51. O Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο Διδάσκαλος της ιερής ασκητικής ζωής, κατά το πάθος Του ποτίστηκε με ξύδι από αυτούς που υπηρετούσαν στις διαβολικές διαταγές, για να μας αφήσει —όπως νομίζω— σαφές παράδειγμα για τους ιερούς ασκητικούς αγώνες. Λέει δηλαδή ότι δεν πρέπει να μεταχειρίζονται τα ευχάριστα φαγητά και ποτά όσοι αγωνίζονται κατά της αμαρτίας, αλλά μάλλον να υποφέρουν με καρτερία την πικρότητα της μάχης.

Ας προσθέσομε και το ύσσωπο στο σφουγγάρι της ύβρεως(Ιω. 19, 29), για να εννοήσομε τελείως το σχήμα της καθάρσεώς μας. Γιατί η δριμύτητα που έχει το ξύδι χαρακτηρίζει τους πνευματικούς αγώνες, ενώ η καθαρτική ιδιότητα του υσσώπου(Ψαλμ. 50, 9) την τελείωση.


52. Το να πηγαίνομε στο λουτρό, δεν μπορεί κανείς να το πει αμαρτωλό ή παράλογο. Το να απέχει όμως κανείς απ' αυτό για εγκράτεια, το θεωρώ δείγμα ανδρείας και πολλής σωφροσύνης. Γιατί ούτε χαλαρώνει το σώμα μας η ηδονική εκείνη υγρασία, ούτε ερχόμαστε στην ενθύμηση της άδοξης εκείνης γύμνιας του Αδάμ, για να φροντίσομε να σκεπάσομε για δεύτερη φορά την αισχύνη μας με φύλλα. Αυτό είναι πιο σημαντικό για μας, που πρόσφατα απαρνηθήκαμε την κακία του βίου και οφείλομε με την αγνότητα του σώματός μας να ενωθούμε με το κάλλος της σωφροσύνης.



53. Τίποτε δεν εμποδίζει να καλούμε γιατρούς όταν αρρωστήσομε. Επειδή έμελλε κάποτε από την πείρα του ανθρώπου να δημιουργηθεί η ιατρική, γι' αυτό προϋπήρχαν τα φάρμακα. Αλλά δεν πρέπει να έχομε σ' αυτούς την ελπίδα της θεραπείας μας, αλλά στον αληθινό σωτήρα μας και γιατρό Ιησού Χριστό. Αυτά τα λέω για κείνους που ζουν σε κοινόβια ή ασκούνται στις πόλεις, επειδή εξαιτίας των περιστάσεων που τους συμβαίνουν δεν έχουν ακατάπαυστη την ενέργεια της πίστεως μέσω της αγάπης, αλλά και για να μη πέφτουν σε κενοδοξία και πειρασμό διαβόλου· γιατί μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη από γιατρούς. Αν όμως κανείς ζει τον αναχωρητικό βίο σε πιο ερημικά μέρη μαζί με δύο ή τρεις ομόφρονες αδελφούς, αυτός ας προσφέρει τον εαυτό του με πίστη μόνο στον Κύριο που θεραπεύει κάθε αρρώστια και κάθε αδιαθεσία(Ματθ. 4, 23), οποιαδήποτε ασθένεια και αν έχει. Γιατί έχει αρκετή παρηγοριά στις ασθένειες, μετά τον Κύριο, την ερημία. Γι' αυτό και ουδέποτε του λείπει η ενέργεια της πίστεως, επειδή δεν έχει και που να δείξει την αρετή της υπομονής, διαθέτοντας την ερημιά σαν καλό παραπέτασμα από την κενοδοξία. Γι' αυτό ο Κύριος «κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω»(Ψαλμ. 67, 7) (δηλ. τους μεμονωμένους και απροστάτευτους τους προστατεύει και τους εγκαθιστά σε σπίτι με ευτυχία).



54. Όταν δυσανασχετούμε για τις σωματικές ασθένειες που μας συμβαίνουν, πρέπει να γνωρίζομε ότι η ψυχή μας είναι ακόμη υποδουλωμένη στις επιθυμίες του σώματος. Γι' αυτό και επειδή επιθυμεί την υλική καλοπέραση, ούτε να φύγει θέλει από τα καλά της ζωής, αλλά και στενοχώρια μεγάλη νομίζει το να μη μπορεί, όταν αρρωστήσει, να απολαμβάνει τα ωραία πράγματα του βίου. Αν όμως δέχεται ευχαρίστως τις στενοχώριες της αρρώστιας, τότε φανερώνεται ότι δεν είναι μακριά από τα σύνορα της απάθειας. Γι' αυτό και τον θάνατο τότε τον περιμένει με χαρά, ως αφορμή αληθινής ζωής.


