1. Από κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, πρέπει να προηγείται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη· προπάντων όμως η αγάπη. Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν τον άνθρωπο να καταφρονεί τα ορατά υλικά αγαθά. Ενώ η αγάπη ενώνει την ψυχή με τις αρετές του Θεού, αναζητώντας τον Αόρατο με την νοερή αίσθηση.
2. Κατά φύσιν αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Γίνεται και ο άνθρωπος αγαθός με την επιμέλεια της διαγωγής του μέσω του όντως αγαθού, δηλ. του Θεού. Και αλλάζει ο άνθρωπος και γίνεται αυτό που δεν είναι, δηλ. αγαθός, όταν η ψυχή με το να επιμελείται το καλό πλησιάζει τόσο το Θεό, όσο ενεργοποιείται η δύναμή της στο αγαθό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Να γίνεστε αγαθοί και σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό»(Λουκ. 6, 36).
3. Το κακό, ούτε φυσική ύπαρξη έχει, αλλ' ούτε και κανένας είναι εκ φύσεως κακός. Γιατί ο Θεός δεν έπλασε τίποτε κακό. Όταν κανείς επιθυμήσει το κακό, τότε το ανύπαρκτο αρχίζει και γίνεται υπαρκτό, όπως το θέλει εκείνος που το κάνει. Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού, να αμελούμε τη συνήθεια του κακού. Γιατί είναι πιο δυνατή η φύση του καλού από τη συνήθεια του κακού. Και τούτο γιατί το καλό υπάρχει, ενώ το κακό δεν υπάρχει, παρά μόνο όταν το πράττομε.
4. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ' εικόνα του Θεού. Το «καθ' ομοίωσιν» όμως το έχουν μόνον εκείνοι οι οποίοι με πολλή αγάπη υποδούλωσαν την ελευθερία τους στο Θεό· γιατί όταν δεν ανήκομε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε όμοιοι με Εκείνον που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό Του μέσω της αγάπης. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει, αν δεν πείσει την ψυχή του να μην δελεάζεται από την εύκολη δόξα αυτού του κόσμου.
5. Αυτεξουσιότητα είναι η θέληση της λογικής ψυχής, η οποία στρέφεται αμέσως σε ό,τι θέλει. Αυτή πρέπει να την παρακινούμε να είναι έτοιμη πάντοτε να στρέφεται μόνο προς το αγαθό, ώστε πάντοτε με τις αγαθές έννοιες να αφανίζομε τη μνήμη του κακού.
6. Φως αληθινής γνώσεως είναι το να διακρίνομε χωρίς λάθος το καλό από το κακό. Τότε η οδός της αρετής, οδηγώντας το νου στο Θεό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον εισάγει σε άπειρο φως γνώσεως, ώστε πλέον να ζητεί φανερά και με θάρρος την αγάπη. Πρέπει λοιπόν με θυμό χωρίς οργή να αρπάζομε το δίκαιο από εκείνους που τολμούν να το υβρίζουν και να το καταπατούν. Γιατί ο ζήλος για την ευσέβεια μάχεται και νικά όχι με μίσος, αλλά με τον έλεγχο.
7. Ο πνευματικός λόγος πληροφορεί τη νοερή αίσθηση, γιατί προέρχεται από το Θεό με την ενέργεια της αγάπης. Γι' αυτό και δεν ταλαιπωρείται ο νους μας κατά τις θεολογικές του θεωρίες, επειδή δεν έχει τότε εκείνη τη φτώχεια που οδηγεί στην αναζήτηση νοημάτων, καθώς απλώνεται σε πνευματικές θεωρίες τόσο, όσο θέλει η ενέργεια της αγάπης. Καλό λοιπόν είναι πάντοτε να περιμένομε, με πίστη που την κινεί η αγάπη, τον φωτισμό του λόγου. Γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε φτωχότερο από το να φιλοσοφεί κανείς περί Θεού, χωρίς να έχει το φωτισμό του Θεού.
