41. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Επομένως, είπα, αυτή η αντίληψη για την ψυχή θα ήταν αρκετή για

αντίκρουση της ενστάσεως· ότι, δηλαδή, η ψυχή με όσα στοιχεία συνυφάνθηκε

στην αρχή (που δημιουργήθηκε), μ’ αυτά παραμένει και μετά τη διάλυση. Έτσι

καθίσταται σαν φύλακας των δικών της (σωματικών στοιχείων)· και με την

ανάμιξή της με τα ίδιου γένους δεν εγκαταλείπει τα δικά της με την λεπτή και

και ευκίνητη νοερή δύναμή της· δεν ξεγελιέται σε καμιά λεπτομέρεια των

στοιχείων, αλλά διαλύεται μαζί με τα δικά της στοιχεία που πηγαίνουν προς τα

συγγενή τους (στοιχεία)· και δεν δυσκολεύεται να ενωθεί και πάλι μ’ αυτά,

ενώνονται σε ένα σύνολο (ανασταίνονται). Μένει πάντοτε μαζί τους, όπου

είναι, και όπως η φύση τα συγκροτεί.







»Κι όταν η δύναμη που οικονομεί τα πάντα (Θεός) δώσει την εντολή να

συγκεντρωθούν πάλι τα διαλυθέντα στοιχεία, τότε συμβαίνει, όπως ακριβώς με

τα διάφορα σχοινιά που είναι δεμένα από το ίδιο σημείο· με τη δύναμη που τα

τραβάει, ενώνονται όλα μαζί. Έτσι , και με τη δύναμη της μιας ψυχής, που

ελκύει όλα μαζί τα διαφορετικά στοιχεία, με μιας με τη σύνθεση των

στοιχείων της ψυχής, συγκροτείται η δομή του σώματός μας μέσω της ψυχής·

διότι, το κάθε στοιχείο της ψυχής συνδέεται κατάλληλα με το παλιό και

συνηθισμένο στοιχείο του σώματος και συνάπτεται με το γνωστό του».







42 ΜΑΚΡΙΝΑ

«Αλλά κι αυτό το παράδειγμα, πρόσθεσε η δασκάλα, δικαιολογημένα θα

μπορούσε να προστεθεί στα όσα είπαμε· για ν’ αποδειχθεί ότι η ψυχή δεν

δυσκολεύεται πολύ να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία το δικό της

από το ξένο. Για παράδειγμα, ας προσφέρουμε σ’ ένα κεραμέα πηλό,

και μάλιστα να του δώσουμε πολύ, από τον οποίο ένα μέρος ήδη έχει

χρησιμοποιηθεί για κατασκευή σκευών, και το υπόλοιπο στο μέλλον. Και τα

σκεύη ας μην έχουν το ένα με το άλλο το ίδιο σχήμα· άλλο να είναι πιθάρι,

άλλο αμφορέας ή πινάκιο ή τριβλίο ή κάτι άλλο απο τα αναγκαία στην

καθημερινή χρήση· ας υποθέσουμε ακόμη ότι όλα αυτά δεν ανήκουν σ’ έναν,

αλλά το καθένα έχει τον κάτοχό του.










43

»Αυτά, λοιπόν, τα σκεύη όσο διατηρούνται, οι κάτοχοί τους τα αναγνωρίζουν·

και να σπάσουν όμως πάλι, οι κτήτορές τους θα τ’ αναγνωρίσουν στον ίδιο

βαθμό από τα κομμάτια τους· θα δείχνουν ποιό ανήκει στο πιθάρι και ποιό

είναι κομμάτι του ποτηρίου. Κι αν κάτι αναμιχθεί με τον ακατέργαστο πηλό,

τότε η αναγνώριση του ήδη κατεργασμένου πηλού γίνεται αλάνθαστα από τον

ακατέργαστο.







»Έτσι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το σκεύος·

πλάστηκε από τη συνδρομή των στοιχείων της κοινής ύλης, αλλά με την

ιδιαίτερη μορφή του παρουσιάζει μεγάλη διαφορά προς τους ομογενείς του.

Όταν το ανθρώπινο σκεύος διαλυθεί, η ψυχή που κατέχει το σκεύος (σώμα) το

αναγνωρίζει και από τα λείψανά του· διότι δεν απομακρύνεται από το δικό της

σκεύος ούτε στη διάλυση των κομματιών του ούτε αν αναμιχθεί με την

ακατέργαστη ύλη των στοιχείων· αλλά, πάντοτε (η ψυχή) αναγνωρίζει το δικό

της σκεύος όπως ήταν ενωμένο σε ενιαία μορφή· ακόμη και μετά διάλυσή του

δεν λαθεύει στην αναγνώριση του δικού της σκεύους, διότι την οδηγούν τα

εναπομείναντα σημάδια στα λείψανά του.







44. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και ορθά το ζήτημα

που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα λέμε και

να τα πιστεύουμε. Εάν όμως κάποιος φέρει ως αντίλογο τη διήγηση του

Κυρίου στο Ευαγγέλιο σχετικά με τον άδη, και υποστηρίξει ότι δεν συμφωνεί

με τα αποτελέσματα της συζητήσεως, ποιά απάντηση θα πρέπει να δώσουμε

σ’ αυτόν;».







