθητών, με τα οποία δημιουργούνται τα πάθη γύρω από τα εξωτερικά φαινόμενα των ορατών. Σταματά τότε η λογική ενέργεια μέσα μας διά μέσου της αισθήσεως την άνοδό της προς τα νοητά. Γι' αυτό και υπερισχύοντας ο διάβολος, λεηλατεί την ψυχή και τη σέρνει στη σύγχυση των παθών.
39. Ο λόγος του Θεού είναι λυχνάρι και συγχρόνως φώς(Ψαλμ. 118, 105), και γιατί φωτίζει τους κατά φύση λογισμούς των πιστών, και γιατί καίει τους παρά φύση, και γιατί διαλύει το σκοτάδι της ζωής των αισθήσεων για όσους βιάζονται μέσω των εντολών να προχωρούν στην ελπιζόμενη ζωή, και γιατί τιμωρεί με το κάψιμο της κρίσεως εκείνους οι οποίοι είναι θεληματικά προσηλωμένοι στη σκοτεινή αυτή νύκτα του βίου από φιλία προς τη σάρκα.
40. Όποιος δεν ανέβηκε, λέει, προς τον εαυτό του πρώτα με την απόρριψη των παρά φύση παθών, δε θα ανεβεί προς την Αιτία του, δηλαδή το Θεό, μέσω της αποκτήσεως των υπερφυσικών αγαθών με τη βοήθεια της θείας χάρης. Γιατί πρέπει να χωριστεί κατά διάνοια από τα δημιουργήματα εκείνος που θέλει να ενωθεί αληθινά με το Θεό.
41. Έργο του γραπτού νόμου είναι η απαλλαγή από τα πάθη, ενώ του φυσικού η απόδοση ίσης τιμής προς όλους τους ανθρώπους σύμφωνα με το δίκαιο. Του πνευματικού νόμου ολοκλήρωση είναι η εξομοίωση προς το Θεό —όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο.
42. Τη γνώση των σωμάτων και ασωμάτων είναι ικανή από τη φύση της να την δεχτεί η δύναμη του νου. Της Αγίας Τριάδος όμως μόνον κατά χάρη δέχεται τις φανερώσεις, πιστεύοντας μόνο ότι υπάρχει, χωρίς να αυθαδιάζει για το τι είναι κατά την ουσία Της, όπως ο δαιμονικός νούς. Γιατί εκείνος που στερείται τη γνώση, καθόλου δεν γνωρίζει τον τρόπο καθάρσεως από την κακία μέσω της αρετής.
43. Εκείνος που αγαπά το ψεύδος, παραδίνεται σ' αυτό για να απωλεσθεί, ώστε παθαίνοντας ν' αντιληφθεί τι ήταν εκείνο που θεληματικά περιποιόταν και να μάθει με προσωπική πείρα ότι χωρίς να το καταλαβαίνει αγκάλιαζε αντί τη ζωή τον θάνατο.
44. Ο Θεός έχει τη γνώση μόνο του καλού, γιατί είναι κατά την ουσία Του φύση και γνώση του καλού. Το κακό το αγνοεί, γιατί αδυνατεί να το πράξει. Γιατί για εκείνα που έχει εκ φύσεως τη δύναμη, γι' αυτά έχει ουσιωδώς τη γνώση.
45. Το «στηθύνιο» που αναφέρεται στο Λευϊτικό(Λευϊτ. 7, 31-34) φανερώνει την καλύτερη και υψηλή θεωρία, ενώ ο «βραχίων» την πράξη, δηλαδή την έξη και την ενέργεια της διάνοιας, ή τη γνώση και την αρετή. Γιατί η γνώση οδηγεί αμέσως το νου στον ίδιο το Θεό, ενώ η αρετή κατά την άσκησή της τον βγάζει μέσα από την επίδραση των όντων. Αυτά τα δύο ο Λόγος τα ξεχώρισε για τους ιερείς, επειδή αυτοί το Θεό μόνον είχαν λάβει ως κληρονομιά(Αριθ. 18, 20) και δεν είχαν τίποτε ολότελα το επίγειο.
46. Εκείνοι που το πνεύμα τους έχει ολότελα διαμορφωθεί από τη γνώση και την αρετή, κάνουν με τη διδαχή τους τις καρδιές των άλλων ικανές να δεχτούν την ευσέβεια και την πίστη, και απομακρύνοντας την πρακτική έξη και τη δύναμή τους από τις επιδιώξεις τις σχετικές με τη φθαρτή φύση, τις μεταφέρουν προς την ενέργεια των υπέρ φύση άφθαρτων αγαθών. Εύλογα λοιπόν ο λόγος πρόσταξε, το στηθύνιο του σφαγίου, δηλαδή η καρδιά των προσφερομένων να θυσιαστούν στο Θεό, και ο βραχίονας, δηλαδή η πράξη των ιδίων, να αφιερώνονται στους ιερείς.
47. Όλη η εδώ δικαιοσύνη, όταν συγκριθεί με τη μέλλουσα, είναι σαν καθρέφτης που περιέχει την εικόνα των αρχετύπων και όχι τα ίδια τα πράγματα όπως υπάρχει το καθένα. Και κάθε γνώση εδώ των ουρανίων, όταν συγκριθεί με τη μέλλουσα, είναι ένα σκοτεινό αίνιγμα που περιέχει μόνο εικόνα της αλήθειας, αλλ' όχι την ίδια την πραγματική αλήθεια που μέλλει να φανεί.
48. Επειδή τα θεία συγκρατούνται με αρετή και γνώση, ο καθρέφτης δείχνει τα πρωτότυπα της αρετής, ενώ το αίνιγμα(Α΄ Κορ. 13, 12) θέλει να φανερώσει τα αρχέτυπα της γνώσεως.