55. Η ψυχή δεν μπορεί να επιθυμήσει να χωριστεί από το σώμα, αν η διάθεσή της δεν γίνει ανεξάρτητη από τον αέρα αυτό (δηλ. το σώμα). Όλες οι αισθήσεις του σώματος είναι αντίθετες στην πίστη, επειδή αναφέρονται στα παρόντα· ενώ η πίστη υπόσχεται τη μεγαλοπρέπεια των μελλόντων αγαθών. Δεν πρέπει λοιπόν εκείνος που αγωνίζεται για τη σωτηρία του να νοσταλγεί ποτέ δένδρα φουντωμένα και σκιερά, ή πηγές με καλά τρεχούμενα νερά, ή λειβάδια με άνθη, ή ωραία σπίτια, ή και συγγενικές συναναστροφές, ούτε να θυμάται επιδείξεις σε γιορταστικές, αν τύχει, συγκεντρώσεις· αλλά να χρησιμοποιεί τα αναγκαία της ζωής με ευχαριστία και να νομίζει τον βίο σαν κάποιο αλλόκοτο δρόμο, που δεν διαθέτει καμιά σαρκική απόλαυση. Έτσι μόνον περιορίζοντας τη διάνοιά μας, θα την κατευθύνομε ολόκληρη στο δρόμο που οδηγεί στα αιώνια.

56. Η όραση και η γεύση διασκορπίζουν τη μνήμη της καρδιάς, όταν τις χρησιμοποιούμε υπέρμετρα. Παράδειγμα η Εύα. Εκείνη, όσο δεν έβλεπε το δένδρο της εντολής με ευχαρίστηση, θυμόταν με επιμέλεια τη θεϊκή διαταγή. Γι' αυτό και σκεπαζόταν ακόμη με τα φτερά του θείου έρωτα και απ' αυτό δεν γνώριζε την γυμνότητά της. Όταν όμως είδε με ευχαρίστηση το δένδρο και το άγγιξε με μεγάλη επιθυμία και έφαγε με κάποια μεγάλη ηδονή τον καρπό, ευθύς στράφηκε στη σωματική ένωση, γιατί ενώθηκε με το πάθος καθώς ήταν γυμνή. Έδωσε όλη την επιθυμία της στην απόλαυση των παρόντων και παρέσυρε με τον φαινομενικά ωραίο καρπό και τον Αδάμ στο δικό της φταίξιμο. Γι' αυτό δύσκολα πλέον ο ανθρώπινος νους μπορεί να θυμάται το Θεό ή τις εντολές Του. Εμείς λοιπόν ας προσηλώνομε τον νου μας πάντοτε στο βάθος της καρδιάς μας, έχοντας ακατάπαυστη τη μνήμη του Θεού, και ας ζούμε σαν τυφλοί στον απατηλό και ψεύτικο αυτό βίο. Γιατί γνώρισμα πνευματικής φιλοσοφίας είναι το να διατηρούμε πάντοτε χωρίς φτερά τον έρωτα των ορατών. Αυτό διδάσκει και ο πολυπαθέστατος 'Ιώβ λέγοντας: «Γνωρίζει ο Θεός ότι η καρδιά μου δεν ακολούθησε τα μάτια μου»(Ιώβ 31, 7). Πράγματι, αυτό είναι γνώρισμα πάρα πολύ μεγάλης εγκράτειας.

57. Εκείνος που διατρίβει πάντοτε μέσα στην καρδιά του, απομακρύνεται από όσα θεωρούνται ωραία στη ζωή. Γιατί καθώς ζει πνευματικά, δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιθυμίες της σάρκας(Γαλ. 5, 16). Ο άνθρωπος αυτός περιφέρεται λοιπόν μέσα στο φρούριο των αρετών έχοντας τις ίδιες τις αρετές ως θυρωρούς που φυλάγουν την πόλη της αγνότητας. Γι' αυτό μένουν άπρακτες οι εναντίον του μηχανές των δαιμόνων, ακόμη και αν φτάσουν μέχρι τις θύρες, δηλ. τις φυσικές αισθήσεις, τα βέλη του σαρκικού έρωτα.

58. Όταν η ψυχή αρχίσει να μην επιθυμεί τα ωραία της γης, τότε δημιουργείται σ' αυτήν ένα πνεύμα ακηδίας, που δεν την αφήνει μήτε να υπηρετεί με ευχαρίστηση στη διακονία του λόγου, μήτε να έχει δυνατή επιθυμία των μελλόντων αγαθών. Αλλά και αυτή την πρόσκαιρη ζωή την παρουσιάζει τελείως άχρηστη, γιατί δεν μπορεί να έχει κανένα έργο που να είναι άξιο της αρετής. Και αυτήν ακόμη την πνευματική γνώση την εξευτελίζει με τον ισχυρισμό ότι έχει δοθεί και σε πολλούς άλλους ή ότι δεν μας υπόσχεται τίποτε τέλειο. Αυτό το πάθος που κάνει την ψυχή χλιαρή και νωθρή, θα το αποφύγομε αν περιορίσομε τη διάνοιά μας μέσα σε στενά όρια, ώστε να προσηλωνόμαστε στη μνήμη του Θεού. Μόνο με τον τρόπο αυτό ο νους θα επιστρέψει στην προηγούμενη θερμότητα και θα μπορέσει να απομακρυνθεί από την παράλογη αυτή αλλοίωση.