45. ΜΑΚΡΙΝΑ

Η δασκάλα απάντησε: «Ο λόγος παρουσιάζει την ευαγγελική διήγηση πιο

υλιστική· αφήνει όμως πολλές υπόνοιες, με τις οποίες προσκαλεί τον γνώστη

ερευνητή σε υψηλότερη θεωρία. Διότι εκείνος που χωρίζει με μεγάλο χάσμα

το κακό από το αγαθό, και κάνει τον άνθρωπο που υποφέρει να επιθυμεί μια

σταγόνα νερού που θα του δοθεί με το δάχτυλο, και παρουσιάζει τον τόπο του

πατριάρχη ως τόπο αναπαύσεως για τον ταλαιπωρημένο στην παρούσα ζωή

και διηγείται πρώτα απ’ όλα το θάνατο και την ταφή τους (του πλούσιου και

του φτωχού Λαζάρου), αυτός (με όλα αυτά) οδηγεί το συνετό ακροατή πολύ

πιο πέρα από έναν επιπόλαιο προβληματισμό.







»Διότι ποιά μάτια σηκώνει ψηλά στον άδη ο πλούσιος, αφού άφησε ήδη τα

σωματικά μέσα στον τάφο; Πώς πάλι η ασώματη ύπαρξη αισθανόταν φωτιά;

Ποιά γλώσσα, επίσης, επιθυμεί να δροσίσει με τη σταγόνα του νερού, αφού

δεν έχει πλέον σάρκινη γλώσσα; Ποιό δάχτυλο υπάρχει για να του φέρει τη

σταγόνα (του νερού); Ποιός πάλι είναι αυτός ο κόλπος της αναπαύσεως;







»Διότι, αφού τα σώματα είναι στους τάφους, και η ψυχή δεν είναι ούτε στο

σώμα ούτε συνίσταται σε μέρη, είναι αδύνατον ν’ ανταποκριθούν στην αλήθεια

τα στοιχεία της διηγήσεως, εάν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Εκτός εάν

εξηγήσει κανείς το καθένα με αλληγορική σημασία· έτσι, χάσμα νοείται όχι

απόσταση γης, αλλά αυτό που εμποδίζει την επαφή των αντιθέτων· διότι, ποιά

δυσκολία εμποδίζει την ασώματη και νοερή ύπαρξη να διαβεί το χάσμα, όσο

μεγάλο κι αν είναι; Καθόσον αυτό που είναι νοερό στη φύση του, βρίσκεται

όπου θέλει αχρόνως».







46. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Τί είναι, λοιπόν, ρώτησα, η φωτιά, το χάσμα και τα υπόλοιπα της διηγήσεως,

εάν δεν είναι εκείνα που λέγονται;».







ΜΑΚΡΙΝΑ

«Μου φαίνεται, απάντησε εκείνη, ότι με το καθένα απ’ αυτά δηλώνει το

Ευαγγέλιο κάποια δόγματα για τα ζητήματα της ψυχής.

Διότι, όταν ο πατριάρχης είπε πρώτα στον πλούσιο, ότι απόλαυσες στην επίγεια

ζωή σου το μερίδιο των αγαθών, και για το φτωχό είπε το ίδιο, ότι δηλαδή

και αυτός στην επίγεια ζωή του ξεπλήρωσε το καθήκον της δοκιμασίας

των θλίψεων· κι έπειτα, όταν φέρνει το λόγο για το χάσμα, ότι δηλαδή μεταξύ

τους χωρίζονται με αγεφύρωτη απόσταση, νομίζω ότι με όλα αυτά τα λόγια

υπονοεί κάποιο σπουδαίο δόγμα.







47

»Και κατά τη δική μου αντίληψη, το δόγμα είναι το εξής: η ζωή των ανθρώπων

ήταν μονόπλευρη· μονόπλευρη εννοώ ότι ήταν στραμμένη μόνο στο αγαθό,

και δεν είχε καμία ανάμιξη με το κακό. Την αλήθεια αυτή την αποδεικνύει

ο πρώτος νόμος του Θεού· αυτός έδινε εντολή στον άνθρωπο

στον παράδεισο να γεύεται όλα τα αγαθά·

απαγόρευε μόνον εκείνο τον καρπό, ο οποίος ήταν μικτός στη φύση του,

αποτελούμενος και από το κακό και από το καλό. Στον παραβάτη επέβαλε

ως τιμωρία το θάνατο.







»Ο άνθρωπος, βέβαια, ελεύθερα με την αυτεξούσια θέλησή του εγκατέλειψε

την απείραχτη από το κακό κατάστασή του και διάλεξε την ανάμικτη ζωή από

τα αντίθετα. Η θεία πρόνοια όμως δεν άφησε αδιόρθωτη την απερισκεψία

μας. Αλλά, επειδή για τους παραβάτες του νόμου επακολούθησε υποχρεωτικά

ο θάνατος που ορίστηκε ως τιμωρία· και χώρισε στα δύο την ανθρώπινη ζωή,

σ’ εκείνη μέσα στο σώμα και σ’ αυτήν έξω από το σώμα, που ακολουθεί μετά·

(ο Θεός όμως) τη χρονική διάρκεια (των δύο καταστάσεων) δεν την όρισε ίση,

αλλά την πρώτη (επίγεια ζωή) την όρισε να διαρκεί πολύ σύντομο χρόνο· την

άλλη όμως την παρέτεινε στην αιωνιότητα. Από αγάπη για τον άνθρωπο έδωσε

την εξουσία ώστε, εάν κάποιος θέλει, να εκλέγει το ένα από τα δύο, εννοώ το

καλό και το κακό· να ζήσει, δηλαδή, ή τη σύντομο και προσωρινή παρούσα ζωή

ή αυτήν που πάει στους απέραντους αιώνες και δεν έχει τέλος.