49. Εκείνος που με την πρακτική άσκηση ευαρέστησε στο Θεό, με τη θεωρία είναι φανερό ότι μεταθέτει το νου του στη χώρα των νοητών. Και αυτό για να μην υποστεί εξαιτίας κάποιας φαντασίας το θάνατο(Εβρ. 11, 5) που προξενούν τα πάθη μέσω της αισθήσεως, καθώς δε θα βρίσκεται διόλου από κανένα απ' όσα θέλουν να τον συλλάβουν.
50. Εκείνος που με το καθαρό μάτι της πίστεως είδε την ωραιότητα των μελλόντων αγαθών, υπακούει στη διαταγή να βγει με προθυμία από τη γη του και τους συγγενείς του και το πατρικό του σπίτι(Γέν. 12, 1), εγκαταλείποντας τη σάρκα, την αίσθηση και τα αισθητά, όπως και τη σχέση και την εμπαθή κλίση προς αυτά. Και σε καιρό πειρασμού και αγώνων είναι ανώτερος από τη φύση, προτιμώντας από τη φύση την Αιτία της, όπως ο μέγας Αβραάμ προτίμησε αντί τον Ισαάκ το Θεό(Γέν. 22, 12).
51. Εκείνος που δεν επιδιώκει να ασκήσει την αρετή ή τη μελέτη των θείων λόγων για δόξα ή ως κάλυμμα της πλεονεξίας ή για κολακεία και ανθρωπαρέσκεια και επίδειξη(Α΄ Θεσ. 2, 4-6), αλλά για το Θεό κάνει και λέει και σκέφτεται τα πάντα, αυτός βαδίζει με γνώση το δρόμο της αλήθειας. Γιατί σε μη ίσιους δρόμους δεν συνηθίζει να περπατεί ο θείος λόγος, ακόμη και αν βρει σε μερικά σημεία έτοιμη την οδό(Ησ. 40, 3· Λουκ. 3, 4).
52. Νηστεύει κανείς και απέχει από δίαιτα που φλογίζει τα πάθη, και πράττει όλα τα άλλα, όσα βοηθούν να απαλλαχθεί από την κακία· αυτός ετοίμασε εκείνο που λέγεται «οδός». Αν όμως όλα αυτά τα κάνει από κενοδοξία ή πλεονεξία ή κολακεία ή άλλη αιτία, και όχι για την ευαρέστηση του Θεού, τότε δεν έκανε ίσιους τους δρόμους του Κυρίου(Ησ. 40, 3· Λουκ. 3, 4). Έτσι τον κόπο της ετοιμασίας της οδού τον υπέφερε, δεν είχε όμως το Θεό να περπατά στους δρόμους του.
53. Κάθε χαράδρα θα γεμίσει(Ησ. 40, 4· Λουκ. 3, 5)· όχι όμως όλες οι χαράδρες γενικώς, ούτε όλων των ανθρώπων, δηλαδή όχι και εκείνων που δεν ετοίμασαν την οδό του Κυρίου και δεν έκαναν ίσιους τους δρόμους Του. Όταν λοιπόν η χαράδρα, δηλαδή η σάρκα ή η ψυχή εκείνων που ετοίμασαν όπως είπα την οδό του Κυρίου και έκαναν ίσιους τους δρόμους Του, γεμίσει από γνώση και αρετή με την παρουσία του Θεού Λόγου που περπατά σ' αυτούς διά των εντολών, τότε όλα τα πνεύματα της κίβδηλης γνώσεως και κακίας χαμηλώνουν καθώς τα πατεί ο Λόγος και τα υποτάσσει και σωριάζει το κράτος της κακίας που υψώνεται κατά της ανθρώπινης φύσεως και κατασκάπτει κατά κάποιο τρόπο το μέγεθος και το ύψος των ορέων και των βουνών και γεμίζει μ' αυτό τις χαράδρες. Γιατί η αποβολή των παρά φύση παθών και η εγκατάσταση των κατά φύση αρετών εξομαλύνει τις χαραδρώσεις της ψυχής και ταπεινώνει την εξουσία των πονηρών πνευμάτων που υψώνεται σαν βουνό.
54. Οι κακοτράχαλοι δρόμοι, δηλαδή οι αθέλητες συμφορές, θα γίνουν ομαλοί, και μάλιστα όταν ο νους νιώθοντας χαρά και ευφροσύνη δέχεται ευχαρίστως τις ασθένειες, τις θλίψεις και τις ανάγκες(Β΄ Κορ. 12, 10), εξουδετερώνοντας με τις αθέλητες συμφορές όλη την εξουσία των εκούσιων παθών. Γιατί κακοτράχαλους δρόμους ονομάζει τις αθέλητες συμφορές, που όμως μεταβάλλονται σε ομαλούς με την υπομονή και την ευχαριστία.
55. Εκείνος που επιθυμεί την αληθινή ζωή, επειδή γνωρίζει ότι κάθε πόνος είτε θεληματικός είτε αθέλητος γίνεται ο θάνατος της μητέρας του θανάτου, της ηδονής, θα δεχτεί με πολλή χαρά όλες τις σκληρές συμφορές των αθέλητων πειρασμών. Με την υπομονή του μετατρέπει τις θλίψεις σε δρόμους εύκολους και ομαλούς που τον οδηγούν αλάθευτα στο βραβείο της ουράνιας κλήσεώς του(Φιλιπ. 3, 14) όταν κάνει μ' ευσέβεια τη θεία πορεία σ' αυτούς. Γιατί βέβαια, μητέρα του θανάτου είναι η ηδονή, αλλά θάνατος της ηδονής είναι ο πόνος, και ο προαιρετικός και ο αθέλητος.