59. Πάντως απαιτεί από μας ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, κάτι να του δώσομε να κάνει που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε μόνο το «Κύριε Ιησού» για την ολοκληρωτική εκπλήρωση του σκοπού μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριος Ιησούς» χωρίς το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3). Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, ώστε να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα στο βάθος της καρδιάς τους το άγιο και ένδοξο τούτο όνομα, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν αυτό το άγιο όνομα κρατείται με πολλή επιμονή από τη διάνοια, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· και αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Δευτ. 4, 24). Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίσει το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου στη θέρμη της καρδιάς, μας προξενεί οπωσδήποτε συνήθεια να αγαπούμε την αγαθότητά Του, χωρίς να υπάρχει πια κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και για την εύρεση του οποίου να έχει μια ανέκφραστη χαρά.

60. Άλλη είναι η προκαταρκτική και άλλη η τέλεια χαρά. Η πρώτη δεν είναι αμέτοχη φαντασίας, ενώ η δεύτερη έχει τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Ανάμεσα σ' αυτές υπάρχει μια λύπη ανάμικτη με αγάπη του Θεού και δάκρυ χωρίς πόνο. Γιατί όπου υπάρχει πλήθος σοφίας, εκεί υπάρχει και πλήθος γνώσεως· κι εκείνος που λαμβάνει περισσότερη γνώση, προσθέτει αίσθημα πόνου(Εκκλ. 1, 18). Γι' αυτό λοιπόν πρέπει με την προκαταρκτική χαρά να κληθεί η ψυχή στους ασκητικούς και πνευματικούς αγώνες στην αρχή, και έπειτα να ελεγχθεί και να κριθεί από την αλήθεια του Αγίου Πνεύματος για όσα κακά έχει κάνει, ή και για όσα φαντασμένα ακόμη κάνει. Γιατί λέει η Γραφή: «Με ελέγχους για την ανομία του, διόρθωσες (Κύριε) τον άνθρωπο, και έλιωσες σαν αράχνη την ψυχή του»(Ψαλμ. 38, 12). Κι αφού η ψυχή δοκιμαστεί από το θείο έλεγχο, σαν να μπήκε σε ένα καμίνι, τότε θα δεχτεί την ενέργεια της χαράς χωρίς φαντασίες μέσα στη θερμή μνήμη του Θεού.

61. Όταν η ψυχή ταράζεται από οργή, ή θολώνεται από μέθη, ή ενοχλείται από φοβερή λύπη, δεν μπορεί ο νους να κρατήσει τη μνήμη του Κυρίου Ιησού, ακόμη και αν κανείς τον βιάζει. Γιατί όπως είναι σκοτισμένος από την σκληρότητα των παθών, χάνει την πνευματική του αίσθηση. Γι' αυτό η επιθυμία της ευχής δεν έχει πού να τυπώσει τη σφραγίδα της, ώστε ο νους να διατηρεί αλησμόνητα τα λόγια της ευχής, επειδή η μνήμη της διάνοιας σκληραίνει από την ωμότητα των παθών. Αν όμως η ψυχή είναι ελεύθερη από αυτά τα πάθη, ακόμη και αν για λίγο λησμονήσει το ποθούμενο όνομα, αμέσως ο νους μεταχειρίζεται την ενεργητικότητά του και ξαναπιάνει γερά το πολυπόθητο εκείνο και σωτήριο θήραμα. Γιατί τότε η ψυχή έχει την ίδια τη θεία χάρη που μελετά και κράζει μαζί της το «Κύριε Ιησού», όπως μια μητέρα διδάσκει στο βρέφος της το όνομα «πατέρα» και το επαναλαμβάνει μαζί του μέχρις ότου το συνηθίσει να φωνάζει «πατέρα» ακόμη και όταν κοιμάται, αντί να λέει ο,τιδήποτε άλλο από αυτά που συνηθίζουν τα βρέφη. Γι' αυτό ο Απόστολος λέει: «Έτσι και το Πνεύμα μάς βοηθεί και μας στηρίζει στην ασθένειά μας· γιατί δε γνωρίζομε τι να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το ίδιο το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας και μας εμπνέει στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λόγια»(Ρωμ. 8, 26). Επειδή εμείς είμαστε νήπια απέναντι στην τελειότητα της προσευχητικής αρετής, έχομε πάντοτε ανάγκη από τη βοήθεια του Πνεύματος, το οποίο με την ανέκφραστη γλυκύτητά Του συγκεντρώνει και γλυκαίνει όλους τους λογισμούς μας και μας κατευθύνει ώστε να κινηθούμε με ολόκληρη τη διάθεσή μας στη μνήμη και την αγάπη του Θεού και Πατέρα μας. Γι' αυτό, όπως πάλι λέει ο θεσπέσιος Παύλος, με την παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος, όταν Αυτό μας διδάσκει να ονομάζομε ακατάπαυστα το Θεό Πατέρα, λέμε: «Αββά, Πατέρα»(Ρωμ. 8, 15).

