Νους όμως λέγεται και η ενέργεια του, «η εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι». Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους επιστολή του γράφει: «εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι, τι ουν εστι; Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ∙ ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ» (Α’ Κορ. ιδ’, 14-15). Στο χωρίο αυτό το πνεύμα είναι το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ο νους είναι η διάνοια. Ο νους λοιπόν εδώ ταυτίζεται με την διάνοια, την λογική. Με την έννοια αυτήν υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Αγία Γραφή.




Πέρα από αυτά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, χαρακτηρίζοντας την λογική λόγο και την καρδιά, που είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας με το οποίο αποκτούμε την γνώση του Θεού, νου, παρουσιάζει την διαφορά και την ενέργεια κάθε λειτουργίας. «Νους μεν καθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. Λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει τα οραθέντα»[81]. Ο νους (καρδιά) είναι εκείνος που βλέπει καθαρά τα πράγματα και γι’ αυτό πρέπει μα καθαρίζεται, και ο λόγος, η λογική, είναι εκείνη που διατυπώνει και εκφράζει τα οραθέντα. Με αυτό το χωρίο φθάνουμε στο σημείο να ισχυρισθούμε ότι για να είναι κανείς Πατήρ της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχη μόνο νου καθαρό, αλλά και έκφραση, δηλαδή γεγυμνασμένο λόγο για να εκφράζη αυτές τις υπέρ φύσιν πραγματικότητες κατά το δυνατόν.




Νους και προσοχή







Άλλοι Πατέρες με το νουν ορίζουν την προσοχή, που είναι λεπτοτέρα της διανοίας[82]. Ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας συνδέει τον νου με την προσοχή, τον λόγο με την επίκληση, το πνεύμα με την




κατάνυξη και την αγάπη. Όταν κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργούν οι δυνάμεις της ψυχής, τότε «όλος ο ένδον άνθρωπος λειτουργεί τω Κυρίω». Είναι όμως δυνατόν η διάνοια να προφέρη τα ρήματα της ευχής, αλλά ο νους (η λεπτομέρεια προσοχή) να μη συνοδεύη, να εκτρέπεται με διάφορες έννοιες και να διολισθαίνη από την γνώση του Θεού. «Πολλάκις γαρ αυτής (της διανοίας) διερχομένης τα ρήματα της ευχής, ο νους ου συνοδεύει, ουκ ενατενίζει τω Θεώ, προς ον και η κατά την προσευχήν διαλογή γίνεται∙ εκτρέπεται δε υπό τινων εννοιών λεληθότως. Και η μεν διάνοια λέγει συνήθως τα ρήματα∙ ο δε νους της του Θεού γνώσεως διολισθαίνει. Όθεν και τότε η ψυχή ακατανόητος και αδιάθετος φαίνεται, ως του νου σκορπιζομένου εις τινας φαντασίας και μετεωριζομένου, ή προς α κλέπτεται ή βούλεται»[83].










Ο νους λοιπόν αυτός, που είναι όχι απλώς οι λογισμοί, αλλά η λεπτοτέρα προσοχή, πρέπει να επιστρέψη στην καρδιά, στην ουσία της ψυχής, που βρίσκεται, ως εν οργάνω, μέσα στο σαρκικό όργανο της καρδιάς, αφού το σαρκικό όργανο της καρδιάς είναι «το του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν». Έτσι τον νου, που διαχέεται δια των αισθήσεων προς τα έξω, πρέπει να τον συγκεντρώσουμε και να τον επαναφέρουμε «προς αυτήν ταύτην την καρδίαν, το των λογισμών ταμείον»[84].




Το θέμα του νου δεν το εξαντλήσαμε, απλώς στην παράγραφο αυτή θελήσαμε να ξεχωρίσουμε κάπως τους όρους νου, καρδιά, ψυχή και να εντοπίσουμε την σχέση τους και την διαφορά τους. Θα επανέλθουμε σ’ αυτές τις έννοιες, όταν γίνη εκτενέστερος λόγος για τον νου, την καρδιά και τους λογισμούς.




Συνοπτικά στην παράγραφο αυτή θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ο όρος νους είναι πολυσήμαντος μέσα στην βιβλικοπατερική παράδοση. Ο νους ταυτίζεται με την ψυχή, αλλά συγχρόνως είναι και μία ενέργεια της ψυχής. Όπως η ψυχή έτσι και ο νους είναι το κατ’ εικόνα Θεού. Και όπως η ψυχή διαιρείται σε ουσία και ενέργεια, έτσι και ο νους διαιρείται σε ουσία και ενέργεια. Και όπως στον Θεό η ουσία και η ενέργεια διαιρούνται αδιαιρέτως, το ίδιο γίνεται και στον νου. Γι’ αυτό τον λόγο σε άλλα σημεία οι Πατέρες νου χαρακτηρίζουν την ουσία, δηλαδή την καρδιά, οπότε ο νους στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με την καρδιά και σε άλλα σημεία νου χαρακτηρίζουν και την ενέργεια, τα νοήματα και τους λογισμούς και την λεπτοτέρα προσοχή που διαχέεται έξω δια των αισθήσεων, οπότε χρειάζεται να επανέλθη στην καρδιά. Κυρίως οι άγιοι Πατέρες νου χαρακτηρίζουν την καρδιά και την ψυχή γενικότερα, χωρίς να αποκλείουν και την άλλη ονομασία που αναφέραμε προηγουμένως.