8. Όταν κάποιος είναι αφώτιστος, δεν πρέπει να καταπιάνεται με τα πνευματικά θέματα· αλλά και εκείνος που φωτίζεται πλούσια από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να αρχίσει να ομιλεί γι' αυτά. Η φτώχεια στα πνευματικά φέρνει την άγνοια, αλλά και ο πλούτος δεν επιτρέπει την ομιλία. Γιατί τότε η ψυχή, μεθυσμένη από την αγάπη του Θεού, επιθυμεί μέσα στη σιωπή της να απολαμβάνει τη δόξα του Κυρίου. Ώστε πρέπει να παρατηρούμε πότε βρισκόμαστε σε μια μέση κατάσταση και τότε να μιλάμε για το Θεό. Αυτή η κατάσταση δίνει στην ψυχή ένα είδος λόγων γεμάτων από δόξα, ενώ η λαμπρότητα του θείου φωτισμού τρέφει με πίστη την πίστη εκείνου που λέει τους λόγους αυτούς, για να γευθεί πρώτος αυτός τον καρπό της θείας γνώσεως με την αγάπη. Γιατί ο γεωργός που κοπιάζει πρέπει πρώτος να γεύεται τους καρπούς(Β΄ Τιμ. 2, 6).
9. Η σοφία και η γνώση είναι χαρίσματα του ενός Αγίου Πνεύματος. Το κάθε όμως χάρισμα ενεργεί με διάφορο τρόπο. «Σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση, από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8), όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος. Και η γνώση ενώνει με την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή σε λόγους για τα όντα. Γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση (και αυτό είναι σπάνιο), φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της θείας γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει τον νου με την εμπειρία, ενώ η σοφία με τον πνευματικό λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία και η τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η συνεχής μελέτη των λόγων του Θεού, που γίνεται χωρίς κενοδοξία· και προπάντων η χάρη του Θεού.
10. Όταν το θυμικό μέρος της ψυχής κινείται κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζομε ότι είναι καιρός σιωπής, γιατί είναι ώρα αγώνα. Όταν κάποιος δει ότι η ταραχή εκείνη, με την προσευχή ή με την ελεημοσύνη και τη συμπάθεια, μεταβλήθηκε σε γαλήνη, τότε ας κινεί την ψυχή του στον έρωτα των λόγων του Θεού, ασφαλίζοντας όμως με το δεσμό της ταπεινοφροσύνης τα φτερά του νου. Γιατί αν κανείς δεν ταπεινώσει υπερβολικά τον εαυτό του με τέλεια καταφρόνηση, δεν μπορεί να ομιλεί για την μεγαλειότητα του Θεού.
11. Ο πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε την ψυχή από την κενοδοξία, γιατί τη φωτίζει σε όλα τα μέρη της και την κάνει να μην έχει ανάγκη από ανθρώπινη τιμή. Γι' αυτό και φυλάγει τη διάνοια από φαντασίες, καθώς την αλλοιώνει και τη στρέφει ολόκληρη στην αγάπη του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος της σοφίας του κόσμου παρακινεί πάντοτε τον άνθρωπο στη φιλοδοξία· επειδή δεν ικανοποιεί με νοερή αίσθηση την ψυχή, προξενεί στους οπαδούς του αγάπη για επαίνους, αφού είναι δημιούργημα κενόδοξων ανθρώπων. Θα γνωρίσομε λοιπόν την ενέργεια του θείου και πνευματικού λόγου χωρίς να πλανηθούμε, όταν δαπανούμε τις ώρες που δεν μιλάμε, σε σιωπή χωρίς μέριμνες και στη θερμή μνήμη του Θεού.
12. Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά το Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά το Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά το Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά το Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. Γιατί στο Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. Ό,τι και αν κάνομε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνομε»(Ιω. 3, 30).