56. Καθένας λοιπόν που με την εγκράτεια διέλυσε την πολύστροφη και πολύπλοκη ηδονή, η οποία είναι πλεγμένη με όλα γενικώς τα αισθητά, αυτός έκανε τα στραβά ίσια. Κι εκείνος που με την υπομονή καταπάτησε τη δύσβατη και τραχιά επιφορά των πόνων, αυτός τους κακοτράχαλους δρόμους τους έκανε ίσιους. Γι' αυτό σαν βραβείο της αρετής και των κόπων γι' αυτή, επειδή αγωνίστηκε νόμιμα και σωστά και νίκησε την ηδονή με τον πόθο της αρετής, ενώ καταπάτησε την οδύνη με τον έρωτα της γνώσεως και διεξήγαγε και στα δύο πεδία με γενναιότητα τους θείους αγώνες, αυτός θα δει, όπως λέει η Γραφή(Ησ. 40, 5· Λουκ. 3, 6), τη σωτηρία του Θεού.
57. Εκείνος που αγαπά την αρετή, κατευνάζει θεληματικά το καμίνι των ηδονών. Εκείνος που ο νους του έχει διαποτιστεί από τη γνώση της αλήθειας, δεν εμποδίζεται από τους αθέλητους πόνους στην αεικινησία της επιθυμίας του που τον οδηγεί προς τον Θεό.
58. Εκείνος που με την εγκράτεια ίσιωσε τη στρεβλότητα των θεληματικών παθών, δηλαδή τα κινήματα της ηδονής, και με την υπομονή εξομάλυνε την τραχύτητα των συμφορών των αθέλητων πειρασμών, δηλαδή τις διάφορες περιπτώσεις της οδύνης, και τις έκανε δρόμους λείους, αυτός εύλογα θα δει τη σωτηρία που στέλνει ο Θεός, γιατί έγινε καθαρός στην καρδιά. Μ' αυτή μέσω των αρετών και των ευσεβών θεωριών, βλέπει το Θεό στο τέλος των αγώνων, σύμφωνα με το λόγο: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δούν το Θεό»(Ματθ. 5, 8). Για τους κόπους του υπέρ της αρετής έλαβε τη χάρη της απάθειας, περισσότερο από την οποία τίποτε άλλο δε φανερώνει το Θεό σ' όσους την έχουν.
59. Λάκκους ονομάζει η Γραφή τις καρδιές που είναι κατάλληλες να δέχονται τα ουράνια χαρίσματα της αγίας γνώσεως, καρδιές που είναι πελεκημένες με τον δυνατό λόγο των εντολών και έχουν αφαιρέσει σαν πετρωμένο πουρί τη φιληδονία προς τα πάθη και τη σχέση της φύσεως προς τα αισθητά και γεμίζουν από την πνευματική γνώση που έρχεται από ψηλά και καθαρίζει τα πάθη και ζωοποιεί και τρέφει τις αρετές.
60. Ο Κύριος ανοίγει λάκκους στην έρημο(Β΄ Παρ. 26, 10), θέλω να πω στον κόσμο και στην ανθρώπινη φύση, βγάζοντας το χώμα από τις καρδιές των αξίων και καθαρίζοντας τες από το υλικό βάρος και φρόνημα και κάνοντάς τες ευρύχωρες, ώστε να δέχονται τις θείες βροχές της σοφίας και της γνώσεως για να ποτίζουν τα κτήνη του Χριστού, δηλαδή εκείνους που λόγω νηπιότητας της ψυχής έχουν ανάγκη από ηθική διδασκαλία.
61. Ορεινή ονομάζει η Γραφή την υψηλή πνευματική θεωρία της φύσεως, την οποία καλλιεργούν εκείνοι που νεκρώθηκαν ως προς τις φαντασίες των αισθητών και πέρασαν διά μέσου των αρετών στους νοητούς λόγους τους.
62. Ο νους, όσον καιρό διατηρεί μέσα του ζωντανή τη μνήμη του Θεού, ζητεί μέσω της θεωρίας μ' επιμονή τον Κύριο, όχι έτσι απλώς, αλλά με φόβο Κυρίου(Β΄ Παρ. 26, 5), δηλαδή με την εργασία των εντολών. Εκείνος που ζητεί με τη θεωρία μόνο τον Κύριο, χωρίς εργασία των εντολών, δεν τον βρίσκει, γιατί δεν ζήτησε τον Κύριο με φόβο Κυρίου, για να τον βοηθήσει ο Κύριος. Γιατί στον καθένα που συνδυάζει τη γνώση με την πράξη, ο Κύριος ανοίγει το δρόμο, διδάσκοντας σ' αυτόν τους τρόπους των εντολών και αποκαλύπτοντας τους αληθινούς λόγους των όντων.
63. Ο υψηλός λόγος περί της θεότητος είναι πύργος της ψυχής οχυρωμένος με την εργασία των εντολών. Και αυτό είναι που λέει η Γραφή ότι ο Οζίας έκτισε πύργους στην Ιερουσαλήμ(Β΄ Παρ. 26, 9). Γιατί εκείνος που προχωρεί καλά στην επίμονη αναζήτηση του Κυρίου μέσω της θεωρίας με τον πρέποντα φόβο, δηλαδή με την εργασία των εντολών, αυτός οικοδομεί πύργους στην Ιερουσαλήμ· με άλλα λόγια ανυψώνει τους περί θεότητος λόγους επάνω στην απλή και ήρεμη κατάσταση της ψυχής.