Χάσαμε την παράδοσή μας γι’ αυτό και πολλοί από μας ταυτίζουμε τον νου με την λογική. Δεν υποπτευόμαστε καθόλου ότι εκτός από την λογική υπάρχει και άλλη δύναμη που έχει μεγαλύτερη αξία, δηλαδή ο νους, η καρδιά. Όλος ο πολιτισμός είναι πολιτισμός απωλείας της καρδιάς. Και κάτι που δεν έχει ο άνθρωπος μέσα του δεν μπορεί να το αντιληφθή. Η καρδιά νεκρώθηκε, ο νους σκοτίσθηκε και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία τους. Γι’ αυτό και χρειάσθηκε να γίνη αυτό το ξεκαθάρισμα. Για τον άνθρωπο που έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, γι’ αυτόν που βρίσκεται «εν τη αποκαλύψει» δεν χρειάζονται πολλές διασαφήσεις, γιατί αυτός γνωρίζει από την πείρα του την παρουσία και την ύπαρξη του νοός, της καρδιάς.




3. Περί νοός, καρδίας και λογισμών




Τα όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα είναι εισαγωγικά για να εισέλθουμε στην ανάλυση και ερμηνεία της εσωτερικής ζωής της ψυχής. Η ασθένεια και η θεραπεία της ψυχής είναι κυρίως ασθένεια και θεραπεία του νοός, της καρδίας και των λογισμών. Γύρω από το θέμα αυτό θα στραφούν τα επόμενα. Θα μελετήσουμε ξεχωριστά τον νου, την καρδιά και τους λογισμούς. Νομίζω πως η ανάλυση αυτή θα βοηθήση στην ενδοσκόπηση του εσωτερικού εαυτού μας.




α) Ο νους




Ήδη έχουμε τονίσει ότι ο όρος νους είναι πολυσήμαντος στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άλλοτε ταυτίζεται με την ψυχή, άλλοτε είναι μια ενέργεια της ψυχής, ο οφθαλμός της ψυχής, άλλοτε με τον όρο νου υποδηλώνεται η ουσία της ψυχής, άλλοτε υποδηλώνεται η ενέργειά της και άλλοτε είναι η προσοχή που είναι λεπτοτέρα της διανοίας. Στην παράγραφο αυτή, μελετώντας την ασθένεια και την θεραπεία του νου, θα τον θεωρούμε ως τον οφθαλμό της ψυχής. Με τον όρο νου θα εννοούμε κυρίως την δύναμη της ψυχής[85] καθώς επίσης το πιο καθαρό μέρος της ψυχής, που είναι οφθαλμός της ψυχής, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «ουχ έτερον έχουσα παρ’ εαυτήν τον νουν, αλλά μέρος αυτής το καθαρώτατον (ώσπερ γαρ οφθαλμός εν σώματι, ούτως εν ψυχή νους)...»[86]. Αυτός ο οφθαλμός της ψυχής, που λέγεται νους και ενεργεί δια των αισθήσεων, είναι αυτό που μολύνεται, αρρωσταίνει και χρειάζεται θεραπεία. Όπως ο οφθαλμός του σώματος, όταν ασθενή, σκοτίζει όλο το σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο όταν ασθενή ο οφθαλμός της ψυχής, που είναι ο νους, τότε σκοτίζεται ολόκληρη η ψυχή του ανθρώπου. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε «ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. στ’, 23). Ο νους εξερχόμενος από την καρδιά, αφιστάμενος του Θεού, ασθενεί και πεθαίνει, οπότε νεκρώνεται και ολόκληρη η ψυχή. Αυτό θα το δούμε στην συνέχεια περισσότερο αναλυτικά.




Η φυσική ζωή του νου




Οι άγιοι Πατέρες στα κείμενά τους καθορίζουν σαφώς την φυσική ζωή του νου. Κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο «νους απαθής εστιν ο Θεός, υπέρ πάντα νουν και πάσαν απάθειαν, φως και πηγή φωτός αγαθού, σοφία, λόγος και γνώσις∙ και σοφίας, λόγου και γνώσεως χορηγός»[87]. Και ο άνθρωπος, ως εικών του Θεού, έχει νουν απαθή, όταν ο νους βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση και δεν κινήται πέρα από την δική του αξία και φύση: «Εικών Θεού ων ο ημέτερος νους, το οικείον εν εαυτώ έχει, όταν εν τοις ιδίοις μένη και μη πόρρω της εαυτού αξίας κινήται και φύσεως». Γι’ αυτό ο νους του ανθρώπου επιθυμεί και ζητεί να ενωθή με τον Θεό «εξ ου την αρχήν έσχε» και ανατρέχει με τις φυσικές ιδιότητες προς Αυτόν και «αυτόν μιμείσθαι ποθεί τω φιλανθρώπω και τη απλότητι». Και όπως ο Νους – Πατήρ γεννά τον Λόγο, ο οποίος (Λόγος) γεννά και αναπλάττει τους ανθρώπους, έτσι και ο νους της ψυχής γεννά τον λόγο, και «ως άλλους ουρανούς τας ψυχάς αναπλάττει των ομοφύλων ανθρώπων και στερράς αυτάς δι’ υπομονής των εμπράκτων αποτελεί αρετών». Και όχι μόνον αναπλάττει τις ψυχές των άλλων ανθρώπων ο νους δια του λόγου, αλλά ζωογονεί «ταύτας τω πνεύματι του στόματος αυτού». Έτσι ο νους του ανθρώπου που κινείται προς τον Θεό αναπλάττει τις άλλες ψυχές και μιμούμενος Αυτόν «οράται δημιουργός και αυτός της νοητής κτίσεως και του μεγάλου κόσμου»[88]. Φαίνεται στο χωρίο αυτό του οσίου Νικήτα Στηθάτου ότι, όταν ο νους κινήται φυσικά προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του, γίνεται και αυτός κατά Χάριν ό,τι είναι κατά φύσιν ο Ουράνιος Νους.