»Επειδή όμως το καλό και το κακό λέγονται με την ίδια ονομασία,

και το καθένα από τα δύο έχει διπλή έννοια, την νοητική και την αισθητική,

ορισμένοι θεωρούν ως αγαθό αυτό που φαίνεται ευχάριστο στις αισθήσεις.

Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αγαθό είναι και καλείται αυτό το οποίο θεωρεί

ως αγαθό μόνον ο νους.







Όσοι, λοιπόν, έχουν απαίδευτο το λογισμό τους, διότι δεν σκέφτεται

το αγαθό, αυτοί από λαιμαργία ξοδεύουν στην παρούσα ζωή τους

τα καλά αγαθά που αναλογούν στη φύση τους· δεν αποταμιεύουν τίποτε

για την άλλη ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που εξοικονομούν τη ζωή τους με

διάκριση και σωφροσύνη, ενοχλούνται στην σύντομη παρούσα ζωή

από τις λυπηρές εμπειρίες των αισθήσεων· αποταμιεύουν όμως τα αγαθά

για τη μέλλουσα ζωή, ώστε η καλύτερη τύχη να παρατείνεται γι’ αυτούς μαζί

με την αιωνιότητα.







48

»Αυτό είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την άποψή μου, το χάσμα, το οποίο δεν

σχηματίζεται επειδή χωρίζεται στα δύο η γη, αλλά το δημιουργεί η επιλογή της

ζωής που διαιρείται σε αντίθετες προτιμήσεις. Εκείνος που διάλεξε εφάπαξ την

απόλαυση στην παρούσα ζωή και δεν μετανόησε για να θεραπεύσει την

απερισκεψία του, έκανε απροσπέλαστο για τον εαυτό του τον τόπο των αγαθών

στην άλλη ζωή· δημιούργησε σε βάρος του την αξεπέραστη αυτή κατάσταση,

σαν κάποια αχανή και αδιάβατη χαράδρα.







49

»Γι’ αυτό, μου φαίνεται ότι και την αγαθή κατάσταση της ψυχής την ονομάζει

ο (εαυγγελικός) λόγος κόλπο του Αβραάμ, στον οποίο αναπαύεται ο αθλητής

της υπομονής. Διότι πρώτος απ’ όλους τους ανθρώπους αυτός ο πατριάρχης

λέγεται ότι προτίμησε την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών αντί για την

απόλαυση των παρόντων. Αυτός στερήθηκε όλα τα αγαθά που είχε στην αρχή

της ζωής του, και ζούσε ανάμεσα σε ξένους· εξασφάλισε έτσι, με την

κακοπάθεια της παρούσης ζωής, τη μελλοντική μακαριότητα.







»Όπως ακριβώς, λοιπόν, ονομάζουμε καταχρηστικά ένα ορισμένο μέρος της

θάλασσας κόλπο, έτσι, μου φαίνεται, ο (ευαγγελικός) λόγος με το όνομα του

κόλπου υπονοεί τα αμέτρητα εκείνα αγαθά. Διότι στον κόλπο, όλοι όσοι

διακινδυνεύουν με την άσκηση των αρετών την παρούσα ζωή, όταν θα φύγουν

απ’ αυτήν, θ’ αράξουν τις ψυχές τους στον κόλπο των αγαθών, σαν ασφαλές

λιμάνι. Για τους υπόλοιπους, όμως, αυτή η στέρηση των αγαθών που υπάρχουν

εκεί (στον κόλπο) γίνεται φλόγα που καίει την ψυχή τους· έχει ανάγκη (η ψυχή

τους) κάποια σταγόνα από το πέλαγος των αγαθών που κατακλύζουν τους

δικαίους, για να παρηγορηθεί· αλλά δεν το πετυχαίνει.







»Ακούοντας, επίσης, στον (ευαγγελικό) λόγο για τα ασώματα, ονόματα όπως

γλώσσα, οφθαλμός, δάχτυλο και την παρόμοια σχετική ορολογία για το

σώμα, θα παραδεχθείς ότι αυτά – εάν εξετάσεις την έννοια των ονομάτων–

συμφωνούν με όσα στοχαστήκαμε για το θέμα της ψυχής. Διότι, όπως η

συνδρομή όλων των στοιχείων του σώματος συγκροτεί την ουσία του,

έτσι είναι εύλογο η ίδια αιτία (συνδρομή) να ολοκληρώνει τη φύση των μερών,

που αποτελούν το σώμα.







50.