64. Οι μερικοί λόγοι, όταν προχωρούν προς τους καθολικούς, επιφέρουν την ένωση των διαιρεμένων. Γιατί οι καθολικότεροι λόγοι περικλείουν συνοπτικά και τους πιο μερικούς, και σ' αυτούς αναφέρονται φυσικώς τα επιμέρους. Αλλά υπάρχει και κάποιος πνευματικός λόγος που συσχετίζει το νου με την αίσθηση, τον ουρανό με τη γη, τα αισθητά με τα νοητά, τη φύση με το λόγο, και ο οποίος τα ενώνει μεταξύ τους.
65. Εκείνος που μπόρεσε ν' απαγκιστρώσει τις αισθήσεις από τα πάθη και ν' αποσυνδέσει την ψυχή από τη σχέση προς τις αισθήσεις, κατόρθωσε να αποκλείσει την είσοδο του διαβόλου στο νου που γίνεται διά μέσου των αισθήσεων. Γι' αυτό και μέσα στην έρημο, εννοώ τη φυσική θεωρία, οικοδόμησε σαν πύργους απόρθητους τις ευσεβείς αντιλήψεις περί των όντων. Όποιος καταφεύγει σ' αυτές, δεν φοβάται τους δαίμονες που ληστεύουν σ' αυτή την έρημο, δηλαδή τη φύση των ορατών, και πλανούν το νου με την αίσθηση, σέρνοντάς τον στο σκοτάδι της άγνοιας. Έτσι και αυτός που λέγαμε, δε φοβάται τους δαίμονες που πλανούν τους ανθρώπους μέσω των ορατών.
66. Κάθε νους που έχει δύναμη θεωρίας, είναι αληθινός γεωργός, και με τη φροντίδα και την επιμέλειά του φυλάει καθαρά από ζιζάνια τα θεία σπέρματα των αγαθών, όσο τον συγκρατεί η μνήμη του Θεού. Λέει η Γραφή: «Και ζητούσε επίμονα τον Κύριο, στον καιρό του Ζαχαρία, με φόβο Κυρίου»(Β΄ Παρ. 26, 5). Γνωρίζομε ότι Ζαχαρίας στην Ελληνική γλώσσα μεταφράζεται μνήμη Θεού. Γι' αυτό ας παρακαλέσομε τον Κύριο να διατηρείται πάντοτε μέσα μας η σωτήρια μνήμη Του, για να μη διαφθαρεί η ψυχή από τα κατορθώματά της και αποτολμήσει από υπερηφάνεια να κάνει πράγματα πάνω από τη φύση της, όπως ο Οζίας(Β΄Παρ. 26, 16).
67. Η χωρίς πλάνη θεωρία των όντων χρειάζεται ψυχή απαλλαγμένη από τα πάθη. Μια τέτοια ψυχή λέγεται Ιερουσαλήμ, τόσο για την ολοκληρωμένη αρετή της, όσο και για την άυλη γνώση της, η οποία έρχεται όχι με την απουσία των παθών μόνο, αλλά ακόμη και των φαντασιών των αισθητών.
68. Χωρίς πίστη, ελπίδα και αγάπη, ούτε κανένα κακό καταργείται εντελώς, ούτε κανένα καλό κατορθώνεται. Η πίστη πείθει το νου που πολεμείται να προσφεύγει στο Θεό και του ετοιμάζει όλα τα πνευματικά όπλα για θάρρος και ενίσχυση. Η ελπίδα του γίνεται αψευδής εγγυητής της θείας βοήθειας και του υπόσχεται την κατανίκηση των δαιμονικών δυνάμεων. Η αγάπη τον κάνει δυσκολομετακίνητο, ή μάλλον τελείως ακίνητο από τη στοργή του Θεού κι όταν πολεμείται, προσηλώνοντας στο θείο πόθο όλη του τη φυσική δύναμη.
69. Η πίστη παρηγορεί το νου που πολεμείται, δυναμώνοντάς τον με την ελπίδα της θείας βοήθειας. Η ελπίδα, φέρνοντας μπροστά του τη βοήθεια που πίστεψε, αποκρούει την επίθεση των εχθρών. Η αγάπη νεκρώνει, για το νου που αγαπά το Θεό, την επίθεση των εχθρών, η οποία εξασθενίζει τελείως από τη μεγάλη επιθυμία του Θεού.
70. Πρώτο και μοναδικό γέννημα της θείας όντως μερίδας, δηλαδή της αληθινής γνώσεως, είναι ο λόγος της θείας αναστάσεως μέσα μας μέσω της πίστεως, που μαζί με την απαραίτητη οικονομία της προαιρέσεως —δηλαδή τη διάκριση— εξουδετερώνει μ' επιτυχία τις επαναστάσεις των εκουσίων [και ακουσίων] πειρασμών. Γιατί η πίστη που οικονομείται σωστά με τα έργα των εντολών αποτελεί την πρώτη ανάσταση μέσα μας του Θεού, που με την άγνοια είχε νεκρωθεί σ' εμάς.
71. Η στροφή προς το Θεό φανερώνει καθαρά την πλήρη ελπίδα σ' Αυτόν, χωρίς την οποία δεν μπορεί κανένας με κανένα τρόπο να συγκατατεθεί σ' ο,τιδήποτε στο Θεό· γιατί η ελπίδα έχει ιδίωμα να φέρνει μπροστά τα μέλλοντα ως παρόντα και να πείθει ότι, εκείνους που πολεμούνται από τις δαιμονικές δυνάμεις, καθόλου δεν τους αφήνει ο Θεός που τους υπερασπίζεται, αφού για χάρη Αυτού και εξαιτίας Αυτού γίνεται ο πόλεμος των Αγίων. Χωρίς προσδοκία, ή ευχάριστη ή δυσάρεστη, δε γίνεται ποτέ στροφή προς το καλό.