Η ένωση νου και Θεού είναι στάση, αλλά συγχρόνως και κίνηση, αφού η τελείωση είναι ατέλεστη. Ο άγιος Μάξιμος κάνει λόγο στα έργα του για την αεικίνητη στάση και την στάσιμη κίνηση. Ο άνθρωπος, μένοντας εν τω Θεώ, κινείται διαρκώς. Το ίδιο γράφει ο όσιος Νικήτας για τον νου. «...πάντες οι νόες εν αυτώ τω πρώτω νοΐ την τε στάσιν έχουσι μόνιμον και την κίνησην ακατάληκτον». Αυτό συμβαίνει όχι σε ακάθαρτο νου, αλλά σε νου που είναι καθαρός και αθόλωτος[89]. Ο νους ενούμενος με τον Πρώτο Νου γίνεται αγαθός και σοφός. «Αγαθός και σοφός μόνος φύσει ο Θεός∙ γίνεται δε μεθέξει και ο νους, αν σπουδάση»[90].




Περιγράφοντας την φυσική κατάσταση του νου είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε σαφώς ποια είναι η κατά φύσιν, η παρά φύσιν και η υπέρ φύσιν κίνηση του νου. Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής περιγράφει τις τρεις κινήσεις του νου. Τρεις είναι οι νοητοί τόπο στους οποίους εισέρχεται ο νους του ανθρώπου εκ μεταβολής «κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν». Όταν ο νους εισέλθη στο κατά φύσιν τότε ευρίσκει τον εαυτό του αίτιο των πονηρών λογισμών, γνωρίζει τις αιτίες των παθών και εξομολογείται στον Θεό τις αμαρτίες. Όταν εισέλθη στο παρά φύσιν λησμονεί την δικαιοσύνην του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, θεωρώντας ότι αυτοί τον αδικούν. Όταν εισέλθη στο υπέρ φύσιν ευρίσκει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος[91]. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο νους μας επιλανθάνεται του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, είναι στην παρά φύσιν κατάσταση, ενώ όταν γνωρίζη την αιτία των παθών και ευρίσκη τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος ζη την κατά φύσιν και την υπέρ φύσιν κατάσταση αντίστοιχα. Η ζωή του Πνεύματος είναι εκείνη που φανερώνει την φυσική κατάσταση του νου και περιγράφει την φυσική του πορεία. Όταν ο άνθρωπος επιμένη να διατηρήται ο νους του στην κατά φύσιν κίνηση, τότε παραμένει καθαρός από την ύλη και «κατακοσμείται πραότητι, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και συμπαθεία, και υπό των ελλάμψεων του Αγίου καταφαιδρύνεται Πνεύματος»[92].




Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ο νους ενεργεί κατά φύσιν όταν έχη τα πάθη υποτεταγμένα, όταν θεωρή τους λόγους των όντων και όταν διάγη προς τον Θεό[93]. Επίσης οι άγιοι Πατέρες τονίζουν την πραγματικότητα ότι ο νους μετασχηματίζεται προς κάθε νόημα των πραγμάτων που δέχεται. Θεωρώντας τα νοήματα των πραγμάτων πνευματικώς, «προς έκαστον θεώρημα ποικίλως μεταμορφούται». Όταν δε ενωθή με τον Θεό τότε γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος[94]. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να μάθη ο νους να δέχεται πνευματικώς τα νοήματα των πραγμάτων, γιατί διαφορετικά δεν ζη στην φυσική του κατάσταση, αλλοιώνεται, και όταν ο νους που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλοιωθή, τότε αυτομάτως αλλοιώνεται όλη η ψυχή. Γιατί όταν μολυνθή και ασθενήση μια ενέργεια της ψυχής τότε αλλοιώνονται και ασθενούν όλες οι άλλες δυνάμεις, αφού «κοινωνούσι πάσαι της μιας τω ενιαίω της ψυχής»[95].