»Εάν, λοιπόν, παραβρίσκεται η ψυχή στα στοιχεία του σώματος, τα οποία

αναμίχθηκαν με το σύμπαν (μετά θάνατο), τότε όχι μόνο θα γνωρίσει όλο το

πλήθος των στοιχείων που συνέθεσαν το σώμα, και θα βρίσκεται σ’ αυτά· αλλά,

θα γνωρίσει και την ιδιαίτερη σύσταση κάθε μέρους του συνόλου, δηλαδή με

ποιά μόρια των στοιχείων σχηματίστηκαν τα μέλη του σώματός μας. Δεν είναι,

λοιπόν, παράδοξο η ψυχή, που βρίσκεται σ’ όλο το σύνολο της συνθέσεως των

στοιχείων, να βρίσκεται και σε κάθε μόριο. Έτσι, βλέποντας κανείς τα στοιχεία,

στα οποία μέσα υπάρχουν δυνάμει τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, δεν θα

κάνει σφάλμα να εννοήσει ότι η Γραφή για αυτά ομιλεί όταν αναφέρεται, μετά

τη διάλυση του σώματος, σε δάχτυλο, οφθαλμό, γλώσσα και σ’ όλα τα

υπόλοιπα μέλη.







»Εάν, λοιπόν, η εξέταση του καθένα (στοιχείου) μεταφέρει το νου μακριά από

σωματική εκδοχή της διηγήσεως, είναι εύλογο και η αναφορά τώρα σε άδη,

να μην υπονοεί κάποιον τόπο που έχει αυτό το όνομα, αλλά να εννοεί μια

κατάσταση βίου, αιώνια και ασώματη· σ’ αυτήν, μας διδάσκει η Γραφή, ζει

η ψυχή.







»Αλλά, στη διήγηση για τον πλούσιο και το φτωχό (Λάζαρο), καί κάποιο άλλο

δόγμα μαθαίνουμε, το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με όσα εξετάσαμε.

Παρουσίασε (η διήγηση) εκείνο τον εμπαθή και φιλόσαρκο (πλούσιο), όταν

είδε ότι η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη, να φροντίζει για τους συγγενείς του

που ήταν στη γη, ώστε να κάμουν το ορθό· και ο Αβραάμ απάντησε ότι ο Θεός

δεν άφησε αφρόντιστη την επίγεια ζωή των ανθρώπων· αλλά μπορούν, εάν

θέλουν,να γνωρίσουν την ορθή ζωή από τη διδασκαλία του νόμου και των

προφητών. (Ο πλούσιος) όμως εξακολουθεί να παρακαλεί τον δίκαιο (Αβραάμ),

λέγοντας ότι η διδασκαλία θα έχει αποτέλεσμα μόνο με τρόπο θαυματουργικό,

εάν δηλαδή κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους διδάξει».







51. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Ποιό δόγμα, λοιπόν, ρώτησα, υπάρχει σ’ αυτή τη διήγηση;».







ΜΑΚΡΙΝΑ

«Η ψυχή του Λαζάρου, απάντησε εκείνη, δεν ενδιαφέρεται για τα παρόντα

και δεν επιστρέφει σε τίποτε απ’ όσα άφησε πίσω της στη γη· ο πλούσιος όμως

είναι προσκολλημένος σαν ιξός στη σαρκική ζωή ακόμη και μετά το θάνατο·

απ’ αυτήν δεν απαλλάχτηκε τελείως κι όταν έπαψε να ζει, αλλά ακόμη

φροντίζει για τη σάρκα και το αίμα·

αφού παρακαλεί ν’ απαλλαγούν οι συγγενείς του από τα κακά, είναι φανερό

ότι δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί από τις γήϊνες φροντίδες. Με όλες αυτές τις

διηγήσεις, θεωρούμε ότι ο Κύριος θεμελιώνει το εξής δόγμα: αυτοί που

ζουν ακόμη τη σαρκική ζωή πρέπει, με την ενάρετη βιοτή τους,

ν’ απομακρύνονται κάπως και να ξεφεύγουν από τη σχέση με τη σάρκα,

ώστε μετά το θάνατο να μην έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο θάνατο, ο οποίος

θα καθαρίσει τα υπολείμματα της σαρκικής ζωής. Αλλά, όπως έσπασαν τα

δεσμά της ψυχής, να της γίνει εύκολος και άνετος ο δρόμος προς το αγαθό

και κανένα σωματικό βάρος να μην την αποσπά.







52

»Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός στη σκέψη του και αφιερώνει κάθε κίνηση

και ενέργεια της ψυχής στα θελήματα της σάρκας, αυτός, κι όταν ακόμη βγει

έξω από τη σάρκα του, δεν αποχωρίζεται τα πάθη της. Όπως εκείνοι που έχουν

μείνει αρκετό καιρό στους πιο βρωμερούς τόπους, ακόμη κι όταν φύγουν από

κει και έλθουν στον καθαρό αέρα, δεν απαλλάσσονται από τη δυσοσμία της

βρώμας, την οποία συνήθισαν λόγω της μακράς διαμονής τους σ’ αυτήν.







»Έτσι, όταν γίνει η μεταφορά προς την αιώνια και αόρατη ζωή, δεν είναι

δυνατόν αυτοί που αγαπούν τη σάρκα να μην ελκύονται με οποιονδήποτε τρόπο

από τη δυσοσμία της σαρκικής ζωής. Απ’ αυτό η οδύνη τους γίνεται βαρύτερη,

επειδή η ψυχή απ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται περισσότερο υλόφρονη.

Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνεί μ’ αυτή την άποψή μου αυτό που λένε ορισμένοι,

ότι δηλαδή πολλές φορές εκεί που βρίσκονται τα σώματα (τάφοι) φαίνονται

σκιές φαντασμάτων των νεκρών.







»Εάν πράγματι γίνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται έτσι η προσκόλληση της

ψυχής στην σαρκική ζωή περισσότερο από το πρέπον· έτσι ώστε, κι όταν βγει

από τη σάρκα, να μη θέλει ν’ αποχωριστεί καθαρά απ’ αυτήν, ούτε να δέχεται

την ολοκληρωτική αλλαγή της στην κατάσταση της αιωνιότητας·

αντίθετα, να παραμένει ακόμη, και μετά τη διάλυση, στη σωματική μορφή

και, ενώ είναι ήδη έξω από το σώμα, να περιφέρεται με νοσταλγία στους

τόπους της υλικής ζωής και εκεί να αναστρέφεται».







53. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Εγώ τότε, αφού συλλογίστηκα για λίγο και σκέφτηκα την έννοια των λόγων

της, είπα: «Μου φαίνεται, με όσα ειπώθηκαν, προκύπτει κάποια αντίφαση

στα θέματα που συζητήθηκαν για τα πάθη. Διότι, νομίσαμε ότι αυτά

τα κινήματα των παθών, τα οποία απαρίθμησες στην προηγούμενη

συζήτησή μας, όπως ο θυμός, ο φόβος, η ηδονή, η επιθυμία και τα παρόμοια,

ενεργούν στην ψυχή μας εξαιτίας της συγγένειάς της με τα άλογα. Παράλληλα

όμως είπες ότι η καλή χρήση τους (των παθών) είναι αρετή, ενώ η σφαλερή

κακία· και πρόσθεσες ακόμη στη συζήτηση ότι και κάθε άλλο (πάθος)

συμβάλλει στον ενάρετο βίο, διότι με την επιθυμία ανεβαίνουμε προς το Θεό,

σαν να αναρριχόμαστε προς Αυτόν με μια αλυσίδα κάτω από τη γη. Νομίζω,

λοιπόν, ότι τα επιχειρήματα (του λόγου σου) αντιφάσκουν με το συμπέρασμα».







54. ΜΑΚΡΙΝΑ

«Πώς το λες αυτό;», με ρώτησε εκείνη.







ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

«Αφού με την κάθαρση, απάντησα, σβήνει μέσα μας κάθε άλογη κίνηση,

είναι επόμενο ότι δεν υφίσταται καθόλου ούτε η επιθυμία· κι αφού δεν υπάρχει

αυτή, δεν υπάρχει επιθυμία ούτε για τα καλύτερο (αγαθό)· διότι δεν έμεινε

στην ψυχή καμιά κίνηση (πάθος), που να την διεγείρει να επιθυμεί τα αγαθά».







55

«Στην αντίρρηση αυτή, είπε εκείνη, απαντάμε το εξής: η θεωρητική και

διακριτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα της θεοείδειας της ψυχής· διότι και το

Θεό με αυτές τον αντιλαμβανόμαστε. Εάν, λοιπόν, είτε με τον πνευματικό

αγώνα της παρούσης ζωής είτε με την κάθαρση μετά απ’ αυτήν, ελευθερωθεί

η ψυχή από την εξάρτησή της από τα άλογα πάθη, τότε τίποτε δεν την

αποκλείει από τη θεωρία του καλού. Διότι το καλό από τη φύση του ελκύει

καθέναν που προσβλέπει σ’ αυτό. Εάν, λοιπόν, η ψυχή καθαριστεί από κάθε

κακία, σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στο καλό. Και καλό στη φύση του είναι το

Θείο, στο οποίο η ψυχή θα προσδένεται με την καθαρότητά της όπως

συνδέεται με συγγενή της.







»Εάν, λοιπόν, γίνει αυτό, τότε δεν θα μας χρειάζεται πλέον η λειτουργία της

επιθυμίας, για να μας οδηγήσει στο καλό. Μόνον όποιος βρίσκεται στο

σκοτάδι, αυτός επιθυμεί το φως. Εάν όμως βρεθεί στο φως, την επιθυμία

διαδέχεται η απόλαυση· και η κυριαρχία της απολαύσεως θα καταστήσει

αργή και άχρηστη την επιθυμία.







»Καμία, λοιπόν, ζημία δεν θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο αγαθό,

εάν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα επανέλθει πάλι

στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά ακριβώς είναι·

και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει, θα βλέπει με το δικό της κάλλος

το αρχέτυπό της.







»Πράγματι, σ’ αυτό ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι αποτυπώνεται η ακριβής

ομοίωση με το Θεό· να μιμείται δηλαδή, όσο γίνεται, η δική μας ψυχή την

ανωτέρή μας ύπαρξη. Διότι η φύση (του Θεού), που υπάρχει πάνω από κάθε

(κατα)νόηση, βρίσκεται μακριά από τις δικές μας αντιλήψεις· διάγει τη ζωή της

με διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως εμείς ζούμε την παρούσα ζωή. Διότι εμείς

οι άνθρωποι, επειδή η φύση μας βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, πηγαίνουμε εκεί

που μας οδηγεί η ορμή της προαιρέσεώς μας· η ψυχή όμως, θα έλεγε κανείς,

δεν διάγει το επόμενο στάδιο της υπάρξεώς της όπως και το προηγούμενο.