62. Ο θυμός, περισσότερο από τα άλλα πάθη, ταράζει και συγχύζει την ψυχή· κάποτε όμως και την ωφελεί πολύ. Γιατί όταν τον μεταχειριζόμαστε χωρίς ταραχή κατά των ασεβών ή ασελγών για να σωθούν ή να ντραπούν, τότε προσθέτομε πραότητα στην ψυχή μας, γιατί συμβαδίζομε με το σκοπό της δικαιοσύνης και της αγαθότητας του Θεού. Αλλά και το γυναικώδες φέρσιμο της ψυχής πολλές φορές το μετατρέπομε σε αρρενωπό, όταν οργιστούμε πολύ κατά της αμαρτίας. Και δεν πρέπει να αμφιβάλλομε ότι, όταν βρισκόμαστε σε πολλή αθυμία, αν αγανακτήσομε πνευματικά κατά του δαίμονα της φθοράς, υψωνόμαστε πάνω από την καύχηση του θανάτου. Για να μας διδάξει αυτό ο Κύριος, δύο φορές αγανάκτησε κατά του θανάτου και τάραξε τον εαυτό Του, αν και χωρίς ταραχή μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, και έτσι ανάστησε τον Λάζαρο(Ιω. 11, 33-38). Ώστε, νομίζω ότι ο φρόνιμος θυμός δόθηκε ως όπλο δικαιοσύνης στην ανθρώπινη φύση από τον δημιουργό Θεό. Αν η Εύα χρησιμοποιούσε αυτό το όπλο κατά του φιδιού, δεν θα νικιόταν από την εμπαθή εκείνη ηδονή. Γι' αυτό, νομίζω ότι εκείνος που μεταχειρίζεται από ζήλο προς την ευσέβεια με σύνεση τον θυμό, θα βρεθεί οπωσδήποτε καλύτερος στη ζυγαριά των ανταποδόσεων από εκείνον που λόγω δυσκινησίας του νου δε θυμώνει ποτέ. Αυτός ο δεύτερος φαίνεται ότι έχει αγύμναστο τον ηνίοχο των ανθρωπίνων φρενών, ενώ ο πρώτος τρέχει πάντοτε στον αγώνα καθισμένος στα άλογα της αρετής και περνά ανάμεσα από τις δαιμονικές παρατάξεις, γυμνάζοντας το τέθριππο άρμα της εγκράτειας με φόβο Θεού. Αυτό το άρμα η Γραφή το ονομάζει «άρμα Ισραήλ»(Δ΄ Βασ. 2, 11) στην ανάληψη του θείου Ηλιού, επειδή στους Ιουδαίους πρώτους φαίνεται ότι μίλησε με διάφορους τρόπους ο Θεός για τις τέσσερις αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ανδρεία). Γι' αυτό και πάνω σε άρμα πυρός αναλήφθηκε ο μέγας αυτός μαθητής της σοφίας· καθώς νομίζω, χρησιμοποίησε φρόνιμα ως άλογα του άρματος τις αρετές του, καθώς τον άρπαξε το Πνεύμα στο φύσημα της πύρινης αύρας.

63. Εκείνος που έγινε μέτοχος αγίας γνώσεως και γεύθηκε την γλυκύτητα του Θεού, ούτε να δικάζει πρέπει ποτέ, ούτε δίκη να κινεί εναντίον κανενός, και αν ακόμη του αφαιρέσει κανείς αυτά τα ρούχα που φορεί. Γιατί η δικαιοσύνη των αρχόντων του κόσμου τούτου είναι πολύ κατώτερη από τη δικαιοσύνη του Θεού, ή μάλλον δεν είναι τίποτε απέναντι στη δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα τέκνα του Θεού και στα τέκνα του κόσμου, αν όχι η δικαιοσύνη των τελευταίων να είναι ατελής σε σύγκριση με τη δικαιοσύνη των πρώτων; Και έτσι το πρώτο λέγεται ανθρώπινο δίκαιο, και το δεύτερο, θεία δικαιοσύνη. Έτσι και ο Κύριος Ιησούς, ούτε όταν τον κακολογούσαν απαντούσε με ύβρεις, ούτε όταν έπασχε απειλούσε(Α΄ Πέτρ. 2, 230, αλλά και την αφαίρεση των ενδυμάτων Του την υπέμενε σιωπηλός(Ματθ. 27, 28) και υπέφερε πόνους και οδύνες για χάρη της σωτηρίας μας(Ησ. 53, 4). Και το μεγαλύτερο, παρακαλούσε τον Πατέρα για χάρη εκείνων που τον κακοποιούσαν(Λουκ. 23, 34). Οι άνθρωποι όμως του κόσμου δεν παύουν να δικάζονται, αν δεν πάρουν από τους αντίδικους τα πράγματα που ζητούν, και κάποτε με το παραπάνω, παίρνοντας και τους τόκους πριν από το χρέος, ώστε το δίκαιό τους να γίνεται αρχή μεγάλης αδικίας.

