61. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Έτσι, λοιπόν, είπα εγώ, όπως φαίνεται απ’ όσα λέχθηκαν προηγουμένως, δεν

τιμωρεί με την κόλαση τους αμαρτωλούς η κρίση του Θεού, αλλά, όπως

απέδειξαν τα επιχειρήματα, ενεργεί μόνο για να ξεχωρίσει το αγαθό και να

τραβήξει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητος· το ξεχώρισμα όμως των

συνυφασμένων στοιχείων (ψυχής και παθών) προκαλεί πόνο στην ελκόμενη

(ψυχή)».







ΜΑΚΡΙΝΑ

«Αυτή είναι και η δική μου άποψη, είπε η δασκάλα. Μέτρο του πόνου είναι η

ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον καθέναν. Διότι δεν είναι δίκαιο, αυτός

που πέφτει σε τόσα πολλά απαγορευμένα κακά και αυτός που έχει διαπράξει

ελαφρά πλημμελήματα, να υποστούν την ημέρα της κρίσεως την ίδια τιμωρία

για την κακή τους συνήθεια. Αλλά, εκείνη η φλόγα που προκαλεί οδύνη θα

κάψει ανάλογα με την ποσότητα της κακίας, λίγο ή πολύ, έως ότου υπάρχει

υλικό που την τρέφει.










»Σ’ όποιον, λοιπόν, είναι πολύ το φορτίο της υλοφροσύνης, εξ ανάγκης και η

η φωτιά που θα τον κατακαίει θα είναι μεγάλη και θα διαρκεί πολύ. Σ’ όποιον

όμως το υλικό που έχει αναμιχθεί για να καεί είναι λιγότερο, τόσο πιο χαμηλή

σε ένταση και δριμύτητα θα είναι η φωτιά που θα τιμωρεί (κόλαση)· θα

ελαττώνεται ανάλογα με την ποσότητα της κακίας του υποκειμένου (ανθρώπου).







»Διότι πρέπει εξάπαντος και με οποιοδήποτε τρόπο να βγεί κάποτε το κακό από

το ον (ύπαρξη)· και όπως είπαμε παραπάνω, να μην υπάρχει καθόλου το μη

ον (κακό). Επειδή, πράγματι, η κακία έχει τη φύση της έξω από την

προαίρεση (θέληση), όταν κάθε προαίρεση είναι με το Θεό, τότε η κακία θ’

αφανιστεί εντελώς, διότι δεν θα της απομείνει καμιά ψυχή να τη δεχθεί».










62. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Αλλά, ρώτησα, ποιό είναι το κέρδος αυτής της καλής ελπίδος για εκείνον

που σκέφτεται πόσο μεγάλο είναι το κακό, να υποστεί την οδύνη του και για

ένα μόνο χρόνο; Κι αν, βέβαια, η ανυπόφορη εκείνη οδύνη παραταθεί στην

αιωνιότητα, ποιά παρηγοριά μένει για την μετέπειτα ελπίδα σ’ εκείνον που

η κόλαση διαρκεί για την αιωνιότητα;».







63. ΜΑΚΡΙΝΑ

«Ώστε, λοιπόν, πρέπει να φροντίσουμε ή να διατηρήσουμε την ψυχή μας

καθαρή και αμόλυντη από τις προσβολές της κακίας ή, εάν αυτό είναι

παντελώς αδύνατο, εξαιτίας της εμπαθούς φύσεώς μας, να προσέξουμε τα

λάθη της απομακρύνσεώς μας από την αρετή να είναι, κατα το δυνατόν,

ασήμαντα και να θεραπεύονται εύκολα.







»Διότι η διδασκαλία του Ευαγγελίου αναφέρει οφειλέτες μυρίων

ταλάντων, πεντακοσίων δηναρίων, πενήντα δηναρίων και ενός κοδράντη,

ο οποίος είναι το μικρότερο νόμισμα. Η δικαιοσύνη όμως του Θεού

τους κρίνει όλους (τους οφειλέτες), και επιβάλλει υποχρεωτικά την εξόφληση

ανάλογα με το ποσό της οφειλής, χωρίς να παραβλέπει και το μικρότερο

χρέος.







»Η αποπληρωμή της οφειλής, διηγείται το Ευαγγέλιο, δεν γίνεται με την

επιστροφή των χρεωστουμένων χρημάτων, αλλά ο οφειλέτης παραδίνεται

στους βασανιστές, έως ότου ξοφλήσει όλο το χρέος. Αυτό σημαίνει ότι με

τα βασανιστήρια εξοφλείται το υποχρεωτικό χρέος, δηλαδή με την τιμωρία

να γευθεί οδύνες και λύπες· αυτές, δηλαδή, που χρεώθηκε στη διάρκεια του

βίου του, επειδή προτίμησε, από απερισκεψία, την ασύδοτη και άμετρη ηδονή

του αντιθέτου (κακού). Και έτσι, αφού αποθέσει κάθε τι το ξένο προς τον εαυτό

του, την αμαρτία δηλαδή, και αποβάλει την ντροπή των χρεών, θα βρεθεί πάλι

ελεύθερος και άφοβος.