Ο νους είναι εκείνος που καθορίζει όλη την κατάσταση του ανθρώπου, αφού αυτός είναι ο τροφοδότης της ψυχής. Ο νους μας είναι στο μέσον δυο πραγμάτων, της αρετής και της κακίας, του αγγέλλου και του δαίμονος, που το κάθε ένα μέρος ενεργεί τα δέοντα. Συνδεδεμένος ο νους με την ελευθερία έχει την δύναμη να ακολουθήση ένα από τα δύο ή να αντισταθή σε ένα από τα δύο. «Εξουσίαν δε έχει ο νους και δύναμιν, ο θέλει, είτε έπεσθαι, είτε αντιστήναι»[96]. Ο νους είναι εκείνος που μερίζει την ψυχή. Πρώτος αυτός πάσχει και εν συνεχεία μολύνει και παρασύρει όλη την ψυχή. «... η ψυχή μερίζεται ένθα αν την ροπήν ο νους δω, εις πράγμα τι κατά πάθος ανθρώπινον»[97]. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του νου ότι σε όποιο πράγμα παραμένει εκεί πλατύνεται και στην συνέχεια σ’ αυτό τρέπει την επιθυμία και την αγάπη. Αυτό μπορεί να γίνη είτε στα θεία, οικεία και νοητά είτε στα πράγματα και τα πάθη της σαρκός[98]. Πάθος αγάπης ψεκτό ενασχολεί τον νου στα υλικά πράγματα, ενώ πάθος αγάπης επαινετό «τοις θείοις αυτόν συνδεσμεί»[99]. Γι’ αυτό η ορθόδοξη ασκητική δίνει μεγάλη σημασία στην πορεία και την κίνηση του νου. Γιατί όταν ο νους στραφή και ενατενίση πράγματα υλικά και μολυνθή από το νόημα των πραγμάτων, τότε ασθενεί και στην συνέχεια μεταφέρει την ασθένεια σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής.




Γενικά για την κίνηση του νου μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν. Ο νους με την ελευθερία που διαθέτει πορεύεται κατά την ιδική του επιθυμία και ανάλογα με την πορεία που ακολουθεί και ανάλογα με τον τόπο στον οποίο παραμένει αλλοιώνεται και έπειτα αλλοιώνει την ψυχή είτε αρνητικά είτε θετικά. «Οι άνθρωποι τον νουν έχουσιν ή εις τας αμαρτίας, ή προς τον Ιησούν, ή προς τους ανθρώπους»[100]. Αυτό πιστεύουμε πως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, που θα γίνη λόγος για την ασθένεια και την θεραπεία του νου.




Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι «... ουχί μέρει τινί των εν ημίν ο νους περιέχεται, αλλ’ επίσης εν πάσι και δια πάντων εστιν...». Η κοινωνία του νου προς το σώμα έχει άφραστη και ανεπινόητη την συνάφεια «ούτε εντός ούσα (ούτε γαρ εγκρατείται σώματι το ασώματον), ούτε εκτός περιέχουσα (ου γαρ περιλαμβάνει τι τα ασώματα)∙ αλλά κατά τινα τρόπον αμήχανόν τε και ακατανόητον εγγίζων ο νους τη φύσει, και προσαπτόμενος, και εν αυτή και περί αυτήν θεωρείται, ούτε εγκαθήμενος, ούτε περιπτυσσόμενος»[101].




Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκθέτοντας το χωρίο του αγίου Μακαρίου που διδάσκει ότι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής βρίσκονται μέσα στην καρδιά ως σε όργανο, και το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης που διδάσκει ότι ο νους ως ασώματος δεν είναι μέσα στο σώμα, γράφει ότι δεν είναι αντίθετα τα δυο αυτά χωρία, αλλά συνάγονται σε μια ενότητα. Ο άγιος Μακάριος και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης είχαν διαφορετικές προϋποθέσεις στην ανθρωπολογία τους, δηλαδή με άλλη έννοια λέγει ο άγιος Μακάριος ότι ο νους είναι μέσα στο σώμα και με άλλη έννοια ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι είναι εκτός του σώματος. Όπως εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο Θεό ως ασώματος δεν βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο δεν έρχεται σε αντίθεση με εκείνον που ισχυρίζεται ότι ο Λόγος κάποτε ευρέθηκε στην παρθενική και πανάμωμη μήτρα της Θεοτόκου, έτσι γίνεται και στα χωρία αυτώ των Πατέρων σχετικά με τον νου. Ο νους του ανθρώπου ως ασώματος είναι εκτός του σώματος, αλλά και μέσα στο σώμα, χρησιμοποιώντας ως πρώτο σαρκικό όργανο αφράστως την καρδιά[102]. Έχουμε εξηγήσει σε άλλη παράγραφο ότι ο νους έχει ουσία και ενέργεια και ως ουσία βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενώ ως ενέργεια στους λογισμούς και έτσι εξέρχεται από το σώμα και συλλαμβάνει το νόημα των πραγμάτων. Στην φυσική κατάσταση ο νους εισέρχεται στην καρδιά, η ενέργεια στην ουσία, και έτσι ανέρχεται προς τον Θεό. Αυτή είναι η κυκλική κίνηση του νου για την οποία θα κάνουμε αργότερα λόγο.