64. Άκουσα μερικούς ευλαβείς να λένε ότι δεν πρέπει να επιτρέπομε στους τυχόντες να αρπάζουν εκείνα που έχομε για τον εαυτό μας ή για ανακούφιση των φτωχών, για να μη γινόμαστε με την ανεξικακία μας αφορμή αμαρτίας σ' εκείνους που μας αδικούν, και μάλιστα αν είναι χριστιανοί. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά να θέλομε τα πράγματά μας για τον εαυτό μας και μάλιστα με παράλογη πρόφαση. Γιατί αν εγκαταλείψω την προσευχή και την προσοχή της καρδιάς μου και αρχίσω να φιλονεικώ μ' εκείνους που με αδικούν, σε λίγο θ' αρχίσω να συχνάζω στα προαύλια των δικαστηρίων, και έτσι γίνεται φανερό ότι εκείνα που διεκδικώ, τα θεωρώ ανώτερα από τη σωτηρία μου, για να μην πω και από αυτή τη σωτήρια εντολή του Κυρίου. Γιατί πώς θα ακολουθήσω την ευαγγελική προσταγή, που διατάζει να μη ζητώ τα πράγματά μου από εκείνον που μου τα αφαιρεί(Λουκ. 6, 30), αν δεν υπομείνω με χαρά, κατά τον Απόστολο, τη διαρπαγή των υπαρχόντων μου(Εβρ. 10, 34); Ακόμη και αν πάρει κανείς πίσω με δίκη όσα του άρπαξαν, δεν ελευθερώνει τον πλεονέκτη από την αμαρτία, επειδή τα φθαρτά δικαστήρια δεν περιορίζουν το άφθαρτο δικαστήριο του Θεού. Γιατί ο αίτιος κάποιου κακού πρέπει να ικανοποιήσει εκείνους τους νόμους, με τους οποίους δικάζεται και απολογείται. Ώστε είναι καλό να υπομένομε τη βία εκείνων που μας αδικούν και να προσευχόμαστε γι' αυτούς ώστε με τη μετάνοια και όχι με την ανταπόδοση όσων μας άρπαξαν, να απαλλαγούν από την κατηγορία της πλεονεξίας. Γιατί αυτό θέλει η δικαιοσύνη του Θεού, αυτόν τον πλεονέκτη και όχι αυτό που άρπαξε να ελευθερώσομε από την αμαρτία με τη μετάνοια.

65. Είναι πρέπον και πολύ ωφέλιμο, όταν εννοήσομε βαθιά το δρόμο της ευσέβειας, αμέσως να πουλήσομε τα υπάρχοντά μας και τα χρήματα να τα μοιράσομε στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Ματθ. 19, 21), και όχι με την πρόφαση ότι θέλομε να κάνομε διαρκώς τις εντολές, να παρακούμε τη σωτήρια αυτή εντολή. Γιατί απ' αυτό θα προέλθει σ' εμάς η καλή αμεριμνία και η πενία που δεν την επιβουλεύεται κανένας, που βρίσκεται ανώτερη από κάθε αδικία και δίκη, καθώς δε θα έχομε πλέον υλικά αγαθά που ανάβουν την όρεξη των πλεονεκτών. Θα μας σκεπάσει τότε περισσότερο από τις άλλες αρετές η ταπεινοφροσύνη, και θα μας αναπαύσει γυμνούς από όλα στους κόλπους της, όπως η μητέρα περιθάλπει στην αγκαλιά της το παιδάκι της, όταν λόγω της νηπιακής απλότητάς του ξεντυθεί και πετάξει μακριά τα ρούχα του, καθώς από την πολλή ακακία του ευχαριστιέται πιο πολύ να είναι γυμνό, παρά ντυμένο με ποικίλα φορέματα. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο Κύριος φυλάγει τα νήπια· έγινα ταπεινός και με έσωσε»(Ψαλμ. 114, 6).

