Κατηγορούν διάφοροι Προτεστάντες την Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου, επειδή βαπτίζουμε νήπια, επειδή στους ναούς μας υπάρχει πολυτέλεια, επειδή ανεχόμαστε και τους αμαρτωλούς, επειδή κατονομάζουμε τους ιερείς μας "πάτερ", και επειδή συνδέουμε την Αναγέννηση με το Βάπτισμα. Όμως, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, ΕΧΟΥΝ ΑΔΙΚΟ! Αν είχαν κατανοήσει σε στοιχειώδη βαθμό τη Χριστιανική πίστη, όπως τη διαφύλαξε καθαρή και αυτούσια η Ορθόδοξη Εκκλησία, θα καταλάβαιναν πόσο έχουν απομακρυνθεί από αυτή, ακολουθώντας νεοφανείς διδασκαλίες του 16ου αιώνα. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό, για να καταλάβει κάποιος πόσο έχει επηρεάσει τη λατρεία των Δυτικών η απώλεια της Ορθόδοξης παράδοσης.
Η βαπτισματική βίωση του Μυστηρίου της Εκκλησίας
Όταν λέμε ότι η Εκκλησία είναι ένας τρόπος υπάρξεως τι εννοούμε, σε τι συνίσταται αυτός ο τρόπος υπάρξεως;
Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι η Εκκλησία είναι Μητέρα, που σημαίνει ότι γεννάει τέκνα. Η γέννηση, η εμφάνιση νέων ταυτοτήτων, νέων υποστάσεων, είναι αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που με το βάπτισμα γίνεται κανείς μέλος της Εκκλησίας. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να πει κανείς για το άγιο Βάπτισμα, αλλά είναι ορισμένα πράγματα που συνήθως δεν τα λέμε, ενώ είναι τα πιο ουσιαστικά. Το Βάπτισμα προϋποθέτει ένα θάνατο και μια γέννηση• ένα θάνατο τού παλαιού ανθρώπου και μια γέννηση ενός νέου. Αλλά τι είναι αυτός ο παλαιός άνθρωπος; Πρόκειται απλώς για ένα ηθικό ζήτημα, δηλαδή για αλλαγή και βελτίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου; Και εάν αλλάξει η συμπεριφορά τού ανθρώπου, έχει γίνει ό άνθρωπος καινούργιος, έχει ξαναγεννηθεί; Πολλές φορές εκεί σταματούμε, και έτσι επιβεβαιώνονται όσα είπα στην αρχή σχετικά με την Προτεσταντική επίδραση στην αντίληψη που έχουμε περί βιώματος.
Το πρόβλημα όμως, τού θανάτου τού παλαιού ανθρώπου δεν είναι ηθικό, αλλά οντολογικό, διότι το πρόβλημα με τη βιολογική γέννηση μας δεν είναι απλώς ότι μας κάνει να έχουμε την αμαρτία μέσα στην ύπαρξη μας (όπως λέει ό ψαλμωδός, «εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου»), δεν είναι απλώς το ότι φέρνουμε αυτό που λέμε προπατορικό αμάρτημα, άλλα είναι το ότι όλα αυτά μεταφράζονται στο γεγονός ότι φέρνουμε μία θνητή ύπαρξη, ότι γεννιόμαστε ως θνητά όντα. Και η ζωή, συνεπώς, που έρχεται από τη βιολογική γέννηση, από τους ίδιους τους νόμους της φύσεως και της βιολογίας, οδηγεί αναπόφευκτα στο θάνατο. Επομένως, ο καινός άνθρωπος, αυτός που θα ξαναγεννηθεί, πρέπει να είναι ο άνθρωπος, που θα ζήσει αιώνια, που δεν έχει απλώς τη θνητή ύπαρξη, που μας έδωσε η βιολογική μας γέννηση. Η Εκκλησία με το Βάπτισμα γίνεται μητέρα, που γεννάει αθάνατα παιδιά, ενώ η βιολογική μητέρα γεννάει θνητά παιδιά.