64

»Ελευθερία πάλι είναι η εξομοίωση με την ανεξαρτησία και την αυτονομία·

ο Θεός στην αρχή μας δώρησε την ελευθερία, αλλά με τις ντροπές των

χρεών των αμαρτιών μας την καταχωνιάσαμε. Και κάθε μορφή ελευθερίας μία

είναι στην ουσία της και βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό της. Επομένως,

κάθε τι το ελεύθερο ταιριάζει με το όμοιό του. Και μόνον η αρετή είναι

ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη όμως είναι και η ελευθερία και θα συναφθεί με την

(ανεξάρτητη) αρετή. Και, βέβαια, αιτία κάθε αρετής είναι η θεία φύση.

Επομένως, όσοι έχουν απαλλαγεί από την κακία θα ενωθούν μ’ αυτήν (τη θεία

φύση), για να είναι ο Θεός το παν για τα πάντα, όπως λέει ο Απόστολος.







»Αυτά τα λόγια, νομίζω, πιστοποιούν τη σκέψη που είχαμε εκθέσει

προηγούμενα και λέει, ότι ο Θεός θα γίνει τα πάντα και θα είναι σε όλα.

Διότι, η παρούσα ζωή βιώνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους και είναι

πολλά αυτά στα οποία μετέχουμε, όπως ο χρόνος, ο αέρας και ο τόπος,

η βρώση και πόση, τα σκεπάσματα, ο ήλιος, το λυχνάρι και άλλα πολλά

απαραίτητα για τη ζωή των πολλών, από τα οποία όμως κανένα δεν είναι ο

Θεός. Αντίθετα, η προσδοκώμενη μακαριότητα (της αιώνιας ζωής) δεν έχει

ανάγκη από τίποτε, διότι θα τα αντικαταστήσει όλα για χάρη μας η θεία φύση,

επιμερίζοντας κατάλληλα τον εαυτό της, για να καλύψει κάθε ανάγκη της ζωής

εκείνης.







»Και αυτό το βεβαιώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής, ότι δηλαδή ο Θεός

γίνεται για τους αξίους και τόπος, και οικία, και ένδυμα, και τροφή, και πόση,

και φως, και πλούτος, και βασιλεία, και κάθε έννοια και όνομα απ’ όσα

συναπαρτίζουν την αγαθή (αιώνια) ζωή μας. Και Αυτός που γίνεται τα πάντα,

θα είναι και σε όλα. Μ’ αυτή τη φράση, μου φαίνεται, η Γραφή εννοεί την

ολοκληρωτική εξαφάνιση της κακίας. Διότι, εάν ο Θεός θα είναι σε όλα τα

όντα, τότε η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται σ’ αυτά. Εάν κανείς υποθέσει ότι

και εκείνη βρίσκεται εκεί, τότε πώς θα σωθούν (τα όντα) από το Θεό που

βρίσκεται σε όλα αυτά; Διότι, η εξαίρεση εκείνης (να βρίσκεται και η κακία

στα όντα), κάνει ελλιπή την συμπερίληψη όλων των όντων (στο Θεό).

Αυτός που θα είναι σε όλα, δεν θα είναι στα μη όντα (κακία).







65. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Τί, λοιπόν, ρώτησα, πρέπει να λέω σ’ εκείνους που συμπεριφέρονται με

γογγυσμό στις συμφορές;».







ΜΑΚΡΙΝΑ

«Θα τους πούμε, απάντησε η δασκάλα, ότι μάταια δυσανασχετείτε,

φίλοι μας,και παραπονείσθε για τη σειρά της αναγκαίας ροής

των πραγμάτων (στη ζωή)· αγνοείτε το σκοπό τον οποίο

εξυπηρετεί το κάθετι στο σύμπαν, ότι δηλαδή όλα, ακολουθώντας κάποια τάξη

και συνέπεια σύμφωνα με το σχέδιο του σοφού καθοδηγητή, πρέπει να

οικειωθούν τη θεία φύση. Γι’ αυτό το σκοπό δημιουργήθηκε η λογική φύση,

για να μη μένει ανεκμετάλλευτος ο πλούτος των θείων αγαθών. Αλλά είναι,

σαν να κατασκεύασε η θεία Σοφία, που έφτιαξε τα πάντα, τα δοχεία των ψυχών

ως αγγεία προαιρετικά, στα οποία υπάρχει χώρος για να δεχτούν τα αγαθά· και

ο οποίος (χώρος) συνέχεια αυξάνει με την προσθήκη εισερχομένων αγαθών.