72. Πράγματι, τίποτε άλλο έκτος από την αγάπη δε μαζεύει τους διασκορπισμένους και δε δημιουργεί μια γνώμη μεταξύ τους που συγκρατείται με τη σύμπνοια. Γνώρισμά της είναι το κάλλος του να απονέμει κανείς την ίδια τιμή σ' όλους. Αλλά και η αγάπη είναι γέννημα της συγκεντρώσεως και ενώσεως γύρω από τα θεία των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή της λογικής, της θυμικής και της επιθυμητικής. Στην κατάσταση αυτή, όσοι έλαβαν ήδη μέσω της χάρης το να θεωρούν όλους ίσους απέναντι του Θεού, χαράζουν στη μνήμη το κάλλος της θείας ωραιότητας και δε λησμονούν ποτέ την επιθυμία της θείας αγάπης, η οποία γράφει και εντυπώνει αυτό το καθαρό κάλλος στο νου, το ηγεμονικό μέρος της ψυχής.
73. Κάθε νους που έχει περιβληθεί θεία εξουσία, κατέχει σαν συμβούλους και άρχοντες τη λογική δύναμη, την επιθυμητική και τη θυμική. Από την πρώτη γεννιέται η πίστη με γνώση, από την οποία ο νους διδάσκεται ανέκφραστα ότι ο Θεός είναι πάντοτε παρών, και ενώνεται μέσω της ελπίδας με τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα. Από τη δεύτερη δύναμη συγκροτείται η θεία αγάπη, με την οποία ο νούς, προσηλωμένος θεληματικά στον πόθο της άχραντης θεότητας, έχει ακατάπαυστη την επιθυμία του ποθούμενου. Με την τρίτη, κρατά αχώριστα τη θεία ειρήνη και διεγείρει προς το θείο έρωτα την κίνηση της επιθυμίας. Αυτές τις δυνάμεις τις έχει κάθε νους και τον βοηθούν στην εξουδετέρωση της κακίας και στην απόκτηση και διατήρηση της αρετής.
74. Χωρίς τη λογική δύναμη δεν υπάρχει ακριβής γνώση· και χωρίς γνώση δεν υπάρχει πίστη, από την οποία προέρχεται το καλό γέννημα, η ελπίδα, με την οποία ενώνεται ο πιστός με τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα. Χωρίς τη δύναμη της επιθυμίας δεν υπάρχει πόθος, τέλος του οποίου είναι η αγάπη· γιατί το να έχει κανείς έρωτα για κάτι, είναι ιδίωμα της επιθυμίας. Και χωρίς τη θυμική δύναμη, η οποία δυναμώνει την επιθυμία στο να ενωθεί με ό,τι την ευχαριστεί, δεν μπορεί καθόλου να γίνει ειρήνη —αν βέβαια ειρήνη είναι αληθινά η ανενόχλητη και τέλεια κατοχή του επιθυμητού.
75. Εκείνος που δεν καθαρίστηκε πρωτύτερα από τα πάθη, δεν πρέπει να εγγίζει τη φυσική θεωρία· γιατί μπορεί οι εικόνες των αισθητών να κινήσουν σε πάθος το νου εκείνου που δεν ελευθερώθηκε τελείως από τα πάθη. Γιατί ο νους που με τη φαντασία μένει στην εξωτερική όψη των ορατών εξαιτίας της αισθήσεως, γίνεται δημιουργός ακάθαρτων παθών, αδυνατώντας να διαβεί με τη θεωρία προς τα συγγενή νοητά.
76. Εκείνος ο οποίος κατά τον καιρό της εξεγέρσεως των παθών ;eκλεισε με ανδρεία τις αισθήσεις και έδιωξε τελείως τη φαντασία και τη μνήμη των αισθητών και περιόρισε τελείως τις φυσικές κινήσεις του νου σχετικά με την έρευνα των εξωτερικών πραγμάτων, αυτός ταπείνωσε την πονηρή και τυραννική δύναμη που επαναστάτησε εναντίον του και τη νίκησε με το χέρι του Θεού.
77. Όταν το λογικό καταντήσει χωρίς νου και ο θυμός ακράτητος και παράλογη η επιθυμία, και κυριαρχούν στην ψυχή η άγνοια, η τυραννική διάθεση και η ακολασία, τότε η έξη της κακίας γίνεται ενεργητική, καθώς ενώθηκε με τη βλαβερή ηδονή των αισθήσεων.
78. Πρέπει ο νους που ξέρει να διαλύει με γνώση τις αόρατες συμπλοκές των δαιμόνων, μήτε τη φυσική θεωρία να ασκεί, μήτε άλλο τίποτε να κάνει στον καιρό της επιθέσεως των πονηρών δυνάμεων· μόνο να προσεύχεται, να δαμάζει με κόπους το σώμα και με όλο το ζήλο του να ταπεινώνει το χοϊκό φρόνημα και να φυλάει τα τείχη της πόλεως, δηλαδή τις αρετές που είναι φρουροί της ψυχής και τις μεθόδους που φυλάγουν τις αρετές, εννοώ την εγκράτεια και την υπομονή. Αλλιώς μπορεί ο διάβολος, ο οποίος θολώνει και ανατρέπει(Αββακ. 2, 15) την ψυχή, να τον απατήσει από τα δεξιά και να του υποκλέψει την επιθυμία απομακρύνοντάς την από το Θεό, και με αυτά που θεωρούνται καλά να παρασύρει προς τα χειρότερα τη διάνοια που ζητεί τα καλά.