66. Σύμφωνα με όσα έχομε θα μας ζητήσει δίχως άλλο ο Κύριος λόγο για την ελεημοσύνη, όχι με όσα δεν έχομε(Β΄ Κορ. 8, 12). Αν λοιπόν εκείνο που είχα να δώσω σε πολύν καιρό, το δαπανήσω μέσα σε λίγο για το φόβο του Θεού, για ποιό πράγμα τότε θα κατηγορηθώ, αφού δεν έχω τίποτε; Αλλά θα ρωτήσει κανείς, πώς θα ελεηθούν στο εξής εκείνοι οι φτωχοί που συνήθισαν να ελεούνται από εμάς; Ας μάθει αυτός που ρωτάει, να μην κατηγορεί το Θεό με την πρόφαση της φιλοχρηματίας του. Γιατί δεν θα σταματήσει ο Θεός να οικονομεί όπως πάντοτε το πλάσμα του· ούτε πριν δώσει ο ένας και ο άλλος ελεημοσύνη στους φτωχούς, αυτοί στερούνταν τροφή και σκεπάσματα. Καλό λοιπόν είναι, μόλις λάβομε τη βαθιά γνώση του θείου θελήματος, να απορρίψομε με καλή διαχείριση το ανόητο φρόνημα και καύχημα του πλούτου, αφού μισήσομε τις επιθυμίες μας, γιατί αυτό σημαίνει το να μισήσομε την ίδια μας την ψυχή(Λουκ. 14, 26). Έτσι δεν θα χαιρόμαστε ότι σκορπίζομε τα χρήματά μας, και θα ταπεινώσομε πάρα πολύ την ψυχή μας, ότι δεν κάνομε κανένα καλό. Επειδή όσο έχομε χρήματα, χαιρόμαστε υπερβολικά (αν μας κινεί αγαθή διάθεση) όταν τα διασκορπίζομε, πιστεύοντας ότι υπηρετούμε με ιλαρότητα το θείο θέλημα. Όταν όμως εξαντλήσομε τα χρήματα, τότε μας έρχεται πολύ μεγάλη λύπη και ταπείνωση, γιατί δεν εκτελούμε καμιά πράξη αρετής. Από αυτό λοιπόν, επιστρέφει στον εαυτό της η ψυχή με πολλή ταπείνωση, και εκείνο που δεν μπορεί να αποκτά κάθε ημέρα με την ελεημοσύνη, το αποκτά με την κοπιαστική προσευχή, την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο φτωχός και ο άπορος θα δοξάσουν Κύριε το όνομά Σου»(Ψαλμ. 73, 21). Ούτε και το χάρισμα της θεολογίας δίνεται από το Θεό, αν δεν απορρίψει κανείς από πάνω του όλα τα υπάρχοντά του για χάρη της δόξας του Ευαγγελίου του Θεού, για να αναγγέλλει με τη φτώχεια που αγαπά ο Θεός, τον πλούτο της βασιλείας του Θεού. Αυτά ακριβώς εννοεί ο Δαβίδ, που είπε: «Έχεις ετοιμάσει για τον φτωχό με την αγαθότητά Σου, Θεέ μου»· και συμπλήρωσε: «Ο Κύριος θα δώσει λόγο σε όσους ευαγγελίζονται με δύναμη πολλή»(Ψαλμ. 67, 11-12).

67. Όλα τα χαρίσματα του Θεού είναι πολύ καλά και ικανά να παρέχουν κάθε αγαθότητα. Κανένα όμως άλλο δεν ανάβει και δεν κινεί την καρδιά στην αγάπη της αγαθότητάς Του, όσο η θεολογία. Γιατί με το να είναι πρώιμο γέννημα της χάρης του Θεού, χαρίζει τα μεγαλύτερα δώρα στην ψυχή. Πρώτα μάς πείθει να καταφρονούμε με χαρά τη φιλία του κόσμου, επειδή έχομε αντί για φθαρτές επιθυμίες τον ανεκλάλητο πλούτο των λόγων του Θεού. Έπειτα φωτίζει το νου μας με την φωτιά της θείας αλλοιώσεως και έτσι τον κάνει να επικοινωνεί με τα λειτουργικά πνεύματα, τους αγγέλους. Όσοι λοιπόν έχομε προετοιμάσει γι' αυτό τις ψυχές μας, ας ποθούμε ειλικρινά την αρετή της θεολογίας την ωραία, που θεωρεί τα πάντα, που προξενεί κάθε αμεριμνία, που τρέφει το νου με τα λόγια του Θεού μέσα στη λάμψη του ανέκφραστου φωτός, που έχει ενώσει —για να μην πολυλογώ— τη λογική ψυχή με το Θεό Λόγο σε μια ένωση αχώριστη, όπως είχαν εξαγγείλει οι άγιοι προφήτες. Και έτσι η θεολογία που οδηγεί τις ψυχές σαν νύμφες στο Θεό, εναρμονίζει και στους ανθρώπους —ω του θαύματος— φωνές που υμνούν το Θεό και ψάλλουν με δύναμη τα θαυμαστά έργα Του.

68. Ο νους μας τις πιο πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία με χαρά δίνει τον εαυτό του, επειδή είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην του επιτρέπομε λοιπόν να θέλει να λέει πολλά ή να πετά υπέρμετρα με χαρά, ας ασχολούμαστε κυρίως με την προσευχή και την ψαλμωδία και την ανάγνωση των Γραφών. Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λόγιων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμίξει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης, ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και πολυλογία. Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις σκέψεις του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και αισθάνεται γλυκύτητα, και μάλιστα από το γλυκασμό της ευχής, όχι μόνον ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι θα προοδεύει στη θεωρία της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι για κείνους μόνο που με κάθε πνευματική αίσθηση και εσωτερική πληροφορία είναι γεμάτοι από τη θεία χάρη.