»Τέτοια είναι η μετοχή στα αγαθά του Θεού, ώστε αυτόν που μετέχει να τον

καθιστά μεγαλύτερο και πιο δεκτικό· προσθέτει δύναμη και μέγεθος σ’ αυτόν

που τα δέχεται (τα αγαθά), με αποτέλεσμα να αυξάνεται αυτός που τρέφεται

μ’ αυτά και να μην σταματά ποτέ η αύξηση. Διότι, καθώς η πηγή των αγαθών

είναι αστείρευτη, η φύση του μετέχοντος σ’ αυτά, επειδή τίποτε απ’ όσα

λαμβάνει δεν είναι σκουπίδι και άχρηστο και όλο όσο εισέρχεται

προστίθεται στο μέγεθος του, γίνεται πιο ελκυστική για το αγαθό

και περισσότερο ευρύχωρη. Διότι και τα δύο ενισχύονται

το ένα από το άλλο: και η δύναμη που τρέφεται με την αφθονία

των αγαθών συντελεί στην αύξηση, και η χορηγία που τρέφει μεγαλώνει κι

αυτή μαζί με την επίδοση των μετεχόντων που αυξάνουν. Και είναι εύλογο να

φτάσει σε τέτοιο μέγεθος (η φύση μας), επειδή δεν υπάρχει κανένα όριο να

σταματήσει την αύξησή της.







66

»Αφού, λοιπόν, υπάρχουν μπροστά μας τέτοια αγαθά, αγανακτείτε για την

πορεία που έχει χαραχθεί στη φύση μας, για να βαδίσει προς το σκοπό της;

Διότι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος να βαδίσουμε προς εκείνα (τα αγαθά), αν

αυτό το βάρος μας, εννοώ το βαρύ και γήϊνο φορτίο μας, δεν ξεφορτωθεί

από την ψυχή μας· κι αν δεν καθαρθούμε με μεγαλύτερη επιμέλεια από την

προσκόλλησή μας σ’ αυτό, που την αποκτήσαμε στην παρούσα ζωή,ώστε με

την καθαρότητα να μπορέσουμε να πλησιάσουμε στο όμοιό μας (Θεό).







»Εάν πάλι είσαι πολύ δεμένος με το σώμα αυτό και σε στενοχωρεί ο χωρισμός

από το αγαπημένο σου, μην απελπίζεσαι γι’ αυτό. Διότι θα δεις

αυτό το σωματικό περίβλημα, που τώρα το διαλύει ο θάνατος,

να υφαίνεται πάλι με τα ίδια υλικά· όχι βέβαια για να δώσι την ίδια παχιά και

βαρειά μορφή, αλλά με κλώσιμο του νήματος για να υφάνει πιο λεπτή και

αέρινη μορφή. Έτσι, και θα είναι κοντά σου το αγαπημένο (σώμα) και θα έχει

αποκαταστασθεί αυτό σε καλύτερη και ωραιότερη ομορφιά».







67. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Αλλά μου φαίνεται, είπα, ότι κατά κάποιο τρόπο η συζήτησή μας κύλησε

σιγά σιγά προς το δόγμα της αναστάσεως. Και νομίζω ότι από τη διδασκαλία

των Γραφών αυτό αποδεικνύεται αληθινό και παραδεκτό, ώστε κανείς να μην

αμφιβάλλει. Επειδή, όμως, η αδυναμία του νου του ανθρώπου αναζητεί

περισσότερο, για να πιστέψει, λογικά επιχειρήματα, θα ήταν καλό να μην

αφήσουμε ανεξέταστο κι αυτό το θέμα. Ας σκεφθούμε, λοιπόν, τί πρέπει να

πούμε γι’ αυτό».







68. ΜΑΚΡΙΝΑ

Και η δασκάλα είπε: «Οι στοχαστές όχι της δικής μας φιλοσοφίας διατύπωσαν

ο καθένας διαφορετική θεωρία για κάποιο μέρος του δόγματος της αναστάσεως·

οι θεωρίες τους ούτε συμφωνούν ακριβώς με τη δική μας ούτε όμως

απομακρύνονται τελείως από μια τέτοια ελπίδα (της αναστάσεως). Διότι

ορισμένοι εξευτελίζουν την ανθρώπινη φύση, καθώς παραδέχονται ότι η ίδια

ψυχή πότε ανήκει σε άνθρωπο και πότε σε άλογο ζώο· μετασαρκώνεται και

κάθε φορά μεταβαίνει από το σώμα του ανθρώπου σ’ αυτό που της αρέσει, είτε

(στο σώμα) πτηνού ή θαλάσσιου ζώου ή ζώου της ξηράς· και στο τέλος μετά

απ’ αυτά, επανέρχεται στην ανθρώπινη φύση. Άλλοι πάλι επεκτείνουν αυτή

την ανόητη πίστη μέχρι και τους θάμνους· θεωρούν ότι και η ζωή των δένδρων

είναι κατάλληλη και ταιριαστή γι’ αυτήν (τη μετενσάρκωση).