13. Γνωρίζω κάποιον, ο οποίος αγαπά τόσο πολύ το Θεό (και όμως πενθεί γιατί δεν τον αγαπά όσο θα ήθελε), ώστε η ψυχή του να βρίσκεται ακατάπαυστα σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ο Θεός να δοξάζεται από αυτόν, ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει. Ο ίδιος ούτε γνωρίζει ότι έχει τόση αγάπη προς το Θεό, ακόμα και όταν τον επαινούν. Και αυτό συμβαίνει, γιατί από την πολλή επιθυμία της ταπεινώσεως δεν εννοεί την αξία του, αλλά υπηρετεί το Θεό, όπως είναι νόμος για τους ιερείς· και από την πολλή αγάπη του προς τον Θεό, λησμονεί την αξία του, κρύβοντας στο βάθος της αγάπης του Θεού το καύχημά του γι' αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως. Έτσι φαίνεται πάντοτε στον εαυτό του αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από την επιθυμία της ταπεινώσεως. Αυτό πρέπει να το κάνομε κι εμείς και να αποφεύγομε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο μας αγαπά.
14. Εκείνος που αγαπά το Θεό με αίσθηση καρδιάς, εκείνος είναι γνώριμος του Θεού(Α΄ Κορ. 8, 3). Γιατί όσο περισσότερο δέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο αυξάνει την αγάπη του στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο το Θεό, μέχρις ότου τον αισθανθεί και με αυτή την αίσθηση των οστών του. Δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σ' αυτό τον κόσμο, αλλά και δεν βρίσκεται σ' αυτόν. Βρίσκεται σ' αυτόν με το σώμα του, αλλά ζει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς το Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στο Θεό, μια και βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς το Θεό. «Είτε βγήκαμε από τον εαυτό μας, το κάναμε για το Θεό, λέει ο Απόστολος· είτε σωφρονούμε, το κάνομε για σας»(Β΄ Κορ. 5, 13).
15. Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές. Η κατά σάρκα φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με την θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονεικίας.
16. Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει το Θεό με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή φτάνει σ' αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, με την ενέργεια του φόβου. Δεν μπορεί όμως κανείς να φτάσει στο φόβο του Θεού, με τον τρόπο που είπαμε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνία, τότε τον ενοχλεί ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει από κάθε γήινο, για να τον φέρει σε μεγάλη αγάπη της αγαθότητας του Θεού. Ώστε ο φόβος ανήκει σ' εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο του καθαρισμού από την αμαρτία και έχουν μια μέτρια αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σ' εκείνους που έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο· γιατί η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Αλλά, και τα δύο —ο φόβος και η αγάπη— ανήκουν στους δικαίους μόνο, οι οποίοι με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καλλιεργούν τις αρετές. Γι' αυτό η Γραφή, αλλού λέει: «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί Του»(Ψαλμ. 33, 10), κι αλλού λέει: «Αγαπήστε τον Κύριο όλοι οι όσιοί Του»(Ψαλμ. 30, 24)· για να μάθομε καλά ότι στους δικαίους που καθαρίζονται ακόμη, ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, όπως είπαμε, ενώ η τέλεια αγάπη ανήκει σε όσους έχουν καθαριστεί. Σε αυτούς δεν υπάρχει ίχνος κανενός φόβου, αλλά ακατάπαυστη φλογερή αγάπη και προσκόλληση της ψυχής στο Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε η ψυχή μου σε Σένα και σε ακολουθεί· με κράτησε το δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62, 9).
17. Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαριστούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο πληθαίνει η αγάπη της, μέχρις ότου φτάσει στην τέλεια αγάπη, όπου καθώς είπαμε δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια που κατορθώνεται όλη με τη δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σ' εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.
18. Εκείνη η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε το Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε τον διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει, γιατί έχει επάνω της τη μέριμνα του βίου που την κατασκεπάζει με το βάρος της. Γι' αυτό ο νους δεν μπορεί να δικάσει με την κρίση του όσα οδηγούν στην αγάπη του Θεού ή στο μίσος του διαβόλου, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Για τον καθένα λοιπόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η αναχώρηση.
19. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθαρής ψυχής είναι λόγος χωρίς φθόνο, ζήλος χωρίς κακία και ακατάπαυστος έρωτας της δόξας του Θεού. Τότε και ο νους παραμένει μέσα στη διάνοιά του, που έχει γίνει σαν ένα ολοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεί με ακρίβεια τις πλάστιγγές του.