Έτσι στο Βάπτισμα έχουμε, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, την πρώτη βίωση της Εκκλησίας. Αν ρωτήσουμε τον εαυτό μας, πότε βιώνουμε για πρώτη φορά το μυστήριο της Εκκλησίας, η απάντηση είναι: με το Βάπτισμα. Τότε διακόπτουμε τους δεσμούς μας με το θάνατο, και αποκτούμε μια ζωή, η οποία δεν δεσμεύεται από τους νόμους της βιολογίας, τους νόμους του θανάτου. Γι' αυτό στο Βάπτισμα έχουμε μια ριζική μεταστροφή τού ανθρώπου, την οποία δεν πρέπει να την ερμηνεύουμε απλώς ηθικά, δηλαδή σαν αλλαγή συμπεριφοράς, αφού όσο κι αν αλλάξει κανείς τη συμπεριφορά του παραμένει θνητός. Γι' αυτό άλλωστε εκτός της Εκκλησίας μπορεί να βρει κανείς ανθρώπους που κατορθώνουν και αρετή και αλλαγή συμπεριφοράς, αλλά δεν κατορθώνουν να απαλλαγούν από τα δεσμά του θανάτου. Η στροφή, λοιπόν, που γίνεται στο Βάπτισμα, η στροφή, την οποία συμβολικά, τελετουργικά κάνει ο υποψήφιος κατά την ώρα των εξορκισμών, όταν τον στρέφουμε από την κατεύθυνση προς Δυσμάς, προς την κατεύθυνση προς Ανατολάς, αυτή είναι στροφή από το βασίλειο τού σκότους και τού θανάτου στο βασίλειο του φωτός και της ζωής. Έτσι το Βάπτισμα σημαίνει επίσης απελευθέρωση από ο,τιδήποτε στο παρελθόν εδέσμευε τον άνθρωπο. Και αν ακόμα είναι νήπιος και δεν έχει προβλήματα ηθικής συμπεριφοράς, όπως οι ενήλικοι, το Βάπτισμα αποτελεί και γι’ αυτόν νέα γέννηση, διότι έχει αυτήν τη θνητότητα, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Αν πάλι είναι μεγάλος, μετά το Βάπτισμα διαγράφονται οι αμαρτίες τού παρελθόντος και έτσι πραγματοποιείται μια ριζική στροφή προς μια καινούργια ταυτότητα, η οποία δεν στηρίζεται πλέον σ' αυτό που ήταν ο άνθρωπος στο παρελθόν, αλλά σ' αυτό που θέλει ο Θεός να είμαστε αιώνια. Έτσι, στο Βάπτισμα βιώνεται αυτή η στροφή, η μεταστροφή από αυτό που είμασταν στο παρελθόν σ' αυτό που θα είμαστε στο μέλλον.
Αλλά το Βάπτισμα περιλαμβάνει και ένα άλλο στοιχείο. Δεν είναι απλώς ο θάνατος ως προς το παρελθόν, που καταργείται, αλλά η Ανάσταση σε μια νέα ζωή, η οποία όμως νέα ζωή εκφράζεται (και εδώ είναι το πολύ σημαντικό που πολλές φορές παραγνωρίζουμε) με την ενσωμάτωσή μας στο σώμα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει Βάπτισμα, το όποιο να μην συνεπάγεται αυτομάτως ενσωμάτωση στο Σώμα της Εκκλησίας. Όταν έγραφε ο Απόστολος Παύλος ότι στο Βάπτισμα πεθαίνουμε συν Χριστώ και ανιστάμεθα, για να ενσωματωθούμε μέσα στο σώμα τού Χριστού, αυτό μεταφράζεται πρακτικά στην ενσωμάτωσή μας στην Κοινότητα της Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει πλέον ότι οι σχέσεις που καθορίζουν την ύπαρξή μας δεν είναι οι βιολογικές, αυτές δηλαδή που πήραμε από την πρώτη μας γέννηση, αλλά οι Εκκλησιολογικές, αυτές που μας δίνει η Εκκλησία. Χαρακτηριστικά, ας θυμηθούμε αυτό που λέγεται κατ' επανάληψη στα ιερά Ευαγγέλια ως προτροπή τού Κυρίου, ότι Πατέρας σας δεν είναι πλέον ο πατέρας της οικογενείας σας, αλλά «ο εν τοις ουρανοίς» και «Πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης, είς γαρ εστιν ο Πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. κγ', 9). Όλα αυτά βγήκαν από την εμπειρία τού Βαπτίσματος, την εμπειρία της εντάξεως πλέον μέσα σε ένα νέο πλέγμα σχέσεων, που δεν είναι το βιολογικό. Από εκεί αντλεί τώρα την υπόσταση, την προσωπική του ταυτότητα, ο πιστός.