»Άλλοι τέλος νομίζουν ότι αυτό (μετενσάρκωση) γίνεται μόνον από άνθρωπο

σε άνθρωπο· έτσι ώστε ο βίος των ανθρώπων να συνεχίζεται πάντοτε από τις

ίδιες ψυχές, οι οποίες συνεχώς εισέρχονται τώρα σ’ αυτά τα σώματα και

κατόπιν σε άλλα. Εμείς όμως, ξεκινώντας από την πίστη της Εκκλησίας,

ισχυριζόμαστε ότι είναι καλό να δεχθούμε από τις αντιλήψεις των μη

χριστιανών φιλοσόφων τόσο μόνο, ώστε να δείξουμε ότι συμφωνούν κι αυτοί

κατά κάποιο τρόπο με το δόγμα της αναστάσεως. Καθώς, το να λένε αυτοί ότι,

μετά τη διάλυση του σώματος, εισέρχεται πάλι η ψυχή σε άλλα σώματα,

δεν αντίκειται πολύ από την δική μας ελπιζόμενη ανάσταση. Διότι και η δική

διδασκαλία λέει ότι το σώμα συνίσταται, και τώρα και μετά απ’ αυτή τη ζωή,

από τα στοιχεία του κόσμου.







69

»Και συμφωνεί με τους εκτός χριστιανισμού σοφούς. Διότι δεν μπορούν να

επινοήσουν άλλο τρόπο συστάσεως της φύσεως του σώματος εκτός από τη

συνδρομή των στοιχείων. Η διαφορά μας είναι τόση, όσο λέμε εμείς ότι το ίδιο

σώμα συγκροτείται πάλι γύρω από την ψυχή και αποτελείται από τα ίδια

στοιχεία. Εκείνοι βέβαια πιστεύουν ότι η ψυχή ξεπέφτει σε κάποια άλλα

σώματα, είτε λογικά είτε άλογα είτε χωρίς αισθήσεις. Παραδέχονται ότι τα

σώματα συνίστανται από τα στοιχεία του κόσμου, αλλά διαφωνούν στο ότι δεν

πιστεύουν ότι τα (αναστημένα) σώματα γίνονται πάλι από τα ίδια στοιχεία που

ενώθηκαν με την ψυχή στην επίγεια ζωή. Επομένως, το ότι δεν είναι

απίθανο να εισέλθει η ψυχή πάλι στο σώμα, το βεβαιώνει η κοσμική

φιλοσοφία. Και τώρα είναι καιρός να διαλύσουμε το ασύστατο της δικής τους

πίστεως και να φανερώσουμε την αλήθεια, όσο είναι δυνατόν, με τα

επιχειρήματα που προκύπτουν εύλογα από τη συνέχεια της συζητήσεώς μας.







70

»Ποιά είναι, λοιπόν, τα επιχειρήματά μας γι’ αυτό; Εκείνοι που τοποθετούν την

ψυχή σε διάφορα σώματα, μου φαίνεται ότι συγχέουν τις φυσικές ιδιότητες.

Αναμειγνύουν και μπερδεύουν όλα τις ιδιότητες μεταξύ τους, την αλογία, τη

λογικό, τις αισθήσεις, την έλλειψη αισθήσεων· εφόσον αυτές ανακατεύονται

η μία με την άλλη, δεν ταξινομούνται μεταξύ τους σύμφωνα με κάποια φυσική

σειρά.







Διότι, δέχονται ότι πρώτα η ψυχή, με την περιβολή του τάδε μορφής σώματος,

γίνεται λογική και έχει νου· στη συνέχεια όμως, ζει στις φωλιές των

ερπετών ή ζει στην αγέλη αρπακτικών ή γίνεται ζώο αχθοφόρο

ή σαρκοβόρο ή θαλάσσιο· ή πέφτει στην κατάσταση αυτών που δεν έχουν

αισθήσεις, δηλαδή φυτό με ρίζες ή χωρίς αυτές, ή βλαστός που βγάζει

κλαδιά κι απ’ αυτά βγαίνουν άνθη ή αγκάθια ή καρπός καλός

ή δηλητηριώδης· όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά ότι όλα

ταυτίζονται και ότι όλα τα όντα έχουν μία φύση που βρίσκεται σε κατάσταση

συγχύσεως και αδιάκριτης κοινωνίας με τον εαυτό της, αφού καμιά ιδιότητα

της δεν ξεχωρίζει το ένα ον από το άλλο.