Ο νους, ως εικόνα του Θεού, έχει ζωή μόνον όταν ενώνεται με τον Θεό και καθίσταται σοφός και αγαθός. Αυτή είναι η ζωή του νου. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ος συμβιβάσει αυτόν; Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Η φυσική κατάσταση του νου είναι να ενωθή με τον νου του Χριστού. Τότε ελλάμπεται και φωτίζεται. Η «όντως ζωή και αληθής ενέργεια του νου» είναι όταν το λογιστικό της ψυχής ασχολήται με θεία θεωρήματα και αναπέμπη στον Θεό ύμνο και ευχαριστία και όταν με την συνεχή μνήμη κολλάται προς Αυτόν[103]. Νέκρωση του νου είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, ενώ ζωή του νου είναι η κοινωνία και η ενότητα μαζί Του. Η ζωή του νου, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι ο φωτισμός της γνώσεως και επειδή αυτόν τον φωτισμό τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο της αγάπης προς τον Θεό[104].




Όπως το σώμα για να ζήση έχει ανάγκη της τροφής και η ψυχή για να ζήση έχει ανάγκη της αρετής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι η τροφή του νου[105]. Η προσευχή τροφοδοτεί τον νου και τον ζωοποιεί. Ο νους όταν κινήται προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του είναι υγιής, ζωντανός. Και σ’ αυτήν την κατάσταση δέχεται την παράκληση του Θεού. Εν Θεώ ο νους αποκτά την υγεία, την αίσθηση, και αυτή η αίσθηση είναι «γεύσις ακριβής των διακρινομένων»[106]. Είναι απαραίτητο στην πνευματική ζωή ο νους να έχη ζωή, ώστε να διακρίνη τις ενέργειες και παρακλήσεις του Θεού από τις ενέργειες του διαβόλου. Στον υγιή νου, που σχολάζει διαρκώς στα θεία, «και το παθητικόν μέρος θείον γέγονεν όπλον»[107]. Τότε όλη η ψυχή υγιαίνει. Ο νους είναι ένα άρμα που παρασύρει την ψυχή είτε στον Θεό είτε στον διάβολο και τα έργα της αμαρτίας. Ο νους πάντως όταν υγιαίνη πληροφορείται από τον Θεό. Είναι σαφής εντολή του Αποστόλου Παύλου που ισχύει για τον καθαρό και ζωντανό νου: «έκαστος εν τω ιδίω νοΐ πληροφορείσθω» (Ρωμ. ιδ’, 5).




Αν και ο νους είναι μια δύναμη της ψυχής, με την έννοια που μελετάμε στην παράγραφο αυτή, εν τούτοις έχει και αυτός άλλες δυνάμεις και ενέργειες. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι τέσσερες είναι οι δυνάμεις του νου, ήτοι η σύνεση, η αγχίνοια, η κατάληψη και η εντρέχεια (δεξιότης, ετοιμότης, οξύτης). Πρέπει αυτές οι τέσσερες δυνάμεις του νου να ενωθούν με τις τέσσερες γενικές αρετές της ψυχής, ήτοι η σύνεση του νου με την σωφροσύνη της ψυχής, η αγχίνοια με την φρόνηση, η κατάληψη με την δικαιοσύνη και η εντρέχεια με την ανδρεία. Έτσι σχηματίζεται «άρμα φλογερόν και ουρανοδρόμιον» που αντιμετωπίζει τα τρία πάθη της φιλαργυρίας, φιληδονίας και φιλοδοξίας[108].




Βέβαια αυτές οι διαιρέσεις του νου σε μας είναι ακατανόητες αλλά οι άγιοι Πατέρες με τον αγώνα που έκαναν και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ξεχώρισαν και διέγραψαν αυτές τις δυνάμεις και γνώρισαν όλη την εσωτερική ψυχοσύνθεση. Ζώντας ο άνθρωπος «εν τη αποκαλύψει», φωτιζόμενος από την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, γνωρίζει όλα τα βάθη της ψυχής και όλες τις δυνάμεις του νου, που για τον μακράν της Χάριτος άνθρωπο είναι άγνωστα και ακατανόητα. Άλλωστε μακράν του Θεού όλος ο άνθρωπος καθίσταται αφανής και άγνωστος.




Όλα αυτά που αναφέραμε δείχνουν την φυσική κατάσταση του νου, όπως λειτουργεί στον φυσικό άνθρωπο, στον άνθρωπο του Θεού. «Ίδιον έργον του νου το μη ανέχεσθαι λογισμού λάθρα καταλαλούντος κατά του πλησίον»[109]. Ο νους στην φυσική του κατάσταση αποκρούει τους λογισμούς που προέρχονται από τον διάβολο και γενικά αποκρούει κάθε λογισμό που είναι αντίθετος με την αγάπη. Επίσης καθίσταται τέλειος όταν πλουτίζη από την γνώση του Θεού. «Τέλειός εστιν ο νους, ο ποιωθείς τη γνώσει»[110]. Η γνώση αυτή είναι γνώση του Θεού και των δημιουργημάτων, κατά τρόπο υπεράγνωστο. «Νους εστι τέλειος ο δια πίστεως αληθούς τον υπεράγνωστον υπεραγνώστως υπεργνωκώς και των αυτού δημιουργημάτων τα καθόλου θεασάμενος»[111].




Ασθένεια του νου




Ο νους με την πτώση αμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε, αρρώστησε. Έπαυσε να είναι τέλειος. Αυτό το ίδιο γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος διαπράττει την αμαρτία.