79. Εκείνος ο οποίος αποφασιστικά με τη μετρημένη και γενική εγκράτεια και υπομονή έκλεισε τις αισθήσεις του και απόκλεισε με τις ψυχικές του δυνάμεις την είσοδο στο νου των αισθητών σχημάτων, καταστρέφει εύκολα τις πονηρές μηχανές του διαβόλου και τον στέλνει ντροπιασμένο πίσω από εκεί που ήρθε. Και δρόμος απ' όπου έρχεται ο διάβολος είναι τα υλικά πράγματα που νομίζομε ότι χρειάζονται για την ύπαρξη του σώματος.
80. Ο νους που ένωσε με τον εαυτό του κατά φύση διά μέσου του λογικού την αίσθηση, πορίζεται την αληθινή γνώση από τη φυσική θεωρία.
81. Οι πηγές έξω από την πόλη, δηλαδή την ψυχή, τις οποίες φράζει ο Εζεκίας(Β΄ Παραλ. 32, 3-4), είναι όλα τα αισθητά. Τα νερά των πηγών αυτών είναι τα νοήματα των αισθητών. Ποταμός που περνά από το μέσον της πόλεως είναι η γνώση που συνάγεται με τη φυσική θεωρία από τα νοήματα των αισθητών και που περνάει από το μέσο της ψυχής, αφού αυτή είναι η μεθόριος ανάμεσα στο νου και την αίσθηση. Γιατί η γνώση των αισθητών ούτε εντελώς ξένη είναι από τη νοερή δύναμη, ούτε ανήκει εξ ολοκλήρου στην ενέργεια της αισθήσεως, αλλά επειδή συμβαίνει να είναι το ενδιάμεσο σημείο όπου συναντιέται ο νους με την αίσθηση και η αίσθηση με το νου, γίνεται το μέσο που φέρνει σε συνάφεια μεταξύ τους αυτά τα δύο. Από την πλευρά της αισθήσεως με το να εντυπώνεται με τα σχήματα των αισθητών από την πλευρά του νου, με το να ανάγει σε λόγους τους τύπους των σχημάτων. Γι' αυτό η γνώση των ορατών εύλογα ονομάστηκε ποταμός που περνά μέσα από την πόλη, επειδή είναι στο μεταίχμιο των άκρων, δηλαδή του νου και της αισθήσεως.
82. Εκείνος ο οποίος κατά τον καιρό της εξεγέρσεως των παθών απέχει από τη φυσική θεωρία, είναι όμως προσηλωμένος στην προσευχή με συγκέντρωση του νου του από όλα τα πράγματα προς τον εαυτό του μόνο και το Θεό, αυτός σκοτώνει την έξη που προκαλεί την κακία και διώχνει πίσω ντροπιασμένο τον διάβολο που υποβάλλει την έξη που είπαμε και που σ' αυτήν βασιζόμενος ήρθε με τη γνωστή του αλαζονεία στην ψυχή μέσω των υπερήφανων λογισμών, υψηλοφρονώντας απέναντι στην αλήθεια. Αυτό φαίνεται αφού έμαθε και έπαθε και έπραξε ο μέγας Δαβίδ που είχε μεγάλη πείρα από την τακτική των νοητών πολέμων, λέει: «Όσο είχα ν' αντιμετωπίσω τον αμαρτωλό, γινόμουν σαν κωφάλαλος, ταπεινωνόμουν και σιγούσα ακόμη και για τα καλά»(Ψαλμ. 38, 2-3). Και ο θείος Ιερεμίας έκανε το ίδιο μ' αυτόν, προστάζοντας το λαό να μη βγουν από την πόλη, γιατί το σπαθί των εχθρών είναι κρυμμένο παντού γύρω(Ιερ. 6, 25).
83. Αν λοιπόν και ο μακάριος Άβελ φυλαγόταν και δεν έβγαινε μαζί με τον Κάιν στην πεδιάδα, δηλαδή στο πλάτος της φυσικής θεωρίας πριν αποκτήσει την απάθεια, δε θα τον σκότωνε ορμώντας πάνω του(Γέν 4, 8) ο νόμος της σάρκας —που είναι και λέγεται Κάιν—, ξεγελώντάς τον με δόλο πρωτύτερα από τα δεξιά, με τη θεωρία δηλαδή των όντων πριν από την τέλεια έξη της αρετής.
84. Ομοίως και η Δείνα, η κόρη του μεγάλου Ιακώβ, αν δεν έβγαινε έξω μαζί με τις κόρες των εντοπίων, δηλαδή με τις αισθητές φαντασίες, δεν θα την έβλεπε ο Συχέμ, ο γιός του Εμμώρ, και δεν θα την ατίμαζε(Γέν. 34, 1-2).
85. Καλό είναι, πριν από την τέλεια έξη της αρετής να μην επιχειρούμε τη φυσική θεωρία, για να μη μαζέψομε πάθη χωρίς να το καταλάβομε, ενώ ζητούμε λόγους πνευματικούς από τα βλεπόμενα κτίσματα. Γιατί στους ατελείς, τα εξωτερικά σχήματα των ορατών έχουν μεγαλύτερη ισχύ πάνω στην αίσθηση απ' ό,τι έχουν πάνω στην ψυχή οι λόγοι των κτισμάτων, οι κρυμμένοι στα σχήματα. Εκείνοι λοιπόν που έδεσαν τη διάνοιά τους με ιουδαϊκό τρόπο μόνο στο γράμμα, περιμένουν στον τωρινό αιώνα τις υποσχέσεις των θείων αγαθών και δε γνωρίζουν ποιά είναι τα αγαθά τα σύμφωνα με τη φύση της ψυχής.