56

»Διότι η ελπίδα καθοδηγεί (την ψυχή) στην κίνησή της προς τα μπρος, ενώ η

μνήμη διαδέχεται την ελπίδα, όταν προχωρήσει η κίνηση προς τα μπρος. Αλλά,

εάν βέβαια η ελπίδα οδηγεί την ψυχή σ’ αυτό που είναι καλό από τη φύση του,

τότε η κίνηση της προαιρέσεως χαράσσει στη μνήμη ίχνος ευχάριστο. Εάν

όμως ο άνθρωπος αποτύχει στην επιδίωξη του καλύτερου, επειδή η ελπίδα

ξεγέλασε την ψυχή με ψεύτικο κάλλος, η μνήμη, που ακολουθεί τα γεγονότα,

γίνεται αιτία ντροπής. Και έτσι γίνεται μέσα στην ψυχή εμφύλιος πόλεμος· η

μνήμη μάχεται ενάντια στην ελπίδα, επειδή έγινε κακός οδηγός της προαιρέσεως.







Τέτοια πράγματι έννοια έχει σαφώς το πάθος της ντροπής,

όταν η ψυχή πληγώνεται από το αποτέλεσμα· χρησιμοποιεί τη μετάνοια

σαν μαστίγιο εναντίον της αθέλητης ορμής και προκαλεί σε συμμαχία

τη λησμονιά ενάντια στη λύπη. Αλλά σε μας βέβαια η φύση, επειδή είναι

φτωχή από το καλό, πάντοτε τρέχει προς αυτό που της λείπει· και αυτός ο

πόθος του ελλείποντος αποτελεί την ίδια την επιθυμητική διάθεση της φύσεώς

μας· η οποία, είτε σφάλλει από απειρία να φτάσει το όντως καλό, είτε

πετυχαίνει εκείνο που είναι καλό.







57

»Η φύση πάλι (Θεός) που ξεπερνά κάθε έννοια του αγαθού και κάθε δύναμη,

επειδή δεν έχει ανάγκη κανένα από εκείνα που θεωρούνται αγαθά,

αποτελεί η ίδια την πληρότητα όλων των αγαθών. Δεν βρίσκεται στο καλό

γιατί μετέχει σε κάποιο καλό, αλλά η ίδια είναι η φύση του καλού,

οτιδήποτε κι αν υποθετεί ο νους ότι είναι το καλό. Αυτή η φύση δεν δέχεται για

τον εαυτό της την κίνηση της ελπίδος –διότι η ελπίδα κινείται μόνον προς αυτό

που δεν υπάρχει· "αυτό όμως που το έχει κάποιος, γιατί να το ελπίζει;", λέει ο

Απόστολος. Ούτε πάλι χρειάζεται την ικανότητα της μνήμης για να γνωρίζει

ακριβώς τα όντα· διότι αυτό που βλέπει, δεν έχει ανάγκη να το θυμάται.







»Επειδή, λοιπόν, η θεία φύση είναι πέρα από κάθε αγαθό –και το αγαθό βέβαια

αγαπά το αγαθό–, γι’ αυτό βλέποντας μέσα της και ό,τι έχει θέλει και ό,τι θέλει

έχει· δεν δέχεται τίποτε απέξω για τον εαυτό της, ενώ έξω απ’ αυτήν δεν

υπάρχει τίποτε εκτός από την κακία, η οποία –όσο κι αν είναι παράδοξο να το

πούμε– έχει την ύπαρξή της στην ανυπαρξία. Διότι τίποτε άλλο δεν γεννά την

κακία παρά η στέρηση του όντος. Και αυτό που όντως είναι ον (ύπαρξη) είναι

η φύση του αγαθού. Και ό,τι δεν βρίσκεται στην ύπαρξη (δεν είναι ον),

βρίσκεται στην ανυπαρξία.







58

»Όταν, λοιπόν, και η ψυχή πετάξει από πάνω της όλα τα διάφορα κινήματα

(πάθη) της φύσεως και γίνει όμοια με τη θεία φύση· όταν ξεπεράσει την

επιθυμία και βρίσκεται εκεί που προηγουμένως την οδηγούσε η επιθυμία· τότε,

δεν επιτρέπει πλέον τίποτε στον εαυτό της, ούτε την ελπίδα ούτε τη μνήμη, διότι

κατέχει αυτό που ελπίζει. Η ασχολία πάλι για την απόλαυση των αγαθών

αποβάλλει τη μνήμη από το νου. Και έτσι μιμείται την υπεροχική ζωή που έχει

αποτυπωθεί από τις ιδιότητες της θείας φύσεως· ώστε, τίποτε άλλο να μην

επιδιώκει παρά μόνον την αγάπη, η οποία από τη φύση της βλαστάνει

μαζί με το αγαθό. Διότι αγάπη είναι το εξής, η εσωτερική σχέση

προς το επιθυμητό.







»Όταν, λοιπόν, η ψυχή γίνει απλή και έχει μόνο ένα πάθος (αγάπη) και είναι

περίπου όμοια με τη θεία φύση, θα βρει πράγματι ένα απλό και άϋλο αγαθό,

που είναι το μόνο αγαπητό και επιθυμητό. Ενώνεται και αναμειγνύεται

(η ψυχή), με την αγαπητική διάθεση και ενέργειά της, μ’ αυτό (αγαθό=Θεός)·

εκτυπώνει την μορφή της σύμφωνα μ’ αυτό, που πάντοτε νοείται και υπάρχει.