20. Πίστη χωρίς έργα και έργα χωρίς πίστη θ' απορριφθούν εξίσου από το Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που φανερώνεται με τα έργα. Ο πατέρας μας Αβραάμ δε θα δικαιωνόταν από την πίστη του(Ιακ. 2, 21), αν δεν πρόσφερε ως καρπό της στο Θεό το γιο του Ισαάκ(Γέν. 22, 1-19).
21. Εκείνος που αγαπά το Θεό, πιστεύει ειλικρινά και εκτελεί τα έργα της πίστεως μ' ευσέβεια. Εκείνος όμως που πιστεύει μόνο, χωρίς να έχει αγάπη, και αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει, δεν την έχει. Η πίστη του είναι ελαφρή, γιατί δεν έχει το βάρος και τη δόξα της αγάπης. Άρα η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών είναι η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη(Γαλ. 5, 6).
22. Ο βυθός της πίστεως, όταν τον ερευνά κανείς με περιέργεια, αναταράζεται, ενώ όταν τον παρατηρεί κανείς με απλή και απονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος. Και τούτο γιατί το βάθος της πίστεως μοιάζει με το νερό της λήθης, όπου λησμονούνται όλα τα κακά, και δεν επιτρέπει να το εξετάζει κανείς με περιέργεια. Ας πλέομε λοιπόν στο πέλαγος της πίστεως με απλότητα στη διάνοιά μας, για να μπορέσομε έτσι να φτάσομε στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.
23. Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν δεν έχει κατήγορο τη συνείδησή του. Όταν η συνείδησή μας είναι ταραγμένη από τους ελέγχους της, τότε ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκοσμίων αγαθών, αλλά πέφτει σε αμφιβολία και διχάζεται. Και έχει θερμή επιθυμία γι' αυτά, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστεως, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με αίσθηση της καρδιάς, εξαιτίας των ελέγχων της συνειδήσεως. Εντούτοις, αφού καθαρίσομε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιτύχομε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα.
24. Όπως οι αισθήσεις του σώματος μας παρακινούν με βίαιο τρόπο προς αυτά που μας φαίνονται καλά, έτσι και η αίσθηση του νου, όταν γευθεί τη θεία αγαθότητα, συνηθίζει να μας οδηγεί προς τα αόρατα αγαθά. Το καθένα από αυτά ορέγεται εκείνα με τα οποία συγγενεύει. Η ψυχή ως ασώματη επιθυμεί τα ουράνια αγαθά, ενώ το σώμα ως χώμα που είναι επιθυμεί την επίγεια απόλαυση. Λοιπόν, τότε θα δοκιμάσομε χωρίς πλάνη την άυλη αίσθηση, όταν μπορέσομε να λεπτύνομε την ύλη (το σώμα) με τους κόπους της ασκήσεως.
25. Η ενέργεια της θείας γνώσεως μας διδάσκει ότι μία φυσική αίσθηση υπάρχει στην ψυχή, αλλά λόγω της παρακοής του Αδάμ διαιρείται σε δύο ενέργειες. Επίσης ότι μία και απλή είναι η αίσθηση, η οποία δίνεται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτή την πνευματική αίσθηση κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει, παρά μόνον εκείνοι που ελευθερώνονται με χαρά από τα καλά του βίου, για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, και με την εγκράτεια μαραίνουν κάθε όρεξη των σωματικών αισθήσεων. Μόνο σ' αυτούς, λόγω της αμεριμνίας, ο νους κινείται μ' ευρωστία και μπορεί να αισθάνεται, με τρόπο ανέκφραστο, την θεία αγαθότητα· και τότε, ανάλογα με την προκοπή του, ο νους μεταδίδει τη χαρά του και στο σώμα και αισθάνεται άπειρη αγαλλίαση καθώς δοξολογεί με αγάπη το Θεό. «Σ' Αυτόν, λέει, έβαλε η καρδιά μου την ελπίδα της και βρήκα βοήθεια και ξαναβλάστησε η σάρκα μου· και με το θέλημά μου θα τον δοξολογήσω»(Ψαλμ. 27, 7). Η χαρά που έρχεται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμηση της αθάνατης ζωής.
---------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 286-292)