71

»Εκείνος που λέει ότι το ίδιο ον γίνεται και όλα τα άλλα, δηλώνει ότι θέλει όλα

να είναι ένα· αφού η εμφανής διαφορά των όντων δεν εμποδίζει σε τίποτε την

ανάμιξη εκείνων που δεν αναμειγνύονται. Δείχνει ότι είναι ανάγκη, ακόμη κι

αν δει ένα δηλητηριώδες ή σαρκοφάγο ζώο, να το θεωρεί ομόφυλο και

συγγενικό με τον εαυτό του. Αυτός που έχει αυτές τις απόψεις ούτε το κώνειο

θεωρεί σαν ξένο στη φύση του. Εάν πιστεύει ότι ο άνθρωπος γίνεται και φυτό,

ακόμη και τα σταφύλια, που τα καλλιεργεί για τις ανάγκες της ζωής του, θα τα

υποψιάζεται! Διότι και αυτός από τα φυτά προέρχεται· φυτά, επίσης, είναι

και τα γεννήματα των σιτηρών, με τα οποία τρεφόμαστε.







»Πώς, λοιπόν, θα πάρει το δρεπάνι για να θερίσει τα στάχυα; Πώς θα πατήσει

τα σταφύλια ή θα ξερριζώσει τ’ αγκάθια από το χωράφι ή θα κόψει τα άνθη

ή θα κυνηγήσει πουλιά ή θ’ ανάψει φωτιά με ξύλα, αφού δεν γνωρίζει αν το

χέρι του υψώνεται για να σκοτώσει κάποιον συγγενή ή πρόγονο ή ομόφυλό του;

Δεν γνωρίζει αν ανάβει φωτιά ή γεμίζει το ποτήρι ή ετοιμάζει φαγητό με το

σώμα κάποιου απ’ αυτούς;







»Διότι, εφόσον δέχεται ότι, μέσα από το καθένα απ’ αυτά, η ψυχή του

ανθρώπου γίνεται φυτό ή ζώο και δεν υπάρχουν σημάδια αναγνώρισης ποιό

φυτό ή ζώο κατάγεται από άνθρωπο και ποιό προέρχεται από άλλη αιτία,

αναγκαστικά αυτός που δέχεται αυτή τη θεωρία πρέπει σ’ όλα να δείχνει ίδια

συμπεριφορά. Υποχρεωτικά, ή θα συμπεριφέρεται με αγένεια προς όλους

όσοι είναι άνθρωποι από τη φύση τους, ή, εάν έχει μέσα του φυσική αγάπη

για τους ομοφύλους του, θα δείχνει ίδια συμπεριφορά σε κάθε έμψυχο ον,

είτε ερπετό είτε άγριο θηρίο.







Αλλά, κι αν εκείνος που δέχεται αυτή τη θεωρία έλθει σε δάσος από δένδρα,

θα νομίσει τα δένδρα ως πλήθος από ανθρώπους. Τί είδους ζωή θα είναι αυτή,

όταν ή θα τα σέβεται όλα ως ομόφυλα ή θα συμπεριφέρεται σκληρά προς τους

ανθρώπους, αφού δεν θα βλέπει διαφορά τους με τα άλλα όντα. Η θεωρία,

λοιπόν, αυτή απ’ όσα είπαμε είναι αβάσιμη, καθώς και πολλοί άλλοι λόγοι

συνηγορούν για την απόρριψή της.







72

Διότι άκουσα απ αυτούς που ασπάζονται αυτές τις θεωρίες, ότι πλήθος ψυχών,

πριν τη σωματική ζωή (επίγεια), ζουν σε κάποια ιδιαίτερη πολιτεία· με την

λεπτή και ευκίνητη φύση τους περιφέρονται, πετώντας μαζί με τη κίνηση του

σύμπαντος· αλλά, εξαιτίας κάποιας ροπής των ψυχών προς την κακία, χάνουν

τις πτέρυγές τους και μπαίνουν μέσα σε σώμα. Στην αρχή, εισέρχονται σε

σώματα ανθρώπων· έπειτα όμως, μετά το τέλος της ανθρώπινης ζωής,

επειδή μετέχουν στα άλογα πάθη, αποκτηνώνονται, και από κει

πέφτουν σ την αναίσθητη φυσική κατάσταση της ζωής. Έτσι, η από τη

φύση της λεπτή και ευκίνητη ψυχή πρώτα γίνεται βαρειά και πέφτει

προς τα κάτω, επειδή λόγω της κακίας εισέρχεται στα ανθρώπινα σώματα.

Έπειτα, όταν χαθεί η λογική της δύναμη, ζει ανάμεσα στα άλογα ζώα.

Και από κει, αφού της αφαιρεθεί κι αυτή η χάρη των αισθήσεων,

μεταβαίνει στη ζωή των φυτών, που δεν έχουν ούτε αισθήσεις.