Γίνεται, με την ομοίωση του αγαθού, ό,τι ακριβώς είναι η φύση αυτού στο

οποίο μετέχει. Επειδή εκείνο (το αγαθό=Θεός) δεν έχει καμιά επιθυμία, διότι

δεν του λείπει κανένα από τα αγαθά, είναι επόμενο και η ψυχή να γίνεται

κι αυτή ανενδεής· διώχνει από πάνω της την επιθυμητική κίνηση και

διάθεση, η οποία τότε μόνον υφίσταται, όταν απουσιάζει το αντικείμενο του

πόθου.







»Στο δόγμα αυτό μας οδηγεί και ο θείος Απόστολος (Παύλος),

ο οποίος προανήγγειλε παύση και καταστολή όλων των ενεργημάτων που

υπάρχουν τώρα μέσα μας και μας κατευθύνουν στο αγαθό· μόνο για την αγάπη

δεν υπάρχει τέλος. Διότι, είπε, οι προφητείες θα καταργηθούν

και τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς θα σταματήσουν· η αγάπη όμως ποτέ δεν

πέφτει· πράγμα που σημαίνει ότι (η αγάπη) πάντοτε μένει η ίδια. Αλλά,

λέγοντας ότι θα παραμείνουν μαζί με την αγάπη η πίστη και η ελπίδα, πάλι

αυτήν, δικαιολογημένα, τοποθετεί επικεφαλής. Διότι η ελπίδα ενεργεί μέχρις

ότου δεν έχει έλθει η απόλαυση των ελπιζομένων· και η πίστη παρόμοια

γίνεται στήριγμα της αβεβαιότητας των ελπιζομένων. Γι’ αυτό και έδωσε τον

ορισμό της, λέγοντας: "πίστη είναι υπόσταση (πραγμάτωση) όσων ελπίζουμε".







59

»Όταν όμως εκπληρωθεί αυτό που ελπίζουμε και όλες οι άλλες (αρετές)

καταργούνται, τότε μένει μόνον η ενέργεια της αγάπης, χωρίς να βρίσκει

διάδοχό της. Γι’ αυτό και (η αγάπη) είναι πρώτη σ’ όλα τα επιτεύγματα

των αρετών και των εντολών του (θείου) νόμου.

Εάν, λοιπόν, φτάσει κάποτε η ψυχή σ’ αυτό το τέρμα, τότε δεν θα έχει ανάγκη

τις άλλες αρετές, επειδή θα έχει πραγματώσει τον ανώτατο σκοπό των όντων

και μόνη της θα φαίνεται ότι διατηρεί μέσα της τα χαρακτηριστικά της θείας

μακαριότητας.







»Διότι η ζωή της άνω (θείας) φύσεως είναι αγάπη· επειδή το καλό είναι

αγαπητό σ’ εκείνους που το γνωρίζουν, και ο Θεός πάλι γνωρίζει τον εαυτό του·

γι’ αυτό, και η γνώση αυτή είναι αγάπη. Διότι, είναι καλό από τη φύση του

αυτό που γνωρίζεται· και το αληθινά καλό δεν το αγγίζει η ύβρις του

χορτασμού. Εφόσον, λοιπόν, ο χορτασμός δεν διακόπτει τη σχέση της αγάπης

προς το καλό, πάντοτε η θεία ζωή θα ενεργεί με την αγάπη, η οποία είναι από

τη φύση της καλή, και αγαπά αυτό που από τη φύση του είναι καλό·

η ενέργεια της αγάπης δεν έχει όριο, διότι ούτε του καλού υπάρχει τέρμα,

ώστε η αγάπη να τερματίζει στο τέρμα του καλού.

Διότι το καλό σταματά μόνον από το αντίθετό του. Όπου όμως η φύση δεν

αποδέχεται το κακό, τότε το αγαθό θα προχωρεί στό ατελείωτο

και απεριόριστο.







60

»Επειδή, λοιπόν, κάθε φύση ελκύει τα συγγενή της –και ο άνθρωπος συγγενεύει

κάπως με το Θεό, διότι αποτελεί ο εαυτός του εικόνα (μίμηση) του αρχετύπου–,

υποχρεωτικά η ψυχή έλκεται προς το θείο και συγγενικό της (Ον).

Πρέπει βέβαια οπουδήποτε και οπωσδήποτε να αποδοθεί στο Θεό το δικό του.

Εάν, λοιπόν, η ψυχή είναι ελαφριά και απλή, χωρίς να την πιέζει κανένα

σωματικό βάρος, τότε η προσκόλλησή της προς αυτό που την ελκύει γίνεται

ευχάριστη και εύκολη.