86. Εκείνος που φόρεσε την «εικόνα του επουρανίου»(Α΄ Κορ. 15, 49), προσπαθεί με όλα τα μέσα να ακολουθεί το πνεύμα της αγίας Γραφής, μέσα στο οποίο επιτυγχάνεται η συντήρηση της ψυχής με την αρετή και τη γνώση. Ενώ έκείνος που φορεί την «εικόνα του χοϊκού», προσέχει μόνο στο γράμμα και έτσι οδηγείται στην υπηρεσία του σώματος μέσω της αισθήσεως, η οποία δημιουργεί τα πάθη.
87. Δύναμη Θεού είναι η αρετή που αφανίζει τα πάθη και περιφρουρεί τους ευσεβείς λογισμούς. Την αρετή γεννά η εργασία των εντολών, με την οποία καταστρέφομε τις πονηρές δυνάμεις που εναντιώνονται στο αγαθό, με τη βοήθεια του Θεού, ή μάλλον με μόνη τη δύναμη του Θεού. Ύψος του Θεού είναι η γνώση της αλήθειας, την οποία γεννά ο κόπος για χάρη της θεωρίας των δημιουργημάτων και οι ιδρώτες της εργασίας των αρετών, οι οποίοι έγιναν πατέρες αυτού του κόπου. Με τη γνώση αυτή εξαφανίζομε τελείως τη δύναμη του ψεύδους που είναι αντίθετη στην αλήθεια, ταπεινώνοντας και καταβάλλοντας κάθε έπαρση των πονηρών πνευμάτων που ξεσηκώνονται κατά της γνώσεως του Θεού(Β΄ Κορ. 10, 5). Γιατί όπως η πράξη γεννά την αρετή, έτσι και η θεωρία γεννά τη γνώση.
88. Η ανεξάλειπτη γνώση, της οποίας η νοερή κίνηση γύρω από την απειρία του Θεού είναι χωρίς όρια και πάνω από τη νόηση, εικονίζει με την απεριοριστία της την υπεράπειρη δόξα της αλήθειας. Η αυτοπροαίρετη μίμηση της σοφής αγαθότητας που έχει η πρόνοια του Θεού, έχει ως βραβείο την ολοφάνερη εξομοίωση, κατά τη διάθεση του νου, με το Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό.
89. Η γλώσσα είναι το σύμβολο της γνωστικής δυνάμεως της ψυχής. Ο λάρυγγας είναι σημάδι της φυσικής φιλίας προς το σώμα. Εκείνος λοιπόν που αξιοκατηγόρητα κόλλησε αυτά μεταξύ τους, δεν μπορεί να θυμηθεί την ειρηνική κατάσταση(Ψαλμ. 136, 6) της αρετής και της γνώσεως, γιατί ευχαριστείται με πολλή προθυμία στη σύγχυση των σωματικών παθών.
90. Οι κατά φύση ορέξεις και ηδονές που είναι αδιάβλητες, είναι αναγκαίο παρακολούθημα της φυσικής ορέξεως. Γιατί εκ φύσεως προκαλεί ηδονή, ακόμη και χωρίς να θέλομε, και η όποια τροφή που ικανοποιεί τη σχετική ανάγκη, και το νερό που απομακρύνει την ενόχληση της δίψας, και ο ύπνος που ανανεώνει τις δυνάμεις που ξοδεύονται κατά την εγρήγορση. Το ίδιο και με όσα άλλα τυχαίνει να είναι φυσικές μας κλίσεις, τα οποία είναι αναγκαία για τη σύσταση της φύσεώς μας και χρήσιμα στους αγωνιστές προς απόκτηση της αρετής. Αυτά τα υπερβαίνει κάθε νους κατά την έξοδό του από τη σύγχυση της αμαρτίας, για να μη μείνει εξαιτίας τους υποδουλωμένος στα διαβλητά και παρά φύση πάθη, τα εξαρτώμενα από μάς, που δεν έχουν μέσα μας άλλη από την κίνηση των κατά φύση παθών και τα οποία εξάλλου ούτε έχουν στη φύση τους να μάς ακολουθούν στην αθάνατη και αιώνια ζωή.
91. Οι λόγοι του Θεού, όταν προφέρονται μόνο ως γυμνά λόγια, δεν ακούγονται, γιατί δεν έχουν ως ήχο την πράξη αυτών που τους λένε. Αν όμως λέγονται με τη φωνή της πράξεως των εντολών, τότε κάνουν και τους δαίμονες να λιώνουν με την φωνή αυτή, και τους ανθρώπους να οικοδομούν πρόθυμα το θείο ναό της καρδιάς με την προκοπή στα έργα της δικαιοσύνης.
92. Όπως ο Θεός δεν υπόκειται σε γνώση της ουσίας Του, έτσι ούτε ο λόγος Του περιλαμβάνεται στην ανθρώπινη γνώση. Γιατί ο λόγος της αγίας Γραφής, αν και δέχεται περιορισμό κατά το γράμμα, αφού τελειώνει κι αυτός μαζί με το χρόνο των γεγονότων που εξιστορεί, κατά το πνεύμα όμως, όσον αφορά στις θεωρίες των νοημάτων, μένει παντοτινά απεριόριστος.
93. Εκείνος που με γνώση νοεί την αγία Γραφή κατά Χριστόν, εφαρμόζοντας το νόημα στην ψυχή, πρέπει να εξασκηθεί φιλόπονα και στην ερμηνεία των ονομάτων, γιατί έτσι μπορεί να διασαφηνίσει όλη την έννοια των γραφομένων, αν πράγματι φροντίζει για την ακριβή κατανόηση της Γραφής. Όχι με τρόπο ιουδαϊκό να κατεβάζει στη γη και στο σώμα το ύψος του Πνεύματος, και τις θείες και αψευδείς υποσχέσεις για τα νοητά αγαθά να τις περιορίζει μέσα στη φθορά των περαστικών πραγμάτων.