Ας κάνουμε εδώ μια παρένθεση λειτουργικής φύσεως. Για μας τους Ορθοδόξους είναι καίριας σημασίας το να επιμείνουμε στο ότι το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Θεία Ευχαριστία αποτελούν μία ενιαία και αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα, ενώ στη Δύση (τόσο στους Ρωμαιοκαθολικούς, όσο και στους Προτεστάντες) αυτά τα τρία Μυστήρια έχουν διασπασθεί λειτουργικά και μεσολαβεί χρόνος μεταξύ Βαπτίσματος, Χρίσματος και Θείας Ευχαριστίας, με διάφορα επιχειρήματα βιωματικά, με την ατομική έννοια τού βιώματος (ότι πρέπει το παιδί να μεγαλώσει, να καταλαβαίνει τι τού γίνεται και μετά να προσέλθει). Για μας Δεν ισχύουν τέτοια κριτήρια. Αντίθετα, ισχύει το κριτήριο ότι έχομε μια οντολογική αλλαγή, ότι ο άνθρωπος πρέπει να μπει πλέον σε μια νέα σχέση με τον κόσμο. Δεν μπορεί να είναι κανείς βαπτισμένος και να είναι μακριά από την βίωση της Κοινότητος της Εκκλησίας, γι αυτό Βάπτισμα σημαίνει συγχρόνως και τοποθέτηση μέσα στην Κοινότητα της Εκκλησίας και κοινωνία στη Θεία Ευχαριστία. Το ότι σήμερα οι Βαπτίσεις γίνονται εκτός της Θείας Ευχαριστίας, ή δίνουμε τη Θεία Ευχαριστία στον νεοβάπτιστο ατομικά και εκτός της Κοινότητος, τούτο είναι μία λύση ανάγκης, η οποία τουλάχιστον διατηρεί την ενότητα των Τριών Μυστηρίων. Πάντως, ο σωστός τρόπος είναι να τελείται το Βάπτισμα στη Θεία Ευχαριστία, ώστε να μπορεί αμέσως η Κοινότητα να υποδέχεται το νέο μέλος Της, και αυτό γίνεται ως μέλος της Εκκλησίας.
Η Ευχαριστιακή βίωση τού μυστηρίου της Εκκλησίας
Εκτός από το Βάπτισμα, όπως απ' όσα είπαμε μέχρι τώρα, η Εκκλησία βιώνεται, ως πρόγευση της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή των σχέσεων εκείνων, που δίνουν ζωή και όχι θάνατο, διότι ο θάνατος είναι εγγενής μέσα στη βιολογική γέννηση τού ανθρώπου, ας μην το λησμονούμε αυτό το πράγμα. Εγγενής αντίθετα, μέσα στη νέα γέννηση τού ανθρώπου με το Βάπτισμα, είναι η ζωή, και αυτό δίνεται με τη Θεία Ευχαριστία• διότι δεν μπορεί αυτός, που βιώνει την Εκκλησία, ως Βαπτισματική πραγματικότητα, να μην την βιώσει αμέσως και ως Ευχαριστιακή πραγματικότητα. Το σημαντικό εν σχέσει με την Ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας είναι ότι εισέρχεται πλέον ο άνθρωπος σε μια σχέση με τους άλλους και με τον κόσμο γενικά, η οποία έχει ως κέντρο Της τον Χριστό. Έχει ως κέντρο Της το Σώμα Εκείνου, ο Οποίος νίκησε το θάνατο, και αυτή η νίκη κατά του θανάτου, που έχει ο αναστημένος Χριστός, είναι αυτή, από την οποία πηγάζει η ζωή για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Αυτή η Χριστοκεντρικότητα της Θείας Ευχαριστίας είναι που την κάνει να διαφέρει από κάθε άλλη εμπειρία, που έχει ο πιστός ή γενικότερα ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε, που να είναι τόσο Χριστοκεντρικό, όσο η Θεία Ευχαριστία. Καμία άλλη εμπειρία τού πιστού δεν έχει τόσο άμεση σχέση με την σωματική παρουσία του αναστάντος Χριστού.