»Εάν, όμως, (η ψυχή) είναι προσηλωμένη στα υλικά με τα καρφιά των βιωτικών

φροντίδων, τότε παθαίνει κάτι ανάλογο με τα σώματα τα καταπλακωμένα από

χώματα στην περίπτωση των σεισμών. Και ας υποθέσουμε ότι τα σώματα δεν

έχουν μόνο πάνω τους το βάρος των συνεπειών του σεισμού, αλλά ορισμένα

έχουν τρυπηθεί κιόλας με βέλη και ξύλα που ήταν μέσα στα χώματα· κάτι

τέτοιο είναι φυσιολογικό να συμβαίνει στα σώματα που βρίσκονται σ’ αυτή την

κατάσταση και τα ανασύρουν οι συγγενείς τους, για να τα θάψουν. Τα σώματα

αυτά σίγουρα θα φανούν και θα κομματιαστούν και θά πάθουν κάθε τι το

φοβερό, διότι τα ξεσχίζουν τα χώματα και τα καρφιά, καθώς ανασύρονται με

δύναμη.







»Από κάποιο τέτοιο πάθος, νομίζω, υποφέρει και η ψυχή, όταν η δύναμη του

Θεού από αγάπη ελκύει εκείνο που της ανήκει από τις παράλογες και

υλιστικές καταστάσεις. Διότι ο Θεός, που απαιτεί και ελκύει προς τον εαυτό

του κάθε τι που αυτός το δημιούργησε, δεν επιφέρει, σύμφωνα με τη γνώμη

μου, αυτές τις οδυνηρές διαθέσεις στους αμαρτωλούς, από μίσος και τιμωρία

για την κακή τους ζωή. Αλλά, για καλύτερο σκοπό ελκύει Αυτός την ψυχή

προς τον εαυτό του, που αποτελεί την πηγή κάθε ευτυχίας.

η οδυνηρή όμως διάθεση είναι φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε ελκυόμενο.







»Καί όπως όσοι καθαρίζουν με φωτιά την ύλην που αναμίχθηκε με το χρυσό,

δεν λειώνουν μόνο το ψεύτικο στοιχείο, αλλά αναγκαστικά

μαζί με το κίβδηλο λειώνουν και το καθαρό, κι όταν το κίβδηλο κατακαεί,

μένει μόνο αυτό (το καθαρό)· έτσι κι όταν η κακία λειώνει στην ακοίμητη

φωτιά της καθάρσεως, υποχρεωτικά βρίσκεται στη φωτιά και η ψυχή που είναι

ενωμένη μαζί της· έως ότου η διεσπαρμένη απατηλή, υλιστική και κίβδηλη

κατάσταση (της κακίας) κατακαεί με την αιώνια φωτιά.







»Και όπως ακριβώς όταν ένα σχοινί περιτυλιχθεί από παχύ στρώμα κολλώδους

λάσπης και, στη συνέχεια, η αρχή του σχοινιού περάσει από μια στενή τρύπα

και το τραβάει κάποιος με δύναμη από την άκρη του μέσα απ’ αυτήν,

υποχρεωτικά το σχοινί ακολουθεί το τράβηγμα· ενώ η λάσπη που το περιβάλλει

από το δυνατό τράβηγμα αποξύνεται και μένει έξω από την τρύπα που περνάει

το σχοινί· η λάσπη γίνεται αιτία να μην περνάει εύκολα το σχοινί την τρύπα,

αλλά να υφίσταται βίαιο τέντωμα από το τράβηγμα.

Κάτι τέτοιο, νομίζω, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι παθαίνει και η ψυχή, που έχει

τυλιχθεί με τα γήϊνα και υλιστικά πάθη· υποφέρει και κουράζεται, επειδή ο

Θεός ελκύει προς τον εαυτό του ό,τι είναι δικό του· και ό,τι ξένο έχει κολλήσει

πάνω της, αποξύνεται με βία και δημιουργεί στην ψυχή οξείς

και ανυπόφορους πόνους».



















ΜΑΚΡΙΝΑ







Και η δασκάλα είπε: «Αλήθεια το λες. Διότι είναι δυνατόν ν’ ακούσουμε

τους αντίθετους στα επιχειρήματά μας να λένε ότι, αφού τα στοιχεία

διαλυθούν, και πάει το καθένα στο στοιχείο με το οποίο συγγενεύει, τότε με

ποιο τρόπο το θερμό, που υπάρχει και αναμιγνύεται έπειτα με το καθόλου

θερμό, μπορεί πάλι να χωριστεί από το συγγενικό του στοιχείο και να συστήσει

ξανά τον άνθρωπο που ανασταίνεται; Διότι, αν δεν επανέλθει ακριβώς το ίδιο,

αλλά ληφθεί κάτι παρόμοιο και όχι το ακριβώς ίδιο, τότε θα βγεί άλλος

άνθρωπος στη θέση άλλου. Κι αυτό δεν θα είναι ανάσταση, αλλά πλάσιμο

καινούργιου (άλλου) ανθρώπου. Εάν όμως πρέπει ο ίδιος άνθρωπος ν’

αναστηθεί, τότε πρέπει ολόκληρος να επανέλθει στον εαυτό του και να πάρει

την αρχική φύση του με όλα τα επιμέρους στοιχεία».








Περί Ψυχής και Αναστάσεως Δ'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Γ'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Β'
Περί Ψυχής και Αναστάσεως Α'

----------------------------------------------------------------------------------------







ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ




ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ




Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΙΑ




-----------------------




Η επεξεργασία, η μετατροπή και η μορφοποίηση έγινε απο την Συντακτική Ομάδα




Επιτρέπεται η αναδημοσίευση σε Φιλικά Ιστολόγια με αναφορά πηγης την:







ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