94. Όπως ευχή είναι υπόσχεση των αγαθών που προσφέρουν οι άνθρωποι στο Θεό, έτσι προσευχή είναι η αίτηση των αγαθών που χορηγούνται από το Θεό στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους, ως ανταμοιβή της καλής διαθέσεως που έχουν. Βοή είναι, στον καιρό της επιδρομής των πονηρών δαιμόνων, η επίταση και επαύξηση των πρακτικών τρόπων της αρετής και των γνωστικών συλλήψεων της θεωρίας· αυτή τη βοή προπαντός ακούει φυσικά ο Θεός, σαν δυνατή φωνή, απ' όλους εκείνους που επιμελούνται την κατάσταση της αρετής και της γνώσεως.
95. Η κακή και ολέθρια βασιλεία του διαβόλου, που συμβολίζεται με τη βασιλεία των Ασσυρίων(Β΄ Παρ. 32, 1), αφού ξεσήκωσε πόλεμο εναντίον της αρετής και της γνώσεως, μηχανεύεται να κατατροπώσει την ψυχή με τις έμφυτες δυνάμεις της. Ερεθίζει πρώτα την επιθυμία να ορέγεται τα παρά φύση και προσπαθεί να την πείσει να προτιμά τα αισθητά από τα νοητά. Διεγείρει έπειτα το θυμό να αγωνίζεται να κατακτήσει το αισθητό που διάλεξε η επιθυμία, και τέλος διδάσκει το λογικό να επινοεί τρόπους απολαύσεως των ηδονών της αισθήσεως.
96. Της άκρας Αγαθότητας ιδίωμα δεν είναι μόνο το να κάνει τις θείες και ασώματες ουσίες των νοητών απεικονίσεις της ανέκφραστης θείας δόξας που να δέχονται όσο επιτρέπεται, ανάλογα με τη δυνατότητά τους, όλη την ακατάληπτη ωραιότητα του απλησίαστου θείου κάλλους. Είναι και τούτο· μέσα στα αισθητά, που είναι πολύ κατώτερα από τις νοητές ουσίες, να αναμείξει αντανακλάσεις της θείας μεγαλειότητας, οι οποίες, όταν χρησιμοποιούνται σαν όχημα από τον ανθρώπινο νου, μπορούν να τον μεταφέρουν κατευθείαν στο Θεό, ξεπερνώντας όλα τα ορατά και φτάνοντας στην άκρα μακαριότητα.
97. Κάθε νους στεφανωμένος με αρετή και γνώση, που του δόθηκε όπως στον μέγα Εζεκία να βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ(Β΄ Παρ. 29, 1) (η οποία σημαίνει την έξη που βλέπει μόνο την ειρήνη, δηλαδή την κατάσταση απ' όπου λείπει κάθε πάθος, επειδή Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται δράση ειρήνης), έχει όλη την κτίση υποχείριά του μέσω όλων των μορφών που τη γεμίζουν. Έτσι η κτίση προσφέρει μέσω του νου σαν δώρα στο Θεό τους πνευματικούς λόγους της γνώσεως που βρίσκονται σ' αυτήν, ενώ στο νου παρέχει σαν εισφορές τους τρόπους που κατά το φυσικό νόμο υπάρχουν μέσα της και που οδηγούν στην αρετή. Και με αυτά τα δύο τιμά εκείνον που μπορεί με πολλή δύναμη να ευδοκιμεί και στα δύο, εννοώ τον φιλόσοφο νου, ο οποίος μέσω της πράξεως και της θεωρίας έφτασε στην τελειότητα κατά το λόγο και το βίο.
98. Εκείνος που κατόρθωσε με την πράξη και τη θεωρία να φτάσει στην κορυφή της αρετής και της γνώσεως, εύλογα υψώνεται πάνω από κάθε σαρκικό και διαβλητό πάθος. Γιατί με την πρακτική αρετή του έφτασε παραπάνω και από τα φυσικά λεγόμενα σώματα, δηλαδή από τα όντα που υπόκεινται σε γένεση και φθορά. και γενικά, για να μιλήσω συνοπτικά, αυτός αφού κατά τη θεωρία όλων των αισθητών ειδών ξεπέρασε με τη γνώση όλους τους λόγους που αυτά περιέχουν, ανύψωσε το νου του προς τα συγγενικά με αυτόν και θεία.
99. Εκείνος που με τους κόπους της πρακτικής αρετής έλαβε το να κατοικεί στην απάθεια σαν σε κάποια Ιερουσαλήμ, και έχει απαλλαχθεί από κάθε ενόχληση της αμαρτίας, και μόνο την ειρήνη και πράττει και λέει και ακούει και συλλογίζεται, αυτός, αφού δεχτεί διά της φυσικής θεωρίας τη φύση των ορατών να προσκομίζει διά μέσου του σαν δώρα στον Κύριο τους πιο θείους λόγους που αυτή έχει, και στον ίδιο να προσφέρει σαν εισφορές σε βασιλιά τους νόμους που υπάρχουν σ' αυτήν, υψώνεται μπροστά σε όλα τα έθνη(Β΄ Παρ. 32, 33). Γιατί τότε έχει υπερβεί τα πάντα· με την πράξη έχει υπερβεί τα πάθη της σάρκας και τα φυσικά σώματα, ενώ με τη θεωρία όλα τα αισθητά ειδη, ξεπερνώντας τους πνευματικούς λόγους και τρόπους που κρύβονται σ' αυτά.
100. Η πρακτική φιλοσοφία ανεβάζει τον πρακτικό πάνω από τα πάθη. Η θεωρία οδηγεί τον γνωστικό πάνω από τα ορατά, ανεβάζοντας το νου στα συγγενή νοητά.