Η πρώτη μάχη του διαβόλου γίνεται με τον νου. Οι δαίμονες επιδιώκουν να τον υποδουλώσουν, οπότε στην συνέχεια έρχεται ο άνθρωπος στην συγκατάθεση και την αμαρτία. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι οι δαίμονες, λαμβάνοντες αφορμή από τα πάθη που υπάρχουν στην ψυχή, κινούν τους εμπαθείς λογισμούς, δια των οποίων πολεμούν τον νου και εκβιάζουν αυτόν να έλθη σε συγκατάθεση της αμαρτίας. Γίνεται μεγάλη μάχη για να αιχματωλισθή ο νους και να προσελκυσθή στον εμπαθή λογισμό. Όταν ηττηθή ο νους, «άγουσιν εις την κατά διάνοιαν αμαρτίαν και, ταύτης αποτελεσθείσης, φέρουσιν αυτόν λοιπόν αιχμάλωτον εις την πράξιν». Δεν μένει όμως μέχρι εκεί το κακό. Αφού οι δαίμονες με τους εμπαθείς λογισμούς ερημώσουν την καρδιά, υποχωρούν, αλλά παρά ταύτα μένει στον νου το είδωλο της αμαρτίας. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στον λόγο του Κυρίου «όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως...εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ’, 15), λέγει ότι ναός του Θεού είναι ο νους του ανθρώπου, στον οποίον, αφού οι δαίμονες ερημώσουν δια των εμπαθών λογισμών την ψυχή, «το είδωλον ανατιθέασι της αμαρτίας»[112].




Αυτή είναι η ασθένεια του νου. Όχι μόνον αιχμαλωτίζεται, αλλά και ασθενεί, αφού παραμένει το είδωλο της αμαρτίας, το οποίο είναι μια διαρκής πληγή και αιτία μιας νέας αμαρτίας. Σε αυτήν την κατάσταση λέμε πως ο νους είναι αιχμαλωτισμένος από τον διάβολο και τα πάθη, και «νους υπό παθών κεκρατημένος, εννοεί τα μη πρέποντα». Αυτό φανερώνουν οι λόγοι και τα έργα[113]. Όσα λέγει και πράττει ο άνθρωπος φανερώνουν την ασθένεια ή την υγεία του νου του. Γι’ αυτό οι έχοντες το χάρισμα της διακρίσεως διακρίνουν από τις εξωτερικές κινήσεις και από τα λόγια του κάθε ανθρώπου την κατάσταση του νου. Η σχέση του νου προς την αίσθηση «δούλον αυτόν καθίστησι των του σώματος ηδονών»[114]. Ο νους τότε αντί να στρέφεται προς τον Θεό και να ενώνεται μαζί Του, στρέφεται και ενώνεται με τα αισθητά, γι’ αυτό γίνεται δούλος. Σ’ αυτήν την δουλεία, την αιχμαλωσία, έγκειται η ασθένεια του νου. Και φυσικά αυτή η ασθένεια προξενεί τον θάνατο του νου.




Στην συνέχεια θα περιγράψουμε, παρουσιάζοντας χωρία πατερικά, μερικές καταστάσεις και ιδιώματα της ασθενείας του νου.




Η Αγία Γραφή κάνει λόγο για τον διεφθαρμένο νου, τον νου της σαρκός. Μερικά χωρία θα θέλαμε να παραθέσουμε στο σημείο αυτό, που δείχνουν την ασθένεια του νου. «...διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας» (Α’ Τιμ. στ’, 5). Όσοι αντιστέκονται στην αλήθεια είναι «άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν» (Β’ Τιμ. γ’, 8). Ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος σε αιρετικό της εποχής του λέγει ότι είναι «φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού» (Κολ. β’, 18). Στο χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά ότι, όταν ο άνθρωπος είναι σαρκικός, εστερημένος της ενεργείας του Παναγίου Πνεύματος, όπως αναφέρεται στην θεολογία του Αποστόλου Παύλου, έχει νου σαρκικό. Αλλού ο νους του μακράν του Θεού ευρισκομένου ανθρώπου χαρακτηρίζεται «αδόκιμος» (Ρωμ. α’, 28). Επίσης δεν θέλει ο Απόστολος οι Χριστιανοί να πορεύωνται και να περιπατούν όπως οι εθνικοί «εν ματαιότητι του νοός αυτών» (Εφεσ. δ’, 17). Και οι άγιοι Πατέρες, όπως ο όσιος Θαλάσσιος, κάνουν λόγο για την σάλευση του νου από τον τόπο της γνώσεως, όταν το παθητικό της ψυχής κινηθή πέρα από τις αρετές: «Σαλεύεται ο νους εκ του τόπου της γνώσεως, ότε το παθητικόν της ψυχής κινηθή εκ των ιδίων αρετών» [115].