Το άλλο σημαντικό στοιχείο απ' την εμπειρία της Θείας Ευχαριστίας είναι ότι κάνει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό σχέση που περνάει μέσα από τους άλλους. Μπορεί κανείς εύκολα να δημιουργήσει μια σχέση με τον Θεό, η οποία να παραγνωρίζει, να παραμερίζει τον πλησίον. Αυτή είναι μία επικίνδυνη κατάσταση, η οποία μπορεί εύκολα να συμβεί έξω από την Ευχαριστιακή εμπειρία. Αλλά και στην Ευχαριστιακή εμπειρία παρεισφρύει πολλές φορές η ευσεβιστική ατομοκρατία, και βλέπει κανείς πολλές φορές έναν πιστό να πηγαίνει στη Θεία Ευχαριστία και να απομονώνεται από το υπόλοιπο Σώμα της Εκκλησίας, για να προσευχηθεί δήθεν καλύτερα, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα στο σπίτι του. Στη Θεία Λειτουργία δεν πηγαίνουμε για να προσευχηθούμε ως άτομα, πηγαίνομε για να προσευχηθούμε μαζί με τους άλλους, ως Κοινότητα. Πρέπει, λοιπόν, να έχουμε διαρκώς συνείδηση ότι ο διπλανός μας είναι και αυτός μέλος τού ίδιου Σώματος και ότι δια μέσου της σχέσεως αυτής με τον διπλανό μας επικοινωνούμε με τον Θεό.
Όμως, η Ευχαριστιακή εμπειρία έχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι εμπειρία ιεραρχική. Συνίσταται στην ύπαρξη διαφόρων λειτουργημάτων, καθένα από τα όποια προτυπώνει τα Έσχατα, την Βασιλεία του Θεού μ' έναν τρόπο διαφορετικό, που δεν μπορεί να επαναλάβει ένα άλλο λειτούργημα. Αυτή η ποικιλία των λειτουργημάτων διαφοροποιεί τα λειτουργήματα μέσα στην Εκκλησία και τα κάνει όλα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Απόστολος Παύλος στην Α' προς Κορινθίους Επιστολή, στο 12ο κεφάλαιο (που είναι ένα σπουδαίο εκκλησιολογικό κεφάλαιο), όταν αναλύει την έννοια τού Σώματος της Εκκλησίας. Εκεί λέγει ότι το σώμα αποτελείται από κεφάλι, από χέρια, από πόδια, και κάθε ένα από αυτά έχει μια λειτουργία, την οποία δεν μπορεί να επιτελέσει ένα άλλο μέλος. Γι' αυτό και πρέπει οπωσδήποτε όλα τα μέλη να αναγνωρίζουν το ένα την σημασία του άλλου, αλλά και την ιδιαιτερότητα του καθενός.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, βιώνει τα Έσχατα, τη Βασιλεία τού Θεού, στη Θεία Ευχαριστία όπου όταν έχει αυτή την εικόνα των εσχάτων, που δημιουργεί η Θεία Λειτουργία, μάλιστα δε, η Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, η οποία περισσότερο από κάθε άλλη ευχαριστιακή Λειτουργία εικονίζει τα μέλλοντα, εικονίζει τη Βασιλεία τού Θεού. Εκεί, πλέον, βιώνομε τη Βασιλεία τού Θεού μέσα στη Θεία Λειτουργία, σαν μια αποκάλυψη της μελλοντικής καταστάσεως των πραγμάτων.