Τέλος, κι απ’ αυτή την κατάσταση ανεβαίνει πάλι τις ίδιες βαθμίδες της ζωής,

και αποκαθίσταται στον τόπο του ουρανού.







73

»Αυτή η διδασκαλία, και για εκείνους που έχουν μέτρια κρίση (λογική),

αποδεικνύεται ότι δεν έχει μέσα της καμία βάση. Διότι, εάν η ψυχή

κατρακυλά εξαιτίας της κακίας από την ουράνια ζωή στη ζωή των φυτών,

και απ’ αυτή, μέσω της αρετής, ανεβαίνει πάλι στα ουράνια,

τότε ο νους τους βρίσκεται σε αμηχανία, τί να θεωρεί προτιμότερο, τη φυτική

ή την ουράνια ζωή!







Διότι γίνεται μια κυκλική πορεία από όμοιες καταστάσεις· και η ψυχή, όπου

κι αν είναι, βρίσκεται σε αστάθεια. Εάν, δηλαδή, πέφτει η ψυχή από την

ασώματη στη σωματική ζωή, απ’ αυτήν στην αναίσθητη, και από κει πάλι

ανεβαίνει στην ασώματη, όλα αυτά τίποτε άλλο δεν σημαίνουν, γι’αυτούς που

τα δέχονται, παρά αδυναμία διακρίσεως των κακών από τα αγαθά, και σύγχυση.

Διότι, ούτε η ουράνια ζωή μπορεί να παραμείνει ευτυχισμένη, εφόσον

η κακία επηρεάζει όσους ζουν εκεί· ούτε τα δένδρα θα είναι αμέτοχα στην

αρετή, επειδή πιστεύουν ότι απ’ αυτήν τη (φυτική) ζωή αρχίζει πάλι η ψυχή να

επιστρέφει στο αγαθό, ενώ από κει αρχίζει τη ζωή της κακίας.







74

»Εάν, πράγματι, η ψυχή περιφερόμενη στον ουρανό συνδέεται με

την κακία, και εξαιτίας της κακίας πάλι, ενώ έχει παρασυρθεί στην υλόφρονα

ζωή, ανεβαίνει από κάτω προς την υψηλή ζωή, είναι επόμενο εκείνοι να έχουν

αντίθετη πίστη (με μας): η υλική ζωή (γι’ αυτούς) αποτελεί στάδιο καθάρσεως

από την την κακία, ενώ η ζωή στον ουρανό γίνεται για τις ψυχές πρωταίτια της

κακίας. Διότι, (οι ψυχές) από την παρούσα ζωή με την αρετή βγάζουν φτερά

και ανεβαίνουν στον ουρανό, ενώ από κει (ουρανό) με την κακία χάνουν τα

φτερά τους, προσγειώνονται χαμηλά στη γη και ανακατεύονται με την

παχύτητα της υλικής φύσεως.







Και δεν σταματά μέχρις εδώ η αντίφαση αυτών των θεωριών, στην

αντιστροφή δηλαδή των δογμάτων προς το αντίθετο. Ακόμη, κι αυτή τους η

άποψη δεν μένει σταθερή σε όλα έως το τέλος. Διότι, εάν θεωρούν άτρεπτη

την ουράνια φύση, πώς εισχωρεί πάθος στο άτρεπτο; Και εάν είναι

εμπαθής η επίγεια φύση, πώς είναι δυνατόν μέσα στο πάθος να κατορθώνεται

η απάθεια; Αλλά αυτοί αναμειγνύουν τα άμικτα και ενώνουν τα ακοινώνητα·

αποδίδουν στο πάθος το άτρεπτο, και αντίθετα στο τρεπτό την απάθεια.

Ούτε μένουν σταθεροί σ’ αυτές τις απόψεις για πάντοτε. Αλλά, απ’ όπου

εξόρισαν την ψυχή με την κακία, εκει πάλι την εγκαθιστούν, από την υλική

στην ασφαλή και απείραχτη ζωή· σαν να λησμόνησαν ότι απο κει πήγασε η

κακία και αναμείχθηκε με την κατώτερη φύση.







75

»Τόσο, λοιπόν, η κατάκριση της παρούσης ζωής όσο και ο έπαινος της

επουράνιας συγχέονται μεταξύ τους και μπερδεύονται· διότι, σύμφωνα με την

άποψή τους, ο κατακριτέος (επίγειος βίος) οδηγεί στο καλό· ενώ αυτός

που θεωρείται αφορμή για το καλύτερο, παρέχει στην ψυχή ροπή προς το

χειρότερο.