Η ασθένεια του νου χαρακτηρίζεται και με την λέξη «σκοτασμός». Ο νους, ως εικών του Θεού, είναι φωτεινός. Όταν όμως απομακρύνεται από τον Θεό και χάνη την φυσική του κατάσταση, τότε αμαυρούται, σκοτίζεται. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι οι οκτώ γενικότατοι λογισμού της κακίας μέσα στους οποίους υπάρχει κάθε λογισμός έρχονται στην πύλη της καρδίας. Και όταν βρουν τον νου αφύλακτο εισέρχονται ο ένας μετά τον άλλο στον κατάλληλο καιρό στην καρδιά, και κάθε ένας αφήνει εκεί « εσμόν λογισμών αισχρών∙ και ούτω τον νουν σκοτίσας, εκκαλεί το σώμα προτρεπόμενος εις εργασίαν αισχρών πράξεων»[116]. Ο νους από τους πολλούς λογισμούς σκοτίζεται. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος διδάσκει ότι, όταν ο άνθρωπος διάγη την ζωή της αμαρτίας και της ασωτίας, «τον νουν σκοτίζει»[117]. Γι’ αυτό συνιστάται από την πατερική διδασκαλία να φυλάττουμε τους λογισμούς «ίνα μη σκοτισθείς ο νους, άλλα αντ’ άλλων βλέπη»[118].




Έτσι μπορούμε να κάνουμε λόγο για την τύφλωση του νου και την ανικανότητα να βλέπη καθαρά τα πράγματα. Και όταν ο νους σκοτισθή τότε δεν έχει καθαρούς και ανοικτούς διαδρόμους προς τον πλησίον. Όλα μολύνονται και σκοτίζονται με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για την ζωή μας. Οι πονηρές έννοιες σκοτίζουν τον νου και τον καταστρέφουν, όπως αποκρύπτουν τα σύννεφα τον ήλιο[119]. Ο νους σκοτίζεται και παραμένει άκαρπος ή όταν λαλήση κοσμικούς λόγους ή όταν δεχθή αυτούς στην διάνοια και προσομιλήση ή όταν ασχοληθή το σώμα μαζί με τον νου σε αισθητά. Αμέσως τότε χάνει την θέρμη, την κατάνυξη, την παρρησία εν Θεώ και την γνώση. Γι’ αυτό, «όσον προσέχομεν τω νω, φωτιζόμεθα∙ και όσον ου προσέχομεν, σκοτιζόμεθα»[120].




Ο σκοτασμός λέγεται και τύφλωση, αφού είναι πραγματική τύφλωση του νου. Και ο νους εκτυφλούται από τα τρία πάθη, την φιλαργυρία, την κενοδοξία και την ηδονή[121]. Η άγνοια του χοϊκού νοός, κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο, που είναι αχλύς και ζόφος βαθύς, «τας οράσεις της ψυχής επικαλύπτουσα, σκοτεινήν αυτήν και ζοφώδη περί το νοείν τα θεία τε και ανθρώπινα απεργάζεται, μη δυναμένην προς τας αυγάς του θείου φωτός ατενίζειν ή εν απολαύσει γίνεσθαι των αγαθών εκείνων, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»[122]. Ο νους και γενικά η ψυχή είναι ανίκανη να ενατενίση τον Θεό και να ελλαμφθή. Και αυτό αποτελεί την ασθένεια και τον θάνατό του. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρη την αλήθεια. «Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι, όπως ο οφθαλμός, όταν μετακινήται συνεχώς άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε μεταστρέφεται «προς τα άνω και κάτω πυκνά», δεν μπορεί να δη καθαρά το αντικείμενο, το ίδιο συμβαίνει και με τον οφθαλμό της ψυχής, δηλαδή τον νου. Όταν περισπάται από πολλές κοσμικές φροντίδες είναι αδύνατον να βρη την αλήθεια: «Ούτω και νουν ανθρώπου, υπό μυρίων των κατά τον κόσμον φροντίδων περιελκόμενον, αμήχανον εναργώς ενατενίσαι τη αληθεία»[123].




Μια άλλη κατάσταση της ασθενείας του νου είναι η πώρωση, η αναλγησία και η αναισθησία. «Αναλγησία καρδίας, επώρωσε νουν»λέγει ο της Κλίμακος άγιος [124]. Όταν οι δαίμονες έλθουν στην ψυχή και περιστρέψουν το φως του νου, τότε δεν υπάρχει νήψη, διάκριση, επίγνωση, εντροπή, αλλά «αναλγησία, και αναισθησία, και αδιακρισία, και αβλεψία»[125].




Ο ασθενών νους είναι δέσμιος, αιχμάλωτος. «Δεσμά υπάρχουσι νου, πάθη ψεκτά, κατέχοντα αυτόν εν τοις αισθητοίς πράγμασιν»[126]. Δηλαδή τα πάθη τα ψεκτά δεσμεύουν τον νου, τον κρατούν δεμένο στα αισθητά πράγματα. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι, όπως ένα στρουθίον όταν είναι δεμένο από το πόδι δεν μπορεί να πετάξη όσο και αν προσπαθή γιατί επανέρχεται στην γη, «ούτω και ο νους, μήπω απάθειαν κτησάμενος και επί την γνώσιν των ουρανίων πετόμενος, υπό των παθών καθελκόμενος, επί την γην κατασπάται»[127]. Όσο κι αν προσπαθή ο νους να πετάξη προς την γνώση των ουρανίων, αν δεν έχη απαλλαγή από τα πάθη, δεν μπορεί. Τα πάθη τον δεσμεύουν και τον κρατούν αιχμάλωτο στην γη. Ο νους ακόμη παχύνεται από τα διάφορα πάθη και δεν μπορεί να προσευχηθή καθαρά στον Θεό[128].