69. Η χάρη στην αρχή συνηθίζει να καταλάμπει με το φως της την ψυχή με πολλή αίσθηση. Όσο όμως προχωρούν οι αγώνες, ενεργεί κυρίως με άγνωστο τρόπο τα μυστήριά της στην ψυχή που θεολογεί. Στην πρώτη περίπτωση ενεργεί έτσι, για να μας τοποθετήσει χαρούμενους πάνω στο δρόμο των θείων θεωριών, καθώς καλούμαστε από την άγνοια στη γνώση. Στο μέσο όμως των αγώνων θέλει να φυλάξει την πνευματική γνώση μας μακριά από την κενοδοξία. Πρέπει λοιπόν να λυπούμαστε με μέτρο σαν εγκαταλειμμένοι, ώστε να ταπεινωθούμε περισσότερο και να υποταχθούμε στη δόξα του Κυρίου, αλλά και να χαιρόμαστε όταν πρέπει, παίρνοντας φτερά από την αγαθή ελπίδα. Όπως η πολλή λύπη φέρνει την ψυχή σε απελπισία και απιστία, έτσι και η πολλή χαρά φέρνει σε οίηση την ψυχή· και λέω για κείνους που είναι ακόμη πνευματικά νήπιοι. Γιατί μεταξύ του φωτισμού και της εγκαταλείψεως είναι η πείρα, και μεταξύ της λύπης και της χαράς, η ελπίδα. Λέει η Γραφή: «Με πολλή υπομονή ανέμενα τον Κύριο και μου έδωσε την προσοχή Του»(Ψαλμ. 40, 1)· και πάλι: «Όσο το πλήθος των θλίψεών μου μέσα στην καρδιά μου, τόσες οι παρηγοριές Σου γέμισαν ευφροσύνη την ψυχή μου»(Ψαλμ. 93, 19).

70. Όταν ανοίγονται συνεχώς οι πόρτες των λουτρών, βγαίνει γρήγορα η θερμότητα έξω. Έτσι και η ψυχή όταν θέλει να λέει πολλά, ακόμη και καλά, διασκορπίζει με τη φωνή της τη μνήμη του Θεού. Γι' αυτό ο νους στερείται τις καίριες και ωφέλιμες σκέψεις και γίνεται ενοχλητικός μιλώντας στους τυχόντες για τους ανόητους λογισμούς του, καθώς δεν έχει πλέον το Άγιο Πνεύμα που διατηρεί την ψυχή χωρίς φαντασίες. Και τούτο, γιατί το Αγαθό Πνεύμα αποφεύγει την πολυλογία, επειδή είναι ξένο από κάθε ταραχή και φαντασία. Καλή λοιπόν είναι η σιωπή που γίνεται στον κατάλληλο καιρό, γιατί είναι μητέρα πολύ σοφών εννοιών.

71. Πολλά πάθη ενοχλούν στην αρχή την ψυχή που θεολογεί. Έτσι μας διδάσκει ο ίδιος ο λόγος της πνευματικής γνώσεως. Περισσότερο από όλα, ο θυμός και το μίσος. Κι αυτό το παθαίνει όχι τόσο από τους δαίμονες που προκαλούν τα πάθη αυτά, όσο από τη δική της προκοπή. Ενόσω η ψυχή συμπαρασύρεται από το φρόνημα του κόσμου, και αν ακόμη δει το δίκαιο οπωσδήποτε να καταπατείται από κάποιους, μένει ασυγκίνητη και ατάραχη. Γιατί με το να φροντίζει για τις δικές της επιθυμίες, δεν νοιάζεται για τη δικαιοσύνη του Θεού. Όταν όμως αρχίσει να κυριαρχεί πάνω στα πάθη της, τόσο με την καταφρόνηση των παρόντων, όσο και με την αγάπη του Θεού, δεν υποφέρει ούτε στο όνειρό της να βλέπει να παραβιάζεται το δίκαιο, αλλά οργίζεται κατά των αδίκων και ταράζεται μέχρις ότου τους δει να επιστρέφουν και να αναγνωρίζουν την αδικία τους. Γι' αυτό τους άδικους τους μισεί, ενώ τους δίκαιους τους υπεραγαπά. Γιατί, οπωσδήποτε το μάτι της ψυχής παύει πια να παρασύρεται, όταν το παραπέτασμά της, δηλ. το σώμα, φτάσει σε μεγάλη λεπτότητα με την εγκράτεια. Αλλά από το να μισεί κανείς τους άδικους, είναι πολύ καλύτερο να κλαίει την αναισθησία τους. Αν και είναι άξιοι μίσους οι άδικοι, αλλά η ευσέβεια θέλει, η ψυχή που αγαπά το Θεό, να μην ενοχλείται από μίσος. Γιατί όσο υπάρχει μίσος στην ψυχή, δεν ενεργεί σ' αυτήν η πνευματική γνώση.

72. Ο θεολόγος που ευφραίνεται και θερμαίνεται στην ψυχή από τα λόγια του Θεού, φτάνει με τον καιρό σε μεγάλα μέτρα απάθειας. Γιατί λέει η Γραφή: «Τα λόγια του Κυρίου είναι αγνά, είναι ασήμι που πυρακτώθηκε και δοκιμάστηκε σε κλίβανο»(Ψαλμ. 11, 7). Ενώ ο γνωστικός, αυτός δηλ. που έχει πνευματική γνώση, στηρίζεται στην πρακτική πείρα και κυριαρχεί στα πάθη. Γεύεται ωστόσο και ο θεολόγος, αν διαθέσει πιο ταπεινά τον εαυτό του, την γνωστική πείρα· αλλά και ο γνωστικός γεύεται και αυτός λίγο από την θεωρητική αρετή, αν διατηρεί καθαρό το διακριτικό μέρος της ψυχής, τη διάκριση. Γιατί και τα δύο χαρίσματα δεν συμβαίνει να βρίσκονται εξ ολοκλήρου στον καθένα, για να θαυμάζει ο καθένας τον άλλο για κείνο στο οποίο ο ίδιος είναι ελλιπής και να ταπεινοφρονούν με ζήλο για την αρετή. Γι' αυτό και ο Απόστολος λέει: «Στον ένα δίνεται από το Πνεύμα λόγος σοφίας, και στον άλλο λόγος γνώσεως από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8).