76

»Γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί από την αληθινή διδασκαλία της πίστεως κάθε

πλανεμένη και αβάσιμη θεωρία γι’ αυτά τα θέματα. Ούτε θα θεωρήσουμε

αληθινές τις ιδέες εκείνες που υποστηρίζουν ότι οι ψυχές μεταβαίνουν από τα

γυναικεία σώματα στην ανδρική ζωή· και το αντίστροφο, οι ψυχές που έφυγαν

από ανδρικά σώματα πηγαίνουν σε γυναίκες, ή μεταβαίνουν από άνδρες σε

άνδρες και από γυναίκες σε άλλες γυναίκες.







»Πράγματι, η πρώτη θεωρία αποδοκιμάστηκε όχι μόνον ως αβάσιμη

και πλανερή –διότι περιέχει μέσα της αντιφάσεις–, αλλά

είναι και ασεβής, διότι διδάσκει ότι κανένα ον δεν δημιουργείται,

εάν η κακία δεν δώσει την αρχή της φύσεως του καθενός.

Εάν, λοιπόν, ούτε οι άνθρωποι ούτε τα φυτά ούτε τα ζώα δεν γεννιούνται,

αν δεν εκπέσει από τα πάνω προς αυτά κάποια ψυχή· κι αν η πτώση της ψυχής

έχει αιτία την κακία, άρα αυτοί θεωρούν ότι η κακία αποτελεί τη συστατική

αρχή των όντων.







77

»Και πώς συμβαίνει να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο, δηλαδή και ο

άνθρωπος να γεννιέται από το γάμο και η έκπτωση της ψυχής να γίνεται

σύγχρονα με το γάμο; Και το ακόμη πιο παράλογο, εάν τα περισσότερα από

τα άλογα ζώα συνέρχονται την άνοιξη, άραγε είναι δυνατόν να πει κανείς ότι

η άνοιξη συντελεί στο να φυτευθεί η κακία και σ’ αυτά που βρίσκονται στον

ουρανό; Ώστε, να συμβαίνει ταυτόχρονα και οι ψυχές γεμάτες από κακία να

πέφτουν από τον ουρανό και οι κοιλιές των ζώων να κυοφορούν;»







»Και τί να πει κανείς για το γεωργό που φυτεύει στη γη τα βλαστάρια των

φυτών; Πώς γίνεται το χέρι του μαζί με το βλαστάρι να φυτεύει και την

ανθρώπινη ψυχή, η οποία έχασε τα φτερά της ακριβώς τη στιγμή που

ο άνθρωπος φυτεύει; Ο ίδιος παραλογισμός παρουσιάζεται και στην άλλη

θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι ψυχές παρακολουθούν τις συνευρέσεις

των συζύγων ή προσέχουν τις γέννες, για να εισέλθουν στα δημιουργούμενα

σώματα.







»Κι αν ο άνδρας αρνείται το γάμο και η γυναίκα θέλει να ζει ελεύθερα από

τους πόνους της γέννας, στις περιπτώσεις αυτές δεν θα κάνει η κακία την ψυχή

να εκπέσει (από τον ουρανό); Επομένως, ο γάμος δίνει την άδεια στην ουράνια

κακία να δράσει εναντίον των ψυχών ή και χωρίς το γάμο η κακία επηρεάζει

την ψυχή; Και ακόμη, η ψυχή δεν θα περιπλανιέται σαν άστεγη και αλήτισσα,

αφού ξέπεσε από τα επουράνια, αλλά δεν πέτυχε εδώ κάτω να βρει σώμα που

να την υποδεχθεί;







78

»Έπειτα, μετά απ’ αυτά, πώς θα ισχυριστούν ότι ο Θεός προνοεί για τα όντα,

όταν τη γένεση της ανθρώπινης ζωής την εξαρτούν απ’ αυτή την τυχαία και

παράλογη έκπτωση των ψυχών; Διότι είναι υποχρεωτικό να συμφωνεί κάθε

αρχή (γένεση) και μ’ αυτά που θ’ ακολουθήσουν. Εάν, λοιπόν, η ζωή κάποιου

άρχισε τυχαία, τότε τυχαία θα είναι και ολόκληρη η ζωή του.







»Και μάταια αυτοί, εφόσον θεωρούν ότι τα πράγματα του κόσμου δεν

δημιουργήθηκαν από το θέλημα του Θεού, λένε ότι τα όντα εξαρτώνται από τη

θεία δύναμη· ανάγουν την αρχή των όντων σε κάποια πονηρή συντυχία, σαν να

μην αποκτούσε σύσταση η ανθρώπινη ζωή, εάν η κακία δεν έδινε το δικαίωμα

στη ζωή. Εάν, λοιπόν, η αρχή της ζωής είναι τέτοια, είναι φανερό ότι και τα

μετέπειτα θα εξελιχθούν σύμφωνα με την αρχή της. Δεν είναι δυνατόν να

ισχυρίζεται κάποιος ότι το καλό προέρχεται από το κακό ούτε το κακό από το

αγαθό, αλλά σύμφωνα με το σπόρο περιμένουμε και τους καρπούς. Επομένως,

σ’ όλη τη ζωή κυριαρχεί η αυτόματη και τυχαία κίνηση και καμιά πρόνοια

δεν φτάνει μέχρι τα δημιουργήματα.