Γι' αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι βιώνουμε την Εκκλησία με τρόπους, που πολλές φορές σκανδαλίζουν τους ετεροδόξους. Έχει, παραδείγματος χάριν, η Εκκλησία μας και η Θεία Ευχαριστία μια ιδιαίτερη λαμπρότητα: πολύ φως, λαμπρά άμφια, ωραία ψαλμωδία, ωραίες εικόνες, ωραία χρώματα. Όλα αυτά αποβλέπουν σε έναν σκοπό: στο να απεικονίσουν την Βασιλεία τού Θεού σε μας και να μας κάνουν να την προσευχηθούμε. Κάνουμε, λοιπόν, μεγάλο λάθος, όταν για διαφόρους λόγους (πολλές φορές κακώς νοούμενης ταπεινοφροσύνης και δήθεν απλότητος) αυτά τα πράγματα τα απλοποιούμε και στερούμε έτσι τη Θ. Λειτουργία από την λαμπρότητα που προσέδωσε η Εκκλησία στη Θεία Ευχαριστία διαμέσου των αιώνων. Βιώνοντας, λοιπόν, τη Θεία Ευχαριστία ως Χριστοκεντρική Σύναξη και ως εικόνα της Βασιλείας τού Θεού, της Συνάξεως δηλαδή όλων γύρω από το πρόσωπο τού Χριστού, αποκτά ο Ορθόδοξος πιστός μια ιδιαίτερη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό προς τους λειτουργούς της Εκκλησίας, προς αυτούς που εικονίζουν τα Έσχατα, και ιδιαιτέρως προς αυτούς που εικονίζουν το πρόσωπο του Χρίστου, όπως είναι ο Επίσκοπος, που είναι ο κατ' εξοχήν Προεστώς της Ευχαριστιακής Συνάξεως. Νομίζω ότι αυτή η παράδοση του λαού μας να αποδίδει ιδιαίτερη ευλάβεια στους λειτουργούς της Εκκλησίας, στον Επίσκοπο κατεξοχήν, στους Πρεσβυτέρους και τους Διακόνους κατ' επέκταση, είναι μέρος ουσιαστικό αυτού που λέμε: «βίωση τού μυστηρίου της Εκκλησίας». Και είναι κάτι που πρέπει να το διδάσκουμε στα παιδιά, και σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ως ουσιαστικό στοιχείο της πίστεώς μας.
Συμπεράσματα
Κλείνοντας, θα ήθελα συνοπτικά και συμπερασματικά να αναφέρω μερικούς συγκεκριμένους τρόπους, με τους οποίους βιώνουμε το Μυστήριο της Εκκλησίας εμείς οι Ορθόδοξοι:
1) Απ' όσα είπαμε φάνηκε ότι η Εκκλησία βιώνεται δια των Μυστηρίων κατεξοχήν, κυρίως στο Βάπτισμα και στη Θεία Ευχαριστία. Τα άλλα Μυστήρια αποτελούν προεκτάσεις της Θείας Ευχαριστίας, και τελετουργικά ήδη στην αρχαία Εκκλησία ήταν ενωμένα με τη Θεία Ευχαριστία.
2) Η Εκκλησία βιώνεται, ως ο χώρος της καθάρσεως από τα πάθη, τα όποια έχουν τη ρίζα τους στον εγωισμό και στην απάτη ότι η αληθινή ζωή είναι η βιολογική ζωή και ό,τι συνεπάγεται αυτή. Όλα τα πάθη αυτά έχουν τα χαρακτηριστικά. Μέσα στην Εκκλησία, λοιπόν, θεραπεύεται ο άνθρωπος από τα πάθη, θεραπεύεται κατά τρόπο θετικό, όχι απλώς με το να απαλλάσεται από τα πάθη αυτά, αλλά με το να αντικαθιστά αυτά με τα αγαπητικά βιώματα, με αυτά που ονομάζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «αγαπητικήν σχέσιν». Και η Εκκλησία είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος υπάρξεως, επειδή ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο όποιο βιώνουμε θετικά την ελευθερία μας από τα πάθη.