73. Όταν η ψυχή βρίσκεται σε αφθονία των φυσικών της καρπών, τότε και την ψαλμωδία εκτελεί με μεγάλη φωνή και θέλει φωναχτά μάλλον να προσεύχεται. Όταν όμως δέχεται την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τότε ψάλλει με άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται μόνο μέσα στην καρδιά. Στην πρώτη περίπτωση ακολουθεί μια φαντασμένη χαρά· στη δεύτερη περίπτωση ακολουθεί πνευματικό δάκρυ και κατόπιν μια ήρεμη και χαρούμενη ψυχική διάθεση. Επειδή με τη μέτρια φωνή, η μνήμη του Θεού μένει θερμή και προξενεί στην καρδιά έννοιες ήπιες και κατανυκτικές. Εκεί βλέπομε πράγματι το σπόρο της προσευχής να σπέρνεται με δάκρυα στη γη της καρδιάς με την ελπίδα της χαράς του θερισμού(Ψαλμ. 125, 6). Όταν ωστόσο μάς κατέχει πολλή βαρυθυμία, πρέπει λίγο δυνατότερα να ψάλλομε, ανακρούοντας τους φθόγγους της ψυχής με τη χαρά της ελπίδας, μέχρις ότου διαλυθεί το βαρύ αυτό σύννεφο με τους ανέμους της μελωδίας.

74. Όταν η ψυχή γνωρίσει καλά τον εαυτό της, τότε πηγάζει μια θερμότητα αγάπης του Θεού. Γιατί, επειδή δεν συγχύζεται από τις μέριμνες του βίου, γεννά μέσα της κάποιο θείο έρωτα για την ειρήνη, που ζητά τον Θεό της ειρήνης. Αλλά η διάθεση αυτή γρήγορα διασκορπίζεται, ή γιατί οι αισθήσεις παρασύρουν τη μνήμη του Θεού, ή επειδή η φύση εξαντλεί γρήγορα το δικό της αγαθό, λόγω πνευματικής πενίας. Γι' αυτό και οι σοφοί των Ελλήνων, εκείνο που νόμιζαν ότι κατορθώνουν με την εγκράτεια, δεν το είχαν όπως έπρεπε, επειδή ο νους τους δεν δεχόταν την ενέργεια της παντοτινής και αληθινής σοφίας του Θεού. Η θέρμη όμως που προξενείται στην καρδιά από το Άγιο Πνεύμα, είναι ειρηνική και συνεχής και προσκαλεί όλα τα μέρη της ψυχής στον πόθο του Θεού. Ούτε ανεμίζεται έξω από την καρδιά, αλλά μέσω της καρδιάς ευφραίνει ολόκληρο τον άνθρωπο με απέραντη αγάπη και χαρά. Πρέπει λοιπόν, αφού κατανοήσομε την φυσική θέρμη της ψυχής μας, να φτάσομε σ' αυτή τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η φυσική αγάπη αποτελεί γνώρισμα της φύσεως που είναι υγιής λόγω της εγκράτειας· δεν μπορεί όμως αυτή να οδηγήσει το νου στην απάθεια, όπως η πνευματική αγάπη.

75. Ο αέρας που μας περιβάλλει, όταν φυσά στην κτίση ο βορριάς, είναι καθαρός, γιατί αυτός ο άνεμος έχει κάποια λεπτή φύση που προξενεί καθαρότητα· ενώ όταν φυσά ο νοτιάς, γίνεται κάπως πυκνός, επειδή η ομιχλώδης φύση αυτού του ανέμου συγκεντρώνει τα σύννεφα, με τα οποία συγγενεύει, και καλύπτει όλη τη γη. Έτσι και η ψυχή, όταν δέχεται την ενέργεια της πνοής του Αληθινού και Αγίου Πνεύματος, βρίσκεται έξω από την δαιμονική ομίχλη· ενώ όταν δέχεται το σφοδρό φύσημα του πνεύματος της πλάνης, σκεπάζεται ολόκληρη από τα σύννεφα της αμαρτίας. Πρέπει λοιπόν με όλη μας τη δύναμη να στρέφομε πάντοτε την πρόθεσή μας προς την καθαριστική και ζωοποιό αύρα του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή προς εκείνο το Πνεύμα που είδε να έρχεται από τον Βορρά με το φως της γνώσεως ο προφήτης Ιεζεκιήλ(Ιεζ. 1, 4). Έτσι θα μένει πάντοτε καθαρό το θεωρητικό κυρίως μέρος της ψυχής, ώστε να ασχοληθούμε χωρίς κίνδυνο πλάνης με τις θείες θεωρίες, βλέποντας τα σχετικά με το θείο φως μέσα σ' ένα φωτεινό αέρα. Αυτό είναι το φως της αληθινής γνώσεως.

---------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 299-309)