Ο τετυφωμένος νους είναι νεφέλη άνυδρος, που περιφέρεται από τα πνεύματα της κενοδοξίας και υπερηφανείας[129].




Ο νους που ασθενεί από το πάθος της κενοδοξίας πλανάται, αφού προσπαθεί με σχήματα και μορφές να περιγράψη το θείον[130].




Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει και τον τρόπο με τον οποίο ο νους γίνεται αιχμάλωτος. Εάν είναι άπειρος και διάγη χωρίς νήψη, τότε αμέσως μείγνυται εμπαθώς με το φαντασθέν σ’ αυτόν, δηλαδή με αυτό που φέρνει η φαντασία, και στην συνέχεια διαλέγεται και δίδει αποκρίσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «αναμίξ γίνονται οι ημέτεροι λογισμοί τη δαιμονιώδει φαντασία». Και όσο αυξάνεται και πληθύνεται η φαντασία τόσο πάσχει ο νους[131].




Εκτός από τις προηγούμενες καταστάσεις της ασθενείας του νου είναι και η μόλυνση. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς∙ τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις» (Τιτ. α’, 15). Ο μολυσμός του νου δεν προέρχεται μόνον από μια μεγάλη θανάσιμη αμαρτία, αλλά και από ένα μικρό λόγο που εξέρχεται από το στόμα: «υπό λόγου πολλάκις ενός απροσέκτως προερχομένου τον νουν εμόλυνε». Αλλά αυτό συμβαίνει κυρίως σ’ αυτόν που γεύθηκε την χάρη και ενέργεια της προσευχής[132].




Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει λόγο για τον παραρριπισμό του νου, που χωρίς να μεσολαβήση χρόνος ή λόγος ή εικόνα, παρουσιάζει με περισσότερη οξύτητα το πάθος στον άνθρωπο. Με μια απλή κίνηση παρουσιάζεται το πάθος μέσα στην ψυχή του ανθρώπου[133]. Φαίνεται πως ο νους αιχμαλωτίζεται και υποδουλώνεται με μια απλή κίνηση, χωρίς να προηγηθή μεγάλος σύνθετος λογισμός.




Έτσι λοιπόν η ασθένεια του νου, με όσα αναφέραμε προηγουμένως, είναι η διαφθορά, ο σκοτασμός, η τύφλωση, η αναλγησία και αναισθησία, η δέσμευση και αιχμαλωσία, η πλάνη, η μόλυνση και ο παραρριπισμός. Κάθε τι που εκδιώκει και αποτρέπει τον νου από την φυσική κίνηση είναι ασθένεια, της οποίας συνέπεια είναι ο θάνατος του νου. Σ’ αυτήν την κατάσταση όλος ο άνθρωπος είναι ασθενής, μεμολυσμένος και νεκρός.




[81] ένθ. ανωτ. σελ. 27, κζ’




[82] Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 2ος, σελ. 132




[83] Θεολήπτου Φιλαδελφείας, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 8




[84] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 126




[85] ένθ. ανωτ. σελ. 124




[86] αγ. Ιω. Δαμασκηνού: Έκδοσις... ένθ. ανωτ. σελ. 152




[87] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 326, α’




[88] ένθ. ανωτ. σελ. 329, ιβ’




[89] ένθ. ανωτ. σελ. 332, κη’




[90] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, λζ’




[91] Φιλοκαλία Α’, σελ. 115, κ’




[92] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 329, ιγ’




[93] Φιλοκαλία Β’, σελ. 45, με’




[94] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ, 40, κστ’




[95] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 133, γ’




[96] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 39, κα’




[97] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 330, ιζ’




[98] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 36, ο’




[99] ένθ. ανωτ.




[100] Αββά Ηλία, Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 37, ε’




[101] P G 44, 177 B & C




[102] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 406




[103] ένθ. ανωτ. σελ. 396




[104] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 4, θ’




[105] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 185, ρα’




[106] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 78, λ’




[107] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, μθ’




[108] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 275, ιβ’




[109] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 225, λη’




[110] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νδ’




[111] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 40, κη’




[112] Φιλοκαλία Β’, σελ. 18, λα’




[113] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 217, δ’




[114] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νε’




[115] Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νστ’




[116] Φιλοκαλία Α’, σελ. 169, ροζ’




[117] ένθ. ανωτ. σελ. 152, ξθ’




[118] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 209, πστ’




[119] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ σελ. 146, ιδ’




[120] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 60, ρκζ’




[121] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 102, ρα’




[122] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 320, πζ’




[123] Μ. Βασιλείου έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 1ος, σελ. 60-62




[124] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 60, ιδ’




[125] ένθ. ανωτ. σελ. 125, ζ’




[126] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 219, μα’




[127] Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πε’




[128] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 181, να’




[129] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, κστ’




[130] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 187, ριστ’




[131] Φιλοκαλία Α’, σελ. 163, ρμδ’




[132] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 163, να’




[133] ένθ. ανωτ. σελ. 95, ογ’




Σχέση μεταξύ ψυχής, νοός, καρδιάς και διανοίας (λογικής)




Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου













--------------------------------------







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά πηγής




ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