3) Η βίωση τού Μυστηρίου της Εκκλησίας, ενώ κατεξοχήν λαμβάνει χώρα μέσα στα Μυστήρια, προεκτείνεται και πέρα από τα Μυστήρια, στη ζωή τού πιστού έξω από τα Μυστήρια, στις σχέσεις του με τους άλλους, στη σχέση του με τον υλικό κόσμο. Επειδή τα Μυστήρια, όπως είπαμε μας δίνουν την εικόνα της Βασιλείας του Θεού, μεταφέρουμε την εικόνα αυτή και την κάνουμε μόνιμο κριτήριο της ζωής μας• κάθε πράξη, κάθε απόφαση, κάθε ενέργεια της ζωής μας συγκρίνεται πλέον με αυτή την εικόνα των μελλόντων, της Βασιλείας του Θεού, και δημιουργείται μ' αυτόν τον τρόπο μονίμως, θα έλεγε κανείς, η συνείδηση της ανεπάρκειάς μας να ταυτίσουμε αυτή την εικόνα που δίνουν τα Μυστήρια με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Αυτή η συνειδητοποίηση της συγκρούσεως μεταξύ αυτού, που παίρνουμε στα Μυστήρια και αυτού, που είμαστε στην καθημερινή μας ζωή δημιουργεί το βίωμα της μετανοίας• και η μετάνοια είναι ακριβώς αυτή που θα μας κρατάει πάντοτε σε σωστή σχέση με την Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία αποτελείται από αμαρτωλούς, από αμετανόητους όμως είναι δύσκολο να το εννοήσει κανείς. Έτσι, αυτή η σύγκριση μας οδηγεί στην αληθινή μετάνοια και στην ταπείνωση, και με τον τρόπο αυτό βιώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας, ως Μυστήριο Μετανοίας, Μυστήριο ταπεινώσεως ειλικρινούς. Διότι, καταλαβαίνουμε ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, άλλος πολύ και άλλος λίγο, αποτυγχάνομε στο να ταυτίσουμε την εικόνα και εμπειρία των Μυστηρίων με την καθημερινή μας ζωή και, επομένως, δεν κρίνουμε τους άλλους, δεν κατακρίνουμε, αλλά μετανοούμε και αγαπούμε με ταπείνωση. Όλα αυτά πρέπει να τα δούμε, όχι ως εντολές, αν και είναι βεβαίως εντολές, αλλά κυρίως ως συνέπειες της εμπειρίας που παίρνουμε μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν το εσχατολογικό, το τέλειο, και έτσι δίνουν το κριτήριο, με το όποιο θα κρίνουμε την καθημερινή μας ζωή. Έτσι, η Εκκλησία βιώνεται κάθε στιγμή ως ελευθερία από το ψεύδος, την απάτη, την αυταπάτη, τον εγωισμό, τον ατομισμό και τελικά τη φθορά και το θάνατο. Και αυτό προϋποθέτει διαρκή αγώνα, διαρκή εγρήγορση τού πιστού.
Αυτά είναι μερικές σκέψεις σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο βιώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας. Η βίωση τού Μυστηρίου της Εκκλησίας είναι, βεβαίως μεγάλο θέμα και όπως όλα τα θέματα αυτού τού είδους προϋποθέτουν ανάλογη εμπειρία, για να μπορέσει κανείς να τα καταλάβει σωστά. Αλλά νομίζω ότι η εμπειρία, στην οποία πρέπει να βασιζόμαστε πάντοτε, όταν διδάσκουμε κάθε πιστό της Εκκλησίας, είναι αυτή την οποία κατεξοχήν γνωρίζουν όλοι οι πιστοί από τη μυστηριακή εμπειρία. Δεν λέγω ότι όλοι ξέρουμε περίπου για τι μιλάμε, όταν μιλάμε γι' αυτά τα πράγματα. Όπως γράφει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις». (Νικολάου Καβάσιλα, «Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν», κεφ. ΛΗ΄, 6).
Τα Μυστήρια, συνεπώς, είναι ο καλύτερος τρόπος, για να γίνει βίωμά μας το Μυστήριο της Εκκλησίας, όχι μόνον κατά την τέλεσή τους, αλλά και έξω από αυτήν, στην καθημερινή μας ζωή.