79

»Ολοκληρωτικά άχρηστη θα είναι και η ύπαρξη της λογικής.

Η αρετή δεν προσφέρει κανένα κέρδος, και η απομάκρυνση από το κακό δεν

έχει καμιά αξία. Διότι όλα οπωσδήποτε θα γίνονται τυχαία και η ζωή σε τίποτε

δεν θα διαφέρει από τα ανερμάτιστα πλοία, αφού τυχαία, σαν τα κύματα,

θα πηγαίνει κάθε φορά σε διαφορετική συνάντηση άλλοτε καλών κι άλλοτε

κακών.







»Διότι για εκείνους, που η φύση τους έχει ως αρχή την κακία, δεν μπορεί να

προέλθει κέρδος από την αρετή. Εάν η ζωή μας ρυθμίζεται από το Θεό,

τότε παραδεχόμαστε ότι η κακία δεν αποτελεί την αρχή της ζωής μας. Εάν

όμως μας δημιουργεί η κακία, τότε σίγουρα θα ζήσουμε σύμφωνα μ’ αυτήν.

Και απ’ αυτά θ’ αποδειχθούν ανοησίες η μετά την παρούσα ζωή κρίση, η

κατ’ αξία ανταπόδοση και όσα άλλα λέγονται και πιστεύονται για να

απαλλαχθούμε από την κακία.







»Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, που γεννήθηκε από την κακία, να βρεθεί

έξω απ’ αυτήν; Πώς θ’ αποκτήσει ο άνθρωπος το ιδίωμα της προαιρέσεως για

τήν ενάρετη ζωή, αφού η φύση του, όπως λένε, έχει την αρχή της στην κακία;

Όπως δεν προσπαθεί κανένα ζώο να μιλήσει ανθρώπινα, αλλά χρησιμοποιεί

τη δική του φυσική φωνή και καθόλου δεν θεωρεί τη στέρηση του ανθρώπινου

λόγου ως έλλειψη, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί που θεωρούν την κακία ως

αρχή και αιτία της ζωής, δεν μπορούν με τίποτε να επιθυμήσουν την αρετή,

διότι είναι έξω από τη φύση τους. Πλην όμως, όσοι έχουν καθαρίσει

την ψυχή με τη λογική τους, αυτοί επιθυμούν και αγωνίζονται για

την ενάρετη ζωή.







80

»Επομένως, απ’ αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι η κακία δεν είναι πιο

μεγάλη από τη ζωή, ούτε η φύση έχει τη δημιουργική της αρχή απ’ αυτήν,

αλλά η σοφία του Θεού κυβερνά τη ζωή μας και προνοεί για το καθετί.

Όταν η ψυχή δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον αρεστό στο Δημιουργό της τρόπο,

τότε η ίδια επιλέγει ελεύθερα αυτό που κατά τη γνώμη της είναι ορθό και

γίνεται, σύμφωνα με τη δύναμη της προαιρέσεώς της, ό,τι εκείνη θέλει.







»Θα καταλάβουμε το θέμα από το παράδειγμα των οφθαλμών· εκεί η όραση

προέρχεται από τη φύση, ενώ η τύφλωση από την προαίρεση ή το πάθος.

Είναι δυνατόν βέβαια καμιά φορά να συμβεί το παρά φύσιν αντί για το φυσικό,

όταν κάποιος με τη θέλησή του κλείσει τα μάτια ή από πάθος χάσει το φως του.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή, η οποία έχει τη σύστασή της από το

Θεό· επειδή καμιά κακία δεν αποδίδεται στο Θεό, βρίσκεται (και η ψυχή) έξω

απ’ αυτή την αναγκαιότητα. Έχοντας, λοιπόν, δημιουργηθεί έτσι, οδηγείται με

τη δική της γνώμη σ’ αυτό που θέλει: ή κλείνει θεληματικά τα μάτια της στο

καλό, ή από προσβολή του εχθρού (διαβόλου), που συγκατοικεί στη ζωή μας,

παθαίνει ζημιά στα μάτια και ζει στο σκοτάδι της πονηρίας· ή και το αντίθετο

πάλι· βλέποντας καθαρά την αλήθεια, απομακρύνεται από τα σκοτεινά πάθη.




















Περί Ψυχής και Αναστάσεως Δ'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Γ'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Β'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Α'

-----------------------




Η επεξεργασία, η μετατροπή και η μορφοποίηση έγινε απο την Συντακτική Ομάδα




Επιτρέπεται η αναδημοσίευση σε Φιλικά Ιστολόγια με αναφορά πηγης την:







ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